Konstantin Pakhalyuk
Ρωσία: Λιποταξία και πολιτική διαμαρτυρία
Πώς άλλαξε η στάση του ρωσικού και στη συνέχεια του σοβιετικού κράτους και της κοινωνίας απέναντι στη λιποταξία κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων; Πώς μιλούν σήμερα τα φιλοπόλεμα κανάλια Telegram για την λιποταξία; Ο ιστορικός Κονσταντίν Παχάλιουκ δίνει μια ευρεία επισκόπηση της λιποταξίας στη σύγχρονη Ρωσία και διερευνά την πολιτική της σημασία.
Από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ο πόλεμος είναι ίσως η δραστηριότητα που συνδέεται περισσότερο με την καθιέρωση κανόνων, δηλαδή με την αντίληψη για το σωστό. Μπορεί ο πόλεμος να θεωρηθεί δίκαιος εάν πληροί ορισμένα κριτήρια δικαιοσύνης[1]; Ποιος είναι ήρωας; Πάνω απ’ όλα, ανταποκρίνεται η συμπεριφορά κάποιου στη μάχη στον κατάλληλο κανόνα; Ο ήρωας μπορεί να αντιπαρατεθεί στον λιποτάκτη, που αποτελεί την απόλυτη περίπτωση παραμέλησης των ορθών κανόνων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η λιποταξία αποτελεί παραβίαση του στρατιωτικού όρκου και παραβίαση της πειθαρχίας. Σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, μπορεί να ερμηνευθεί ως προδοσία του Θεού, του βασιλιά ή του έθνους. Η λιποταξία από το πεδίο της μάχης προκαλεί καταδίκη από άλλους στρατιώτες, επειδή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή των συντρόφων του λιποτάκτη. Προκύπτει ένα ηθικό δίλημμα: είναι αποδεκτό να σώσει κανείς τη δική του ζωή χειροτερεύοντας τη θέση των άλλων; Υπάρχει, ωστόσο, μια άρρηκτη σχέση μεταξύ της λιποταξίας και του ευρύτερου ζητήματος του τρόπου με τον οποίο οι στρατιώτες αντιδρούν στο δικαίωμα του κράτους να στέλνει τους πολίτες του στο θάνατο ή στην κατάχρηση αυτού του δικαιώματος.
Ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση των αλλαγών στις απόψεις του ρωσικού κράτους και των πολιτών του σχετικά με το φαινόμενο της λιποταξίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η λιποταξία έγινε αρκετά διαδεδομένη ώστε να προκαλέσει εκτεταμένη δημόσια συζήτηση, ενώ οι στάσεις απέναντι στους λιποτάκτες που αναπτύχθηκαν κατά την εποχή του Στάλιν είναι αυτές που χρησιμοποιούνται από τη σύγχρονη ρωσική προπαγάνδα. Στο τελευταίο μέρος αυτού του άρθρου θα δείξω πώς το θέμα της λιποταξίας αντιμετωπίζεται από τα φιλοπόλεμα κανάλια Telegram που δικαιολογούν τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Λιποταξία και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η λιποταξία από τον ρωσικό στρατό υπήρχε πολύ πριν από τον 20ό αιώνα. Ένα παράδειγμα είναι από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Ο Βόρειος Πόλεμος με τη Σουηδία (1700-1721) απαιτούσε τη δημιουργία τακτικού στρατού. Η καθιέρωση της υποχρέωσης στρατολόγησης το 1705 ήταν μία από τις απαντήσεις σε αυτή την πρόκληση. Ωστόσο, πολλοί στρατιώτες δεν άντεξαν την εκπαίδευση και κατέφυγαν στον Ντον για να ενωθούν με τους Κοζάκους. Φαίνεται ότι, παρά τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι Κοζάκοι του Ντον, υπερασπίστηκαν τα νότια σύνορα του κράτους της Μόσχας και έτσι υπηρέτησαν και την πατρίδα τους. Όμως ο Πέτρος δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τις ελευθερίες και προσπάθησε να περιορίσει την αυτοδιοίκηση των Κοζάκων. Αυτό προκάλεσε μια εξέγερση με επικεφαλής τον Κοντράτιι Μπουλάβιν, η οποία καταπνίγηκε βάναυσα. Εδώ μπορούμε ήδη να δούμε στην λιποταξία όχι μόνο μια παραβίαση των όρκων και της πειθαρχίας, αλλά και μια σιωπηρή και αυθόρμητη διαμαρτυρία των «αδύναμων» ενάντια σε ορισμένες πολιτικές.
Η πραγματική πρόκληση όσον αφορά την κλίμακα της λιποταξίας και την εννοιολόγησή της ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πόλεμος των «μαχόμενων εθνών». Όλες οι μεγάλες χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο αντιμετώπισαν την ανάγκη συνολικής επιστράτευσης της οικονομίας και της κοινωνίας για στρατιωτικούς σκοπούς. Η αναζήτηση πολιτισμικών μηχανισμών που θα εξασφάλιζαν έναν τέτοιο μετασχηματισμό ήταν μια ξεχωριστή πρόκληση. Στη Ρωσία (αν και όχι μόνο), η κατάσταση περιπλεκόταν από τον ημιτελή εκσυγχρονισμό και την απουσία ενός πραγματικά διαμορφωμένου πολιτικού έθνους, γεγονός που καθιστούσε προβληματική την εφεύρεση των νοημάτων του πολέμου – ακόμη και αν αυτός ήταν αμυντικός, άρα και δίκαιος[2]. Ένα άλλο συναφές ερώτημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο: αν το κράτος στέλνει έναν άνθρωπο να ρισκάρει τη ζωή του, τι μπορεί να περιμένει αυτός ως αντάλλαγμα; Μπορούν η ηθική αναγνώριση της αξίας και οι ατομικές αμοιβές (για παράδειγμα, τα στρατιωτικά παράσημα [παράσημα Γκεοργκίεφσκι]) να θεωρηθούν επαρκείς για τις παρεχόμενες υπηρεσίες; Το ερώτημα αυτό γίνεται αναπόφευκτα πιο οξύ με τη μετάβαση από έναν επαγγελματικό σε έναν στρατό κληρωτών, και στη Ρωσία έγινε ιδιαίτερα οξύ το 1914.
