Peter Hudis
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ για την αποικιοκρατική γενοκτονία στη Ναμίμπια
Η κυβέρνηση της Ναμίμπια εξέδωσε μια από τις πιο εντυπωσιακές εκφράσεις αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους που αντιμετωπίζουν τα πλήγματα της συνεχιζόμενης καταστροφής της Γάζας από το Ισραήλ στις 13 Ιανουαρίου, υποστηρίζοντας την υπόθεση της Νότιας Αφρικής που φέρνει την κατηγορία της γενοκτονίας κατά του Ισραήλ στο Διεθνές Δικαστήριο.[1] Σε απάντηση της απόφασης της γερμανικής κυβέρνησης να στηρίξει επίσημα την άρνηση του Ισραήλ για τις κατηγορίες αυτές, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Η Ναμίμπια απορρίπτει την υποστήριξη της Γερμανίας στις γενοκτονικές προθέσεις του ρατσιστικού ισραηλινού κράτους εναντίον αθώων πολιτών στη Γάζα. Η Γερμανία διέπραξε την πρώτη γενοκτονία του εικοστού αιώνα το 1904-1908, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες αθώοι Ναμίμπιοι πέθαναν υπό τις πιο απάνθρωπες και βάναυσες συνθήκες... Ο πρόεδρος [Χάγκε] Γκέινγκομπ απευθύνει έκκληση στη γερμανική κυβέρνηση να επανεξετάσει την άστοχη απόφασή της να παρέμβει ως τρίτο μέρος για την υπεράσπιση και υποστήριξη των γενοκτονικών πράξεων του Ισραήλ ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.»
Είναι σίγουρα μια αξιοσημείωτη πράξη κακόβουλης διάθεσης για τη Γερμανία να υπερασπίζεται τις ενέργειες του Ισραήλ, όταν δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει πλήρως για τις δικές της γενοκτονικές πράξεις εναντίον των λαών Νάμα και Χερέρο της σημερινής Ναμίμπια. Το γερμανικό κράτος δεν συμφώνησε ποτέ να παράσχει οικονομική αποζημίωση ή επανορθώσεις για τους απογόνους των θυμάτων του.
Η γενοκτονία στη Ναμίμπια
Η Γερμανία άρχισε να αποκτά τον έλεγχο της Νοτιοδυτικής Αφρικής το 1884, λίγο μετά τη Διάσκεψη του Βερολίνου που χώρισε την Αφρική μεταξύ μιας σειράς ευρωπαϊκών δυνάμεων, με την ενεργό υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αφαίρεσε από τους Αφρικανούς τη γη τους, τους έστειλε με τη βία σε καταυλισμούς και στρατόπεδα συγκέντρωσης και υπέβαλε πολλούς σε καταναγκαστική εργασία.
Το 1903, οι Νάμα εξεγέρθηκαν κατά της γερμανικής κατοχής, ενώ λίγο αργότερα, το 1904, προσχώρησαν και οι Χερέρο. Η Γερμανία απάντησε με πρωτοφανή βία: Ο στρατηγός Λόταρ φον Τρότα, ένας αρχιμιλιταριστής που είχε βοηθήσει στην καταστολή της εξέγερσης των Μπόξερ στην Κίνα το 1900, είχε ελεύθερα τα χέρια του για να συντρίψει την εξέγερση. Ο Τρότα διακήρυξε:
«Η συνεχής κίνηση των στρατευμάτων μας θα μας επιτρέψει να βρούμε τις μικρές ομάδες αυτού του έθνους και να τις καταστρέψουμε σταδιακά.»
Αφού νίκησε τους εξεγερμένους στη μάχη, συνέχισε να οδηγεί ολόκληρες τις κοινότητές τους –άνδρες, γυναίκες και παιδιά– στην έρημο Καλαχάρι, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από δίψα, ασθένειες ή πείνα. Η πρόθεση γενοκτονίας ήταν αδιαμφισβήτητη στη διακήρυξη του φον Τρότα:
«Όποιος Χερέρο βρεθεί εντός των γερμανικών συνόρων, με ή χωρίς όπλο ή βοοειδή, θα εκτελεστεί. Δεν θα λυπηθώ ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά. Θα δώσω εντολή να τους διώξουν και να τους πυροβολήσουν.»
Το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνουν περίπου εκατό χιλιάδες Νάμα και Χερέρο – το 85% του συνολικού πληθυσμού τους.
