Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου 2016 14:55

Η Ρωσία σε κρίση: οι αγωνίες της αυτοκρατορίας του πετρελαίου

Ο Ilya Budraitskis (1981) είναι ιστορικός και ακτιβιστής που δραστηριοποιείται για πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα. Από το 2009 κάνει το διδακτορικό του στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα. Το 2001-2004 ήταν ένας από τους οργανωτές των Ρώσων ακτιβιστών που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις του Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ ενάντια στους G8. Από το 2011 είναι ακτιβιστής και εκπρόσωπος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του Moscow Art Magazineκαι τακτικός συνεργάτης πολλών πολιτικών και πολιτιστικών ιστοσελίδων.

 

Ilya Budraitskis

 

Ο καθένας καταλαβαίνει ότι τον επόμενο χρόνο θα δούμε τη Ρωσία να βυθίζεται σε μια οικονομική κρίση, που θα έχει σχεδόν ως αναπόφευκτη συνέπεια μια κοινωνική και πολιτική κρίση. Ήδη πριν από ένα χρόνο ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ συμμετείχε στο αγαπημένο του τηλεοπτικό είδος, «άμεσης συνεργασίας με τον λαό», διαβεβαίωσε τους θεατές ότι η κρίση ήταν ένα ζήτημα προσωρινών δυσκολιών που θα πρέπει να ξεπεραστούν με επιτυχία μέσα σε ένα ή δύο χρόνια. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι απλά μια προπαγανδιστική τακτική, αλλά μια αντανάκλαση των βαθιά ριζωμένων στοιχείων της συνείδησης της κυρίαρχης ελίτ της Ρωσίας, που είναι συνηθισμένη στην εναλλαγή της στρατηγικής με την τακτική και στην αντίδραση σε προκλήσεις την ώρα που προκύπτουν. Αυτή η συνείδηση είναι το αποτέλεσμα μιας δεκαετία αδιάκοπης αύξησης των τιμών του πετρελαίου κατά την οποία το σύνολο της εγχώριας οικονομίας ήταν στενά συνδεδεμένο με την εξαγωγή των φυσικών πόρων.

Τα απροσδόκητα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου δημιούργησαν την αίσθηση ότι η εξωτερική πολιτική δύναμη της Ρωσίας ενίσχυε και εγγυούταν μια σταθερή αύξηση των κρατικών δαπανών. Ο στρατός, η γραφειοκρατική μηχανή και το αδιαφανές σύστημα των κυβερνητικών προμηθειών πήραν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευεργεσίας. Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση των δαπανών στον κοινωνικό τομέα θεωρήθηκε περισσότερο σαν ένα κατάλοιπο φαινόμενο, και η εκπαίδευση και η ιατρική ανέκαθεν θεωρούνταν ως τα πρώτα πράγματα που πρέπει να θυσιαστούν όταν τα χρήματα είναι λίγα.

Τα χρόνια της ευημερίας του πετρελαίου καλλιέργησαν την ανάπτυξη ενός απαίσιου κοινωνικού μοντέλου στο οποίο ο πληθωρισμός των τιμών των ενεργειακών πόρων για κερδοσκοπία αποζημίωνε για τη μείωση της παραγωγής, ένα εκπληκτικό επίπεδο κοινωνικής ανισότητας, διαφθοράς, και όλο και περισσότερο συστημικής αυταρχικής πολιτικής εξουσίας που προστάτευε τα συμφέροντα της ελίτ. Η δημοτικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν αναπαυόταν (και μέχρι τώρα, εξακολουθεί να αναπαύεται) σε αυτά τα αβέβαια θεμέλια. Το κλειδί για αυτή δημοτικότητα ήταν η διαδεδομένη αντίληψη ότι λόγω της σκληρότητάς του, ο Πούτιν είναι ένα πρόσωπο που είναι σε θέση να εγγυηθεί τη «σταθερότητα», μιας διαρκούς πορείας εθνικής ανάπτυξης προστατευμένης από κάθε κίνδυνο αιφνίδιας αναδιοργάνωσης.

