Πέμπτη, 09 Νοεμβρίου 2023 17:13

Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες και ανθρώπινη εξέλιξη: Νέο φως σε παλιές συζητήσεις

Κυνηγοί του λαού Αουά (Βραζιλία)

 

 

Ένας κορυφαίος ειδικός στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες ασκεί κριτική στους ανεπαρκώς τεκμηριωμένους ισχυρισμούς του Στίβεν Πίνκερ ότι οι άνθρωποι ήταν πάντα πολεμοχαρείς.

Ο Ρίτσαρντ Λι συνοψίζει επίσης δεκαετίες έρευνας για τους κυνηγούς-συλλέκτες, δείχνοντας ότι δίνουν έμφαση στην κοινή χρήση της τροφής, στην ισότητα των φύλων και στη συνεργατική φροντίδα των παιδιών. Ο Λι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν αυτό το είδος του λιγότερο επιθετικού και περισσότερο συνεργατικού κοινωνικού περιβάλλοντος στο εξελικτικό μας παρελθόν που επέτρεψε τη μακρά παιδική ηλικία που απαιτείται για την ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου.

 

 

Richard B. Lee

 

Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες και ανθρώπινη εξέλιξη: Νέο φως σε παλιές συζητήσεις

 

Μια πολυετής συζήτηση στην ανθρωπολογία έχει επικεντρωθεί γύρω από το ζήτημα του βαθμού βίας στην ανθρώπινη ιστορία. Οι συζητήσεις αυτές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης φιλοσοφικής συζήτησης σχετικά με τη βαρύτητα του ανταγωνισμού/επιθετικότητας έναντι της συνεργασίας/μη βίας στην ανθρώπινη εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, στην ανθρώπινη φύση. Οι οπαδοί της μιας ή της άλλης άποψης για το ζήτημα αυτό συχνά επικαλούνται δεδομένα από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, αρχαίους και σύγχρονους. Αλλά τα δεδομένα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών συχνά παρερμηνεύονται ή διαστρεβλώνονται για να συμμορφωθούν με την προκατειλημμένη ατζέντα του θεωρητικού.

Σε αυτό το άρθρο ανασκόπησης, προσεγγίζω το ζήτημα από δύο οπτικές γωνίες. Πρώτον, εξετάζω τα στοιχεία, εθνογραφικά και αρχαιολογικά, για το επιχείρημα που τοποθετεί τη βία και την επιθετικότητα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών στο επίκεντρο των θεωριών της ανθρώπινης εξέλιξης. Και δεύτερον, ρίχνω μια νέα ματιά σε μια παλιά συζήτηση, αντλώντας από άλλες πτυχές των δεδομένων των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που έχουν υποκινήσει συναρπαστικές και καινοτόμες νέες σκέψεις που προέρχονται από τον κόσμο της ανθρώπινης οικολογίας της συμπεριφοράς και της εξελικτικής θεωρίας, ιδίως από το έργο των Χρντι και Νάρβαεζ (Hrdy 2009· Narvaez 2014) και των συναδέλφων και συγχρόνων τους.

Οι μελέτες για τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες καταλαμβάνουν ένα μοναδικό χώρο στην ανθρωπολογία, καθώς κινούνται μεταξύ της κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της αρχαιολογίας και της βιολογικής ανθρωπολογίας. Οι επαγγελματίες έκαναν συχνά εξορμήσεις σε παρακείμενα υποπεδία για την επίλυση προβλημάτων που δεν ήταν εύκολο να περιοριστούν σε επιμέρους κλάδους. Η ανθρώπινη εξέλιξη αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα βεβαρημένο πεδίο προβλημάτων για τους ειδικούς των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Ενώ ορισμένοι μελετητές επικαλέστηκαν εθνογραφικά δεδομένα για να ενισχύσουν τη μία ή την άλλη συγκεκριμένη θέση, άλλοι τα απέφευγαν με το σκεπτικό ότι η τοποθέτηση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε τέτοιες συγκρίσεις οδηγούσε επικίνδυνα κοντά στον απαξιωμένο εξελικτισμό της ανθρωπολογίας του δέκατου ένατου αιώνα. Έχοντας πλήρη επίγνωση των παγίδων, πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας στην ανθρωπολογία μελετώντας τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες από αυστηρά εθνογραφικές, οικολογικές, πολιτικές και ιστορικές προοπτικές (π.χ. Lee 1979, Leacock & Lee 1982, Lee & Daly 1999, Lee 2016). Ωστόσο, κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς εξακολουθούν να παρασύρουν τον ειδικό των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε συναρπαστικά αλλά ενδεχομένως θολά νερά.

Ως μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτισμικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, τη δεκαετία του 1960, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με τις μελέτες της ανθρώπινης εξέλιξης με τον Σέργουντ Λ. Ουάσμπερν [Sherwood L. Washburn], την αφρικανική προϊστορία με τον Τζ. Ντέσμοντ Κλαρκ [J. Desmond Clark], την εθνογραφία και την αρχαιολογία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών με τον Ρόμπερτ Χάιζερ [Robert Heizer] και τις θεωρίες της συγγένειας και της κοινωνικής οργάνωσης με τον Ρόμπερτ Μέρφι [Robert Murphy], μετέπειτα (για λίγο) συνάδελφό μου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Αυτές οι ποικίλες επιρροές εξασφάλισαν ότι ποτέ δεν θα αισθανόμουν απόλυτα άνετα με τους άκαμπτους διαχωρισμούς μεταξύ των επιμέρους επιστημονικών κλάδων της ανθρωπολογίας και, αντίθετα, θα ήμουν πάντα ανοιχτός σε ερευνητικά προβλήματα που απαιτούσαν από τους αναλυτές να διασχίσουν τα όρια και να αντλήσουν στοιχεία από δύο ή περισσότερες από αυτές τις ερευνητικές γραμμές.