Έχοντας επαινεθεί για τις ενέργειές του από τον Γερμανό Κάιζερ, ο Τρότα έγινε ηγετική φυσιογνωμία της ρατσιστικής, ακροδεξιάς Εταιρείας της Θούλης μετά την επιστροφή του στη Γερμανία. Στο ρόλο του αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον νεαρό Άντολφ Χίτλερ. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι ο Χίτλερ δήλωσε αργότερα, κατά την έναρξη της εισβολής του στη Σοβιετική Ένωση το 1941: «Η Ρωσία είναι η Αφρική μας και οι Ρώσοι είναι οι Αφρικανοί μας».
Η Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό
Η έντονη απάντηση της κυβέρνησης της Ναμίμπια προς τη γερμανική κυβέρνηση υπενθυμίζει το ισχυρό κατηγορητήριο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της Πολωνοεβραίας επαναστάτριας σοσιαλίστριας[2], για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό εκείνη την εποχή. Από την αρχή του έργου της ως αγωνίστρια και θεωρητικός, η Λούξεμπουργκ κατήγγειλε τις γενοκτονικές συνέπειες της εισβολής του ευρωπαϊκού και αμερικανικού κεφαλαίου στον μη δυτικό κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής, ενός μέρους του κόσμου στο οποίο πολλοί δυτικοί σοσιαλιστές έδιναν ελάχιστη προσοχή εκείνη την εποχή.
Όπως έγραψε η Λούξεμπουργκ στην Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία (1909-15):
«Η μετάβαση από τις πρωτόγονες κομμουνιστικές συνθήκες στις σύγχρονες καπιταλιστικές συντελείται για τους λαούς των αποικιοκρατούμενων εδαφών πάντα σαν μια ξαφνική καταστροφή, μια απρόβλεπτη ατυχία με τα πιο τρομακτικά δεινά, όπως συμβαίνει σήμερα για τους Γερμανούς με τους νέγρους της Νοτιοδυτικής Αφρικής.»[3]
Επέκτεινε αυτή την κριτική στο magnum opus της, Η συσσώρευση του κεφαλαίου[4], όταν συζητούσε τον πόλεμο των Μπόερς μεταξύ των λευκών αποίκων Αφρικάνερ και της βρετανικής κυβέρνησης στη Νότια Αφρική. Η Λούξεμπουργκ επισήμανε ότι οι «μικροσκοπικές αγροτικές δημοκρατίες» των Μπόερς είχαν εμπλακεί σε «έναν συνεχή ανταρτοπόλεμο με τους Αφρικανούς που μιλούσαν Μπαντού»:
«Η αγροτική οικονομία και η αποικιοκρατική πολιτική του κεφαλαίου μεγάλης κλίμακας ενεπλάκησαν σε έναν ανταγωνισμό σχετικά με τους Χοϊχόι[5] και άλλους αυτόχθονες πληθυσμούς – δηλαδή για τη γη και την εργατική τους δύναμη. Ο στόχος και των δύο ανταγωνιστών ήταν ακριβώς ο ίδιος: να υποτάξουν, να εκδιώξουν ή να εξοντώσουν τους Μαύρους Αφρικανούς, να καταστρέψουν τις μορφές κοινωνικής οργάνωσής τους, να οικειοποιηθούν τη γη τους και να τους υποχρεώσουν να εργάζονται σε συνθήκες εκμετάλλευσης.»
Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στα εγκλήματα της Γερμανίας κατά των Νάμα και των Χερέρο, καθώς αυτά συνέβαιναν. Ας προσέξουμε το ακόλουθο απόσπασμα από το άρθρο της του 1904 με τίτλο «Η δίκη των Ρώσων τρομοκρατών»:
«Οι μυστικοί μας σύμβουλοι γνωρίζουν πολύ καλά πώς να κυνηγούν τους Αφρικανούς Χερέρο και τους “Κινέζους με τη γουρουνοουρά”[6], καλώντας σε “εκστρατείες εκδίκησης” για το θάνατο κάθε Γερμανού αποικιοκράτη τυχοδιώκτη που θα “εξιλεωθεί” όχι με μία αλλά με χιλιάδες ζωές ξένων. Αντιλαμβάνονται τις κραυγές τους για εκδίκηση ως κραυγές για τη “γερμανική τιμή”, μόλις κάποιος στη Χονολουλού ή στην Παταγονία τολμήσει έστω και να κοιτάξει τους Γερμανούς αποδοκιμαστικά.»