Πολυάριθμες και μάλλον ασυνήθιστες περιπτώσεις λιποταξίας κατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου έδειξαν τα όρια του ελέγχου των αξιωματικών επί των μαζών του στρατού και την αυθαιρεσία του προπαγανδιστικού κλισέ «το έθνος ορθώνεται για να πολεμήσει». Ήδη στα πεδία της Ανατολικής Πρωσίας έγινε φανερό ότι δεν ήταν όλοι έτοιμοι για την ψυχολογική πίεση του πολέμου της βιομηχανικής εποχής[3]. Κάποιες μονάδες απλώς έφυγαν από τα χαρακώματα μετά από βομβαρδισμό και έπρεπε να επιστρέψουν με τη βία των όπλων. Το φθινόπωρο, με την άφιξη των πρώτων μονάδων στο δυτικό μέτωπο (μεραρχίες δεύτερης τάξης, κρατικές πολιτοφυλακές κ.λπ.), κατέστη σαφές ότι οι στρατιώτες ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι και ανεπαρκώς ανθεκτικοί και, ως εκ τούτου, θα υποχωρούσαν γρήγορα όταν ο εχθρός χτυπούσε. Τον Νοέμβριο του 1914, ένα μεγάλο σκάνδαλο συνέβη στο Βορειοδυτικό Μέτωπο, όταν ένας λόχος βετεράνων του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου απλά παραδόθηκε, λέγοντας: «Τότε μείναμε στα μετόπισθεν κι εκεί θα μείνουμε και πάλι». Κατά τη διάρκεια εχθρικών επιθέσεων ορισμένοι αξιωματικοί προσποιούνταν ασθένεια για να σταλούν στα μετόπισθεν. Οι χαμηλόβαθμοι επίσης δεν λιποτακτούσαν απαραίτητα άμεσα: μπορούσαν κυριολεκτικά να περπατούν στην πλησιέστερη περιοχή των μετόπισθεν, έχοντας «χάσει τη μονάδα τους» ή «φύγει για μια μεγάλη ανάγκη», να χάσουν ή να πουλήσουν είδη ρουχισμού∙ να δωροδοκήσουν για να παραμείνουν στα εφεδρικά τάγματα των μετόπισθεν κ.λπ. Αρκετές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνταν από τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της λιποταξίας.
Η λιποταξία, λοιπόν, εκδηλωνόταν με διάφορες πρακτικές που αφορούσαν την έμμεση αποφυγή της εκπλήρωσης του στρατιωτικού καθήκοντος ενός στρατιώτη ή αξιωματικού (τα φαινόμενα αυτά έχουν περιγραφεί πολύ καλά από τους ιστορικούς Αλεξάντρ Αστάσοφ και Γιούρι Μπαχούριν[4]). Το 1915, με φόντο τις βαριές ήττες και τις δυσλειτουργίες στον εφοδιασμό με όπλα, οι συμπεριφορές αυτές έγιναν ευρέως διαδεδομένες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι εκείνη την εποχή ο ρωσικός στρατός έδινε πολύ σκληρές και αιματηρές μάχες, συγκρατώντας την επίθεση του εχθρού, η λιποταξία μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως εκδήλωση δειλίας, αλλά και ως άρνηση των κατώτερων βαθμίδων να γίνουν «τροφή για τα κανόνια» για τη διοίκηση που δεν έμπαινε στον κόπο να τους παρέχει επαρκή ανεφοδιασμό. Συνολικά, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1917, είχαν συλληφθεί επτακόσιες με οκτακόσιες χιλιάδες λιποτάκτες, ενώ ο συνολικός αριθμός των «φυγάδων» μπορεί να ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια η πρακτική της σύλληψης των λιποτακτών, της αποστολής τους στα μετόπισθεν και της επιστροφής τους στη γραμμή του μετώπου σε τάγματα αναγκαστικής προέλασης έδωσε αντιφατικά αποτελέσματα. Έχει υπολογιστεί ότι τον Φεβρουάριο του 1917 υπήρχαν στην Πετρούπολη αρκετές δεκάδες χιλιάδες λιποτάκτες που ήθελαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο να σταλούν στο μέτωπο και αποτέλεσαν έναν από τους κινητήριους μοχλούς της επανάστασης του Φεβρουαρίου[5]. Οι ρίζες της, βέβαια, είναι πολύ βαθύτερες και έχουν να κάνουν με μια πλήρους κλίμακας κρίση της αυτοκρατορικής εξουσίας, ωστόσο η σύνδεση της επανάστασης με τους λιποτάκτες δείχνει και πάλι ότι μπορούμε να κατανοήσουμε την λιποταξία ως μια μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας. Το να την αποκαλέσουμε αντιμιλιταριστική θα ήταν υπερβολικά τολμηρό: οι χθεσινοί λιποτάκτες θα μπορούσαν γρήγορα να γίνουν φορείς επαναστατικής βίας.
Για να καταδείξουμε την αντιφατική φύση της λιποταξίας, ας παραθέσουμε μερικά παραδείγματα από την ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η στάση απέναντι σε όσους δειλιάζουν δεν ήταν πάντα αυστηρή∙ αντίθετα, πολλοί διοικητές κατανοούσαν όλες τις ψυχολογικές δυσκολίες της συμμετοχής σε ένα πόλεμο της βιομηχανικής εποχής. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί ένα επεισόδιο από τα απομνημονεύματα του Αλεξάντρ Βερκόφσκι, ο οποίος την εποχή των περιγραφόμενων γεγονότων ήταν ανώτερος υπασπιστής του επιτελείου της 3ης Φινλανδικής Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων και το φθινόπωρο του 1917 έγινε υπουργός Πολέμου στην κυβέρνηση Κερένσκι. Το περιστατικό συνέβη γύρω στις αρχές Σεπτεμβρίου 1914 στα σύνορα της Ανατολικής Πρωσίας. Ένας λοχαγός πανικοβλήθηκε και εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Τότε ο αντισυνταγματάρχης Νικολάεφ, όπως θυμάται ο Βερκόφσκι, τον υποδέχτηκε ήρεμα, του έδωσε τσάι και του είπε:
«Πήγαινε τώρα, τέτοια αδυναμία μπορεί να συμβεί κατά τα πρώτα λεπτά της μάχης. Αλλά δεν συμβαίνει δύο φορές σε έναν έντιμο άνθρωπο. Είμαι βέβαιος ότι ο λόχος σας θα εκπληρώσει το καθήκον του με αξιοπρέπεια.
Ο αξιωματικός γύρισε και επέστρεψε γρήγορα στον λόχο του. Σκοτώθηκε ένα χρόνο αργότερα στη Γαλικία, αλλά ποτέ ξανά δεν του συνέβη κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει έστω και την παραμικρή μομφή»[6].
Μπορούμε να εντοπίσουμε δύο προσεγγίσεις του προβλήματος της λιποταξίας που υπάρχουν στην ηγεσία του στρατού. Η πρώτη ήταν η επίρριψη ευθυνών στους λιποτάκτες (προσωπικά ή συλλογικά), η κριτική στο «σάπιο είδος» τους και η αναζήτηση σκληρών μέτρων για την αποτροπή της λιποταξίας (γεγονός που προκάλεσε εικασίες σχετικά με τις μειωμένες πολεμικές ικανότητες των «Ρώσων μουζίκων»). Η άλλη προσέγγιση ήταν η σύνδεση της μαχητικής αποτελεσματικότητας των κατώτερων βαθμίδων και των κατώτερων αξιωματικών με το ζήτημα του κατά πόσον παρέχονται οι προϋποθέσεις για να επιτευχθούν νίκες∙ η προσέγγιση αυτή, επομένως, συνεπάγεται την αναζήτηση τρόπων συστηματικής βελτίωσης της κατάστασης.
Ενδεικτικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας του ζητήματος είναι η περίπτωση της φρουράς του φρουρίου Όσοβετς. Παρόλο που η ιστορία έχει σε μεγάλο βαθμό υπερτονιστεί στη Ρωσία σήμερα, αξίζει να αναγνωρίσουμε ότι μια σχετικά αδύναμη φρουρά σε πλεονεκτική θέση και με ισχυρό πυροβολικό έφερε εις πέρας όλα τα πολεμικά της καθήκοντα. Από τη μία πλευρά, ο διοικητής του φρουρίου, ο στρατηγός Μπρζοζόφσκι, διαμαρτυρόταν συνεχώς για τις απολύτως ανεπαρκείς πολεμικές ικανότητες της εθνοφρουράς και των εφέδρων στρατιωτών που του δόθηκαν. Από την άλλη πλευρά, είχε περίπου μισό χρόνο στη διάθεσή του για να βελτιώσει την εκπαίδευσή τους και να διατηρήσει έτσι τη μαχητική ικανότητα της φρουράς κατά τη διάρκεια της επίθεσης με αέριο στις 6 Αυγούστου 1915[7]. Ωστόσο, μόλις η φρουρά αποσύρθηκε από το φρούριο και έγινε τακτικό σώμα πεδίου, οι διοικητές είδαν όλα τα ίδια πράγματα που παρατηρήθηκαν και σε άλλους σχηματισμούς του στρατού: υποχώρηση μονάδων παρά τις διαταγές των ανωτέρων τους, εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης από μεμονωμένους στρατιώτες με το πρόσχημα της μεταφοράς των τραυματιών, δήθεν απώλειες κ.λπ. Ο πρώην διοικητής ήταν τόσο απογοητευμένος που διέταξε τη δημιουργία «μιας μονάδας ιππικού κατά της υποχώρησης πίσω από τη γραμμή του μετώπου, προκειμένου να παλέψει εναντίον των “εθελοντών νοσοκόμων” και των “περιπλανώμενων”, ο διοικητής της οποίας είχε εντολή να πιάσει όλους τους αυτοαποκαλούμενους νοσοκόμους και οπισθοφύλακες, να τους δώσει 50 χτυπήματα με μαστίγιο στον καθένα επί τόπου και να τους στείλει πίσω στις γραμμές»[8]. Αντίστοιχα, οι διοικητές των συνταγμάτων διατάχθηκαν να έχουν τουλάχιστον έναν λόχο για να «κρατούν την περιοχή της μάχης σε τάξη».
Ωστόσο, το θέμα της λιποταξίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπερβαίνει την κατάσταση του ρωσικού στρατού. Η Ρωσία προσπαθούσε να αναδειχθεί ως «το κέντρο του σλαβικού κόσμου» και έθεσε ως στόχο τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, δήθεν για να «απελευθερώσει τους Σλάβους». Αντίστοιχα, η λιποταξία των αυστροουγγρικών στρατιωτών σλαβικής καταγωγής (και υπήρχε σημαντικός αριθμός τέτοιων περιστατικών) παρουσιάστηκε από την προπαγάνδα ως «ζωντανή απόδειξη» του γιατί η διακηρυγμένη «αποστολή» ήταν δικαιολογημένη. Τα απομνημονεύματα του Αλεξάντρ Τρούσνοβιτς[9], ο οποίος αργότερα θα συμμετείχε στο «λευκό κίνημα» και θα γινόταν ενεργό μέλος της ρωσικής μετανάστευσης, ρίχνουν φως στα κίνητρα όσων αυτομόλησαν σκόπιμα. Αν και οι ρωσικές αρχές ήταν πρόθυμες να ποντάρουν στην απροθυμία ορισμένων ομάδων Αυστροούγγρων υπηκόων να πεθάνουν «για τη δόξα των Αψβούργων», η στρατιωτική ηγεσία ήταν καχύποπτη απέναντι σε τέτοιους λιποτάκτες και δίσταζε να σχηματίσει εθνοτικές μονάδες.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους αντιπολεμικούς ντεφετιστές διανοούμενους, ιδίως στους μπολσεβίκους, για τους οποίους η άρνηση των στρατιωτών να πολεμήσουν σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν ηθικά δικαιολογημένη και έτσι μετατράπηκε σε πράξη αντίστασης στον ιμπεριαλισμό. Αυτή η θέση, ωστόσο, δεν ήταν πάντα γνήσια αντιμιλιταριστική: αργότερα, οι ίδιοι οι Μπολσεβίκοι δεν απέφευγαν την ένοπλη βία, ακόμη και αν αυτή δικαιολογούνταν από μια διαφορετική αιτία. Στις δεκαετίες του 1920 και του 30 δημοσιεύτηκαν ακόμη και τα απομνημονεύματα ορισμένων εθελοντών αιχμαλώτων πολέμου∙ ωστόσο, αυτό το σκέλος της διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης δεν ταίριαζε στην ατζέντα του σοβιετικού πατριωτισμού και τελικά ξεχάστηκε.
Η ιστορία της συμμετοχής της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κρίση του 1917 και, ως εκ τούτου, το φαινόμενο της λιποταξίας αντιμετωπίζεται από τη ρωσική ιστοριογραφία ως δείκτης των αυξανόμενων αρνητικών τάσεων που οδήγησαν στην πτώση του κράτους και όχι ως ανεξάρτητο πρόβλημα. Το ιδιαίτερο ζήτημα των αδελφοποιήσεων των Χριστουγέννων και του Πάσχα (που παρατηρήθηκε στο ρωσικό μέτωπο ήδη από τον Δεκέμβριο του 1914) είναι μια ένδειξη αυτού. Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα περιστατικά αυτά έχουν γίνει σύμβολο της πανευρωπαϊκής ιδέας, στη σύγχρονη Ρωσία εξακολουθούν να έχουν μια καθαρά αρνητική σημασία λόγω της συσχέτισης με τις μαζικές αδελφοποιήσεις του 1917, και επομένως με την κατάρρευση του στρατού και της χώρας συνολικά (στην οποία παρατηρείται μια άκριτη υιοθέτηση των απόψεων των λευκών στρατιωτικών εμιγκρέδων στη σύγχρονη ιστοριογραφία και τη δημόσια σφαίρα της Ρωσίας).