Το πιο πολύτιμο στοιχείο εδώ για την πλειοψηφία των κατοίκων της Ρωσίας είναι ότι η «πουτινική σταθερότητα» είναι τώρα περισσότερο ένα πράγμα του παρελθόντος, και ότι η ρωσική ελίτ δεν έχει εφεδρικό σχέδιο για να αντισταθμίσει την κατάσταση. Από το περασμένο έτος είχε ήδη γίνει σαφές ότι η κυβερνητική πολιτική κατά της κρίσης συμπυκνώνεται σε μια τοπική εκδοχή λιτότητας που ξεπερνά ακόμα και τις υπάρχουσες πολιτικές των κυβερνήσεων της ΕΕ στη σκληρότητά της. Συνίσταται σε μια απότομη μείωση των κοινωνικών δαπανών, στην αναγκαστική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (μια προτεινόμενη αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65), στην άρνηση της αρχής να υπολογίζονται οι μισθοί με βάση το ποσοστό του πληθωρισμού (12,9% πέρυσι) και σε περισσότερους φόρους και τέλη που εισπράττονται από τον πληθυσμό. Η εξασθένηση του ρουβλιού, συγκρατημένη με τη βοήθεια των συναλλαγματικών αποθεμάτων μεταφέρθηκε πάνω στην αγορά και αύξησε τα ποσοστά των επιτοκίων στην Κεντρική Τράπεζα, κάνοντας τα δάνεια απρόσιτα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και συνέβαλε περαιτέρω στην κατάρρευση της οικονομίας.

Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2016, σύμφωνα με την παρούσα κρίση, βασιζόταν στον υπολογισμό που καθόριζε την μέση τιμή του πετρελαίου στα 50 δολάρια το βαρέλι, αλλά έχει ήδη πέσει κάτω από 30 δολάρια. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση δημοσίως δεν έχει ακόμη εξετάσει την αναθεώρησή του, ο Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη προτείνει όλες οι άλλες υπηρεσίες να μειώσουν τις δαπάνες κατά 10%.

Η κατάσταση επιδεινώνεται από το σημερινό σύστημα κατανομής των εσόδων μεταξύ της Μόσχας και των περιφερειών, κατά το οποίο όλα τα έσοδα αποτελούν μέρος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, και μόνο στη συνέχεια, ξαναϋπολογίζονται στους τοπικούς προϋπολογισμούς. Το αποτέλεσμα είναι μια αυξανόμενη ένταση μεταξύ της κυβέρνησης και των περιφερειακών αρχών, που πρέπει να φέρουν την ευθύνη για αυτά τα «μέτρα λιτότητας» μπροστά στον λαό. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη δημοτικότητά του, ο πρόεδρος ζητά δημοσίως απ' αυτές δηλώσεις «κοινωνικής δέσμευσης», φέρνοντάς τους σε μια αδιέξοδη κατάσταση.

Η απότομη πτώση των κρατικών εσόδων καθιστά ορατή την ευπάθεια των «κάθετων εξουσιών» του Πούτιν, δηλαδή, την πλήρη πολιτική εξάρτηση των τοπικών εξουσιών από το κέντρο σε συνδυασμό με την οικονομική τους «αυτονομία» (δηλαδή, την ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προϋπολογισμού). Τις πολιτικές ζημίες από τη λιτότητα πρέπει να τις επωμιστεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ ή οι τοπικοί άρχοντες - οποιοσδήποτε, εκτός από τον πρόεδρο, του οποίου η δημοτικότητα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να πληγεί ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της ποιότητας ζωής των ανθρώπων που τον υποστηρίζουν.

Η μορφή του Πούτιν ως «εθνικού ηγέτη» είναι η κύρια βάση της νομιμότητας για όσους βρίσκονται στην εξουσία στα μάτια της πλειοψηφίας. Η ειρωνεία της κατάστασης έγκειται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι εμπιστεύονται τον πρόεδρό τους, αλλά δεν εμπιστεύονται το κράτος που εκπροσωπεί. Σε αυτές τις καταστροφικές συνθήκες, η πολιτική μηχανή του Πούτιν ετοιμάζεται για βουλευτικές εκλογές, που έχουν οριστεί να γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2016. Όπως όλες οι προηγούμενες εκλογές, θα πρέπει να ακολουθούν το σενάριο που γράφτηκε από το Κρεμλίνο. Επί του παρόντος φαίνεται να ονομάζεται «Ενωμένη Ρωσία», όπως η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ενώ η ομάδα του Μεντβέντεφ είναι το θύμα της αυξανόμενης παθητικής δυσαρέσκειας. Οι «ανεξάρτητοι» υποψήφιοι, καθώς και η ελεγχόμενη αντιπολίτευση (συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών και του κόμματος του Ζιρινόφσκι) θα επιτεθεί στην κυβέρνηση για τα αντικοινωνικά μέτρα λιτότητας, αλλά ο πρόεδρος θα παραμείνει στο απυρόβλητο των κριτικών.