Η Λούξεμπουργκ ανέπτυξε περαιτέρω αυτό το σημείο στο δοκίμιό της «Προλετάριες γυναίκες» (1912):
«Το εργαστήριο του μέλλοντος απαιτεί πολλά χέρια και πολλές καρδιές. Ένας κόσμος γυναικείας δυστυχίας περιμένει ανακούφιση. Η σύζυγος του αγρότη στενάζει καθώς σχεδόν καταρρέει κάτω από τα βάρη της ζωής. Στη γερμανική Αφρική, στην έρημο Καλαχάρι, τα οστά ανυπεράσπιστων γυναικών Χερέρο ασπρίζουν στον ήλιο, κυνηγημένες από μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών και υποβαλλόμενες σε φρικτό θάνατο από πείνα και δίψα. Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, στους ψηλούς βράχους του Πουτουμάγιο, οι κραυγές θανάτου των μαρτυρικών Ινδιάνων γυναικών, για τις οποίες ο κόσμος αδιαφορεί, εξασθενούν στις φυτείες καουτσούκ των διεθνών καπιταλιστών.»
Τρία χρόνια αργότερα, υπενθύμισε και πάλι τη λίστα των αποικιακών εγκλημάτων στην περίφημη Μπροσούρα του Γιούνιους:
«Ο παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί ένα σημείο καμπής [...] Ο “πολιτισμένος κόσμος” κοίταζε παθητικά όταν ο ίδιος ιμπεριαλισμός διέταζε τον σκληρό αφανισμό δέκα χιλιάδων ιθαγενών της φυλής Χερέρο και τις άμμους της Καλαχάρι με τις φωνές και τους επιθανάτιους ρόγχους των ανθρώπων που πέθαιναν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο από δίψα [...] όταν στην Τρίπολη οι Άραβες υποτάχτηκαν στο ζυγό του καπιταλισμού με τη φωτιά και το σίδερο, που κατέστρεψε τον πολιτισμό και τα σπίτια τους.»[7]
Επανακαλύπτοντας τη Λούξεμπουργκ
Η έντονη κριτική της Λούξεμπουργκ στα εγκλήματα του γερμανικού ιμπεριαλισμού κατά των αυτοχθόνων πληθυσμών της Νοτιοδυτικής Αφρικής είναι εδώ και καιρό ευρύτερα γνωστή. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι έγραψε μια σειρά αναλύσεων και δημοσιεύσεων δύο φορές την εβδομάδα για την εξέγερση των Νάμα και των Χερέρο το 1904, στην πολωνόφωνη εφημερίδα Gazeta Ludowa.
Η Gazeta Ludowa εκδίδονταν στο Πόζναν, μια κυρίως πολωνόφωνη περιοχή που προσαρτήθηκε στην Πρωσική Αυτοκρατορία κατά τον δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας το 1793. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και όχι από τη Σοσιαλδημοκρατία του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας της Λούξεμπουργκ, το κόμμα το οποίο δραστηριοποιούνταν στη ρωσοκρατούμενη Πολωνία.
Στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να δείξει στους δύσπιστους αξιωματούχους του SPD ότι μπορούσε να κερδίσει τους Πολωνούς εργάτες στο Πόζναν και σε άλλα μέρη της κατεχόμενης από τους Γερμανούς Πολωνίας για την υπόθεση του σοσιαλισμού, η Λούξεμπουργκ έγινε εκδότρια της εφημερίδας από τον Ιούλιο του 1902 έως τον Ιούνιο του 1904. Ενώ πολλά από τα τεύχη του 1902 και του 1903 δεν έχουν βρεθεί, έχουν βρεθεί όλα τα τεύχη του 1904. Η εφημερίδα σταμάτησε να εκδίδεται τον Ιούλιο του 1904 μετά τη σύλληψη και εκτέλεση του στενού συντρόφου και φίλου της Λούξεμπουργκ, Μάρτσιν Κάσπρζακ (βασικού υπευθύνου της στο Πόζναν), και τη δική της τρίμηνη φυλάκιση αργότερα το 1904.
Όλα τα άρθρα της Λούξεμπουργκ στην Gazeta Ludowa δημοσιεύονταν ανώνυμα. Κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία μέχρι την καταπίεση των Πολωνών από Γερμανούς εποίκους που προσπαθούσαν να «εκκαθαρίσουν» τμήματα της Σιλεσίας και της Νότιας Πρωσίας από τους Πολωνούς, καθώς και διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν στο εξωτερικό. Το 1962, ο Πολωνός ιστορικός του εργατικού κινήματος Felix Tych την ταυτοποίησε ως συγγραφέα είκοσι επτά άρθρων στην Gazeta Ludowa.
