Joseph Daher
Ο Άσαντ πρέπει να πέσει
Εισαγωγικό σημείωμα από το Souciant
Από τότε που ξεκίνησε η Αραβική Άνοιξη, η διεθνής αριστερά διασπάται όλο και περισσότερο πάνω στο ζήτημα της Συρίας, ιδιαίτερα καθώς η επανάσταση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο με πολλές εξωτερικές επεμβάσεις. Ως αποτέλεσμα, η αριστερά έχει διαχωριστεί σε τουλάχιστον τρία κύρια στρατόπεδα: αυτών που βλέπουν τον δυτικό ιμπεριαλισμό ως τον κύριο εχθρό και αυτών που υποστηρίζουν ότι η δυτική επέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για να επικρατήσουν οι Σύριοι επαναστάτες. Αλλά αυτές οι δύο στάσεις δεν είναι οι μόνες θέσεις που μπορεί να υπάρξουν.
Υπάρχει ένα ακόμα τμήμα στην αριστερά, αυτών που δεν βλέπουν καμία ελπίδα και καμία δικαιοσύνη ούτε στην αμερικανική ούτε στη ρωσική εμπλοκή. Κι ότι αντίθετα η περίπτωση της συριακής απελευθέρωσης απαιτεί μια κριτική αντιμετώπιση των διαφόρων διεθνών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στον εμφύλιο πόλεμο. Όχι μόνο της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και του ρόλου που διαδραματίζουν οι δυνάμεις του Κόλπου, η Τουρκία και το Ιράν. Αυτή είναι η βάση κάθε σοβαρής ανάλυσης. Και αυτό είναι ένα ζωτικό σημείο της άποψης του Daher.
Η συνέντευξη του Joseph Daher στο Souciant, που ακολουθεί διερευνά την επίθεση με δηλητηριώδη αέρια στο Χαν Σεϊχούν, στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τις παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων, τον ταξικό χαρακτήρα του καθεστώτος Άσαντ και την πολιτική της αντιπολίτευσης της Συρίας.
Souciant: Η επίθεση αερίου στον Χαν Σεϊχούν επαναφέρει μνήμες από την επίθεση στην Γούτα το 2013 σε πολλούς παρατηρητές. Γιατί νομίζετε ότι το καθεστώς Άσαντ καταφεύγει σε τέτοια μέτρα;
Joseph Daher: Καταρχάς, θα ήθελα να πω ότι από τις χημικές επιθέσεις στην Ανατολική Γούτα το 2013 μέχρι την επίθεση με αέρια στο Χαν Σεϊχούν, συνέβησαν πολλές επιθέσεις με χημικά και σε τακτική βάση από το 2013. Παρά το γεγονός ότι ο Άσαντ δήλωσε τον Ιούνιο του 2014 ότι τα χημικά όπλα είχαν απομακρυνθεί από τη Συρία για να καταστραφούν. Αυτού του είδους οι επιθέσεις έχουν γίνει τόσο συχνές στη Συρία, που οι περισσότερες δεν γίνονται πρώτο θέμα στις διεθνείς ειδήσεις.
Το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Syrian Network for Human Rights - SNHR) έχει τεκμηριώσει 167 επιθέσεις με χρήση τοξικής ουσίας μετά το πρώτο ψήφισμα του ΟΗΕ το Σεπτέμβριο του 2013. Σαράντα πέντε από αυτές τις επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν μετά τον Αύγουστο του 2015, όταν ο ΟΗΕ ενέκρινε ψήφισμα για την ίδρυση του Κοινού Μηχανισμού Έρευνας εντοπισμού δραστών που χρησιμοποιούν χημικά όπλα στη Συρία. Το 2017, το SNHR τεκμηρίωσε 9 επιθέσεις με χρήση τοξικών ουσιών από τις δυνάμεις του καθεστώτος.
Η επίθεση με χημικά ήταν ένα ακόμη βήμα στη δολοφονική εκστρατεία για να καταστραφεί ό,τι επέμεινε από τη λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στο καθεστώς Άσαντ. Αφού πολιόρκησαν και κατέστρεψαν το ανατολικό Χαλέπι, το σημαντικότερο κέντρο της λαϊκής και δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αναγκάζοντας αυτούς που επιβίωσαν εκεί μαζί μ’ αυτούς που επιβίωσαν από άλλες πολιορκούμενες περιοχές της αντιπολίτευσης να πάνε στο Ιντλίμπ, το καθεστώς επικεντρώνεται τώρα στις βομβιστικές επιθέσεις κατά του άμαχου πληθυσμού στις επαρχίες του Ιντλίμπ και του Χαλεπιού. Το συριακό καθεστώς έχει επικεντρωθεί στην πραγματικότητα στη χρήση των δηλητηριωδών αερίων στις περιοχές που ελέγχονται από την αντιπολίτευση: το 97% των χημικών επιθέσεων του καθεστώτος αφορούσε περιοχές που ανήκαν στην αντιπολίτευση, ενώ το 3% των επιθέσεων διεξήχθησαν σε περιοχές που είχαν καταληφθεί από την ISIS.
