Μια γυναίκα και τα παιδιά της κάθονται ανάμεσα στα συντρίμμια του κατεστραμμένου σπιτιού της στο λιμάνι της Σαΐντα (Σιδώνας), στο Λίβανο, τον Ιούνιο του 1982, κατά τη διάρκεια της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο. Φωτογραφία: Bryn Colton/Getty Images
Mick Armstrong
Η ιστορία της επιθετικότητας του Ισραήλ κατά του Λιβάνου
Η πρόσφατη δολοφονική επίθεση του Ισραήλ στο Λίβανο αποτελεί μέρος ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Το Ισραήλ έχει εισβάλει στο Λίβανο τρεις φορές στο παρελθόν – το 1978, το 1982 και το 2006. Κάθε φορά, το Ισραήλ προκάλεσε φρικτό θάνατο και δυστυχία, καθώς και καταστροφή ζωτικής σημασίας υποδομών και ανάγκασε επίσης χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Οι τρεις προηγούμενες εισβολές αποτελούν, ωστόσο, μόνο ένα μέρος της ιστορίας της συντονισμένης επίθεσης του Ισραήλ κατά του λιβανέζικου λαού. Για πολύ περισσότερο από 50 χρόνια, υπήρξαν επανειλημμένες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές, επιχειρήσεις δολιοφθοράς, ναυτικές επιθέσεις, επιδρομές στα σύνορα και χρηματοδότηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων των φασιστικών δυνάμεων του Λιβάνου. Και για πολλά χρόνια, το Ισραήλ συνέχιζε την κατοχή του νότιου Λιβάνου.
Μετά την ήττα της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) στην Ιορδανία το 1971, ο Λίβανος έγινε το κύριο κέντρο της παλαιστινιακής αντίστασης στη σιωνιστική κατοχή. Για να αντιμετωπίσει τις παλαιστινιακές δυνάμεις, το Ισραήλ επιτέθηκε στο Λίβανο περισσότερες από 6.200 φορές μεταξύ 1968 και 1975.
Ως συνέπεια των ισραηλινών αεροπορικών επιθέσεων, ορισμένοι από τους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς στο νότιο Λίβανο ισοπεδώθηκαν πλήρως. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1977, περίπου 300.000 πρόσφυγες –κυρίως Λιβανέζοι σιίτες μουσουλμάνοι– είχαν εγκαταλείψει τον νότιο Λίβανο.
Οι επιθέσεις αυτές προκάλεσαν μαζική λαϊκή αντίδραση μεταξύ των εργαζομένων και των φτωχών του Λιβάνου. Αφού οι Ισραηλινοί δολοφόνησαν τρεις Παλαιστίνιους ηγέτες στη Βηρυτό το 1973, 250.000 άνθρωποι, περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού του Λιβάνου, διαδήλωσαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο λιβανέζικος στρατός, ωστόσο, αρνήθηκε να κουνήσει το δαχτυλάκι του για να πολεμήσει το Ισραήλ και αντί γι’ αυτό προσπάθησε να συντρίψει την αντίσταση.
Οι συνεχείς επιδρομές στο νότιο Λίβανο ριζοσπαστικοποίησαν τον κυρίως σιιτικό πληθυσμό του νότου και οδήγησαν στην ταχεία ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου, της Οργάνωσης Κομμουνιστικής Δράσης και άλλων σοσιαλιστικών ομάδων. Οι ομάδες αυτές οργάνωσαν ένοπλες πολιτοφυλακές για την απόκρουση των ισραηλινών επιθέσεων.
Το Ισραήλ με τη σειρά του εξόπλισε και εκπαίδευσε φασιστικές πολιτοφυλακές στο Λίβανο. Η μεγαλύτερη πολιτοφυλακή, η Κατάεμπ ή Φάλαγγα, ήταν απευθείας εμπνευσμένη από τους Ισπανούς φασίστες του στρατηγού Φράνκο της δεκαετίας του 1930.
Τον Μάρτιο του 1978, το Ισραήλ εισέβαλε στον νότιο Λίβανο μέχρι τον ποταμό Λιτάνι σε μια προσπάθεια να συντρίψει τις αντάρτικες δυνάμεις της PLO. Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις εξαπέλυσαν βόμβες διασποράς που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον του άμαχου πληθυσμού, σκοτώνοντας 1.100 έως 2.000 Λιβανέζους και Παλαιστίνιους και αναγκάζοντας 100.000 έως 250.000 να φύγουν ως πρόσφυγες.
