Dragomir Olujić
Οι Γιουγκοσλάβοι φοιτητές στο κύμα των εξεγέρσεων του 1968
Μέρος 1ο
Το 1968 σηματοδότησε την κορύφωση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο. Οι φοιτητές και οι εργάτες έγιναν πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων στη Δύση, αλλά και στην Ανατολή. Η γενική απεργία και οι μαζικές κινητοποιήσεις εργατών και φοιτητών στη Γαλλία είναι ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα εκείνης της χρονιάς. Η εξέγερση στην Πράγα είναι το πιο γνωστό παράδειγμα από την Ανατολική Ευρώπη. 50 χρόνια μετά, μια σειρά από εκδηλώσεις μνήμης έχουν πραγματοποιηθεί σε όλο τον κόσμο, με σκοπό τον αναστοχασμό της κληρονομιάς εκείνων των ετών.
Λίγοι γνωρίζουν ότι η Γιουγκοσλαβία γνώρισε επίσης τη δική της φοιτητική εξέγερση το 1968, η οποία υποστηρίχθηκε δυναμικά από την εργατική τάξη αλλά και από σημαντικούς Γιουγκοσλάβους μαρξιστές διανοούμενους. Πρόσφατα πήραμε συνέντευξη από τον Dragomir Olujić, γνωστότερο ως Oluja (Καταιγίδα), ο οποίος συμμετείχε ενεργά στο κίνημα. Ο Oluja εργάζεται ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος και, όπως συστήνεται ο ίδιος, είναι «συνταξιούχος, αλλά όχι στη σύνταξη». Είναι επίσης μέλος πολλών αριστερών ομάδων.
Ο Oluja γεννήθηκε σε μια καθολική-κομμουνιστική οικογένεια Ερζεγοβίνιων-Δαλματών Παρτιζάνων· έχει ζήσει σε διάφορες πόλεις και περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά τα τελευταία 51 χρόνια ζει και εργάζεται στο Βελιγράδι. Δηλώνει ότι είναι «μαρξιστής και κομμουνιστής, όχι Γιουγκο-νοσταλγός αλλά Γιουγκο-φουτουριστής». Έφτασε στο Βελιγράδι το 1967 για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έκανε χειρωνακτικές εργασίες, έγραφε για φοιτητικά και νεανικά περιοδικά, έπαιζε μπάσκετ και πινγκ πονγκ και δραστηριοποιούνταν στην πολιτική. Εκείνη την εποχή ήταν μέλος της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας (SKJ) και της Φοιτητικής Συμμαχίας της Γιουγκοσλαβίας (SSJ). Δημοσιεύουμε εδώ το πρώτο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε στον Philippe Alcoy και μεταφράστηκε από τα σερβικά στα αγγλικά από τη Milica Popović.
Πώς ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις στις 2 Ιουνίου 1968;
Στο Βελιγράδι εκείνη την εποχή, κοντά στο Στουντένσκι Γκραντ (Φοιτητούπολη), υπήρχαν ενεργές ταξιαρχίες εργασίας νέων που δούλευαν μέσω της ORA Novi Beograd (Εργατική Δράση Νέων του Νέου Βελιγραδίου). Αυτές οι ταξιαρχίες νέων προετοίμαζαν το χώρο για την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου, ενός σημείου μετεπιβίβασης για τον σιδηρόδρομο Ζέμουν, ενός νέου σιδηροδρόμου, καθώς και μιας αερογέφυρας και μιας σήραγγας στην Μπεζιανίισκα Κόσα. Σε λίγο θα ξεκινούσε το Καραβάνι της Φιλίας, μια δημοφιλής περιοδεύουσα μουσική παράσταση που διοργάνωσε η εφημερίδα Večernje Novosti. Η ηγεσία του Καραβανιού είχε προγραμματίσει να ξεκινήσει το ταξίδι του σε όλη τη Γιουγκοσλαβία με μια εκδήλωση στην ύπαιθρο, συγκεντρώνοντας τις ταξιαρχίες εργασίας νέων και τους φοιτητές της πόλης στις 2 Ιουνίου. Η μετεωρολογική πρόγνωση είχε προαναγγείλει ότι θα έβρεχε, οπότε οι διοργανωτές, μεταξύ των οποίων και ο Άντον Μάρτι από την TV Zagreb (την εποχή εκείνη ο πιο αναγνωρισμένος διευθυντής τηλεοπτικών μαζικών εκδηλώσεων στη Γιουγκοσλαβία), ανησύχησαν για την ασφάλεια του πρόσφατα αποκτηθέντος ηλεκτρονικού εξοπλισμού τους, από τους πρώτους στον κόσμο, και αποφάσισαν να μεταφέρουν ολόκληρο το πρόγραμμα στην αίθουσα κινηματογράφου του κοντινού Εργατικού Πανεπιστημίου. Μόνο τα μέλη της ταξιαρχίας, και όχι οι φοιτητές, ενημερώθηκαν για την αλλαγή του χώρου διεξαγωγής.
Όταν οι φοιτητές προσπάθησαν ωστόσο να μπουν στην αίθουσα, σημειώθηκε ένα επεισόδιο που η τοπική ασφάλεια δεν κατάφερε να περιορίσει και ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς, με την τοπική αστυνομία να παρεμβαίνει χωρίς αποτέλεσμα. Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα σε όλη τη γειτονιά Στούντενγιακ: «Ξαναχτυπούν τους φοιτητές», προκαλώντας την εξέγερση ολόκληρου του Στουντένσκι Γκραντ.
Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την αστυνομία, οι φοιτητές κατάφεραν να καταλάβουν ένα πυροσβεστικό όχημα που η αστυνομία χρησιμοποιούσε ως κανόνι νερού. Ο Πρέντραγκ Μπογντάνοβιτς Τσι, ένας φίλος από το λύκειο του Σόμπορ, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, στάθηκε πάνω στο όχημα, λέγοντας τα «αποφασιστικά» λόγια: «Ας σταθούμε αντάξιοι των συντρόφων μας στο Παρίσι και το Βερολίνο»! Στη συνέχεια, ο Ράικο Τζούριτς, φοιτητής κοινωνιολογίας, εκφώνησε έναν επικό λόγο, ακολουθούμενος από τον φοιτητή λογοτεχνίας, Μιροσλάβ Γιόσιτς Βίσνιιτς, ο οποίος κάλεσε τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο να παραιτηθεί (κάποιοι φίλοι μου θυμούνται ότι ήταν ο Ρόκο Αντρίτς που έκανε το κάλεσμα). Μίλησαν επίσης η φοιτήτρια ψυχολογίας, Μπόρα Κουζμάνοβιτς, η φοιτήτρια λογοτεχνίας Βίτα Τεοφίλοβιτς, η βοηθός στη Γεωπονική Σχολή Ραντογίτσα Κλιάγιτς... Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές έβαλαν φωτιά στο φορτηγό και απώθησαν την αστυνομία, με τον αγώνα να καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το Νόβι Μπέογκραντ. Η σύγκρουση άρχισε να ηρεμεί μόνο γύρω στα μεσάνυχτα –και, πόσο διαφορετικά! – με τη «νίκη» της αστυνομίας και την υποχώρηση των φοιτητών πίσω στην «πόλη» τους.
Κάποιοι από τους φοιτητές πήγαν για ύπνο, αλλά οι συζητήσεις για το τι και πώς θα έπρεπε να γίνει στη συνέχεια άρχισαν αμέσως. Πολλοί σύντροφοι και φίλοι μας από διάφορα μέρη του Βελιγραδίου κατέβηκαν για να μας συναντήσουν, από άλλες φοιτητικές εστίες, ακόμη και κάποιοι γείτονες. Ενώ συζητούσαμε τα επόμενα βήματά μας, οι εφημερίδες δημοσίευσαν την «πληροφορία» ότι μια μεγάλη ομάδα χούλιγκανς είχε εξεγερθεί στο Νέο Βελιγράδι, με την τηλεόραση του Βελιγραδίου να το επαναλαμβάνει ως έκτακτη είδηση στις 4 το πρωί. Συμφωνήσαμε να οργανώσουμε μια διαμαρτυρία και μετά τη διαμαρτυρία να κατευθυνθούμε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο με τα αιτήματά μας για την άμεση επίλυση βασικών κοινωνικών, πολιτικών και φυσικά φοιτητικών και πανεπιστημιακών προβλημάτων. Απαιτήσαμε επίσης να επιβληθούν κυρώσεις στην αστυνομία για τη χρήση υπερβολικής βίας κατά των φοιτητών.