Όταν έφτασα το 1963 στη βόρεια έρημο Καλαχάρι με τους Τζουτχουάνσι [Ju/’hoansi], που τότε ήταν γνωστοί ως Βουσμάνοι Κουνγκ [ !Kung], όφειλα να ακολουθήσω μια διεπιστημονική προσέγγιση. Σε μια μελέτη, διεξήγαγα εθνογραφία σύμφωνα με τις κλασικές γραμμές του Μαλινόφσκι, με τη συγγένεια και το γάμο, τη διαβίωση και την κοινωνική οργάνωση, καθώς και την πολιτική και την οικονομική ζωή στο επίκεντρο (Lee 1979). Ταυτόχρονα, μέσω των επιρροών των Γουάσμπερν και Κλαρκ, παρέμεινα σε εγρήγορση για την πιθανή εξελικτική σημασία των δεδομένων των Κουνγκ. Δεδομένου ότι ο τρόπος ζωής τους –κυνήγι άγριων θηραμάτων και συλλογή άγριων τροφών– ήταν κάποτε ο καθολικός τρόπος ανθρώπινης ύπαρξης, θα μπορούσε η μελέτη των Κουνγκ και άλλων σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών να προσφέρει στοιχεία και να ρίξει φως στις συνθήκες υπό τις οποίες εξελίχθηκε αρχικά ο ανθρώπινος τρόπος ζωής; Η αξιολόγηση της σχετικής βαρύτητας της βίας και της μη βίας στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες προσέφερε ένα ιδιαίτερα συναρπαστικό σημείο εισόδου. Στη δεκαετία του 1960, ο κόσμος της βιοεξέλιξης συγκλονίστηκε από τη δημοσίευση του βιβλίου του Κόνραντ Λόρεντζ, Σχετικά με την επιθετικότητα, [Konrad Lorenz, On Aggression, 1966], το οποίο περιέγραφε μια σκοτεινή εικόνα της τάσης του ανθρώπου για βία. Η σοβαρότητα των ζητημάτων που τέθηκαν απεικονίζεται στην ακόλουθη (αληθινή) ιστορία.

Ο γερουσιαστής Γουίλιαμ Φούλμπραϊτ του Αρκάνσας, ένας λαμπρός κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960 και ιδρυτής του προγράμματος υποτροφιών που φέρει το όνομά του, ήταν ένα ακόμη δημόσιο πρόσωπο που αγωνιζόταν να κατανοήσει τη σημασία των θέσεων του Λόρεντζ. Θυμάμαι έντονα τον αείμνηστο Ίρβιν Ντεβόρ να μπαίνει στο γραφείο μου στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. «Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με τον γερουσιαστή Γουίλιαμ Φούλμπραϊτ που με καλούσε από την Ουάσινγκτον», είπε ο Ντεβόρ. «Με ρώτησε: “Καθηγητά Ντεβόρ, αν ο Κόνραντ Λόρεντζ έχει δίκιο, πώς θα μπορέσουμε ποτέ να διαπραγματευτούμε μια συνθήκη μείωσης των πυρηνικών όπλων με τη Σοβιετική Ένωση;”». Ο Ντεβόρ διαβεβαίωσε τον Φούλμπραϊτ ότι οι απόψεις του Λόρεντζ δεν ήταν καθόλου κοινά αποδεκτές μεταξύ των ανθρωπολόγων, ότι η βία στην ανθρώπινη ιστορία ήταν μια μεταβλητή και όχι μια σταθερά και ότι τα αίτια και οι εκφράσεις της ήταν πολύ πιο πολύπλοκα από ό,τι θα μπορούσε να εξηγηθεί απλώς με το καθαρό ζωικό ένστικτο. Οι διαψεύσεις του Ντεβόρ φάνηκε ότι ηρέμησαν τα νεύρα του γερουσιαστή Φούλμπραϊτ, και στην πραγματικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) συνέχισαν να διαπραγματεύονται με επιτυχία μια σειρά από συνθήκες μείωσης των πυρηνικών όπλων με την πάροδο των ετών. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της βίας στην ανθρώπινη ιστορία συνέχισε να αναζωπυρώνει τη συζήτηση στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, τροφοδοτούμενη από την υπόθεση του Ρόμπερτ Άρντρεϊ περί «πιθήκου δολοφόνου» στα βιβλία του Αφρικανική Γένεσις (Robert Ardrey, African Genesis, 1961) Η εδαφική αναγκαιότητα (Ardrey, The Territorial Imperative, 1966). Το ενδιαφέρον συντηρήθηκε από την μεγάλης επιρροής εθνογραφία του Ναπόλεον Τσάνιον (Napoleon Chagnon 1968) για τους «άγριους» Γιανομάμι [Yąnomamö] και πιο πρόσφατα από τα γραπτά των Ράνγκαμ και Πέτερσον, όπως το Δαιμονικά αρσενικά: Οι πίθηκοι και η προέλευση της ανθρώπινης βίας (Wrangham & Peterson, Demonic Males: Apes and the Origins of Human Violence, 1966). Έχω ονομάσει αυτό το επίμονο νήμα στην ανθρωπολογία και τους συναφείς κλάδους ως «Επιθετική Σχολή» (Lee 2014).

