Σιωπηρή διαδήλωση μουσουλμάνων στη Σόφια, τέλη Δεκεμβρίου 1989: «Δώστε μας πίσω τα ονόματά μας».
Piro Rexhepi
Ρατσισμός, ισλαμοφοβία και αποαποικιοκρατία στα Βαλκάνια
Συνέντευξη του Piro Rexhepi στην Neda Genova
Νέντα Γκένοβα: Θα μπορούσατε να ξεκινήσετε παρουσιάζοντας το βιβλίο στους αναγνώστες που μπορεί να μην το έχουν διαβάσει ακόμα; Ίσως μπορείτε να μοιραστείτε κάποια από τα κίνητρά σας πίσω από αυτή την έρευνα, πώς ξεκίνησαν όλα;
Πίρο Ρετζέπι: Το βιβλίο προέκυψε μετά από χρόνια απογοήτευσης από όσα έχουν γραφτεί για τα Βαλκάνια και από το είδος των θεμάτων και των ιστοριών που γράφονται για την περιοχή. Όταν αναπτύσσεις ενδιαφέρον για την περιφερειακή πολιτική, σε αντίθεση με τις διάφορες πολιτικές συγκεκριμένων εθνικών κρατών, συναντάς όλες αυτές τις συνδεδεμένες αλλά αποσιωπημένες και απούσες ιστορίες – αν και όταν αναφέρονται, αναφέρονται περιστασιακά. Αυτός ήταν ο ένας λόγος.
Ο άλλος λόγος ήταν ότι ήμουν απογοητευμένος από την κυριαρχία των περιφερειακών σπουδών στην περιοχή και από διάφορους τοπικούς συνεργάτες, οι οποίοι είχαν προωθήσει μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το τι συμβαίνει στα «Βαλκάνια» και τι είναι τα Βαλκάνια. Μου φάνηκε περίεργο ότι το βιβλίο της Μαρία Τοντόροβα, Βαλκάνια, η δυτική φαντασίωση, αποτελούσε τον υποτιθέμενο κριτικό κανόνα, ενώ στην πραγματικότητα αναπαρήγαγε και κανονικοποιούσε προβληματικές προσεγγίσεις για τα Βαλκάνια, επειδή θόλωνε τα ζητήματα που σκόπιμα αποσιωπούσε. Με αυτό δεν εννοώ καν το δικό της οικογενειακό ιστορικό ότι ο πατέρας της ήταν μέλος της επιτροπής που σχεδίασε τις πολιτικές αφομοίωσης στη Βουλγαρία και ότι η ίδια συνέγραφε άρθρα με τον πατέρα της τη δεκαετία του 1990, κάτι που είναι ενδεικτικό της καταγωγής της. Αφήνοντας ακόμα και αυτά στην άκρη, απλά βρήκα το βιβλίο αυτό –το οποίο έπρεπε να μελετήσω στα μεταπτυχιακά μαθήματα– πολύ περιορισμένο ως προς το τι έκανε και τους τρόπους με τους οποίους ύφαινε μια υποτιθέμενη κριτική ιστορία της περιοχής. Στην πραγματικότητα προσδένει την περιοχή σε ευρωκεντρικά χωρικά και χρονικά πλαίσια, διαγράφοντας τις ιστορίες των Ρομά και των μουσουλμάνων προς όφελος κάποιας υποτιθέμενης «συγκεκριμένης ευρωπαϊκότητας και χριστιανικότητας» που η ίδια, όπως και ο πατέρας της, πίστευε ότι είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι του ευρωπαϊκού ανήκειν των Βαλκανίων.
Και τότε η Τοντόροβα δεν ήταν μόνη της. Φυσικά, στις δεκαετίες του ’90 και του 2000, υπήρχε μια πληθώρα παραγωγής γνώσης από μελετητές των περιφερειακών σπουδών. Σκέφτομαι εδώ και την Κρίστεν Γκόντσι, η οποία ασχολήθηκε με τις ζωές των μουσουλμάνων στην Ανατολική Ευρώπη και στήριξε την έρευνά της κυρίως στη Βουλγαρία αναπαράγοντας ισλαμοφοβικά και οριενταλιστικά στερεότυπα στο αποκορύφωμα της παγκοσμιοποίησης της ισλαμοφοβίας, όπου το ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους των βαλκανικών παραμεθόριων περιοχών στις ΗΠΑ και την ΕΕ στο ευρύτερο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έγινε ένα επικερδές εγχείρημα. Από τη σημερινή σκοπιά, πρόκειται για ένα εκπληκτικό είδος εκχυδαϊσμού, στο πλαίσιο του οποίου δυτικοί ακαδημαϊκοί έκαναν καριέρα στις πλάτες φυλετικοποιημένων κοινοτήτων καθιστώντας τις υπεύθυνες για τη δομική και συστηματική βία που βίωναν – όπως ακριβώς οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ανθρωπολόγοι «μελέτησαν» τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων αν ήταν κατάλληλοι για να τους εμπιστευτούν στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή αν αποτελούσαν κίνδυνο λαμβάνοντας υπόψη την υποτιθέμενη μεταψυχροπολεμική τους σχέση με το «αραβικό Ισλάμ». Στόχος μου με το βιβλίο ήταν επίσης να αφηγηθώ τις ιστορίες κοινοτήτων που δεν υπάρχουν στη φαντασία των προαναφερθέντων μελετητών. Έκανα δουλειά κυρίως με κουίρ και τρανς κοινότητες, εν μέρει επειδή ήμουν κι εγώ ένας LGBTQ ακτιβιστής τη δεκαετία του ’90. Αυτό που άρχισα να παρατηρώ είναι πώς, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, υπήρχε η τάση να αντιπαρατίθενται οι μουσουλμανικές κοινότητες με τις ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες στο Κοσσυφοπέδιο, τη Μακεδονία και τη Βοσνία. Αυτό με έκανε να ενδιαφερθώ για το πώς οι μουσουλμανικές κοινότητες στοχοποιήθηκαν για ένα πολύ συγκεκριμένο είδος πειθαρχικού σχεδίου εξευρωπαϊσμού – ένα σχέδιο που επεδίωκε ένα ροζ ξέπλυμα της ισλαμοφοβίας παράγοντας έναν ευρωφιλικό ομοεθνικισμό στην περιοχή. Αυτό λειτούργησε τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, λόγω της χρηματοδότησης και του πολιτικού κεφαλαίου της ΕΕ που χρησιμοποιήθηκε για να πλαισιώσει τις κυρίαρχες αφηγήσεις και κατευθύνσεις. Οι τοπικές ΜΚΟ πρέπει να παίξουν με αυτά, αν θέλουν μέρος αυτής της χρηματοδότησης.