Το Ισραήλ εγκατέστησε τον ακροδεξιό σύμμαχό του, την πολιτοφυλακή του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου, για να αναλάβει τη διοίκηση του λιβανέζικου εδάφους νότια του ποταμού Λιτάνι. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης στρατιωτικής του διακυβέρνησης, ο στρατός του Νοτίου Λιβάνου, ο οποίος συγκροτήθηκε, οπλίστηκε και εκπαιδεύτηκε από το Ισραήλ, έγινε διαβόητος για την ωμή βιαιότητά του. Το 1985, δημιούργησε το κέντρο κράτησης Χιάμ, όπου εφαρμόστηκαν βασανιστήρια σε μεγάλη κλίμακα εναντίον των λαϊκών αντιπάλων του.
Το 1982, το Ισραήλ εισέβαλε ξανά. Αυτή τη φορά, τα ισραηλινά στρατεύματα προχώρησαν μέχρι την πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βηρυτό. Πολιορκούσαν την πόλη για σχεδόν δύο μήνες για να αναγκάσουν τον πληθυσμό να υποταχθεί με την πείνα. Στη συνέχεια εξαπέλυσαν τους φασίστες συμμάχους τους στο Λίβανο για να πραγματοποιήσουν μια φρικτή σφαγή του πληθυσμού των προσφυγικών καταυλισμών της Σάμπρα και της Σατίλα.
Σε ορισμένες περιοχές του νότιου Λιβάνου, η ισλαμιστική οργάνωση Αμάλ κατάφερε να κινητοποιήσει τμήματα του σιιτικού πληθυσμού εναντίον των Παλαιστινίων και της αριστεράς, τους οποίους κατηγορούσαν για την καταστροφή που προκάλεσε το Ισραήλ. Η Αμάλ μιμήθηκε τη φασιστική Φάλαγγα με τις δικές της σφαγές Παλαιστινίων. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια ένας συντονισμένος αγώνας αριστερών και αραβικών εθνικιστικών δυνάμεων κατάφερε να εκδιώξει τους Ισραηλινούς από όλο το νότιο Λίβανο, εκτός από μια μικρή λωρίδα.
Μέχρι το 2006, η Χεζμπολλάχ είχε καθιερωθεί ως ισχυρή δύναμη στο Λίβανο, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Έτσι, το Ισραήλ εισέβαλε και πάλι, αποφασισμένο να εξουδετερώσει τη Χεζμπολλάχ και να αποδυναμώσει έτσι σοβαρά τη στρατηγική θέση του συμμάχου της Χεζμπολλάχ, του Ιράν.
Όπως συμβαίνει πάντα, το Ισραήλ υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, οι οποίες άσκησαν βέτο σε ψήφισμα του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός. Αρχικά, τα περισσότερα από τα γύρω σουνιτικά αραβικά κράτη χάρηκαν που είδαν το Ισραήλ να τα βάζει με τον περιφερειακό τους αντίπαλο.
Αλλά αυτή τη φορά ο ισραηλινός οδοστρωτήρας ανακόπηκε στην πορεία του, καθώς η Χεζμπολλάχ κατάφερε να συγκεντρώσει ευρεία λαϊκή υποστήριξη και εκτός του πυρήνα της σιιτικής κοινοτικής της βάσης. Μετά από 33 ημέρες έντονων μαχών, οι Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με την ουρά στα σκέλια.
Το Ισραήλ σχεδιάζει εδώ και καιρό μια νέα επίθεση κατά της Χεζμπολλάχ για να επανορθώσει για την ήττα του το 2006. Η δημόσια αιτιολόγηση του Ισραήλ αυτή τη φορά είναι ότι απλώς απαντά στις επιθέσεις με ρουκέτες της Χεζμπολλάχ, μιας οργάνωσης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Αλλά το ισραηλινό κράτος και, ως γνωστόν, ο μηχανισμός ασφαλείας του, η Μοσάντ, είναι εδώ και καιρό από τους πιο επιδέξιους και απροκάλυπτους φορείς της τρομοκρατίας –βομβιστικές επιθέσεις σε αυτοκίνητα, μεμονωμένες δολοφονίες, δηλητηριάσεις και επιχειρήσεις δολιοφθοράς– σε όλο τον κόσμο. Η πρόσφατη συντονισμένη ισραηλινή επίθεση σε συσκευές τηλεειδοποίησης και ασύρματους είναι απλώς η τελευταία τρομοκρατική τους θηριωδία.