Η δική μου έρευνα πεδίου στις δεκαετίες του 1960 και 1970 με τους Τζουτχουάνσι-Κουνγκ Σαν της Μποτσουάνα με οδήγησε στη διαμάχη. Ως νεαρός ερευνητής πεδίου, ήμουν μεγάλος θαυμαστής της εργασίας της οικογένειας Μάρσαλ με τους Κουνγκ πέρα από τα σύνορα στη Νοτιοδυτική Αφρική, των εθνογραφιών της Λόρνα Μάρσαλ (Lorna Marshall 1957, 1961), των ταινιών του γιου της Τζον Μάρσαλ (John Marshall 1973) και των γραπτών της κόρης της Ελίζαμπεθ Μάρσαλ Τόμας.

Διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση τα κλασικά απομνημονεύματα της Λιζ Τόμας (1959) για την περίοδο της οικογένειάς της στο πεδίο με τίτλο Οι ακίνδυνοι άνθρωποι. (Elizabeth Marshall Thomas, The Harmless People). Ωστόσο, πώς θα μπορούσα να συμβιβάσω τον τίτλο του βιβλίου της με τα στοιχεία που συνέλεγα από τη δική μου επιτόπια έρευνα για τον σημαντικό αριθμό ανθρωποκτονιών που διέπρατταν οι Κουνγκ; Συνολικά, οι συνάδελφοί μου και εγώ καταγράψαμε περίπου 25 ανθρωποκτονίες σε μια περίοδο 50 ετών. Δεδομένου του μικρού μεγέθους του βασικού πληθυσμού, οι αριθμοί αυτοί μεταφράζονται σε ποσοστά ανθρωποκτονιών συγκρίσιμα σε μέγεθος με τα ποσοστά σε προβληματικές αμερικανικές πόλεις όπως το Σικάγο, η Βαλτιμόρη και το Ντιτρόιτ (Lee 1979, σσ. 390-400).

Αν και δεν είμαι οπαδός της επιθετικής σχολής, οδηγήθηκα από το αίσθημα της επιστημονικής ευθύνης να δημοσιεύσω αυτά τα ευρήματα και να επικρίνω το κατά τα άλλα αξιοθαύμαστο έργο της Μάρσαλ Τόμας. Είμαι στην ευχάριστη θέση να αναφέρω ότι η Ελίζαμπεθ και εγώ λύσαμε τις διαφορές μας. Αναγνώρισε την πιθανή παραπλανητική διάσταση του τίτλου της και, όπως θα φανεί παρακάτω, κατάφερα να εκτιμήσω τις βαθύτερες αλήθειες που περιέχονται στους προβληματισμούς της για τη ζωή των Κουνγκ (βλ. το παράρτημα με τίτλο «Ο Πίνκερ και η μελέτη της περίπτωσης Τζουτχουάνσι-Κουνγκ» για μια πιο προσεκτική εξέταση της περίπτωσης Τζουτχουάνσι-Κουνγκ για να τοποθετήσουμε τα ποσοστά ανθρωποκτονιών τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο).

Αυτή η διαμάχη εντός της μικρής κοινότητας των εθνογράφων των Σαν με παρακίνησε να κατανοήσω καλύτερα τις ιστορικές ρίζες της επιθετικής σχολής και των επικριτών της. Το ζήτημα της βίας στην κοινωνία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών απασχολεί τις φιλοσοφικές συζητήσεις τουλάχιστον από τον δέκατο έβδομο αιώνα. Σύμφωνα με την κοινωνική εξελικτική θεώρηση του Τόμας Χομπς, η ζωή στην «κατάσταση της φύσης» ήταν «άσχημη, κτηνώδης και σύντομη» [Hobbes 1969 (1651)], ενώ ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ έθεσε ως αφετηρία για την πορεία της ανθρωπότητας τον «ευγενή άγριο» [Rousseau 2003 (1749)]. Παρά τη δημοσίευση πολύ πιο ακριβών δεδομένων από την αρχαιολογία και την εθνογραφία του εικοστού αιώνα, η βασική συζήτηση παρέμεινε.

Σε ένα πρόσφατο βιβλίο, The Better Angels of Our Nature: Why Violence Has Declined [Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας: Γιατί η βία έχει περιοριστεί], ο ψυχολόγος Στίβεν Πίνκερ (Steven Pinker, 2011), δηλωμένος Χομπσιανός, πρόσθεσε μια νέα πτυχή στη συζήτηση. Παρά τα βαθιά ελαττώματα της ανθρωπότητας, υποστηρίζει, υπάρχει λόγος για ελπίδα – τα πράγματα γίνονται καλύτερα. Όπως και η διάσημη μορφή του Δρ Παγκλός, στο κλασικό έργο του 18ου αιώνα Καντίντ του Βολταίρου, ο Πίνκερ προσπάθησε να επιβεβαιώσει ότι ο πολιτισμός, αν όχι ο καλύτερος όλων των πιθανών κόσμων, είναι τουλάχιστον κατά πολύ ανώτερος από την κατάσταση της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής. Στο βιβλίο Οι καλύτεροι άγγελοι και αλλού, ο Πίνκερ (2002, 2007) βασίζεται σε πρόσφατες μελέτες που υποστηρίζουν μια βασική γραμμή αρχέγονης βίας από τους προκρατικούς λαούς. Ο Πίνκερ τις παραθέτει ως το καθοριστικό στοιχείο για την άποψη του Χομπς.