Έτσι, αυτές ήταν μερικές από τις ιστορίες που με παρακίνησαν να σκεφτώ περιφερειακά σε αντίθεση με την αναπαραγωγή των «εθνικών» πλαισίων αναφοράς. Αυτό που συμβαίνει όταν αρχίζεις να εξετάζεις την περιοχή, είναι ότι αρχίζεις να βλέπεις μοτίβα που δεν εντάσσονται στα εθνικά όρια. Ένα μοτίβο που γίνεται προφανές είναι ότι για όλα σχεδόν τα βαλκανικά εθνικά κράτη η αντιμετώπιση των μουσουλμανικών και Ρομά πληθυσμών τους και του οθωμανικού τους παρελθόντος γίνεται η αρχή της δημιουργίας ρατσιστικών περιφερειακών ιεραρχιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ρατσιστικές ή άλλες ιεραρχίες δεν υπήρχαν και πριν, γιατί μερικές φορές οι άνθρωποι παρερμηνεύουν αυτή την κριτική. Αλλά μάλλον ότι με τη δημιουργία των μετα-οθωμανικών εθνικών κρατών, αρχίζεις να έχεις μια εκσυγχρονισμένη και θεσμοθετημένη ιεραρχική φυλετική και έμφυλη τάξη, επειδή έχεις την αρχή της σύγχρονης βιοπολιτικής διαχείρισης των πληθυσμών: από την καταγραφή του πληθυσμού μέχρι την αλλαγή και τον μετασχηματισμό των χωρικών και κοινωνικών σχέσεων, την αστικοποίηση, την εκβιομηχάνιση, την αποχέτευση και ούτω καθεξής. Αυτό δημιουργεί περισσότερες δομικές κοινωνικοοικονομικές φυλετικοποιημένες κατηγορίες.
Το άλλο πράγμα που παρατηρούσα ήταν ότι, όλο και περισσότερο, οι ακαδημαϊκοί της Ανατολικής Ευρώπης στη Δύση άρχισαν να μιλούν για τη φυλετικοποίησή τους στη Δυτική Ευρώπη, χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι, συχνά, οι κοινωνικές ομάδες από τις οποίες προέρχονταν ήταν γενικά σε θέσεις εξουσίας. Αυτό πάντα με ενδιέφερε γιατί φαινόταν ότι, όταν έφευγαν από τη Σερβία ή τη Βουλγαρία, γίνονταν αμέσως θύματα, αλλά δεν εξέταζαν τη θέση τους στην εξουσία στις δικές τους κοινωνίες. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την επιστημική δικαιοσύνη, διότι σχετικοποίησε τις σχέσεις εξουσίας στις υποδομές παραγωγής γνώσης στις οποίες δεν έχουν πρόσβαση οι Ρομά για παράδειγμα. Ή, αν έχουν, είναι μόνο ως δείγματα για να νομιμοποιήσουν τους διάφορους ισχυρισμούς που προβάλλει ένας τοπικός ακαδημαϊκός γκάντζιο [μη Ρομά] σε σχέση με τους πληθυσμούς Ρομά στα Βαλκάνια. Το ίδιο ισχύει και για τις κουίρ και τρανς κοινότητες. Θέλω να τονίσω τη σημαντική δουλειά που κάνει η Γελένα Σάβιτς σχετικά με την υπεροχή των γκάντζιο, η οποία θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων όσοι ασχολούνται με την περιοχή.
Αυτά είναι μερικά από τα θέματα που ήθελα να θίξω στο βιβλίο. Ήθελα επίσης να ασχοληθώ με την απουσία της κριτικής της αποικιοκρατίας και της νεωτερικότητας και με το πώς αυτή είχε αντίκτυπο στην περιοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλοι άνθρωποι δεν το είχαν κάνει αυτό, διότι η Μαρίνα Γκρζίνιτς και ο Τιάσα Κάντσλερ είχαν ήδη σκεφτεί πώς τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης έγιναν υποχείρια της δυτικοευρωπαϊκής αποικιοκρατικής επέκτασης και της νεωτερικότητας. Ωστόσο, ήθελα να κοιτάξω πιο νότια στα Βαλκάνια. Θεωρώ επίσης ότι μετά τη δεκαετία του 1990 – τον πόλεμο στη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο, αλλά και την εκδίωξη μουσουλμανικών πληθυσμών από τη Βουλγαρία –οι μουσουλμανικές κοινότητες είχαν σχεδόν φοβηθεί να μιλήσουν για αυτά τα ζητήματα– ή αν το έκαναν, αυτό γινόταν με πολύ απολογητικό τρόπο. Το βρήκα κι αυτό ενοχλητικό και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς ο Αλεξάντερ Βούτσιτς, ο σημερινός πρόεδρος της Σερβίας, ήταν υπουργός πληροφοριών στην κυβέρνηση Μιλόσεβιτς κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του λαού της Βοσνίας και του αποικιοκρατικού πολέμου της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο: το γεγονός ότι τόσο η Βοσνία όσο και το Κοσσυφοπέδιο έχουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο σερβικό κράτος δείχνει πώς οι σχετικοποιημένοι λόγοι της «εθνοτικής» βίας και του «όλοι υποφέραμε» νομιμοποίησαν και εξομάλυναν μια πραγματικότητα όπου τα θύματα κατηγορούνται για εθνικισμό, ενώ οι εθνικιστές νομιμοποιούνται ως δήθεν θύματα. Το ίδιο και στη Βουλγαρία, όπου οι κοινότητες των Ρομά κατηγορούνται για τη δομική, ιστορική και συστηματική βία που συνεχίζουν να βιώνουν σαν να ήταν δικό τους λάθος. Και δεν είναι μόνο η δεξιά που προωθεί αυτή την αφήγηση, αλλά το κέντρο και η αριστερά – αν μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για πολιτικές «διαφορές» όταν πρόκειται για ρατσισμό και ισλαμοφοβία στα Βαλκάνια.
Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους μου είναι δύσκολο να περιγράψω το βιβλίο εν συντομία: επειδή υπήρξαν τόσα πολλά επειδή υπήρξαν τόσα πολλά επίπεδα και επίπεδα περιφερειακών σπουδών, και ηγεμονικών ρυθμίσεων για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να συζητηθεί και πώς, ποια ζητήματα μπορούν να τεθούν και από ποιον. Έτσι, όταν πραγματικά προσπαθείς να μιλήσεις πέρα από αυτό –όχι για να κάνεις διάλογο μαζί του, αλλά απλώς για να το αγνοήσεις εντελώς– καταλήγεις να συναντάς ζητήματα που δεν έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε ότι βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους. Ο κόσμος θα με ρωτήσει: «Τι εννοείς, εργάζεσαι σχετικά με τη μουσουλμανική κοινότητα της Βοσνίας, αλλά εργάζεσαι σχετικά και με τον Αζίς[1], στη Βουλγαρία;». – Λοιπόν, ναι, αυτό ακριβώς συμβαίνει εκεί. Πρόκειται για κοινότητες που ζουν μαζί – δεν πρόκειται για διαφορετικούς πλανήτες, βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη. Είναι σαν να μην μπορούν να πιστέψουν ότι ένας μουσουλμάνος στη Βοσνία και τη Μακεδονία ακούει τον Αζίς, καταλαβαίνετε; Αυτές οι κατακερματισμένες ακαδημαϊκές αφηγήσεις είναι συνήθως προϊόν ευρωκεντρικών πειθαρχικών διαιρέσεων που μεγεθύνουν ένα συγκεκριμένο θέμα και αγνοούν τα πάντα γύρω από αυτό στο όνομα κάποιας υποτιθέμενης «βαθιάς» κατάδυσης.
Ήθελα να αμφισβητήσω αυτές τις πολύ στενά καθορισμένες κατηγοριοποιήσεις που είχαν κανονικοποιηθεί στην περιοχή. Νομίζω ότι το δύσκολο μέρος της διαμόρφωσης όλων αυτών ήταν ότι έπρεπε να βρω ένα γενικότερο πλαίσιο που να μπορεί να συνδέσει όλα αυτά τα πράγματα μεταξύ τους. Ένα πράγμα που αποκρυσταλλώθηκε καθώς έκανα την έρευνά μου ήταν ότι αυτό που έδινε ισχύ σε όλες αυτές τις αφηγήσεις περί λευκότητας και ευρωπαϊκού ανήκειν ήταν η γεωπολιτική οριοθέτηση/τακτοποίηση [b/ordering] της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εντατικοποίηση των συνοριακών καθεστώτων στα Βαλκάνια. Αυτό συμβαίνει επειδή η ΕΕ βλέπει τα Βαλκάνια ως μια συνοριακή ζώνη ασφαλείας, έναν αδύναμο κρίκο στην οχύρωση των φυλετικών συνόρων της, αλλά και λόγω των μεγάλων τοπικών πληθυσμών φυλετικών «άλλων» που δεν ανταποκρίνονται στις κατηγορίες των λευκών, χριστιανών/κοσμικών Ευρωπαίων και των οποίων η ενσωμάτωση στα «φρούρια» αμφισβητείται διαρκώς.
Τα Βαλκάνια είναι ένας αδύναμος κρίκος γι’ αυτούς για πολλούς λόγους. Είναι ένας αδύναμος κρίκος, επειδή ο πληθυσμός τους δεν είναι κατά πλειοψηφία λευκός, όπως θα ήταν, ας πούμε, στην Κεντρική Ευρώπη – στην Πολωνία ή στις χώρες της Βαλτικής. Υπάρχει σαφής διαχωρισμός στη φυλετική ανάγνωση που έχουν για τον κόσμο. Τα Βαλκάνια γίνονται πολύ θολά νερά γι’ αυτούς και έτσι συνειδητοποίησα ότι ήταν κεντρική η πίεση για τη δημιουργία ενός πλαισίου πολιτικών, οικονομικών, αλλά και πραγματικών υλικών συνόρων για τη βαλκανική οδό. Μπορούμε να το δούμε αυτό στο πώς επιτράπηκε στους προσφυγικούς πληθυσμούς η σχετική ελευθερία μετακίνησης στην περιοχή και στη συνέχεια, μετά την προκαλούμενη από την Ευρώπη «προσφυγική κρίση» του 2015-2018, αρχίσαμε να βλέπουμε την εξάπλωση των στρατοπέδων και των χώρων κράτησης που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ για να ελέγξουν την άφιξη των προσφύγων που διαφεύγουν από τον πόλεμο της Συρίας. Το γεγονός και μόνο ότι δεν είδαμε την ίδια αντίδραση στην ουκρανική προσφυγική κρίση καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τον φυλετικό και θρησκευτικό χαρακτήρα των συνόρων της ΕΕ.
Η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο υποτάσσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία που απεικονίζεται ως πράσινος δράκος με κίτρινο τουρμπάνι και γενειοφόρο πρόσωπο, ενώ στο βάθος η λευκή Ευρώπη κρατά ψηλά έναν χριστιανικό σταυρό. Ελληνική λιθογραφία, 5 Οκτωβρίου 1912. Πηγή: ΕΛ: (Rexhepi 2023).
Η επανεμφάνιση της ακροδεξιάς είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος αυτού. Ίσως ξεφεύγω τώρα από το αρχικό ερώτημα, αλλά το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω είναι ότι ήταν επίσης μια απάντηση στον τρόπο με τον οποίο η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ανατολική Ευρώπη παρουσιάστηκε ως δήθεν «ευρωσκεπτικιστική» και «αντιφιλελεύθερη» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη μια προσπάθεια να αναπαραχθεί η ΕΕ ως μια αθώα φιλελεύθερη τάξη που απειλείται από την ακροδεξιά – ενώ στην πραγματικότητα οι συνοριακές πολιτικές της ΕΕ υπερβαίνουν τις προσδοκίες της ακροδεξιάς. Υπό αυτή την έννοια, οι δεξιοί και ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί στην Ανατολική Ευρώπη δεν είναι ευρωσκεπτικιστές σε καμία περίπτωση. Πρόκειται για ανθρώπους αφοσιωμένους στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή αυτό εκπληρώνει τη φαντασίωσή τους για μια λευκή παγκόσμια περιφραγμένη κοινότητα και την παγκόσμια λευκή υπεροχή. Όπως τότε που κάποιοι συνήθιζαν να ισχυρίζονται ότι ο Μπόικο Μπορίσοφ ήταν ευρωσκεπτικιστής! Αλλά τι το ευρωσκεπτικιστικό έχει αυτός; Τι είναι ευρωσκεπτικιστικό για οποιονδήποτε από αυτούς τους ανθρώπους στην περιοχή; Απολύτως τίποτα. Αν μη τι άλλο, η συμμετοχή στην ΕΕ έχει ενισχύσει την πολιτική τους επιρροή και έχει ενθαρρύνει και παγιώσει την εξουσία τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Βούτσιτς στη Σερβία. Σήμερα ακόμη περισσότερο, επειδή η ΕΕ είναι πλέον πρόθυμη να παραβλέψει το άλλοτε υποτιθέμενο «χειραφετητικό» σχέδιο της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», το οποίο περιελάμβανε κάθε είδους ευρωπαϊκές αφηρημένες έννοιες όπως «κράτος δικαίου» «μεταρρυθμίσεις στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς» και «καταπολέμηση της διαφθοράς» – όλα αυτά τα κενά λόγια έχουν πλέον αντικατασταθεί με το εξής: όσο προστατεύεις τα σύνορά σου και μπορείς να διαχειριστείς τους τοπικούς φυλετικούς σου «άλλους», έχεις την ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις στο εσωτερικό.