Λιποταξία και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ρωσία ήταν μια πολύ πιο εκσυγχρονισμένη κοινωνία με έναν εξαιρετικά καταπιεστικό κρατικό μηχανισμό. Δεδομένου ότι ο χαρακτήρας του πολέμου ήταν υπαρξιακός, η λιποταξία θεωρούνταν πλέον από τις αρχές ως ακόμη χειρότερο έγκλημα από ό,τι πριν, καθώς και ως άμεση αμφισβήτηση του σοβιετικού πατριωτισμού.
Σύμφωνα με δημοσιευμένες εκθέσεις της NKVD, συνολικά 2,2 εκατομμύρια λιποτάκτες και φυγάδες συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου (ανάμεσά τους 1,46 εκατομμύρια λιποτάκτες), εκ των οποίων 760.000 μόνο το 1941. Ακόμη και το νικηφόρο 1945 ο αριθμός τους ανερχόταν σε περισσότερα από 270.000 άτομα[10]. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (πριν από την επανάσταση του Φεβρουαρίου), περίπου το 5,1% των στρατεύσιμων (800.000 από το συνολικό αριθμό των 15,5 εκατομμυρίων που είχαν επιστρατευτεί) διέφυγε από το στρατό και συνελήφθη, ενώ σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις(!), το συνολικό ποσοστό των «φυγάδων» διαφόρων ειδών έφτανε το 10% των επιστρατευμένων. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο αριθμός των συλληφθέντων λιποτακτών ήταν 4,5% (από τα 32 εκατομμύρια κληρωτών) και 6,8% συμπεριλαμβανομένων των φυγάδων. Λόγω της έλλειψης ειδικών μελετών, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ένας συνολικός αριθμός όλων των «κοπανατζήδων από τη μάχη στο μέτωπο» κατά τη διάρκεια του 1941-1945 κατ’ αναλογία με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο αριθμός των λιποτακτών/φυγάδων είναι συγκρίσιμος με εκείνον που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό αμφισβητεί τη διαίσθηση ότι η σκληρότερη και πιο καταπιεστική σοβιετική κρατική μηχανή θα ήταν πολύ πιο επιτυχής στον έλεγχο του πληθυσμού∙ και ότι ο «σοβιετικός πολίτης» θα ήταν λιγότερο πιθανό να αποφύγει το «ιερό καθήκον» του από ό,τι ένας υπήκοος του Νικολάου Β΄ – παρόλο που ο αμυντικός χαρακτήρας του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ήταν πολύ πιο προφανής στους συγχρόνους από ό,τι ο αμυντικός χαρακτήρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου! Προσαρμόζοντας την κλίμακα της επιστράτευσης, το σοβιετικό σύστημα αντιμετώπισε περίπου την ίδια κλίμακα λιποταξίας, αλλά για διαφορετικούς λόγους (συμπεριλαμβανομένου του αυστηρού ελέγχου των στελεχών εντός του στρατού) και κατάφερε να μην επιτρέψει στην κατάσταση να φτάσει στο σημείο όπου η λιποταξία να επηρεάσει τη στρατηγική κατάσταση του Κόκκινου Στρατού.
Όσον αφορά το πολιτικό περιεχόμενο της λιποταξίας, η κατάσταση ήταν σημαντικά διαφορετική κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτον, η απαίτηση για απεριόριστη αυτοθυσία, η οποία απουσίαζε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις σχετικά με τη δικαιοσύνη της αντίδρασης των αρχών σε συγκεκριμένα γεγονότα λιποταξίας ή σε αυτά που θα μπορούσαν να μοιάζουν με τέτοια. Μπορεί κανείς να θυμηθεί το βιβλίο του Κονσταντίν Σιμόνοφ, Οι ζωντανοί και οι νεκροί: στις αρχές του μυθιστορήματος, ο αναμφισβήτητα πατριώτης πρωταγωνιστής του βρίσκεται σε διαρκή φόβο μήπως θεωρηθεί δειλός για συγκεκριμένες πράξεις στην πρώτη γραμμή του μετώπου (όπως το να περικυκλωθεί ή να συλληφθεί ή να καταστραφεί η κάρτα μέλους του κόμματός του). Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς μια παρόμοια αφήγηση στον ρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεύτερον, εντάθηκε η ιδεολογικά υποκινούμενη λιποταξία (στρατιωτικός δωσιλογισμός), η οποία αντιπροσώπευε τόσο την αποστασία μεμονωμένων μονάδων προς την πλευρά του εχθρού όσο και τη φυγή μεμονωμένων στρατιωτών (μέχρι το 1943-1944). Παρόλο που ο πόλεμος ήταν ξεκάθαρα ένας πόλεμος εξόντωσης και παρά τα προφανή μαζικά εγκλήματα των Ναζί στα κατεχόμενα εδάφη (που δεν ήταν μυστικό στην άλλη πλευρά της πρώτης γραμμής), αρκετοί Σοβιετικοί πολίτες θεωρούσαν τον Χίτλερ «το μικρότερο κακό» σε σύγκριση με την εξουσία του Στάλιν, καθιστώντας τον δωσιλογισμό τους «ιδεολογικά δικαιολογημένο».
Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος έγινε ένας από τους «θεμελιώδεις μύθους» του σοβιετικού και τελικά του ρωσικού (πουτινικού) πολιτικού έθνους. Στην τελευταία περίπτωση, αυτό οδήγησε στο να γίνουν απολύτως μοναδικά ιστορικά γεγονότα πηγή κανονιστικών ιστορικών απόψεων και προσπαθειών επέκτασης των κανόνων που είναι κατάλληλοι για μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ώστε να ισχύουν και σε «ειρηνική περίοδο». Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε μια υποβόσκουσα αξίωση της απόλυτης υποταγής του πληθυσμού σε οποιεσδήποτε απαιτήσεις και ενέργειες των αρχών κατά τη διάρκεια μιας εξωτερικής σύγκρουσης (εφόσον μπορεί να χαρακτηριστεί σκόπιμα ως «αποφασιστική»), και, ως εκ τούτου, σε μια πλήρη απόρριψη οτιδήποτε μοιάζει έστω και με «δωσιλογισμό», «προδοσία» και «λιποταξία», ακόμη και αν δεν είναι ουσιαστικά αυτό. Για παράδειγμα, οι ρωσικές αρχές έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν με τέτοιους όρους τη συμμετοχή των πολιτών σε διεθνείς ανθρωπιστικές δραστηριότητες ή την προώθηση φιλελεύθερων πολιτικών απόψεων. Η αυξανόμενη έμφαση στις εικόνες των ναζιστικών εγκλημάτων στη δεκαετία του 2010 απλώς ενίσχυσε αυτή τη συμβολική κατασκευή, αν και οδήγησε επίσης στην άνοδο αντίθετων απόψεων, όπου το θέμα των ναζιστικών εγκλημάτων εννοιολογείται από μια διαφορετική οπτική γωνία, αυτή της ατομικής ενοχής και ευθύνης για τις πράξεις του ατόμου υπό τις συνθήκες υποταγής σε ένα καταπιεστικό πολιτικό καθεστώς.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (από το 2022)
Από την αρχή, η επίθεση κατά της Ουκρανίας πλαισιώθηκε ρητορικά με όρους ιστορικής συνέχειας με τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Εδώ μας ενδιαφέρει, πάνω απ’ όλα, η επανεμφάνιση άλλων κανονιστικών εννοιών που διευκολύνουν τους Ρώσους πολίτες να αποδεχτούν αυτό που συμβαίνει ως αναπόφευκτο. Αυτές περιλαμβάνουν το «καθήκον» κάθε ανθρώπου να συσπειρωθεί γύρω από την κυβέρνηση σε μια παγκόσμια σύγκρουση, την απόρριψη κάθε διχαστικής ενέργειας ή οτιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως κριτική των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της «κριτικής με πράξεις». Τρεις έννοιες –«προδοσία», «συνεργασία» και «λιποταξία»– έχουν καταλήξει να χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τέτοιες καταστάσεις.