Ο στόχος των επιθέσεων με χημικά όπλα είναι σαφώς να προκαλέσει τρόμο στους ανθρώπους, ενώ υπάρχουν λίγοι τρόποι για τους πολίτες στις απελευθερωμένες περιοχές να προστατευθούν. Αποδεικνύει επίσης την ατιμωρησία με την οποία το καθεστώς διεξάγει τον πόλεμό του εναντίον του συριακού λαού.
Souciant: Πολλοί άνθρωποι ζήτησαν στρατιωτική επέμβαση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ και μόλις είδαμε τον αμερικανικό βομβαρδισμό σε αεροπορική βάση της Συριακής Κυβέρνησης. Ποια είναι η άποψή σας για τις πυραυλικές επιθέσεις του Τραμπ ως απάντηση στην επίθεση στο Χαν Σεϊχούν;
Joseph Daher: Νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε γιατί σε ορισμένα τμήματα των Σύριων, ειδικά στο εσωτερικό της χώρας, υπήρξε ικανοποίηση ή ευχαρίστηση από τον βομβαρδισμό των στρατιωτικών βάσεων του καθεστώτος από τις οποίες ξεκίνησε η χημική επίθεση. Μετά από περισσότερο από 6 χρόνια συνεχιζόμενου πολέμου του καθεστώτος εναντίον του συριακού λαού και απόλυτης ατιμωρησίας, αυτή ήταν η πρώτη φορά που μια καθεστωτική στρατιωτική βάση έγινε στόχος για τις δολοφονικές πράξεις του.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αισιοδοξία ή ψευδαίσθηση ότι η διοίκηση των ΗΠΑ θα φέρει κάτι θετικό στον συριακό λαό για να κερδίσει τη δημοκρατία ή ακόμη και να ανακουφίσει τον πόνο του. Πολλοί Σύριοι σε απελευθερωμένες περιοχές το καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτό, καθώς μπορούμε να βρούμε πολλές μαρτυρίες που λένε για παράδειγμα ότι τα χτυπήματα δεν έγιναν για να τιμωρήσουν σοβαρά τον Άσαντ, αλλά για να τον κάνουν να καταλάβει ότι δεν πρέπει να περάσει τις «κόκκινες γραμμές», με άλλα λόγια, τη χρήση χημικών όπλων, ενώ είναι εντάξει όταν οι στρατιωτικές του δυνάμεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούν βόμβες βαρέλια, ρουκέτες κενού, βόμβες διασποράς, όπλα φωσφόρου κλπ.
Οι κάτοικοι του Χαν Σεϊχούν δέχτηκαν στην πραγματικότητα βομβιστικές επιθέσεις από το καθεστώς λίγες ημέρες μετά τη χημική επίθεση του Σαββάτου 8 Απριλίου, στις οποίες σκοτώθηκε μια γυναίκα και τραυμίστηκαν αρκετοί άλλοι. Το καθεστώς και τα ρωσικά πολεμικά αεροπλάνα βομβάρδισαν επίσης το περασμένο Σαββατοκύριακο διάφορες επαρχίες, με αποτέλεσμα το θάνατο κι άλλων πολιτών.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν αλλάξει τη στρατηγική τους στη Συρία: η προτεραιότητα εξακολουθεί να είναι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», δηλαδή ο Ντά’ες, και η προσπάθεια να επιτευχθεί σταθερότητα στη Συρία διατηρώντας το καθεστώς, είτε με επικεφαλής τον Άσαντ είτε χωρίς αυτόν. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, ο οποίος αναμένεται να επισκεφθεί τη Μόσχα στις 12 Απριλίου για συνομιλίες με ρώσους αξιωματούχους, στην πραγματικότητα δήλωσε στο πρόγραμμα This Week του ABC, ότι «δεν υπάρχει καμία αλλαγή» στην αμερικανική στρατιωτική στάση απέναντι στη Συρία.
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι βομβιστικές επιθέσεις των ΗΠΑ έδειξαν ότι δεν ήθελαν να χτυπήσουν πολύ «σκληρά», για να το πούμε απλά. Οι αξιωματούχοι της Μόσχας επιβεβαίωσαν ότι έλαβαν προειδοποίηση από τις ΗΠΑ για την επίθεση στη Συρία, ενώ, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, οι στρατιώτες του καθεστώτος προετοιμάστηκαν για τη 35λεπτη επίθεση και, εκ των προτέρων, μετέφεραν προσωπικό και εξοπλισμό εκτός της περιοχής. Μέσα σε 24 ώρες από την επίθεση, τα πολεμικά αεροσκάφη του καθεστώτος ξεκινούσαν πάλι από τη βομβαρδισμένη αεροπορική βάση Σαϊράτ. Προς το παρόν, η αλλαγή στρατηγικής των ΗΠΑ μένει ακόμα να φανεί, αν και πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί, καθώς ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος, όπως του αρέσει να λέει.
