Δευτέρα, 09 Οκτωβρίου 2017 10:57

Η Απόφαση της Καταλονίας Κύριο

Πώς προέκυψε η ψηφοφορία της καταλανικής ανεξαρτησίας τον Οκτώβριο - και γιατί θα έπρεπε να έχει την υποστήριξη της Αριστεράς. Το άρθρο του Josep María Antentas γράφτηκε μια μέρα πριν από το δημοψήφισμα της 1η Οκτωβρίου. Ο Josep María Antentas είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Viento Sur και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.

Josep María Antentas

Η Απόφαση της Καταλονίας

Την 1η Οκτωβρίου, η Καταλονία διεξήγαγε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της. Η ψηφοφορία αυτή, που καλέστηκε από την καταλανική κυβέρνηση, αλλά απαγορεύτηκε από το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο1, κορυφώνει μια άνευ προηγουμένου πενταετή αντιπαράθεση μεταξύ καταλανικών και ισπανικών θεσμών.

Από τότε που η διαδικασία ανεξαρτησίας άρχισε με μια μαζική διαδήλωση στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, την εθνική ημέρα της Καταλονίας, το κίνημα έχει εξελιχθεί σε μια συνεχή πολιτική και κοινωνική δύναμη ικανή να διοργανώνει μαζικές διαμαρτυρίες κάθε χρόνο από τότε. Αυτές οι εξελίξεις ανησυχούν σαφώς τη δεξιά κυβέρνηση της Μαδρίτης, η οποία εφαρμόζει τώρα κάθε δυνατή κατασταλτική τακτική2 για να αποτρέψει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας.

Αύριο είναι μια σημαντική στιγμή για την Καταλονία και μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε την πολιτική τροχιά του κινήματος της ανεξαρτησίας της Καταλανίας, με όλες τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του.

Το κυρίαρχο ρεύμα στο Κίνημα

Το κίνημα που ξέσπασε το 2012 ήταν αποτέλεσμα τριών συνδεδεμένων δυναμικών. Πρώτον, πολλοί Καταλανοί πολίτες αντιπαθούσαν τον επιθετικό συγκεντρωτισμό της δεύτερης κυβέρνησης Aznar (2000-4), που έκανε τον ισπανικό εθνικισμό τον πυρήνα του πολιτικο-πολιτιστικού του σχεδίου.

Δεύτερον, το νέο Καταλανικό Καταστατικό Αυτονομίας, το οποίο ψήφισε το καταλανικό κοινοβούλιο το 2005, αντιμετώπισε προκλήσεις όταν έφτασε στη Μαδρίτη για έγκριση. Το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP), που τότε είχε περάσει στην αντιπολίτευση, ισχυρίστηκε ότι ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός και το συνταγματικό δικαστήριο κήρυξε παράνομα δεκατέσσερα άρθρα. Αυτή η αποτυχημένη διαδικασία για την αύξηση της κυριαρχίας του έθνους τους, έπεισε πολλούς Καταλανούς ότι δεν μπορούσαν να μεταρρυθμίσουν την Ισπανία από μέσα.

Τέλος, η οικονομική κρίση και η στροφή προς την σκληρή πολιτική λιτότητας αποξένωσε περαιτέρω την Καταλονία από το ισπανικό κράτος, αυξάνοντας την αντίληψη ότι η Ισπανία είχε αποτύχει πολιτικά και οικονομικά. Οι εντάσεις μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειακών διοικήσεων αυξήθηκαν καθώς η Μαδρίτη επιδίωξε να εκμεταλλευτεί την κρίση προκειμένου να επιβάλει ένα σχέδιο εκσυγχρονισμού το οποίο, μεταξύ άλλων, θα περιόριζε τις δημόσιες δαπάνες των περιφερειακών κυβερνήσεων.

Στην Καταλονία, η δυσφορία για τις πολιτικές λιτότητας και τη συμπαιγνία μεταξύ οικονομικών και πολιτικών ελίτ εκφράστηκε πρώτα με το κίνημα 15Μ. Ωστόσο, μολονότι δεν κατευθυνόταν εναντίον της λιτότητας, το κίνημα ανεξαρτησίας ήταν επίσης σε θέση να επωφεληθεί από αυτή τη δυσαρέσκεια της οικονομικής κατάστασης και πρότεινε μια συγκεκριμένη πρόταση3 - την ανεξαρτησία από την Ισπανία - ως διέξοδο από την τρέχουσα κατάσταση.

Το 2012, η Καταλανική Εθνοσυνέλευση (ANC) οργάνωσε ένα δημοκρατικό κίνημα αποκλειστικά γύρω από την έκκληση για ανεξαρτησία. Η ANC γρήγορα εξελίχθηκε σε μια μαζική οργάνωση με παραρτήματα σε ολόκληρη την Καταλονία, και έγινε η αδιαφιλονίκητη ηγετική οργάνωση του κινήματος. Ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερης εστίασής της στην ανεξαρτησία, η ANC ούτε έχει επικρίνει τις πολιτικές λιτότητας ούτε έχει προτείνει οικονομικές αλλαγές. Αντίθετα, το κυρίαρχο ρεύμα στο κίνημα ανεξαρτησίας επικεντρώνεται γύρω από την κοινή ταυτότητα - «Εμείς οι Καταλανοί πρέπει να ενωθούμε επειδή έχουμε κοινά συμφέροντα» - και την επιθυμία να έχουμε ένα δικό μας κράτος - «Χωρίς κράτος δεν μπορεί να γίνει τίποτα».