Φυσικά, όταν ήρθε η επόμενη μέρα, αρχίσαμε να κινούμαστε προς το κέντρο του Βελιγραδίου γύρω στις 11 το πρωί. Σε μια σημαντική υπόγεια διάβαση, μας υποδέχτηκε μια μεγάλη αστυνομική δύναμη. Μια ατμομηχανή με 10 βαγόνια ήταν σταθμευμένη στη σιδηροδρομική γραμμή, έτσι ώστε να μην μπορούμε να τρέξουμε πάνω από τα αναχώματα (κυκλοφόρησε μια ιστορία ότι υπήρχε μια μεγάλη μονάδα του στρατού στην άλλη πλευρά, ίσως και με τανκς). Υπήρχαν επίσης δέκα πολιτικοί εκεί. Πρώτα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις – από την πλευρά των φοιτητών ήταν ο Βλαντιμίρ Μιγιάνοβιτς (ή Βλάντα Ρεβολουτσίγια), ο καθηγητής Ντραγκόλιουμπ Μιτσούνοβιτς και μια ομάδα φοιτητών, και από την άλλη πλευρά ήταν ο Βέλκο Βλάχοβιτς, εθελοντής του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και υπεύθυνος του κόμματος για τον πολιτισμό, ο Μίλος Μίνιτς, πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Σερβίας, ο Μπράνκο Πέσιτς, δήμαρχος του Βελιγραδίου, ο Σιμεόν Ζατεζάλο, κομματικός αξιωματούχος της πόλης, ο Σλάβο Ζέτσεβιτς, αρχηγός της αστυνομίας στη Σερβία και άλλοι. Οι πολιτικοί πρότειναν να σχηματίσουμε μια φοιτητική αντιπροσωπεία που θα γινόταν δεκτή στα αρμόδια όργανα, ο Βλάντα και ο Μιτσούν επέμειναν στα αιτήματά μας και στη συλλογική μας πρόθεση να διαδηλώσουμε μπροστά από το γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο. Ήμουν στη φοιτητική μάζα, περιμέναμε να τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις και να συνεχίσουμε τη διαδήλωσή μας.
Μετά από λίγο, έγινε ένα περιστατικό, κανείς δεν ξέρει πώς συνέβη. Στο βιβλίο «Η λεύκα στο μπαλκόνι» του Μιλισλάβ Σάβιτς, η ιστορία έχει ως εξής. Ξέσπασε μια μάχη: τα γκλομπ της αστυνομίας χτυπούσαν, οι πέτρες εκτοξεύονταν, ακούστηκαν ακόμη και πυροβολισμοί, υπήρχαν δακρυγόνα, η αστυνομία χτυπούσε τους πάντες, ειδικά τις φοιτήτριες, ακόμη και ο Μίλος Μίνιτς έφαγε ξύλο προσπαθώντας να σώσει μια γυναίκα [από την αστυνομία]. Έφαγα μια πέτρα στην πλάτη μου (την κρατάω ακόμα ως ενθύμιο), πιθανώς από έναν συνάδελφο που δεν ήταν καλός στο να ρίχνει· μου φάνηκε τότε ότι η μάχη κράτησε ώρες, αλλά μάλλον δεν ήταν περισσότερο από 20 λεπτά, έγινε λόγος για νεκρούς φοιτητές, αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε... Στο πεδίο της μάχης έμειναν διάσπαρτα ρούχα και παπούτσια και άλλα προσωπικά αντικείμενα. Πολύ καιρό μετά από εκείνα τα γεγονότα (κατά την παράδοση του μαύρου χιούμορ) αστειευόμασταν: «Πάμε στην υπόγεια διάβαση να πάρουμε παπούτσια, ένα μπουφάν, μια τσάντα...».
Στο μεταξύ, από την πόλη και τις άλλες φοιτητικές εστίες, οι φίλοι, οι σύντροφοι και οι συνάδελφοί μας «γέμιζαν» τις σχολές και περίμεναν την έκβαση της μάχης στην υπόγεια διάβαση. Πολλοί από το Στούντενγιακ χρησιμοποίησαν διαφορετικές διαδρομές για να φτάσουν στο κέντρο της πόλης, κάποιοι από αυτούς μάλιστα κολύμπησαν στον Σάβα ή τον Δούναβη, για να φτάσουν στις σχολές τους. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η «φοιτητική επανάσταση»!
Η εξέγερση των φοιτητών του Βελιγραδίου έγινε σε ένα διεθνές πλαίσιο που ήταν πολύ «ταραγμένο»: ο πόλεμος και ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, οι αγώνες και οι αντιαποικιακές επαναστάσεις στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου», η δολοφονία του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία από πράκτορες της CIA που συγκλόνισε τη νεολαία του κόσμου, το κίνημα του Μάη του 1968 στη Γαλλία, τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία, η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Με ποιο τρόπο όλα αυτά τα γεγονότα βρήκαν ανταπόκριση στους φοιτητές και στη νεολαία γενικότερα στο Βελιγράδι και στη Γιουγκοσλαβία; Είχαν αυτά τα γεγονότα αντίκτυπο στους εργάτες της Γιουγκοσλαβίας;
Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα τεκτονικών κοινωνικών διεργασιών, ή, για να το πω έτσι, ταξικών αγώνων, ανεξάρτητα από το πόσο περιχαρακωμένοι ήταν μέσα στα εθνικά σύνορα! Κατά τη γνώμη μου, οι δυνατότητες των υπαρχόντων καθεστώτων και συστημάτων εξαντλήθηκαν τη δεκαετία του 1960· στην Ανατολή στο πλαίσιο του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του γιουγκοσλαβικού, μέσω της «δίψας για κατανάλωση»· και στη Δύση στο πλαίσιο των καπιταλιστικών χωρών, μέσω της μείωσης των περιθωρίων κέρδους. Εκείνη ήταν η εποχή της αναζήτησης νέων λύσεων για τα πολλά προβλήματα που είχαν εμφανιστεί, συμπεριλαμβανομένων των αναπτυξιακών.
Ήταν επίσης η εποχή των τελικών αντιαποικιακών αγώνων – αυτά τα νέα καθεστώτα αντιμετώπιζαν επίσης αναπτυξιακά προβλήματα. Η οικονομία στη Δύση έφτασε να μοιάζει με την χύτρα του Παπέν1. Υπήρχε υπερπαραγωγή, αυτή η ποσότητα αγαθών δεν ήταν δυνατόν να πωληθεί. Η ανατολική αγορά, και ιδιαίτερα η Σοβιετική Ένωση, ήταν κλειστή μέχρι τότε, λόγω τόσο της σοβιετικής όσο και της δυτικής πολιτικής. Ο Βίλι Μπραντ το 1966 βρήκε μια «λύση», ανακοινώνοντας τη λεγόμενη «ανατολική πολιτική» του, και το 1971 υπέγραψε μια συμφωνία με την ΕΣΣΔ. Ακολούθησαν συμφωνίες με όλες τις δυτικές χώρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα σύνορα και οι αγορές άνοιγαν.