Επιπλέον, οι πρόσφατες αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές στη Μοσούλη, το Χαλέπι και τη Ράκα, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν ως στόχο να σταματήσουν την ISIS, έχουν επίσης επιφέρει πολλούς θανάτους πολιτών. Πρόκειται για κάποιες από τις πιο θανατηφόρες επθέσεις, από τότε που ξεκίνησαν οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ στη Συρία το 2014. Το Σάββατο 8 Απριλίου, τουλάχιστον 15 πολίτες, μεταξύ των οποίων τέσσερα παιδιά, σκοτώθηκαν σε αεροπορική επιδρομή που έγινε πιθανόν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κοντά στην πόλη Ράκα. Αυτό δείχνει ότι η μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία θα οδηγήσει μόνο σε περισσότερους θανάτους και καταστροφές. Σύμφωνα με το Airwars, μόνο το μήνα Μάρτιο, χιλιάδες πολίτες έχουν σκοτωθεί από αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία, στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Σε γενικές γραμμές, από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, η διοίκηση του Τραμπ έχει προσφέρει κάθε είδους ενδείξεις ότι στόχος της είναι να στηρίξει τις αντιδημοκρατικές, ρατσιστικές, σεξιστικές ηγεσίες της Μέσης Ανατολής και να ενισχύσει το καταπιεστικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Αυτή η αλήθεια όχι μόνο αποκαλύπτει τα κίνητρα της διοίκησης του Τράμπ αλλά και μας υποχρεώνει να καταδικάσουμε όλα τα κράτη που διεξάγουν πολέμους εναντίον αθώων πολιτών στη Μέση Ανατολή: το συριακό και το ιρανικό καθεστώς, το τουρκικό, το σαουδαραβικό, το ισραηλινό και όλα τα άλλα αυταρχικά καθεστώτα στην περιοχή, την ISIS, την Αλ Κάιντα και τα άλλα θρησκευτικά φονταμενταλιστικά κινήματα, καθώς και τις ρωσικές και δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις.
Αυτές οι κινήσεις είναι όλες μέρος μιας ιμπεριαλιστικής λογικής και μιας λογικής διατήρησης αυταρχικών και άδικων συστημάτων. Όλοι αντιτίθενται στην αυτοδιάθεση των λαών της περιοχής και στους αγώνες τους για χειραφέτηση. Ως εκ τούτου, οι ακτιβιστές του αντιπολεμικού κινήματος είτε στη Μέση Ανατολή είτε στη Δύση πρέπει να αντιμετωπίσουν όλες τις μορφές καταστολής και αυταρχισμού και να καταδικάσουν κάθε μορφή ξένης επέμβασης ενάντια στα συμφέροντα του λαού της περιοχής, αντί να περιορίσουν την κριτική τους μόνο εναντίον της Δύσης και του Ισραήλ.
Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ειρηνική και δίκαιη λύση στη Συρία με τον Μπασάρ αλ-Ασαντ και την κλίκα του στην εξουσία. Είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας στη Συρία και πρέπει να διωχθεί για τα εγκλήματά του αντί να νομιμοποιείται από διεθνείς και περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Souciant: Μερικοί άνθρωποι στην αριστερά προσπάθησαν να υπερασπιστούν το Μπααθικό καθεστώς της Συρίας ως το «μικρότερο κακό» απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος και τους τζιχαντιστές αντάρτες. Πώς θα περιγράφατε το χαρακτήρα του καθεστώτος Άσαντ και τον ρόλο του στην περιοχή;
Joseph Daher: Αυτή η αντίληψη για το «μικρότερο κακό» από κάποια τα τμήματα της αριστεράς είναι εντελώς λανθασμένη και καταστροφική. Η λύση για την καταπολέμηση των ισλαμικών φονταμενταλιστικών κινημάτων δεν βρίσκεται στη συνεργασία με αυταρχικά καθεστώτα όπως το καθεστώς του Άσαντ, αλλά στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Όσον αφορά την ISIS και παρόμοιες οργανώσεις, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν οι πρωταρχικές αιτίες τους: τα αυταρχικά καθεστώτα και οι διεθνείς και περιφερειακές ξένες επεμβάσεις.
Η ISIS προέκυψε ως αποτέλεσμα της καταστροφής του χώρου για τα λαϊκά κινήματα που συνδέονται με τις εξεγέρσεις του 2011 στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Οι παρεμβάσεις των περιφερειακών και διεθνών κρατών συνέβαλαν επίσης στην ανάπτυξη της ISIS. Εκτός αυτών, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν εξαθλιώσει τις λαϊκές τάξεις, μαζί με την καταστολή των δημοκρατικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, έχουν καθοριστική σημασία για την παροχή χώρου ανάπτυξης στην ISIS και τις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις.