Ωστόσο, αυτά τα γραπτά της αγνοήθηκαν εντελώς. Ποτέ δεν αναπαράχθηκαν στα πολωνικά ούτε συμπεριλήφθηκαν στα γερμανόφωνα Άπαντα, και παρέμειναν εντελώς άγνωστα στον αγγλόφωνο κόσμο. Χάρη στην καταπληκτική έρευνα του Jörn Schütrumpf, ανακαλύφθηκε πρόσφατα ότι η ίδια η Λούξεμπουργκ έγραψε σχεδόν κάθε άρθρο του 1904 σε αυτή την τετρασέλιδη εφημερίδα.
Επιπλέον, σχεδόν κάθε τεύχος περιείχε άρθρα και αναφορές της για τα γεγονότα στην Αφρική – κυρίως για την αντίσταση των Νάμα και των Χερέρο στη γενοκτονία της Γερμανίας. Ήθελε προφανώς οι Πολωνοί προλετάριοι να γνωρίζουν τι συνέβαινε στη νοτιοδυτική Αφρική και να διευρύνουν την αλληλεγγύη τους προς τα αφρικανικά θύματα της γερμανικής καταπίεσης.
Ορισμένα από τα κείμενα της Λούξεμπουργκ στην Gazeta Ludowa εμφανίστηκαν πρόσφατα για πρώτη φορά σε γερμανική μετάφραση σε μια συλλογή που επιμελήθηκε ο Holger Politt. Όλα τα γραπτά της Λούξεμπουργκ στην Gazeta Ludowa, συνολικής έκτασης αρκετών εκατοντάδων σελίδων, θα εμφανιστούν σε έναν προσεχή τόμο των αγγλόφωνων Απάντων της Ρόζας Λούξεμπουργκ [Complete Works of Rosa Luxemburg].
Ο πολιτισμός του κεφαλαίου
Η Λούξεμπουργκ είχε πολλά στο μυαλό της το 1904. Ήταν μια παραγωγική συγγραφέας για τον γερμανικό σοσιαλιστικό Τύπο, η οποία συμμετείχε εντατικά σε θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις στο SPD και τη Σοσιαλιστική Διεθνή, καθώς επίσης εργαζόταν ακούραστα για την προεκλογική εκστρατεία υπέρ των υποψηφίων του SPD, ενώ διηύθυνε το παράνομο κόμμα της στην Πολωνία (μαζί με τον σύντροφό της Λέο Γιόγκισες). Και αυτά χωρίς καν να υπολογίζεται η ογκώδης αλληλογραφία της.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πού έβρισκε χρόνο για να γράψει σχεδόν όλο το περιεχόμενο μιας εφημερίδας που κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα σε μια επαρχιακή πόλη 120.000 κατοίκων, η οποία τότε ήταν μάλλον μέτριας κυκλοφορίας – όπως αποδείχθηκε είχε λιγότερους οπαδούς στο Πόζναν απ’ ό,τι άφησε να εννοηθεί στο SPD. Κι όμως, κατάφερε να αντεπεξέλθει σε αυτή την πρόσθετη υποχρέωση.
Τι ακριβώς είχε να πει λοιπόν η Λούξεμπουργκ για τα γεγονότα στην Αφρική το 1904; Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς έδωσε έμφαση στις λεηλασίες του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β’ στο Κονγκό:
«Ένας Άγγλος ιερέας, ένας ιεραπόστολος, περιγράφει τις θηριωδίες των Βέλγων εναντίον των Μαύρων στη βελγική αποικία του Κονγκό ως εξής: Στο Μμπόνγκο, ένα βελγικό χωριό στο Κονγκό, έχει δημιουργηθεί μια αποθήκη καουτσούκ όπου ο ντόπιος πληθυσμός πρέπει να συλλέγει το καουτσούκ ως φόρο. Αν ο Μαύρος δεν φέρει αρκετό καουτσούκ, η ελαφρύτερη τιμωρία που τον περιμένει είναι το μαστίγιο. Οι Μαύροι συχνά εκτελούνται επί τόπου για τέτοιες παραβάσεις ως αποτρεπτικό παράδειγμα, ώστε “οι άλλοι να είναι πιο επιμελείς”.
Τυχαίνει επίσης οι Βέλγοι, για να εξοικονομήσουν πυρομαχικά, να βάζουν τους Μαύρους να παρατάσσονται ο ένας πίσω από τον άλλον στη σειρά, ώστε να μπορούν να σκοτώνουν πολλούς ανθρώπους με μία μόνο σφαίρα, καθώς αυτή διαπερνά το ένα σώμα μετά το άλλο. Σε μια άλλη βελγική θέση, ο ιεραπόστολος είδε ανθρώπινους σκελετούς διασκορπισμένους στο γρασίδι· μέτρησε 36 κρανία. Όταν ρώτησε από πού προέρχονταν τα οστά, του είπαν ότι επρόκειτο για Μαύρους που πυροβολήθηκαν από Βέλγους στρατιώτες και ότι οι συγγενείς τους απαγορεύεται να τους θάψουν. Μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι αυτά τα κτήνη με ανθρώπινη μορφή, που διαπράττουν περίτεχνες δολοφονίες για χάρη του μαμωνά, θα εξακολουθούν να εκστομίζουν σχόλια για την “ανηθικότητα των σοσιαλιστών”».
