Τρίτη, 09 Μαϊος 2023 19:18

Η θεωρία της «αυτοκρατορίας» ενάντια στην μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού: Συζήτηση με τον Αργεντινό οικονομολόγο Κλαούντιο Κατς

 Max Ernst, Οι Βάρβαροι, 1937

 

 

Michael Pröbsting

 

Η θεωρία της «αυτοκρατορίας» ενάντια στην μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού: Συζήτηση με τον Αργεντινό οικονομολόγο Κλαούντιο Κατς για τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία

 

 

Ο Αργεντινός οικονομολόγος Claudio Κατς [Κλαούντιο Κατς] δημοσίευσε μια μακροσκελή απάντηση[1] στην κριτική που άσκησα στην ανάλυση και τα πολιτικά του συμπεράσματα σχετικά με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία.[2] Χαιρετίζω θερμά μια τέτοια συζήτηση, καθώς τα ζητήματα που θίγονται –ξεκινώντας από την αντιπαλότητα των Μεγάλων Δυνάμεων και καταλήγοντας σε μεγάλους πολέμους (όπως ο σημερινός στην Ουκρανία)– είναι βασικά ζητήματα της σημερινής ιστορικής περιόδου και θα παραμείνουν τέτοια στο ορατό μέλλον. Επίσης, εκτιμώ τα κριτικά σχόλια του Κατς, αφού μια τέτοια συζήτηση μόνο ενθαρρυντική μπορεί να είναι για τη μαρξιστική σκέψη. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να μην πείθομαι από τα επιχειρήματά του. Στην πραγματικότητα, ενώ σέβομαι τη σοβαρή προσέγγισή του στη συζήτηση, θεωρώ ότι η θεωρητική του αντίληψη αποτελεί βάση για ένα ιδεολογικό εξωραϊσμό του ρωσικού και του κινεζικού ιμπεριαλισμού.

Ας ξεκινήσουμε in medias res. Στην προηγούμενη απάντησή μου, παρουσίασα μια ανάλυση που συνδύαζε μια θεωρητική κατανόηση του παγκόσμιου καπιταλισμού στη σημερινή περίοδο με συγκεκριμένα γεγονότα και στατιστικά στοιχεία. Κατέδειξα ότι ο κόσμος δεν είναι –σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Κατς– ούτε «μονοπολικός» ούτε κυριαρχείται από «μία μόνο αυτοκρατορία». Μάλλον χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλών ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως των ΗΠΑ, της Κίνας, της Δυτικής Ευρώπης, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας), οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αντιπαλότητας και προσωρινών συμμαχιών. Δεδομένης της παγκόσμιας παρακμής του καπιταλισμού –που εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο στην τωρινή Μεγάλη Ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας, την επισιτιστική και ενεργειακή κρίση, την κλιματική κρίση και τους πολέμους– ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δυνάμεων έχει επιταχυνθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Για τον ίδιο λόγο, μεμονωμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθούν να επεκτείνουν τη σφαίρα επιρροής τους στον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο ή, όπως τον αποκαλούν οι ορθόδοξοι μαρξιστές, στις μισοαποικιακές καπιταλιστικές χώρες. Εξ ου και οι στρατιωτικές επεμβάσεις, οι πόλεμοι και οι κατοχές που έχουμε δει τις τελευταίες δύο δεκαετίες (π.χ. οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Σομαλία∙ η Ρωσία στη Γεωργία, τη Συρία, το Καζακστάν, την Ουκρανία∙ η Γαλλία στο Αφγανιστάν και σε αρκετές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής κ.λπ.)[3]

Ο Κατς δεν επιχειρεί να αντικρούσει τα συγκεκριμένα γεγονότα που παρέθεσα για να υπογραμμίσω την ανάλυσή μου. Αντ’ αυτού, με δογματικό τρόπο που χαρακτηρίζει τον δομισμό, ισχυρίζεται ότι η ανάλυσή μας δεν θα μπορούσε να είναι σωστή επειδή δεν αναγνωρίζει τις αλλαγές στον καπιταλισμό και την παγκόσμια ηγεμονία μιας «αυτοκρατορίας» με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Ή για να το θέσω με τα δικά του λόγια: «Η προσέγγισή μας υπογραμμίζει την παρουσία ενός αυτοκρατορικού συστήματος που διατηρεί τον κυρίαρχο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, σε στενή σύνδεση με εναλλακτικούς αυτοκρατορικούς [alter-imperial] εταίρους στην Ευρώπη και συν-αυτοκρατορικά [co-imperial] εξαρτήματα σε άλλα ημισφαίρια. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να ηγείται του πλέγματος των συμμαχιών που έχουν σφυρηλατηθεί για την αντιμετώπιση του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου».

Όπως αποδεικνύεται, ο αντίπαλός μας, μας οδηγεί στη σφαίρα της δομιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας, η οποία είναι πλούσια σε έννοιες αλλά φτωχή σε γεγονότα. Αυτό έχει τόσο πλεονεκτήματα όσο και μειονεκτήματα. Από τη μια πλευρά, καθιστά μια συγκεκριμένη συζήτηση σχετικά με τη δυναμική της τρέχουσας παγκόσμιας κατάστασης και το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων αρκετά δύσκολη. Από την άλλη πλευρά, μας επιτρέπει να συζητήσουμε τις σημερινές εξελίξεις σε ένα ευρύτερο, ιστορικό πλαίσιο.

Τελικά, είναι απαραίτητο να συζητήσουμε την αντίληψη του Κατς για τον ιμπεριαλισμό, δεδομένου ότι βλέπει την παγκόσμια ανάπτυξη αποκλειστικά μέσα από τους σχηματικούς φακούς μιας δογματικής εκδοχής της θεωρίας της εξάρτησης. Δυστυχώς, οι φακοί αυτοί αποτελούνται από αλαβάστρινο γυαλί και επομένως ο αντίπαλός μας μπορεί να αναγνωρίσει μόνο μια και μοναδική «αυτοκρατορία» και όχι την αντιφατική πραγματικότητα πολλών ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων.

Βασικά, η αποτυχία της ανάλυσης του Κατς μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής:

Έχει μια ανιστορική κατανόηση του ιμπεριαλισμού στην παράδοση του Αμερικανού θεωρητικού του παγκόσμιου συστήματος Ιμμάνουελ Βαλερστάιν.

Ως εκ τούτου, γνωρίζει μόνο μία αυτοκρατορία και αρνείται την ύπαρξη πολλών αντίπαλων Μεγάλων Δυνάμεων. Ουσιαστικά, ο ιμπεριαλισμός για τον Κατς ισούται με την κυριαρχία μιας και μόνο Αυτοκρατορίας.

Αρνείται όχι μόνο ότι η Κίνα έχει γίνει μια ιμπεριαλιστική Μεγάλη Δύναμη, αλλά ακόμη και ότι είναι καπιταλιστική.

Υποστηρίζει μια πολιτική που προσδιορίζει την «Αυτοκρατορία» ως τον κύριο εχθρό εναντίον του οποίου οι σοσιαλιστές πρέπει να παράσχουν υποστήριξη σε άλλες δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Κίνας).

Συμπαθεί μόνο τους αγώνες των καταπιεσμένων λαών που εξεγείρονται ενάντια στις ΗΠΑ (ή τους συμμάχους τους), αλλά αντιτίθεται σε τέτοιους αγώνες αν αυτοί στρέφονται ενάντια στη Ρωσία ή την Κίνα (ή τους συμμάχους τους).

Στη συνέχεια, θα περιοριστούμε να απαντήσουμε στις σημαντικότερες θέσεις του άρθρου του Κατς.

 

Ιμπεριαλισμός: τι είναι και τι δεν είναι

Το πρόβλημα ξεκινά από μια λανθασμένη κατανόηση του ιμπεριαλισμού. Απορρίπτει την ορθόδοξη μαρξιστική ανάλυση, η οποία θεωρεί τον ιμπεριαλισμό ως μια συγκεκριμένη εποχή του καπιταλισμού που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα με την κυριαρχία στον κόσμο των μονοπωλίων και των Μεγάλων Δυνάμεων τους. Αντί γι’ αυτό, δίνει την ακόλουθη ερμηνεία:

«Ο ιμπεριαλισμός αποτελεί στην ανάλυσή μας έναν μηχανισμό που εγγυάται τη διεθνή τάξη της εκμετάλλευσης. Εξασφαλίζει την κατάληψη των πόρων των εξαρτημένων χωρών από τους καπιταλιστές του κέντρου με τη χρήση βίας ή έμμεσου καταναγκασμού. Ο Πρέμπστινγκ αντιλαμβάνεται κι αυτός ότι ένα ιμπεριαλιστικό κράτος επωφελείται από την κυρίαρχη θέση του προκειμένου να τραφούν οι τάξεις των καταπιεστών εις βάρος άλλων κρατών και εθνών. Αλλά ο ιστορικός χαρακτηρισμός αυτού του μηχανισμού δεν συνάδει. Κατά την άποψή μας, ο ιμπεριαλισμός υπάρχει από τις απαρχές του καπιταλισμού και μεταλλάσσεται μαζί με αυτό το κοινωνικό καθεστώς. Υπήρξε ποιοτικά διαφορετικός από τις προ-καπιταλιστικές αυτοκρατορίες, και τις γνωστές μορφές του στις αρχές του 20ού αιώνα τις διαδέχτηκε ένας πιο συλλογικός συντονισμός, υπό τις εντολές των ΗΠΑ».

Αυτό το απόσπασμα συνοψίζει με σαφήνεια τις διαφορές. Ενώ εμείς θεωρούμε τον ιμπεριαλισμό ως ένα συγκεκριμένο (τελικό) στάδιο του καπιταλισμού, ο Κατς θεωρεί τον ιμπεριαλισμό ως την επιθετική εξωτερική πολιτική της άρχουσας τάξης. Κατά συνέπεια, θεωρεί τον ιμπεριαλισμό όχι ως ένα σύγχρονο φαινόμενο που σχετίζεται με τα καπιταλιστικά μονοπώλια, την εξαγωγή κεφαλαίου, την κυριαρχία στον κόσμο από λίγες καπιταλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις κ.λπ. Γι’ αυτόν, είναι μάλλον μια πολιτική που υπάρχει εδώ και περίπου πέντε αιώνες από τότε που δημιουργήθηκε ο καπιταλισμός. (Σε ένα σημείο του δοκιμίου του, ο Κατς μιλάει ακόμη και για «ιμπεριαλισμό ... στην αρχαιότητα»)

Είχαμε ήδη επισημάνει στο προηγούμενο άρθρο μας ότι η προσέγγιση του Κατς παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τον γνωστό αναθεωρητή θεωρητικό Καρλ Κάουτσκι, εναντίον του οποίου ο Βλαντιμίρ Λένιν και ο Λέον Τρότσκι δημοσίευσαν αρκετές αιχμηρές πολεμικές. Στην ανταπάντησή του, ο Κατς αρνείται σθεναρά μια τέτοια σχέση. Ωστόσο, στο υπό συζήτηση δοκίμιό του, ο Κατς αποδεικνύει για άλλη μια φορά την εγγύτητά του με τη θεωρία του Κάουτσκι:

«Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο ιμπεριαλισμός. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συνεχώς σήμερα, αλλά όσο περισσότερο οι άνθρωποι μιλούν γι’ αυτόν και συζητούν γι’ αυτόν, τόσο πιο αόριστη γίνεται, πράγμα που φυσικά κάνει την κατανόηση πολύ δύσκολη. Μέχρι τώρα, το νόημα της λέξης ιμπεριαλισμός έχει επεκταθεί τόσο πολύ, ώστε όλες οι εκφάνσεις του σύγχρονου καπιταλισμού περιλαμβάνονται σε αυτήν – καρτέλ, προστατευτικοί δασμοί, η κυριαρχία της οικονομίας, καθώς και η αποικιακή πολιτική. Με αυτή την έννοια, φυσικά, ο ιμπεριαλισμός είναι μια ζωτική ανάγκη για τον καπιταλισμό. Αλλά αυτή η γνώση είναι απλώς η πιο ισοπεδωτική ταυτολογία∙ το μόνο που λέει είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον καπιταλισμό. Αν πάρουμε τη λέξη όχι με αυτή τη γενική έννοια, αλλά με τον ιστορικό της προσδιορισμό, όπως προέκυψε στην Αγγλία, τότε σημαίνει μόνο ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής προσπάθειας, που προκαλείται, σίγουρα, από τον σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συμπίπτει με αυτόν.»[4]

Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε την κριτική του Λένιν όταν είπε ότι «ο Κάουτσκι διαχωρίζει την ιμπεριαλιστική πολιτική από την ιμπεριαλιστική οικονομία, διαχωρίζει το μονοπώλιο στην πολιτική από το μονοπώλιο στην οικονομία...»[5]. Ο Κατς διαχωρίζει επίσης την επιθετική εξωτερική πολιτική από τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων και των καπιταλιστικών μονοπωλίων. Όπως θα δούμε παρακάτω, η επιφανειακή κατανόηση του ιμπεριαλισμού που περιορίζει τα ζητήματα στη σφαίρα της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής, έχει βαθιές συνέπειες για την όλη ανάλυσή του καθώς και για τα πολιτικά του συμπεράσματα.

Σε σχέση με αυτή τη μεθοδολογική αδυναμία, ο Κατς ακολουθεί τα χνάρια του Αμερικανού θεωρητικού του παγκόσμιου συστήματος Ιμάνουελ Βαλερστάιν, ταυτίζοντας τον ιμπεριαλισμό με την κυριαρχία μιας αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 20ου αιώνα, αυτή είναι οι Η.Π.Α. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ολόκληρο το άρθρο του, ο Κατς δεν μιλάει τόσο πολύ για «ιμπεριαλισμό» αλλά προτιμά την έννοια «αυτοκρατορικό σύστημα». Αυτό είναι αποτέλεσμα του σεβασμού του στην άποψη του Βαλερστάιν ότι ο καπιταλισμός έχει κυριαρχηθεί από μία αυτοκρατορία σε κάθε κύκλο διαφορετικών εποχών τους τελευταίους πέντε αιώνες.

Αυτή είναι μια πολύ μονόπλευρη άποψη. Αν και είναι βέβαια αλήθεια ότι συνήθως υπήρχε μια δύναμη που ήταν ισχυρότερη από τις άλλες, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού δεν είναι τόσο η πλήρης κυριαρχία μιας δύναμης όσο ο ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα των διαφόρων καπιταλιστών καθώς και των κρατών. Στην πραγματικότητα, είναι αυτός ο ανταγωνισμός που αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Ουσιαστικά, η αντίληψη του Κατς δεν είναι τόσο μια θεωρία του ιμπεριαλισμού όσο του «αυτοκρατορισμού» [“Empire-ism”].

Αυτή η αδυναμία σχετίζεται, παρεμπιπτόντως, με τη μηχανιστική, μη διαλεκτική μέθοδο του δομισμού του Κατς, η οποία αγνοεί την κεντρικότητα της κίνησης ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων και της ενότητας των αντιθέτων. Ο Λένιν σημείωσε κάποτε στα φιλοσοφικά του κείμενα για την υλιστική διαλεκτική ότι «η ανάπτυξη είναι “πάλη” των αντιθέσεων».[6] Δυστυχώς, ο Κατς δεν έχει πιει από αυτό το κύπελλο σοφίας.

