Οδοφράγματα στο Γκεζί, Ιούνιος 2013
Εισαγωγή του LeftEast
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της συνέντευξής μας με τον Φώτη Μπενλισόι για την ιστορία της τουρκικής Αριστεράς από το πρώιμο-οθωμανικό ξεκίνημά της μέχρι σήμερα. Όπως εξήγησε ο Μπενλισόι στο 1ο Μέρος, η εποχή μεταξύ του πραξικοπήματος του 1960 και του 1980 ήταν μια κορύφωση για το εργατικό κίνημα και τα σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα στην Τουρκία, που χαρακτηρίζονταν από υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και μια επαγγελματική τάξη πάρα πολύ αφοσιωμένη στις αριστερές, αντιιμπεριαλιστικές και αναπτυξιακές-εθνικιστικές ιδεολογίες. Όπως και σε πολλές άλλες χώρες, η δεκαετία του 1980 ήταν μια δεκαετία καπιταλιστικής λιτότητας υπό την αιγίδα μιας νεοφιλελεύθερης στροφής που υποστηρίχτηκε από τις δυνάμεις της ένοπλης καταστολής, στην περίπτωση της Τουρκίας το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Παρακάτω, ζητούμε από τον Φώτη Μπενλισόι να αναλύσει τις πολυάριθμες προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Αριστερά εκείνη την εποχή που κορυφώθηκε με ένα δεύτερο σοκ για το θεσμικό σοσιαλιστικό κίνημα: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Τέλος, ο Μπενλισόι περιγράφει τις σημερινές προοπτικές δίνοντας έμφαση στο κίνημα του Γκεζί και στους συνεχιζόμενους αγώνες γύρω από τις κουρδικές επιδιώξεις.
Φώτης Μπενλισόι
Μια Σύντομη Ιστορία της Τουρκικής Αριστεράς, Μέρος 2ο: Από το 1980 μέχρι σήμερα
LeftEast: Η περεστρόικα και το τέλος του σοβιετικού μπλοκ επηρέασαν σοβαρά την τουρκική αριστερά ή ήταν μέχρι τότε αρκετά απομονωμένη από αυτές τις διαδικασίες στο σοβιετικό μπλοκ αντιμετωπίζοντας κυρίως τις συνέπειες του πραξικοπήματος του 1980; Τι διαχωριστικές γραμμές και συζητήσεις χαρακτηρίζουν την τουρκική αριστερά κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000;
Φώτης Μπενλισόι: Η διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν βεβαίως ένα σοκ για τη ριζοσπαστική αριστερά στην Τουρκία. Αλλά αυτό από μόνο του δεν οδήγησε σε μια ήττα ή σε αποσύνθεση. Επανέφερε μόνο τα αρνητικά αποτελέσματα προηγούμενων αποτυχιών. Από τη μία πλευρά, υπήρξε η πολιτική και οργανωτική ήττα που ήταν αποτέλεσμα του βάναυσου στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1980. Από την άλλη πλευρά, υπήρξε η ιδεολογική ήττα που προκάλεσε ο πρώιμος νεοφιλελευθερισμός του Τουργκούτ Οζάλ. Ήταν κυρίως η οικονομική και κοινωνική πολιτική του τελευταίου που αντέστρεψε πλήρως το πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Η ιστορία είναι παρόμοια με άλλες κοινωνίες που πέρασαν από τον πρώιμο νεοφιλελευθερισμό. Αυτό που έκανε ο Οζάλ ήταν να αποσυνθέσει και να αποδυναμώσει την εργατική τάξη και να αποπολιτικοποιήσει την ταξική πολιτική με ένα μίγμα νεοφιλελεύθερου τεχνοκρατισμού και δεξιού λαϊκισμού. Ο «Οζαλισμός» ήταν καθοριστικός για την αναμόρφωση του κοινωνικού ιστού της αριστεράς. Στην ουσία, η τουρκική αριστερά δεν είχε ποτέ ριζώσει στην εργατική τάξη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η κύρια δεξαμενή στρατολογιών για την αριστερά ήταν, όπως λέμε με τους όρους του Πουλαντζά, «η νέα μικροαστική τάξη», δηλαδή σπουδαστές, καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί κλπ. Ο νεοφιλελευθερισμός του Οζάλ, ανοίγοντας νέους δρόμους σταδιοδρομίας γι’ αυτά