Νέντα Γκένοβα: Για μένα, είναι τόσο ένα πολιτικό όσο και ένα μεθοδολογικό ερώτημα για το πώς προσεγγίζεις αυτές τις ιστορίες και αφηγήσεις, καθώς και τα διαφορετικά επίπεδα φυλετικοποίησης και καταλήστευσης των κοινοτήτων. Αυτό που είναι πολύ σαφές στο βιβλίο είναι ότι το διακύβευμα είναι πολύ εμφανές –η ανησυχία για την απελευθέρωση για την υπέρβαση της ετεροπατριαρχίας και του ρατσισμού– είναι πολύ σαφές ότι αυτές είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από αυτό το έργο. Επομένως, δεν πρόκειται απλώς για μια ακαδημαϊκή άσκηση ή για την εφαρμογή κάποιου είδους θεωρητικού πλαισίου προκειμένου να χαράξουμε μια θεωρητική θέση.
Πίρο Ρετζέπι: Πρέπει να είναι έτσι, γιατί όταν εργάζεσαι με μετανάστες, Ρομά, μουσουλμάνους, κουίρ και τρανς κοινότητες, αν δεν κάνεις κεντρικό θέμα της δουλειάς σου, τη βία που αντιμετωπίζουν τότε απλά ασκείς ακαδημαϊκή κριτική και αναπαράγεις τον ρατσισμό.
Νέντα Γκένοβα: Ναι, είναι πολύ εμφανές. Ήδη αρχίσατε να μιλάτε για τα κίνητρα πίσω από την εξέταση αυτών των διαφορετικών πλαισίων όχι ως ξεχωριστών, αλλά για την ανίχνευση των συνεχειών μεταξύ των διαδικασιών φυλετικοποίησης σε διαφορετικές χώρες. Το πλαισιώνετε επίσης ρητά θεωρητικά με όρους καθεστώτων αποικιοκρατίας, που δεν είναι απαραίτητα ένας πολύ καθιερωμένος τρόπος εξέτασης τέτοιων διαδικασιών στα Βαλκάνια. Ίσως θα θέλατε να πείτε κάτι γι’ αυτό; Τι σας επιτρέπει να κάνετε ένα αποαποικιακό πλαίσιο;
Πίρο Ρετζέπι: Έλεγα ότι μέρος του στόχου ήταν να διαταραχθούν τα χωρικά και χρονικά πλαίσια του τρόπου με τον οποίο μελετάμε την περιοχή. Οι ευρωκεντρικές ασυνέχειες και οι περιοδολόγηση βρίσκονται στην υπηρεσία των αποικιοκρατικών καθεστώτων εξουσίας. Τι είναι η μετα-αποικιοκρατία; Τι είναι ο μετα-σοσιαλισμός; Όλες αυτές είναι περιοδολογήσεις που υποδηλώνουν ότι βρισκόμαστε πέρα από την αποικιοκρατία ή τον σοσιαλισμό. Και έτσι, αν λέμε «μετα-αποικιοκρατία», αυτό είναι μια πολιτική δήλωση, επειδή από δυτική σκοπιά υποθέτει ότι η αποικιοκρατία έχει τελειώσει, όλες οι πρώην αποικίες έχουν γίνει «ανεξάρτητα» έθνη-κράτη και επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για αποικιοκρατία. Αυτό προϋποθέτει ότι υπήρξε κάποια υποτιθέμενη ρήξη μεταξύ της αποικιακής Ευρώπης και της μετα-αποικιακής Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επισημαίνει έξοχα η Φατίμα Ελ-Τάγεμπ. Ή αντίστοιχα, με τον μετασοσιαλισμό: ο σοσιαλισμός τελείωσε, η Δύση κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτό είναι το «τέλος της ιστορίας» και ούτω καθεξής. Όλα αυτά είναι πολύ συγκεκριμένες περιοδολογήσεις της παραγωγής γνώσης και οργανωμένες χρονικές καταστάσεις ως πολιτικό πρόταγμα και όχι ως κάποιες ουδέτερες ακίνδυνες περιοδολογήσεις. Όταν κολλάς σε μια από αυτές, καθίσταται αδύνατο να δεις την ευρύτερη εικόνα, εν μέρει επειδή συνήθως καλείσαι να σκάψεις βαθιά μέσα σε αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία και να αποφύγεις τις κληρονομιές, τα επακόλουθα, τις συνδέσεις και τις αναφορές στο παρελθόν εστιάζοντας στο «μετά».
Έτσι, αν θέλουμε να μελετήσουμε τη μετασοσιαλιστική Ανατολική Ευρώπη, μελετάμε γενικά τις εργασιακές σχέσεις, τις μεταρρυθμίσεις της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, τη διαφθορά, το κράτος δικαίου, τον εξευρωπαϊσμό και παρόμοια ζητήματα που δημιουργούνται από τις «ανησυχίες» της πολιτικής της ΕΕ. Δεδομένου ότι η ΕΕ έχει πολλές «ανησυχίες», όπως γνωρίζετε. Τα longue durée [μακράς διάρκειας] ζητήματα που μεταφέρονται από το ένα καθεστώς (στο άλλο), από τη μια περίοδο στην άλλη, γίνονται εντελώς αόρατα.