Η Δύση εισήγαγε τα λεγόμενα σοσιαλιστικά μέτρα, κυρίως τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία και την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Την ίδια στιγμή, η Ανατολή εισήγαγε καπιταλιστικά μέτρα, κυρίως την επαναφορά της ατομικής ιδιοκτησίας και των αγορών, τις μαζικές απολύσεις και τις χρεοκοπίες, με τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία να πρωτοστατούν σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Τα προβλήματα μεταφέρονταν από τη μια πλευρά στην άλλη, οι «ατμόσφαιρες» και οι ενέργειες εξισορροπήθηκαν και φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου τα προβλήματα των ανθρώπων στην Ανατολή έγιναν προβλήματα των ανθρώπων στη Δύση και το αντίστροφο.
Αυτό επέτρεψε, για παράδειγμα, το αμερικανικό πρόβλημα του πολέμου στο Βιετνάμ να γίνει παγκόσμιο πρόβλημα, πρόβλημα για όλους τους ανθρώπους στον κόσμο. Το πεδίο των κοινωνικών αγώνων διευρύνθηκε και έτσι δεν ήταν τυχαίο ότι οι φοιτητικοί αγώνες και οι απεργίες των εργαζομένων συγκλίνουν σε όλες τις χώρες. Ο Ψυχρός Πόλεμος, με τις πολιτικές της «ειρηνικής συνύπαρξης» δύο, ή τριών, μπλοκ έγινε ένας Ψυχρός Πόλεμος με πολιτικές «ειρηνικής συνεργασίας». Όλοι μαζί, ο κόσμος γινόταν αργά αλλά σταθερά ενιαίος, ειδικά με την έννοια της παραγωγής, παρ’ όλους τους εθνικοπροστατευτικούς περιορισμούς!
Ένας άλλος κοινωνικός φορέας άλλαξε σημαντικά τον ρόλο και τη θέση του: η μεσαία τάξη. Από διαμεσολαβητής και συντονιστής της κύριας ταξικής σύγκρουσης –της σύγκρουσης κεφαλαίου και εργασίας, κράτους και κοινωνίας, αστικής τάξης και εργαζομένων– η μεσαία τάξη έγινε ένα πολιτικό υποκείμενο που επέβαλε τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα ως γενικά συμφέροντα και επέβαλε το ηγεμονικό πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου», φυσικά προς το συμφέρον του κεφαλαίου (που ήδη γίνεται όλο και περισσότερο παγκόσμιο, υπερεθνικό). Το μόνο πράγμα που δεν άλλαξε ήταν ο αυταρχικός χαρακτήρας όλων των καθεστώτων, με έντονα στοιχεία ολοκληρωτισμού, ιδιαίτερα στην Ανατολή, και η πάντα παρούσα «υπερβολή της βίας».
Αυτές είναι οι ρίζες των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η πρώτη γενιά του baby-boom, που γεννήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν οι νέοι αυτής της γενιάς που εισήλθαν στη δημόσια ζωή τη δεκαετία του ’60 και αντιμετώπισαν την κληρονομιά των γονιών τους – την πολιτική των γονιών τους της «ειρήνης, της τάξης και της πειθαρχίας». Έτσι, τα προβλήματά μου ως νέος 18, 19, 20 ετών ήταν τα ίδια με τα προβλήματα εκείνων των Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Ρούντι Ντούτσκε, Ράρικ Άλι, Άμπι Χόφμαν... στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ κ.λπ. Έτσι, είχαμε τα ίδια προβλήματα, είχαμε τον ίδιο τρόπο σκέψης, την ίδια επιθυμία να διαφωνήσουμε με τον επιβαλλόμενο τρόπο ζωής «να σιωπούμε, να σπουδάζουμε και να δουλεύουμε», συμπεριλαμβανομένης της ίδιας ανάγκης να αλλάξουμε τρόπο ζωής και να δημιουργήσουμε μια νέα ζωή για τον εαυτό μας. Και, φυσικά, είχαμε πλήρη επίγνωση ότι χωρίς εργάτες δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε πολλά, είχαμε επίγνωση ότι ανήκαμε σε αυτή την πλευρά του ταξικού μετώπου!
Βέβαια, αυτό έγινε κατά κύματα: ΗΠΑ, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία κ.λπ. Και φυσικά, είχε απήχηση εδώ στη Γιουγκοσλαβία. Παρακολουθούσαμε τα γεγονότα, μέσα από τις–έστω και ελεγχόμενες, αλλά πάντως υψηλής ποιότητας– κρατικές και κομματικές εφημερίδες και έντυπα, μέσα από τα περιοδικά που είχαμε (και, ας πούμε, ελέγχαμε), όπως τα Praxis, Perspectives και Cause στο Ζάγκρεμπ, Philosophy στο Βελιγράδι, Paradox στη Λιουμπλιάνα κ.ά.-μέσα από τις εφημερίδες της νεολαίας και των φοιτητών μας. Και αντιδράσαμε μέσα από κείμενα, μέσα από δράσεις, παίρνοντας θέσεις, που κυμαίνονταν από αναρχικές, τροτσκιστικές, μαοϊκές. Και στη συνέχεια, φυσικά, είχαμε επαφές και συναντήσεις με συναδέλφους μας από όλο τον κόσμο, συναντήσεις που αποκτούσαν όλο και περισσότερο ακτιβιστικό χαρακτήρα.
Αντιδρούσαμε στα παγκόσμια γεγονότα. Ως παραδείγματα, θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο περιπτώσεις στις οποίες συμμετείχα. Τον Μάρτιο του 1968, ετοιμάσαμε ένα ψήφισμα ενάντια στην απέλαση μιας ομάδας καθηγητών, συμπεριλαμβανομένου του Λέσζεκ Κολακόφσκι και των συντρόφων του από το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, απαιτώντας από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου να τους καλέσει να εργαστούν εδώ. Τον Απρίλιο του 1968, ως αντίδραση στην απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε, πραγματοποιήσαμε μια σειρά από διαμαρτυρίες στα πανεπιστήμια και μια ολονυκτία μπροστά από τη γερμανική πρεσβεία. Είχαμε εμπειρία στην αντιμετώπιση της αστυνομίας – για παράδειγμα, το 1961, όταν οι φοιτητές οργάνωσαν διαμαρτυρίες ως αντίδραση στη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, διαδηλώνοντας στη βελγική και την αμερικανική πρεσβεία· ή το 1966, όταν διαδηλώσαμε στην αμερικανική βιβλιοθήκη και πρεσβεία, μετά από μια διαμαρτυρία για την υποστήριξη του αγώνα του βιετναμέζικου λαού στη Φιλολογική Σχολή.
Οι εργαζόμενοι απεργούσαν όλο και πιο συχνά, ειδικά μετά τις «μεταρρυθμίσεις» του 1965, οικοδομούσαν αργά και με πολλές δυσκολίες ένα απεργιακό κίνημα... Συνεργαζόμασταν –πιο συχνά ανεπιτυχώς παρά επιτυχώς– και περισσότερο σε πολιτικό και ιδεολογικό παρά σε ακτιβιστικό επίπεδο- περισσότερο άτυπα παρά σταθερά βασισμένοι σε οργανωτικές δομές...
Ποια ήταν τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία στη Γιουγκοσλαβία που επηρέασαν την εξέγερση του Ιουνίου 1968; Για παράδειγμα, το 1965 έγιναν οι λεγόμενες «φιλικές προς την αγορά» μεταρρυθμίσεις- προετοίμασαν το έδαφος για τη γενική δυσαρέσκεια;
Έχω ήδη εξηγήσει πώς στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τα δύο παγκόσμια μπλοκ - καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό (συμπεριλαμβανομένης της Γιουγκοσλαβίας) - είχαν εξαντλήσει τις αναπτυξιακές τους δυνατότητες και είχαν πέσει σε κρίσεις: ήταν η πρώτη μεταπολεμική ύφεση του καπιταλισμού, πριν από την πρώτη ενεργειακή κρίση, και η δεύτερη κρίση του (σοβιετικού) υπαρκτού σοσιαλισμού. Και οι δύο αναζητούσαν λύσεις· ο καπιταλισμός «βελτιωνόταν» με σοσιαλιστικές (δηλαδή κρατικές) παρεμβάσεις και ο σοσιαλισμός «εμπλουτιζόταν» με ιδιωτικο-καπιταλιστικά στοιχεία! Θέλω όμως να εμβαθύνω περισσότερο στη «γιουγκοσλαβική απάντηση» σε αυτά τα ζητήματα.