Αντιδρώντας στην απονομή χάριτος στον πρίγκιπα Πρόσπερ φον Άρενμπεργκ, έναν Γερμανό στρατιωτικό που βασάνισε και δολοφόνησε βάναυσα έναν ανυπεράσπιστο Αφρικανό, έγραψε τα εξής τον Φεβρουάριο του 1904:
«Σου σηκώνονται οι τρίχες και είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι το κτήνος που είναι ικανό για μια τέτοια αποτρόπαια πράξη είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Και όμως, τόσο η δίκη όσο και η έκβασή της εγείρουν πολλά ιδιαίτερα και ανησυχητικά ερωτήματα. Πρώτα απ’ όλα, πόσοι καταδικασμένοι δολοφόνοι μπορεί να υπήρξαν που, όπως ο πρίγκιπας Άρενμπεργκ, είναι ψυχικά άρρωστοι και παρόλα αυτά στάλθηκαν ήσυχα στο ικρίωμα ή στη φυλακή; Εμείς οι Σοσιαλδημοκράτες είμαστε αποφασιστικά κατά της θανατικής ποινής και κατά των σωφρονιστικών ιδρυμάτων εν γένει∙ δεν πιστεύουμε ότι μια φυλακή μπορεί να αναμορφώσει οποιονδήποτε εγκληματία. Σε κάθε περίπτωση, ρωτάμε: αν οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, δηλαδή αν ο άτυχος Μαύρος είχε δολοφονήσει τον πρίγκιπα Άρενμπεργκ, θα είχε μπει η κοινή γνώμη σε τόσο μεγάλο κόπο να διερευνήσει την ψυχική του κατάσταση;»
Συνέχισε θέτοντας «το πιο σημαντικό ερώτημα» που προκύπτει από την υπόθεση Άρενμπεργκ:
«Τι πρέπει να σκεφτούμε για μια αποικιακή πολιτική που έχει ως αποτέλεσμα παράφρονες και εκφυλισμένοι εγκληματίες να αποκτούν τόσο απεριόριστη εξουσία πάνω στη ζωή και το θάνατο του άτυχου πληθυσμού στις αποικίες; Είναι άραγε περίεργο που ο λαός των Χερέρο θα προτιμούσε τώρα να πεθάνει παρά να συνεχίσει να αναγνωρίζει την κυριαρχία της γερμανικής “κουλτούρας”, η οποία εκπροσωπείται από τέτοια κτήνη όπως ο [Καρλ] Πέτερς, ο [Καρλ] Βέχλαν, ο [Χάινριχ] Λάιστ[8] και ο πρίγκιπας φον Άρενμπεργκ;»
Επίσης, τον Φεβρουάριο του 1904, η Λούξεμπουργκ επέστρεψε στο θέμα του Κονγκό και στην αποκάλυψη των φρικαλεοτήτων του Λεοπόλδου από τον Ρότζερ Κάσεμεντ, ο οποίος συμμετείχε στην Ιρλανδική Εξέγερση του Πάσχα δώδεκα χρόνια αργότερα:
«Πρόσφατα παρουσιάστηκε η έκθεση της αγγλικής κυβέρνησης σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στο αφρικανικό κράτος του Κονγκό, το οποίο αποτελεί βελγική αποικία. Η έκθεση περιέχει την περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα του Άγγλου προξένου Κάσεμεντ, ο οποίος εξέτασε την περιοχή σε ειδικό ταξίδι. Ο πρόξενος αναφέρει ότι το φανερό δουλεμπόριο έχει εξαφανιστεί στο Κονγκό (άρα προϋπήρχε και εξακολουθεί να ασκείται σε κάποιο βαθμό!), αλλά υπάρχει πλέον καταναγκαστική εργασία.