Πόσο ακριβής είναι η ανάγνωση της ανθρώπινης ιστορίας και προϊστορίας από τον Πίνκερ; Επιβιώνει από τον σοβαρό έλεγχο στον οποίο πρέπει να υποβάλλονται όλοι οι ισχυρισμοί περί αλήθειας; Στη σημερινή εποχή των ψεύτικων ειδήσεων και των εναλλακτικών γεγονότων, είναι ιδιαίτερα επιτακτικό να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα με το πνεύμα της επιστημονικής ακεραιότητας. Το καθήκον μας εδώ είναι περιορισμένο και εφικτό: να καταγράψουμε τα επίπεδα βίας στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, πρόσφατες και προϊστορικές, και να κατανοήσουμε τα αίτια και τις συνέπειές τους.

Όταν έχουμε μια ικανοποιητική κατανόηση των εμπειρικών στοιχείων, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στο μεγαλύτερο ερώτημα: Πώς επηρεάζει η παρουσία ή η απουσία βίας και πολέμου στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών –στο παρελθόν και στο παρόν– την κατασκευή εύλογων θεωριών για την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς;

 

Οι πηγές του Πίνκερ: Η Επιθετική Σχολή εναντίον της μαφίας της ειρήνης και της αρμονίας

Στο βιβλίο Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας, ο Πίνκερ επιχειρεί να ανιχνεύσει το περίγραμμα της βίας από τους προγόνους μας, τα πρωτεύοντα θηλαστικά, μέσω της προϊστορίας και της ιστορίας μέχρι σήμερα. Υποστηρίζει ότι, παρά την ιστορία των σύγχρονων σφαγών και του προηγμένου οπλισμού, ο κόσμος γίνεται στην πραγματικότητα όλο και πιο ειρηνικός. Ωστόσο, για να γίνει αυτή η υπόθεση έστω και στοιχειωδώς αληθοφανής, πρέπει να θέσει υπερβολικά υψηλά ποσοστά βίας για τις πρώτες χρονικές περιόδους.

Για να υποστηρίξει την τελευταία θέση, και αντλώντας λίγο-πολύ απευθείας από το κλασικό έργο του Χομπς [1969 (1651)] Λεβιάθαν, ο Πίνκερ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορες σύγχρονες πηγές από τον χώρο της ανθρωπολογίας: Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι Λόρενς Κίλι (Lawrence Keeley 1996) και Στίβεν Λεμπλάνκ (LeBlanc & Register 2003), και ιδίως ο Ρίτσαρντ Ράνγκαμ. Στο βιβλίο Δαιμονικά αρσενικά, οι Ράνγκαμ και Πέτερσον (Wrangham & Peterson 1996) χαράζουν μια ευθεία γραμμή μεταξύ των αποδείξεων για τα αρσενικά των χιμπατζήδων που σκοτώνουν αρσενικά συνομήλικά τους, μέσω της υποτιθέμενης βίας στους Homo erectus και τους αρχαϊκούς Homo sapiens και μέχρι τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για πολεμικές συγκρούσεις στις ιστορικές ανθρώπινες κοινωνίες. Όπως το θέτουν με σκληρό τρόπο οι Ράνγκαμ και Πέτερσον (1996), «[οι] σύγχρονοι άνθρωποι [είναι] οι συγχυσμένοι επιζώντες μιας συνεχιζόμενης συνήθειας θανατηφόρας επιθετικότητας 5 εκατομμυρίων ετών» (σελ. 63).

Οι Κίλι και Λεμπλάνκ προσφέρουν στοιχεία για εκτεταμένες πολεμικές συγκρούσεις σε φυλετικές και αρχηγικές κοινωνίες στην προϊστορία και για υπερβολικά υψηλά ποσοστά θανάτων. Ειδικότερα, ο Λεμπλάνκ επιχειρεί να οικουμενικοποιήσει τα ευρήματά τους με δηλώσεις όπως «πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε την ιδέα ενός μη ειρηνικού παρελθόντος για όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης» και «από συντριπτικά στοιχεία ο πόλεμος έχει πράγματι διαμορφώσει την ανθρώπινη ιστορία» (Le Blanc & Register 2003, σ. 8). οι απόψεις αυτές παρέχουν τα πολεμοφόδια για τη θέση του Πίνκερ για μια αδιάσπαστη γραμμή επιθετικότητας από τις αρχέγονες, μέσω των ανθρωποειδών, στις προνεωτερικές ανθρώπινες κοινωνίες. Ο Πίνκερ υιοθετεί από τον βαν ντερ Ντένεν (van der Dennen 2005) τη φράση «μαφία της ειρήνης και της αρμονίας» για να χαρακτηρίσει τους επικριτές που αμφισβητούν τη θέση περί αρχέγονης βίας (βλ. επίσης Bowles 2009). Είναι έγκυρη η θεωρία της αρχέγονης βίας; Η μακροχρόνια τάση προς μείωση της βίας είναι, από ορισμένες απόψεις, μια εύλογη θέση. Αναγνωρίζουμε ότι σε προηγούμενους αιώνες ο Τζένγκις Χαν και ο Αττίλας ο Ούννος σκότωσαν πολλές χιλιάδες, για να μην αναφέρουμε τα σφαγεία των αποστολών του Κολόμβου, του Κορτέζ και του Πιζάρο στον Νέο Κόσμο, αλλά είναι δίκαιο να χαρακτηρίσουμε όλη την ανθρώπινη ιστορία με αυτόν τον τρόπο;

Όσο ανακουφιστική και καθησυχαστική και αν είναι, η θέση του Πίνκερ περί σταθερής μείωσης της βίας από την προϊστορία μέχρι σήμερα πάσχει από ένα σοβαρό ελάττωμα. Υποστηρίζοντας υψηλά ποσοστά θανάτων από πολεμικές συγκρούσεις σε όλη την ιστορία και την προϊστορία, στις κοινωνίες των ομάδων και των φυλών, καθώς και στη συνέχεια στην εποχή των κρατών και των αυτοκρατοριών, ο Πίνκερ αγνοεί ή παρακάμπτει ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπολογικής βιβλιογραφίας σχετικά με την ευρεία μεταβλητότητα της πολεμικής δραστηριότητας σε όλη την ιστορία∙ το σημαντικότερο, του διαφεύγει η κρίσιμη σημασία της Νεολιθικής Επανάστασης.

