Wen Liu
Brian Hioe
Από την Ταϊβάν στην Ουκρανία
Γεωπολιτική αναπροσαρμογή και αντιαποικιακή αλληλεγγύη σε καιρό πολέμου
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr
Πόλεμος: Μια οικεία αποικιακή αφήγηση
Ενώ η Ουκρανία και η γεωπολιτική της Ανατολικής Ευρώπης ήταν μακριά από τη συνείδηση των Ταϊβανέζων πριν από τη ρωσική εισβολή, ο πόλεμος έχει έκτοτε ενεργοποιήσει μια ζωντανή συζήτηση σχετικά με τους αυτοκρατορικούς ανταγωνισμούς μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας και την ετοιμότητα για πόλεμο στην Ταϊβάν. Αμέσως μετά τις επιθέσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η Ταϊβάν ήταν trending στο Twitter, καθώς όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στο πώς θα αντιδρούσαν η Κίνα και οι ΗΠΑ στη γεωπολιτική σύγκρουση για την Ουκρανία. Τα ερωτήματα ήταν αν η Κίνα θα ευθυγραμμιζόταν με τη Ρωσία ενάντια σε όλες τις δυτικές επικρίσεις και πώς οι ΗΠΑ θα προσάρμοζαν τις στρατιωτικές και διπλωματικές στρατηγικές τους στην Ασία και τον Ειρηνικό καθώς η σύγκρουση εξελισσόταν στην Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια, ο πόλεμος μοιάζει στενά συνδεδεμένος με την τύχη της Ταϊβάν, παρά τις διαφορετικές ιστορίες της Ταϊβάν και της Ουκρανίας και τις διαφορετικές γεωπολιτικές δυναμικές γύρω τους. Το σύνθημα «Ουκρανία σήμερα, Ταϊβάν αύριο» έχει υιοθετηθεί τόσο από το στρατόπεδο υπέρ της ενοποίησης όσο και από το στρατόπεδο υπέρ της ανεξαρτησίας για να εκφράσει τον επείγοντα χαρακτήρα του πολέμου. Είναι παρμένο από ένα προηγούμενο σύνθημα, «Χονγκ Κονγκ σήμερα, Ταϊβάν αύριο».
Η αιτιολόγηση του Πούτιν για τον πόλεμό του στην Ουκρανία είναι ανατριχιαστικά οικεία για τους Ταϊβανέζους. Νομιμοποίησε την «ειδική στρατιωτική επιχείρησή» του με σοβινιστική ιδεολογία που απορρίπτει θεμελιωδώς την ουκρανική κυριαρχία και υποκειμενικότητα, θεωρώντας την κατώτερη από μια κανονιστική ρωσική ταυτότητα. Η εισβολή δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα στρατιωτικά ή οικονομικά. Η μόνη δικαιολογία προέρχεται από την ιμπεριαλιστική νοσταλγική αφήγηση και την αποικιοκρατική αλαζονεία του Πούτιν. Με τον ίδιο τρόπο, το Πεκίνο έχει προβάλλει τα επιχειρήματα για το σχέδιο προσάρτησης της Ταϊβάν υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι των δύο χωρών έχουν παρόμοιες γλωσσικές και πολιτιστικές ρίζες. Η εθνοτική και πολιτιστική κυριαρχία του σοβινισμού των Χαν μοιάζει έντονα με την εθνομηδενιστική αφήγηση του Πούτιν- όπως η Ουκρανία, η Ταϊβάν πρέπει να καταληφθεί και να επιστραφεί στην κινεζική μητέρα πατρίδα για να ολοκληρωθεί η «εδαφική ακεραιότητα» της Κίνας.