Η αριστερή πτέρυγα των υποστηρικτών συμπλήρωσε αυτή την εστίαση στο έθνος και το κράτος με μια προοπτική σταδίων που απαιτεί την ανεξαρτησία πρώτα και τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών αργότερα. Αλλά αυτή η προσέγγιση αγνοεί το γεγονός ότι όποιος ελέγχει τη διαδικασία μετάβασης καθορίζει τι θα συμβεί αργότερα. Οι σημερινές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις δεν μπορούν να ανακτηθούν αύριο.

Αυτή η επίγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση της Ισπανίας διότι το αφήγημα «πρώτα η ανεξαρτησία και στη συνέχεια τα υπόλοιπα» μοιάζει πολύ με τη ρητορική του «πρώτα η δημοκρατία και στη συνέχεια τα κοινωνικά δικαιώματα» που υιοθέτησε η Αριστερά στη μετάβαση μετά τον Φράνκο. Αυτό το δόγμα δικαιολόγησε τους συμβιβασμούς τους οποίους οι αριστερές δυνάμεις δεν αντέστρεψαν ποτέ. Είναι μια υπενθύμιση ότι κάθε κίνημα που βασίζεται σε κοινά αιτήματα πρέπει να επωφεληθεί από την κατάλληλη στιγμή, αλλά αυτό που δεν μπορεί να κερδίσει σήμερα δεν είναι εγγυημένο. Η εξέλιξη του κινήματος της ανεξαρτησίας του έθνους και του κράτους, καθώς και η στρατηγική του των σταδίων, οδήγησαν σε σοβαρά στρατηγικά προβλήματα. Ωστόσο η ανεξαρτησία θα αντιμετώπιζε άμεσα το θεσμικό πλαίσιο που καθιερώθηκε το 1978. Για όσους αγωνίζονται ενάντια στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αυτή η αξιολόγηση του κινήματος πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία οποιασδήποτε στρατηγικής ανάλυσης.

Η Κοινωνική Βάση του Κινήματος

Το κίνημα ανεξαρτησίας διαπερνάται από ταξικές και ηλικιακές γραμμές [από γραμμές τάξεων και γενεών], αλλά κυριαρχούν οι μεσαίες τάξεις και οι νέοι. Η ανώτερη μπουρζουαζία αντιτάχθηκε από την αρχή στη διαδικασία ανεξαρτησίας και προσπάθησε επανειλημμένα από τα παρασκήνια να την εκτροχιάσει. Η παραδοσιακή εργατική τάξη -ιστορικά, οι μετανάστες που ήρθαν στην Καταλονία από τη νότια Ισπανία κατά τη δεκαετία του εξήντα- έχουν εμπλακεί λιγότερο.

Μπορούμε να εξηγήσουμε την απουσία της παραδοσιακής εργατικής τάξης από δύο διαφορετικά αλλά συναφή φαινόμενα: την έλλειψη της ταύτισης αυτής της τάξης με το καταλανικό εθνικό ζήτημα και την αποσύνθεση του εργατικού κινήματος. Οι εργάτες στην Καταλονία παραμένουν διασπασμένοι σχετικά με την ανεξαρτησία και ένα σημαντικό μέρος τους δεν θεωρεί ένα ανεξάρτητο κράτος ως μελλοντικό ορίζοντα.

Το παράδοξο του κινήματος της ανεξαρτησίας είναι ότι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη από τότε που ξεκίνησε ήταν η καταλανική μετριοπαθής εθνικιστική δεξιά, το CDC (Convergència Democràtica de Catalunya), ιστορικά το κόμμα που αντιπροσωπεύει το μεγάλο κεφάλαιο παρά την αντίθεσή αυτού του τελευταίου στην ανεξαρτησία, αν και σε καμία περίπτωση δεν ελέγχει πλήρως το κίνημα. Το CDC ήρθε στην εξουσία το 1980 υπό την ηγεσία του Jordi Pujol, ξεκινώντας μια μακρά φάση συντηρητικής εθνικιστικής ηγεμονίας και κλείνοντας την προηγούμενη περίοδο, όταν ο Καταλανισμός κυριαρχούνταν κυρίως από τα προοδευτικά ρεύματα του.

Στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα, οι αγώνες για τις εθνικές διεκδικήσεις και τα εργασιακά δικαιώματα των Καταλανών αλληλοσυνδέθηκαν, καθώς πολεμούσαν έναν κοινό εχθρό, τη δικτατορία του Φράνκο. Πράγματι, το εργατικό κίνημα - και συγκεκριμένα η κύρια παράνομη οργάνωση του, το κομμουνιστικό Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας (PSUC) - στήριξε τη στρατηγική του σε αυτόν τον συνδυασμό, προσπαθώντας να ενώσει την καταλανική εργατική τάξη γύρω από μια εθνική ταυτότητα και να πείσει με επιτυχία τους εργάτες από την Ισπανία να αγκαλιάσουν τις εθνικές διεκδικήσεις.