Η αποαποικιοκρατία καταργεί αυτές τις περιοδολογήσεις επειδή τις βλέπει ως αυτό που είναι: Ευρωκεντρικά πλαίσια για την επαναβεβαίωση μιας πολύ ευρωκεντρικής προοπτικής για τον κόσμο και την πολιτική ως δήθεν φυσιολογική και ουδέτερη. Μπορούμε να μιλάμε όλη μέρα για «μετα-αποικιοκρατία» και «μετα-σοσιαλισμό», αλλά η πραγματικότητα είναι ότι τους τελευταίους πέντε αιώνες ζήσαμε σε ένα κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη νεωτερικότητα, τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία. Και δεν υπήρξε κανένα μέρος του κόσμου που να μην έχει μείνει ανεπηρέαστο από αυτές τις δυνάμεις. Τα Βαλκάνια δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Αν το αγνοήσουμε αυτό, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα είδος βαλκανικού εξαιρετισμού και να αγνοήσουμε το πώς ο ρατσισμός, ο καπιταλισμός και η αποικιοκρατία διαμόρφωσαν τους σύγχρονους θεσμούς, τους πληθυσμούς, τα κράτη και τις υποκειμενικότητες. Νομίζω ότι η αποαποικιοκρατία – ή η κριτική της αποικιοκρατίας, του φυλετικού καπιταλισμού και της νεωτερικότητας ως συνυφασμένων διαδικασιών – μας επιτρέπει να εξετάσουμε τις ευρύτερες και μακρύτερες ιστορίες της βίας πέρα από τις στενές περιοδολογήσεις. Ο άλλος λόγος για τον οποίο σκέφτομαι με συνέχειες αντί για ασυνέχειες, είναι επειδή πολύ λίγα έχουν αλλάξει στις εμπειρίες των αποικιοκρατούμενων κοινοτήτων συνολικά στην πολιτική τους θέση απέναντι στην εξουσία.
Ας το θέσω διαφορετικά: πώς θα έμοιαζε η ιστορία της περιοχής αν αυτή η ιστορία διαβάζονταν από την οπτική γωνία των υποτελών κοινοτήτων, ή των υποκοινοτήτων, ή των «ραγιάδων» – για να χρησιμοποιήσω έναν περιφερειακό οθωμανικό όρο; Προφανώς, αυτές οι ασυνέχειες δεν θα είχαν κανένα νόημα. Ή αν είχαν, θα χαρακτηρίζονταν μόνο ως κάτι για το οποίο ο γκάτζιο φρικάρει, όπως «Ω, ο σοσιαλισμός τελείωσε», ή «Ω, νιώθουμε τόσο άσχημα που ο σοσιαλισμός τελείωσε». Μπορείτε να βρείτε ίχνη αυτών των λόγων, επειδή οι πολιτικές ρήξεις υπάρχουν, και είναι σημαντικές. Αλλά στη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων τον τελευταίο αιώνα, αυτές οι συνέχειες του ρατσισμού, ειδικότερα, έχουν διαστρωματωθεί και κανονικοποιηθεί τόσο βαθιά στα εθνικά κράτη, ώστε κανένα καθεστώς δεν τις αντιμετώπισε ουσιαστικά ή έστω στοιχειωδώς. Με άλλα λόγια, ο σοσιαλισμός δεν αντιμετώπισε το ζήτημα του ρατσισμού στις κοινότητες των Ρομά, ούτε αμφισβήτησε το πώς η υποτιθέμενη ουδέτερη κοσμικότητά του άνοιξε το δρόμο για τη δομική βία στις μουσουλμανικές κοινότητες – όπως συνέβη εδώ στη Βουλγαρία, όπου οι μουσουλμάνοι μετατράπηκαν σε Βούλγαρους και τους δόθηκαν χριστιανικά ονόματα στο πλαίσιο του σοσιαλισμού παρά τη θέλησή τους.
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι όταν σκέφτεσαι για την αποικιοκρατία και τη νεωτερικότητα, επειδή η κριτική προέρχεται από τη Λατινική Αμερική, οι άνθρωποι συνήθως λένε: «Λοιπόν, είναι μια λατινοαμερικάνικη κριτική». Ναι, αλλά η αποικιοκρατία και η νεωτερικότητα δεν συνέβησαν μόνο στη Λατινική Αμερική, συνέβησαν σε όλο τον κόσμο. Αυτό είναι ένα άλλο είδος ρατσιστικού τρόπου. Στα Βαλκάνια, θα έλεγαν: «Ω, αυτό είναι από τη Λατινική Αμερική», ή «Αυτό είναι από τις ΗΠΑ». Από πού προήλθε ο Μαρξ; Θέλω να πω, ότι δεν νομίζω ότι ο Καρλ Μαρξ ή ο Μαξ Βέμπερ ήταν από τα Βαλκάνια, αλλά είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα δημοσιευμένο κείμενο στην περιοχή που να μην κάνει αναφορά σε αυτούς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι στοχαστές θεωρούνται οικουμενικοί και εκείνοι που προέρχονται από τον Παγκόσμιο Νότο – ιδιαίτεροι.
Το τι γίνεται αποδεκτό και τι απορρίπτεται είναι αναπόσπαστο μέρος των φυλετικών ιεραρχιών στην ακαδημαϊκή παραγωγή γνώσης των λευκών δυτικών κανόνων. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τον Μαρξ ή μπορεί να χρησιμοποιήσει τον Μαρκ Φίσερ για να νομιμοποιήσει τον εαυτό του. Αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη Ρουθ Γκίλμορ ή τη Μαρία Λουγκόνες για παράδειγμα, επειδή είναι μαύρες ακαδημαϊκές μελετήτριες από την Αμερική ή από τη Λατινική Αμερική. Το ποιος αποφασίζει ποιες αναφορές μπορούν και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ποιες κατηγορίες χρησιμοποιούμε για να μελετήσουμε τα Βαλκάνια είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον για μένα, γιατί σχεδόν πάντα θα μπορείς να εντοπίσεις τον ρατσιστή στο χώρο – μεταμφιεσμένο σε μαρξιστή, φιλελεύθερο ή απλά σε έναν παλιό καλό εθνικιστή.
