Η Αλόνα Λιάσεβα,συνεκδότρια του "Commons: Journal for Social Criticism", υποστήριξε το διεθνιστικό ΟΧΙ στο ολλανδικό δημοψήφισμα για τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας που έγινε στις 6 του Απρίλη. Στο άρθρο που δημοσιεύουμε παρουσιάζει τις διαφορές στα συνθήματα, στα επιχειρήματα και στους πολιτικούς στόχους ανάμεσα στην ριζοσπαστική αριστερά και την άκρα δεξιά που επίσης υποστήριξε το ΟΧΙ σε αυτό το δημοψήφισμα.
Alona Liasheva
Προβληματισμός για τις συζητήσεις σχετικά με το ολλανδικό δημοψήφισμα για τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας
Στις 6 Απριλίου στην Ολλανδία μόλις πάνω από το 30% αυτών που έχουν δικαίωμα ψήφου πήρε μέρος στο δημοψήφισμα για τη Συμφωνία Σύνδεσης Ουκρανίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Συμφωνία αυτή είναι μία από τις πολυάριθμες Συμφωνίες της Ελεύθερης Ζώνης Συναλλαγών που καθιερώθηκαν μεταξύ της ΕΕ και χωρών σε όλο τον κόσμο,1 από το Μεξικό μέχρι τη Μοζαμβίκη.
Η Συμφωνία με την Ουκρανία υπεγράφη από τον πρόεδρο Poroshenko λιγότερο από δύο χρόνια πριν και από τότε έχει εφαρμοστεί μερικώς. Επικυρώθηκε από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και, ως επί το πλείστον, δεν συνάντησε καμία πολιτική αντίδραση από το κοινό, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες. Εδώ, μια πολιτική πρωτοβουλία της φιλελεύθερης δεξιάς, η GeenPeil,2 ξεκίνησε μια συλλογή υπογραφών ζητώντας δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συμφωνίας.
Στο ολλανδικό κοινό τέθηκε το παρακάτω ερώτημα, το οποίο περισσότερο από δύο χρόνια πριν έκανε χιλιάδες Ουκρανούς να βγουν στους δρόμους και να αρχίσουν τις διαμαρτυρίες του euromaidan εναντίον της προηγούμενης ουκρανικής κυβέρνησης, η οποία δεν ήταν έτοιμη να γυρίσει το πρόσωπό της από τη Ρωσία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση: «είστε υπέρ ή κατά της Πράξης Έγκρισης της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ουκρανίας;».
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος προκάλεσαν άγχος στους υποστηρικτές του «ευρωπαϊκού ονείρου/eurodream» για την Ουκρανία και στις δύο πλευρές των συνόρων Σένγκεν: σχεδόν το 62% των ψηφοφόρων ήταν κατά της συμφωνίας.
Οι συζητήσεις για τη Συμφωνία τόσο μεταξύ των Κάτω Χωρών όσο και στην Ουκρανία αποκάλυψαν δημόσια μια σειρά από αντιφάσεις που συγκαλύπτονται κάτω από την έννοια της «ευρωπαϊκότητας». Για να ρίξουμε λίγο φως σε αυτές τις αντιφάσεις και να τοποθετήσουμε τη συζήτηση του ΝΑΙ ή του ΟΧΙ σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης του τι είναι η Ευρώπη, παρουσιάζουμε μια κριτική επισκόπηση των απόψεων για το δημοψήφισμα. Ας ξεκινήσουμε με τη θέση του «ΝΑΙ», η οποία έχασε.