 

Ταξικά συμφέροντα ή «επιθετικές δυνάμεις εναντίον αμυντικών δυνάμεων»;

Όπως θα γνωρίζουν οι αναγνώστες των προηγούμενων συνεισφορών μας, το βασικό χαρακτηριστικό της διαφοράς μεταξύ του Κατς και εμού είναι η αξιολόγηση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είναι, όπως ισχυρίζεται ο Κατς, ένα σύστημα που κυριαρχείται από μια «αυτοκρατορία» (με επικεφαλής τις ΗΠΑ) ή είναι, όπως υποστηρίζω εγώ, ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία πολλών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που βρίσκονται σε αντιπαλότητα μεταξύ τους και προσπαθούν να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους στον μισοαποικιακό κόσμο (ή τον «Παγκόσμιο Νότο»).

Το αποτέλεσμα της προσέγγισης του Κατς είναι ότι υποτιμά τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της λεγόμενης «αυτοκρατορίας» του – δηλαδή τα διαφορετικά συμφέροντα μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Δυτική Ευρώπη και την Ασία. Βασικά, αυτό συμβαίνει επειδή η αντίληψή του για την «αυτοκρατορία» δεν του επιτρέπει να αναγνωρίσει την ύπαρξη ιμπεριαλιστικών εθνικών κρατών με μια μονοπωλιακή αστική τάξη στην κορυφή που έχει τα δικά της ταξικά συμφέροντα.

Ταυτόχρονα, ο Κατς αντιμετωπίζει την πρόκληση ότι η παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ηγεμονικής του θέσης έχει γίνει ένα προφανές γεγονός. Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι ενώ η «αυτοκρατορία» των ΗΠΑ προσπαθεί να διατηρήσει την κυριαρχία της μέσω μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής («ιμπεριαλιστικής»), οι ανταγωνιστές της –όπως η Ρωσία και η Κίνα– θα «υπερασπιστούν» μόνο τα «φυσικά τους συμφέροντα» στον αγώνα για «τη θέση που τους αξίζει στον κόσμο»:

«Η προσέγγισή μας υπογραμμίζει την παρουσία ενός αυτοκρατορικού συστήματος που διατηρεί τον κυρίαρχο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, σε στενή σύνδεση με εναλλακτικούς ιμπεριαλιστικούς εταίρους στην Ευρώπη και συν-ιμπεριαλιστικά εξαρτήματα σε άλλα ημισφαίρια. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να ηγείται του πλέγματος συμμαχιών που έχουν σφυρηλατηθεί για την αντιμετώπιση του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου. (...) Η οπισθοχώρηση των ΗΠΑ αναδεικνύεται επίσης από την προσέγγισή μας. Υπογραμμίζουμε όμως την έκδηλη υπεροχή των συγκρούσεων που αντιτίθενται στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με τις δυνάμεις που αποκλείονται από αυτό το πλαίσιο. Το ΝΑΤΟ καταδιώκει τη Ρωσία ... Η Ατλαντική Συμμαχία παρενοχλεί επίσης τη Ρωσία ... Η Ατλαντική Συμμαχία παρενοχλεί επίσης την Κίνα ... Κατά τη γνώμη μας, η δυναμική του αυτοκρατορικού συστήματος δημιουργεί επιθετικές τάσεις που υπαγορεύονται από την ηγεσία των ΗΠΑ, με τις εχθρικές χώρες να απαντούν με αμυντικές στρατηγικές».

Αυτή η προσέγγιση διαπερνά ολόκληρο το κείμενο του αντιπάλου μας. Ως εκ τούτου, επικρίνει τη δήλωσή μας ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν συμφέροντα να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους εις βάρος των αντιπάλων τους και ότι, ως εκ τούτου, δεν έχει νόημα να τις χαρακτηρίζουμε με κατηγορίες όπως «επιθετικές» και «αμυντικές». Σε μια τέτοια βάση, επιμένει να συνταχθεί με την ασθενέστερη δύναμη ενάντια στην ισχυρότερη «αυτοκρατορία», αφού η τελευταία θα ήταν ο κύριος εχθρός:

«Αλλά ο επικριτής παραλείπει τα γεγονότα. Η ανανεωμένη επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας δεν είχε κανένα αντίστοιχο στο καταργημένο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η Ουκρανία ήρθε πιο κοντά στην Ατλαντική Συμμαχία χωρίς καμία δυτικοευρωπαϊκή χώρα να διαπραγματευτεί τέτοιες συνεργασίες με τη Μόσχα. Ούτε το Κρεμλίνο φανταζόταν τη δημιουργία ενός συγχρονισμένου συστήματος βομβαρδισμών εναντίον αμερικανικών πόλεων παρόμοιο με αυτό που αναπτύσσει ο εχθρός του μεταξύ των συμμάχων του στην Καραϊβική. Αυτή η ασυμμετρία έχει φυσικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο Πρέμπστινγκ αγνοεί ποιος είναι πρωτίστως υπεύθυνος για τις αυτοκρατορικές εισβολές. Ο αντίπαλός μας θεωρεί ότι η κατηγορία “παρενόχληση” δεν έχει νόημα σε μια μαρξιστική συζήτηση για τους ανταγωνισμούς εξουσίας. Η έννοια αυτή δεν ταιριάζει στις εκτιμήσεις του για τον ιμπεριαλισμό με όρους ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας, ποσοστού υπεραξίας ή ποσοστού κέρδους. Όμως η απορριφθείσα έννοια είναι πολύ σημαντική για τον προσδιορισμό των ευθυνών στις πολεμικές εντάσεις».

Με βάση μια τέτοια αντίληψη, ο Κατς θεωρεί την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία ως αμυντική πράξη. Το ίδιο ισχύει και για τη διεκδίκηση από το Πεκίνο ολόκληρης της Θάλασσας της Νότιας Κίνας εις βάρος όλων των άλλων χωρών της περιοχής αυτής. Περιοριζόμαστε σε δύο μόνο σύντομα αποσπάσματα από το άρθρο του:

«Η άποψη του Πρέμπστινγκ αφαιρεί από τον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία κάθε γεωπολιτική ανάγνωση. Η προσέγγισή του τείνει να βλέπει αυτή την αντιπαράθεση ως μια απλή διαμάχη για τα λάφυρα μιας χώρας με τεράστιους διατροφικούς και ενεργειακούς πόρους. Η προσέγγισή μας αντίθετα αναδεικνύει τους αμυντικούς σκοπούς της ρωσικής εισβολής έναντι του ΝΑΤΟ, τους γεωπολιτικούς στόχους του ελέγχου του μετασοβιετικού χώρου και τα εσωτερικά κίνητρα ενός προέδρου που ενδιαφέρεται να παρατείνει τη θητεία του στο αξίωμα.

Στην περίπτωση της Κίνας, η θέση του Πρέμπστινγκ είναι πιο απίθανη. Ισχυρίζεται ότι το Πεκίνο έχει αυξήσει τις στρατιωτικές του δαπάνες και λειτουργεί ως ο πέμπτος μεγαλύτερος πωλητής όπλων στον κόσμο, για να συγκριθεί με τον αντίπαλό του, τις ΗΠΑ. Παραλείπει όμως οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανάλυση της σύγκρουσης. Η Κίνα απορρίπτει την απαίτηση των ΗΠΑ να διεθνοποιήσει τον παράκτιο χώρο της και καταφεύγει σε μέτρα για τον έλεγχο της αλιείας, των ναυτιλιακών οδών και των υπεράκτιων αποθεμάτων φυσικού αερίου. Δεν στέλνει πλοία να πλεύσουν στην περιοχή της Νέας Υόρκης ή της Καλιφόρνιας. Ασκεί την κυριαρχία της σε μια περιορισμένη ακτίνα, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις τεράστιες θαλάσσιες περιοχές υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ. Είναι παράλογο να παρουσιάζεται η ανάπτυξη του Πενταγώνου στην περιοχή της Ταϊβάν ως εισβολή που ισοδυναμεί με τη διεθνή επέκταση του Δρόμου του Μεταξιού. Δεν πρόκειται για ενέργειες που αναπτύσσονται στο ίδιο επίπεδο. Οι όροι που απορρίπτει ο Πρέμπστινγκ (παρακμή, επιθετικότητα, επίθεση) είναι πεντακάθαροι όσον αφορά τη Θάλασσα της Κίνας».

Αυτά τα δύο παραδείγματα αποκαλύπτουν πολύ καθαρά την μη υλιστική, ηθικιστική προσέγγιση πίσω από την προσέγγιση του Κατς. Βασικά, ο Κατς πιστεύει ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν «δικαίωμα» σε σφαίρες επιρροής. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η Ουκρανία και ολόκληρη η πρώην Σοβιετική Ένωση (που είναι ουσιαστικά όλη η επικράτεια της παλιάς τσαρικής αυτοκρατορίας μέχρι το 1917) «ανήκουν» στη Ρωσία. Είναι δικαίωμα της Μόσχας –και όχι της Ουάσινγκτον– να θέσει τις περιοχές αυτές υπό τον έλεγχό της. Το ίδιο ισχύει και για την Ανατολική Ασία. Σύμφωνα με τον Κατς, η Κίνα δικαιούται να ελέγχει τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (συμπεριλαμβανομένων των νησιών και των πόρων της). Ως εκ τούτου, το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Μαλαισία, η Ινδονησία– χώρες με συνολικό πληθυσμό μισό δισεκατομμύριο –ατύχησαν, συγγνώμη παιδιά, αυτή είναι η περιοχή του Πεκίνου!

Είμαι βέβαιος ότι ο Κατς θα διαμαρτυρηθεί για τις κατηγορίες μου, αλλά, βασικά, αποδέχεται τη λογική του περιβόητου δόγματος Μονρόε. Τότε, το 1823, οι ΗΠΑ επέβαλαν τη θέση της εξωτερικής τους πολιτικής ότι η Λατινική Αμερική θα είναι η πίσω αυλή τους και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις –τότε η ηγεμονική «αυτοκρατορία»– πρέπει να μείνουν έξω. Ουσιαστικά, ο Κατς καλεί να αποδεχθούμε την εκδοχή του Δόγματος Μονρόε από τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Με άλλα λόγια, ο Κατς προωθεί μια έννοια «δίκαιου» ιμπεριαλισμού – κάθε Μεγάλη Δύναμη (θα μπορούσαμε επίσης να πούμε κάθε «αυτοκρατορία», αν ο Κατς προτιμά αυτή την ορολογία) έχει το δικαίωμα να έχει τη δική της σφαίρα επιρροής. Η Ρωσία παίρνει την παλιά τσαρική αυτοκρατορία της, η Κίνα παίρνει την Ασία, η Δυτική Ευρώπη παίρνει, ας πούμε, την Ανατολική Ευρώπη και την Αφρική και οι ΗΠΑ παίρνουν τη Λατινική Αμερική. Μήπως αυτό είναι το είδος της «πολυπολικής τάξης» με την «ειρηνική συνύπαρξη» πολλών Μεγάλων Δυνάμεων, το οποίο ονειρεύονται ο Κατς και οι ομοϊδεάτες του Πουτινιστές ιδεολόγοι; Σε κάθε περίπτωση, είμαστε βέβαιοι ότι πολλοί Λατινοαμερικανοί φίλοι του Κατς θα αντιδρούσαν δικαιολογημένα σε ένα τέτοιο όραμα.

Επιπλέον, η αντίληψη του Κατς περί «επιθετικών» και «αμυντικών» δυνάμεων είναι ξένη προς μια υλιστική αντίληψη, η οποία βασίζεται στον ταξικό χαρακτήρα και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «νόμιμες» και «παράνομες» σφαίρες επιρροής για τις Μεγάλες Δυνάμεις μπορεί μόνο να μας φέρει σε δύσκολη θέση. Με βάση μια τέτοια προσέγγιση, θα έπρεπε κανείς να είχε υποστηρίξει τη Γερμανία το 1914, καθώς ήταν σαφώς μειονεκτικότερη όσον αφορά τις αποικιακές κτήσεις σε σύγκριση με τις τεράστιες αυτοκρατορίες της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, οι εισβολές του Χίτλερ στο Σάαρλαντ, τη Ρηνανία, την Αυστρία και τη Σουδητία το 1935-38 δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, καθώς διεκδικούσε μόνο «γερμανικά» εδάφη. Περνώντας στα πιο πρόσφατα γεγονότα, είναι ασφαλώς αλήθεια ότι το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Αλλά από την άλλη πλευρά, η Ρωσία επεκτείνει επίσης τη σφαίρα επιρροής της σε νέες περιοχές. Σκεφτείτε μόνο τη Συρία και τη Λιβύη. Ή, πιο πρόσφατα, τις προόδους της στο Μάλι και σε άλλες αφρικανικές χώρες, οι οποίες αποτελούσαν παραδοσιακές σφαίρες επιρροής του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Αυτό που είναι «επιθετικό» από μια άποψη, είναι συχνά «αμυντικό» από μια άλλη. Πρόκειται για άχρηστες, υποκειμενιστικές και ηθικιστικές κατηγορίες που δεν βοηθούν στην κατανόηση του ταξικού χαρακτήρα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων.

Είναι πιθανό ότι ο Κατς θα μας κατηγορήσει ότι υποστηρίζουμε την παρέμβαση της Ουάσινγκτον στην Ουκρανία ή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Αλλά εμείς δεν το κάνουμε. Στην πραγματικότητα, αντιτιθέμεθα σε κάθε ιμπεριαλιστική Μεγάλη Δύναμη. Δεν υπάρχει «δίκαιος» ιμπεριαλισμός και καμία Μεγάλη Δύναμη –ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση– δεν αξίζει την υποστήριξη των σοσιαλιστών.

 

Οι πραγματικές αιτίες για την ηγεμονία των ΗΠΑ μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περίοδο μετά το 1945

Ο Κατς ισχυρίζεται ότι η ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού δεν ισχύει, επειδή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ έγιναν ηγεμονική δύναμη, ή –για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του– «αυτοκρατορία». Το αποτέλεσμα είναι, τονίζει, ότι δεν υπήρξε κανένας πόλεμος μεταξύ της Ουάσινγκτον και των Ευρωπαίων ή Ιαπώνων συμμάχων της από το 1945 και μετά:

«Το παλιό μοτίβο της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης μεταβλήθηκε έτσι, διαψεύδοντας την ανθεκτικότητα που υποθέτει ο Πρέμπστινγκ. Η αλλαγή αυτή εισάγει μια εντυπωσιακή εξαίρεση στο μοντέλο του, η οποία δεν προκαλεί τον προβληματισμό του επικριτή μας. Αν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί πόλεμοι είναι εγγενείς στον καπιταλισμό λόγω της αυτόματης μετάφρασης της οικονομικής αντιπαλότητας σε στρατιωτική αντιπαράθεση, πώς θα μπορούσε μια τέτοια ανάφλεξη να παγώσει για τόσο παρατεταμένο χρονικό διάστημα; Αυτή η μεταβολή υποδηλώνει ήδη την ύπαρξη πιο σοβαρών υποκείμενων διαδικασιών από την καθαρή αλληλουχία του ανταγωνισμού που μετατρέπεται σε πόλεμο. Η αρχή του Πρέμπστινγκ δεν εφαρμόζεται με τη σθεναρότητα που υποθέτει ο εμπνευστής της. (...) Αλλά καμία από αυτές τις στενές διαφωνίες δεν είχε στρατιωτικό συσχετισμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν σκέφτηκαν ποτέ να δώσουν στρατιωτική απάντηση στην ανυπακοή των εταίρων τους. Οι ένοπλες συνέπειες των εντάσεων μεταξύ των δυτικών δυνάμεων εξαφανίστηκαν εντελώς μετά το 1945».