Κατά τη μεταφρανγική μεταβατική περίοδο, ο Pujol συγκέντρωσε τις μεσαίες τάξεις, αναμιγνύοντας ένα μετριοπαθές εθνικιστικό και δημοκρατικό σχέδιο με τα άψογα αντιφρανκικά διαπιστευτήριά του. Ως αποτέλεσμα, μπορούσε να παρουσιαστεί ως εγγυητής των ήσυχων πολιτικών αλλαγών, ξεπερνώντας την Αριστερά και κερδίζοντας μια πολιτική ηγεμονία που θα διαρκούσε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Η πραγματιστική του σχέση με την ισπανική κυβέρνηση, επιδιώκοντας να αυξήσει την καταλανική επιρροή στην ισπανική πολιτική, και ο πολιτιστικός εθνικισμός ένωσαν την μικροαστική κοινωνική βάση του. Στη δεκαετία του '90 και στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η κλιμάκωση αυτή επιταχύνθηκε καθώς το CDC επιδίωξε να ενισχύσει την καταλανική αυτοκυβέρνηση με την ελπίδα να βελτιώσει τη θέση του έθνους μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Όταν ξέσπασε το κίνημα ανεξαρτησίας, ο πρόεδρος Artur Mas (διάδοχος του Pujol) δεν είχε άλλη επιλογή από το να ηγηθεί.

Έκτοτε, οι οικονομικές και επιχειρηματικές δυνάμεις έχουν απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό πολιτικά από το CDC, το οποίο ωστόσο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τα ταξικά τους συμφέροντα. Την πενταετία που βρισκόταν στην κυβέρνηση, οι δεξιοί εθνικιστές έχουν υποστεί μια σοβαρή εξασθένιση υπέρ της φιλοανεξαρτησιακής κεντροαριστεράς γύρω την Esquerra Republicana de Catalunya (ERC). Αυτό τους υποχρέωσε να επανιδρύσουν το CDC ως νέο κόμμα το 2016 με την ονομασία Partit Demòcrata Europeu Català (PDECAT).

Από το δημοψήφισμα στην αποσύνδεση και πίσω

Από την αρχή, το κίνημα για την ανεξαρτησία έχει αγωνιστεί για ένα δημοψήφισμα, αλλά η ισπανική κυβέρνηση αρνήθηκε συστηματικά αυτό το αίτημα. Πράγματι, η κεντρική κυβέρνηση απορρίπτει εντελώς τη νομιμότητα της συζήτησης.

Αυτό αντικατοπτρίζει τη φύση του κεντρικού ισπανικού κράτους και του πολιτικού καθεστώτος που προέκυψε από το Σύνταγμα του 1978. Το εθνικό ζήτημα - και, στο πλαίσιο αυτό, το καταλανικό ζήτημα - έγινε ένα από τα πιο καυτά θέματα της μετάβασης, ειδικά για τους κληρονόμους της δικτατορίας και το στρατό, που επόπτευσε τη δημιουργία του νέου συντάγματος.

Κατά την περίοδο αυτή, τα καταλανικά κόμματα απαίτησαν την αποκατάσταση μιας αυτόνομης κυβέρνησης στο πλαίσιο του δημοκρατικού μετασχηματισμού της Ισπανίας. Ενώ το νέο σύνταγμα εισήγαγε τον διφορούμενο όρο «εθνικότητες» για να περιγράψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Καταλονίας, της Χώρας των Βάσκων, της Γαλικίας και της Ανδαλουσίας, δεν αναγνώρισε τον πολυεθνικό χαρακτήρα του κράτους ή του δικαιώματος των συστατικών εθνοτήτων για αυτοκυβέρνηση. Πράγματι, το άρθρο 2 καθιέρωσε την «αδιαίρετη ενότητα του ισπανικού έθνους, την κοινή και αδιαίρετη πατρίδα όλων των Ισπανών».

Στην πράξη, αυτό σήμαινε σημαντική πολιτική και διοικητική αποκέντρωση που περιοριοριζόταν από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο, το οποίο το συνταγματικό δικαστήριο ερμηνεύει όλο και πιο περιοριστικά. Το 2012, η καταλανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διεξαγάγει δημοψήφισμα ανεξαρτησίας και τον Δεκέμβριο του 2013 όρισε την ημερομηνία του για τις 9 Νοεμβρίου 2014. Όταν το ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο απαγόρευσε την ψηφοφορία, η καταλανική κυβέρνηση μετέτρεψε το δημοψήφισμα σε ημιεπίσημη λαϊκή διαβούλευση, που ορίζεται νομικά ως «συμμετοχική διαδικασία». Αυτή η στρατηγική απέτρεψε τόσο την παράδοση όσο και την άμεση αντιπαράθεση με το κεντρικό κράτος. Η ισπανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ένα τεράστιο δημοκρατικό γεγονός υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά το κίνημα ανεξαρτησίας δεν θα μπορούσε να προωθήσει την ψηφοφορία ως δεσμευτική πράξη.