 

Μια προϊστορική κοιλάδα δακρύων;

Στη λεπτομερή του έκθεση για τον πόλεμο στις μη κρατικές κοινωνίες, ο Πίνκερ (2011, σσ. 40-56) συγχωνεύει όλες τις προκρατικές κοινωνίες κάτω από έναν γενικό τίτλο και αποσιωπά ένα πολύ καλά τεκμηριωμένο και ανθεκτικό αξίωμα της ανθρωπολογίας, δηλαδή ότι, με λίγες εξαιρέσεις, ο πόλεμος, όπως τον εννοούμε συνήθως, είναι σπάνιος ή ασυνήθιστος σε πολλές κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. Οι αποδείξεις γι’ αυτόν και τις τρομερές συνέπειές του αφθονούν μόνο με τις δραματικές αλλαγές που επέφερε η Νεολιθική Επανάσταση. Η εξημέρωση των φυτών και των ζώων, η μετάβαση από τη νομαδική στην εδραία διαβίωση και η επακόλουθη αύξηση του πληθυσμού και της σταθερής ιδιοκτησίας έφεραν βαθιές αλλαγές στις ανθρώπινες κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων ποσοστών διαμαχών μεταξύ ομάδων και των θανατηφόρων συνεπειών τους. Κλασικές περιγραφές της Μεσολιθικής και Νεολιθικής και των πολεμικών συγκρούσεων παρέχονται από τον Χάας (Haas 1993) για τους Ανασάζι της αμερικανικής Νοτιοδυτικής Αμερικής, τον Ροκσάντιτς (Roksandic 2004) για την ευρωπαϊκή Μεσολιθική και τους Φλάνερι και Μάρκους (Flannery & Marcus 2012, σσ. 367-76) για την κοιλάδα της Οαχάκα. Άλλες αυθεντίες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό είναι οι Χάρις και Γουίλιαμ Ντιβάλε (Divale & Harris 1976), Κοέν (Cohen 1977), Κέλι (Kelly 2000), Φέργκιουσον (Ferguson 1997, 2006), Φέργκιουσον και Γουάιτχεντ (Ferguson & Whitehead1992), Ρόουθορν και Σίμπραϊτ (Rowthorn & Seabright 2010) και Fry (Φράι 2006, 2013). Ο ίδιος ο Κίλι (Keeley 1997) έχει συμβάλει στο θέμα αυτό μέσω της δικής του έρευνας, τεκμηριώνοντας την εντατικοποίηση της βίας μεταξύ των ομάδων στους πολιτισμούς LBK (Linear Pottery culture / Γραμμική ταινιωτή κεραμική), καθώς οι νεολιθικοί γεωργοί διαδέχονταν τους μεσολιθικούς κυνηγούς κατά τη μετάβαση από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη.

Τι διαφοροποιεί τους τροφοσυλλέκτες από τους αγρότες; Σε έντονη αντίθεση με τους πρώτους αγρότες, οι τροφοσυλλέκτες πρόγονοί τους ζούσαν πιο χαλαρά στη γη και, αν και η βία ήταν παρούσα, είχαν άλλους τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων. Ζώντας σε πολύ χαμηλές πυκνότητες, οι τροφοσυλλέκτες είχαν λιγότερα πράγματα για να πολεμήσουν και, με ελάχιστη ή καθόλου σταθερή ιδιοκτησία, μπορούσαν εύκολα να αποχωρήσουν και να διασκορπιστούν για να διαλύσουν τις συγκρούσεις (Lee 1979, σσ. 370-400).

Η διάκριση μεταξύ των κοινωνιών πριν και μετά την καλλιέργεια δεν είναι ασήμαντη. Για το 95% της ανθρώπινης ιστορίας ζούσαμε ως κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, και το αρχαιολογικό αρχείο, παρά τις προσπάθειες των ερευνητών να βρουν εξαιρέσεις, καταδεικνύει, αν όχι την πλήρη απουσία θανατηφόρων συγκρούσεων, τουλάχιστον τα στατιστικά πολύ χαμηλότερα επίπεδά τους.

Στο κέντρο των εμπειρικών δεδομένων αυτού του ερωτήματος είναι οι αποδείξεις υπέρ και κατά των υψηλών ποσοστών βίαιου θανάτου στα χέρια άλλων ανθρώπων σε ανθρώπινους πληθυσμούς χωρίς γεωργία. Εδώ, ακολουθούμε δύο προσεγγίσεις: πρώτον, τα στοιχεία για πολεμικές συγκρούσεις σε καταγεγραμμένες κοινωνίες κυνηγιού και τροφοσυλλογής· και δεύτερον, τα αρχαιολογικά στοιχεία για πολεμικές συγκρούσεις στην προϊστορία πριν από την εμφάνιση της γεωργίας.