Σε άλλο σημείο, ο Κατς ρωτά:

«Παραλείπει [ο Πρέμπστινγκ – σ.σ.] να σημειώσει ότι οι σημερινές συγκρούσεις εξακολουθούν να πλαισιώνονται από τις ίδιες συμμαχίες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα και τις παλιές αντιθέσεις μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας ή της Κίνας. Αν η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη του 1914-1918 έχει επανεμφανιστεί, γιατί επιμένει η γεωπολιτική διαμόρφωση που προέκυψε το 1945;»

Θεωρούμε ότι ο Κατς αντικαθιστά επιφανειακά μια μαρξιστική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αιτιών της παγκόσμιας πολιτικής με γεωγραφικούς παράγοντες. Η Γερμανία και η Ρωσία πολέμησαν μεταξύ τους σε δύο καταστροφικούς πολέμους το 1914-18 καθώς και το 1941-45. Επιφανειακά, επρόκειτο για το ίδιο είδος πολέμων μεταξύ των ίδιων δύο χωρών. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο πρώτος ήταν ένας ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος στον οποίο οι σοσιαλιστές αντιτάχθηκαν και στις δύο πλευρές, ενώ ο δεύτερος ήταν ένας πόλεμος μεταξύ μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης (Γερμανία) και ενός εκφυλισμένου εργατικού κράτους (Σοβιετική Ένωση) στον οποίο οι σοσιαλιστές τάχθηκαν με το μέρος της δεύτερης, ανεξάρτητα από τη σταλινική δικτατορία.

Αντίστοιχα, πρέπει να προσεγγίσουμε με τον ίδιο τρόπο και άλλες περιπτώσεις παγκόσμιας πολιτικής και συγκρούσεων και συμμαχιών μεταξύ κρατών. Η Κίνα ήταν μια ισχυρή αυτοκρατορία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα που επεκτάθηκε και καταπίεζε άλλους λαούς (π.χ. τους Ουιγούρους, τους Θιβετιανούς, τους Κορεάτες, τους Βιετναμέζους). Ωστόσο, με τους πολέμους του Οπίου της Βρετανίας άρχισε μια ραγδαία παρακμή του Μέσου Βασιλείου και μετατράπηκε σε μια μισοαποικία που παρενοχλούνταν και ταπεινωνόταν από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και αργότερα και από τη Ρωσία και την Ιαπωνία. Ωστόσο, με την Κινεζική Επανάσταση του 1949 έλαβε χώρα ένας άλλος ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός και η χώρα έγινε ένα σταλινικό εκφυλισμένο εργατικό κράτος, το οποίο, και πάλι, γνώρισε έναν άλλο θεμελιώδη κοινωνικό μετασχηματισμό μισό αιώνα αργότερα.

Βλέπουμε ότι ένα κράτος στην ίδια χώρα μπορεί να έχει διαφορετικούς ταξικούς χαρακτήρες σε διαφορετικές ιστορικές εποχές. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μένει κανείς προσηλωμένος στη γεωγραφική θέση των κρατών, αλλά πρέπει να αναλύει τον πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα τους. Παρομοίως, οι Μεγάλες Δυνάμεις μπορεί να βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους σε μια ιστορική περίοδο, αλλά να γίνουν σύμμαχοι σε μια άλλη, καθώς εμφανίζονται νέοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες.

Βασικά, οι σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων δεν μπορούν να κατανοηθούν μεμονωμένα, αλλά πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο των θεμελιωδών ταξικών αντιθέσεων σε ένα δεδομένο ιστορικό στάδιο ενός τρόπου παραγωγής. Κατ’ αρχήν, οι Μεγάλες Δυνάμεις βρίσκονται αναγκαστικά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, όπως οι καπιταλιστές που ανταγωνίζονται. Αλλά αυτή η αντιπαλότητα ή ο ανταγωνισμός δεν αποκλείει την προσωρινή συνεργασία ή τις συμμαχίες. Και ορισμένα κράτη (ή μονοπώλια) μπορούν να δημιουργήσουν ένα καρτέλ προκειμένου να νικήσουν άλλους, πιο επικίνδυνους αντιπάλους. Όλα αυτά δεν απομακρύνουν τη θεμελιώδη καπιταλιστική ή ιμπεριαλιστική φύση αυτών των κρατών, ούτε καταργούν τις αντιθέσεις μεταξύ τους. Ωστόσο, εξετάζοντας τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, οι μαρξιστές λαμβάνουν υπόψη άλλες, πιο θεμελιώδεις αντιφάσεις. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των τάξεων, που σημαίνει, στην εποχή του καπιταλισμού, την αντίφαση μεταξύ των αστών και του προλεταριάτου. Στην εποχή του τελικού σταδίου του καπιταλισμού –του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού– αυτή η θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ των τάξεων δημιουργεί έναν άλλο σημαντικό ανταγωνισμό: μεταξύ της μικρής ομάδας των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων και της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε (μισο)αποικιακές χώρες.

Θα πρέπει να προστεθεί ότι για μια ορισμένη ιστορική περίοδο, η συγχώνευση των αντιθέσεων –μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και των (μισο)αποικιών και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων– δημιούργησε το φαινόμενο των εκφυλισμένων εργατικών κρατών. Οι χώρες αυτές –η ΕΣΣΔ, η Κίνα, η Ανατολική Ευρώπη, το Βιετνάμ, η Καμπότζη, το Λάος και η Κούβα– βίωσαν τον κοινωνικό μετασχηματισμό με αποτέλεσμα την κατάργηση του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Ταυτόχρονα, η εργατική τάξη δεν ασκούσε πολιτική εξουσία (εκτός από τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ρωσίας), αλλά μάλλον κυριαρχούνταν από τη δικτατορία της σταλινικής γραφειοκρατίας.[7]

Η εμφάνιση τέτοιων εκφυλισμένων εργατικών κρατών (που συχνά κακώς αποκαλούνται «σοσιαλιστικές» χώρες) είχε βαθιές συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτή η διαδικασία, σε συνδυασμό με τις τεράστιες αλλαγές στον Παγκόσμιο Νότο – αντιαποικιακοί απελευθερωτικοί αγώνες στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, διάφορες εξεγέρσεις και εμφύλιοι πόλεμοι στη Λατινική Αμερική, κρίση και κατάρρευση των παλαιών αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών της Γαλλίας και της Βρετανίας κ.λπ. – ώθησαν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η δημιουργία μιας τέτοιας συμμαχίας –και αυτή ήταν μια σημαντική διαφορά από την κατάσταση μετά το 1918– ενισχύθηκε από δύο σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η «μακρά έκρηξη» της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 – μια εξέλιξη που επέτρεψε στην άρχουσα τάξη να προσφέρει παραχωρήσεις στο προλεταριάτο καθώς και να επιτύχει συμβιβασμούς μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.[8]

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ο συγκεκριμένος συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν ηττηθεί και η Γαλλία και η Βρετανία είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά – ιδιαίτερα σε σχέση με τις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, είχε δημιουργηθεί μια σαφής ιεραρχία μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Σε αντίθεση με την υπόθεση του Κατς και της θεωρίας του παγκόσμιου συστήματος, αυτό δεν σήμαινε ότι οι Ευρωπαϊκές και Ασιατικές Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν πλέον αυτοτελή ιμπεριαλιστικά κράτη, αλλά είχαν μετατραπεί σε μέρος της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ. Αυτό σαφώς δεν συνέβαινε. Αλλά επρόκειτο για ιμπεριαλιστικά κράτη τα οποία –λόγω των προαναφερθέντων ειδικών συνθηκών της μεταπολεμικής περιόδου– αναγκάστηκαν να συνάψουν μια μακροχρόνια συμμαχία με τις ΗΠΑ, με τις τελευταίες σε ηγεμονική θέση. Εν ολίγοις, πιο θεμελιώδεις ταξικές αντιθέσεις ανάγκασαν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να μαλακώσουν προσωρινά τον ανταγωνισμό τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συλλογικά ταξικά τους συμφέροντα.

Κατά συνέπεια, δεν υπήρξαν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων (αν και έγιναν μερικοί πόλεμοι όπου οι δυνάμεις αυτές πήραν αντίθετες πλευρές, όπως ο πόλεμος του Σουέζ το 1956). Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι η περίοδος ήταν ειρηνική. Υπήρξαν αρκετοί αιματηροί πόλεμοι στον Παγκόσμιο Νότο με άμεση ή έμμεση εμπλοκή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της ΕΣΣΔ ή της Κίνας (π.χ. ο πόλεμος της Κορέας ή ο πόλεμος του Βιετνάμ).

Επιπλέον, υπήρξε ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΣΣΔ (στον οποίο η σταλινική γραφειοκρατία της Κίνας παρείχε σιωπηρή υποστήριξη στις ΗΠΑ, μετά την επίσκεψη του Νίξον, και μάλιστα εισέβαλε στο Βιετνάμ, σημαντικό σύμμαχο της Μόσχας, το 1979). Αυτός ο Ψυχρός Πόλεμος έφτασε αρκετές φορές κοντά σε θερμό πόλεμο (π.χ. κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας το 1962 ή το 1983) και έληξε μόνο με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μετά από ένα κύμα λαϊκών εξεγέρσεων το 1989-91.

Τέλος, μια σύντομη ματιά στην ιστορία του 19ου αιώνα είναι επίσης χρήσιμη για να δούμε γιατί ο Κατς κάνει λάθος όταν ερμηνεύει την προσωρινή έλλειψη ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών ως απόδειξη της θέσης του ότι αυτές δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένες Μεγάλες Δυνάμεις με τα δικά τους συμφέροντα, αλλά απλώς μέρος μιας παγκόσμιας ηγεμονικής αυτοκρατορίας με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Μετά από ένα τέταρτο του αιώνα καταστροφικών πολέμων που έληξαν με το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, η ήπειρος γνώρισε ελάχιστες ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Και μετά τον σύντομο γαλλοπρωσικό πόλεμο το 1870-71, η ήπειρος διήλθε μια περίοδο ειρήνης ... μέχρι που άρχισε ο μεγαλύτερος πόλεμος το 1914, τον οποίο ακολούθησε μια ακόμη πιο καταστροφική αντιπαράθεση το 1939-45. Μήπως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν γίνει μέρος μιας αυτοκρατορίας την περίοδο πριν από το 1914, χωρίς ξεχωριστά, ανταγωνιστικά συμφέροντα; Σίγουρα όχι, όπως έδειξε η ιστορία.

Ή, για να δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα: η ιστορία της Ε.Ε. Η Βρετανία και η Γαλλία βρίσκονταν σε πόλεμο για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μεταξύ των τελών του 17ου αιώνα και του 1815. Ωστόσο, έκτοτε είχαν σταματήσει να πολεμούν η μία την άλλη και έγιναν στενοί σύμμαχοι στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε. Και πάλι, αυτό δεν σήμαινε ότι είχαν πάψει να είναι ξεχωριστές Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά μάλλον αντανακλούσε την πραγματικότητα ότι αντιμετώπιζαν σημαντικότερες προκλήσεις που τους έκαναν να υποτάξουν τις διαφορές τους.

 

Υλιστική ταξική ανάλυση ενάντια στον γεωγραφισμό: Η περίοδος μετά το 1991

Ο Κατς πιστεύει ότι η θέση του για την αυτοκρατορία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, με την ΕΕ και την Ιαπωνία μόνο ως αναπόσπαστα υποτελείς, έχει δικαιωθεί από τη συνεχιζόμενη συμμαχία μεταξύ αυτών των κρατών μετά την κατάρρευση της σταλινικής ΕΣΣΔ το 1991. Το πιστεύει ακόμη περισσότερο επειδή αυτή η συμμαχία βρίσκεται σε σύγκρουση –εν τω μεταξύ μπορεί κανείς να μιλήσει για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο– με τη Ρωσία και την Κίνα:

«Το μυστήριο που δεν λύνει ο Πρέμπστινγκ είναι η συνεχιζόμενη αντίθεση μεταξύ της ενοποιημένης Δυτικής Συμμαχίας και των δύο αντιπάλων [Ρωσία και Κίνα – σ.σ.] που αποκλείονται από αυτό το δίκτυο».

Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό το μυστήριο δεν είναι τόσο δύσκολο να λυθεί. Πρώτον, υπάρχουν πολυάριθμοι δείκτες που αντικατοπτρίζουν ότι τόσο ο ευρωπαϊκός όσο και ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός προσπαθούν να γίνουν πιο ανεξάρτητες δυνάμεις. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη μεταξύ των προσπαθειών της ΕΕ να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη εμπορική και αμυντική πολιτική. Ας σκεφτούμε μόνο τις απειλές για κυρώσεις το 2021 εξαιτίας της επιμονής της Γερμανίας να διατηρήσει τον αγωγό Nord Stream II με τη Ρωσία (ένα πρόβλημα που «λύθηκε» με μυστηριώδεις εκρήξεις σε υποθαλάσσιους αγωγούς κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία), τα σχέδια για την αύξηση των ανεξάρτητων στρατιωτικών θεσμών της ΕΕ και την κατασκευή του δικού της αμυντικού συστήματος πυραύλων κ.λπ. Ή ας πάρουμε τη σημερινή σύγκρουση μεταξύ Ουάσινγκτον και Βρυξελλών εξαιτίας του νόμου Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού –ένα γιγαντιαίο κρατικό-καπιταλιστικό πρόγραμμα επιδότησης επιχειρήσεων– που προκάλεσε την Επίτροπο Ανταγωνισμού της ΕΕ Μαργκρέτε Βεστάγκερ να προειδοποιήσει τις ΗΠΑ: «Νομίζω ότι ένας πόλεμος είναι αρκετός».[9] Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, μπορούμε να αναφερθούμε στη στρατηγική που ξεκίνησε από τον εκλιπόντα πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε, ο οποίος διακήρυξε την ανάγκη να οικοδομηθεί μια πλήρως ανεξάρτητη και δυναμική Ιαπωνία που θα είναι «ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της».

Είναι αλήθεια, όπως αντιτείνει ο Κατς, ότι αυτό δεν έχει οδηγήσει σε κατάρρευση των δυτικών συμμαχικών θεσμών, καθώς αυτοί παραμένουν υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ:

«Αλλά ο Πρέμπστινγκ χάνει από τα μάτια του τη συνύπαρξη αυτής της οικονομικής παρακμής με τη συνεχιζόμενη στρατιωτική ηγεσία της Ουάσιγκτον. Αυτό το χάσμα είναι ένα γεγονός που υποτιμάται από τον επικριτή μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν χάσει την πολεμική τους ισχύ σε αναλογία με την παραγωγική τους οπισθοδρόμηση και οι αντίπαλοί τους στη Δύση έχουν επικυρώσει αντί να εκμεταλλευτούν αυτή την ανωμαλία. Το ΝΑΤΟ παραμένει υπό την αμετάβλητη κυριαρχία του Πενταγώνου».