Το δημοψήφισμα του 2014 είχε ένα διφορούμενο αποτέλεσμα. Πρώτον, η υβριδική του φύση το έκανε ένα σημαντικό γεγονός χωρίς δεσμευτικές πολιτικές συνέπειες. Η ψηφοφορία έδειξε ότι το κίνημα ανεξαρτησίας είχε κερδίσει την ηγεμονία, αλλά δεν είχε ακόμη μια συντριπτική εκλογική πλειοψηφία. Η ανεξαρτησία κέρδισε άνετα (1.861.753 επί συνόλου 2.305.290 ψήφων), αλλά αυτή η νίκη φαίνεται λιγότερο εντυπωσιακή όταν πάρουμε υπόψη μας ότι σχεδόν τρεις φορές περισσότεροι άνθρωποι - 6,2 εκατομμύρια - είχαν δικαίωμα ψήφου (το καταλανικό εκλογικό σώμα αποτελείται από 5,2 εκατομμύρια, αλλά για αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι πάνω από την ηλικία των 16 ετών και 900.000 αλλοδαποί κάτοικοι είχαν δικαίωμα ψήφου). Η 9η Νοεμβρίου επέτρεψε στην Καταλονία να διεξαγάγει δημοψήφισμα χωρίς να το κάνει - και να μην το κάνει ενώ εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι το έκανε. Έτσι, αν και αποτελούσε μια αναμφισβήτητη πολιτική και κοινωνική επιτυχία, έγινε ένα σοβαρό στρατηγικό σφάλμα, επειδή ώθησε το κίνημα ανεξαρτησίας να ακολουθήσει έναν ελαττωματικό οδικό χάρτη.

Μετά την ψηφοφορία, οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας αποφάσισαν να μετατρέψουν τις περιφερειακές εκλογές του 2015 σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Στη συνέχεια, μετά τη δημιουργία της νέας κυβέρνησης, ξεκίνησαν μια διαδικασία αποσύνδεσης δεκαοκτώ μηνών που θα καθιστούσε την Καταλονία ανεξάρτητη από το ισπανικό κράτος. Αυτό το σχέδιο είχε μια ανυπέρβλητη εσωτερική αντίφαση: το ίδιο κίνημα που δεν τολμούσε να παραβιάσει την νόμιμη απαγόρευση του δημοψηφίσματος του 2014 προσπαθούσε τώρα να επιτύχει κάτι που απαιτούσε μεγαλύτερη κινητοποίηση και επέβαλε άμεση αντιπαράθεση με το κράτος στο οποίο είχε μόλις υποχωρήσει.

Τέλος, μετά από μια μη παραγωγική διετή παράκαμψη, η κυβέρνηση και το κίνημα ανεξαρτησίας επέστρεψαν στο σημείο εκκίνησης: η ανάγκη για δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία ως καταλυτική στιγμή μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης - δηλαδή, η στιγμή της αλήθειας της 1ης Οκτωβρίου.

Η Αριστερά των Καταλανών

Η Catalunya en Comú4, το καταλανικό κόμμα με επικεφαλής την δήμαρχο της Βαρκελώνης Ada Colau, έχει κρατήσει αποστάσεις από την ψηφοφορία της 1ης Οκτωβρίου, αν και καλεί το κεντρικό κράτος να αποδεχθεί τη διεξαγωγή ενός νόμιμου δημοψηφίσματος. Το κόμμα της Κόλαου καταγγέλλει απερίφραστα την κρατική καταπίεση, αλλά παραμένει σε παθητική θέση.

Το κόμμα αποφάσισε να συμμετάσχει στο γεγονός της 1ης Οκτωβρίου αλλά το θεωρεί περισσότερο κινητοποίηση παρά δημοψήφισμα. Κατά συνέπεια, η Catalunya en Comú ζητάει ένα νέο δημοψήφισμα με δεσμευτικά αποτελέσματα, στο οποίο να συμφωνήσουν τόσο η ισπανική όσο και η καταλανική κυβέρνηση.

Η θέση αυτή έχει σοβαρά προβλήματα: καταρχάς, πρέπει να καταγγείλουμε ότι η έλλειψη εγγυήσεων -για να μην αναφέρουμε τις νομικές και διαδικαστικές αβεβαιότητες- οφείλεται στις κατασταλτικές προσπάθειες της ισπανικής κυβέρνησης, οι οποίες ανάγκασαν την κυβέρνηση της Καταλανίας να ενεργήσει αντισυμβιβαστικά.