 

Εθνογραφία των τροφοσυλλεκτικών λαών: Οι ιστορικά νομάδες τροφοσυλλέκτες και άλλοι

Για την ανάλυση αυτή είμαι υπόχρεος στο έργο των Φέργκιουσον (2013a,b), Φέργκιουσον & Γουάιτχεντ (1992) και Φράι (Fry 2006· 2013, σσ. 6-12). Ορισμένες μελέτες ισχυρίζονται ότι δείχνουν υψηλά ποσοστά βίας στις ιστορικές κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (Keeley 1996, Le Blanc & Register 2003, Bowles 2009). Ποιες ομάδες όμως συμπεριλαμβάνουν κάτω από την κατηγορία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών; Οι ιστορικά νομάδες τροφοσυλλέκτες (ΙΝΤ), μικρής κλίμακας, κινητικοί και εξισωτικοί, αντανακλούν περισσότερο τα χαρακτηριστικά των αρχαίων τροφοσυλλεκτών, ένα σημείο που τονίζει ο Φράι (Fry 2006, 2013). Αλλά η επιθετική σχολή φορτώνει τις διαδικασίες δειγματοληψίας της με ομάδες που αποκλίνουν έντονα από αυτό το πρότυπο.

Οι έφιπποι τροφοσυλλέκτες των αμερικανικών Μεγάλων Πεδιάδων (De Maillie 2000) και οι εδραίοι μη-εξισωτικοί τροφοσυλλέκτες της Καλιφόρνιας (Heizer 1978) και της βορειοδυτικής ακτής της Βόρειας Αμερικής (Suttles 1990, Flannery & Marcus 2012, σσ. 66-87, Daly 2014) επέδειξαν όλοι σημαντικά επίπεδα πολεμικών συμπεριφορών. Ωστόσο, οι μεταφορές με άλογα στις πεδιάδες και τα περιφραγμένα κατοικημένα χωριά στη δυτική ακτή απουσιάζουν εντελώς από το αρχαιολογικό αρχείο των προνεολιθικών τροφοσυλλεκτών. Αλλά τουλάχιστον αυτά είναι παραδείγματα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.

Σε αυτές τις ασυνήθιστες περιπτώσεις, ορισμένοι αναλυτές της επιθετικής σχολής προσθέτουν τους διάσημους πολεμοχαρείς Γιανομάμο και Χιβάρο της Νότιας Αμερικής, καθώς και τους πολεμοχαρείς χοιροτρόφους της Νέας Γουινέας. Όλοι συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών· όλοι είναι πολεμοχαρείς, και όμως, ως γεωργοί που καλλιεργούν (και για τη Νέα Γουινέα, επίσης εκτρέφουν χοίρους), δεν είναι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Με διαδικασίες δειγματοληψίας όπως αυτές, το προφανές επίπεδο των πολεμικών επιχειρήσεων αυξάνεται τεχνητά. Σε μια ομιλία που κυκλοφόρησε ευρέως στο TED, ο Πίνκερ (2007) παρουσίασε μια διαφάνεια που δείχνει τα υποτιθέμενα υψηλά ποσοστά θανάτων για επτά δήθεν «κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές» κοινωνίες με θανάτους ανδρών από βία που κυμαίνονται από 8% έως 58%. Το δείγμα περιλάμβανε τέσσερις καλλιεργητές κηπευτικών από τα ορεινά της Νέας Γουινέας, τους Μάε Ένγκα [Mae Enga], Ντούγκουμ Ντάνι [Dugum Dani], Χούλι [Huli] και Γκεμπούσι [Gebusi]∙ δύο από τα πεδινά της Νότιας Αμερικής, τους Γιανομάμι [Yąnomamö] και τους Χίβαρο [Jívaro]∙ και μόνο μία πραγματική ομάδα συλλογής τροφής, τους Μούρνγκιν (Γιόλνγκου) [Murngin (Yolngu)] της βόρειας Αυστραλίας (Ryan & Jetha 2010, σ. 183-85). Στο βιβλίο του 2011, ο Πίνκερ ασχολείται με τις διαφορές μεταξύ των τροφοσυλλεκτών και των αγροτών, αλλά εξακολουθεί να φορτώνει το δείγμα του με περιπτώσεις που δεν είναι αντιπροσωπευτικές των ΙΝΤ [Ιστορικά Νομάδες Τροφοσυλλέκτες]. Για παράδειγμα, στον πίνακά του «Ποσοστό θανάτων σε πολεμικές συγκρούσεις σε ακρατικές και κρατικές κοινωνίες» (Pinker 2011, σχήματα 2-3, σ. 53), οι 27 ακρατικές περιπτώσεις είναι βαριά φορτωμένες με αγροτικές κοινωνίες της Νέας Γουινέας και κοντινών περιοχών (12 από τις 27) και Ινδιάνους της Καλιφόρνιας και των πεδιάδων (5 από τις 27)∙ μόνο 5 από τις 27 περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν εξ αποστάσεως ως ΙΝΤ.

 

Υπάρχουν πολεμοχαρείς ΙΝΤ [Ιστορικά Νομάδες Τροφοσυλλέκτες];

Αλλά τι γίνεται με παραδείγματα μικρής κλίμακας νομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά πολεμικής συμπεριφοράς; Από το δικό μου πεδίο μελέτης, υπάρχουν ιστορικές ομάδες Σαν/Βουσμάνων της νότιας Αφρικής που όντως έκαναν πόλεμο. Οι Νχάρο Σαν [Nharo San] του δέκατου ένατου αιώνα στην περιοχή Γκάνζι της σημερινής Μποτσουάνα, και τα ξαδέλφια τους στη βόρεια επαρχία του Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής, ήταν διάσημοι στην αποικιακή ιστορία για τις πολεμικές τους ικανότητες (Moodie 1840-1842, Passarge 1907). Η μαχητικότητά τους στην υπεράσπιση της γης τους ήταν αξιοθαύμαστη, αλλά η στρατιωτική τους στάση, κάθε άλλο παρά έκφραση έμφυτης επιθετικότητας, ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα δημιούργημα της ιστορικής τους τοποθέτησης, υπό την πίεση των ληστρικών ομάδων των εισβολέων αποικιοκρατών εποίκων (Marks 1972, Penn 2006, Adhikari 2010).