Νέντα Γκένοβα: Στο βιβλίο σας, υπάρχει, από τη μία πλευρά, αυτή η εστίαση στις συνέχειες, που μόλις συζητήσαμε: όχι μόνο με τη χωρική, γεωγραφική και πολιτική έννοια, αλλά και με τη χρονική έννοια: για παράδειγμα, όταν εξετάζετε τις συνέχειες μεταξύ των προ-σοσιαλιστικών, σοσιαλιστικών και μετα-σοσιαλιστικών καθεστώτων αποικιοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει επίσης μεγάλη λεπτομέρεια μέσω της ενασχόλησης με έργα τέχνης, με τη λογοτεχνική παραγωγή, με τη μουσική του Αζίς... και νομίζω ότι, μέσω αυτού του είδους της λεπτομερούς εστίασης, δημιουργείτε επίσης μια αίσθηση πλούτου και λεπτομερειών, η οποία δεν επιτρέπει τη δημιουργία ενός ομογενοποιητικού απολογισμού. Επειδή νομίζω ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ένας δυνητικός κίνδυνος όταν κάποιος υπερτονίζει τις συνέχειες και τους παραλληλισμούς μεταξύ των πραγμάτων – νομίζω ότι ένα κοινό λάθος είναι να καταλήξουμε να επαναπροσδιορίζουμε αυτές τις ολοκληρωτικές αφηγήσεις. Αυτό που μου άρεσε πολύ στο βιβλίο είναι ότι υπάρχουν αυτές οι στιγμές πολύ διαρκούς και εστιασμένης εργασίας σε πρακτικές αντίστασης ή στιγμές ρήξης. Θα θέλατε να πείτε κάτι γι’ αυτό ή για τον ρόλο της ενασχόλησής σας με καλλιτεχνικές πρακτικές στο βιβλίο;
Πίρο Ρετζέπι: Η λέξη «αντίσταση» έχει γίνει τόσο μοντέρνα που μπορεί να σημαίνει τα πάντα και τίποτα. Καθώς περνούσα από τα Βαλκάνια την τελευταία δεκαετία οδηγώντας από τη Θεσσαλονίκη στα Σκόπια, τη Σόφια και το Σαράγεβο, είδα πραγματική αλληλεγγύη και φροντίδα όταν οι άνθρωποι κατά μήκος της βαλκανικής διαδρομής άνοιγαν τα σπίτια και τα τζαμιά τους και έβγαιναν στους δρόμους με ό,τι ελάχιστο είχαν για να το προσφέρουν στους πρόσφυγες∙ όταν έβγαιναν για να διαμαρτυρηθούν για τη βία. Φυσικά, υπήρχαν και ομάδες αυτοδικίας ρατσιστών, αλλά θέλω να πιστεύω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων στα Βαλκάνια βγήκε να υποστηρίξει τους πρόσφυγες ενάντια σε μια διάχυτη, πανευρωπαϊκή προσπάθεια να παρουσιαστούν οι πρόσφυγες ως επικίνδυνοι. Φυσικά, κάποια από αυτή την προπαγάνδα της ΕΕ έφτασε σε κάποιους ανθρώπους, αλλά σε γενικές γραμμές – οι άνθρωποι παρείχαν όποια φροντίδα μπορούσαν κατά μήκος της διαδρομής, επειδή δεν είναι ξένοι προς τον εκτοπισμό, τον πόλεμο και τη φτώχεια, αλλά και επειδή δεν είναι ξένοι προς τους ανθρώπους που έρχονται μέσω της Βαλκανικής Οδού.
Έχω διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται λιγότερο διανοητικά για την αντίσταση και, θα έλεγα, κάνουν περισσότερα για τον αντιρατσισμό, τη φτώχεια, την κουίρφοβία, την τρανσφοβία, την ισλαμοφοβία, συνήθως είναι άνθρωποι που δεν ανήκουν απαραίτητα στις «μαρξιστικές συλλογικότητες στρέιτ ανδρών» στην περιοχή που μιλούν αφηρημένα όλη μέρα για την ανισότητα και την «επανάσταση», αλλά δεν μπαίνουν στον κόπο να βγουν στους δρόμους. Αυτό που μου αρέσει στον Αζίς είναι ότι δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως κάποιον ήρωα. Εννοώ –φυσικά και το κάνει με την έννοια ότι είναι qween– αλλά δεν είναι σαν να αφιερώνει χρόνο για να το διανοητικοποιήσει. Αυτό το έκανε ήδη στη δεκαετία του ’90, όταν τον καλούσαν σε αυτές τις εκπομπές όπου εμφανιζόταν ο Ιβάν Σλάβωφ και έλεγε ότι ο Αζίς δεν είναι πραγματικός Βούλγαρος, αλλά προϊόν κάποιας, ξέρετε, συνωμοσίας για τον ευνουχισμό και τη διαστροφή της Βουλγαρίας. Και εκείνος κατάλαβε αυτό που ήταν, και απλά συνέχισε και έκανε τη δουλειά του - κάτι που το βρίσκω πολύ πιο ισχυρό, γιατί φτάνει σε πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι κάποιος βαλκάνιος στοχαστής που σχεδιάζει μια εγελιανή εκδίκηση κάπου στα χρονικά του μελλοντικού παρελθόντος.
Κατεδαφισμένα σπίτια στη γειτονιά των μουσουλμάνων Ρομά στο Ασένοβγκραντ, Αύγουστος 2017. Πηγή: Rexhepi 2023).
