Πέμπτη, 18 Αυγούστου 2016 11:40

Έφυγε ο Σωτήρης Δημητρίου

Τις ημέρες αυτές που όλοι λείπουν, ο Σωτήρης Δημητρίου αποχώρησε, στα 91 του χρόνια (μια από αυτές τις καλοκαιρινές ημέρες πέθανε και το 2013 η σύντροφός του Αλίντα Δημητρίου). Φαίνεται πως τη διακριτικότητά τους στη ζωή την πήγαν ως την άκρα συνέπεια.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925, τέλειωσε το Πολυτεχνείο, εντάχθηκε στην εθνική αντίσταση, φυλακίστηκε τον Ιούλιο του 1944, εξορίστηκε εν συνεχεία στη Μακρόνησο, μέλος του ΚΚΕ, έμεινε στο ΣΥΡΙΖΑ όταν το ΚΚΕ αποχώρησε, παρέμεινε ωστόσο συνεπής και συνειδητός κομμουνιστής μέχρι τέλους.

Εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός και ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη μελέτη της κοινωνικής ανθρωπολογίας και με τον κινηματογράφο ως θεωρητικός.

Έγραψε πολλά βιβλία και για την ανθρωπολογία και για τον κινηματογράφο. Μνημειώδη έργα του είναι το πεντάτομο Λεξικό όρων και η πεντάτομη σειρά Η εξέλιξη του ανθρώπου που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα δύο βιβλία του που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Σαββάλας, το ένα το 2003 και τίτλο Μορφές βίας και το άλλο το 2009 με τίτλο Η πολιτικήδιάστασηστην τέχνη”.

Το πρώτο συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα διεπιστημονική, με ταξικά χαρακτηριστικά, μελέτη για τη βία, όπου εξετάζονται οι διάφορες μορφές, έμμεσης και άμεσης, βίας στην κοινωνία, της σχέσης της με τα συστήματα εξουσίας, στην προοπτική μιας κοινωνικής χειραφέτησης των ανθρώπων.

Σημειώνει στο βιβλίο αυτό: “Ιδιαίτερο γνώρισμα της βίας είναι η αμφισημία. Από τη μία πλευρά εμφανίζεται ως σύγκρουση δικαιωμάτων και λόγων ή ως αντίθεση προς την κοινωνία ευταξία. Από την άλλη θεωρείται ξένο στοιχείο για την καθημερινότητα, εκφέρεται με αρνητικότητες και απαγορεύσεις και καταδικάζεται απ’ όλους. Γι’ αυτό συχνά αποδίδεται στους ξένους, στον Άλλον". Τέλος, από μιαν άλλη πλευρά, γίνεται θέαμα ψυχαγωγίας και προτρεπτικό όπως το “και ο άγιος φοβέρα θέλει”.

Εκθειάστηκε από τον Φ. Νίτσε, ως “θέληση για κυριαρχία”, ως σκληρότητα και μέσο για “ν’ αδειάσουν τον τόπο …” οι κατώτεροι και οι έγχρωμοι. Ανάλογα εκθειάστηκε και από τα φαιστικά καθεστώτα. Αυτό προσθέτει δυσκολίες για τη διατύπωση ορισμού της, ώστε πολλοί να θεωρούν ότι δεν υπάρχει συμφωνία γι’ αυτόν…”

Σε άλο σημείο: “Στο μύθο που επικρατεί επί πολλούς αιώνες, ότι η βία ισχύει αιώνια και ορίζει το πεπρωμένο μας ως υπέρτατη επιταγή είναι καιρός να αντιτάξουμε το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή, ότι ο μύθος που επενδύεται με αιωνιότητα είναι ύποπτος, αν όχι επικίνδυνος, γιατί η επένδυση αιωνιότητας αποτελεί ένδειξη ότι κάποιοι έχουν συμφέρον να διατηρηθούν τα “κακώς έχοντα””.

