Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 06 Δεκεμβρίου 2015 22:22

Τρίτη 8 Δεκέμβρη, 7μμ. στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο: Η αδύνατη ταξική ανακωχή

 

Τρίτη 8 Δεκέμβρη, 7μμ.

στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο Φειδίου 14-16 (πίσω από Τιτάνια-Ρεξ)

 

O Δημήτρης Μαριόλης μιλάει για το βιβλίο του "Η αδύνατη ταξική ανακωχή"

 

Προλογίζει ο Λέανδρος Μπόλαρης

Η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη Αθήνα στα μέσα του Οκτώβρη του 1944 δίνοντας μια σειρά υποσχέσεις.

Την τιμωρία των δωσιλόγων και μαυραγοριτών, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την ανασυγκρότηση της οικονομίας με κοινωνική δικαιοσύνη –«κανένας πλουσιότερος μετά την 28η Οκτωβρίου 1940» ήταν ένα κυβερνητικό σύνθημα, για να μην ξεχάσουμε και την υπόσχεση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου «θα κάμωμεν και λαοκρατίαν». Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συμμετείχαν με πέντε υπουργούς σε αυτή την κυβέρνηση και έκανε το παν για να μην κατηγορηθούν ότι υπονόμευαν αυτή την προσπάθεια. Ήταν μια «αδύνατη ταξική ανακωχή» όπως επισημαίνεται στον τίτλο του βιβλίου και ο Δ. Μαριόλης σκιαγραφεί τις διεργασίες που την έκαναν τέτοια.

Οι υπουργοί του ΕΑΜ –ανάμεσα τους ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ ο Ζεύγος και ο Πορφυρογένης- υποχωρούσαν σε όλες τις πιέσεις και τα τελεσίγραφα των Εγγλέζων «συμβούλων» και των καπιταλιστών. Η «νομισματική σταθεροποίηση» που σχεδίασαν οι Βρετανοί μαζί με τον Ζολώτα, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, και εφάρμοσε ο Αλ. Σβώλος ως ο εαμικός υπουργός Οικονομίας, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το αποτέλεσμά της, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ήταν: «να καταστραφούν οι μικροκαταθέτες και να ωφεληθούν οι επιχειρηματίες που είχαν χρέη προς το δημόσιο».

Χέρι-χέρι με την νομισματική μεταρρύθμιση πήγαινε και η λιτότητα. Οι Βρετανοί «εκβίαζαν ότι εάν δεν περιοριστούν οι μισθοί και τα μεροκάματα δεν θα παρέχουν την αναγκαία βοήθεια» σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης που ήταν απαραίτητα μιας και η οικονομία είχε καταρρεύσει. Ο ΔΜ συνοψίζει: «οι εαμικοί υπουργοί των Οικονομικών και της Εργασίας αποδέχθηκαν λοιπόν τον εκβιασμό για τα χαμηλά μεροκάματα, ώστε όπως και πάλι αναφέρει ο Σβώλος, ‘να μην παρεμβάλουν κανένα εμπόδιο στη διατροφή της χώρας’ και ιδιαίτερα του πληθυσμού των πόλεων. Ετσι όρισαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα τους μισθούς και τα μεροκάματα (τα μεροκάματα 240-300 νέες δρχ. οι μισθοί 4.000-7.000 δρχ. για μήνες Νοέμβρη και Δεκέμβρη) διότι όπως παραδέχεται ο Σβώλος, αυτόν τον περιορισμό είχαν επιβάλλει οι οικονομικοί αντιπρόσωποι των Συμμάχων για την εγγύηση της νομισματικής σταθεροποίησης και για να εμφανιστεί ένα προσχέδιο ισοσκελισμένου προϋπολογισμού».

Ενώ συνέβαιναν αυτά οι καπιταλιστές κρατούσαν κλειστά τα εργοστάσια με ένα σωρό προφάσεις (έλλειψη πρώτων υλών για παράδειγμα).

Εκβίαζαν για «κίνητρα» όπως ψηλότερες τιμές αλλά είχαν και πολιτική στόχευση: να τσακίσουν το φρόνημα της εργατικής τάξης με όπλο την πείνα και την ανεργία. Ποια ήταν η απάντηση της Αριστεράς; Στις 7 Νοέμβρη έγινε τριμερής συνάντηση της ΓΣΕΕ (που ελέγχονταν από το Εργατικό ΕΑΜ) με τους βιομήχανους και την κυβέρνηση που εκπροσωπούσαν οι ΕΑΜικοί υπουργοί Σβώλος, Τσιριμώκος και Πορφυρογένης. Όπως γράφει ο Δ. Μαριόλης:

«Στην σύσκεψη, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη, οι βιομήχανοι δεσμεύονται ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να λειτουργήσουν σε 15 μέρες γύρω στα 100 εργοστάσια με 20.000 εργάτες όταν προπολεμικά λειτουργούσαν 1.200 εργοστάσια με 200.000 εργάτες.