Η διεθνής αφήγηση για την Ουκρανία, η οποία την αντιμετωπίζει κυρίως ως πιόνι μεταξύ δύο παγκόσμιων υπερδυνάμεων χωρίς εθνική ιστορία, πολιτισμό και αγώνες, είναι επίσης παρόμοια με αυτήν για την Ταϊβάν. Η ιδιαιτερότητά της παρακάμπτεται μέσα σε μια δεδομένη ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Φυσικά, ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός είναι κρίσιμος για την κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν και οι δύο χώρες, αλλά μια αυστηρή γεωπολιτική ρεαλιστική αντίληψη αγνοεί τα εθνικά συμφέροντα και τη δράση και των δύο. Μια τέτοια αναγωγική ανάλυση έχει πολιτικές συνέπειες∙ καθοδηγεί τις πολιτικές των υπερδυνάμεων με τρόπους που συχνά αναγκάζουν τα περιθωριοποιημένα και λιγότερο ισχυρά κράτη να κάνουν παραχωρήσεις στον τάδε ή τον δείνα ιμπεριαλιστή ή να συμφωνήσουν σε κάποια διευθέτηση που διαπραγματεύονται μεταξύ τους. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα μαθήματα που παρέχει η Ουκρανία για την Ταϊβάν δεν αφορούν μόνο τη στρατιωτική προετοιμασία ή τη στρατηγική ασφαλείας, αλλά και τα προβλήματα της αποικιοκρατίας στη γεωπολιτική και την πολιτική θεωρία.
Ρωσική προπαγάνδα με κινεζικά χαρακτηριστικά
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα μέρος της δυτικής αριστεράς αναπαράγει αυτόν τον αποικιοκρατισμό. Έτσι, για πολλούς, η αρχική αντίδραση στην εισβολή της Ρωσίας ήταν να μετατοπιστεί το επίκεντρο από αυτήν και από την αντίσταση της Ουκρανίας πίσω στην ίδια τη Δύση. Επικεντρώθηκαν στην «επέκταση του ΝΑΤΟ» ως μια κατανοητή και νόμιμη ανησυχία για την ασφάλεια με τρόπο που φαινόταν να δικαιολογεί την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, επαναλαμβάνοντας παραδόξως την επίσημη θέση της κυβέρνησης του Πούτιν για τον πόλεμο. Οι ακτιβιστές της Ανατολικής Ευρώπης άσκησαν κριτική σε αυτή τη μονόπλευρη ερμηνεία ως «αμερικανοκεντρική εξήγηση»1 και ανάγκασαν τη δυτική αριστερά να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανάλυσης του μη δυτικού ιμπεριαλισμού, και συγκεκριμένα του ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Η Κίνα βρέθηκε αρχικά σε δύσκολη θέση από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από τη μία πλευρά, η Κίνα επιθυμεί γεωπολιτική σταθερότητα και πρόσβαση στις δυτικές αγορές, αλλά από την άλλη, θέλει να διατηρήσει τη συμμαχία της με τη Ρωσία, μοιράζεται τη φιλοδοξία της να αλλάξει την ισορροπία των γεωπολιτικών δυνάμεων στον κόσμο και έχει κοινό στόχο την επιβολή της κυριαρχίας της σε χώρες που θεωρεί μέρος του εθνικού της κράτους ή της αυτοκρατορίας της. Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι η Ουκρανία δεν είναι νόμιμο, ανεξάρτητο εθνικό κράτος, κάτι που παραλληλίζεται με τους ισχυρισμούς της Κίνας ότι η Ταϊβάν δεν είναι χώρα αλλά αναπόσπαστο τμήμα του κινεζικού εθνικού κράτους από αρχαιοτάτων χρόνων.