Δεύτερον, η Catalunya en Comú φαίνεται να αποσυνδέει τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας από τις πολιτικές συνθήκες που θα υπάρξουν την επόμενη ημέρα: ο προγραμματισμός ενός δεσμευτικού δημοψηφίσματος θα καταστεί δυνατός μόνον εάν η ισπανική κυβέρνηση χάσει ή πληρώσει υψηλό πολιτικό τίμημα. Τέλος, αν και το κόμμα αποφάσισε να συμμετάσχει, δεν απηύθυνε ανοιχτά έκκληση για μαζική συμμετοχή ούτε ενθάρρυνε τους ανθρώπους να ψηφίσουν, διατηρώντας έτσι το χαμηλό προφίλ του. Το Podem, το καταλανικό παράρτημα του Podemos - το οποίο δεν ανήκει στην Catalunya en Comú, παρόλο που πιθανότατα θα γίνει κάποια εκλογική συμφωνία μεταξύ των δύο - δημιουργήθηκε κατά την επέκταση του εθνικού κόμματος μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014, αλλά οι ιδρυτές του δεν κατάφεραν να σκεφτούν πώς το κόμμα θα μπορούσε να καθιερωθεί στην Καταλονία, ειδικά όσον αφορά τη διαδικασία ανεξαρτησίας και το εθνικό ζήτημα.

Η ισπανική ηγεσία του κεντρικού κόμματος εργάστηκε από την ίδρυση του κόμματος για να εδραιώσει ένα ισπανικό εθνικό σχέδιο, το οποίο συγκρούεται με την πολιτική κατάσταση στην Καταλονία και το εθνικό καταλανικό ζήτημα, εξασθενίζοντας εκεί τις δυνατότητες του κόμματος. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που προώθησε στο Podemos στο κέντρο του πολιτικού χάρτη σε όλη την Ισπανία το ώθησε εν μέρει στο περιθώριο στην Καταλονία.

Ωστόσο, το Podem συμφώνησε τελικά να υπερασπιστεί τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, μια δέσμευση που υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που θα επιθυμούσε ο Pablo Iglesias. Στην πραγματικότητα, ο ηγέτης του Podemos είναι πιο κοντά στην Catalunya en Comú απ' ό,τι στο δικό του κόμμα στην Καταλονία. Το Podem δεν θεωρεί δεσμευτικό το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου και παίρνει θέση κατά της ανεξαρτησίας, αλλά έχει αποφασιστικά συμπαραταχτεί με εκείνους που προσπαθούν να διεξαγάγουν το δημοψήφισμα ενάντια στη βούληση της ισπανικής κυβέρνησης.

Εν τω μεταξύ, σχηματίστηκε μια αντι-καπιταλιστική πτέρυγα μέσα στο κίνημα ανεξαρτησίας, με επίκεντρο το Candidatures d'Unitat Popular (CUP).

Η ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος ανεξαρτησίας αναπτύχθηκε μεταξύ των νέων και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κατά τη δεκαετία του ογδόντα πριν ενοποιηθεί κατά τη δεκαετία του '90. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον κοινωνικό ακτιβισμό, αλλά παρέμεινε πολιτικά περιθωριακή μέχρι τη δεκαετία του 2000, όταν οι ριζοσπάστες αριστεροί υποψήφιοι για την ανεξαρτησία άρχισαν να κερδίζουν έδρες στα τοπικά συμβούλια. Το CUP μπήκε στο κοινοβούλιο της Καταλονίας για πρώτη φορά το 2012 με 3,4% των ψήφων και τρεις βουλευτές. Τρία χρόνια αργότερα, το ποσοστό του ανέβηκε σε 8,2% και 10 έδρες.

Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, το CUP συνέδεσε τη δέσμευσή του στη διαδικασία ανεξαρτησίας με ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Εντούτοις, έχει λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό μέσα στο πλαίσιο του κινήματος της ανεξαρτησίας, αδυνατώντας να συνδέσει την αντικαπιταλιστική του θέση με μια στρατηγική διεκδίκηση που θα του είχε επιτρέψει να φτάσει σε νέα κοινωνικά στρώματα και να βοηθήσει να επαναπροσδιοριστούν ορισμένοι από τους κύριους στόχους του κινήματος. Σε αυτή την περίοδο το CUP έκανε δύο σημαντικά και αλληλένδετα λάθη.

Πρώτον, δεν προσπάθησε να οικοδομήσει μια συμμαχία με τις αριστερές ομάδες - όπως το Podem και την Catalunya en Comú - που απορρίπτουν την ανεξαρτησία αλλά υποστηρίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Κάτι τέτοιο θα είχε επανασχεδιάσει το χάρτη της καταλανικής αριστεράς. Δεύτερον, ενέκρινε τόσο την ημιεπίσημη και μη δεσμευτική ψηφοφορία της 9ης Νοεμβρίου όσο και την επακόλουθη απόφαση να μετατραπούν οι εκλογές του 2015 σε δημοψήφισμα και να ξεκινήσει μια μεταγενέστερη διαδικασία ανεξαρτησίας.