Υπάρχουν δύο σημαντικές πτυχές που χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η ίδια η έννοια της λιποταξίας στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Ουκρανίας. Πρώτον, έχει υποστεί σημασιολογική επέκταση για να συμπεριλάβει ενέργειες πολιτικών αντιπάλων του πολέμου (δηλαδή η πολιτική ζωή έχει διακριτικά στρατιωτικοποιηθεί). Δεύτερον, η λιποταξία από τον ουκρανικό στρατό έχει γίνει αντικείμενο στενής προσοχής από τα μέσα ενημέρωσης με στόχο να καταδειχθεί η «αδυναμία του εχθρού». Ταυτόχρονα, ο «εσωτερικός λιποτάκτης» στερείται τη δυνατότητα δράσης και το δικαίωμα ηθικής στάσης, δηλαδή να αρνηθεί να συμμετάσχει σε έναν άδικο πόλεμο (γεγονός που εγείρει το ερώτημα αν το κράτος έχει πράγματι το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα στρατεύματα κατά βούληση και με όποιον τρόπο θέλει). Οι αντίπαλοι του πολέμου που εγκατέλειψαν τη χώρα αποκαλούνται επίσης μερικές φορές λιποτάκτες: το υπονοούμενο είναι ότι εκείνοι που αρνήθηκαν να φύγουν (δηλαδή εκείνοι που «δεν λιποτάκτησαν»), με την αδράνειά τους, υποτίθεται ότι έχουν ήδη διαπράξει μια έντιμη πράξη.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη «λιποτάκτης» για προπαγανδιστικούς σκοπούς μπορεί να εντοπιστεί στις αναφορές των «βόγενκορ» ή «πολεμικών ανταποκριτών» στο Telegram: δημοσιογράφοι που βρίσκονται στη ζώνη πολέμου και διαχειρίζονται τα δικά τους κανάλια στην εφαρμογή, όπου ο αριθμός των συνδρομητών ξεπερνά μερικές φορές το ένα εκατομμύριο. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, έχουν αποκτήσει αρκετά σοβαρή επιρροή, αποτελώντας μηχανισμό συμβολικής εδραίωσης των πιο ενεργών υποστηρικτών της ατζέντας Ζ.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την έναρξη της πλήρους εισβολής στην Ουκρανία, τα κανάλια των πολεμικών ανταποκριτών ήταν γεμάτα από εκκλήσεις προς τον ουκρανικό στρατό να παραδοθεί και προς τον πληθυσμό να μην αντισταθεί. Είναι απίθανο εκείνες τις εβδομάδες του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου του 2022, οι Ουκρανοί να διάβαζαν μαζικά τους Ρώσους προπαγανδιστές, οπότε το πιθανότερο ήταν ότι οι ενεργοί υποστηρικτές της επίθεσης ήταν βυθισμένοι στην ηχηρή ατμόσφαιρα για μια γρήγορη, αλλά που ποτέ δεν επιτεύχθηκε, νίκη. Ήδη από τις 15 Φεβρουαρίου, δηλαδή 9 ημέρες πριν από την εισβολή, ένα από τα βασικά στρατιωτικά ειδησεογραφικά κανάλια το «WarGonzo» δημοσίευσε την ακόλουθη δήλωση του διοικητή του τάγματος «Σπάρτα» Βολοντίμιρ Ζόγκα: «Πρώτα απ’ όλα, ασχοληθείτε με τους λιποτάκτες σας και την εκτεταμένη φυγή, ασχοληθείτε με τους τοξικομανείς που υπόκεινται σε κρίσεις πανικού και μετά, αν έχει μείνει κάποιος στις τάξεις σας, θα δούμε αν μπορείτε να χειριστείτε τους αυτονομιστές του Ντονμπάς»[11].
Τέτοιες εκκλήσεις γίνονταν όλο και πιο σπάνιες με την πάροδο του χρόνου, αν και υπήρχαν κάποιες συζητήσεις σχετικά με την προοπτική να αλλάξουν στρατόπεδο οι Ουκρανοί στρατηγοί. Τον Ιούλιο του 2022, ο βόγενκορ Ρομάν Σαπόνκοφ πρόβαλε ένα ρεαλιστικό επιχείρημα: οι λιποτάκτες από την ουκρανική πλευρά δεν είναι ιδεολογικοί λιποτάκτες, αλλά «άνθρωποι που τέθηκαν κάτω από το όπλο παρά τη θέλησή τους και τους έστειλαν “εκεί πέρα σε εκείνο το δάσος για να αντέξουν μέχρι να έρθουν τα τανκς”»[12]. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μετριάσουμε τον υπερπατριωτισμό μας και να χαρούμε που «οι υποδομές κοινωνικής ασφάλισης δεν θα επιβαρυνθούν από εξαρτώμενους χωρίς χέρια/πόδια ή παιδιά χωρίς οικογενειάρχη». Στη συνέχεια, ο Σαπόνκοφ έσπευσε να δώσει συμβουλές για τον καλύτερο τρόπο μετάβασης στη ρωσική πλευρά (αγοράστε πολιτικά ρούχα, χρησιμοποιήστε τοπικές υπηρεσίες ταξί κ.λπ.). Κατά καιρούς, ορισμένα κανάλια του Telegram δημοσίευσαν βίντεο[13] με ανακρίσεις Ουκρανών λιποτακτών (από Ρώσους ή τους ίδιους τους Ουκρανούς), τα οποία εξυπηρετούν έναν και μόνο σκοπό: να αποδείξουν την υποτιθέμενη «αποσύνθεση του ουκρανικού στρατού»[14].