Η αριστερά πρέπει να καταλάβει ότι μόνο με την εξάλειψη αυτών των συνθηκών μπορούμε να επιλύσουμε την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίξουμε τις δημοκρατικές και προοδευτικές ομάδες που επιδιώκουν να ανατρέψουν τα αυταρχικά καθεστώτα, να νικήσουν τους αντεπαναστάτες ισλαμιστές φονταμενταλιστές και να αντικαταστήσουν τον νεοφιλελευθερισμό με μια πιο εξισωτική κοινωνική τάξη στη Συρία και την περιοχή. Εάν δεν αντιμετωπιστούν οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επέτρεψαν και επιτρέπουν την ανάπτυξη της ISIS, θα διατηρηθεί η ικανότητά της να δημιουργεί πρόβλημα, είτε αυτή είτε κάποια άλλη παρόμοια ομάδα.
Επομένως, η λύση είναι φυσικά να αντιταχθούμε στην ISIS και στις άλλες αντιδραστικές τζιχαντιστικές δυνάμεις, των οποίων, υπενθυμίζουμε ότι, το Μπααθικό καθεστώς ενθάρρυνε την ανάπτυξή τους στην αρχή της λαϊκής εξέγερσης στη Συρία απελευθερώνοντας τις χειρότερες τζιχαντιστικές και σαλαφιστικές προσωπικότητες από τις φυλακές, ενώ δολοφονούσε και καταστέτελε δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις· αλλά επίσης να αντιταχθούμε ιδιαίτερα στο βάρβαρο, εγκληματικό και απολυταρχικό καθεστώς της οικογένειας Άσαντ.
Το καθεστώς Άσαντ είναι ο κύριος υπεύθυνος της καταστροφής στη Συρία και της εξορίας εκατομμυρίων Συρίων. Και οι δύο δυνάμεις είναι βάρβαρες και τρέφει η μια την άλλη· πρέπει επομένως να ανατραπούν για να ελπίσουν ότι θα οικοδομήσουμε μια κοινωνική, δημοκρατική και κοσμική κοινωνία στη Συρία και αλλού. Αυτό απαιτεί την υποστήριξη των δημοκρατικών και λαϊκών κινημάτων που αντιτίθενται σε αυτές τις δύο αντεπαναστατικές δυνάμεις (τα αυταρχικά καθεστώτα και τις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις) και στις διάφορες μορφές διεθνών (Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας) και περιφερειακών ιμπεριαλισμών (Ιράν, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Ισραήλ και Τουρκία) που όλοι πολεμάνε ενάντια στα συμφέροντα των αγωνιζόμενων λαών στην περιοχή.
Το καθεστώς Άσαντ είναι ένα αυταρχικό, καπιταλιστικό και κληρονομικό κράτος που χρησιμοποιεί διάφορες πολιτικές, όπως τις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, τη σκληρή καταστολή, τον φυλετισμό, τον συντηρητισμό και τον ρατσισμό για να ασκεί εξουσία, και σε καμιά περίπτωση δεν είναι αντιιμπεριαλιστικό και κοσμικό όπως το παρουσιάζουν ορισμένοι από τους υποστηρικτές του. Ο πολιτικός χαρακτήρας του κράτους σημαίνει ότι τα κέντρα δύναμης (πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής) εντός του καθεστώτος συγκεντρώθηκαν σε μια οικογένεια και την κλίκα της, στον Άσαντ, όπως για παράδειγμα έγινε και με τις μοναρχίες της Λιβύης και του Κόλπου, ωθώντας έτσι το καθεστώς να θέσει υπό την εξουσία του όλη τη βία για να προστατεύσει την κυριαρχία του.
Στον οικονομικό τομέα, για παράδειγμα, μετά την άνοδο του Μπασάρ αλ-Ασαντ στην εξουσία, το συριακό καθεστώς άσκησε μια αυξημένη και ταχύτερη διαδικασία εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Αυτές ευνόησαν ιδιαίτερα μια μικρή ολιγαρχία, η οποία είχε πολλαπλασιαστεί από την εποχή του πατέρα του, εξαιτίας της κυριαρχίας του Μπασάρ αλ-Ασαντ στα δίκτυα οικονομικής κηδεμονίας και των πιστών πελατών τους. Ο ξάδερφος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο Ράμι Μαχλούφ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Συρία, ενσαρκώνει τέλεια αυτή τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης που μοιάζει με τη μαφία και η οποία διεξάγεται από το καθεστώς υπέρ των δικών του. Ο Μαχλούφ ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τεράστιους τομείς της οικονομίας, σύμφωνα με κάποιους περίπου το 60%, χάρη σε ένα σύνθετο δίκτυο χρηματοδοτικών συμμετοχών.