Η θεωρία των Φέργκιουσον και Γουάιτχεντ (1992) για τις φυλετικές ζώνες εξηγεί τα υψηλά ποσοστά μιλιταρισμού και βίας που παρατηρούνται στις ακρατικές κοινωνίες από τη θέση τους, εγκλωβισμένες στις άσχημες συνθήκες της αποικιοκρατικής ιστορίας. Η κατά τα άλλα προσεκτική συναρμολόγηση των δεδομένων ανθρωποκτονιών/πολεμικών συγκρούσεων των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών από τον Κέλι (Kelly 2013, σ. 205-9) συγχέει μερικές φορές παραδείγματα ΙΝΤ και μη ΙΝΤ. Ωστόσο, επισημαίνει επίσης ορθά ότι ορισμένες ή όλες οι υποτιθέμενες στατιστικές «ανθρωποκτονιών» των τροφοσυλλεκτών διογκώνονται λανθασμένα, συμπεριλαμβάνοντας τις δολοφονίες των ιθαγενών από τους αποικιοκράτες εποίκους (βλ. επίσης Fry 2013, σελ. 17).

Ορισμένοι αναλυτές της ενδοομαδικής βίας σε «κοινωνίες μικρής κλίμακας» συνεχίζουν να υποστηρίζουν τη θέση της πολεμικής βίας (π.χ. Pike 2004, Mathew & Boyd 2011, Glowacki & Wrangham 2013). Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική εξέταση, οι εν λόγω κοινωνίες είναι οι κτηνοτροφικοί νομάδες της Ανατολικής Αφρικής, όπως οι Τουρκάνα [Turkana] και οι Ντατόγκα [Datoga], από μια ημίξηρη ζώνη χρόνιας διαομαδικής βίας και οπωσδήποτε όχι οι ΙΝΤ. Όταν οι τελευταίοι εξετάζονται συνολικά, και χωρίς αποικιοκρατικά προκαλούμενες πιέσεις, παρουσιάζουν σταθερά σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα βίας από τους βοσκούς και τους καλλιεργητές κηπευτικών.

 

Πολεμικές συγκρούσεις στην προϊστορία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών

Τελικά, τα στοιχεία για τις πολεμικές συγκρούσεις από τους πρόσφατους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες μπορεί να πάσχουν από ένα σημαντικό μεθοδολογικό αίνιγμα. Πόσο σοβαρά έχει διαμορφωθεί η συμπεριφορά των σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών από τις αποικιακές δυνάμεις που τους περιβάλλουν, και μήπως αυτό θέτει σε κίνδυνο τη χρησιμότητά τους ως παράθυρο στις προϊστορικές συνθήκες; Ξεκινώντας από το άρθρο-ορόσημο του Μάρτιν Γουόμπστ (Wobst 1978) σχετικά με την «τυραννία του εθνογραφικού υλικού», ορισμένοι αρχαιολόγοι υποστήριξαν ότι ο απόλυτος κριτής της παρουσίας, της απουσίας και της συχνότητας των πολεμικών συγκρούσεων στο παρελθόν πρέπει να είναι το αρχαιολογικό υλικό. Ένας πρόσφατος τόμος με τίτλο Βία και πόλεμος μεταξύ των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (Allen & Jones, Violence and Warfare Among Hunter-Gatherers, 2014) επικεντρώνεται στην αρχαιολογία και βρίσκει ενδείξεις βίας σε διάφορες περιπτώσεις, αλλά αποτυγχάνει να εξετάσει με αυστηρή δειγματοληψία το υλικό.

Για μια πιο αυστηρή εξέταση των στοιχείων, στρεφόμαστε στο έργο του Χάας, επίσης αρχαιολόγου με μεγάλη εμπειρία στην προϊστορία του πολέμου (Haas 1993, 2000). Σε μια σημαντική ανάλυση του προβλήματος της βίας των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, οι Χάας και Πισκιτέλι (Haas & Piscitelli 2013, σσ. 168-90) κάνουν το τολμηρό βήμα να αποκλείσουν όλες τις εθνογραφικές πηγές ως κατάλληλα μοντέλα για τη διαλεύκανση των πολεμικών συγκρούσεων στη βαθιά προϊστορία. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε με αυτή τη θέση, οι συγγραφείς αυτοί παρουσιάζουν αδιάσειστα στοιχεία για την απουσία πολεμικών συγκρούσεων στην προϊστορία. Αντί να διαλέγουν τοποθεσίες που υποτίθεται ότι δείχνουν υψηλά ποσοστά βίας, αρχίζουν να καταγράφουν όλες τις πρώιμες τοποθεσίες του H. sapiens σε όλη την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική πριν από το 8.000 π.Χ.

Μεταξύ των οστεολογικών στοιχείων που συνήθως προσκομίζονται για ενδείξεις βίαιης σύγκρουσης ανθρώπου με άνθρωπο, οι Χάας και Πισκιτέλι (Haas & Piscitelli 2013) αναφέρουν τα εξής: ενδείξεις καταγμάτων στο κρανίο που υποδηλώνουν χτύπημα· ενδείξεις επουλωμένων ή ανεπούλωτων καταγμάτων στο αντιβράχιο που υποδηλώνουν την απόκρουση χτυπήματος· αιχμές βελών ή αιχμές δόρατος σφηνωμένες στα οστά ή συνδεδεμένες με ταφή.