Στο άλλο βιβλίο, για την πολιτική διάσταση στην τέχνη, ξεκινά μια μακρά και διεισδυτική περιπλάνηση στην πορεία και το ρόλο της τέχνης από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι τις ημέρες μας, για να δείξει πως η τέχνη είχε και έχει πάντα πολιτικά χαρακτηριστικά με την ευρεία έννοια. Θα παραθέσουμε εδώ ένα μικρό και ενδεικτικό απόσπασμα για την έννοια της κουλτούρας:

Ξεκινώντας από τον E. Tylor (1871) η κουλτούρα έγινε το κεντρικό αντικείμενο της ανθρωπολογίας. Πιο διαδεδομένη, όμως, είναι η αντιμετώπισής της από την πλευρά της αισθητικής, η οποία ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Αρχικά σήμαινε την “καλλιέργεια”, όρος που διατηρείται σήμερα στην βακτηριολογία.

Τον 17ο αι. μετασημαίνεται στην Αγγλία σε “πνευματική καλλιέργεια” και, τον 18ο αι., συγχέεται στη Δυτ. Ευρώπη με τους όρους “πολιτισμός” και “παιδεία”. Τον 19ο αι. αποκτά έμφαση από το γερμανικό ρομαντισμό, για να εκφράσει την “ψυχή του λαού” και σε συνέχεια τον “τρόπο ζωής”.

Νέα αλλαγή σημειώνεται στο τέλος του 19ου αι. Στο βιβλίο του Κουλτούρακαιαναρχία (1869) ο M. Arnold συνδέει την κουλτούρα με τις καλές τέχνες ως “μελέτη της τελειότητας”. Σε συνέχεια της ιδέας του Winckelmann, διαμορφώνεται η ταύτιση της νεωτερικότητας με το πρότυπο τέχνης της κλασικής Αθήνας και της κουλτούρας με την τέχνη, ταύτιση που είχε ευρεία διάδοση τον 20ο αι. Κάτω από αυτή την αντίληψη, η κουλτούρα μεταφέρεται έξω από την “ψυχή του λαού”, στον “ανώτερο κόσμο” που κρύβουν τα βιβλία, οι πίνακες και το θέατρο…

Την αντινομία αυτή έρχεται να καλύψει το 1948 ο T.S. Eliot, που χωρίζει την κουλτούρα σε επίπεδα, τα οποία “[…] μπορούν να αντιμετωπισθούν επίσης σαν επίπεδα δύναμης”. Στο κατώτερο επίπεδο, που αφορά τον τρόπο ζωής και ανήκει στο ασυνείδητο, “[…] η κουλτούρα είναι βασικά η ενσάρκωση της θρησκείας ενός λαού”, ενώ στο ανώτερο ρυθμίζεται από την παιδεία, η οποία “[…] βοηθά να διατηρήσουμε την κοινωνική ευταξία και να επιλέγει την ελίτ”…

Η αμφισημία του παιδεύω (=μορφώνω και βασανίζω) στην ελληνική γλώσσα και του discipline (= πειθρχία, τιμωρία, κλάδος γνώσης) στις ευρωπαϊκές γλώσσες εξηγεί το ρόλο της παιδείας στη χειραγώγηση των κατώτερων τάξεων που υπαινίσσεται ο Eliot. Κατά συνέπεια, το καταστάλαγμα της παραπάνω διαδρομής, που έχει περάσει στην κοινη γνώμη, είναι διττό.

Από τη μια πλευρά είναι η ιδέα ότι οι τέχνες και τα γράμματα αποτελούν την πεμπτουσία κάθε πολιτισμού, άρα, η ιστορία του πολιτισμού μπορεί να εκφραστεί με την εξέλιξη του πνεύματος της τέχνης. Από την άλλη είναι η διάκριση της κουλτούρας, ως προνόμιο της ελίτ, από τις “υποτελείς” κουλτούρες των χαμηλών στρωμάτων.

Από την άποψη αυτή, η αισθητική γίνεται κατά κάποιον τρόπο μια μορφή ιδεολογίας της ελίτ και έκφραση της δύναμής της. Οι αντινομίες της δεν είναι άσχετες προς τον πολιτικό χρωματισμό της”.

Του Θ.Σ.

Πήγή: Kommon, 16 Αυγούστου 2016

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου 2020 16:21

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.