Το CUP βγήκε από τις εσωτερικές δυσκολίες του -προϊόν της λανθασμένης πολιτικής γραμμής του- όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά το έκανε με μια γνήσια επίδειξη δημοκρατίας στη βάση που έρχεται σε αντίθεση με τα αυταρχικά δημοψηφίσματα του Podemos5. Και το 2016, διαδραμάτισε καθοριστικό και θετικό ρόλο στην ανακατεύθυνση του κινήματος προς ένα νέο δημοψήφισμα.

Ενότητα όχι διχασμός

Η συζήτηση για την ανεξαρτησία έχει δυσκολίες στην καταλανική αριστερά και, για το λόγο αυτό, αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ένα βαθύ σχίσμα. Παραδόξως, σχεδόν κανείς δεν προσπάθησε να διατυπώσει μια στρατηγική συμφωνία μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας και εκείνων που είναι υπέρ του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε να συμφωνήσει με την ίδρυση μιας Καταλανικής Δημοκρατίας και μια διαδικασία διαμαρτυρίας χωρίς να συμφωνεί αναγκαστικά στον τελικό προορισμό ενός νέου κράτους (ανεξαρτησία ή κάποιος τύπος ομοσπονδιακής συμμαχίας με το υπόλοιπο ισπανικό κράτος).

Εν τω μεταξύ, το κίνημα της ανεξαρτησίας απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να ενώσει τις δυνάμεις του με τις πτέρυγες του κινήματος 15Μ. Το γεγονός ότι ούτε η Catalunya en Comú ούτε το CUP σκέφτηκαν σοβαρά το θέμα αυτό ισοδυναμεί με αυτοϋπονόμευση και οι αδυναμίες που προκαλούνται από αυτόν τον διχασμό απειλούν να παγιωθούν σε μόνιμες ανικανότητες. Ως αποτέλεσμα, η ριζοσπαστική αριστερά στην Καταλονία είναι διαιρεμένη, δίνοντας περισσότερη δύναμη στο κεντρο-αριστερό ERC και στην καταλανική δεξιά πτέρυγα.

Το λάθος αυτό επαναλαμβάνεται και σε ολόκληρη την Ισπανία. Η ισπανική αριστερά ποτέ δεν κατάλαβε με επιτυχία το καταλανικό εθνικό ζήτημα ούτε έχει διαρθώσει στρατηγικά το κίνημα στο πλαίσιο του σχεδίου της για τον μετασχηματισμό της Ισπανίας. Αυτή η αποτυχία ήταν εμφανής σε αρκετές κρίσιμες στιγμές στην ισπανική ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της εγκαθίδρυσης της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας στις 14 Απριλίου 1931.

Το καταλανικό ζήτημα ήταν μια από τις κύριες αντιπαραθέσεις της διαδικασίας αυτής και η διαδικασία έγκρισης του Καταστατικού Καταλανικής Αυτονομίας -το οποίο το ισπανικό κοινοβούλιο ενέκρινε στις 9 Σεπτεμβρίου 1932- ήταν πολυτάραχη. Το Σύνταγμα της Δεύτερης Δημοκρατίας, το οποίο μιλούσε για μια «αναπόσπαστη Δημοκρατία» που παρέμενε «συμβατή με την αυτονομία των Κοινοτήτων και των Περιφερειών», συγκρούστηκε με τις καταλανικές διεκδικήσεις.

Όπως έγραψε ο Joaquim Maurin, ο κύριος θεωρητικός του μειοψηφικού Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενοποίησης (POUM), «η Δημοκρατία δεν ήταν ομοσπονδιακή, αλλά αναπόσπαστη, ένας ευφημισμός της μοναδικής». Εννοούσε ότι το νέο κράτος όχι μόνο απέτυχε να ικανοποιήσει τα καταλανικά αιτήματα, αλλά επίσης αποδυνάμωσε τη δική του ικανότητα να σπάσει το παλαιό μοναρχικό συγκεντρωτικό κράτος που θα μπορούσε να είχε καταστραφεί αν η Δημοκρατία γινόταν ομοσπονδιακή.

Το ζήτημα της καταλανικής αυτοδιοίκησης προέκυψε και πάλι στη μετάβαση μετά τον Φράνκο. Τότε, τα αριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του PSOE, υπερασπίστηκαν επίσημα το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Αλλά ήταν απλώς ρητορική υποστήριξη και η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας (PCE), αποδέχτηκε ένα σύνταγμα το οποίο την αρνήθηκε κατηγορηματικά. Από τότε, το PCE και ο εκλογικός συνασπισμός που ξεκίνησε το 1986, η Izquierda Unida (IU), υπερασπίστηκαν αφηρημένα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ως μηχανισμού μετατροπής της Ισπανίας σε ομοσπονδιακό κράτος. Δεν φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης συνεπάγεται το δικαίωμα του αποχωρισμού. Στις πλατφόρμες του 2015, τόσο η IU όσο και το Podemos ζήτησαν ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα ανεξαρτησίας στην Καταλονία, ως μέρος του αγώνα τους να εδραιώσουν μια νέα αριστερή πολιτική πλειοψηφία σε ολόκληρη την Ισπανία. Ωστόσο, ήταν απρόθυμοι6 να υποστηρίξουν τις προσπάθειες της καταλανικής κυβέρνησης να διεξαγάγει μονομερώς δημοψήφισμα έως ότου υπάρξει πολιτική πλειοψηφία υπέρ του δημοψηφίσματος στο ισπανικό κοινοβούλιο.