Για άλλη μια φορά η πολεμική εκστρατεία του Ισραήλ υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις όπως η Αυστραλία. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν επιθυμεί την προοπτική ενός πολέμου με το Ιράν, την οποία ανοίγει η επίθεση του Ισραήλ κατά της Χεζμπολλάχ. Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να παρέχουν τον οπλισμό από τον οποίο εξαρτάται ζωτικά το Ισραήλ για να πραγματοποιήσει την επίθεσή του στο Λίβανο και στέλνουν περισσότερα πολεμικά πλοία και στρατεύματα στη Μέση Ανατολή για να υποστηρίξουν το Ισραήλ. Γιατί;
Επειδή, ανεξάρτητα από τις «υπερβολές» του, το Ισραήλ είναι μια βασική στρατηγική δύναμη που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Με τον τεράστιο πετρελαϊκό της πλούτο και τη στρατηγική της θέση, συμπεριλαμβανομένης της κρίσιμης διεθνούς εμπορικής οδού, της διώρυγας του Σουέζ, η περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Κατά συνέπεια, το κατεστημένο των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, συνεχίζει να παρέχει την πολιτική υποστήριξη και τον τεράστιο στρατιωτικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για να διεξάγει το Ισραήλ τους επαναλαμβανόμενους πολέμους του και να πραγματοποιεί τη γενοκτονία του στη Γάζα.
Η φιλελεύθερη ισραηλινή εφημερίδα Haaretz συνόψισε τη σχέση του Ισραήλ με τον δυτικό ιμπεριαλισμό ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1951: «Στο Ισραήλ έχει ανατεθεί ένας ρόλος που δεν διαφέρει από εκείνον του φύλακα ... Σε περίπτωση που η Δύση προτιμήσει για τον ένα ή τον άλλο λόγο να κλείσει τα μάτια της, μπορεί να βασιστεί στο Ισραήλ που θα τιμωρήσει αυστηρά εκείνα τα γειτονικά κράτη των οποίων η έλλειψη τρόπων συμπεριφοράς προς τη Δύση έχει ξεπεράσει τα δέοντα όρια».
Πράγματι, οι περισσότεροι από τους αμέτρητους πολέμους του Ισραήλ έχουν διεξαχθεί, όχι εναντίον των Παλαιστινίων, αλλά εναντίον των γειτονικών αραβικών κρατών. Ήδη από το 1956, το Ισραήλ κατέστησε σαφή το ρόλο του ως προστάτη των δυτικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, συμμετέχοντας μαζί με τις παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Βρετανίας σε έναν πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Ο πόλεμος ήταν η απάντηση στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τη νέα εθνικιστική κυβέρνηση της Αιγύπτου με επικεφαλής τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ.
Έκτοτε, το Ισραήλ διεξάγει τον ένα πόλεμο μετά τον άλλο εναντίον των γύρω αραβικών κρατών. Ήταν η αστραπιαία στρατιωτική νίκη του Ισραήλ το 1967 επί της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας που κατέδειξε πραγματικά την αξία του Ισραήλ για τις ΗΠΑ ως δύναμη στην περιοχή.
Ως επακόλουθο του πολέμου του 1967, οι ΗΠΑ άρχισαν να ρίχνουν όλο το βάρος τους υπέρ του Ισραήλ με πολύ μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη. Έγινε ο βασικός υπερασπιστής των δυτικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων σε μια ασταθή περιοχή. Ο τελευταίος πόλεμος του Ισραήλ δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο.
Η υποκρισία της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης του Αλμπανέζε, για την καταστροφή που προκαλείται στο Λίβανο είναι μεγάλη. Αλλά οι εκκλήσεις των δυτικών ηγετών για κατάπαυση του πυρός και «αυτοσυγκράτηση» από το Ισραήλ δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παράσταση.
Οι πλούσιοι και ισχυροί στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Αυστραλία γνωρίζουν από ποια πλευρά είναι το βούτυρο για το ψωμί τους. Μια νίκη του Ισραήλ εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τα αρπακτικά καπιταλιστικά τους συμφέροντα. Πρέπει να αντιταχθούμε σθεναρά σε αυτόν τον πόλεμο.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Mick Armstrong, “Israel’s history of aggression against Lebanon”, Red Flag, 1 Οκτωβρίου 2024, https://redflag.org.au/article/israels-history-of-aggression-against-lebanon.