Επιπλέον, έχει διαδραματίσει καταστροφικό ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο, συνεργαζόμενο με διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καθεστώς του Άσαντ συνεργάστηκε κατά τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου το 1991 με τον συνασπισμό που βρισκόταν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Η Συρία συμμετείχε το 2001 στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και συνεργάστηκε με αξιωματούχους ασφαλείας των ΗΠΑ. Το 1976, η Συρία παρενέβη στον Λίβανο για να συντρίψει την παλαιστινιακή αντίσταση και τα εθνικά κινήματα του Λιβάνου, έναν συνασπισμό εθνικοαπελευθερωτικών και αριστερών δυνάμεων. Το καθεστώς ιστορικά έχει επίσης χρησιμοποιήσει και συνεργαστεί με τις τζιχαντιστικές ομάδες μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 ή με την Φάταχ αλ-Ισλάμ στο Λίβανο το 2007, ενώ απελευθέρωσε τους περισσότερους τζιχαντιστές και ισλαμιστές εξτρεμιστές σε διάφορες εκκλήσεις αμνηστίας στις αρχές της συριακής επαναστατικής διαδικασίας.
Souciant: Ποιες είναι οι διαφορές στον τρόπο διοίκησης του κράτους ανάμεσα στο καθεστώς με επικεφαλής τον Μπασάρ αλ-Άσαντ και με επικεφαλής τον πατέρα του;
Joseph Daher: Οι δομές και ο πυρήνας του Μπααθικού καθεστώτος οικοδομήθηκαν από τον Χαφέζ αλ Άσαντ κατά την άνοδό του στην εξουσία το 1970 και δεν υστερεί σε δολοφονικές κατασταλτικές εκστρατείες. Παρ’ όλ’ αυτά, έγιναν κάποιες πραγματικές αλλαγές.
Από το 2000, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ ενίσχυσε την οικογενειακή φύση του κράτους στα χέρια της οικογένειας Άσαντ και των συγγενών της μέσα από μια διαδικασία επιτάχυνσης της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της αντικατάστασης τμημάτων της παλιάς φρουράς από συγγενείς ή πολύ κοντινά πρόσωπα στο Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Τα πρώτα χρόνια στην εξουσία ο Μπασάρ αλ-Άσαντ επικεντρώθηκε στην πραγματικότητα στο να καταστήσει τον ίδιο, τον κύριου παράγοντα λήψης αποφάσεων και στην περιθωριοποίηση των κέντρων εξουσίας στο εσωτερικό του καθεστώτος που αμφισβητούσαν αυτόν τον στόχο. Αυτή η διαδικασία επιτεύχθηκε όπως είδαμε με την παραίτηση και την αποχώρηση του Άμπντελ Χαλίμ Χάνταμ στην εξορία το 2005. Την περίοδο αυτή ξεκίνησε η στρατηγική για την κοινωνική οικονομία της αγοράς. Αποτελούσε με πολλούς τρόπους το αποκορύφωμα τουλάχιστον δύο δεκαετιών συμφιλίωσης του καθεστώτος με την αστική τάξη.
Η στρατηγική της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς οδήγησε σε μια μεταβολή της κοινωνικής βάσης του καθεστώτος που αποτελούνταν από κυβερνητικούς υπαλλήλους αγροτικής προέλευσης, κάποιο τμήμα του, ενώ στο επίκεντρο του καθεστωτικού συνασπισμού βρίσκονταν οι διαπλεκόμενοι καπιταλιστές - η συμμαχία πολιτικών διαμεσολαβητών (με επικεφαλής την οικογένεια της μητέρας του Μπασάρ) και της αστικής τάξης που υποστηρίζει το καθεστώς. Ήταν αυτή η αστική τάξη που χρηματοδότησε τις επανεκλογές του Άσαντ το 2007 [Σ.τ.Μ.: προεδρικές και βουλευτικές εκλογές] και εκείνη που εξέφρασε την υποστήριξή της στο κυβερνών καθεστώς με προπαγάνδα και διακηρύξεις, τους πρώτους μήνες της επανάστασης, όταν οι εκδηλώσεις υποστήριξης αποτελούσαν ακόμα επείγουσα ανάγκη για το καθεστώς Άσαντ - εκτός από τη χρηματοδότηση των πιστών στο καθεστώς πολιτοφυλακών.
Αυτή η μεταβολή ήταν παράλληλη με την αποδυνάμωση των παραδοσιακών οργανώσεων των εργαζομένων και των αγροτών και τους διορισμούς στη θέση τους επιχειρηματικών ομάδων, ενώ μια νέα εργατική νομοθεσία έθεσε τέλος σ’ αυτό που αποκαλούνταν από το τμήμα του καθεστώτος που πίεζε για νεοφιλελεύθερες πολιτικές, υπερπροστασία των εργαζομένων. Ο συντεχνιακός και σκληρός χαρακτήρας του κράτους υπό τον Μπασάρ αλ-Άσαντ εξασθένισε ακόμα περισσότερο από ό,τι την περίοδο του Χαφέζ αλ-Άσαντ, βασιζόμενος αποκλειστικά σε καταναγκαστικές πολιτικές, καθώς οι συντεχιακές οργανώσεις υπονομεύθηκαν σημαντικά. Με άλλα λόγια, η αναδιοργάνωση του αυταρχισμού κάτω από το Μπασάρ δεν τον ενίσχυσε, αλλά αντίθετα, περιόρισε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή του βάση.
Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που περιθωριποιήθηκε από τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης, ιδιαίτερα από τα χωριά μέχρι τις μεσαίες πόλεις, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της εξέγερσης. Οι πολιτικές του καθεστώτος ήταν ενάντια στα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και εξυπηρετούσαν και ευνοούσαν μια μικρή μειοψηφία των εμπλεκόμενων καπιταλιστών που συνδέονταν με την άρχουσα τάξη. Αυτή είναι η κύρια αντίφαση που είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν μέχρι σήμερα οι λαϊκές μάζες της Συρίας.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η μεγάλη αλλαγή ήταν η εμβάθυνση των σχέσεων με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ, όχι μόνο ως τακτικούς συμμάχους, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά και στρατηγικούς.
Η απουσία δημοκρατίας και η αυξανόμενη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της συριακής κοινωνίας, μέσα σ’ ένα κλίμα διαφθοράς και αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας, προετοίμασαν το έδαφος για τη λαϊκή εξέγερση, η οποία συνεπώς δεν χρειάστηκε περισσότερο από μια σπίθα.
Souciant: Συχνά λέγεται ότι η πολιτική αντιπολίτευση της Συρίας διαφέρει από το στρατιωτικό μέτωπο. Σε ποιο βαθμό οι Ισλαμιστές κατέλαβαν την πρώτη γραμμή στον αγώνα ενάντια στο κράτος; Αυτό δημιουργεί πρόβλημα για την επανάσταση;
Joseph Daher: Πρέπει να θυμηθούμε κατ’ αρχάς ότι η συριακή αντιπολίτευση των πολιτικών οργανώσεων βάσης ήταν η πρωταρχική κινητήρια δύναμη της λαϊκής εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος Άσαντ. Διατήρησε τη λαϊκή εξέγερση για πολλά χρόνια οργανώνοντας και τεκμηριώνοντας τις διαμαρτυρίες και τις δράσεις πολιτικής ανυπακοής και παρακίνησε τους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε διαμαρτυρίες. Οι πρώτες εκδηλώσεις των «συντονιστικών επιτροπών» (ή τανσικίγιατ) ήταν συναθροίσεις γειτονιάς σε όλη τη Συρία.
Το καθεστώς στοχεύει συγκεκριμένα σε αυτά τα δίκτυα ακτιβιστών, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει διαδηλώσεις, δράσεις πολιτικής ανυπακοής και εκστρατείες υπέρ πανεθνικών απεργιών. Οι ικανότητες τους ως διοργανωτές και οι δημοκρατικές και οι κοσμικές θέσεις τους υπονόμευσαν την προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο διακήρυξε ότι οι «ένοπλοι ισλαμιστές εξτρεμιστές» αποτελούσαν ολόκληρη την αντιπολίτευση. Πολλοί αντιφρονούντες φυλακίστηκαν, σκοτώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εξορισθούν κάτω απ’ αυτό το ψέμα.
Παρόλα αυτά, οι Σύριοι συνέχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συνεχιζόμενη επανάσταση και καθοδήγησαν διάφορες μορφές λαϊκής αντίστασης ενάντια στο καθεστώς. Μέχρι τις αρχές του 2012, για παράδειγμα, υπήρχαν περίπου 400 διαφορετικές τανσικίγιατ (συντονιστικές επιτροπές) στη Συρία, παρά την έντονη καταστολή από τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος. Επιπλέον, οι Σύριοι επαναστάτες θα αντιμετωπίσουν αργότερα τον αυταρχισμό των διαφόρων θρησκευτικών φονταμενταλιστικών δυνάμεων (όπως της ISIS, της Αλ-Κάιντα, του Τζάις αλ-Ισλάμ και του Άχραρ α-Σαμ), οι οποίες πέτυχαν μεγάλη επέκταση σε ολόκληρη τη χώρα και προσπάθησαν να παρεισφρήσουν στην επανάσταση ή να συντρίψουν το δημοκρατικό της μήνυμα που στρεφόταν ενάντια στους αποκλεισμούς.