τα στρώματα και εκφράζοντας την όρεξή τους για ευκαιρίες στην αγορά, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για τη μετατροπή αυτής της «ευαισθητοποιημένης για τα κοινά διανόησης» σε επαγγελματικές μεσαίες τάξεις προσανατολισμένες στην αγορά. Έτσι η περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης ως κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου και ο ιδεολογικός μετασχηματισμός της «διανόησης» κατά τη διάρκεια αυτών των ετών απομόνωσε κοινωνικά την αριστερά και την κατέστησε πολιτικά ανίκανη. Αυτή ήταν η «κληρονομιά» του Οζαλισμού για την τουρκική ριζοσπαστική αριστερά.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα κυριότερα ζητήματα για την Αριστερά ήταν η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ και η ανάπτυξη και μαζικοποίηση του κουρδικού κινήματος. Αυτά τα δύο λαϊκά κινήματα κυριάρχησαν στην πολιτική αρένα από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και η αριστερά προσπάθησε να προσαρμοστεί σε αυτό το νέο πολιτικό κλίμα. Το πολιτικό ισλάμ κατόρθωσε να γεμίσει το κενό της αριστεράς και, σε κάποιο βαθμό, να κινητοποιήσει τις υποτελείς τάξεις μέσω ενός λόγου αντικεμαλικού λαϊκισμού. Το κουρδικό κίνημα, από την άλλη πλευρά, έγινε ένα μαζικό πολιτικό φαινόμενο και αυτό δημιούργησε τεράστια πίεση στον εθνικιστικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Στην πραγματικότητα η κουρδική αριστερά ήταν απόγονος της ευρύτερης ζύμωσης μέσα στην τουρκική αριστερά. Στη δεκαετία του ’70 οι κουρδικές αριστερές οργανώσεις άρχισαν να διεκδικούν ένα ανεξάρτητο πολιτικό πρόγραμμα και στρατηγική από την τουρκική αριστερά και να εκφράζουν το δικαίωμά τους στην οργανωτική αυτονομία.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ΡΚΚ κυριάρχησε στην πολιτική γεωγραφία της κουρδικής αριστεράς. Η μαοϊκή στρατηγική του για τον παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο και τη δημιουργία ελεύθερων ζωνών για την ενδεχόμενη ανεξαρτησία του Κουρδιστάν κέρδισε δυναμική από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 τα δύο αυτά κινήματα εξελίχθηκαν: το AKP του Ερντογάν ήταν μια «ηπιότερη» εκδοχή του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ που αγκάλιασε τον νεοφιλελευθερισμό και τα ρητά της διεθνούς τάξης. Μετά την οικονομική κρίση του 2001 που οδήγησε στην κατάρρευση των κεντροδεξιών κομμάτων, το AKP κυριάρχησε στο πολιτικό φάσμα. Το κουρδικό κίνημα, ιδίως μετά από σημαντικές στρατιωτικές ανατροπές στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη σύλληψη του Οτσαλάν, σταδιακά μεταμορφώθηκε από ένα κλασικό «επαναστατικό» εθνικό απελευθερωτικό κίνημα σε ένα πλατύ δημοκρατικό αριστερό κίνημα με μεγάλη έμφαση στη φεμινιστική και οικολογική προοπτική. Η τεράστια επιτυχία των νόμιμων πολιτικών κομμάτων που συνδέονταν με το ευρύτερο κουρδικό κίνημα (το HDP και οι προκάτοχοί του της δεκαετίας του 2000 και του 1990) διαδραμάτισε έναν κρίσιμο και ενίοτε αντιφατικό ρόλο σε αυτή τη μεταμόρφωση. Από τη μια πλευρά, τα κόμματα αυτά έγιναν το κύριο μέσο όπου πολλοί τομείς της κουρδικής κοινωνίας πολιτικοποιήθηκαν και κινητοποιήθηκαν. Από την άλλη πλευρά, αυτά τα πολιτικά κόμματα εξασφάλιζαν μια ορισμένη συμμετοχή στα θεσμικά όργανα του τουρκικού κράτους και έτσι έγιναν μηχανισμοί για τον μετριασμό του πολιτικού λόγου και της στρατηγικής του κινήματος.
Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό και σύγχυση στα απομεινάρια της τουρκικής αριστεράς. Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ και η κυριαρχία του ΑΚΡ οδήγησαν σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των αριστερών φιλελευθέρων που είδαν την ευκαιρία για εκδημοκρατισμό στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ΑΚΡ στα πρώτα χρόνια της εξουσίας και εκείνων που υιοθέτησαν μια στάση αντι-ΑΚΡ από μία μάλλον φιλοκεμαλική και εθνοκυριαρχική προσέγγιση. Αυτή η πόλωση είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την αριστερά. Η άνοδος του κουρδικού κινήματος άνοιξε νέους χώρους για την αριστερά εν γένει. Αλλά το ζήτημα του πώς να συνδεθεί με το κουρδικό κίνημα ήταν επίσης μια πρόκληση. Οι οργανώσεις της τουρκικής αριστεράς αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να καταρρεύσουν μεταξύ της Σκύλλας τού να χάσουν την οργανωτική και στρατηγική αυτονομία μπροστά στο μαζικό κουρδικό κίνημα και να γίνουν απλοί δορυφόροι και της Χάρυβδης τού να υιοθετήσουν μια μάλλον εθνικιστική προσέγγιση (βέβαια διατυπωμένη σε ένα αντιιμπεριαλιστικό ή / και φιλοκεμαλικό πολιτικό λεξιλόγιο) εναντίον του κουρδικού κινήματος.
Ελλείψει εναλλακτικής λύσης στα αριστερά, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν χειραγώγησε με επιτυχία την κοινωνική δυσαρέσκεια που δημιούργησε η οικονομική κρίση του 2001. Αυτός ο λαϊκισμός διαμόρφωσε την πολιτική αρένα επενδύοντας στο φανταστικό πολιτισμικό χάσμα μεταξύ ενός «μη εθνικού» ελιτιστικού συστήματος, το οποίο υποτίθεται περιφρονεί τις «αυθεντικές» εθνικές αξίες και του ευσεβούς έθνους. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην εξουσία, το AKP μπορεί να ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται ενάντια στην ελιτιστική κηδεμονία της γραφειοκρατίας και του στρατού που εμπόδιζε την πρόοδο και τη δημοκρατία της Τουρκίας. Με αυτό τον τρόπο, το ΑΚΡ κατάφερε να επεκτείνει την ηγεμονία του σε ευρύτερες μάζες και να οικειοποιηθεί διαφωνούντα πιθανόν στοιχεία. Ενώ υποχρέωνε τις ευρύτερες μάζες να επιλέξουν πλευρές στην υποτιθέμενη μάχη μεταξύ της λεγόμενης «Γιακοβίνικης-Κεμαλικής ελίτ» και του «θεοσεβούμενου έθνους», το ΑΚΡ αποδυνάμωσε την εργατική τάξη και αποπολιτικοποίησε τις ταξικές αντιπαραθέσεις με το να τις κρύψει κάτω από αυτό το πολιτιστικό πέπλο. Δυστυχώς, αντί να επιδιώκει να ανοίξει ένα τρίτο μέτωπο βασισμένο στα δημοφιλή αιτήματα των εργατών, των γυναικών και όλων των καταπιεσμένων και να επιδιώξει έτσι να εμψυχώσει τις λαϊκές τάξεις, η αριστερά γενικά επέλεξε να γίνει μέρος αυτών των «πολιτιστικών πολέμων» του ΑΚΡ. Έτσι, χάνοντας την ταξική της βάσης, η αριστερά σχεδόν έπαψε να είναι ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στο πολιτικό τοπίο της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι, ειδικά κατά τη διάρκεια του 2000, η αριστερά όλο και περισσότερο αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να γίνει ένας απλός δορυφόρος άλλων πολιτικών δυνάμεων (φιλελεύθερων, δημοκρατών κλπ.) Σχεδόν σε κάθε πολιτικό σημείο καμπής.