Αλλά η “καταναγκαστική εργασία” των Μαύρων δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από de facto δουλεία, για την οποία ο ίδιος ο εισηγητής δίνει τις καλύτερες πληροφορίες όταν περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι Βέλγοι αξιωματούχοι ρίχνουν γυναίκες στη φυλακή μόνο και μόνο για να αναγκάσουν τους συζύγους τους να εργαστούν, ή όταν περιγράφει τα βασανιστήρια εναντίον των Μαύρων και άλλες φρικαλεότητες που διαπράττουν οι αποικιοκράτες στρατιώτες. Ο αγγλικός Τύπος είναι εξαιρετικά εξοργισμένος από την απανθρωπιά των Βέλγων, αλλά ξεχνά ότι οι Άγγλοι στις αποικίες τους δεν είναι καλύτεροι στην αντιμετώπιση των λεγόμενων “ημι-άγριων φυλών” όταν διαδίδουν τον “πολιτισμό” του κεφαλαίου μέσω ληστειών, δολοφονιών και βασανιστηρίων».
Τον Απρίλιο, η Λούξεμπουργκ έγραψε για τη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και αποικιακής επέκτασης:
«Ενώ όλος ο κόσμος είναι προσηλωμένος στον αιματηρό αγώνα μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας για ένα μεγάλο κομμάτι της ηπειρωτικής Ασίας, πίσω από τις πλάτες του η αφρικανική γη έχει μοιραστεί αθόρυβα και μυστικά! Αυτή είναι η αιματηρή πορεία με την οποία ο καπιταλισμός κάνει τον γύρο του πλανήτη! Αλλά όσο πιο γρήγορα τρέχει, απορροφημένος από την άπληστη ληστεία, τόσο πιο γρήγορα φτάνει στο στόχο του – στο τέλος του. Παρά την αιματηρή του πορεία, το σοσιαλιστικό κίνημα προωθείται σαν αδιαχώριστη σκιά στα χνάρια της ληστείας και της εκμετάλλευσης του καπιταλισμού. Εκεί που ο καπιταλισμός ανοίγει σήμερα το δρόμο μέσα από ερήμους, βουνά και ωκεανούς, εκεί θα βρεθούμε μια μέρα οι φωτισμένοι άνθρωποι που θα έχουν απελευθερώσει την εργασία, θα έχουν απελευθερώσει τους λαούς, θα έχουν αδελφοποιήσει την ανθρωπότητα, θα έχουν διώξει τον πόνο και την καταπίεση. Και στους Μαύρους στις αφρικανικές ερήμους, που σήμερα είναι μοιρασμένοι σαν κοπάδι βοοειδών ανάμεσα σε δύο αρπακτικές δυνάμεις, ο διεθνής, νικηφόρος σοσιαλισμός θα φέρει μια μέρα το ευαγγέλιο της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης!»
Ένα άλλο άρθρο του ίδιου μήνα συνέδεε τις γερμανικές αποικιακές θηριωδίες στην Αφρική με τον δουλοπρεπή, αυταρχικό μιλιταρισμό στο εσωτερικό μέτωπο:
«Οι Γερμανοί διατάζουν να κυνηγούν τους Μαύρους για να τους στερήσουν τη γη και την αξιοπρέπειά τους, και μετά τους στερούν την ελευθερία τους, την ειρήνη και τα προς το ζην. Οι αγρότες και οι εργάτες από την Πομερανία, από το Πόζεν, από τη Βαυαρία, στους οποίους κανένας Μαύρος δεν έχει κάνει ποτέ κάτι κακό, κυνηγούν τώρα τους φτωχούς Μαύρους κάπου στην αμμώδη έρημο της Αφρικής, δολοφονούν, ληστεύουν και βιάζουν τις γυναίκες. Θα το έκανε αυτό τουλάχιστον ένας από αυτούς με δική του πρωτοβουλία και με επίγνωση; Όχι, η σιδερένια στρατιωτική πειθαρχία από μόνη της μετατρέπει τον στρατιώτη σε ζώο, σε αδελφοκτόνο, σε δολοφόνο στον πόλεμο. Πρώτα τον κακοποιούν, τον ταπεινώνουν και τον ατιμάζουν στους στρατώνες για δύο χρόνια και μετά τον αφήνουν ελεύθερο εναντίον άλλων σαν εκπαιδευμένο σκυλί.»
Η Λούξεμπουργκ συνέχισε να αναπτύσσει το θέμα:
«Τα εγκλήματα του σημερινού μιλιταρισμού είναι τόσο στενά συνδεδεμένα όσο οι κρίκοι μιας αλυσίδας. Η κακομεταχείριση των στρατιωτών σε καιρό ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου, η πολιτική των στρατιωτικών κατακτήσεων – όλα αυτά είναι απλώς λουλούδια και καρποί ενός και μόνο κλαδιού, του μιλιταρισμού, που φυτρώνει πάνω σε έναν και μόνο θάμνο, αυτόν της καπιταλιστικής οικονομίας.»