Η IU δεν τάσσεται υπέρ του δημοψηφίσματος του 1 Οκτωβρίου και το Podemos έχει την ίδια θέση με τους συμμάχους του στην Catalunya en Comú: υποστηρίζει την ψηφοφορία αλλά δεν το αναγνωρίζει ως πραγματικό δημοψήφισμα. Ωστόσο, ο αγώνας μεταξύ της κυβέρνησης της Καταλονίας και του ισπανικού κράτους -για να μην αναφέρουμε την κλιμακούμενη καταστολή- ανάγκασε τόσο την IU όσο και το Podemos να καταγγείλουν την αυταρχική συμπεριφορά της κυβέρνησης. Η ισπανική αριστερά πρέπει να αναλογιστεί πώς επηρεάζει η πρόοδος του κινήματος της ανεξαρτησίας της Καταλονίας την ισπανική πολιτική ζωή και την κοινωνία. Αποδυναμώνει το πολιτικό καθεστώς που γεννήθηκε το 1978; Ή συμβάλλει στην ενίσχυση των αντιδραστικών αξιών και της ηγεμονίας της Δεξιάς έξω από την Καταλονία;

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε οριστικά σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι η Αριστερά πρέπει να αγωνιστεί για το πρώτο σενάριο, δηλαδή την απόρριψη του ισπανικού εθνικιστικού σχεδίου και της αντιδραστικής του ρητορικής. Όσο περισσότερω οι αριστερές δυνάμεις υποχωρούν σε αυτή τη γραμμή επιχειρημάτων και όσο περισσότερω παγιδεύονται γύρω από τα ακανθώδη ζητήματα, τόσο περισσότερο επιτρέπουν στο ΡΡ και στους οπαδούς του να χρησιμοποιούν την καταλανική ανεξαρτησία ως αποδιοπομπαίο τράγο για την αποτυχία της δική τους νομιμότητας.

Τα ισπανικά (και τα καταλανικά) αριστερά φεντεραλιστικά ρεύματα και τα κινήματα ανεξαρτησίας στην Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και τη Γαλικία πρέπει να αρθρώσουν μια κοινή στρατηγική αντίστασης στο καθεστώς του 1978 και στις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις. Αυτό απαιτεί μια πολύπλοκη διαλεκτική κέντρου-περιφέρειας, με την οποία δεν θα βλέπουν το πρόβλημα από την ισπανική πολιτική σκηνή και ούτε θα περιχαρακώνονται σε μια προοπτική σύγκρουσης μόνο από την περιφέρεια. Αυτό το κρίσιμο στρατηγικό ζήτημα, δυστυχώς, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ούτε το Podemos (εκτός από το αριστερό ρεύμα των Anticapitalistas) ούτε την IU, ούτε το CUP, ούτε το μετριοπαθές ανεξαρτησιακό κίνημα.

Η επερχόμενη πρόκληση

Είναι αδύνατο να υπάρξει ουδετερότητα στην σύγκρουση μεταξύ του ισπανικού κράτους και της κυβέρνησης της Καταλονίας. Από τη μια, η αντιδραστική και αντιδημοκρατική κεντρική κυβέρνηση αρνείται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της βασικής δημοκρατικής διεκδίκησης της διενέργειας δημοψηφίσματος. Από την άλλη, ένα δημοκρατικό αίτημα που εκφράζει μια μακρόχρονη δυσαρέσκεια όσον αφορά τη δομή του ισπανικού κράτους. Οι κατασταλτικές προσπάθειες της κυβέρνησης να παραλύσει το δημοψήφισμα είναι πρωτοφανείς στο μέγεθος και την πολιτική σημασία τους. Στις 6 Σεπτεμβρίου, το συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε τον νόμο για το δημοψήφισμα και ξεκίνησε μια μάχη μεταξύ ισπανικού και καταλανικού κράτους δικαίου -μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως διπλή θεσμική νομιμότητα.

Μετά την απόφαση, όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με το δημοψήφισμα ήταν παράνομες. Η αστυνομία έψαξε αρκετούς εκτυπωτές για υλικό εκστρατείας και ψηφοδέλτια και έκανε επιδρομή σε κεντρικά γραφεία μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Ο Ισπανός γενικός εισαγγελέας κλήτευσε 712 Καταλανούς δημάρχους -από τους 947- οι οποίοι είχαν επίσημα εκφράσει την προθυμία τους να οργανώσουν την ψηφοφορία. Στις 20 Σεπτεμβρίου, η ισπανική αστυνομία έκανε επιδρομή στην έδρα της καταλανικής κυβέρνησης και συνέλαβε δεκατέσσερις ανθρώπους (οι οποίοι απελευθερώθηκαν προσωρινά μετά την εμφάνισή τους ενώπιον του δικαστή λίγες μέρες αργότερα). Η κεντρική κυβέρνηση μπλόκαρε επίσης τους τραπεζικούς λογαριασμούς της καταλανικής κυβέρνησης. Και, τέλος, στις 23 Σεπτεμβρίου, η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ανέλαβε τον έλεγχο της καταλανικής αστυνομίας.