Ανεξάρτητα από τους αρχικούς της δισταγμούς, η Κίνα τελικά κλιμάκωσε την υποστήριξή της στη ρωσική αφήγηση, ιδίως στο εσωτερικό της χώρας, όπου τα λεγόμενα του Πούτιν επαναλήφθηκαν κατά λέξη. Έτσι, η Κίνα δικαιολογεί την εισβολή στην Ουκρανία ως δικαιολογημένη απάντηση στη δυτική επιθετικότητα και προβάλλει την παρουσία ακροδεξιών ομάδων όπως το Τάγμα Αζόφ στην Ουκρανία. Οι όποιες αρχικές εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας καλύφθηκαν γρήγορα. Ενώ αυτός ο φιλορωσικός λόγος κυκλοφορεί μόνο σε περιθωριακούς και σεχταριστικούς κύκλους των μέσων ενημέρωσης της αγγλόφωνης αριστεράς, έχει καταλάβει σημαντικό χώρο στα κυκλώματα των μανδαρινικών μέσων ενημέρωσης2, ιδίως στα κινεζικά κρατικά μέσα που χρηματοδοτούνται από το κράτος.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι οι απολογητές της κινεζικής αυτοκρατορίας στον σινόφωνο διάλογο έχουν μερικές φορές πάρει τα στοιχεία τους από δυτικούς αριστερούς που προσπαθούσαν να επαναπροσανατολίσουν την ευθύνη αποκλειστικά στη Δύση, συχνά επικαλούμενοι επιχειρήματα που αντλήθηκαν από δυτικούς αριστερούς απολογητές της Ρωσίας. Αυτοί οι απολογητές και οι δυτικοί αριστεροί συνεργάτες τους ενοχοποιούν τη Δύση ως τον μοναδικό παράγοντα που πρέπει να επικριθεί και τις ενέργειες της Ρωσίας ως νόμιμη απάντηση στην επιθετικότητα του ΝΑΤΟ. Είτε το κάνουν από άγνοια είτε από αίσθημα ενοχής για τον δυτικό ιμπεριαλισμό, το αποτέλεσμα είναι να απαλλάσσουν τους μη δυτικούς ιμπεριαλισμούς, στην προκειμένη περίπτωση τη Ρωσία, από την ευθύνη και την ενοχή της για τη φρίκη που προκάλεσε στην Ουκρανία.
Γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε καιρό πολέμου
Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι απογοητευτικός τόσο για την Κίνα όσο και για την Ταϊβάν. Το Πεκίνο πρέπει τώρα να αναγνωρίσει ότι η Δύση –οι ΗΠΑ και η Ευρώπη– είναι πρόθυμη να εφαρμόσει οικονομικές κυρώσεις σε μαζική κλίμακα και να παράσχει στρατιωτική βοήθεια, ακόμη και οι σταθερά αντιπολεμικές χώρες όπως η Γερμανία. Η Ταϊπέι πρέπει να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι ούτε οι κυρώσεις της Δύσης ούτε τα όπλα απέτρεψαν την επιθετικότητα της Ρωσίας. Και οι δύο αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον ανταγωνισμό τους, στην αμυντική πολιτική και στις οικονομικές σχέσεις τους. Για την Ταϊβάν, συγκεκριμένα, η αμυντική της στρατηγική θα είναι να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες και τις προετοιμασίες για να αντισταθεί στην εισβολή, με την ελπίδα να κάνει το Πεκίνο να πιστέψει ότι ένας πόλεμος στα Στενά της Ταϊβάν θα ήταν πολύ δαπανηρός ακόμη και για να τον σκεφτεί.
Ενώ η Κίνα διατήρησε τη συμμαχία της με τη Ρωσία και αναπαρήγαγε τα επιχειρήματα της στο εσωτερικό της χώρας, μέχρι στιγμής έχει υιοθετήσει μια προσεκτική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις. Ίσως έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει την πολυτέλεια να συνταχθεί πλήρως με τη Ρωσία και να διακινδυνεύσει την απομόνωση από τις διεθνείς αγορές, παρασυρόμενη σε μια οικονομική και διπλωματική σύγκρουση με τη Δύση για τον πόλεμο. Η Κίνα έχει υποσχεθεί δημοσίως μόνο ένα σχετικά μικρό ποσό ύψους 1,57 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ3 για ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία. Έχει καταδικάσει τις ΗΠΑ για την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία με όπλα, υποστηρίζοντας ότι αυτά θα οδηγούσαν μόνο σε κλιμάκωση του πολέμου. Αλλά έχει κάνει ελάχιστα για να αντιταχθεί στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Η Κίνα προσεγγίζει δραστήρια τις ευρωπαϊκές χώρες για να εδραιώσει τις σχέσεις της, καθώς δεν χρειάζεται την Ευρώπη μόνο ως αγορά, αλλά και ως πηγή τεχνολογίας και καινοτομίας. Δεν έχει την πολυτέλεια να διαταράξει ο πόλεμος αυτούς τους οικονομικούς δεσμούς. Μέχρι τώρα, η σχέση της Ευρώπης και της Κίνας ήταν μια ευκαιριακή σχέση που επικεντρωνόταν στο εμπόριο και την οικονομία. Το Πεκίνο θέλει να τα διατηρήσει αυτά.