Αυτός ο σχεδιασμός μπορεί να βγει εκτός ελέγχου και να προκαλέσει ένα κύμα δημόσιων αναταραχών (όπως συνέβη τον Δεκέμβριο του 2011, μετά τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές). Η κύρια διαφορά σήμερα μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ο συνδυασμός των πολιτικών διαμαρτυριών ενάντια σε ένα αντιδημοκρατικό σύστημα και των κοινωνικών διαμαρτυριών κατά της φτώχειας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της κυβέρνησης. Το 2015 υπήρξε μια σοβαρή άνοδος των τοπικών διαδηλώσεων σε σχέση με τις καθυστερήσεις στην εκταμίευση των μισθών, περικοπές θέσεων εργασίας και τους περιττούς νέους φόρους. Τον Δεκέμβριο διαδηλώσεις οδηγών φορτηγών, αγανακτισμένων για τα νέα, εξαιρετικά υψηλά διόδια, πραγματοποιήθηκαν στις μισές σχεδόν περιοχές όλης της χώρας. Σε μερικές πόλεις, υπήρχαν δράσεις διαμαρτυρίας εναντίον των σκληρών περιορισμών στην κρατική ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι υπήρξαν συνολικά 409 διαδηλώσεις κατά τον περασμένο χρόνο οι οποίες συνδέονταν με την παραβίαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων (168 εκ των οποίων είχαν τη μορφή στάσης εργασίας). Αυτές είναι κατά 76% περισσότερες από το μέσο όρο για την περίοδο 2008-2013.

Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με το τακτικό πολιτικό κύκλο (τις βουλευτικές εκλογές το 2016 και τις προεδρικές εκλογές το 2018), αναπόφευκτα θα προκαλέσει και την ενίσχυση των διαιρέσεων εντός της ελίτ. Οι πιθανές γραμμές της μάχης μπορούν ήδη να φανούν αχνά: μεταξύ Μόσχας και των περιφερειακών εξουσιών, μεταξύ των οικονομικών εμπειρογνωμόνων της κυβέρνησης και των ομάδων συμφερόντων του στρατού, ο οποίος θα επιμείνει στην αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού εν όψει της «εξωτερικής απειλής», και μεταξύ των κρατικών εταιρειών, που απαιτούν όλες τις νέες επιδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση των τεράστιων χρεών τους.

Στην προσπάθεια να διατηρηθεί η υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων, το καθεστώς πρέπει να επανεξετάσει την εξωτερική πολιτική του των τελευταίων δύο ετών, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου που εξακολουθεί να καθυστερεί στην Ουκρανία, τη σύγκρουση με τη Δύση και την ανάπτυξη της στρατιωτικής εμπλοκής στη Συρία. Η Μόσχα έχει ήδη κάνει ενεργά βήματα προς την άρση των κυρώσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, άρχισαν στο Κίεβο απευθείας διαπραγματεύσεις για την τύχη του Ντονμπάς μεταξύ του προέδρου της Ουκρανίας Ποροσένκο και του Ρώσου εκπρόσωπου Μπόρις Γκρίζλοφ (ένα μέλος του στενού κύκλου των «φίλων» του Πούτιν). Η συνάντηση αυτή ακολουθήθηκε από μια πολύωρη διαβούλευση μεταξύ του κύριου «διαμεσολαβητή» του Κρεμλίνου για τις υποθέσεις της Ουκρανίας και της βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ. Η κατάργηση των κυρώσεων είναι αναγκαία για την ρωσική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων λόγων για να επιτραπεί ο εξωτερικός δανεισμός μεγάλης κλίμακας που θα αυξήσει τους εξαντλημένους εθνικούς χρηματοδοτικούς πόρους. Η εξάρτηση από τις τιμές του πετρελαίου θα μπορούσε σύντομα να αντικατασταθεί πλήρως από μια άλλη εξάρτηση -αυτή τη φορά από τους διεθνείς πιστωτές.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Ρωσία βρίσκεται στο κατώφλι σοβαρών αλλαγών, οι οποίες υποδεικνύουν σε σύντομο χρονικό διάστημα το τέλος του «πουτινισμού» ως συστήματος, τουλάχιστον όπως το έχουμε γνωρίσει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «λίπους».

Μετάφραση: e la libertà

Πηγή: Ilya Budraitskis, «Russia in Crisis: the Agonies of the Oil Empire», LeftEast, 4 Φεβρουαρίου 2016.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 17:27

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.