LeftEast: Και τώρα στο πιο δύσκολο θέμα - η αριστερά σήμερα. Οι διαδηλώσεις του Γκεζί του 2013 ήταν μια στιγμή τεράστιας ανάκαμψης για την αριστερά. Ωστόσο, κάτω από την μαζική κρατική καταστολή τα τελευταία δύο χρόνια, η αριστερά φαίνεται να έχει εξασθενίσει ως ενεργή δύναμη. Απλώς φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστες νόμιμες στρατηγικές ανοιχτές. Βλέπετε τρόπους για να βγεί από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται σήμερα η αριστερά; Τι πρέπει να κάνει, πέρα από το να είναι μάρτυρας της αυξανόμενης καταπίεσης στην οποία υποβάλει το καθεστώς του ΑΚΡ την Τουρκική Αριστερά και την τουρκική κοινωνία; Υπάρχουν κάποιες μορφές αλληλεγγύης των αριστερών εκτός Τουρκίας που μπορούν να αναπτυχθούν ουσιαστικά;
Φώτης Μπενλισόι: Η Κλάρα Τσέτκιν έγραψε το 1923 ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν η «τιμωρία του προλεταριάτου για την αποτυχία να συνεχίσει την επανάσταση που ξεκίνησε στη Ρωσία». Αν γνωρίζετε την ιταλική ιστορία, θα θυμάστε ότι ο φασισμός θριάμβευσε μόνο μετά και λόγω της αποτυχίας του biennio rosso [κόκκινη διετία], η οποία ήταν μια περίοδος έντονων συγκρούσεων. Με την ίδια έννοια, μπορεί κανείς να πει ότι ο Ερντογανικός βοναπαρτισμός είναι μια τιμωρία των κοινωνικών αγώνων στην Τουρκία για την αποτυχία να συνεχίσουν την εξέγερση στο Γκεζί. Ξεκινώντας από έναν αγώνα για την εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου - όχι άμεσα ένα κίνημα που βασίζεται στην τάξη, αλλά συνδέεται με τους ταξικούς αγώνες - η εξέγερση του Γκεζί και η κοινωνική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση προκάλεσε την αποσταθεροποίηση του προηγούμενου μπλοκ εξουσίας.
Η εξέγερση του Γκεζί έσπασε το φανταστικό όριο ανάμεσα σε δύο «στρατόπεδα» - ή «γειτονιές», όπως τα περιγράφει το σύγχρονο τουρκικό πολιτικό ιδίωμα. Το Γκεζί άντλησε τη δύναμή του από μια αντιαυταρχική ώθηση που ξεπέρασε την πολιτισμική σύγκρουση ανάμεσα στους λεγόμενους κοσμικούς και ισλαμιστικούς τρόπους ζωής, την οποία ο συντηρητικός λαϊκισμός του κυβερνώντος κόμματος διαχειρίστηκε επί σειρά ετών για να καταστήσει τις ταξικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις αόρατες. Αυτό που έκανε την κυβέρνηση – και πιο συγκεκριμένα τον Ερντογάν – να πανικοβληθεί ήταν η ανικανότητά της να απεικονίσει τη διαμαρτυρία ως συνέχεια των προηγούμενων ρεπουμπλικανών κινητοποιήσεων των κοσμικών κεμαλικών. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το Γκεζί χωρίς τις πολιτικές και πολιτιστικές αντιπαραθέσεις που προτιμούσε. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο τον Ιούνιο του 2013 ο Ερντογάν κατηγόρησε διαδηλωτές για προσβολή και επίθεση σε γυναίκες που φορούσαν μαντίλα στο Καμπατάς ή για μέθη μέσα σε ένα τζαμί. Πρόβαλε τον εαυτό του να εμποδίζει την εξέγερση να μολύνει το ευσεβές έθνος, του οποίου ισχυρίστηκε ότι είναι ο αληθινός εκπρόσωπος.