Γιατί «Ναι»;
Η πρώτη αντίφαση της «ευρωπαϊκότητας» που αποκαλύφθηκε από τις συζητήσεις γύρω από το δημοψήφισμα είναι αυτή του κέντρου-περιφέρειας. Θα μπορούσε να διαβαστεί ανάμεσα στις γραμμές των επιχειρημάτων του ΝΑΙ τόσο από την ολλανδική όσο και από την ουκρανική πλευρά. Το κίνητρο της ολλανδικής πλευράς η οποία αποφάσισε να ψηφίσει υπέρ της Συμφωνίας, ενώ πλαισιώνεται από μια παρόμοια γλώσσα, διαφέρει ριζικά από εκείνη των Ουκρανών που υποστήριξαν τις διαδηλώσεις του euromaidan. Κι αυτό επειδή στους Ουκρανούς, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να γίνουν πιο «Ευρωπαίοι», είχε παραχωρηθεί μια υποβαθμισμένη θέση σε αυτόν το διάλογο. Παρόμοια με τη Μολδαβία, την Αλβανία, την Αλγερία ή τη Γεωργία στον ίδιο τύπο Συμφωνιών, η Ουκρανία ήταν ένα αντικείμενο σε μια ευρύτερη οικονομική και πολιτική στρατηγική της ΕΕ.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα για το ΝΑΙ στηρίζει αυτό το σημείο. Το επιχείρημα διατυπώθηκε με διάφορους τρόπους, αλλά μία από τις πιο εντυπωσιακές φόρμουλες ήταν η εντολή: «Μην αφήνετε τον Πούτιν να ξανασχεδιάσει τον χάρτη της Ευρώπης». Το σκεπτικό στο σύνθημα αυτό δείχνει μια νεο-ιμπεριαλιστική στάση απέναντι στην Ουκρανία, η οποία αναιρεί κάθε δυνατότητα για την Ουκρανία να είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις. Στην πραγματικότητα, η αντίληψη για μια από τις μεγαλύτερες χώρες στον ευρωπαϊκό χάρτη ως μαριονέτα στις διεθνείς πολιτικές της ΕΕ δεν διαφέρει από τη θέση της ρωσικής ελίτ για την Ουκρανία.
Αλλά εκτός από τις γεωπολιτικές συζητήσεις σχετικά με το «ποιανού Ουκρανία είναι αυτή;» ορισμένα επιχειρήματα προσπάθησαν να βάλουν τα ουκρανικά συμφέροντα στο παιχνίδι, εστιάζοντας στο γεγονός ότι οι Ουκρανοί έχουν ως στόχο να είναι πιο κοντά στην ΕΕ. Ναι, πολλοί Ουκρανοί έβλεπαν και εξακολουθούν να βλέπουν την παρούσα Συμφωνία ως ένα βήμα προς την ένταξη στην ΕΕ, ή τουλάχιστον προς το καθεστώς ελεύθερης βίζας που υποσχέθηκε η ουκρανική κυβέρνηση· και δεν αναλύουν τι περίπου είναι πραγματικά η Συμφωνία ή υποθέτουν άκριτα ότι τα ανοιχτά σύνορα για το εμπόριο πρόκειται να ωφελήσουν την οικονομία της Ουκρανίας. Αλλά αντί να εκπληρώσει αυτές τις ελπίδες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς σχετικά με τα δικαιώματα των δύο φύλων και των ΛΟΑΤ, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την επίτευξη υψηλότερων προτύπων διαβίωσης, η συμφωνία προσφέρει μόνο τη Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών. Ακόμη και το κείμενο της συμφωνίας φωνάζει δυνατά γι' αυτό. Τα τμήματα της συζήτησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καταπολέμηση της διαφθοράς και ένα καθεστώς ελεύθερης βίζας αποτελούν λιγότερο από το 5% του κειμένου και διατυπώνονται με πολύ ασαφή τρόπο, με συστάσεις, όχι με κανόνες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνίας αποτελείται από τα τμήματα που θεσπίζουν νέες εμπορικές ρυθμίσεις, οι οποίες δεν είναι υπέρ της ουκρανικής εργατικής τάξης. Αντί της ανάπτυξης σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο θα έχουμε μια πτώση του ΑΕΠ, περικοπές στην ήδη αδύναμη κοινωνική πρόνοια και την υποστήριξη της ΕΕ σε μια κυβέρνηση διεφθαρμένη, που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και είναι υπέρ του πολέμου. Αυτό είναι ό,τι αξίζει σε μια περιφέρεια.