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για την εξέλιξη αυτή. Πρώτον, η άρχουσα τάξη στην Ευρώπη και την Ιαπωνία δεν μπορεί να τερματίσει τη συμμετοχή της σε στρατιωτικές συμμαχίες με τις ΗΠΑ από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται αρκετά χρόνια για να οικοδομηθεί μια ισχυρή ανεξάρτητη στρατιωτική βιομηχανία, η οποία, πάλι, απαιτεί μια γιγαντιαία επέκταση του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια στροφή είναι δυνατή μόνο μέσω ενός ριζικού μετασχηματισμού της εσωτερικής πολιτικής, αφού αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να περικόψουν μαζικά τις δαπάνες σε άλλους τομείς. Η συνεχιζόμενη ισχυρή υποστήριξη του πληθυσμού της Ιαπωνίας για το «ειρηνιστικό» σύνταγμά της –παρά τη δεκαετία του μιλιταρισμού του Άμπε– αντανακλά τις προκλήσεις της άρχουσας τάξης σε τέτοιες χώρες. Ένα παρόμοιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί στη Γερμανία.

Ωστόσο, ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ότι η δυναμική της αντιπαλότητας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας αντισταθμίστηκε από μια άλλη, αντίθετη εξέλιξη. Αυτή είναι η ανάδειξη της Ρωσίας και της Κίνας ως ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όπως αποδείξαμε στο τελευταίο μας άρθρο με διάφορα στατιστικά στοιχεία, η Κίνα έχει γίνει –εκτός από τις ΗΠΑ– η μεγαλύτερη καπιταλιστική δύναμη όσον αφορά τη βιομηχανική παραγωγή, το εμπόριο, τον αριθμό των επιχειρήσεων, τους δισεκατομμυριούχους κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόσφατα δημοσιευμένο έγγραφο στρατηγικής του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν αναφέρει απερίφραστα ότι το Πεκίνο αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τις ΗΠΑ: «Η ΛΔΚ, αντίθετα, είναι ο μόνος ανταγωνιστής που έχει τόσο την πρόθεση να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη όσο και, όλο και περισσότερο, την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ για να προωθήσει αυτόν τον στόχο».[10]

Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα ήταν σημαντικές αυτοκρατορίες με μακρά παράδοση μέχρι τους πολέμους του Οπίου στη δεκαετία του 1840 στην περίπτωση της Κίνας και μέχρι τη σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στην περίπτωση της Ρωσίας. Με την κατάργηση του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες, τα δύο αυτά κράτη δεν ήταν πλέον ιμπεριαλιστικά. Ωστόσο, τα τεράστια προγράμματα εκβιομηχάνισης και στρατιωτικού εξοπλισμού στις σταλινικές τους περιόδους έθεσαν το υλικό θεμέλιο για έναν άλλο μετασχηματισμό, αφού είχε πραγματοποιηθεί η αποκατάσταση του καπιταλισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά από μια δεκαετία γεμάτη κρίση, ο Πούτιν κατάφερε να κάνει τη Ρωσία και πάλι ιμπεριαλιστική δύναμη στις αρχές της δεκαετίας του 2000.[11] Και άλλη μια δεκαετία αργότερα, η Κίνα είχε συσσωρεύσει αρκετή οικονομική και στρατιωτική δύναμη για να ενταχθεί στην ομάδα των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων.[12]

Δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι η αντικατάσταση των παλαιών δυτικών δυνάμεων από την Κίνα ως τον μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγέα καπιταλιστικών εμπορευμάτων (και όλο και περισσότερο και κεφαλαίου) αποτελεί απειλή για την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Τόκιο. Και, σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία –ως η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη με αυξανόμενη όρεξη να επεκτείνει τις σφαίρες επιρροής της– αποτελεί επίσης σαφή κίνδυνο για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Δεν είναι προφανές ότι υπό αυτές τις συνθήκες, οι δυτικές δυνάμεις διατηρούν τους υπάρχοντες θεσμούς συμμαχιών προκειμένου να αντιμετωπίσουν τέτοιες απειλές; Αντανακλά τα δικά τους ταξικά συμφέροντα και όχι την υποταγή στην αμερικανική αυτοκρατορία το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι και ιάπωνες ιμπεριαλιστές συνδυάζουν τις προσπάθειες για μια ανεξάρτητη πολιτική με την αντιμετώπιση των διεκδικητών της Ανατολής σε συμμαχία με την Ουάσιγκτον.

Όλες αυτές οι εξελίξεις μπορούν να κατανοηθούν μόνο με βάση μια υλιστική ανάλυση του ταξικού χαρακτήρα των Μεγάλων Δυνάμεων και των συμφερόντων τους, αλλά όχι με το χονδροειδές εργαλείο του επιφανειακού γεωγραφισμού.

 

Είναι η άνοδος της Ρωσίας και της Κίνας ως ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πρωτοφανής στην ιστορία;

Αυτό μας οδηγεί στο επόμενο πρόβλημα της αντίληψης του Κατς. Προσπαθεί να αρνηθεί τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ρωσίας και της Κίνας. Βασικά, οι αντιρρήσεις του στηρίζονται σε δύο υποθέσεις. Πρώτον, τα κράτη αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα επειδή οι ΗΠΑ δεν τα αποδέχονται ως μέλη του «αυτοκρατορικού τους συστήματος». Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι η Κίνα δεν έχει καν γίνει καπιταλιστική. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο επιχείρημα απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.

Το πρώτο επιχείρημα είναι στην ουσία ταυτολογικό. Από πότε ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας των κρατών εξαρτάται από το αν η ισχυρότερη δύναμη τα αποδέχεται στη συμμαχία της; Η Καρχηδόνα ή το βασίλειο των Πάρθων ήταν αυτοκρατορίες ακόμη και όταν η Ρώμη δεν τις αποδέχθηκε ως μέρος του «αυτοκρατορικού της συστήματος». Η ανερχόμενη Αγγλία έγινε αυτοκρατορία παρά την εχθρότητα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αργότερα, η Γερμανία έγινε ιμπεριαλιστική δύναμη παρά την έλλειψη αποικιών και παρά την εχθρότητα από τη Βρετανία. Το ίδιο ισχύει και για την Ιαπωνία. Ολόκληρη η ιστορία των ταξικών κοινωνιών χαρακτηρίζεται από ισχυρότερες και ασθενέστερες δυνάμεις, από καθιερωμένες και νέες, αναδυόμενες δυνάμεις. Δεδομένου ότι οι καθιερωμένες δυνάμεις συνήθως δεν παραχωρούν τη θέση τους οικειοθελώς, είναι ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας ιστορίας ότι λαμβάνουν χώρα εντάσεις και πόλεμοι μεταξύ παλαιών και νέων δυνάμεων.

Ο Κατς αναφέρεται στη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και στην επιθετική πολιτική τους να τη χρησιμοποιούν:

«Η καταγραφή αυτής της αλλαγής εξηγεί επίσης γιατί η επιθετική δυναμική είναι εγγενής στη δομή που διοικεί το Πεντάγωνο. Ένας τέτοιος αμερικανικός μιλιταρισμός είναι εγγενής σε μια δύναμη που προσπαθεί να αντισταθμίσει την οικονομική της παρακμή με στρατιωτική κυριαρχία και δεν έχει την ευελιξία να δοκιμάσει άλλους δρόμους».

Αναμφίβολα, είναι αλήθεια ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να αντισταθμίσει την οικονομική της παρακμή με τη στρατιωτική της ισχύ. Αλλά, και πάλι, η ανάλυση του Κατς είναι πολύ μονόπλευρη. Πρώτον, οι ΗΠΑ δεν είναι χωρίς αντίπαλο. Υπενθυμίζουμε στον επικριτή μας το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει ουσιαστικά τον ίδιο αριθμό πυρηνικών όπλων, ότι η Κίνα πλησιάζει σε αρκετούς σημαντικούς στρατιωτικούς κλάδους και ότι και οι δύο έχουν προχωρήσει αρκετά στην κατασκευή νέων ισχυρών οπλικών συστημάτων (όπως π.χ. υπερηχητικοί πύραυλοι).

Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Βρετανία –η κυρίαρχη δύναμη κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα– ήταν επίσης μακράν το ισχυρότερο κράτος σε αρκετούς βασικούς τομείς. Όπως βλέπουμε στον Πίνακα 1, το 1913 είχε απόθεμα ξένων επενδύσεων που ήταν τόσο μεγάλο όσο το συνολικό άθροισμα των τριών επόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Βρετανία

41% (44%)

Γαλλία

20%

Γερμανία

13%

Ηνωμένες Πολιτείες

8%

Πίνακας 1. Μερίδιο των Μεγάλων Δυνάμεων στις παγκόσμιες εξαγωγές κεφαλαίου, 1913[13]

Η Βρετανία ήταν επίσης η κυρίαρχη ναυτική δύναμη, όπως βλέπουμε στον Πίνακα 2.

Χώρα

1880

1914 (1)

1914 (2)

Βρετανία

650,000

2,714,000

2,205,000

Γερμανία

88,000

1,305,000

1,019,000

Γαλλία

271,000

900,000

731,000

Ρωσία

200,000

679,000

328,000

Πίνακας 2. Χωρητικότητα πολεμικών πλοίων των ευρωπαϊκών δυνάμεων, 1880 και 1914[14]

Και στον Πίνακα 3, βλέπουμε ότι μετά την παρακμή της Βρετανίας στο μεσοπόλεμο, οι ΗΠΑ είχαν ήδη αναδειχθεί ως η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη με μεταποιητική παραγωγή μεγαλύτερη από τη συνολική παραγωγή των επόμενων τεσσάρων αντιπάλων.

Ηνωμένες Πολιτείες

31,4%

Γερμανία

12,7%

Βρετανία

10,7%

Γαλλία

4,4%

Ιταλία

2,8%

Πίνακας 3. Μερίδιο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην παγκόσμια μεταποιητική παραγωγή το 1938[15]

Εν ολίγοις, βλέπουμε ότι η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν χωρίς προηγούμενο. Αλλά ακόμη και μια τέτοια κυρίαρχη θέση δεν μπόρεσε να αποτρέψει την άνοδο νέων ιμπεριαλιστικών αντιπάλων – όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

 

Κίνα: δεν έχει γίνει ακόμα καπιταλιστική;

Η ιδέα ότι η Κίνα δεν θα μπορούσε να είναι καπιταλιστική είναι εντελώς παράλογη. Φυσικά, ο Κατς δεν μπορεί να αρνηθεί τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Ισχυρίζεται όμως ότι η διαδικασία της καπιταλιστικής αποκατάστασης είναι ημιτελής και ότι η άρχουσα τάξη δεν ελέγχει το κράτος:

«Ο Πρέμπστινγκ διακηρύσσει ότι η Κίνα δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την ηγεσία στην παγκόσμια οικονομία χωρίς πρώτα να ωριμάσει το καπιταλιστικό της καθεστώς. Αλλά αποδέχεται επίσης ότι η δύναμη αυτή είναι ο πρωταγωνιστής του μεγαλύτερου οικονομικού μετασχηματισμού του 21ου αιώνα, σε μια εποχή θνησιγενούς, παρακμιακού και παρασιτικού καπιταλισμού. Ο επικριτής μου δεν αντιλαμβάνεται πόσο αντιφατικό είναι να αποδίδεται τέτοια ζωτικότητα στον κινεζικό καπιταλισμό, όταν την ίδια στιγμή διατυπώνεται η θέση ότι το σύστημα αυτό βρίσκεται στις πύλες του νεκροταφείου. Η απάντησή μας σε αυτά τα ποικίλα διλήμματα είναι η παρουσία μιας ανολοκλήρωτης πορείας καπιταλιστικής αποκατάστασης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα τέτοιο κοινωνικό καθεστώς είναι παρόν στην Κίνα, μαζί με όλα τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισμού για το εκμεταλλευτικό κέρδος. Αλλά η άρχουσα τάξη που γεννά αυτό το μοντέλο δεν ελέγχει την κρατική εξουσία. Η κατάσταση αυτή διαφέρει πολύ από τον τυπικό κρατικό καπιταλισμό που παρατηρεί ο Πρέμπστινγκ στην Κίνα, προβάλλοντας αναλογίες με τον ίδιο τύπο καθεστώτων κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.»

Επίσης, επικαλείται την οικονομική επιτυχία της Κίνας ως απόδειξη για τη θέση του ότι δεν είναι καπιταλιστική δύναμη:

«Το χαρακτηριστικό αυτό είναι τόσο δευτερεύον για τον Πρέμπστινγκ όσο και το σύνολο της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί το Πεκίνο. Θεωρεί ότι οι προσανατολισμοί αυτοί μοιάζουν πολύ με την κεϋνσιανή πορεία των κυβερνήσεων των ΗΠΑ. Δεν σταματά όμως να αναλογιστεί ότι μια τόσο γιγαντιαία επέκταση της παραγωγής ή μια τόσο εντυπωσιακή εξάλειψη της φτώχειας –όπως έχει παρατηρηθεί στην Κίνα– δεν φαίνεται εφικτή με το συνηθισμένο βιβλίο συνταγών της αστικής ετεροδοξίας. Η προοπτική τους, τους εμποδίζει να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της πανταχού παρουσίας του δημόσιου τομέα στο 40% του ΑΕΠ και του αυστηρού σχεδιασμού (ή ελέγχου) των ξένων επενδύσεων. Τα δεδομένα αυτά καθορίζουν την εγκυρότητα ενός διεθνούς οικονομικού μοντέλου που απομακρύνεται από το αμερικανικό αυτοκρατορικό πρότυπο. Ο επικριτής μας απλώς αγνοεί την προφανή μοναδικότητα αυτού του σχήματος.»

Καθώς έχουμε ασχοληθεί εκτενώς με την οικονομία της Κίνας και τη διαδικασία καπιταλιστικής αποκατάστασής της σε διάφορα κείμενα, περιοριζόμαστε σε αυτό το σημείο σε μερικά σχόλια.[16] Πρώτον, όπως αποδείξαμε με μια σειρά από στοιχεία στο τελευταίο μας δοκίμιο, η Κίνα έχει μεγαλύτερο αριθμό κερδοφόρων επιχειρήσεων και δισεκατομμυριούχων από τις Η.Π.Α. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό αν η Κίνα δεν θα ήταν ακόμα πλήρως καπιταλιστική;

Δεύτερον, είναι γνωστό ότι ο ρόλος των κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων (State-Owned Enterprises / SOE) έχει μειωθεί μαζικά. Το μερίδιό τους στη βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε από σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα το 1978 σε 20% το 2015.[17] Το πιο σημαντικό είναι ότι ο χαρακτήρας των SOE άλλαξε εντελώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καπιταλιστικής αποκατάστασης στη δεκαετία του 1990. Οι μη κερδοφόρες επιχειρήσεις έκλεισαν, οι περισσότεροι εργαζόμενοι απολύθηκαν και οι εταιρείες έγιναν λειτουργικές με βάση τον καπιταλιστικό νόμο της αξίας για τη δημιουργία κέρδους. Μεταξύ 1998 και 2006, ο αριθμός των κρατικών επιχειρήσεων μειώθηκε από 64.737 σε 24.961. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο της απασχόλησης στον κρατικό τομέα (αυτό περιλαμβάνει την απασχόληση στις SOE καθώς και την απασχόληση στην κυβέρνηση και τους δημόσιους οργανισμούς) μειώθηκε μαζικά. Ενώ η απασχόληση στον κρατικό τομέα ως ποσοστό της συνολικής αστικής απασχόλησης ήταν 61,0% το 1992, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 22,7% το 2006. Ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής τους αναδιάρθρωσης, τα κέρδη αυξήθηκαν μαζικά στις κρατικές επιχειρήσεις. Ενώ η απόδοση του ενεργητικού τους ήταν μόλις 0,7% το 1998, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 6,3% το 2006. (Βλέπε πίνακα 4)[18].