Νέο πάθος, νέες δυνάμεις
Είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς αυτά τα αποσπάσματα και να μην εντυπωσιαστεί από το πόσο πολύ αφορούν στις φρικαλεότητες που υφίστανται σήμερα όσοι υποφέρουν από τη νεοαποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό – είτε πρόκειται για την Παλαιστίνη, είτε για την Ουκρανία, είτε για την Αμαζονία. Τότε όπως και τώρα, αυτή η καταπίεση είναι το «λουλούδι και ο καρπός ενός και μόνο κλαδιού» – ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος σε πλήρη αποσύνθεση. Είναι σαφές ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μια πραγματική διεθνίστρια και αντιιμπεριαλίστρια, και πάνω απ’ όλα μια ανθρωπίστρια, η οποία δεν είχε αυταπάτες ότι ο αγώνας κατά του ιμπεριαλισμού θα μπορούσε να πετύχει αν περιοριζόταν σε πράξεις εκδίκησης και τρομοκρατίας.
Όπως υποστήριξε κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, «η δίψα για εκδίκηση ξυπνάει πάντα αόριστες ελπίδες και προσδοκίες» και «αποδυναμώνει τη σαφή κατανόηση της απόλυτης αναγκαιότητας και της εξαιρετικά αποφασιστικής σημασίας ενός μαζικού κινήματος ανάμεσα στο λαό, μιας μαζικής επανάστασης του προλεταριάτου» για την καταστροφή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Η μαζική έκρηξη διαδηλώσεων αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και ενάντια στη γενοκτονία του Ισραήλ δείχνει την ανάδυση ακριβώς αυτού του νέου πάθους και αυτών των νέων δυνάμεων που μπορούν να κάνουν αυτή την προοπτική πραγματικότητα στο σήμερα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Peter Hudis, “Rosa Luxemburg Exposed the Colonial Genocide in Namibia”, Jacobin, 6 Φεβρουαρίου 2024, https://jacobin.com/2024/02/rosa-luxemburg-namibia-genocide-imperialism-capitalism.
Σημειώσεις
[1] Chip Gibbons, “ICJ’s Genocide Ruling Is a Rebuke to Israel and the US”, Jacobin, 26 Ιανουαρίου 2024, https://jacobin.com/2024/01/israel-genocide-south-africa-icj.
[2] Lea Ypi, “The Revolutionary Legacy of Rosa Luxemburg”, Jacobin, 24 Σεπτεμβρίου 2021, https://jacobin.com/2021/09/rosa-luxemburg-reform-revolution-feminism-bernstein-lenin.
[3] Rosa Luxemburg, “Introduction to Political Economy”, στο The Complete Works of Rosa Luxemburg, τόμος Ι, σελ. 246 [Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνο δύο τμήματα αυτού του έργου: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι είναι Πολιτική Οικονομία, Κοροντζής, Αθήνα 1975 και Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία, Κοροντζής, Αθήνα 1976].
[4] Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital, (1913) Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1951. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, 2003, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/accumulation-capital/index.htm. Το απόσπασμα που παρατίθεται είναι από το τρίτο μέρος “The Historical Conditions of Accumulation”, κεφάλαιο 29 “The Struggle Against Peasant Economy”, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/accumulation-capital/ch29.htm. [Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνο τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου, τόμος Ι και τόμος ΙΙ, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1975].
[5] [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος Khoekhoe (ή Khoikho) είναι προσφώνηση και όχι εθνοτικό επίθετο, με τον οποίο όμως συχνά αναφέρονταν οι λαοί !Ora, !Gona, Nama, Xiri και ǂNūkhoe. Επίσης παλιότερα αναφέρονταν και με τον όρο Hottentots, οποίος σήμερα θεωρείται υποτιμητικός. (“Khoekhoe”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Khoekhoe)
[6] [Σ.τ.Μ.:] Από την κοτσίδα που διατηρούσαν οι Κινέζοι, ξυρίζοντας όλο το άλλο κεφάλι τους.
[7] Rosa Luxemburg, The Junius Pamphlet. The Crisis of German Social Democracy, (1915). Διαθέσιμος το Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm. Το απόσπασμα από το κεφάλαιο 8, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/ch08.htm [Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπροσούρα Γιούνιους, Πρωτοπορακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001, σσ.186, 187].