Σύμφωνα με τον συντηρητικό εθνικιστή μυθιστοριογράφο Πεγιαμί Σαφά, ο Ερντογάν ήθελε να εμποδίσει το Γκεζί να εξαπλωθεί «από το Χαρμπιγιέ στο Φατίχ». Στο μυθιστόρημά του τού 1931, το Fatih Harbiye, το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή, ο Σαφά περιγράφει τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο γειτονιές της Κωνσταντινούπολης – το μοντέρνο Χαρμπιγιέ, το οποίο συμβόλιζε ένα δυτικό τρόπο ζωής και την παλιά συνοικία του Φατίχ, η οποία ενέπνευσε τους «παραδοσιακούς» ισλαμιστικούς τρόπους. Ο τουρκικός συντηρητισμός –τόσο στις εθνικιστικές όσο και στις ισλαμικές εκδοχές του– έχει αντιπαραθέσει πολλές φορές τις δυτικότροπες και τις παραδοσιακές γειτονιές μεταξύ τους. Ο Ερντογάν κεφαλαιοποίησε τον συμβολισμό αυτό, ισχυριζόμενος ότι το Γκέζι ήταν – σύμφωνα με τα λόγια του ισλαμιστή ποιητή Νετζίπ Φαζίλ Κισακιουρέκ – απλώς «μια περιοχή του Μπέϊογλου που είχε αλλοφρονήσει».
Ο Ερντογάν πέτυχε. Ενίσχυσε την κυριαρχία του πάνω στην εκλογική του βάση και εμπόδισε οποιαδήποτε διάσπαση. Περιόρισε την επιρροή του Γκεζί σε μια συγκεκριμένη πολιτιστική και, φυσικά, γεωγραφική θέση. Απομονωμένο, το Γκεζί θρυμματίστηκε απέναντι στα εμπόδια της κυβέρνησης. Έτσι, μετά την εξέγερση, η αριστερά δεν μπόρεσε να αντισταθεί σε μια πολιτική τού «λιγότερο κακού» («οποιοσδήποτε εκτός από τον Ερντογάν») και έναν αντιερντογανισμό χωρίς σαφές κοινωνικό ή ταξικό περιεχόμενο. Έτσι, οι ριζοσπαστικές δυνατότητες του Γκεζί διοχετεύτηκαν στον εκλογικισμό και κολλήσαν στα όρια της επικρατούσας δημοκρατικής-φιλελεύθερης αντιπολίτευσης. Επομένως, το Γκεζί δεν είχε το εύρος να δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό μπλοκ, ένα νέο ηγεμονικό σχέδιο που να στηρίζεται στην πολιτική ενεργητικότητα των υποτελών τάξεων.
Σε περιόδους έντονης κρίσης, το πολιτικό κέντρο μετατοπίζεται γρήγορα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς σαν ένα εκκρεμές. Έτσι, από τη μια, το Γκέζι οδήγησε σε κρίση το προηγούμενο κυβερνητικό μπλοκ και αποσταθεροποίησε το πολιτικό κέντρο, αλλά από την άλλη, η αποτυχία του οδήγησε σε ριζική ακροδεξιά αντίδραση. Παρά τον μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα του Γκεζί και τους αγώνες που προκάλεσε, δεν ήταν γενικά σε θέση να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι μαζικοί αγώνες δεν προκάλεσαν μια ριζική μετατόπιση της ισορροπίας των δυνάμεων που να είναι ευνοϊκή για τους καταπιεσμένους. Έτσι (καθώς γιορτάζουμε και τα εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση), όπως κάθε Φεβρουάριος χωρίς έναν Οκτώβρη, οι αποτυχίες μας οδήγησαν σε μια μορφή «Κορνιλοφισμού» στο πρόσωπο του Ερντογάν.