Συνήθως είναι Ουκρανοί και, σε σπανιότερες περιπτώσεις, μετανάστες και διασημότητες με αντιπολεμική θέση που χαρακτηρίζονται ως λιποτάκτες από τους βόγενκορ στο Telegram και τους υπαλλήλους των κρατικών και κρατικά επηρεαζόμενων μέσων ενημέρωσης. Ο ανταποκριτής της Komsomolskaya Pravda Ντμίτρι Στέσιν, ο οποίος διευθύνει το κανάλι Russian Tarantas, χρησιμοποίησε[15] αρχικά τη λέξη «λιποταξία» για να επικρίνει την τραγουδίστρια Άλλα Πουγκάτσεβα, η οποία μετανάστευσε, και στη συνέχεια για να χαρακτηρίσει όσους εγκατέλειψαν τη Ρωσία αμέσως μετά την ανακοίνωση της στρατιωτικής επιστράτευσης. Με τη σειρά του, ο δημοσιογράφος Αλεξάντρ Σλάντκοφ[16] (1 εκατομμύριο συνδρομητές) χαρακτήρισε την αντιπολεμική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, απλά ως προδότες. Ο Αλεξάντρ Ρουντένκο (293.000 συνδρομητές), ο Εβγκένι Ποντούμπνι (879.000 συνδρομητές) και ο Αλεξάντρ Κοτς (663.000 συνδρομητές) προτιμούν[17] επίσης τον όρο «προδότης» ως όρο της επιλογής τους, ενώ μόνο οι Ουκρανοί αποκαλούνται «λιποτάκτες». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απλοί προπαγανδιστές που βρίσκονται στα μετόπισθεν είναι πολύ πιο πρόθυμοι να εφαρμόσουν την έννοια της λιποταξίας για το νεότερο κύμα μετανάστευσης από εκείνους που βρίσκονται στην εμπόλεμη ζώνη. Αυτό πιθανώς οφείλεται στην πολύ πιο πολιτικοποιημένη και χαλαρή γλώσσα εκείνων που απλώς εξυπηρετούν τις ροές πληροφοριών της εξουσίας.
Τα ιστολόγια των «βόγενκορ του Ντόνετσκ» αποκαλύπτουν μια πολύ πιο διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα, η λέξη «λιποτάκτης» δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τον Αλεξάντρ Χοντακόφσκι, υπαρχηγό της ρωσικής Εθνικής Φρουράς για τη «Δημοκρατία του Ντονέτσκ», ο οποίος μερικές φορές αποκαλείται «φιλόσοφος του πολέμου» στα φιλικά κανάλια Telegram. Στις 22 Φεβρουαρίου 2022, προέτρεψε να μην χαρακτηριστούν προδότες όσοι άνδρες των αυτοανακηρυγμένων δημοκρατιών απέφυγαν την επιστράτευση. Γι’ αυτόν, πρόκειται για ανθρώπους που στερούνται πατριωτικού αισθήματος – και γιατί να έχουν τέτοιο αίσθημα, αναρωτιέται ο συγγραφέας[18], μετά από χρόνια «διαίρεσης σε σφαίρες επιρροής και εκτόπισης των ηγετών και των ακτιβιστών του 2014 από τα κλιμάκια της εξουσίας»; Αντίθετα, άλλοι βόγενκορ του Ντόνετσκ ανησυχούν περισσότερο για το χαμηλό ηθικό του ρωσικού στρατού. Για παράδειγμα, ο Βλάντλεν Τατάρσκι τον Μάιο του 2022 επέκρινε[19] την απόφαση ενός δικαστηρίου του Νάλτσικ να αποφυλακίσει 120 μέλη της Εθνοφρουράς που αρνήθηκαν να σταλούν στο μέτωπο, επειδή τη θεώρησε πολύ επιεική απέναντι στους «λιποτάκτες». Τον Αύγουστο του 2022, ο 1ος αναπληρωτής υπουργός Πληροφοριών της «Δημοκρατίας του Ντόνετσκ», Ντανιίλ Μπεζσόνοφ (381.000 συνδρομητές), έγραψε για τα ανεπαρκή κίνητρα των Ρώσων στρατιωτών, τα οποία συνέδεσε με το πρόβλημα της λιποταξίας[20].
Ειδικότερα, τα κανάλια με άμεσους δεσμούς με την ομάδα Βάγκνερ (όπως το «GreyZone» ή το «Codename Bruce») δεν χρησιμοποιούν σχεδόν ποτέ τη λέξη «λιποταξία», αν και το πρώτο απέκτησε ιδιαίτερη φήμη μετά τη δημοσίευση του βίντεο του λιποτάκτη Γιεβγκένι Νούζιν που εκτελέστηκε με βαριοπούλα. Η ιστορία είχε ευρεία κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης και οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε αύξηση της δημοτικότητας του συγκεκριμένου καναλιού (552.000 συνδρομητές). Στα μέσα Φεβρουαρίου του 2023, το θέμα επανήλθε, όταν το κανάλι υπαινίχθηκε αρχικά την εκτέλεση ενός άλλου λιποτάκτη, αλλά, μετά από αντιδράσεις, υποστήριξε ότι ο άνδρας αυτός είχε λάβει την ευκαιρία να εξιλεωθεί. Η εκμετάλλευση του θέματος της λιποταξίας αποσκοπούσε στο να καταδείξει ότι η στάση της Βάγκνερ απέναντι στα μέλη της ήταν «πιο σκληρή και πιο δίκαιη» από ό,τι στον τακτικό στρατό. Για την Βάγκνερ, αυτός ήταν ένας τρόπος να αντιπαρατεθεί με το Υπουργείο Άμυνας και να απαντήσει στις κατηγορίες για έλλειψη στρατιωτικής ηθικής και για οδήγηση πρώην φυλακισμένων στη σφαγή.
Ο ανταποκριτής Γιεβγκένι Τοπάζοφ (100.000 συνδρομητές), ο οποίος έχει δεσμούς με τη νεοφασιστική σλαβική-παγανιστική μισθοφορική «DSHRG Rusich [Ομάδα Αναγνώρισης Επιθέσεων Σαμποτάζ]», δεν συμπαθεί ούτε τη λέξη «λιποτάκτης». Ο όρος εμφανίστηκε μόνο μία φορά στο κανάλι του στο Telegram το φθινόπωρο του 2022, όταν, στον απόηχο της χαοτικής επιστράτευσης, εξέφρασε την αγανάκτησή του για το γεγονός ότι οι κληρωτοί υπέφεραν περισσότερο από ό,τι οι υπεύθυνοι αξιωματικοί και οι συμβασιούχοι στρατιώτες που λιποτάκτησαν. Ένα μήνα πριν από αυτό, το ίδιο κανάλι Rusich δημοσίευσε μια σκληρή κριτική στον στρατηγό Λάπιν, ο οποίος σημάδευε με το πιστόλι τους στρατεύσιμους που ρίχνονταν στη μάχη χωρίς εκπαίδευση ή εξοπλισμό και γι’ αυτό υποχωρούσαν. Της ίδιας της ιστορίας προηγήθηκε ένα ξεκάθαρο σχόλιο: «Αυτοί οι στρατηγοί θέλουν πολλά από τους στρατεύσιμους, αλλά συχνά κάνουν ελάχιστα για να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες. Και παρεμπιπτόντως, κανείς δεν έχει φυλακιστεί για αποτυχίες στην ΕΔΕ [Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση] (και θα έπρεπε να φυλακιστεί)!»[21].