Ωστόσο, παρά τις απειλές που εγκυμονεί η συμφωνία για την πλειοψηφία των Ουκρανών, εξακολουθούμε να ελπίζουμε ότι η πώληση των πρώτων υλών μας και των γεωργικών προϊόντων στις χώρες της ΕΕ στο τέλος θα φέρει κάποια οφέλη. Οι κύριοι λόγοι για την τυφλή ευρω-αισιοδοξία των Ουκρανών είναι η απουσία κάθε είδους εναλλακτικής λύσης, εκτός από τη Ρωσία, η οποία προσπαθεί να ανταγωνιστεί την ΕΕ για την επιρροή της στην Ουκρανία, χρησιμοποιώντας όμως μια πολύ πιο επιθετική στρατηγική.
Έτσι, οι υποστηρικτές της συμφωνίας παίζουν το παιχνίδι που καθορίζεται από τις παγκόσμιες ελίτ, ένα παιχνίδι στο οποίο μόνο οι ελίτ πρόκειται να κερδίσουν, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο πάνω στη μια ή την άλλη περιοχή. Το μόνο που απομένει για την Ουκρανία σε αυτή την ιστορία είναι να πηδήξει έξω από το ρωσικό τηγάνι στην ευρωπαϊκή φωτιά.
Αλλά υπήρχαν δυνάμεις που είπαν ΟΧΙ σε αυτή τη συμφωνία. Ποιο ήταν το επιχείρημά τους;
Γιατί «Όχι»;
Η δεύτερη αντίφαση της «ευρωπαϊκότητας» προβλήθηκε από το ίδιο το δημοψήφισμα. Αυτή η αντίφαση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως η ανικανότητα των δημοκρατικών θεσμών της ΕΕ να παρουσιάσουν έστω και ένα ίχνος της ποικιλομορφίας των στάσεων διαφορετικών πολιτικών στρατοπέδων.
Οι ψηφοφόροι του ΟΧΙ προέρχονταν από δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ότι ήταν η ριζοσπαστική δεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά. Ένα εύκολο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι η δεξιά και η αριστερά «συμφωνούν» στο θέμα αυτό: δηλαδή, ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς. Δεν είναι το πιο έξυπνο συμπέρασμα που μπορεί να βγει. Η επικάλυψη των δεξιών και των αριστερών απαντήσεων σε ορισμένες ερωτήσεις (μην ξεχνάτε ότι η δεξιά στην Ελλάδα υποστήριξε επίσης το OXI) αναδεικνύει αντίθετα την αδυναμία των δημοψηφισμάτων ΝΑΙ/ΟΧΙ ως εργαλεία για τη δημοκρατία. Το μοντέλο των δύο επιλογών αποκρύπτει τη λογική πίσω από την ψήφο τού ναι ή του όχι. Παρά το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα συχνά θεωρούνται ο θρίαμβος της δημοκρατίας, αυτή η μορφή έκφρασης της κοινής γνώμης είναι μια ακραία γενίκευση των κοινωνικών διεργασιών και συχνά χρησιμοποιείται ως εργαλείο χειραγώγησης από τη μια ή την άλλη πολιτική ομάδα. Στην περίπτωση του Δημοψηφίσματος για τη Συμφωνία ΕΕ-Ουκρανίας, χρησιμοποιήθηκε από τη δεξιά.
Συνήθως για ένα μεγάλο μέρος της δεξιάς επιχειρηματολογίας κατά της Συμφωνίας οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα της προστασίας της Ολλανδίας από τις απειλές που η Ουκρανία θα μπορούσε να προκαλέσει. Με λίγα λόγια - τη διαφθορά, τον πόλεμο, τους μετανάστες. Αυτά τα επιχειρήματα είναι χτισμένα στον φόβο, στις νεοαποικιακές συμπεριφορές και στην φοβία εναντίον των μεταναστών, αν δεν είναι απόλυτος ρατσισμός. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσουν γιατί δεν είχαν καμιά σχέση με τις λεγόμενες «ευρωπαϊκές» αξίες. Έτσι ερχόμαστε στην τρίτη αντίφαση: η δημοκρατία εναντίον της ανόδου των κινημάτων της δεξιάς στην Ευρώπη.