Η πρώτη φάση της εκβιομηχάνισης της Γιουγκοσλαβίας βασίστηκε στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και στην παραμέληση του τομέα των υπηρεσιών. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της διοικητικά σχεδιασμένης διαχείρισης και του κρατικού παρεμβατισμού και μέσω του εκσυγχρονισμού του στρατού. Η φάση αυτή έληξε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ακόμη και με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η γιουγκοσλαβική οικονομία διολίσθησε σε στασιμότητα, οι ρυθμοί αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής και του Α.Ε.Π. μειώθηκαν στο μισό, το εθνικό εισόδημα μειώθηκε- η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού μειώθηκε ραγδαία, τα ποσοστά κατανάλωσης μειώθηκαν, η μειωμένη παραγωγικότητα και αποδοτικότητα μείωσαν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, ο εξωτερικός δανεισμός αυξήθηκε...
Εξαιτίας όλων αυτών, η κομματική και κρατική ηγεσία το 1961 προχώρησε σε μια «μικρή» μεταρρύθμιση - αποκέντρωση και απελευθέρωση του οικονομικού συστήματος, εισαγωγή της μετατρεψιμότητας του γιουγκοσλαβικού δηναρίου, καθώς και έναρξη της ανάπτυξης «κλασικών» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μαζί με την απελευθέρωση των εισαγωγών. Το 1965, με το σύνθημα της επιδίωξης της «ένταξης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας» και στην παγκόσμια αγορά, δρομολογήθηκε μια «μεγάλη» κοινωνική και οικονομική μεταρρύθμιση, που συνεπαγόταν περαιτέρω απελευθέρωση και αποκέντρωση του οικονομικού συστήματος προς την κατεύθυνση της οικονομίας της αγοράς και την ανάπτυξη των θεσμών της αγοράς, καθώς και την προσαρμογή των θεσμών αυτοδιαχείρισης στο κοινοβουλευτικό σύστημα, την είσοδο στις ρυθμίσεις του ΔΝΤ. Η χρηματοδότηση των επενδύσεων μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία των εμπορικών τραπεζών· η ιδιωτική ιδιοκτησία επιτράπηκε με τη μορφή «αστικών» επιχειρήσεων· τα δικαιώματα των εργαζομένων μειώθηκαν, καθώς οι απολύσεις απελευθερώθηκαν μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών· καθιερώθηκε η δυνατότητα πτώχευσης· οι εισαγωγές απελευθερώθηκαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό- τα έσοδα από το συνάλλαγμα συγκεντροποιήθηκαν· οι μισθοί πάγωσαν... Οι ιδεολόγοι του κόμματος έκαναν τη δουλειά τους, επινόησαν μια σειρά από μυστηριώδη συνθήματα, στα οποία συμεριλαμβανόταν και η έλευση της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής», του «εισοδήματος» αντί του «κέρδους» και της «διανομής με βάση την αξία της αγοράς ανάλογα με την εργασία».
Το αποτέλεσμα ήταν η δραστική μείωση της παραγωγής, η πτώση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών, η ριζική εμβάθυνση των κοινωνικών διαιρέσεων και η αύξηση της διαφθοράς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα απολύθηκαν περίπου 700.000 εργαζόμενοι, εκ των οποίων οι 400.000 έγιναν μετανάστες εργάτες ή «gastarbeiters» (φιλοξενούμενοι εργάτες), μέσω διμερών συμφωνιών με την Αυστρία, τη Γερμανία και άλλες δυτικές χώρες. Μόνο οι πτωχεύσεις δεν εφαρμόστηκαν λόγω της ισχυρής αντίστασης των εργαζομένων.
Όλες αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν τεράστια δυσαρέσκεια. Ο αριθμός των εργατικών απεργιών και ο αριθμός των συμμετεχόντων σε αυτές διπλασιάστηκε. Οι απεργίες άρχισαν να διαρκούν περισσότερο. Εφαρμόστηκαν διάφοροι τρόποι παρεμπόδισης των μεταρρυθμιστικών μέτρων («λευκές απεργίες», αύξηση των «αναρρωτικών αδειών» κ.λπ.)... Η δυσαρέσκεια φάνηκε και στον κινηματογράφο, στα θέατρα, στη λογοτεχνία... και φυσικά, κυρίως στη νεολαία, και ιδιαίτερα στους φοιτητές!
Πολλοί από τους νέους που συμμετείχαν στο κίνημα του 1968 δεν είχαν ποτέ εμπειρία της καπιταλιστικής κοινωνίας, είχαν γεννηθεί στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία. Πώς ήταν να είσαι νέος εκείνη την εποχή στη Γιουγκοσλαβία; Και πώς εκφράστηκε αυτή η ιδιαιτερότητα στα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος του 1968;
Δεν βιώσαμε τον καπιταλισμό, αλλά γνωρίζαμε πολλά γι’ αυτόν! Υπήρχε μια πλούσια (όχι μόνο μαρξιστική) βιβλιογραφία, μεταφρασμένη ή γραμμένη σε τοπικό επίπεδο. Είχαμε υψηλού επιπέδου δημοσιογράφους, εγκατεστημένους σε όλο τον κόσμο- διαβάζαμε εκτενώς στις εφημερίδες και ακούγαμε τα ραδιοφωνικά τους ρεπορτάζ- ακούγαμε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Υπήρχε μια πλούσια και «παγκόσμια» προσφορά ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων, λογοτεχνικών συναντήσεων και συναντήσεων με άλλους καλλιτέχνες... Για να μην αναφέρουμε το ροκ εν ρολ, τις αθλητικές εκδηλώσεις, τη γνωριμία με οπαδούς του αθλητισμού από το εξωτερικό και τη συζήτηση μαζί τους... και τέλος, για τον καπιταλισμό μάθαμε πολλά μέσα από τις ιστορίες ζωής των μεταναστών εργατών μας!
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, έζησα και εργάστηκα στη Φοιτητική Πόλη (Στούντενγιακ), ένα μεγάλο συγκρότημα φοιτητικών εστιών στο Νόβι Μπέογκραντ, οπότε μπορώ να σας μιλήσω για τη ζωή και τις ελπίδες της νεολαίας από την οπτική γωνία του Στούντενγιακ, ειδικά από τη στιγμή που το 1968 ξεκίνησε ακριβώς εκεί. Η ιδιαιτερότητα του Στούντενγιακ ήταν ότι ήταν γεμάτο από νέους από ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία, και οι γονείς μας δεν ήταν εκεί. Αν ψάξετε στο Google το Στούντενγιακ σήμερα, πιθανόν να έχετε μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Το συγκρότημα κτιρίων γύρω από το Πολιτιστικό Κέντρο της Φοιτητούπολης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή- χτίστηκε πολύ αργότερα. Δεν υπήρχε ούτε φράχτης γύρω από το συγκρότημα, ούτε τα κτίρια με τα μπάνια, ούτε δύο επιπλέον όροφοι, όλα αυτά χτίστηκαν αργότερα... Το Στούντενγιακ τότε είχε τέσσερα μπλοκ, στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο υπήρχαν 5 υπνοδωμάτια, στους άλλους τρεις ορόφους υπήρχαν 3 υπνοδωμάτια και σε κάθε όροφο υπήρχαν 8 μονόκλινα δωμάτια για τους πιο επιτυχημένους φοιτητές. Τα μπάνια ήταν στο υπόγειο. Σε κάθε μπλοκ υπήρχε μια αίθουσα τηλεόρασης... Στο ισόγειο κάθε τετραγώνου υπήρχαν αναγνωστήρια (για όσους δεν μπορούσαν να προετοιμάσουν τις εξετάσεις τους στα δωμάτιά τους, λόγω προσωπικών ή άλλων προβλημάτων). Δεν υπήρχε βιβλιοθήκη. Το τέταρτο μπλοκ και η πτέρυγα F του τρίτου μπλοκ ήταν για τις φοιτήτριες· επισκέψεις επιτρεπόταν μόνο τις Πέμπτες και τις Κυριακές (μπορώ να μιλήσω για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους παραβιάζαμε τους κανόνες σε κάποια άλλη περίπτωση!). Περίπου 10.000 άνθρωποι ζούσαν εκεί – κάποιοι νόμιμα, κάποιοι παράνομα, φοιτητές αλλά και αλήτες, μπίτνικς, χίπις και ροκάδες...