Η κοινότητα του Ζ δεν θέλει να μιλάει για λιποτάκτες. Για ορισμένους, το θέμα αυτό αποτελεί μια «άβολη αλήθεια» για τον πόλεμο, ενώ για άλλους είναι ένα από τα λίγα πλαίσια στα οποία μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική –όχι πολύ δυνατά– στην κατάσταση του ρωσικού στρατού. Ένας από τους λίγους ανθρώπους που επιχείρησε να μιλήσει για το θέμα με πιο λεπτομερή τρόπο ήταν ο Σεμιόν Πέγκοφ, ο οποίος την 1η Απριλίου 2023 δημοσίευσε μια μακροσκελή ανάρτηση για τους λιποτάκτες στο μεγάλο κανάλι «Wargonzo»[22]. Η λιποταξία χαρακτηρίστηκε δηλητήριο χειρότερο από την προδοσία: σύμφωνα με τον μπλόγκερ, η προδοσία είναι στάση και επιλογή, ενώ η λιποταξία είναι αυτοεξαπάτηση βασισμένη σε έναν δήθεν βάσιμο λόγο: «Ο λιποτάκτης στην πραγματικότητα μετατρέπεται βήμα προς βήμα σε σκλάβο των περιστάσεων, η δίνη της μοίρας τον ρουφάει αμετάκλητα μακριά, αφήνοντας μόνο ριπές ανούσιου κενού που λιώνουν στον ανοιξιάτικο ήλιο. Το σκέφτηκα και ανατριχίλα διαπέρασε την ψυχή μου. Ίσως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από το να χαθείς από ψευδαισθήσεις. Φτωχοί λιποτάκτες.…»
Από την άλλη πλευρά, η αντίρρηση συνείδησης για τη συμμετοχή στην επίθεση έχει γίνει πολιτικό καθήκον για τους αντιπάλους του πολέμου, και αυτό με τη σειρά του υπονομεύει ένα από τα συμβολικά θεμέλια του σύγχρονου ρωσικού καθεστώτος: την αδιαμφισβήτητη πολιτική πίστη. Σχεδόν όλη η αντιπολεμική ρητορική διαπνέεται από αυτή την πεποίθηση, αλλά η βασική δυσκολία είναι να κατανοήσουμε πρακτικά τι μπορεί να σημαίνει η «μη συνεργασία» με το καθεστώς για ένα άτομο που ζει στη Ρωσία.
Θα χρειαστεί χρόνος και σοβαρή προσπάθεια για να γίνει αντιληπτή μια απλή ιδέα στον ρωσικό πολιτιστικό χώρο: η άρνηση υποστήριξης των άδικων ενεργειών της κυβέρνησής μας αποτελεί βασική πολιτική αρετή. Όπως φαίνεται από τη σύντομη ιστορική μας επισκόπηση, η λιποταξία δεν οφείλεται στη δειλία μεμονωμένων στρατιωτών: αυξάνεται όταν οι πολίτες δεν συμμερίζονται τους πολιτικούς στόχους του πολέμου και γίνεται μια μορφή «παθητικής αντίστασης». Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει ηθική δικαιολογία για τη λιποταξία (π.χ. κατά τη διάρκεια μιας αλλαγής πολιτικού καθεστώτος), αλλά αυτό μπορεί να μην διαρκέσει πολύ, καθώς κάθε ελίτ χρειάζεται έναν πιστό στρατό. Για τους περισσότερους ιστορικούς, η λιποταξία θεωρείται «ζήτημα στρατού» ή «ζήτημα πειθαρχίας» εκτός του ευρύτερου πλαισίου του δικαιώματος και της ικανότητας του κράτους να στέλνει τους πολίτες του στη μάχη, καθώς και των αντιδράσεων των πολιτών. Αυτό δείχνει, τουλάχιστον, ότι ορισμένοι ερευνητές, βυθιζόμενοι στα έγγραφα που παρήγαγε η στρατιωτική γραφειοκρατία, είναι πολύ έτοιμοι, ήπια μιλώντας, να αποδεχτούν την οπτική της.
Περιγράφοντας πιθανά κανονιστικά οράματα για το μέλλον, θα ήθελα να τονίσω ότι η ίδια η αρχή της αυστηρής υποταγής των στρατιωτών στις διαταγές τους δύσκολα έχει νόημα να αμφισβητηθεί σήμερα. Όταν σε μια ομάδα ανθρώπων δίνονται όπλα, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα ηθικών περιορισμών, όπως η «μη ανάμειξη του στρατού στην πολιτική» και η «άνευ όρων υπακοή στις διαταγές», που αποτρέπουν πιθανά στρατιωτικά πραξικοπήματα. Ωστόσο, πρέπει να αντισταθούμε σε κάθε προσπάθεια ευρείας ερμηνείας αυτών των αρχών σε σχέση με το σύνολο της πολιτικής κοινότητας. Όσον αφορά τον στρατό, δύο άλλες μακροχρόνιες αρχές παραμένουν σημαντικές: «δεν υπάρχει στρατιωτική δόξα σε έναν εγκληματικό πόλεμο» και «η υπακοή σε εγκληματικές διαταγές είναι επίσης εγκληματική» (η τελευταία επιβεβαιώθηκε κυρίως στις δίκες της Νυρεμβέργης, τις οποίες τόσο «αγαπούν» οι ρωσικές αρχές). Η λατρεία του στρατού, η οποία βασίζεται στην εξύμνηση της ανεπιφύλακτης υπακοής στις διαταγές, πρέπει να επανεξεταστεί στο μέλλον, καθιστώντας απαράδεκτη για τους πολιτικούς τη χρήση του μαζικού στρατού για οποιονδήποτε σκοπό (εκτός από την άμυνα). Εξίσου, ένα άλλο σημείο συζήτησης της προπαγάνδας χρήζει λεπτομερέστερης εξέτασης: η ηθική δικαίωση του κράτους να απαιτεί αυτοθυσία από τους πολίτες του προκειμένου να υπερασπιστεί ή να προωθήσει τα «εθνικά συμφέροντα».