Ωστόσο, η σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κίνας την 1η Απριλίου 2022 μπορεί να ήταν η αρχή μιας αλλαγής στη σχέση τους. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αρνήθηκαν να κάνουν πίσω σε πολυμερείς, συντονισμένες δηλώσεις κατά των κινεζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων4. Παρά τις προσπάθειες της Κίνας να περιορίσει το επίκεντρο της συνάντησης στις εμπορικές και οικονομικές ανησυχίες, οι εκπρόσωποι της ΕΕ επέμειναν να διατυπώνουν αντιρρήσεις για τις πολιτικές της Κίνας στο Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ, το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν.
Ενώ η Κίνα και η Ευρώπη στο σύνολό τους εξακολουθούν να είναι οικονομικά αλληλοεξαρτώμενες, η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει εν μέσω αυτής της σύγκρουσης. Μετά την COVID-19, η Ταϊβάν έχει αναπτύξει στενότερους διπλωματικούς δεσμούς με αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδίως με τη Λιθουανία. Η Κίνα απάντησε με την επιβολή εμπορικού μποϊκοτάζ στη Λιθουανία. Η αποφασιστικότητά της να τιμωρήσει χώρες για τη σύναψη σχέσεων με την Ταϊβάν θα μπορούσε να αρχίσει να θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με άλλα κράτη της ΕΕ και την ΕΕ στο σύνολό της.
Οι πολύπλοκες πολύμορφες σχέσεις μεταξύ της Κίνας, της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Ρωσίας δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη δυαδική γεωπολιτική προοπτική ενός «νέου Ψυχρού Πολέμου» ούτε από οικονομική ούτε από πολιτική άποψη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν διαμεσολαβείται μόνο από τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά εμπλέκονται πολλοί άλλοι παράγοντες. Η Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι αγνοούνταν σε μεγάλο βαθμό μέχρι την τελευταία δεκαετία από τη Δύση λόγω της έλλειψης οικονομικής και πολιτικής ισχύος της, έδειξε πώς η ακλόνητη αντίστασή της είναι ικανή να επανασχεδιάσει τις γεωπολιτικές κατευθύνσεις και να αλλάξει τη δυναμική της παγκόσμιας ιστορίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Σε αντίθεση με τις προβλέψεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων ή των γεωπολιτικών πραγματιστών, η απελευθέρωση της αγοράς και η ολοένα και πιο διασυνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία δεν απέτρεψαν ούτε το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου στην Ευρώπη ούτε μεταμόρφωσαν το αυταρχικό κράτος της Κίνας. Οι πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ παγκόσμιων υπερδυνάμεων τόσο από τη Δύση όσο και από μη-δυτικές χώρες σε συνεχιζόμενες γεωπολιτικές διαμάχες αποτελούν απόδειξη ότι τα ζητήματα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και της αποικιοκρατίας απέχουν πολύ από το να επιλυθούν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Περαιτέρω, ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε την κρίσιμη θέση των πρώην σοβιετικών κρατών, όπως οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες είναι πολύ πιο διεκδικητικές στη στάση τους τόσο απέναντι στη Ρωσία όσο και απέναντι στην Κίνα. Σε σύγκριση με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, ιδίως τη Γερμανία και την Ιταλία, τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή του φυσικού αερίου της Ρωσίας, αυτά τα μετασοβιετικά και μετα-αποικιακά κράτη φαίνεται να είναι πιο πρόθυμα να πάρουν θέση απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα.