Η διεύθυνση και η διοίκηση του Στούντενγιακ βρίσκονταν σε ένα ειδικό κτίριο μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου μπλοκ, μαζί με μερικά μικρά καταστήματα και ένα τεράστιο εστιατόριο/καντίνα φοιτητών (όσοι ήταν γρήγοροι μπορούσαν να πάρουν και δεύτερη μερίδα). Στο ισόγειο του δεύτερου μπλοκ, στην πτέρυγα F, υπήρχε ο ραδιοφωνικός σταθμός Στουντένσκι Γκραντ. Το ραδιόφωνο «παρενοχλούσε» τους φοιτητές τρεις φορές την ημέρα με τις υπηρεσίες του –πληροφορίες, ομιλία και ένα μουσικό πρόγραμμα– το πρωί (τότε δεν σερβιριζόταν πρωινό), το μεσημέρι και το βράδυ. Στο τρίτο μπλοκ, υπήρχε επίσης η «Εταιρεία Τεχνών και Πολιτισμού» (KUD) «Žikica Jovanović Španac» και ένα εναλλακτικό/πειραματικό θεατρικό στούντιο. Η σκηνή του βρισκόταν δύο στάσεις λεωφορείου πιο μακριά προς το κέντρο της πόλης, πάνω από έναν κινηματογράφο που ονομαζόταν Fontana. Στο πρώτο μπλοκ, υπήρχε ένα μικρό ασθενοφόρο με οδοντίατρο και ένας φοιτητικός συνεταιρισμός με εξαιρετικές προσφορές εργασίας. Υπήρχε επίσης ένα τεράστιο γήπεδο, όπου παίζαμε ποδόσφαιρο, ακόμα και πανεπιστημιακό πρωτάθλημα, μπάσκετ, μπάντμιντον, διοργανώναμε πάρτι και υπαίθριες συναυλίες... Πίσω από το τέταρτο μπλοκ, υπήρχε μια ανοιχτή πισίνα που ανήκε σε μια κατασκευαστική επιχείρηση, όπου κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι και αράζαμε με τους εργάτες της, και πιο πέρα προς το εργοστάσιο IMT, όπου τώρα χτίζουν οικοδομικά συγκροτήματα, τον αυτοκινητόδρομο, τον σιδηρόδρομο, υπήρχε ένα δάσος – το ονομάζαμε πέμπτο μπλοκ και μετά πιο πέρα υπήρχαν σπίτια χωριών με χωράφια και κήπους. Οι πιο ρομαντικοί τα βράδια επισκέπτονταν το Πέμπτο Μπλοκ και οι πιο πρακτικοί τους κήπους, για να εμπλουτίσουν τη διατροφή τους με φρούτα και λαχανικά, και όχι μόνο με αγάπη.
Κάτω από αυτά τα σπίτια και τους κήπους, υπήρχε ένα διάσημο – δεν υπάρχει πια!- καφενείο (kafana) το Τζακάρτα, πάντα γεμάτο, δονούμενο από αδρεναλίνη... Παρείχε εξαιρετικό φαγητό και ποτό, μεγάλη παρέα- κάποιοι έπαιζαν ακόμη και χαρτιά... Και αν δεν υπήρχαν τουλάχιστον δύο καυγάδες σε ένα βράδυ, δεν θα μπορούσε καν να θεωρηθεί ότι ήταν καλή διασκέδαση!; Για τους πιο ήσυχους, υπήρχε το Radnički, το παλιό μέρος του εστιατορίου απέναντι από το πρώτο μπλοκ. Υπήρχε επίσης το εργατικό πανεπιστήμιο Νόβι Μπέογκραντ, το οποίο έχει πλέον ιδιωτικοποιηθεί. Εκτός από τα τακτικά προγράμματα για τους πολίτες, κυρίως εκπαιδευτικού χαρακτήρα, και μια κινηματογραφική αίθουσα – υπήρχε και ένας υπαίθριος κινηματογράφος, ένας περιφραγμένος χώρος όπου από την άνοιξη μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου βλέπαμε «κατάλληλες» ταινίες. Πιο πέρα, προς το κέντρο της πόλης, υπήρχαν εργατικοί καταυλισμοί, οπότε κάθε μέρα συζητούσαμε δυνατά με τους εργάτες!
Η ζωή στο Στούντενγιακ ήταν συναρπαστική, ταραχώδης και κουραστική – κάθε μέρα υπήρχαν τουλάχιστον δέκα πάρτι (είτε τα παρακολουθούσες είτε όχι), θα έπρεπε κανείς να μπορεί να το αντέξει αυτό! Οι καθημερινές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις σε ανοιχτό χώρο έδιναν την αίσθηση μιας Αθηναϊκής πλατείας... και μετά υπήρχαν οι συναυλίες. Τα Σάββατα και τις Κυριακές στη στρογγυλή αίθουσα του εστιατορίου γινόταν live rock’n’roll. Δεν χρειαζόταν πολύ, ειδικά αν έβρεχε, για να πάνε οι φοιτητές στα μπαλκόνια και να φωνάξουν «Γιούχου, Θεέ μου!». Από αυτό το περιβάλλον στη «φιλοσοφία του ’68» υπήρχε μόνο ένα βήμα.
Μέρος 2ο
Η φοιτητική εξέγερση του 1968 στη Γιουγκοσλαβία: «Απαιτήσαμε έναν ριζικά διαφορετικό σοσιαλισμό!»
Δημοσιεύουμε εδώ το δεύτερο μέρος της συνέντευξής μας με τον Dragomir Olujić (Oluja) σχετικά με τη «φοιτητική εξέγερση» του 1968 στη Γιουγκοσλαβία, στην οποία ο Oluja συμμετείχε ως φοιτητής στο Βελιγράδι. Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης συζητήσαμε τη διεθνή κατάσταση, τους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες σε όλο τον κόσμο, τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο», τα κινήματα διαφωνούντων στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» κ.λπ. Όλα αυτά επηρέασαν την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, αλλά η γιουγκοσλαβική κοινωνία βίωνε και τις δικές της πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, δημιουργώντας εσωτερικές αντιφάσεις που προετοίμαζαν το έδαφος για τη δυσαρέσκεια και την εξέγερση.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος της συνέντευξης ζητήσαμε από την Oluja να μιλήσει για τα αιτήματα της νεολαίας στο Βελιγράδι, τις σχέσεις και τους δεσμούς της με τους εργάτες και άλλους κοινωνικούς τομείς, τις πνευματικές επιρροές των φοιτητών και τη στάση τους απέναντι στο καθεστώς και το πρόσωπο του Τίτο. Η συνέντευξη πάρθηκε από τον Philippe Alcoy και μεταφράστηκε από τα σερβικά από την Milica Popović.