[8] [Σ.τ.Μ.:] Γερμανοί αξιωματούχοι του αποικιοκρατικού μηχανισμού, διαβόητοι για τη διεστραμμένη σκληρότητά τους:
Ο Carl Peters ήταν ιδρυτής της Εταιρεία για τον Γερμανικό Αποικισμό (Gesellschaft für Deutsche Kolonisation), μιας οργάνωσης που εργαζόταν για την απόκτηση αποικιών από τη Γερμανία. Στις αρχές του 1885, ίδρυσε τη Γερμανική Εταιρεία Ανατολικής Αφρικής, η οποία αποτέλεσε το όχημα της γερμανικής αυτοκρατορικής αποικιοκρατικής επέκτασης στην Αφρική. Το 1891 διορίστηκε Reichskommissar για την περιοχή του Κιλιμάντζαρο και διακρίθηκε για την κτηνώδη συμπεριφορά του απέναντι στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Εξανάγκαζε τις ντόπιες κοπέλες να γίνουν παλλακίδες του και όταν ανακάλυψε ότι μία από αυτές είχε σχέση με έναν υπηρέτη του τους κατηγόρησε και τους δύο για κλοπή και προδοσία, τους κρέμασε και κατέστρεψε τα χωριά τους. Η βαρβαρότητα αυτή προκάλεσε την εξέγερση του αυτόχθονα λαού Τσάνγκα, η στρατιωτική καταστολή της οποίας θεωρήθηκε δαπανηρή. Ανακλήθηκε στο Βερολίνο και διορίστηκε στο Αυτοκρατορικό Αποικιακό Γραφείο. Σε μια σύνοδο του Ράιχσταγκ στις 13 Μαρτίου 1896, ο Αύγουστος Μπέμπελ, ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αποκάλυψε τα εγκλήματα του Πέτερς στην Αφρική. Οι αποκαλύψεις προκάλεσαν σάλο που οδήγησε σε έρευνα για τον Πέτερς ο οποίος τελικά κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας. Ανακλήθηκε η προαγωγή του και έχασε τις συνταξιοδοτικές του απολαβές. Μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με επιχειρήσεις στα πλαίσια τόσο της βρετανικής όσο και της πορτογαλικής αποικιοκρατίας. Στους πληθυσμούς τους οποίους καταπίεζε ως Reichskommissar της γερμανικής αποικιοκρατίας έμεινε γνωστός ως «Μκόνο-ούα-ντάμου», «άνθρωπος με τα αιματοβαμμένα χέρια». (“Carl Peters”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Carl_Peters).
Ο Heinrich Leist ήταν δικηγόρος και αξιωματούχος της γερμανικής αποικιοκρατίας στο Καμερούν. Ήταν διαβόητος για τις τιμωρητικές εκστρατείες του, κατά τα στρατεύματά του έκαιγαν χωριά και καλλιέργειες, δολοφονούσαν και βίαζαν. Το 1893 η σκληρότητά του προκάλεσε την εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού, όταν διέταξε να μαστιγώσουν δημόσια τις γυναίκες των Ασφρικανών που αρνούνταν να υπηρετήσουν στον γερμανικό μισθοφορικό στρατό. Στρατιώτες Δαζομέι, μαζί με γυναίκες εισέβαλαν στην εμποροπανήγυρη της Ντουάλα με σκοπό να σκοτώσουν τον Λάιστ, αλλά δεν τα κατάφεραν. Επακολούθησε σκληρή καταστολή, κατά την οποία ο Λάιστ κρέμασε 29 άντρες και καταδίκασε 34 γυναίκες σε καταναγκαστική εργασία σε απομακρυσμένες περιοχές. Η συμπεριφορά του προκάλεσε συζητήσεις στη Γερμανία, ακόμα και από τους υποστηρικτές της αποικιοκρατίας (για κακοδιοίκηση και για σκάνδαλα). Σε συζήτηση στο Ράιχσταγκ ο Μπέμπελ παρουσίασε το μαστίγιο που είχε χρησιμοποιηθεί στο Καμερούν για την τιμωρία των αυτοχθόνων γυναικών και ανδρών από τον Λάιστ. Οδηγήθηκε σε δίκη, όπου αποκαλύφθηκαν κι άλλα εγκλήματά του: είχε σκοτώσει ή τραυματίσει αιχμαλώτους με το πρόσχημα ότι οι άνδρες θα πέθαιναν ούτως ή άλλως και τους είχε αφήσει δεμένους μέχρι οι ανοιχτές πληγές τους να μολυνθούν από παράσιτα. Ύστερα από σειρά δικών απολύθηκε από τη θέση του. Ούτε κι αυτός όμως τιμωρήθηκε για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. („Heinrich Leist“, Wikipedia, https://de.wikipedia.org/wiki/Heinrich_Leist).