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ασία και τις αλυσίδες εφοδιασμού
Με την αιφνίδια και βίαιη εισβολή της, η περιφρόνηση της Ρωσίας για τους διεθνείς νόμους και τους οικονομικούς δεσμούς με την Ευρώπη μπορεί επίσης να αναγκάσει τη Δύση να επανεξετάσει τις σχέσεις της με την Κίνα. Αναγνωρίζοντας ότι η οικονομική δέσμευση μπορεί να μην ωθήσει την Κίνα να απομακρυνθεί από την περιφερειακή επιθετικότητα, οι δυτικές χώρες μπορεί να υιοθετήσουν μια πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στην Κίνα, αυξάνοντας την πιθανότητα να ξεσπάσει μια διαπεριφερειακή σύγκρουση. Αν και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού –ουσιαστικά μια εκδοχή του μετασοβιετικού επιχειρήματος του Φουκουγιαμαϊκού «τέλους της ιστορίας»– θα αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αυτό μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ισχύει.
Παρά τους μετα-αποικιακούς παραλληλισμούς μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, όσον αφορά την πολιτική οικονομία, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των θέσεων των δύο χωρών στον κόσμο και της σχέσης τους με διάφορες μεγάλες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ έχουν ισχυρότερη ιστορική σχέση με την Ταϊβάν απ’ ό,τι με την Ουκρανία. Η Ταϊβάν είναι επίσης μια σημαντικά μεγαλύτερη οικονομία και είναι πολύ πιο κεντρική στην παγκόσμια οικονομία. Είναι ζωτικής σημασίας για τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού ημιαγωγών, καθώς παράγει το ήμισυ των τσιπ που κατασκευάζονται κατά παραγγελία στον κόσμο και το 92% της παγκόσμιας αγοράς προηγμένων τσιπ, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις5.
Η Ταϊβάν έχει επίσης διαφορετική σχέση με τον περιφερειακό ιμπεριαλιστή επικυρίαρχό της, την Κίνα, από ό,τι η Ουκρανία με τη Ρωσία. Για παράδειγμα, οι ημιαγωγοί της Ταϊβάν φέρονται να αποτελούν απαραίτητα εξαρτήματα των πυραύλων που η Κίνα έχει στρέψει εναντίον του νησιού. Κατά συνέπεια, η εξάρτηση της Κίνας από την Ταϊβάν για την κατασκευή ημιαγωγών αποτελεί μεγαλύτερο οικονομικό αποτρεπτικό παράγοντα για μια κινεζική εισβολή. Δεδομένης της βαθιάς ολοκλήρωσης των οικονομιών της Κίνας και της Ταϊβάν, ο οικονομικός αντίκτυπος στην Κίνα μιας κινεζικής εισβολής θα ήταν τεράστιος.
Ωστόσο, η οικονομική αλληλεξάρτηση δεν αποτελεί εγγύηση κατά του πολέμου, όπως αποδεικνύει η Ουκρανία. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εφοδιασμού σε νέον, το οποίο είναι απαραίτητο για την κατασκευή ημιαγωγών, και το 40% του κρυπτού, προέρχονται από την Ουκρανία6. Η Ουκρανία είναι επίσης ένα ζωτικής σημασίας σιτοβολώνας για την Ευρώπη και είναι ένας από τους σημαντικότερους εξαγωγείς σιτηρών παγκοσμίως. Έτσι, ο ρόλος της Ουκρανίας ως παραγωγού σιτηρών και πρώτων υλών για την κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, κάτι που επηρεάζει άμεσα τη Ρωσία, δεν αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για μια ρωσική εισβολή. Μπορούμε να περιμένουμε τέτοιες πολιτικές συγκρούσεις, ακόμη και πολέμους, παρά την ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι παγκόσμιες γεωπολιτικές διευθετήσεις θα αναδειχθούν πιο έντονα από ό,τι στην πρόσφατη ιστορία. Θα ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών που ήδη ανησυχούν για τη γεωπολιτική απειλή της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ. Θα προκληθούν παρόμοιες δυναμικές στην Ασία. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν έχει ήδη ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά κράτη εναντίον της Ρωσίας. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Άμπε πρότεινε στο Τόκιο να υιοθετήσει ισχυρότερη στάση για την υπεράσπιση της Ταϊβάν7, ώστε να μην υποστεί μια τύχη παρόμοια με την Ουκρανία.
Οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας πιθανότατα θα ενταθούν μετά την εισβολή στην Ουκρανία – ενδεχομένως παρασύροντας την Ταϊβάν στη σύγκρουση. Από τη σκοπιά της Ταϊβάν, η έκκληση για περισσότερη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είναι απίθανο να εισακουστεί8, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών των στενών έχουν γίνει μόνο πιο συγκρουσιακές. Η Κίνα αναβαθμίζει τον λόγο περί προσάρτησης και επιτίθεται στην προσπάθεια της Ταϊβάν να δημιουργήσει περισσότερες διπλωματικές σχέσεις σε όλο τον κόσμο.
Η αλληλεγγύη ως στρατηγική αποτροπής
Από προοδευτική άποψη, η Ταϊβάν θα ωφεληθεί από το να έχει πιο ισορροπημένες γεωπολιτικές σχέσεις στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού και να μην βασίζεται τόσο πολύ στην υποστήριξη των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, το ζωντανό παράδειγμα της Ουκρανίας έδειξε ότι η Ταϊβάν δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να διαπραγματευτεί με το αυταρχικό καθεστώς που τη θεωρεί υποτελή στην αυτοκρατορία του. Εν τω μεταξύ, μια καλύτερη στρατηγική για τη διπλωματία της Ταϊβάν είναι η οικοδόμηση περισσότερων πολυμερών συμμαχιών –επίσημων και ανεπίσημων– με άλλους εταίρους, όπως οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πέρα από τις ΗΠΑ, ώστε να ξεφύγει από τη διεθνή απομόνωσή της.
Ως μικρή χώρα με περιορισμένη διεθνή πρόσβαση, η Ταϊβάν δεν μπορεί να παίξει στο ίδιο παιχνίδι με τα έθνη των υπερδυνάμεων. Δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον πολύ μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό και τους μηχανισμούς ασφαλείας της Κίνας. Ωστόσο, η ευρεία κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών καθώς και της κυβέρνησης της Ουκρανίας έδειξε ότι η διεθνής αλληλεγγύη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποτρεπτική στρατηγική. Ο πρωταρχικός στόχος της Ταϊβάν είναι να αποτρέψει τον πόλεμο με την Κίνα όχι μέσω κατευνασμού, καθώς αυτή η προσέγγιση θα μετατρεπόταν μόνο σε μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κυριαρχία του Πεκίνου και σε εξάλειψη της πολιτικής ελευθερίας στη χώρα.
Αντ’ αυτού, μια καλύτερη στρατηγική είναι να αυξήσουμε την ευαισθητοποίηση σχετικά με το διακύβευμα των γεωπολιτικών σχέσεων στο εσωτερικό και να συσσωρεύσουμε τους συμμάχους μας διεθνώς. Υπό το πρίσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, εξέδωσε ένα φυλλάδιο πολιτικής άμυνας9 για το κοινό της Ταϊβάν λόγω της πίεσης από οργανώσεις βάσης. Παρά τις ατέλειές του και την ανεπάρκεια της τρέχουσας έκδοσης του φυλλαδίου, το πιο ανησυχητικό μέρος της αφήγησης για τον πόλεμο στην Ταϊβάν δεν είναι το πώς μιλάμε γι’ αυτόν, αλλά το γεγονός ότι κανείς δεν μιλάει γι’ αυτόν λόγω της ιστορικής και συναισθηματικής σύνδεσης του παρελθόντος του με τη λευκή τρομοκρατία. Ως μια νεαρή δημοκρατία που πάλεψε να εγκαταλείψει το αυταρχικό της παρελθόν, τα διδάγματα της Ουκρανίας για την Ταϊβάν δεν αφορούν μόνο την πολεμική ετοιμότητα ή κινητοποίηση, αλλά και το κρίσιμο καθήκον της συνειδητοποίησης της δικής της ταυτότητας και της αντιαποικιακής της εθνικής κυριαρχίας.