Οι διεκδικήσεις των φοιτητών επικεντρώνονταν μόνο σε θέματα εκπαίδευσης και στις συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσής τους ή ήταν ευρύτερες; Ποιοι ήταν οι δεσμοί τους με άλλους τομείς της κοινωνίας, ιδίως με την εργατική τάξη;
Καθόλου! Μετά τη σύγκρουση μεταξύ των φοιτητών από το Στούντενγιακ και της αστυνομίας στις 2 Ιουνίου – οι ολονύχτιες θεσμικές και άτυπες συζητήσεις στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου (που αμέσως μετονομάστηκε σε Κόκκινο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ) προκήρυξαν επταήμερη απεργία και κατάληψη του πανεπιστημίου· συγκροτήθηκαν συμβούλια δράσης σε επίπεδο σχολών και ολόκληρου του πανεπιστημίου· υπήρξαν αντιπαραθέσεις, συζητήσεις, οργανώθηκαν πολλές διαφορετικές δραστηριότητες, κυρίως πολιτιστικές, που διήρκεσαν όλο το εικοσιτετράωρο... Δημιουργήθηκε ένα είδος «Ελεύθερης Δημοκρατίας». Όλες οι απαραίτητες «υπηρεσίες» –από την παροχή τροφίμων, την ενημέρωση, τις δημόσιες συζητήσεις, μέχρι την ασφάλεια και την «άμυνα» –λειτουργούσαν με βάση την αρχή της αυτοδιαχείρισης. Είχαμε ακόμη και τον δικό μας ύμνο.
Τα αιτήματα των φοιτητών, που εκφράστηκαν στα αιτήματα 3+4, στο Πρόγραμμα Δράσης και στο «Ψήφισμα των φοιτητών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου», καθώς και τα κείμενα που παρήγαγαν ορισμένες σχολές, εξέφραζαν κυρίως κοινωνικά αιτήματα: «Αρκετά με τη διαφθορά», «Κάτω η κόκκινη αστική τάξη», «Ενάντια στη μετατροπή της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε μετοχική», «Να καταργηθούν οι κοινωνικές διαφορές», «Να καταστραφούν τα προνόμια», «Για την ολοκληρωμένη αυτοδιαχείριση», «Αποτελεσματικές λύσεις για την ανεργία», «Φοιτητές-Εργάτες»... – αυτά ήταν μόνο μερικά από τα συνθήματα της «φοιτητικής επανάστασης». Ιδιαίτερη θέση είχαν τα αιτήματα για «ελεύθερα μέσα ενημέρωσης». Εκκλήσεις για την τιμωρία και την απομάκρυνση των υπευθύνων για τη βία κατά των φοιτητών... Στο τέλος, απαιτήσαμε επίσης καλύτερες συνθήκες για τα πανεπιστήμια και τη φοιτητική ζωή, και κυρίως καλύτερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα παιδιά των εργαζομένων.
Είχαμε υποστήριξη από ορισμένα σημαντικά πολιτικά ιδρύματα, χάρη στους έντιμους ανθρώπους που τα διοικούσαν, όπως ο καθηγητής Ζάρκο Μπουλάγιτς από την Πανεπιστημιακή Επιτροπή της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, ο Τζούρο Κοβάτσεβιτς, ο Βλαντιμίρ Γκλιγκόροφ και ο Πετάρ Ιγκνιάτοβιτς από τη Φοιτητική Συμμαχία, αλλά και άτομα από τον κρατικό μηχανισμό όπως ο Σβετοζάρ Βουκμάνοβιτς Τέμπο και ο στρατηγός Γκόικο Νίκολις (χρησιμοποιούσαμε το αυτοκίνητό του για να διανέμουμε την εφημερίδα Studentin στο Ζάγκρεμπ και τη Λιουμπλιάνα)... Είχαμε επίσης την «κατανόηση» των κύκλων των μελλοντικών «φιλελεύθερων» και τμημάτων της κομματικής διανόησης!
Οι κεντρικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στη Φιλοσοφική Σχολή, στην πιο όμορφη αυλή του κόσμου, κάτω από φλαμουριές, όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου. Καταλάβαμε τη Σχολή από «μέσα», και υπήρχαν δύο εξωτερικοί κύκλοι της «κατάληψης» – ο ένας ήταν ένας αστυνομικός κλοιός, και ο δεύτερος αποτελούνταν από πολίτες που έρχονταν να δουν και να ακούσουν τι συνέβαινε και πώς προχωρούσε η διαμαρτυρία! Δημιουργήσαμε αμέσως ένα συνέδριο, με εξαιρετικό επικεφαλής τον καθηγητή Ντραγκόλιουμπ Μιτσούνοβιτς! Αυτό ήταν ένα μέρος όπου ο καθένας μπορούσε να μιλήσει και από την αντίδραση των παρευρισκομένων –χειροκροτήματα ή σφυρίγματα– να μάθει τι αντίκτυπο είχε ομιλία του.
Στο προαύλιο της Φιλοσοφικής Σχολής έρχονταν όλοι: ποιητές και συγγραφείς, ζωγράφοι και δημοσιογράφοι, ηθοποιοί και σκηνοθέτες – όλοι όσοι είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, πίστευαν ότι αυτό ήταν το μέρος που έπρεπε να βρεθούν! Ακόμη και η Τοφίγια, μια εξαιρετική κοπέλα, ακτιβίστρια του «αρχαιότερου επαγγέλματος στον κόσμο»! Ένας ηθοποιός, ο Ζόραν Ραντμίλοβιτς, μπήκε κάποτε και δεν βγήκε ποτέ από την «ιστορία μας», ήταν μαζί μας μέχρι το τέλος! Ο καθηγητής Σβετοζάρ Στογιάνοβιτς ισχυρίστηκε: «Το πρόβλημά μας δεν είναι εθνικό, το πρόβλημά μας είναι κοινωνικό!» Ο φοιτητής Μιροσλάβ Γιόσιπ Βίσνιιτς απαίτησε από τον Τίτο να παραιτηθεί. Ο φοιτητής Ιλίγια Μόλκοβιτς απαίτησε την εισαγωγή ενός πολυκομματικού συστήματος και του σφύριξαν: εκείνη την εποχή, απαιτούσαμε άμεση δημοκρατία βάσης- η «δημοκρατία των συμβουλίων» και η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι ξεκάθαρα αντίθετα! Ο ηθοποιός Ντραγκομίρ Μπογιάνιτς Γκίντρα υποσχέθηκε στους φοιτητές: «Θα σας αγοράσω ένα τανκ!».
Ο Στέβα Ζίγκον ερμήνευσε τον μονόλογο του Ροβεσπιέρου (για τους «μαρκήσιους και τους πρίγκιπες της επανάστασης» και την επανάσταση ως «δεσποτισμό της ελευθερίας») από τον «Θάνατο του Νταντόν» του Γκέοργκ Μπύχνερ και εισέπραξε τέτοια χειροκροτήματα, όπως δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά.
Ενώ ο καθηγητής Νικόλα Μιλόσεβιτς ανέλυε καθημερινά «ψυχαναλυτικά» τον Τύπο –τι έγραφαν οι δημοσιογράφοι και τι πραγματικά σκέφτονταν– ο καθηγητής Μιχαΐλο Μάρκοβιτς ανέλυε την κοινωνική δομή της εξουσίας και την ιδεολογική εικόνα της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας· και ο πιο επίμονος ήταν ο καθηγητής Βόγιν Μίλιτς: η πολύωρη ομιλία του, που διήρκεσε μέχρι τις 3 το πρωί μπροστά σε τρεις, τέσσερις μόνο νυσταγμένους φοιτητές έχει γίνει αστικός μύθος... Ένας απλός πολίτης που μίλησε, προειδοποίησε τους συγκεντρωμένους: «Πείτε στη γραφειοκρατία ότι είναι ανίκανη, και θα σας δείξει αμέσως για τι είναι πραγματικά έτοιμη και ικανή!» Και ούτω καθεξής... Υπήρχε επίσης ένας στύλος ντροπής όπου κρεμούσαμε αποκόμματα του Τύπου, τις «δηλώσεις» διαφόρων εκπροσώπων του καθεστώτος... Ξέραμε πού θα μπορούσαμε να πάρουμε αυτό που ζητούσαμε, ξέραμε ποιοι πωλητές θα μας δώσουν αυτό που χρειαζόμαστε, συχνά δωρεάν - και καθημερινά αυτός ο κύκλος μεγάλωνε. Δύο φουρνάρηδες μας έφερναν γλυκά και γιαούρτι... Οι άνθρωποι μας βοηθούσαν με χρήματα, μας έδιναν ακόμα και χρήματα στους δρόμους...