Οι ακτιβιστές δημιούργησαν επίσης λαϊκές οργανώσεις και συντόνισαν δημοκρατικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Ξεπήδησαν τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και εφημερίδες. Προέκυψαν πολλές εκστρατείες που αντιτίθονταν τόσο στο καθεστώς όσο και στις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Όλο αυτό το διάστημα οι ακτιβιστές και οι οργανώσεις λαϊκής βάσης προσπάθησαν να δώσουν ένα μήνυμα ανοχής εναντίον των θρησκευτικών αντιπαραθέσων και του ρατσισμού. Αυτοί οι διοργανωτές αμφισβήτησαν τις αυταρχικές πρακτικές ορισμένων ενόπλων ομάδων και αντιτάχθηκαν στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Η τραγωδία είναι ότι κάθε ήττα της δημοκρατικής αντίστασης ενίσχυσε και ευνόησε τις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις στην περιοχή. Η άνοδος των ισλαμικών φονταμενταλιστικών κινημάτων και της κυριαρχίας τους στη στρατιωτική σκηνή σε ορισμένες περιοχές ήταν αρνητική για την επανάσταση, καθώς δεν μοιράζονταν τους στόχους της (δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα).
Αυτά τα κινήματα, με την θρησκευτική και αντιδραστική ρητορική και συμπεριφορά, δεν λειτουργούσαν απλώς απωθητικά για τη μεγάλη πλειοψηφία των θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων και των γυναικών, αλλά και για τμήματα σουνιτικών αραβικών πληθυσμών σε ορισμένες απελευθερωμένες περιοχές όπου είδαμε διαδηλώσεις εναντίον τους, Ειδικά σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης στη Δαμασκό και το Χαλέπι. Επιτέθηκαν και συνέχισαν να επιτίθενται στους δημοκράτες αγωνιστές, ενώ συχνά προσπάθησαν να επιβάλουν την εξουσία τους στους θεσμούς που ανέπτυξαν οι ντόπιοι σε περιοχές που απελευθερώθηκαν, προκαλώντας συχνά την αντίσταση από τους τοπικούς πληθυσμούς ενάντια στις αυταρχικές τους συμπεριφορές.
Souciant: Όπως καταλαβαίνω, η συριακή επανάσταση εγκαθίδρυσε δημοκρατικά εκλεγμένα συμβούλια για να διαχειρίζονται δημόσιες υπηρεσίες και να παρέχουν νερό, τρόφιμα, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Πώς σχετίζονται αυτά τα συμβούλια με τον ένοπλο αγώνα;
Joseph Daher: Μέχρι το τέλος του 2011 και στις αρχές του 2012, οι δυνάμεις του καθεστώτος άρχισαν να αποσύρονται ή εκδιώχνωνταν από τις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης από όλο και περισσότερες περιοχές της Συρίας. Στο κενό που άφησαν πίσω τους, οι τοπικές οργανώσεις άρχισαν να αναπτύσσονται, σχηματίζοντας ουσιαστικά ad-hoc τοπικές κυβερνήσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι λαϊκοί ακτιβιστές και οι ακτιβιστές τοπικής συντονιστικής επιτροπής ήταν οι κύριοι πυρήνες των τοπικών συμβουλίων. Σε ορισμένες περιοχές που απελευθερώθηκαν από το καθεστώς, δημιουργήθηκαν επίσης πολιτικές διοικήσεις για να αντισταθμίσουν την απουσία του κράτους και να αναλάβουν τα καθήκοντά του σε διάφορους τομείς, όπως σχολεία, νοσοκομεία, συστήματα ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, επικοινωνιών, υποδοχής εσωτερικά εκτοπισμένων, καθαρισμού των δρόμων, απομάκρυνσης των απορριμμάτων από το κέντρο της πόλης, γεωργικών εργασιών και πολλές άλλες πρωτοβουλίες.
Τα τοπικά συμβούλια είτε εξελέγησαν είτε εγκαθιδρύθηκαν με συναίνεση. Επιπλέον, ορισμένα τοπικά συμβούλια ενθάρρυναν τις εκστρατείες ακτιβιστών γύρω από δημοκρατικά, καλλιτεχνικά, εκπαιδευτικά ζητήματα και ζητήματα υγείας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε ολόκληρη τη χώρα δημιουργήθηκαν πολλές λαϊκές οργανώσεις νεολαίας καθώς και ελεύθερα μέσα ενημέρωσης όπως εφημερίδες και ραδιόφωνα.
Αυτά τα τοπικά συμβούλια αντιπροσωπεύουν δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις στη Συρία, ανεξάρτητα από το καθεστώς και τα αντιδραστικά κινήματα, και γι’ αυτό ακριβώς οι περιοχές στις οποίες λειτουργούν μπαίνουν πιο συχνά στο στόχαστρο από το καθεστώς και τους συμμάχους του. Ταυτόχρονα, αυτό δεν σημαίνει ότι σε ορισμένα τοπικά συμβούλια δεν υπάρχουν προβλήματα και αντιφάσεις, όπως η έλλειψη συμμετοχής των γυναικών ή η έλλειψη εκπροσώπων μειονοτικών κοινοτήτων. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί ο τρόπος με τον οποίο η λαϊκή εξουσία άνθισε σε δύσκολες συνθήκες.