Πέρα από την εγχώρια εστίασή της στην ασφάλεια, η Ταϊβάν έχει επίσης χρησιμεύσει ως ένας κρίσιμος τόπος που διευκολύνει τα ενδοπεριφερειακά κινήματα βάσης κατά της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας της Κίνας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, η Ασία έχει δει ένα κύμα λαϊκών κινημάτων, τα οποία προσπάθησαν να πάρουν θέση ενάντια στον περιφερειακό αυταρχισμό. Αυτά εκτείνονται από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τη Μιανμάρ και την Ταϊλάνδη, με τη «Συμμαχία του Τσάι με Γάλα»10 να έχει αποδειχθεί ένα δημοφιλές πλαίσιο για να τοποθετηθούν αυτά τα κινήματα το ένα δίπλα στο άλλο.
Αυτοί οι αγώνες ήταν κυρίως ενάντια στον εσωτερικό αυταρχισμό της κάθε χώρας. Το Χονγκ Κονγκ αποτελεί εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο, καθώς αντιμετώπιζε άμεσα την υποβάθμιση των πολιτικών του ελευθεριών που προκαλούσε η κινεζική κυβέρνηση, η οποία το διοικεί. Αυτό που θα είναι ουσιαστικό αλλά και δύσκολο είναι να προσπαθήσουμε να ενώσουμε αυτά τα κινήματα πέρα από τα σύνορα για να αποτρέψουμε περιφερειακές συγκρούσεις, ειδικά όταν μπορεί να μην είναι σε θέση να αποτρέψουν ενέργειες από κράτη που δεν είναι δικά τους.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό το ζήτημα της διακρατικής αλληλεγγύης μοιάζει επιτακτικό σε μια εποχή κατά την οποία οι περιφερειακές συγκρούσεις φαίνονται όλο και πιο πιθανές και θα μπορούσαν να παρασύρουν την περιοχή, και ενδεχομένως τον κόσμο, σε περισσότερους πολέμους. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας αλληλεγγύης ήταν πολύ δύσκολη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η οποία περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις οργανικές, διαπροσωπικές ανταλλαγές μεταξύ ακτιβιστών πέρα από τα σύνορα. Αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε τη σημασία της αλληλεγγύης στον εικονικό χώρο, έναν χώρο που ήταν κρίσιμος για την αντιμετώπιση της ρωσικής προπαγάνδας και των απολογητικών λόγων.
Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να οικοδομήσουμε μια τέτοια κοινή οργάνωση πέρα από τα σύνορα. Όπως υποστηρίζει ο ακτιβιστής κατά του πολέμου Shiyam Galyon με αφορμή την σημερινή σύγκρουση, «Το να μην σου αρέσει ο πόλεμος δεν είναι το ίδιο με το να είσαι κατά του πολέμου. Ενώ ο πόλεμος περιλαμβάνει ένα στυλ εμπλοκής σε συγκρούσεις που έχει τις ρίζες του στην κυριαρχία, την υποταγή και τον εξοπλισμό, το να είσαι κατά του πολέμου περιλαμβάνει ένα στυλ εμπλοκής σε συγκρούσεις που έχει τις ρίζες του στη συνεργασία, τη συνεννόηση και τον αφοπλισμό»11.
Για τους ακτιβιστές στην Ασία, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται σε μετα-αποικιακές κοινωνίες, ο πόλεμος δεν αποτελεί καθόλου μακρινή ανάμνηση. Οι εκ του σύνεγγυς αντιπαραθέσεις με αυταρχικά κράτη μας οδήγησαν να βρούμε την αλληλεγγύη στη συνεχή επιδίωξη της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας και της αποαποικιοποίησης. Μόνο με τη διευκόλυνση των κινημάτων βάσης και της διακρατικής αλληλεπίδρασης μπορούμε να βρούμε εναλλακτικούς τρόπους συμμετοχής και δέσμευσης που απορρίπτουν τους κλιμακούμενους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Wen Liu, Brian Hioe, “From Taiwan to Ukraine”, Spectre, 24 Μαΐου 2022, https://spectrejournal.com/from-taiwan-to-ukraine/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article62602.