Για παράδειγμα, οι εργάτες του εργοστασίου «Teleoptik» με έδρα το Ζέμουν, μέσω του σωματείου τους, συνεισέφεραν 500.000 δηνάρια, ποσό που αντιστοιχούσε σε περίπου πενήντα φοιτητικά δάνεια και στη συνέχεια κάθε μέρα με επιπλέον 5.000 δηνάρια. Οι εργάτες του εργοστασίου «Velebit» το έκαναν ανεπίσημα, με εθελοντικές εισφορές... Και οι πολίτες!
Το καθεστώς απάντησε αμέσως με δημαγωγία και πολιτικούς ελιγμούς (ήξερε ότι τα «εργατικά ζητήματα» ήταν ένα πραγματικό πρόβλημα). Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο στις 4 Ιουνίου, μέσω μιας επείγουσας διαδικασίας, υιοθέτησε δύο νόμους: τον νόμο για το ατομικό εισόδημα, ο οποίος διπλασίασε τον κατώτατο μισθό, και τον νόμο για τους εκπαιδευόμενους, με τον οποίο οι επιχειρήσεις και τα ιδρύματα υποχρεώθηκαν να δέχονται έναν ορισμένο αριθμό νέων αποφοίτων λυκείων ή/και πανεπιστημίων.
Το καθεστώς απάντησε με αποκλεισμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τους φοιτητές, αλλά και με καταστολή: υιοθέτησε νόμο που περιόριζε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ο οποίος τυπικά εξακολουθεί να ισχύει, διότι δεν αποσύρθηκε ποτέ. Στις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα υπήρχαν «εργατικές φρουρές», αποτελούμενες κυρίως από υπαλλήλους και άτομα που ηγούνταν των τμημάτων «άμυνας και προστασίας του λαού» (ONO). Αυτοί οι φρουροί εμπόδιζαν με τη βία την επαφή μεταξύ φοιτητών και εργαζομένων. Ο Μίλαν Νίκολιτς και η ομάδα του, που ήταν υπεύθυνοι για τις επαφές με τους εργάτες, εμποδίζονταν πάντα στις πύλες των επιχειρήσεων και δεν κατάφεραν να κατοχυρώσουν επίσημα τη συνεργασία. Παρόλα αυτά, οι εργάτες και οι υπάλληλοι μας έδωσαν την υποστήριξή τους και μας έδειξαν ότι ήταν μαζί μας, είτε «ηθικά» με την προσέλευσή τους στις σχολές, είτε υλικά με συνεισφορές, όπως οι εργάτες της Teleoptik και της Velebit.
Την έβδομη μέρα, ο Τίτο, υπολογίζοντας χειραγωγικά στο γεγονός ότι η απεργία περιορίστηκε σε επτά μέρες, έβγαλε λόγο στον οποίο, προς έκπληξη των συνεργατών του και της κομματικής νομενκλατούρας, αλλά και της πλειοψηφίας των ανθρώπων στη Γιουγκοσλαβία (και στον κόσμο), υποστήριξε τις φοιτητικές διαμαρτυρίες και τα φοιτητικά αιτήματα με τη «γνωστή» αρχή του 90+10% – δηλαδή το 90% των φοιτητών είναι εντάξει και το 10% όχι... Ξέραμε αμέσως ποιο 10% δεν ήταν «αποδεκτό».
Μετά την ομιλία του Τίτο, στις περισσότερες σχολές οι άνθρωποι χόρεψαν το Kozaračko kolo- στη Νομική Σχολή το ξεκίνησε ο Βουκ Ντράσκοβιτς. Αποδέχθηκαν τα λόγια του Τίτο και επέστρεψαν στη δουλειά τους ως συνήθως. Στη Φιλοσοφική Σχολή και σε ορισμένες άλλες σχολές και ακαδημίες, η ομιλία του Τίτο δεν «πέρασε». Εκεί, οι συζητήσεις και τα διάφορα είδη διαμαρτυριών συνεχίστηκαν. Στη Φιλοσοφική Σχολή για τρεις ημέρες επικρατούσε σιωπή, μια αμήχανη διάθεση, και περίπου για άλλες δύο, τρεις εβδομάδες οι συγκεντρώσεις συνεχίστηκαν. Και αυτό δεν ήταν το τέλος! Οι φοιτητικοί αγώνες συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του 1975 και τον αποκλεισμό 8 καθηγητών από τη Σχολή. Συνεχίστηκαν και στη συνέχεια, μέσω του αντιφρονούντος Ανοικτού Πανεπιστημίου και της υποστήριξης που δόθηκε στις απεργίες των εργαζομένων, και μετά την Πράξη του Ελσίνκι το 1975 με την υποστήριξη των αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημιουργία νέων κοινωνικών κινημάτων.
Ποιες ήταν οι ιδεολογικές επιρροές μεταξύ των νέων που επηρέασαν ή/και προηγήθηκαν της εξέγερσης;
Οι κύριες ιδεολογικές επιρροές προήλθαν από την ομάδα καθηγητών φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας που συγκεντρώθηκαν γύρω από το θερινό σχολείο της Κορτσούλα και το περιοδικό Praxis (και Filozofija). Οι σημαντικότεροι ήταν οι Ρούντι Σούπεκ, Γκάγιο Πέτροβιτς, Μιχαΐλο Μάρκοβιτς, Μίλαν Κάνγκργκα, Πρέντραγκ Βρανίτσκι, Ντάνκο Γκρλιτς, Λιουντομίρ Τάντιτς, Σβετοζάρ Στογιάνοβιτς, Μιλάντιν Ζιβότιτς, Ντραγκόλιουμπ Μιτσούνοβιτς, Βάνια Σούτλιτς... Σε αυτούς βρήκαμε έμπνευση, από αυτούς μάθαμε πώς να σκεφτόμαστε, από αυτούς πήραμε τεράστιες γνώσεις, μέσω αυτών αποκτήσαμε ένα παράθυρο στον κόσμο, τις πρώτες μας επαφές με τον κόσμο.
Συγκροτήθηκαν ως ομάδα τη δεκαετία του 1950, μετά τη διάλυση των σχέσεων μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ και την εισαγωγή της αυτοδιαχείρισης στη Γιουγκοσλαβία, σε μια προσπάθεια να ορίσουν έναν τρίτο, γιουγκοσλαβικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, έναν νέο δρόμο ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σταλινισμό... Όσο ασκούσαν κριτική στον σταλινισμό και τον καπιταλισμό- διακηρύσσοντας την επιστροφή στον Μαρξ- αναπτύσσοντας τη μαρξιστική φιλοσοφία και ενισχύοντας την κοινωνιολογία ως επιστήμη στη Γιουγκοσλαβία- είχαν την υποστήριξη του καθεστώτος. Όταν έστρεφαν την κριτική τους προς τη γιουγκοσλαβική κατάσταση, ιδίως κατά την πορεία προς και μετά το 1968, άρχισαν οι συγκρούσεις με το καθεστώς. Στη συνέχεια, το 1970, υπήρξε η αποπομπή του τμήματος της ομάδας του Βελιγραδίου από το Πανεπιστήμιο- το τμήμα της ομάδας του Ζάγκρεμπ κατευνάστηκε- το Θερινό Σχολείο της Korčula έκλεισε, και η χρηματοδότηση περιοδικών όπως το Praxis και το Filozofija διακόπηκε...