Ωστόσο, όλες οι πόλεις και οι συνοικίες στις οποίες υπήρξε λαϊκή, δημοκρατική και χωρίς αποκλεισμούς εναλλακτική λύση, έγιναν στόχος, όπως το Ανατολικό Χαλέπι ή η πόλη Ντάραγια στην επαρχία της Δαμασκού. Στην πραγματικότητα, εξακολουθούν να αποτελούν στόχο μαζί με τις δομές πολιτών στις οποίες βασίζονται αυτές οι εμπειρίες. Ανάμεσα στον Μάρτιο του 2011 και τον Ιούνιο του 2013, 382 ιατρικές εγκαταστάσεις δέχτηκαν επιθέσεις, στις οποίες σκοτώθηκαν περισσότεροι από 700 γιατροί. Ο Άσαντ και ο Πούτιν είναι υπεύθυνοι για το 90 τοις εκατό αυτών των επιθέσεων. Έχουν επίσης να βομβαρδίσει και άλλους οργανισμούς πολιτών, μεταξύ των οποίων οργανισμούς εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς και αρτοποιεία, σχολεία και εργοστάσια.
Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 250 τοπικά συμβούλια σε ισχύ στις περιοχές που κυριαρχεί η αντιπολίτευση, τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν. Στα μέσα Ιανουαρίου του 2017 διεξήχθησαν εκλογές για πρώτη φορά στο Ιντλίμπ για την εκλογή ενός πολιτικού συμβουλίου με 25 αντιπροσώπους για να διαχειριστεί την πόλη τους, σχεδόν δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του από έναν ένοπλο συνασπισμό που ονομάζεται Στρατός της Κατάκτησης (Τζάις αλ-Φάταχ), με επικεφαλής την Τζάμπχατ αν-Νούσρα και τον Άχραρ α-Σαμ. Μέχρι τότε, διαχειριζόταν τις υποθέσεις της πόλης η επιτροπή που ορίστηκε από τον Στρατό της Κατάκτησης.
Αυτά τα παραδείγματα λαϊκής και δημοκρατικής αυτοοργάνωσης είναι τα στοιχεία που φοβάται το καθεστώς από το 2011. Από το 2011, το καθεστώς φοβόταν περισσότερο αυτές τις δημοκρατικές οργανώσεις, ακόμη και με όλες τις ατέλειές τους. Ο Ασαντ ανησυχεί πολύ λιγότερο για τη διεφθαρμένη και επίσημη εξόριστη αντιπολίτευση και για τις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Εξάλλου, οι αυταρχικές και θρησκευτικά μισαλλόδοξες πρακτικές του καθεστώτος ενθάρρυναν και ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της ISIS, της Τζάμπχατ αν-Νούσρα και άλλων παρόμοιων οργανώσεων – είναι καλύτερα να έχει ως εχθρό έναν ισλαμικό φονταμενταλισμό παρά κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να κερδίσει ευρεία διεθνή αλληλεγγύη και λαϊκή νομιμότητα στη χώρα.
Η σχέση των τοπικών συμβουλίων με ένοπλες αντιπολιτευτικές ομάδες εξαρτιόταν από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αυτών των δύο και από το αν οι ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης είχαν καλή σχέση με τους ντόπιους πολίτες. Παρ’ όλ’ αυτά, συχνά υπήρχαν προβλήματα μεταξύ αυτών των δύο οντοτήτων, ενώ ταυτόχρονα ορισμένες σχέσεις αποτέλεσαν πρότυπα μίμησης, όπως στη Ντάραγια, πριν ανακαταληφθεί από το καθεστώς το 2016 και εκτοπιστεί ο πληθυσμός της.
Στην πόλη Ντάραγια, οι παρατάξεις του FSA βρίσκονταν υπό την άμεση εξουσία του τοπικού συμβουλίου και κάθε στρατιωτική επιχείρηση έπρεπε να συντονιστεί με αυτό. Η πόλη διέθετε επίσης ένα μόνο ταμείο οικονομικών, το οποίο διαχειριζόταν τις δωρεές και την οικονομική βοήθεια που δόθηκε στην πόλη. Το τοπικό συμβούλιο ήταν υπεύθυνο για τη διανομή των κονδυλίων, τα οποία διατέθηκαν σε διάφορες υπηρεσίες όπως η υποστήριξη των παρατάξεων του FSA, των ανθρωπιστικών λειτουργιών και των λειτουργιών ανακούφισης και η παροχή καθημερινής βοήθειας στον πολιορκημένο πληθυσμό της πόλης. Το Τοπικό Συμβούλιο τις διέταξε επίσης να αποφύγουν κάθε είδους παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οποιαδήποτε εξτρεμιστική ρητορική θρησκευτικής αντιπαράθεσης ή συμπεριφορά.
Μετάφραση: e la libertà