Ο βοναπαρτισμός του Ερντογάν υψώνεται πάνω στα πολιτικά ερείπια της καπιταλιστικής τάξης και της εργατικής τάξης, οι οποίες και σήμερα αδυνατούν να διεκδικήσουν την πολιτική, κοινωνική και ηθική ηγεμονία της τουρκικής κοινωνίας. Από τη μία πλευρά, η άρχουσα τάξη δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την ενότητά της με κοινοβουλευτικά μέσα. Έχει χάσει την ικανότητά της να ασκεί σταθερή και συνεχή ηγεμονία πάνω στους κυριαρχούμενους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιλέγει να γονατίσει μπροστά στον Ερντογάν «ο οποίος διεκδικεί το κράτος ως ιδιωτική του περιουσία» (Μαρξ) και προτιμά να διατηρήσει την κοινωνική και οικονομική της δύναμη παραιτούμενη από την αυτόνομη πολιτική της εξουσία. Η καπιταλιστική τάξη επιλέγει την πολιτική εκμηδένιση, αφού, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «για να σώσει το πουγγί της, πρέπει να αρνηθεί το στέμμα και το ξίφος, που πρέπει να την υπερασπίζει, θα πρέπει να κρέμεται ταυτόχρονα σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι της.» Η εργατική τάξη, από την άλλη πλευρά, είναι ανίκανη, κατακερματισμένη και αποδιοργανωμένη ύστερα από χρόνια νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» και αυταρχικών πολιτικών. Υπάρχουν πολλοί κοινωνικοί αγώνες που γίνονται, αλλά δεν διαθέτουν προς το παρόν τα πολιτικά, οργανωτικά και προγραμματικά μέσα για να αποτελέσουν τη βάση για ένα αντι-ηγεμονικό σχέδιο. Έτσι, αυτή η συγκεκριμένη συγκυρία στον ταξικό αγώνα, που χαρακτηρίζεται από την πολιτική εξάντληση και την ανικανότητα των κύριων κοινωνικών τάξεων, εγγυάται τη συνέχεια του βοναπαρτισμού του Ερντογάν. Ως εκ τούτου, το βοναπαρτιστικό καθεστώς μπορεί να νικηθεί μόνο με την αλλαγή αυτής της ιδιότυπης ισορροπίας των ταξικών δυνάμεων υπέρ των λαϊκών τάξεων.
Από την άποψη αυτή, νομίζω ότι οι ελιγμοί που επικεντρώνονται στις νεοφιλελεύθερες, μισογυνιστικές και εθνικιστικές πολιτικές της κυβέρνησης μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στα κοινωνικά κινήματα και την αριστερά να ανακάμψουν και να ανασυγκροτηθούν. Για το λόγο αυτό, οι ενιαιομετωπικές τακτικές στο επίπεδο των κοινωνικών αγώνων (και όχι μόνο στο εκλογικό επίπεδο) είναι κρίσιμες. Η πολιτική ισορροπία δυνάμεων που μας οδήγησε στην αύξηση του αυταρχισμού μπορεί να μεταβληθεί μόνο με την αλλαγή της υπάρχουσας ισορροπίας δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων υπέρ της εργατικής τάξης. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να συνδυάσουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα με τις κοινωνικές και οικονομικές διεκδικήσεις και να επιμείνουμε στη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας και της στρατηγικής αυτονομίας της ριζοσπαστικής αριστεράς, προωθώντας παράλληλα ευρείες και ανοικτές εκστρατείες για την προάσπιση της δημοκρατίας.
Μετάφραση: e la libertà
Foti Benlisoy, «A Brief History of the Turkish Left, Part 2: from the 1980 Coup to the Present», LeftEast, 7 Μαΐου 2018.
Ο Φώτης Μπενλισόι, είναι ιστορικός και συνιδρυτής του ελληνοτουρκικού εκδοτικού οίκου Ιστός/Istos, στον οποίο έχουν δημοσιευτεί βιβλία για τις διαδηλώσεις στην Ελλάδα, την Τυνησία και την Αίγυπτο και για το κίνημα Γκεζί, στα τουρκικά. Αρθρογραφεί στο Başlangıç και σε άλλες ιστοσελίδες. Έχει γράψει επίσης πολλά άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες και ιστοσελίδες.
Διαβάστε το 1ο Μέρος της συνέντευξης:
Φώτης Μπενλισόι, «Μια Σύντομη Ιστορία της Τουρκικής Αριστεράς, Μέρος 1ο: Από τις απαρχές μέχρι το πραξικόπημα του 1980»