1998

2006

Αριθμός επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας

64737

24961

Απασχόληση στον κρατικό τομέα ως ποσοστό της συνολικής αστικής απασχόλησης

61,0%

(1992)

22,70%

Αποδοτικότητα περιουσιακών στοιχείων

0,70%

6,30%

Πίνακας 4. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση των κρατικών επιχειρήσεων της Κίνας

Με άλλα λόγια, οι κρατικές επιχειρήσεις της Κίνας δεν είναι «σοσιαλιστικές», αλλά κρατικές-καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους όχι λιγότερο από ό,τι παρόμοιες επιχειρήσεις σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται επίσης αν συγκρίνουμε την κερδοφορία των κορυφαίων επιχειρήσεων της Κίνας με εκείνες άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Για παράδειγμα, ας δούμε την κερδοφορία των Fortune Global 500 Corporations το 2020, την οποία παρουσιάζουμε στον Πίνακα 5. Οι εταιρείες της Κίνας έχουν ένα «περιθώριο κέρδους» 4,5%, το οποίο είναι περίπου το μισό των ΗΠΑ, αλλά υψηλότερο από τη Γαλλία (4,3%), τη Γερμανία (3,3%) και την Ιαπωνία (2,7%).[19]

ΗΠΑ

8,90%

Ηνωμένο Βασίλειο

5,90%

Κίνα

4,50%

Γαλλία

4,30%

Γερμανία

3,30%

Νότια Κορέα

2,80%

Ιαπωνία

2,70%

Πίνακας 5. Περιθώριο κέρδους των Fortune Global 500 Corporations το 2020

Είναι προφανές ότι οι κορυφαίες εταιρείες της Κίνας –πολλές από αυτές είναι κρατικές– έχουν παρόμοια κερδοφορία με τους δυτικούς ανταγωνιστές τους, επειδή λειτουργούν στην ίδια βάση του νόμου της αξίας, επειδή είναι καπιταλιστικές.

Τρίτον, ο Κατς ισχυρίζεται ότι η άρχουσα τάξη δεν ελέγχει το κράτος. Μια τολμηρή δήλωση! Λοιπόν, τολμηρή αλλά αβάσιμη. Το (μη καπιταλιστικό; σοσιαλιστικό;) κινεζικό κράτος πρωτοστάτησε σε μια ραγδαία ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες που επέφερε την άνοδο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, των ξένων επενδύσεων και μια μαζική αύξηση του αριθμού των δισεκατομμυριούχων... Γιατί το κινεζικό κράτος προώθησε μια τόσο ραγδαία επέκταση του καπιταλισμού, αν δεν ελέγχεται από την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη; Πώς μπορεί ένα τέτοιο κράτος να μην είναι καπιταλιστικό, αν είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για να προωθηθεί η άνοδος της Κίνας σε μια από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές δυνάμεις;

Τέταρτον, ο Κατς ισχυρίζεται ότι το οικονομικό «θαύμα» της Κίνας αποδεικνύει ότι ακολουθεί ένα μοναδικό (σοσιαλιστικό;) οικονομικό μοντέλο. Ωστόσο, όπως συζητήσαμε λεπτομερέστερα αλλού, η οικονομική επιτυχία της Κίνας δεν είναι ούτε μοναδική ούτε «θαυματουργή». Βασικά, ήταν το αποτέλεσμα του συνδυασμού κρατικής-καπιταλιστικής ρύθμισης και μιας διαδικασίας πρωτόγονης καπιταλιστικής συσσώρευσης που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της εγχώριας εργατικής τάξης (ιδίως των λεγόμενων «εσωτερικών μεταναστών»). Μια τέτοια οικονομική επιτυχία δεν είναι χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία.[20] Καπιταλιστικές χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ταϊβάν ή η Νότια Κορέα –οι δύο τελευταίες κατά τη διάρκεια μακρών περιόδων στρατιωτικών δικτατοριών– γνώρισαν επίσης δεκαετίες υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μέσω του συνδυασμού παρόμοιων μέσων οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, μετά από μια ορισμένη περίοδο, οι παράγοντες αυτοί εξαντλήθηκαν. Υπάρχουν, παρεμπιπτόντως, ισχυρές ενδείξεις ότι και η Κίνα θα μπορούσε να έχει φτάσει σε μια τέτοια στιγμή τα τελευταία 2-3 χρόνια.

Συνοψίζοντας, όταν ο Κατς λέει ότι η Κίνα δεν είναι ακόμα καπιταλιστική ή δεν έχει καπιταλιστικό κράτος, αναρωτιόμαστε, για ποια Κίνα μιλάει; Αυτή η Κίνα, που υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη, είναι σίγουρα καπιταλιστική.

 

«Αυτοκρατορικό σύστημα» ή «αυτοκρατορικά συστήματα»;

Ο Κατς απορρίπτει τις ιστορικές μας αναλογίες δηλώνοντας ότι η άνοδος της Κίνας θα ήταν κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την άνοδο άλλων Μεγάλων Δυνάμεων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα:

«Ο επικριτής μας παραλείπει επίσης να σημειώσει ότι η οπισθοδρόμηση των ΗΠΑ ενισχύεται από την ταχεία άνοδο ενός αντιπάλου, που λειτουργεί εκτός του αυτοκρατορικού συστήματος. Εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά μεταξύ της σημερινής σύγκρουσης με την Κίνα και των προηγούμενων συγκρούσεων με την Ιαπωνία ή τη Γερμανία.»

Προφανώς, ο Κατς πιστεύει ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία ήταν «εντός του αυτοκρατορικού συστήματος», ενώ η Κίνα ήταν «εκτός». Αλλά σε ποια γεγονότα βασίζεται ένας τέτοιος ισχυρισμός; Η Κίνα είναι στενά συνδεδεμένη με όλες τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσω του εμπορίου, των ξένων επενδύσεων κ.λπ. Οι οικονομικές διασυνδέσεις της Κίνας με τις δυτικές χώρες δεν είναι σίγουρα μικρότερες από τις διασυνδέσεις της Γερμανίας με τη Βρετανία πριν από το 1914. Η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής των ΗΠΑ σε εισαγωγές αγαθών το 2020 και η τρίτη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών αγαθών.[21] Η θέση της Γερμανίας πριν από το 1914 δεν ήταν διαφορετική. Ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Βρετανία ήταν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος του Ράιχ.[22]

Αν ακολουθήσουμε τη λογική του Κατς, δεν θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Γερμανίας πριν από τον Α΄ (ή Β΄) Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βρετανία ήταν η κυρίαρχη δύναμη σε βασικούς οικονομικούς και στρατιωτικούς τομείς. Η Γερμανία δεν αποτελούσε μέρος του «αυτοκρατορικού συστήματος» του Λονδίνου. Αν η Κίνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική, τότε ούτε η Γερμανία πριν από το 1914 μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική! Φυσικά, στην πραγματικότητα, τόσο η Γερμανία όσο και η Κίνα είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είναι μάλλον ο στρουκτουραλιστικός δογματισμός του Κατς που δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της πραγματικότητας.

Ας δούμε την παγκόσμια πολιτική θέση της Κίνας και της Ρωσίας σήμερα. Η Κίνα είναι μέλος όλων των ειδών των παγκόσμιων και περιφερειακών θεσμών –από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μέχρι τον ΠΟΕ, από την ASEAN μέχρι την COP27– και συμμετέχει σε διάφορες πρωτοβουλίες του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Ο Κατς θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η Κίνα δεν συμμετέχει στο ΝΑΤΟ. Λοιπόν, προφανώς, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά και τι έγινε; Η Κίνα έχει οικοδομήσει (εν μέρει μαζί με τη Ρωσία) τους δικούς της οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς θεσμούς. Σκεφτείτε τις BRICS, τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα και την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών, τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης κ.λπ. Η Ρωσία έχει επίσης την «Ευρασιατική Οικονομική Ένωση» καθώς και τη στρατιωτική συμμαχία CSTO.

Εν ολίγοις, το ΝΑΤΟ είναι η στρατιωτική συμμαχία των βορειοαμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Το να μην είσαι μέρος αυτής της συμμαχίας σημαίνει ... να μην είσαι μέρος αυτής της συμμαχίας. Τίποτα άλλο. Δεν σημαίνει ότι ένα κράτος δεν είναι ιμπεριαλιστικό. Δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία έχουν τις δικές τους συμμαχίες. Αλλά αυτές δεν είναι τόσο ισχυρές όσο το ΝΑΤΟ, θα αντιτείνει ο Κατς. Λοιπόν, στο οικονομικό πεδίο, η Κίνα σίγουρα δεν είναι πιο αδύναμη από τις ΗΠΑ. Μαντέψτε γιατί οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ –π.χ. η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ– προσπαθούν σκληρά να οικοδομήσουν στενότερες σχέσεις με το Πεκίνο. Μαντέψτε γιατί η Τουρκία και η Ινδία –η πρώτη μέλος του ΝΑΤΟ, η δεύτερη μέλος της τετράδας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ– εντείνουν την οικονομική τους συνεργασία με τη Ρωσία.

Και πολιτικά ή στρατιωτικά; Σίγουρα, οι ΗΠΑ προσπαθούν σκληρά να διατηρήσουν την ηγεμονία τους. Αλλά, στην πραγματικότητα, οι αντίπαλες συμμαχίες με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσία επεκτείνονται. Τα πέντε κράτη μέλη των BRICS καθώς και του SCO περιλαμβάνουν περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τον Ιούνιο του 2022, χώρες όπως η Αλγερία, η Αργεντινή και το Ιράν ζήτησαν να ενταχθούν στις BRICS. Η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκική Δημοκρατία ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν να υποβάλουν αίτηση με παρόμοιο τρόπο. Ο SCO, στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του στη Σαμαρκάνδη, δέχθηκε το Ιράν στον οργανισμό και το καθεστώς του εταίρου σε επίπεδο διαλόγου δόθηκε στην Αίγυπτο, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία. Η Λευκορωσία υπέβαλε αίτηση για να ενταχθεί στον SCO ως πλήρες μέλος. Εν ολίγοις, η Κίνα και η Ρωσία δεν χρειάζονται το ΝΑΤΟ για να είναι ιμπεριαλιστές. Χτίζουν τις δικές τους «αυτοκρατορίες». Και αυτές οι «αυτοκρατορίες» επεκτείνονται και αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή. Αν η «αυτοκρατορία» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ήταν τόσο ισχυρή, τόσο ηγεμονική που καμία ιμπεριαλιστική δύναμη δεν μπορούσε να υπάρξει έξω από τη σφαίρα επιρροής της, γιατί αυτή η «αυτοκρατορία» δεν είναι ικανή να σταματήσει όλες αυτές τις άλλες χώρες που συρρέουν στις «αυτοκρατορίες» υπό την ηγεσία της Κίνας και της Ρωσίας;!

Στη δεύτερη παράγραφο των περίφημων Θέσεων για τον Φόιερμπαχ, ο Μαρξ τόνισε ότι «ο άνθρωπος πρέπει να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και την ισχύ, το εγκόσμιο της σκέψης [του] στην πράξη».[23] Δύο κρίσιμα, θα μπορούσαμε να πούμε και ιστορικά, γεγονότα στην παγκόσμια πολιτική –ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία και ο εμπορικός πόλεμος της Ουάσινγκτον κατά της Κίνας– αποτελούν μια τέτοια δοκιμασία για να αποδειχθεί η ισχύς μιας θεωρίας στην πράξη.

Είναι γνωστό ότι οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έχουν επιβάλει πρωτοφανείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας από τις 24 Φεβρουαρίου. Επίσης, οι ΗΠΑ –πρώτα υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και τώρα υπό τον Μπάιντεν– έχουν επιβάλει μια κλιμακούμενη σειρά εμπορικών κυρώσεων κατά της Κίνας από το 2018. Το τελευταίο, και πιο δρακόντειο, βήμα ήταν μια σειρά από περιορισμούς και κυρώσεις που απαγορεύουν στις εταιρείες να εξάγουν προηγμένα τσιπ, εξοπλισμό κατασκευής τσιπ και λογισμικό σχεδιασμού στην Κίνα. Επιπλέον, το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε πριν από λίγους μήνες το λεγόμενο CHIPS and Science Act – ένα νομοσχέδιο το οποίο προβλέπει νέα χρηματοδότηση ύψους περίπου 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση της εγχώριας έρευνας και κατασκευής ημιαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εάν οι ΗΠΑ ηγούνται του ενός και μοναδικού «αυτοκρατορικού συστήματος» και εάν η Ρωσία και η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, σαφώς η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να υποτάξει αυτά τα δύο κράτη ή, τουλάχιστον, να τα αποδυναμώσει σημαντικά. Όμως, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας, αυτό δεν ισχύει. Πολύ λίγα κράτη έχουν προσχωρήσει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ή στις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Κίνας. Είναι προφανές ότι ούτε η Μόσχα ούτε το Πεκίνο προσαρμόζονται στις επιταγές της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, οι ίδιες οι δυτικές οικονομίες υφίστανται σοβαρή ζημιά, καθώς και οι δύο ανατολικές δυνάμεις –η Κίνα περισσότερο από τη Ρωσία– διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία.[24]

Ο Κατς θα πρέπει να αναρωτηθεί: αν η Ρωσία και η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πώς είναι δυνατόν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να μην μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στις χώρες του G-20 και του Παγκόσμιου Νότου; Και πώς είναι δυνατόν η Ρωσία και η Κίνα να έχουν καταφέρει να αντισταθούν μέχρι σήμερα στη μαζική χρηματοπιστωτική και οικονομική πίεση των δυτικών κυρώσεων και, στην πραγματικότητα, να προκαλούν επίσης σοβαρές ζημιές στην αμερικανική, την ευρωπαϊκή και την ιαπωνική οικονομία; Δεν είναι προφανές ότι η Κίνα και η Ρωσία μπορούν να αντισταθούν σε αυτή την πίεση και μπορούν να κινητοποιήσουν ισχυρούς συμμάχους για τα συμφέροντά τους μόνο επειδή είναι ιμπεριαλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις; Όχι, Κατς, τα παγκόσμια πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ετών αποδεικνύουν μπροστά στα μάτια μας ότι οι δύο ανατολικές δυνάμεις όχι μόνο δεν είναι μέρος του «ιμπεριαλιστικού συστήματος» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αλλά, αν προτιμάτε αυτή τη γλώσσα, έχουν εγκαθιδρύσει με επιτυχία τα δικά τους «ιμπεριαλιστικά συστήματα».