Οι δηλώσεις του Θέου [στέλεχος του ΚΚΕ και από την ηγεσία της ΓΣΕΕ] και του Πορφυρογένη που δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη απηχούν την γραμμή συνεργασίας και εθνικής ενότητας που πρόβαλε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Συγκεκριμένα, ο Θέος ‘απαντώντας στους βιομήχανους που αναγνώρισαν ότι ο εργατικός κόσμος της χώρας φάνηκε άξιος στους αγώνες της πατρίδας κατά τη περίοδο της κατοχής διαβεβαίωσε ότι και οι εργάτες αναγνωρίζουν ότι και μεγάλο μέρος των βιομηχάνων έδειξε κατά το διάστημα της σκλαβιάς πατριωτική στάση’ ενώ ο Πορφυρογένης δηλώνει: ‘Πρέπει να μην έχουμε προκαταλήψεις και πρέπει να κατανοηθεί ότι όλοι αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να μπούμε από την ανωμαλία στην ομαλότητα’».

Το βιβλίο του Δ. Μαριόλη θα άξιζε και μόνο για αυτές τις εικόνες. Όμως, αυτό που το κάνει ακόμα πιο διεισδυτικό είναι η ανάδειξη της έντασης που συσσωρευόταν ανάμεσα στην ηγεσία της Αριστεράς και στη βάση της ακριβώς για αυτά τα ζητήματα. Οι ηγεσίες των συνδικάτων κατάφεραν να μην γίνει καμιά απεργία στο μεσοδιάστημα από την απελευθέρωση μέχρι το Δεκέμβρη –με εξαίρεση μια δίωρη στάση εργασίας με συγκεντρώσεις στους χώρους δουλειάς που κήρυξε η Πανυπαλληλική Επιτροπή (δημόσιοι υπάλληλοι) στις 28 Νοέμβρη που «κλιμακώνονται μέχρι του σημείου αντιπαράθεσης με τους εαμικούς υπουργούς».

Είναι σωστή η παρατήρηση του συγγραφέα ότι οι κινητοποιήσεις που οργανώνουν τα συνδικάτα κατά κλάδους δηλαδή συγκεντρώσεις, παράδοση υπομνημάτων «παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν μια συνεχή κοινωνική και πολιτική πίεση δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, οργανώνονται έτσι ώστε να εδραιώνουν το ρόλο του εργατικού κινήματος ως κοινωνικού εταίρου και να μη δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα ή να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί το ΕΑΜ για υπονόμευση της κυβερνητικής πολιτικής και της στρατηγικής επιλογής της εθνικής ενότητας και της οικονομικής ανασυγκρότησης».

Ωστόσο, όπως επισημαίνει σωστά, δημιούργησαν ένα «καθεστώς ακήρυκτου κοινωνικού εμφυλίου» σε αλληλοτροφοδότηση με τα «κεντρικά πολιτικά» φλέγοντα ζητήματα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και της τιμωρίας των δωσιλόγων. Η οπτική που αντιμετωπίζει την εργατική τάξη και το κίνημά της σαν ένα τρίτο πρωταγωνιστή της περιόδου, που διαμορφώνει το πλαίσιο στο οποίο κάνουν τις επιλογές τους και η άρχουσα τάξη με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές και η ηγεσία της Αριστεράς, είναι ένα προχώρημα στη συζήτηση για αυτήν την περίοδο.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει το ερώτημα αν η ηγεσία είχε διαφορετικές εναλλακτικές από τις επιλογές που έκανε και που εν τέλει καθόρισαν τη μοίρα του κινήματος για την επόμενη περίοδο. Ο Δ. Μαριόλης δεν καταθέτει την άποψή του, ίσως και δικαιολογημένα μιας κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση από ότι ήταν δυνατό σε αυτό το μικρό βιβλίο.

Παρόλα αυτά στις σελίδες του περιλαμβάνονται στοιχεία που δείχνουν τις δυνατότητες για μια τέτοια εναλλακτική.

Στην ΕΑΜοκρατούμενη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα το ΕΑΜ προχώρησε σε μέτρα βαριάς φορολόγησης των εμπόρων, ανοίγματος εργοστασίων υπό τη διαχείριση των εργαζομένων, ακόμα και σε κατάσχεση χρυσών λιρών από τις τράπεζες για τις ανάγκες της πόλης. Η απάντηση στην οικονομική κατάρρευση και τους εκβιασμούς των «Συμμάχων» ήταν το πάρσιμο της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Αλλά αυτό ήταν η μια επιλογή που είχε απορρίψει η ηγεσία του ΚΚΕ πολύ πριν την Κατοχή.


socialismfrombelow.gr

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 27 Φεβρουαρίου 2020 12:24