Υπό αυτή την έννοια, μια ευρεία και πολύπλευρη συζήτηση για την λιποταξία μπορεί να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση του τρόπου με τον οποίο οι στρατιώτες αντιδρούν στις διαταγές να σκοτώσουν και να πεθάνουν σε περιβάλλοντα όπου είτε δεν υπάρχει συμφωνία για τους στόχους του πολέμου είτε το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται δίκαιο για όλους. Το ζήτημα της λιποταξίας είναι σημαντικό επειδή παρέχει ένα παράθυρο στο «μαύρο πηγάδι της εξουσίας» κάθε κράτους, αναδεικνύοντας τα όρια του δικαιώματός του να χρησιμοποιεί τις ζωές των πολιτών όπως το ίδιο κρίνει σκόπιμο.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Konstantin Pakhalyuk, “Russia: Desertion and political protest”, Posle, 22 Ιουλίου 2023, https://posle.media/language/en/desertion-and-political-protest/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article67284.
Константин Пахалюк, «Дезертирство и политический протест», после, 22 Ιουλίου 2023, https://posle.media/dezertirstvo-i-politicheskij-protest/.
Σημειώσεις
[1] “Just war theory”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Just_war_theory.
[2] «Справедливая война», Википедия, https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%BF%D1%80%D0%B0%D0%B2%D0%B5%D0%B4%D0%BB%D0%B8%D0%B2%D0%B0%D1%8F_%D0%B2%D0%BE%D0%B9%D0%BD%D0%B0.
[3] [Σ.τ.Μ.:] “Industrial warfare”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Industrial_warfare.
[4] Александр Борисович Асташовым, Русский фронт в 1914 - начале 1917 года: военный опыт и современность, Μόσχα 2014, διαθέσιμο στο: Восточная Пруссия в литературе, https://prussia.online/books/russkiy-front-v-1914-nachale-1917-goda. Бахурин Ю. А., Фронт и тыл Великой войны, Издательство «Пятый Рим» (ООО «Бестселлер»), Μόσχα 2019. Διαθέσιμο στο: Academia.edu, https://www.academia.edu/39762574/%D0%91%D0%B0%D1%85%D1%83%D1%80%D0%B8%D0%BD_%D0%AE_%D0%90_%D0%A4%D1%80%D0%BE%D0%BD%D1%82_%D0%B8_%D1%82%D1%8B%D0%BB_%D0%92%D0%B5%D0%BB%D0%B8%D0%BA%D0%BE%D0%B9_%D0%B2%D0%BE%D0%B9%D0%BD%D1%8B_%D0%9C_%D0%98%D0%B7%D0%B4%D0%B0%D1%82%D0%B5%D0%BB%D1%8C%D1%81%D1%82%D0%B2%D0%BE_%D0%9F%D1%8F%D1%82%D1%8B%D0%B9_%D0%A0%D0%B8%D0%BC_%D0%9E%D0%9E%D0%9E_%D0%91%D0%B5%D1%81%D1%82%D1%81%D0%B5%D0%BB%D0%BB%D0%B5%D1%80_2019_1136_%D1%81_%D0%B8%D0%BB.
[5] Александр Борисович Асташовым, «Петроградский гарнизон накануне 1917 года: от повседневности прифронтового города к революции», Вестник ТвГУ. Серия «История», τεύχος 4, 2016, σσ. 17–38, διαθέσιμο στο https://elibrary.ru/item.asp?id=29671606.
[6] Верховский А.И., На трудном перевале, 1959. Διαθέσιμο στο: Военная литература (Милитера), http://militera.lib.ru/memo/russian/verhovsky_ai/index.html. Κεφάλαιο 3: «Разгром в Галиции. 1915 год», http://militera.lib.ru/memo/russian/verhovsky_ai/03.html.
[7] Петр Журавлев, «“Атака мертвецов”. История одного подвига», Международная жизнь, 10 Αυγούστου 2022, https://interaffairs.ru/news/show/36497.
[8] Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Στρατιωτικής Ιστορίας [Российский государственный военно-исторический архив]. Φ. 2266. Έγγρ. 1. D. 138. S. 12. Ρωσικό Κρατικό Στρατιωτικό Ιστορικό Αρχείο (ΡΣΙΑ) [Российский государственный военно-исторический архив (РГВИА).].
[9] Трушнович Александр Рудольфович, Воспоминания корниловца (1914-1934), Посев, Μόσχα-Φρανκφούρτη 2004. Διαθέσιμο στο: Военная литература (Милитера), http://militera.lib.ru/memo/russian/trushnovich_ar/index.html.
[10] Νέφσκι Σ. Δραστηριότητα των υπηρεσιών και των δυνάμεων της NKVD για την καταπολέμηση της λιποταξίας και της αποφυγής της στρατιωτικής θητείας στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου (1941-1945) [Невский С. А. Деятельность органов и войск НКВД СССР по борьбе с дезертирством и уклонением от военной службы в годы Великой Отечественной войны (1941–1945 гг.)] // Δελτίο του Πανρωσικού Ινστιτούτου Επιμόρφωσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας [Вестник всероссийского института повышения квалификации сотрудников внутренних дел Российской Федерации]. 2021. № 3. Σελ. 137-145.
[11] WarGonzo, «Комбат “Спарты” предложил навести порядок на Украине», Telegram, 15 Φεβρουαρίου 2022, https://t.me/wargonzo/5802.
[12] Роман Сапоньков, «Меня часто спрашивают,...», Telegram, 15 Ιουλίου 2022, https://t.me/Rsaponkov/3307.
[13] Русский тарантасъ, Telegram, 26 Μαΐου 2022, https://t.me/DmitriySteshin/4953. Репортёр Руденк, Telegram, 13 Δεκεμβρίου 2022, https://t.me/RtrDonetsk/13087.
[14] Русский тарантасъ, «Совершенно адовые...», Telegram, 1 Μαΐου 2023, https://t.me/DmitriySteshin/7637.
[15] Русский тарантасъ, «Поговорил с депутатом Госдумы», Telegram, 27 Σεπτεμβρίου 2022, https://t.me/DmitriySteshin/6000.
[16] Сладков +, «ПЛЕВАТЬ НА ЭЛИТЫ...», Telegram, 24 Απριλίου 2023, https://t.me/Sladkov_plus/7561.
[17] Репортёр Руденко, Telegram, 4 Ιουνίου 2023, https://t.me/RtrDonetsk/17977.
[18] Александр Ходаковский, «На “Звезде” Надана Фридрихсон задала...», Telegram, 22 Φεβρουαρίου 2022, https://t.me/aleksandr_skif/1890.
[19] Владлен Татарский, «Юристы пишут в...», Telegram, 27 Μαΐου 2022, https://t.me/vladlentatarsky/13894.
[20] Неофициальный Безсонов, «За что воюет российский солдат?», Telegram, 22 Αυγούστου 2022, https://t.me/NeoficialniyBeZsonoV/16823.
[21] ДШРГ Русич, «Не удивимся если это правда», Telegram, 26 Οκτωβρίου 2022, https://t.me/dshrg2/261.
[22] WarGonzo, Telegram, 1 Απριλίου 2023, https://t.me/wargonzo/11706.