Όλοι οι κορυφαίοι (και όχι μόνο) μαρξιστές στοχαστές της εποχής ήρθαν στην Κορτσούλα και δημοσίευσαν στο Praxis - συμπεριλαμβανομένων των Ανρί Λεφέβρ, Λυσιέν Γκολντμάν, Jurgen Habermas, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Έριχ Φρομ, Ερνστ Μπλοχ, Γκιόρκι Λούκατς, Λέσζεκ Κολακόφσκι, Άνιες Χέλλερ, Ζίγκμουντ Μπόιμαν. Η Κορτσούλα και η Praxis ήταν το κέντρο της παγκόσμιας φιλοσοφίας. Φυσικά, είχαμε μια κριτική στάση απέναντί τους. Επικρίναμε τον ακαδημαϊκό ελιτισμό και τον διανοουμενισμό τους, την έλλειψη γνώσης της πολιτικής οικονομίας, την έλλειψη κατανόησης του ρόλου της εργατικής τάξης και την έλλειψη δέσμευσης· μας επέκριναν για τον ριζοσπαστισμό και την πολιτική μας αφέλεια...
Σε ποιο βαθμό οι φοιτητικές κινητοποιήσεις ήταν εναντίον του καθεστώτος, του κόμματος ή/και του ίδιου του Τίτο;
Ήμασταν εναντίον του καθεστώτος αλλά όχι εναντίον του σοσιαλισμού - δεν απαιτούσαμε περισσότερο σοσιαλισμό αλλά έναν ριζικά διαφορετικό σοσιαλισμό! Ήμασταν εναντίον του κόμματος, επειδή, για να το θέσουμε ήπια, δεν συμπεριφερόταν σύμφωνα με το πρόγραμμά του. Ήμασταν εναντίον του Τίτο, επειδή ηγείτο ενός υβριδικού συστήματος, ενός συστήματος που περιλάμβανε στοιχεία άμεσης δημοκρατίας στο επίπεδο των επιχειρήσεων/εργοστασίων/θεσμών και στοιχεία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στα ανώτερα επίπεδα. Αυτό το υβριδικό σύστημα καθοδηγούνταν στο σύνολό του από την κομματική ελίτ και τον Τίτο, συχνά μέσω ενός «πλεονάσματος βίας» ή/και των άμεσων παρεμβάσεων του Τίτο. Εμείς θέλαμε μια κοινωνία οργανωμένη, τόσο οριζόντια όσο και κάθετα, με βάση την αρχή των εργατικών συμβουλίων!
Μιλώντας για τον Τίτο ως μια αδιαμφισβήτητη αυθεντία, απέναντι στην οποία έπρεπε να καθορίσουμε τις θέσεις μας, πρέπει να εξηγήσω δύο «φαινόμενα»! Πρώτον, ίσως παρατηρήσατε, ότι στις αφίσες μας ο Τίτο φορούσε τη στολή των παρτιζάνων, τη στολή από την περίοδο του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου (που αργότερα ονομάστηκε επίσης σοσιαλιστική επανάσταση), στην οποία ο ρόλος του Τίτο ήταν αδιαμφισβήτητος. Δεύτερον, στις αρχές του 1968, υπήρχε μια πρωτοβουλία να ονομαστεί το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου με το όνομα του Τίτο. Έτσι ένας από τους λόγους που το ονομάσαμε «Κόκκινο Πανεπιστήμιο – Καρλ Μαρξ» ήταν για να αποτρέψουμε την υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας!
Μπορούμε να πούμε ότι αυτό που είδαμε στο Βελιγράδι για λίγες ημέρες τον Ιούνιο του 1968 ήταν η αρχή ενός είδους επανάστασης που σταμάτησε πριν εκφραστεί πλήρως; Ή μήπως ήταν απλώς μια εξέγερση, καθοδηγούμενη βασικά από φοιτητές, ένα ισχυρό κίνημα αλλά περιορισμένο;
Δεν θα έλεγα ότι τα «κινήματα του Ιούνη» στο Βελιγράδι και σε όλη τη Γιουγκοσλαβία ήταν μια ισχυρή αλλά περιορισμένη φοιτητική διαμαρτυρία· αυτό φαίνεται από την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του αγώνα, από τα θέματα που ανοίξαμε, από τις κοινωνικές συνδέσεις που δημιουργήσαμε... τα φοιτητικά ζητήματα ήταν τα λιγότερο σημαντικά. Επίσης, δεν θα έλεγα ότι τα «κινήματα του Ιούνη» ήταν η αρχή μιας επανάστασης που σταμάτησε πριν την τελική της έκφραση. Από τα προγραμματικά μας κείμενα –να τα επαναλάβω, τα 3+4 αιτήματα, το ψήφισμα του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και το πρόγραμμα δράσης– φαίνεται ότι ξέραμε ξεκάθαρα τι κάναμε και γιατί, ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας σε αυτόν τον αγώνα, ποιανού σύμμαχοι ήμασταν εμείς.
Τελικά, θα έλεγα ότι τα «κινήματα του Ιούνη» ήταν το αποκορύφωμα μιας φάσης ταξικών αγώνων στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στον κόσμο, μιας φάσης που είχε τις επαναστατικές της διαστάσεις. Σταματήσαμε, για να μην πω ηττηθήκαμε, επειδή η άλλη πλευρά ήταν ισχυρότερη – στη δυναμική της ταξικής πάλης, ο οργανωμένος ή/και αυθόρμητος συνασπισμός του παλιού καθεστώτος, των ρεφορμιστών και των νέων τμημάτων της μεσαίας τάξης ήταν ισχυρότερος από εμάς...
Ποιες ήταν οι σημαντικότερες αλλαγές μετά τα γεγονότα του Ιουνίου 1968 στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας;
Κοιτάζοντας από μια βραχυπρόθεσμη οπτική γωνία, κερδίσαμε! Κατακτήσαμε τον πολιτισμό, την επιστήμη και την τέχνη· επηρεάσαμε σημαντικά τις αλλαγές στην καθημερινή ζωή (όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο) και τον πολιτισμό· από ιδεολογική άποψη, απονομιμοποιήσαμε το σύστημα· ανοίξαμε ένα χώρο για νέες κοινωνικές και καλλιτεχνικές πρακτικές·- για τον φεμινισμό, την οικολογία, ακόμη και τον εννοιολογισμό! Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά το 1968!
Κοιτώντας το από μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, δυστυχώς, όλα αυτά κατά των οποίων αγωνιστήκαμε, και όλα αυτά για τα οποία προειδοποιούσαμε ότι θα συμβούν αν δεν αλλάξει η πολιτική, είναι σήμερα πραγματικότητα. Και αυτός είναι ένας «νέος» λόγος για αγώνα, για τη συνέχιση των αγώνων!
Ποιο θα ήταν το μήνυμά σας για τη νεολαία της Σερβίας και των άλλων πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών;
Από την σκοπιά της διαχρονικότητας, ελπίζω ότι (τουλάχιστον) ένα μάθημα θα παραμείνει: Όποτε υπάρχει ένα πρόβλημα μπροστά σε έναν άνθρωπο, αυτός/αυτή θα βρίσκει πάντα έναν πρωτότυπο, φρέσκο και νέο, αποτελεσματικό τρόπο για να το λύσει! Ή, συγκεκριμένα: ο σοσιαλισμός είναι απαραίτητος μόνο αν τον επιθυμούμε, τον σκεφτόμαστε και δουλεύουμε συνεχώς γι’ αυτόν. Ας είναι ο αγώνας συνεχής!
Μετάφραση: elaliberta.gr
Η συνέντευξη του Dragomir Olujić δημοσιεύτηκε στο LeftEast σε δύο μέρη:
Dragomir Olujić, “The Yugoslav students on the wave of revolts in 1968, interview with Dragomir Olujić (Part 1)”, LeftEast, 25 Ιουνίου 2018, https://lefteast.org/the-yugoslav-students-on-the-wave-of-revolts-in-1968-interview-with-dragomir-olujic-part-1/
Dragomir Olujić, “The 1968 Student Revolt in Yugoslavia: “We demanded a radically different socialism!” (Part 2)”, LeftEast, 29 Ιουνίου 2018, https://lefteast.org/the-1968-student-revolt-in-yugoslavia-we-demanded-a-radically-different-socialism-part-2/
Σημειώσεις
1 [Σ.τ.Μ.:]: Ο Παπέν (Denis Papin) ήταν ο εφευρέτης της χύτρας ταχύτητας.