Μαζί με τη δεξιά πτέρυγα του ΟΧΙ υπήρχε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εναλλακτική κριτική της Συμφωνίας. Το αριστερό επιχείρημα για το ΟΧΙ βασίστηκε στον διεθνισμό – στην αντίληψη της Ουκρανίας ως υποκείμενο και όχι ένα αντικείμενο της παρούσας Συμφωνίας, στην αντίθεση με τις ζώνες ελεύθερων συναλλαγών και στις συνέπειες για τις περιφερειακές χώρες που συμμετέχουν σε αυτές, στην κριτική της διαφθοράς των ουκρανικών ελίτ που κρύβουν τα κεφάλαιά τους σε εικονικές εταιρείες [letter-box companies], σημαντικό μέρος των οποίων βρίσκονται στην Ολλανδία. Σε γενικές γραμμές η θέση αυτή ήταν η πιο προοδευτική στη συζήτηση (και προφανώς υποστηρίζεται από την συγγραφέα). Αλλά η προσπάθεια να είναι κριτική και να φέρει επιχειρήματα με βάση τα συμφέροντα των Ουκρανών και των Ολλανδών εργαζομένων απέτυχε για ένα μέρος της ολλανδικής αριστεράς. Έκαναν το ίδιο λάθος όπως έκαναν και μερικοί Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι αριστεροί «αντι-ιμπεριαλιστές», δηλαδή πήραν μια φιλορωσική3 θέση στο ουκρανικό ζήτημα.
Ποια ερωτήματα έπρεπε να τεθούν αντί γι' αυτό;
Συχνά, τα ζητήματα που αφορούν στους γεωγραφικούς διαχωρισμούς (π.χ. βρετανικό, καταλανικό, κοσοβάρικο ή ουκρανικό ζήτημα) οδηγούν σε μια ανούσια επιλογή για το ποια ελίτ πρέπει να κυριαρχήσει στη μία ή την άλλη γεωγραφική ενότητα. Αν και πολλές προοδευτικές δυνάμεις τείνουν να αντιτάσσονται στις διεθνικές εταιρίες που ανοίγουν νέες αγορές και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εξαπλώνουν τις πολιτικές φιλοδοξίες τους, σε τελική ανάλυση, ακόμη και μια προσπάθεια να προστατευτεί μια χώρα από την παγκόσμια ελίτ είναι μια θέση που δεν προσφέρει μια εναλλακτική λύση, αλλά διατηρεί τα κοινωνικά προβλήματα υπό την κυριαρχία των τοπικών ελίτ, οι οποίες μπορεί να είναι ακόμη πιο καταπιεστικές από τις παγκόσμιες.
Οι πραγματικές λύσεις των θεμάτων του γεωγραφικού διαχωρισμού μπορεί να προέλθουν μόνο αντιστρέφοντας το ερώτημα «ΕΕ ή Ρωσία;» στο ερώτημα: «Οι ελίτ της ΕΕ, της Ουκρανίας και της Ρωσίας ή οι λαοί της Ευρώπης, της Ουκρανίας και τη Ρωσίας». Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης μεταξύ των καταπιεσμένων που μένουν γύρω από όλες αυτές τις περιοχές. Ναι, αυτό μπορεί να ακούγεται ουτοπικό, αλλά ας αναρωτηθούμε: είναι πιο ουτοπικό από τις ελπίδες των Ουκρανών να γίνουν μέλη της ΕΕ ή τις ελπίδες των ανθρώπων του Donbass να επωφεληθούν από μια συμμαχία με τη Ρωσία; Πιστεύω πως όχι.
Μετάφραση: e la libertà
Alona Liasheva, «“To EU or not to EU?” This is just the wrong question», LeftEast, 11 Απριλίου 2016.
Η Alona Liasheva είναι υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Πολεοδομικών Μελετών του Μιλάνου (URBEURMilano-Bicocca) εστιάζοντας στις κατοικίες στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι συνεκδότρια του Commons: Journal for Social Criticism.
Σημειώσεις
1 «Free trade agreements», Export Helpdesk.
3 «Video reports Amsterdam meeting “Ukraine between East and West”», blog.splijtstof.info.