 

Πολιτικές συνέπειες: ρεφορμιστικός πασιφισμός εναντίον επαναστατικού ντεφαιτισμού

Ας περάσουμε στο τελευταίο μέρος της απάντησής μας, στον τομέα των πολιτικών στρατηγικών. Ο Κατς μας κατηγορεί ότι έχουμε μια μοιρολατρική άποψη για το αναπόφευκτο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου και ότι παραμελούμε τα πολιτικά αντιμιλιταριστικά αιτήματα:

«Ο Πρέμπστινγκ προβλέπει ένα πλαίσιο πολέμου στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που ακολούθησαν τη Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Προβλέπει το επικείμενο σενάριο ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου και εκτιμά ότι η πυρκαγιά αυτή θα διευθετήσει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ μιας δύναμης που διατηρεί στρατιωτική υπεροχή (ΗΠΑ) και μιας άλλης που πλησιάζει (Κίνα). (...) Ο επικριτής μας προεκτείνει το παρελθόν με οιωνούς πολέμων που θα διατηρήσουν ένα εγγενές ιστορικό πρότυπο του καπιταλισμού. Αλλά αγνοεί την τεράστια μεταβλητότητα αυτής της παραμέτρου και εκπέμπει συναγερμούς, με την ίδια λογική που ισχύει για τα άρθρα των εφημερίδων που τη μια μέρα εκτίθενται και την άλλη ξεχνιούνται. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η καταγγελία των προβλέψεων, αλλά η απαξίωσή τους στην πολιτική μάχη κατά του πολέμου. Ο ορίζοντας του αφοπλισμού και της συνύπαρξης δεν εμφανίζεται στο σενάριό του ως στόχος που πρέπει να κατακτηθεί μέσα από διαρκείς λαϊκές κινητοποιήσεις, και αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος τον απομακρύνει από την αποτελεσματική δράση. Η σημαία της ειρήνης που αποφεύγει είναι το συχνό έμβλημα πολλών προοδευτικών πρωτοβουλιών. Εξ ου και τα γνωστά αιτήματα για τη μείωση του πολεμικού προϋπολογισμού, τη διάλυση των στρατιωτικών βάσεων ή την κατάργηση του ΝΑΤΟ.»

Θα απαντήσουμε στην κριτική που μας ασκείται βήμα προς βήμα. Και πάλι, θα περιοριστώ σε μια σύντομη απάντηση, δεδομένου ότι έχω ασχοληθεί εκτενώς με αυτά τα ζητήματα σε άλλα κείμενα.[25] Πρώτον, δεν είναι αλήθεια ότι δεν προβάλλουμε συγκεκριμένα αιτήματα που στρέφονται ενάντια στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η εναντίωση σε κάθε στρατιωτικό προϋπολογισμό στα ιμπεριαλιστικά κράτη, η απαίτηση για τη διάλυση των στρατιωτικών βάσεων ή συμμαχιών, η υποστήριξη του αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα των στρατιωτών – τέτοια αιτήματα υποστηρίζονται από τους φίλους μου (στις δυτικές χώρες καθώς και στη Ρωσία) εδώ και πολλά χρόνια.

Ωστόσο, η προβολή τέτοιων συνθημάτων δεν πρέπει να παρασύρει κάποιον σε άχρηστο ουτοπισμό. Οι ισχυρές μαζικές κινητοποιήσεις μπορούν να οδηγήσουν στην τάδε ή την δείνα μεταρρύθμιση και να καθυστερήσουν την τάδε ή την δείνα μιλιταριστική απόφαση της άρχουσας τάξης. Αλλά αποκαλύπτει υψηλό βαθμό πολιτικής αφέλειας το να φανταστεί κανείς ότι θα ήταν δυνατό να επιβληθεί ένας ειρηνικός, αφοπλισμένος καπιταλισμός. Ας δούμε την πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού τα τελευταία 130 χρόνια! Εκτός από τους αμέτρητους πολέμους στον Παγκόσμιο Νότο, η παγκόσμια πολιτική χαρακτηριζόταν πάντα από τον μιλιταρισμό και τους εξοπλισμούς. Υπήρχε, σχεδόν χωρίς διακοπή, πάντα μια κατάσταση Ψυχρού Πολέμου ή ακόμα και θερμού πολέμου.

Ποιος είναι ο σκοπός της υποστήριξης πολιτικών φαρμάκων που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να φαντασιώνονται μόνο ένα ειρηνικό καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα; Όχι, πρέπει να πούμε την αλήθεια! Στην πραγματικότητα, όσο υπάρχει καπιταλισμός, θα υπάρχει μιλιταρισμός και ιμπεριαλισμός. Μόνο η παγκόσμια κατάργηση του συστήματος ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης μπορεί να εξασφαλίσει έναν ειρηνικό κόσμο.

Στην ουσία, το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης είναι παρόμοιο με το πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Φυσικά, οι σοσιαλιστές πρέπει να αγωνιστούν ενάντια σε όλες τις επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο, ενάντια στην ανεργία κ.λπ. Κάθε μικρή παραχώρηση, κάθε καθυστέρηση μιας επίθεσης είναι ένα βήμα μπροστά. Σίγουρα δεν παραμελούμε τέτοιους αγώνες. Αλλά είναι εντελώς αφελές να φανταζόμαστε ότι μια κοινωνικά δίκαιη μορφή καπιταλισμού θα ήταν δυνατή. Όσο οι καπιταλιστές κατέχουν και ελέγχουν την οικονομία και το πολιτικό σύστημα, οι κοινωνικοί τους νόμοι θα είναι αυτοί που θα καθορίζουν. Και όσο αυτό συμβαίνει, τόσο θα επιμένει η τάση για αυτοσχεδιασμό, για κρίση και κατάρρευση.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι βλέπουμε εδώ, και πάλι, μια ισχυρή ομοιότητα μεταξύ της πολιτικής του Κατς και του Κάουτσκι. Ο πρόγονος του «μαρξιστικού» ρεβιζιονισμού ονειρευόταν επίσης ένα στάδιο του ιμπεριαλισμού –που ως γνωστόν ονομάστηκε «υπεριμπεριαλισμός»– όπου ο καπιταλισμός και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς μιλιταρισμό και απειλή πολέμου: «Ως εκ τούτου, από την καθαρά οικονομική άποψη, δεν είναι αδύνατο ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ζήσει ακόμα μια άλλη φάση, τη μεταφορά της πολιτικής των καρτέλ στην εξωτερική πολιτική: μια φάση του υπεριμπεριαλισμού, ενάντια στην οποία, φυσικά, πρέπει να αγωνιστούμε το ίδιο δυναμικά όπως και ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά οι κίνδυνοι του οποίου θα βρίσκονταν σε μια άλλη κατεύθυνση, όχι σε εκείνη της κούρσας των εξοπλισμών και της απειλής της παγκόσμιας ειρήνης».[26]

Συμβολικά, αυτές οι ηλίθιες γραμμές είδαν το φως της δημοσιότητας όταν τα όπλα του Αυγούστου 1914 έπνιγαν όλες τις φωνές ειρήνης! Ο Λένιν είχε απόλυτο δίκιο στην κριτική του στον Κάουτσκι: «Η παρουσίαση αυτού του ορισμού του ιμπεριαλισμού μας φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τον Κ. Κάουτσκι, ο οποίος αρνείται να θεωρήσει τον ιμπεριαλισμό ως “φάση του καπιταλισμού” και τον ορίζει ως μια πολιτική την οποία “προτιμά” το χρηματιστικό κεφάλαιο, μια τάση των “βιομηχανικών” χωρών να προσαρτούν “αγροτικές” χώρες. Ο ορισμός του Κάουτσκι είναι εντελώς λανθασμένος από θεωρητική άποψη. [...] Ο Κάουτσκι διαχωρίζει την ιμπεριαλιστική πολιτική από την ιμπεριαλιστική οικονομία, διαχωρίζει το μονοπώλιο στην πολιτική από το μονοπώλιο στην οικονομία, προκειμένου να ανοίξει το δρόμο για τον χυδαίο αστικό ρεφορμισμό του, όπως ο “αφοπλισμός”, ο “υπεριμπεριαλισμός” και παρόμοιες ανοησίες. Όλος ο σκοπός και η σημασία αυτής της θεωρητικής ψευτιάς είναι να συγκαλύψει τις πιο βαθιές αντιφάσεις του ιμπεριαλισμού και να δικαιολογήσει έτσι τη θεωρία της “ενότητας” με τους απολογητές του ιμπεριαλισμού, τους απόλυτους σοσιαλ-σοβινιστές και οπορτουνιστές».[27]

Δυστυχώς, ο Κατς υπολείπεται όχι μόνο του επιπέδου γνώσης του Λένιν, αλλά ακόμη και της Σοσιαλιστικής Διεθνούς πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο γνωστό ψήφισμά της για τον πόλεμο και τον μιλιταρισμό (το οποίο θα γινόταν προγραμματικό σημείο αναφοράς για το αντιπολεμικό κίνημα του Τσίμερβαλντ μετά το 1914), οι αντιπρόσωποι του Σοσιαλιστικού Συνεδρίου της Στουτγάρδης το 1907 δήλωσαν: «Οι πόλεμοι, λοιπόν, είναι μέρος της ίδιας της φύσης του καπιταλισμού∙ θα σταματήσουν μόνο όταν το καπιταλιστικό σύστημα καταργηθεί ή όταν οι τεράστιες θυσίες σε ανθρώπους και χρήμα που απαιτεί η πρόοδος της στρατιωτικής τεχνικής και η αγανάκτηση που προκαλούν οι εξοπλισμοί, οδηγήσουν τους λαούς να καταργήσουν αυτό το σύστημα».[28]

Ολόκληρη η πολιτική του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν, την οποία δυστυχώς απορρίπτει ο Κατς, βασίζεται στην αναγνώριση ότι ο καπιταλισμός αναπόφευκτα οδηγεί σε μιλιταρισμό και πολέμους και ότι, επομένως, μόνο η κατάργησή του μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα ειρηνικό μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όχι μόνο ο Λένιν και ο Τρότσκι αλλά και όλοι οι αυθεντικοί σοσιαλιστές πριν από το 1914 πήραν τη θέση της αδιάλλακτης αντίθεσης ενάντια σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις και υποστήριξαν την αξιοποίηση κάθε πολέμου για την προετοιμασία της ανατροπής του καπιταλισμού.

Τέτοιο ήταν το ψήφισμα του Συνεδρίου της Στουτγάρδης, μετά την προσθήκη μιας σημαντικής τροπολογίας που συνέταξαν ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Γιούλιους Μάρτοφ: «Σε περίπτωση που ο πόλεμος ξεσπάσει ούτως ή άλλως, είναι καθήκον τους να παρέμβουν υπέρ του γρήγορου τερματισμού του και με όλες τους τις δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που δημιουργεί ο πόλεμος για να ξεσηκώσουν τις μάζες και έτσι να επισπεύσουν την πτώση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας».[29]

 

Πολιτικές συνέπειες: Να υπερασπιστούμε τα θύματα της μιας Μεγάλης Δύναμης αλλά να αφήσουμε τα θύματα της άλλης Μεγάλης Δύναμης να αφανιστούν;

Δυστυχώς, ο Κατς δεν είναι μόνο ένας πασιφιστής που έχει ψευδαισθήσεις για τη μεταρρυθμισιμότητα του ιμπεριαλισμού. Αρνείται επίσης την υποκειμενικότητα των καταπιεσμένων εθνών στον μη ιμπεριαλιστικό κόσμο. Αυτό γίνεται φανερό από το ακόλουθο απόσπασμα:

«Ο Πρέμπστινγκ προτείνει την αντίθετη προσέγγιση. Επειδή εξισώνει όλους τους εχθρούς σε όλες τις περιστάσεις και σε όλους τους τόπους, τείνει να δικαιώνει τα διάφορα κινήματα για εθνική αυτοδιάθεση καθαυτά. Δεν αποδίδει καμία σημασία στις διάφορες συνδέσεις αυτών των δυνάμεων με το Πεντάγωνο. Αυτή η απόκλιση στην προσέγγιση καθορίζει την απόκλιση με την αξιολόγηση των όσων συνέβησαν στο Κοσσυφοπέδιο και στη Γιουγκοσλαβία.»

Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι μόνο οι λαοί που είναι θύματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αξίζουν την υποστήριξη των σοσιαλιστών. Ωστόσο, όσοι υποφέρουν από τις ευεργεσίες του ρωσικού (ή του κινεζικού) ιμπεριαλισμού, έχουν κακή τύχη. Εδώ, σύμφωνα με τον Κατς, οι σοσιαλιστές πρέπει να αρνηθούν την αλληλεγγύη. Αυτή είναι μια επαίσχυντη θέση του σοσιαλ-σοβινισμού.

Η λογική του Κατς είναι ότι η εθνική καταπίεση δεν είναι η καταπίεση ενός λαού από έναν άλλο ή ενός λαού από μια Μεγάλη Δύναμη. Υπάρχει μόνο αν η αυτοκρατορία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ είναι ο δράστης. Αν ένας αντίπαλος της Ουάσιγκτον διαπράττει τέτοια καταπίεση, ο Κατς αρνείται να υποστηρίξει την αντίσταση αυτών των θυμάτων. Με άλλα λόγια, η εθνική αυτοδιάθεση δεν αποτελεί αίτημα για τους καταπιεσμένους λαούς, αλλά μόνο ένα εργαλείο για την αποδυνάμωση των ΗΠΑ (και την ενίσχυση της Ρωσίας και της Κίνας;). Ως εκ τούτου, στο στρουκτουραλιστικό νοητικό τοπίο του Κατς, οι λαοί της Τσετσενίας, της Συρίας, της Ουκρανίας, του Ανατολικού Τουρκεστάν / Σιντζιάνγκ, ... είναι αντικειμενικά πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και δεν αξίζουν αλληλεγγύη.

Μια τέτοια προσέγγιση δεν έχει καμία σχέση με το σοσιαλισμό. Μια τέτοια προσέγγιση εξωραϊσμού του ρωσικού και κινεζικού ιμπεριαλισμού βοηθάει να εξηγηθεί γιατί πολλοί άνθρωποι που μισούν τον Πούτιν (και τον Σι) για τις απολυταρχίες τους, ταυτίζουν λανθασμένα τον μαρξισμό με τέτοια εγκλήματα.

 

Πολιτικές συνέπειες: Επιστροφή στη στρατηγική του Μαρξ του 19ου αιώνα για τον «κύριο εχθρό»;

Στο τέλος του κειμένου του, ο Κατς υποδεικνύει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις συνέπειες της ανάλυσής του για την πολιτική στρατηγική. Αντί της διεθνιστικής και αντιιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης ενάντια σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις –όπως υποστηρίζω εγώ και οι ομοϊδεάτες μου σοσιαλιστές– ο Κατς ευνοεί την προσέγγιση για τον προσδιορισμό ενός «κύριου εχθρού». Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να επικεντρωθούν στον αγώνα ενάντια σε μία Μεγάλη Δύναμη (και τους συμμάχους της). Σημαίνει επίσης ότι άλλες, αντίπαλες δυνάμεις (όπως η Ρωσία και η Κίνα) θεωρούνται ως πιθανοί σύμμαχοι για τους σοσιαλιστές. Επιπλέον, σημαίνει ότι οι απελευθερωτικοί αγώνες των καταπιεσμένων ανθρώπων στον Παγκόσμιο Νότο εξετάζονται μέσα από το πρίσμα του λεγόμενου «κύριου εχθρού», δηλαδή αν προωθούν τον αγώνα ενάντια στην αυτοκρατορία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ή όχι.