Φυσικά γνωρίζουμε ότι η λαϊκή κουλτούρα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης, και τα διάφορα προβλήματα στη μουσική βιομηχανία και όλα αυτά. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσουμε τις παρεμβάσεις που κάνει, γιατί ξέρει πού να ακουμπήσει και να ξύσει – όχι μόνο στη Βουλγαρία, αλλά, νομίζω, και στα Βαλκάνια. Και πώς να αναδεικνύει πολύ καταπιεσμένα ζητήματα, ειδικά γύρω από τον ρατσισμό και την κουιρφοβία. Νομίζω ότι στη Βουλγαρία ασχολείται περισσότερο με τον ρατσισμό με τις παρεμβάσεις του, αλλά σε γενικές γραμμές, στα Βαλκάνια, έχει βρει έναν εξαιρετικό τρόπο να αποσταθεροποιεί τη φαινομενικά στρέιτ σταθερή βαλκανική ματσίστικη υποκειμενικότητα, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται από αυτούς - αυτό είναι που βρίσκω συναρπαστικό. Περπατάς στη Σόφια και βλέπεις αυτούς τους γυμνασμένους σις-στρέιτ τύπους που μοιάζουν σαν να μπορούν να σε σπάσουν στο ξύλο αν μάθουν ότι είσαι γκέι, αλλά ταυτόχρονα ακούνε τον Αζίς. Αυτού του είδους οι αντιφάσεις είναι πολύ σημαντικό να προσεχθούν, και θα έλεγα ότι είναι πολύ πιο χειραφετητικές. Διότι ένα πράγμα που συναντάτε συνεχώς στα Βαλκάνια είναι η στάση του «Ω, όχι, απλά αγνόησέ τον, σέλιακ» που προέρχεται από τις κοσμικές αστικές ελίτ που βλέπουν οτιδήποτε σχετίζεται με τους Ρομά ή τους μουσουλμάνους ως ένδειξη οπισθοδρόμησης. Αυτό που εκτιμώ στον Αζίς είναι ότι δεν αποξενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους υπενθυμίζει ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Ασχολούμαι επίσης με άλλες πολιτιστικές παραγωγές, ειδικά από τη σοσιαλιστική περίοδο, οι οποίες δεν έχουν υποστεί αρκετή κριτική, επειδή υπάρχει τόση νοσταλγία για αυτού του είδους την παραγωγή. Δεν μπορείς να συναντήσεις Γιουγκοσλάβους χωρίς να επαινέσουν τον γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο. Μετά κάθεσαι μαζί τους και βλέπεις γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο και λες: «Πώς μπορείς να το επαινείς αυτό»; Αυτό είναι τρελό, είναι σαν τις αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του 1950: η γυναίκα είναι πάντα μέσα στο σπίτι, ασχολείται με τα παιδιά στην κουζίνα, ο Αλβανός δεν λέει ποτέ κάτι παραπάνω από μια λέξη, οι Ρομά διακινούν πάντα παιδιά. Όπως πρόσφατα ένας Μακεδόνας φίλος μου προσπάθησε να με πείσει ότι το «Τρστ-βία-Σκόπιε», μια μακεδονική τηλεοπτική σειρά για τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων Ρομά-Αλβανών, ήταν ό,τι καλύτερο είχε παραγάγει η μακεδονική τηλεόραση, γιατί «το περιεχόμενο δεν έχει σημασία, κοίτα την κινηματογράφηση αυτών των σειρών – δεν τις φτιάχνουν πια έτσι!». Και οι άνθρωποι λένε «Α, είναι ο μεγάλος γιουγκοσλαβικός κινηματογράφος!». Για ποιον μεγάλο γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο μιλάμε; Νομίζω ότι αυτές οι παραγωγές ήταν πολύ επικίνδυνες, και εξακολουθούν να είναι, γιατί ενώ φαινομενικά παρείχαν μια κριτική της κοινωνίας, ενσταλάζουν μια πολύ ρατσιστική κοσμοθεωρία. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Δεν ήταν τυχαίο: νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνη την περίοδο οι άνθρωποι εκτέθηκαν μαζικά στην τηλεόραση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στα Βαλκάνια απέκτησαν τις τηλεοράσεις τους κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής περιόδου στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Έτσι, αυτές οι πολιτιστικές παραγωγές ήταν το κλειδί για το πώς έβλεπαν τον κόσμο στις χώρες τους πέρα από τις άμεσες συνθήκες τους.
Ήθελα να ασχοληθώ με αυτό, επειδή αυτές οι αναφορές είναι τόσο πανταχού παρούσες σε όλες τις συζητήσεις που κάνεις με τους ανθρώπους, αλλά και επειδή συνήθως πρόκειται για ιστορίες μυθοπλασίας ή ιστορικής φαντασίας που πολλοί άνθρωποι θεωρούν δεδομένες. Ακριβώς όπως η ταινία «Ο χρόνος της βίας» (1988) στη Βουλγαρία, κάθε κράτος στα Βαλκάνια είχε ένα τέτοιο μεγαλειώδες έργο. Η αλβανική εκδοχή αφορά τον Σκεντέρμπεη και η σερβική τη δολοφονία κάποιου Σέρβου πρίγκιπα στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Έτσι, κάθε σοσιαλιστικό κράτος παρήγαγε αυτό το είδος magnum opus του παραμυθιού... αλλά οι άνθρωποι το κατανάλωναν μαζικά και το βίωναν πραγματικά ως κάτι που ήταν πραγματικό. Ωστόσο, αυτές οι πολιτιστικές παραγωγές ήταν σε μεγάλο βαθμό στρατηγικές παρεμβάσεις του κράτους για τη δημιουργία μιας εθνικής αφήγησης. Σε αυτή την εθνική αφήγηση, ο φυλετικά άλλος είναι πάντα ο μουσουλμάνος, ο Ρομά ή ο ομοφυλόφιλος. Όταν βλέπεις αυτές τις ταινίες ως Μουσουλμάνος ή Ρομά ή κουίρ άτομο, δεν μπορείς να ενθουσιαστείς με αυτές όπως οι άλλοι, επειδή μπορείς να δεις μέσα από αυτές τι συμβαίνει. Ήθελα να ασχοληθώ με αυτό.
Πολλές από τις ιδέες του βιβλίου προέρχονται από μικρές στιγμές έμπνευσης- πιθανόν να σας συμβαίνει, συμβαίνει σε όλους όσους κάνουν έρευνα. Κάθεσαι σε ένα συνέδριο, και κάποιος θα πει κάτι, και σκέφτεσαι, «Ω, Θεέ μου, δεν μπορώ...». Η κριτική συζήτηση του «Variola Vera» (1982) στο βιβλίο προέρχεται από ένα συνέδριο στο Βελιγράδι. Η Τζούντιθ Μπάτλερ ήταν εκεί, έδινε μια ομιλία, και μετά έκανα παρέα με κάποιους κουίρ ανθρώπους από το Βελιγράδι. Και έλεγαν: «Α, η “Variola Vera” ήταν τόσο πρωτοποριακή, ήταν μια γιουγκοσλαβική ταινία “τρόμου”...», και σκεφτόμουν: «Μιλούν για την ίδια ταινία που έχω δει;». Απευθυνόμενος σε αυτούς, ήθελα επίσης να θίξω τις διαφορές στις διάφορες εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι με τα σοσιαλιστικά παρελθόντα, αλλά και τις πολιτιστικές παραγωγές των σοσιαλιστικών παρελθόντων. Και πώς μόνο μια αφήγηση έχει καταφέρει να βγει στην επιφάνεια. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι υπήρξε αυτή η δυαδικότητα, όπου είτε είσαι νοσταλγός του σοσιαλισμού, είτε είσαι αντιδραστικός ακροδεξιός. Για μένα αυτό δεν είχε ποτέ νόημα, επειδή ποτέ δεν είδα τον εαυτό μου σε κανένα από αυτά τα άκρα, επειδή δεν είχα επενδύσει σε αυτά τα πολιτικά σχέδια. Δεν μου ζητήθηκε να το κάνω, ξέρετε, απλά με διάβαζαν.