Σημειώσεις
1 Volodymyr Artiukh, “US-plaining is not enough. To the Western left, on your and our mistakes”, Commons, 1 Μαρτίου 2022, https://commons.com.ua/en/us-plaining-not-enough-on-your-and-our-mistakes/.
2 Doublethink Lab, “Observatory Update: Mandarin-language Information Operations Regarding Russia’s Invasion of Ukraine (Continuously Updated)”, Medium, 2 Μαρτίου 2022, https://medium.com/doublethinklab/observatory-update-mandarin-language-information-operations-regarding-russias-invasion-of-97b023ed59e2.
3 “China says it will offer 10 million yuan more of humanitarian aid to Ukraine”, Reuters, 21 Μαρτίου 2022, https://www.reuters.com/world/china/china-says-it-will-offer-10-mln-yuan-more-humanitarian-aid-ukraine-2022-03-21/.
4 “The war makes China uncomfortable. European leaders don’t care”, The Economist, 2 Απριλίου 2022, https://www.economist.com/china/2022/04/02/the-war-makes-china-uncomfortable-european-leaders-dont-care.
5 Huileng Tan, “Taiwan, the world’s biggest chip-maker, just set up a new trade framework with the US amid tensions with China”, Business Insider, 10 Δεκεμβρίου 2021. YahooNews, https://news.yahoo.com/taiwan-worlds-biggest-chip-maker-040101355.html. Yimou Lee, Norihiko Shirouzu, David Lague, “Taiwan chip industry emerges as battlefront in U.S.-China showdown”, Reuters, 27 Δεκεμβρίου 2021, https://www.reuters.com/article/taiwan-china-chips-idUSL4N2TC0JE.
6 Chris Nuttall, “Ukraine war is chip industry’s kryptonite”, Financial Times, 4 Μαρτίου 2022, https://www.ft.com/content/950072f0-8c22-4050-bc63-631fa4b481eb.
7 Ken Moriyasu, “U.S. should abandon ambiguity on Taiwan defense: Japan’s Abe”, Nikkei Asia, 27 Φεβρουαρίου 2022, https://asia.nikkei.com/Politics/U.S.-should-abandon-ambiguity-on-Taiwan-defense-Japan-s-Abe.
8 Tobita Chow and Jake Werner, “Don’t assume Russia and China are on the same page. The US can work with China”, The Guardian, 4 Απριλίου 2022, https://www.theguardian.com/commentisfree/2022/apr/04/us-china-relationship-xi.
9 “Taiwan military issues civil defense handbook”, Focus Taiwan, 12 Απριλίου 2022, https://focustaiwan.tw/politics/202204120006.
10 [Σ.τ.Μ.:] «Η Συμμαχία Τσάι με Γάλα είναι ένα διαδικτυακό κίνημα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αποτελείται κυρίως από πολίτες του διαδικτύου από το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, την Ταϊλάνδη και τη Μιανμάρ (Βιρμανία). Ξεκίνησε αρχικά ως διαδικτυακό μιμίδιο, που δημιουργήθηκε ως απάντηση στην αυξημένη παρουσία Κινέζων εθνικιστών σχολιαστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχει εξελιχθεί σε ένα δυναμικό πολυεθνικό κίνημα διαμαρτυρίας κατά του αυταρχισμού και υπέρ της δημοκρατίας. Εκτός από τις τέσσερις κύριες χώρες που αναφέρθηκαν, το κίνημα έχει επίσης δημιουργήσει σημαντική παρουσία στις Φιλιππίνες, την Ινδία, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, τη Λευκορωσία και το Ιράν». “Milk Tea Alliance”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Milk_Tea_Alliance.
11 Shiyam Galyon, “Why It’s Hard for Most People in the US to Talk About War”, Truthout, 6 Μαρτίου 2022, https://truthout.org/articles/why-its-hard-for-most-people-in-the-us-to-talk-about-war/.