«Η στρατηγική του ντεφαιτισμού –την οποία ο Πρέμπστινγκ προσπαθεί να επικαιροποιήσει– σχεδιάστηκε σε αντιπαράθεση με μια άλλη αρχή, με επίκεντρο τον κύριο εχθρό. Αυτό το κριτήριο φαίνεται πιο κατάλληλο για την παρούσα περίοδο. Ήταν το μεγάλο βαρόμετρο του Μαρξ, του Ένγκελς και του ίδιου του Λένιν μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπογράμμιζε τη διάκριση μεταξύ δίκαιων ή νόμιμων πολέμων και καθαρά καταπιεστικών συρράξεων. Ο πρώτος τύπος συγκρούσεων περιείχε θετικά στοιχεία για την απελευθέρωση των λαών, περιλαμβάνοντας συγκρούσεις ενάντια σε μονάρχες, αποικιοκράτες και ευγενείς, σε μάχες που έπαιρναν προοδευτικούς τόνους. Οι υποστηρικτές της σοσιαλιστικής σκέψης εκτιμούσαν αυτό το είδος πολέμου, το οποίο υπονόμευε την αποικιοκρατική κυριαρχία και έπληττε τα προπύργια της αντίδρασης. Αυτή η στρατηγική περιέχει στοιχεία που ισχύουν για ένα σημερινό σενάριο που χαρακτηρίζεται από την υπεροχή του αυτοκρατορικού συστήματος. Αυτό το σύστημα παίζει πάντοτε έναν επιθετικό ρόλο. Η αρχή του κύριου εχθρού αποτελεί οδηγό για τον αγώνα εναντίον των κατά προτεραιότητα αντιπάλων.»

Ο Κατς είναι τόσο πολιτικά όσο και ιστορικά λάθος. Λέει ότι οι σοσιαλιστές πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εφάρμοζαν μια στρατηγική εστίασης του αγώνα εναντίον ενός «κύριου εχθρού». Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν υποστηρίξει ένα τέτοιο πρόγραμμα κατά τη διάρκεια της ζωής τους (δηλαδή μέχρι το θάνατο του Ένγκελς το 1895). Θεωρούσαν την τσαρική Ρωσία ως το αντιδραστικό προπύργιο της Ευρώπης. Η ανάλυσή τους βασιζόταν τόσο στον οπισθοδρομικό απολυταρχικό χαρακτήρα της τσαρικής απολυταρχίας όσο και στον αντιδραστικό ρόλο που έπαιξε η Ρωσία με τον τεράστιο στρατό της τόσο στους Ναπολεόντειους πολέμους το 1814/15 όσο και κατά τα επαναστατικά χρόνια του 1848-49.

Για τους λόγους αυτούς, ο Μαρξ και ο Ένγκελς τάχθηκαν στο πλευρό κάθε κράτους που πολεμούσε τον κύριο εχθρό – τον ρωσικό τσαρισμό. Ως εκ τούτου, το 1848 κάλεσαν τη Γερμανία να διεξάγει πόλεμο εναντίον της Μόσχας, όπως το εξέφρασε ποιητικά ο Μαρξ με το επιφώνημά του: «Μόνο ένας πόλεμος εναντίον της Ρωσίας θα ήταν ένας πόλεμος της επαναστατικής Γερμανίας, ένας πόλεμος με τον οποίο θα μπορούσε να καθαρίσει τον εαυτό της από τις αμαρτίες του παρελθόντος, θα μπορούσε να πάρει θάρρος, να νικήσει τους δικούς της αυτοκράτορες, να εξαπλώσει τον πολιτισμό με τη θυσία των δικών της γιων, όπως συμβαίνει με έναν λαό που αποτινάσσει τις αλυσίδες της μακρόχρονης, νωχελικής σκλαβιάς και γίνεται ελεύθερος μέσα στα σύνορά του φέρνοντας την απελευθέρωση σε όσους βρίσκονται έξω από αυτά».[30]

Αντίστοιχα, τάχθηκαν στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου του 1853-56 και επέκριναν το Λονδίνο και το Παρίσι για τη διστακτική και χλιαρή προσέγγισή τους στη στρατιωτική τους εκστρατεία. Και όταν ξέσπασε ένας άλλος πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1877-78, ο Ένγκελς εξήγησε: «Υποστηρίζουμε αποφασιστικά την τουρκική υπόθεση και για 2 λόγους: 1. επειδή έχουμε μελετήσει τον Τούρκο αγρότη –δηλαδή τη μάζα του τουρκικού λαού– και με αυτόν τον τρόπο έχουμε καταλήξει να τον βλέπουμε αναμφισβήτητα ως έναν από τους ικανότερους και ηθικότερους εκπροσώπους της αγροτιάς στην Ευρώπη. 2. επειδή η ήττα των Ρώσων θα επιτάχυνε πολύ την κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία, της οποίας όλα τα στοιχεία υπάρχουν σε άφθονο βαθμό, και επομένως τη ριζική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη. Τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Γιατί; Λόγω της προδοσίας της Αγγλίας και της Αυστρίας».[31]

Ωστόσο, με τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού στη στροφή του αιώνα και την έναρξη της ιμπεριαλιστικής εποχής, οι μαρξιστές, συμπεριλαμβανομένου του Κάουτσκι, έλαβαν υπόψη τους σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια κατάσταση. Συγκεκριμένα, οι επαναστατικές αναταραχές του 1905-07 έδειξαν ότι η Ρωσία δεν ήταν πλέον ένα αντιδραστικό προπύργιο αλλά μάλλον μια χώρα που βρισκόταν σε κρίση με ένα σημαντικό και επαναστατικό προλεταριάτο και μια φτωχή αγροτιά.

Από αυτή τη στιγμή και μετά, δηλαδή αρκετά χρόνια πριν από το 1914, οι μαρξιστές δεν θεωρούσαν πλέον τη Ρωσία –ή οποιαδήποτε άλλη Μεγάλη Δύναμη– ως τον «κύριο εχθρό». Το προαναφερθέν ψήφισμα του Συνεδρίου της Στουτγάρδης το 1907 καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει ένας «κύριος εχθρός», αλλά ότι οι σοσιαλιστές έπρεπε να αντιταχθούν σε όλες τις καπιταλιστικές δυνάμεις: «Οι πόλεμοι μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών είναι, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού τους στην παγκόσμια αγορά, γιατί κάθε κράτος επιδιώκει όχι μόνο να εξασφαλίσει τις υπάρχουσες αγορές του, αλλά και να κατακτήσει νέες. Σε αυτό, η υποταγή ξένων λαών και χωρών παίζει εξέχοντα ρόλο. Αυτοί οι πόλεμοι προκύπτουν επιπλέον από τον αδιάκοπο αγώνα του μιλιταρισμού για εξοπλισμούς, ένα από τα κύρια μέσα της αστικής ταξικής κυριαρχίας και της οικονομικής και πολιτικής υποταγής της εργατικής τάξης».[32]

Η υποχώρηση του Κατς στη στρατηγική της προϊμπεριαλιστικής εποχής του 19ου αιώνα έχει επίσης ένα άλλο ιδιότυπο χαρακτηριστικό. Στην αναφορά του στη στρατηγική του Μαρξ και του Ένγκελς δεν αναφέρει ούτε μια φορά ποιος ήταν ο «κύριος εχθρός» τους. Αυτό πιθανότατα δεν είναι τυχαίο γιατί, όπως ήδη είπαμε, αυτός ο κύριος εχθρός ήταν η τσαρική Ρωσία. Η απολυταρχία ήταν ένας τέτοιος κύριος εχθρός όχι επειδή θα ήταν η ισχυρότερη ή η πιο προηγμένη δύναμη. Αυτό προφανώς δεν συνέβαινε, αφού τουλάχιστον η Βρετανία και η Γαλλία ήταν σαφώς πιο ανεπτυγμένες – από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής, του εμπορίου, της παγκόσμιας εξάπλωσης μέσω των αποικιακών κτήσεων, καθώς και της στρατιωτικής ισχύος (όπως είχε δείξει ξεκάθαρα ο Κριμαϊκός Πόλεμος).

Ωστόσο, η τσαρική Ρωσία ήταν ο κύριος εχθρός για τον Μαρξ και τον Ένγκελς επειδή ήταν η πιο καθυστερημένη, η πιο δικτατορική εξουσία. Αυτός ο καθοριστικός παράγοντας πρέπει να είναι δυσάρεστος για τον Κατς, καθώς η τσαρική Ρωσία μοιάζει σε πολλά σημεία με τη Ρωσία του Πούτιν και την Κίνα του Σι. Ταυτόχρονα, συνεχίζοντας την ιστορική μας αναλογία, η «αυτοκρατορία» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ με τον πλούτο της και την περιορισμένη αστική δημοκρατία της μοιάζει μάλλον με τη Βρετανική Αυτοκρατορία ή τη Γαλλική Αποικιακή Αυτοκρατορία – τις πιο προηγμένες καπιταλιστικά Μεγάλες Δυνάμεις του 19ου αιώνα.

Εν ολίγοις, αν ο Κατς επιμένει να επαναφέρει τη στρατηγική του «κύριου εχθρού» θα έπρεπε να στρέψει την έχθρα του ενάντια στον Πούτιν και τους πολέμους του, αντί να υποστηρίζει μια στρατηγική υποστήριξης του ρωσικού και κινεζικού ιμπεριαλισμού. Βλέπουμε, η αναλογία του Κατς με τη στρατηγική του «κύριου εχθρού» του 19ου αιώνα δεν υποστηρίζει το επιχείρημά του, αλλά μάλλον αποδεικνύει την έλλειψη εσωτερικής λογικής και συνέπειας.

Τέλος, αφήνοντας στην άκρη τις αρχές του μαρξιστικού αντιιμπεριαλισμού που απαιτεί την εναντίωση ενάντια σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις –μεγαλύτερες και μικρότερες, ισχυρότερες και ασθενέστερες– υπάρχει επίσης ένας πρόσθετος παράγοντας που καθιστά την αντίληψη του Κατς για την «αυτοκρατορία» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ως τον «κύριο εχθρό» εξαιρετικά μη πειστική. Απλώς δεν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος κυριαρχείται πλέον από μια «μονοπολική τάξη» υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον. Η Ρωσία διεξάγει τους πολέμους της στην Ουκρανία και τη Συρία ενάντια στη θέληση των ΗΠΑ και η Κίνα επεκτείνει την επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι δύο αυτές δυνάμεις κυριαρχούν σε θεσμούς όπως οι BRICS ή ο SCO, οι οποίοι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο και λειτουργούν ως αντίβαρο στις δυτικές δυνάμεις. Περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στα σημερινά κράτη μέλη των BRICS και του SCO, και σε αυτό δεν περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι χώρες που δεν είναι μέλη αλλά έχουν φιλικές σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο (π.χ. Κούβα, Βενεζουέλα, Νικαράγουα, Σουδάν, Αιθιοπία, Μάλι, Συρία, Μιανμάρ, Καμπότζη – για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα).[33] Γιατί, λοιπόν, μόνο η αυτοκρατορία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να είναι ο κύριος εχθρός; Γιατί οι ανατολικές δυνάμεις, οι οποίες επηρεάζουν και κυριαρχούν στις τύχες ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν είναι επίσης και εξίσου εχθροί των σοσιαλιστών;

Μας φαίνεται ότι ο Κατς φαντάζεται ότι ο κόσμος δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1990 – μια σύντομη περίοδο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και πριν από την άνοδο της Κίνας και της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ναι, σε αυτή τη σύντομη περίοδο υπήρχε μια ορισμένη «μονοπολική τάξη». Αλλά αυτή ήταν μια σύντομη μεταβατική περίοδος και έχει ήδη τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Σήμερα, ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός και η «μονοπολική τάξη» έχει τελειώσει.

Αυτό αναγνωρίζεται όχι μόνο από τους μαρξιστές, αλλά ακόμη και από τους εκπροσώπους του ρωσικού και κινεζικού ιμπεριαλισμού. Ο Alex Lo, ένας γνωστός Κινέζος δημοσιογράφος που είναι υπέρμαχος του καθεστώτος Σι και γράφει ως αρθρογράφος στην έγκριτη South China Morning Post (που ανήκει στην Alibaba, μια από τις κορυφαίες εταιρείες της Κίνας) έγραψε πρόσφατα: «Από τότε [τη δεκαετία του 1990 – σ.σ.], όμως, η Δύση, αλλά κυρίως οι ΗΠΑ, έχουν ταπεινωθεί, όχι τουλάχιστον από την “άνοδο των υπολοίπων”, αλλά από τις δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις, καταρρεύσεις και αντιφάσεις. Η μονοπολική στιγμή έχει παρέλθει και έχει ακολουθήσει μια πιο χαοτική περίοδος, καθώς ο κόσμος προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια πολυπολική διεθνή τάξη».[34] Και ο ίδιος ο Πούτιν δήλωσε ήδη το 2018: «Δόξα τω Θεώ, αυτή η κατάσταση ενός μονοπολικού κόσμου, ενός μονοπωλίου, φτάνει στο τέλος της. Πρακτικά έχει ήδη τελειώσει».[35]

Δεν στερείται ειρωνείας το γεγονός ότι ακόμη και κορυφαίοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (τον οποίο ο Κατς θεωρεί λανθασμένα ως υποχείριο της αμερικανικής αυτοκρατορίας), αρχίζουν να υποστηρίζουν την έννοια του «πολυπολικού κόσμου». Έτσι δήλωσε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Κίνα στις αρχές Νοεμβρίου: «Χρειάζεται ένας πολυπολικός κόσμος στον οποίο ο ρόλος και η επιρροή των αναδυόμενων χωρών θα μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Η Γερμανία αντιτίθεται στην αντιπαράθεση των μπλοκ, για την οποία οι πολιτικοί θα πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Η Γερμανία θα διαδραματίσει τον ρόλο της στην προώθηση των σχέσεων Ευρώπης-Κίνας».[36]

 

Επίλογος

Κλείνουμε τονίζοντας ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η δεκαετία του 2020 είναι πολύ διαφορετική από τη δεκαετία του 1990. Ο κόσμος δεν είναι «μονοπολικός» αλλά «πολυπολικός». Δεν υπάρχει μόνο μία ιμπεριαλιστική Μεγάλη Δύναμη (με αρκετούς συμμάχους), αλλά υπάρχουν πολλές ιμπεριαλιστικές Μεγάλες Δυνάμεις που ανταγωνίζονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα πάνω στην οποία οι διεθνιστές και αντιιμπεριαλιστές σοσιαλιστές πρέπει να βασίσουν τη στρατηγική τους.

Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω της στρουκτουραλιστικής έννοιας του «αυτοκρατορισμού», η οποία είναι έντονα επηρεασμένη από τη θεωρία του παγκόσμιου συστήματος. Πρόκειται για μια θεωρία που αρκείται στη σούπα από σχήματα χωρίς γεγονότα, αδιαφορώντας για τις τάξεις και τα εθνικά κράτη.

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Κατς, η μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού δεν είναι ξεπερασμένη. Αντίθετα, παρέχει την αναλυτική μέθοδο για τη σωστή κατανόηση της τρέχουσας δυναμικής της παγκόσμιας πολιτικής.