Εκτός της Καταλονίας, οι δράσεις υπέρ του δημοψηφίσματος αντιμετωπίστηκαν με καταστολή. Για παράδειγμα, ένας δικαστής απαγόρευσε μια συγκέντρωση που θα πραγματοποιούνταν σε ένα κτίριο που ανήκε στο Συμβούλιο της Μαδρίτης7. (Η συγκέντρωση έγινε τελικά με επιτυχία σε ιδιωτικό θέατρο.)

Η 1η Οκτωβρίου δεν εκφράζει πλέον τις απόψεις μόνο του λαού της Καταλανίας. Θα προσφέρει τη βάση για μια ευρύτερη δημοκρατική μάχη για το μέλλον του θεσμικού πλαισίου που δημιουργήθηκε το 1978, το οποίο θα μπορούσε να ενισχυθεί ή να αποδυναμωθεί ανάλογα με το ποιος θα κερδίσει αυτή τη μάχη. Η ισπανική αριστερά πρέπει να επιδείξει αλληλεγγύη στον καταλανικό λαό και στο δικαίωμά του να διεξαγάγει το δημοψήφισμα, αλλά η καταλανική αριστερά έχει μια συγκεκριμένη και πολύπλοκη πρόκληση. Πρώτον, πρέπει να αγωνιστεί για να ξεπεράσει την κρατική καταστολή και να διεξάγει το δημοψήφισμα όπως είχε προγραμματιστεί. Δεύτερον, πρέπει να κινητοποιήσει την υψηλότερη δυνατή προσέλευση.

Η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος και καλεί σε μποϊκοτάζ. Το Podem είναι η κύρια εξαίρεση: ο γενικός γραμματέας του υπερασπίζεται την ψηφοφορία αλλά αγωνίζεται κατά της ανεξαρτησίας. Οι ηγέτες της Catalunya en Comú έχουν δηλώσει ότι θα ψηφίσουν, αλλά δεν έχουν ακόμη αποκαλύψει τον τρόπο. Ωστόσο, η υπεράσπιση του "ναι" στην ψηφοφορία είναι η καλύτερη στρατηγική επιλογή, ακόμη και για εκείνους που θέλουν μια εθελοντική ομοσπονδιακή συνύπαρξη μεταξύ των Καταλανών και των ισπανικών λαών. Εκείνοι που ευνοούν αυτόν τον ομοσπονδιακό ορίζοντα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με βάση την καταλανική κυριαρχία. Το αποτέλεσμα δεν είναι εξασφαλισμένο, αλλά αυτό το στρατηγικό «ναι» θα μπορούσε να είναι ένα σοβαρό πλήγμα για το καθεστώς του 1978 και να απελευθερώσει το δημοκρατικό δυναμικό της Καταλονίας για να δημιουργηθεί ένα καλύτερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Αυτή ακριβώς είναι η στρατηγική πρόκληση για το μέλλον.

Μετάφραση: e la libertà

Josep María Antentas, «Catalonia’s Decision», Jacobin, 30 Σεπτεμβρίου 2017 https://jacobinmag.com/2017/09/catalonia-independence-referendum-spain-podemos και International Viewpoint, 2 Οκτωβρίου 2017. http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article5166

Σημειώσεις

1 «Spain Catalonia: Court blocks independence referendum», BBC, 8 Σεπτεμβρίου 2017. http://www.bbc.com/news/world-europe-41196677

2 Manolo Monereo, «Crackdown in Catalonia», Jacobin, 22 Σεπτεμβρίου 2017. https://www.jacobinmag.com/2017/09/catalonia-spain-independence-referendum-podemos

3 Alberto Garzón, Pau Llonch, «Debating Catalonia», Jacobin, 21 Σεπτεμβρίου 2017. https://www.jacobinmag.com/2017/09/catalonia-independence-spain-referendum

4 Josep Maria Antentas, «The Loneliness of the Long-Distance Runner», Jacobin, 28 Ιουνίου 2017. https://www.jacobinmag.com/2017/06/the-loneliness-of-the-long-distance-runner

5 Josep Maria Antentas, «Power in Podemos», Jacobin, 3 Ιουλίου 2017. https://www.jacobinmag.com/2017/03/podemos-congress-vistalegre-iglesias-errejon-anticapitalistas

6 Alberto Garzón, Pau Llonch, «Debating Catalonia», Jacobin, 21 Σεπτεμβρίου 2017. https://www.jacobinmag.com/2017/09/catalonia-independence-spain-referendum

7 Marta Belver, «La Justicia obliga a Carmena a suspender cautelarmente el acto pro 1-O en Matadero», El Mundo, 12 Σεπτεμβρίου 2017. http://www.elmundo.es/madrid/2017/09/12/59b7ffe7268e3e5e668b45d7.html

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 17:04

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.