Νέντα Γκένοβα: Μόλις θίξατε κάτι που ήθελα να σας ρωτήσω ούτως ή άλλως, το οποίο είναι το ζήτημα της νοσταλγίας. Αναρωτιόμουν για κάποιους από τους ισχυρισμούς που κάνετε σχετικά με την ύπαρξη μιας μετα-σοσιαλιστικής νοσταλγίας προς ένα υποτιθέμενο «χωρίς φυλετικές διακρίσεις/color-blind’» ή αντιρατσιστικό σοσιαλιστικό καθεστώς. Πρέπει να πω ότι θα δυσκολευόμουν να βρω παραδείγματα τέτοιων προσεγγίσεων στη Βουλγαρία σήμερα, θα λέγατε ότι είναι ένα συναίσθημα που είναι πιο δημοφιλές στην πρώην Γιουγκοσλαβία; Και επίσης, αν πρόκειται για έναν τόσο διαδεδομένο τρόπο σκέψης για το σοσιαλιστικό παρελθόν, πιστεύετε ότι αυτή η νοσταλγία για ένα αποαποικιακό και αντιρατσιστικό παρελθόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εφόδιο στο παρόν; Μιλώντας ως Βούλγαρος, φαίνεται ότι είναι καλύτερη θέση για να ξεκινήσουμε...
Πίρο Ρετζέπι: Νομίζω ότι ήταν πιο σαφής στους μετα-γιουγκοσλαβικούς χώρους, εν μέρει λόγω της προσοχής που έδωσε η Σβετλάνα Μπόιμ στη Γιουγκοσταλγία. Για οποιονδήποτε λόγο, εστίασε στη Γιουγκοσλαβία και έδωσε στη Γιουγκο-νοσταλγία μια τόσο μεγάλη ώθηση στον ακαδημαϊκό χώρο. Αλλά δεν νομίζω ότι οι Γιουγκοσλάβοι είναι οι μόνοι που νοσταλγούν, νομίζω ότι αυτή η νοσταλγία υπάρχει σε όλο τον μετασοσιαλιστικό κόσμο.
Ωστόσο, δεν μιλάω απαραίτητα για τις ρητές μορφές νοσταλγίας, αλλά για τις διαφοροποιημένες εκδοχές της νοσταλγίας: την αντιμετώπιση του παρελθόντος ως την εποχή που τα πράγματα ήταν πιο λογικά, έστω και αν ήταν αντιδημοκρατικά, και συχνά βίαια. Δεν έχω τίποτα εναντίον των ανθρώπων που μελετούν το σοσιαλιστικό παρελθόν, αλλά απλά δεν νομίζω ότι υπάρχουν επαρκείς κριτικές γραμμές όταν το κάνουν. Και πάλι, επιστρέφουμε σε αυτό το ακραίο σημείο μεταξύ των ανθρώπων που μελετούν το σοσιαλιστικό παρελθόν ως το απόλυτο αυταρχικό παρελθόν, και στη συνέχεια έχουμε ανθρώπους που μελετούν το σοσιαλιστικό παρελθόν για να βρουν κάτι σωτήριο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα με ενδιέφερε σχετικά με το σοσιαλιστικό παρελθόν που να μην μιλάει για το τι έκανε αυτό το καθεστώς σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού: γυναίκες, μειονότητες, θρησκευτικές κοινότητες, κουίρ κοινότητες. Όταν οι άνθρωποι κάνουν έρευνα για το παρελθόν και δεν το αναγνωρίζουν αυτό, για μένα είναι σαν να ζουμάρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα και να λένε: «οι ομοφυλόφιλοι έχουν τόσα πολλά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά δεν έχουν να πουν τίποτα για το πώς η ίδια Ένωση δολοφόνησε κυριολεκτικά 500 ανθρώπους χθες στη Μεσόγειο.
Νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει μια πιο σθεναρή ενασχόληση με την εστίαση στις θέσεις και την αναστοχαστικότητα στην περιοχή, και εμείς δεν το κάνουμε αυτό. Το κάνουμε αυτό όταν πηγαίνουμε στη Δύση. Όταν πηγαίνουμε στη Δύση, πρέπει αμέσως να σκεφτούμε πού τοποθετούμαστε στα ρεύματα εξουσίας. Γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε ξένοι εκεί. Αλλά δεν κάνουμε απαραίτητα τέτοια δουλειά στην πατρίδα μας, τη σκεφτόμαστε κατά κάποιο τρόπο μόνο κατά τη διαδικασία της μετανάστευσης.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Neda Genova, “Racism, Islamophobia and Decoloniality on the Balkans. Interview with Piro Rexhepi”, LeftEast, 18 Ιουλίου 2023, https://lefteast.org/racism-islamophobia-and-decoloniality-on-the-balkans/.
Ο Piro Rexhepi είναι ερευνητής που ασχολείται με την αποαποικιοκρατία, τη σεξουαλικότητα και το Ισλάμ. Νωρίτερα φέτος, κυκλοφόρησε το έργο του Λευκές περιφράξεις. Φυλετικός καπιταλισμός και αποικιοκρατία κατά μήκος της βαλκανικής οδού [White Enclosures. Racial Capitalism and Coloniality Along the Balkan Route] (2023) εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Duke University Press.
Σημειώσεις
[1] [Σ.τ.Μ.:] Ο Βασίλ Τρογιάνοφ Μπογιάνοφ, γνωστός ως Αζίς (βουλγαρικά: Азис) είναι τραγουδιστής της βουλγαρικής ποπ-φολκ, εθνικότητας Ρομά. Προβάλει μια ΛΟΑΤΚ ταυτότητα που προκαλεί την βουλγαρική ακροδεξιά. “Azis”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Azis. „Азис“, Уикипедия, https://bg.wikipedia.org/wiki/%D0%90%D0%B7%D0%B8%D1%81.