Η αντίληψη του Κατς παρέχει την ιδεολογική βάση για τον αντιαμερικανισμό, όχι για τον αντιιμπεριαλισμό. Κατά συνέπεια, αποτελεί το θεωρητικό θεμέλιο της υποστήριξης του ρωσικού και του κινεζικού ιμπεριαλισμού.

Επαναλαμβάνουμε ότι οι σοσιαλιστές σήμερα πρέπει να αντιταχθούν όχι μόνο σε μια Μεγάλη Δύναμη ή σε μια ομάδα συμμαχικών Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά σε όλους τους ιμπεριαλιστές – τόσο τους δυτικούς όσο και τους ανατολικούς. Καμία αλληλεγγύη με κανέναν από αυτούς τους ληστές – διεθνής αλληλεγγύη μόνο προς τους εργάτες και τους καταπιεσμένους που αγωνίζονται για ελευθερία και για να ζήσουν με αξιοπρέπεια!

Μετάφραση: elaliberta.gr

Michael Pröbsting, “‘Empire-ism’ vs a Marxist analysis of imperialism: Continuing the debate with Argentinian economist Claudio Κατς on Great Power rivalry, Russian imperialism and the Ukraine War”, Links International Journal of Socialist Renewal, 3 Μαρτίου 2023, https://links.org.au/empire-ism-vs-marxist-analysis-imperialism-continuing-debate-argentinian-economist-claudio-katz. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontièreshttps://www.europe-solidaire.org/spip.php?article66049.

 

Σημειώσεις

[1] Claudio Katz, «Desaciertos sobre el imperialismo contemporáneo», La página de Claudio Katz. Textos de ciencias sociales, 18 Σεπτεμβρίου 2022,  https://katz.lahaine.org/desaciertos-sobre-el-imperialismo-contemporaneo/. Εξ όσων γνωρίζουμε, το δοκίμιο αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα μόνο στην ισπανική γλώσσα. Έχει αναπαραχθεί σε διάφορους δικτυακούς τόπους. Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από αυτό το δοκίμιο, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά. Η μετάφραση από τα ισπανικά στα αγγλικά έγινε από τον σύντροφό μου Rubén Jaramillo που τόσο συχνά με βοηθάει σημαντικά.

[2] Michael Pröbsting, “Russia: An Imperialist Power or a ‘Non-Hegemonic Empire in Gestation’? A reply to the Argentinean economist Claudio Katz”, New Politics, 11 Αυγούστου 2022,  https://newpol.org/russia-an-imperialist-power-or-a-non-hegemonic-empire-in-gestation-a-reply-to-the-argentinean-economist-claudio-katz-an-essay-with-8-tables/. Το άρθρο αυτό έχει επίσης δημοσιευθεί στα ισπανικά («Rusia: ¿Potencia imperialista o “imperio no hegemónico en gestación”?», Periodistas Unidos, 7 Οκτωβρίου 2022,  https://periodistasunidos.com.mx/2022/10/rusia-potencia-imperialista-o-imperio-no-hegemonico-en-gestacion/), στα πορτογαλικά (RCIThttps://www.thecommunists.net/) και στα ελληνικά (Michael Pröbsting, «Ρωσία: Μια ιμπεριαλιστική δύναμη ή μια “μη-ηγεμονική αυτοκρατορία εν τη γενέσει της”; Μια απάντηση στον Αργεντινό οικονομολόγο Κλαούντιο Κατς», e la libertà, 24 Σεπτεμβρίου 2022,  https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1/8456-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B7-%CE%AE-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%C2%AB%CE%BC%CE%B7-%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%BD-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82%C2%BB-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%8C-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF-%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%82.).

[3] Έχω αναπτύξει μια τέτοια μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού σε διάφορα έργα. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι δύο βιβλία: Anti-Imperialism in the Age of Great Power Rivalry. The Factors behind the Accelerating Rivalry between the U.S., China, Russia, EU and Japan. A Critique of the Left’s Analysis and an Outline of the Marxist Perspective, RCIT Books, Βιέννη 2019,  https://www.thecommunists.net/theory/anti-imperialism-in-the-age-of-great-power-rivalry/. The Great Robbery of the South. Continuity and Changes in the Super-Exploitation of the Semi-Colonial World by Monopoly Capital Consequences for the Marxist Theory of Imperialism, RCIT Books, Βιέννη 2013,  https://www.thecommunists.net/theory/great-robbery-of-the-south/. Βλ. επίσης: “Great Power Rivalry in the Early Twenty-first Century”, New Politics, τόμος XVIII, τεύχος 3,  https://newpol.org/issue_post/great-power-rivalry-in-the-early-twenty-first-century/.

[4] Karl Kautsky: “Imperialism” (1914), στο Richard B. Day and Daniel Gaido (επιμ.), Discovering Imperialism. Social Democracy to World War I, Brill, Λέιντεν 2012, σελ. 757.

[5] V. I. Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, στο LCW τόμος 23, σελ.107 [Β. Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του Σοσιαλισμού», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 30, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 165 – δεν ακολουθούμε τη μετάφραση].

[6] V. I. Lenin, “On the Question of Dialectics” (1915), στο LCW, 38, σελ. 358 [Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με το ζήτημα της Διαλεκτικής», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 29, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 317].

[7] Για την ανάλυση των σταλινικών κρατών στην παράδοση του Λέον Τρότσκι βλέπε το βιβλίο του: The Revolution Betrayed (1936), Pathfinder Press, Νέα Υόρκη 1972 [Λέον Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984]· βλ. επίσης τα ακόλουθα δύο βιβλία: LRCI, The Degenerated Revolution. The Origin and Nature of the Stalinist States, Λονδίνο 1982· Michael Pröbsting, Cuba‘s Revolution Sold Out? The Road from Revolution to the Restoration of Capitalism, RCIT Books, Βιέννη 2013 (Κεφάλαιο ΙΙ).

[8] Για μια ανάλυση της μεταπολεμικής ανάπτυξης βλ. π.χ. δύο εξαιρετικά κατατοπιστικά βιβλία του Ernest Mandel, Late Capitalism, New Left Books, Λονδίνο 1975· Long Waves of Capitalist Development. A Marxist Interpretation, Verso, Λονδίνο 1995 [Ερνέστ Μαντέλ, Ο Ύστερος Καπιταλισμός, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2016· Ερνέστ Μαντέλ, Τα μακρά κύματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια μαρξιστική ερμηνεία, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2016]· βλ. επίσης: Keith Hassell, “Revolutionary theory and imperialism: from Hilferding to Trotsky”, στο Permanent Revolution, τόμος 8 (1989).

[9] “Trade: Vestager on trade conflict with USA: One war is enough”, 6 Δεκεμβρίου 2022,  https://24hoursworlds.com/economy/309280/.

[10] The White House, “National Security Strategy”, Οκτώβριος 2022, σελ. 8.

[11] Έχω ασχοληθεί με την ανάλυση του ρωσικού ιμπεριαλισμού σε διάφορα έργα. Το τελευταίο μου, όπου οι αναγνώστες μπορούν να βρουν παραπομπές σε προηγούμενες μελέτες, είναι το εξής: “Russian Imperialism and Its Monopolies”, New Politics , τόμος XVIII, τεύχος 4, χειμώνας 2022, https://newpol.org/issue_post/russian-imperialism-and-its-monopolies/ [Michael Pröbsting, «Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός και τα μονοπώλιά του», e la libertà, 6 Αυγούστου 2022,  https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1/8368-%CE%BF-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%80%CF%8E%CE%BB%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85].

[12] Έχω αναλύσει τον χαρακτήρα του κινεζικού καπιταλισμού και την ανάδειξή του σε ιμπεριαλιστική δύναμη σε διάφορα έργα. Η τελευταία μου μπροσούρα είναι η εξής: China: An Imperialist Power … Or Not Yet? A Theoretical Question with Very Practical Consequences, 22 Ιανουαρίου 2022,  https://www.thecommunists.net/theory/china-imperialist-power-or-not-yet/. Βλ. Επίσης: “Chinese Imperialism and the World Economy”, κείμενο που δημοσιεύθηκε στη δεύτερη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας The Palgrave Encyclopedia of Imperialism and Anti-Imperialism (επιμέλεια: Immanuel Ness και Zak Cope), Palgrave Macmillan, Χαμ, 2020,  https://link.springer.com/referenceworkentry/10.1007/978-3-319-91206-6_179-1. “China’s Emergence as an Imperialist Power”, New Politics, τόμος XV-1, τεύχος 57, καλοκαίρι 2014.

[13] Paul Bairoch and Richard Kozul-Wright, Globalization Myths: Some Historical Reflections on Integration, Industrialization and Growth in the World Economy, UNCTAD Discussion Papers, τεύχος 113, 1996, σελ. 12,  https://unctad.org/system/files/official-document/dp_113.en.pdf. Ο αείμνηστος Eric Hobsbawn, ένας από τους καλύτερους μαρξιστές ιστορικούς της μεταπολεμικής περιόδου, δίνει το ποσοστό 44% για το μερίδιο της Βρετανίας στις ξένες επενδύσεις. (E. J. Hobsbawm, The Age of Empire, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1989, σ. 51) [E. J. Hobsbawm, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών 1875-1914, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, σελ. 88].

[14] Τα στοιχεία για τις στήλες 1880 και 1914 (1) προέρχονται από τον Paul Kennedy, The Rise and Fall of the Great Powers: Economic Change and Military Conflict from 1500 to 2000, Unwin Hyman, Λονδίνο 1988, σελ. 203· τα στοιχεία για τη στήλη 1914 (2) προέρχονται από το Niall Ferguson, The Pity of War, Allen Lane, The Penguin Press, Λονδίνο 1998, σελ. 85.

[15] Paul Kennedy, The Rise and Fall of the Great Powers, σελ. 202.

[16] Έχουμε ασχοληθεί με τη διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κίνα σε διάφορα έργα. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στο κεφάλαιο 10 του προαναφερθέντος βιβλίου The Great Robbery of the South καθώς και στο άρθρο: “How is it possible that some Marxists still Doubt that China has Become Capitalist? An analysis of the capitalist character of China’s State-Owned Enterprises and its political consequences”, RCIT, 18 Σεπτεμβρίου 2020,  https://www.thecommunists.net/theory/pts-ft-and-chinese-imperialism-2/.

[17] Nicholas Lardy, “Private sector development”, στο Ross Garnaut, Ligang Song and Cai Fang (επιμ.), China’s 40 Years of Reform and Development 1978–2018, Εκδόθηκε από το Australian National University Press και το Social Sciences Academic Press (Κίνα), Αυστραλία, σελ. 333.

[18] Yunhua Liu, “A Comparison of China’s State-Owned Enterprises and Their Counterparts in the United States: Performance and Regulatory Policy”, στο Public Administration Review, Δεκέμβριος 2009, τόμος 69, συμπλήρωμα στον τόμο 69: Comparative Chinese/American Public Administration (Δεκέμβριος 2009), σελ. 547.

[19] Scott Kennedy: “The Biggest But Not the Strongest: China’s Place in the Fortune Global 500”, CSIS [Center for Strategic and International Studies], 18 Αυγούστου 2020,  https://www.csis.org/blogs/trustee-china-hand/biggest-not-strongest-chinas-place-fortune-global-500.

[20] Βλέπε κεφάλαιο “Is China a Unique Case of Capitalist Miracle?”, στο προαναφερθέν βιβλίο μου Anti-Imperialism in the Age of Great Power Rivalry, σελ. 112-115.

[21] Office of the U.S. Trade Representative, “The People’s Republic of China, U.S.-China Trade Facts”,  https://ustr.gov/countries-regions/china-mongolia-taiwan/peoples-republic-china.

[22] Stefano Battilossi, The Determinants of Multinational Banking during the First Globalization, 1870-1914, Working Papers 114, Oesterreichische Nationalbank (Austrian Central Bank), 2006, σελ 40.

[23] Karl Marx: “Theses on Feuerbach” (1845), στο MECW, τόμος 5, σελ. 5. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/theses/theses.htm. [Καρλ Μαρξ, «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Φρίντριχ Ένγκελς, Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ. 86· και στο Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμος πρώτος, Gutenberg, Αθήνα 1989, σελ. 45].

[24] Έχουμε ασχοληθεί με το θέμα αυτό σε διάφορα άρθρα. Βλέπε π.χ. τη μπροσούρα: World Situation: In the Midst of a Global Political Tornado. Notes on global developments characterized by the Ukraine War, inter-imperialist rivalry, global energy and food crisis as well as spontaneous mass protests, RCIT, 13 Απριλίου 2022,  https://www.thecommunists.net/theory/world-situation-april-2022/· βλ. επίσης: “The G-7 Oil Price Cap: A New Stage in the Great Power Rivalry. The Cold War between the Western powers and their Eastern rivals points towards escalation”, RCIT, 7 Σεπτεμβρίου 2022,  https://www.thecommunists.net/worldwide/global/the-g-7-oil-price-cap-a-new-stage-in-the-great-power-rivalry/.

[25] Βλ. π.χ. το προαναφερθέν βιβλίο μου, Anti-Imperialism in the Age of Great Power Rivalry.

[26] Karl Kautsky, “Imperialism (1914)”, σελ. 774.

[27] V. I. Lenin, “Imperialism and the Split in Socialism”, στο LCW, τόμος 23, σελ. 107 (η έμφαση στο πρωτότυπο) [Β. Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του Σοσιαλισμού», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 30, σσ. 165, 166].

[28] “Stuttgart Resolution on War and Militarism, adopted at the Seventh International Socialist Congress 1907”, στο John Riddell, Lenin’s Struggle for a Revolutionary International: Documents, 1907-1916, The Preparatory Years, Monad Press, Νέα Υόρκη 1984, σελ. 34.

[29] Ό.π., σελ. 35.

[30] Karl Marx, Friedrich Engels, “German Foreign Policy and the Latest Events in Prague” (στο Neue Rheinische Zeitung, 12 Ιουλίου 1848), στο MECW, τόμος 7, σελ. 212 [Διαθέσιμο στο History Is A Weaponhttp://hiaw.org/defcon6/works/1848/07/12.html].

[31] Karl Marx, “Letter to Wilhelm Liebknecht” (4 Φεβρουαρίου 1878), στο MECW, τόμος 45, σελ. 296.

[32] “Stuttgart Resolution on War and Militarism, adopted at the Seventh International Socialist Congress 1907”, ό.π., σσ. 33, 34.

[33] Βλ. “BRICS”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/BRICS και “Shanghai Cooperation Organisation”, Wikipediahttps://en.wikipedia.org/wiki/Shanghai_Cooperation_Organisation.

[34] Alex Lo, “Even the West no longer thinks Western values are universal”, SCMP, 8 Δεκεμβρίου 2022,  https://www.scmp.com/comment/opinion/article/3202570/even-west-no-longer-thinks-western-values-are-universal?module=opinion&pgtype=homepage.

[35] Patrick Reevell: “Russian President Vladimir Putin says US dominance is ending after mistakes ‘typical of an empire’”, ABC, 19 Οκτωβρίου 2018,  https://abcnews.go.com/International/putin-us-dominance-ending-mistakes-typical-empire/story?id=58611354.

[36] Chen Qingqing, Wang Qi and Bai Yunyi, “Xi-Scholz meeting injects new momentum into China-Germany, China-EU ties, enhancing political trust”, Global Times, 4 Νοεμβρίου 2022,  https://www.globaltimes.cn/page/202211/1278757.shtml.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 10 Μαϊος 2023 12:33

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.