Όσον αφορά τις σκελετικές μαρτυρίες, οι Χάας και Πισκιτέλι (2013) διερεύνησαν διεξοδικά 400 παλαιολιθικές θέσεις με 2.930 σκελετούς, οι οποίοι αντλήθηκαν από μια ανασκόπηση περισσότερων από 75 δημοσιευμένων πηγών για σκελετικά κατάλοιπα στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Σαφείς ενδείξεις κάποιας βίας εντοπίζονται σε δύο ιταλικές και δύο ουκρανικές τοποθεσίες με μεμονωμένους σκελετούς που έδειχναν σφηνωμένες αιχμές. Μόνο μια μοναδική θέση – ο χώρος απόθεσης σκελετικών υπολειμμάτων Τζέμπελ Σαχάμπα στον Άνω Νείλο (Wendorf 1968), με 24 από τους 58 σκελετούς που παρουσιάζουν σοβαρές ενδείξεις βίαιου θανάτου, υποστηρίζει τη θέση περί πολεμικής βίας. Σε πλήρη αντίθεση, περισσότερες από 390 από τις 400 θέσεις σε ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο (97,5%) στερούνται παντελώς τέτοιων ενδείξεων (Haas & Piscitelli 2013, σ. 181).

Οι Χάας και Πισκιτέλι αναφέρουν,

«Αντί να αποδεικνύεται η συχνότητα των αρχαίων πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων, η εξέταση ολόκληρου του συνόλου των αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει το αντίθετο [...] Η σύγκριση του συνολικού αριθμού των γνωστών ατόμων [σκελετικών λειψάνων] πριν από το 8.000 π.Χ. με το μικρό δείγμα που παρουσιάζει σημάδια βίας καταδεικνύει τη σπανιότητα των συγκρούσεων στο αρχαίο παρελθόν. Το αρχαιολογικό υλικό δεν αποσιωπά την παρουσία πολεμικών συγκρούσεων στην πρώιμη ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι, το υλικό δείχνει ότι ο πόλεμος ήταν η σπάνια εξαίρεση πριν από τις νεολιθικές πιέσεις των πληθυσμιακών πυκνοτήτων και των ανεπαρκών πόρων για την αύξηση των πληθυσμών.» (Haas & Piscitelli 2013, σελ. 182-83, η έμφαση δική μου)

Δεδομένων των κατηγορηματικών δηλώσεων των Κίλι, Λεμπλάνκ, Γουράνγκαμ και Πίνκερ, η πραγματική εμπειρική βάση για αυτούς τους ισχυρισμούς είναι εκπληκτικά επισφαλής. Ποιο είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την πραγματική επιστήμη πίσω από αυτές τις μεγαλεπήβολες μακρές λίστες με τοποθεσίες και περιπτώσεις που ισχυρίζονται ότι δείχνουν συνεχείς μάχες των πολεμοχαρών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών; Μπορούμε να δηλώσουμε με κάποια σιγουριά ότι η υπόθεση της αρχέγονης πολεμικότητας δεν έχει δικαιωθεί. Πιο κοντά στην ομόφωνη άποψη είναι η δήλωση του Κέλι: «Ο πόλεμος δεν είναι μια ενδημική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ένα επεισοδιακό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας (και της προϊστορίας) που παρατηρείται σε ορισμένους χρόνους και τόπους, αλλά όχι σε άλλους» (Kelly 2000, σ. 75, όπως αναφέρεται στο Haas & Piscitelli 2013, σ. 168). Το συμπέρασμα αυτό εγείρει σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τη μεγάλη εξελικτική θεωρία που υποστηρίζουν ο Ράγκαμ και άλλοι. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πρώτοι άνθρωποι, αντί να είναι «πίθηκοι δολοφόνοι» στο Πλειστόκαινο και στις αρχές του Ολόκαινου, ζούσαν ως σχετικά ειρηνικοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες για περίπου 15.000 γενιές, από την εμφάνιση του σύγχρονου Homo sapiens μέχρι την επινόηση της γεωργίας, περίπου από 300.000 έως 8.000 χρόνια πριν από σήμερα.

Επομένως, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της υποτιθέμενης βίας των χιμπατζήδων προγόνων μας και της τεκμηριωμένης βίας της μετα-νεολιθικής ανθρωπότητας. Το πόρισμα αυτό προβλέπεται σαφώς από τους Νάουφτ κ.ά. (Knauft et al. 1991), οι οποίοι μίλησαν για μια «εξελικτική τροχιά σε σχήμα U ... της ανθρώπινης βίας ... με το κατώτατο σημείο της καμπύλης να παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της εξέλιξης του Homo sapiens» (σ. 391). Για τον Νάουφτ, οι απλές ανθρώπινες κοινωνίες συνιστούν μια σημαντική ανωμαλία σε σύγκριση με τα ποσοστά βίας που παρατηρούνται στους χιμπατζήδες και τους κρατικούς και σύγχρονους πολέμους (Knauft et al. 1991, σελ. 391).

 

Δεν είναι τελικά δολοφόνος ένας πίθηκος; Κατασκευή καλύτερων εξελικτικών μοντέλων με δεδομένα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών

Ο πρώτος από τους στόχους μας σε αυτή την ανασκόπηση ήταν να αξιολογήσουμε τα δεδομένα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών από την εθνογραφία και την αρχαιολογία για το φως που ρίχνει αυτό το σύνολο των στοιχείων στις θέσεις που προβάλλει η επιθετική σχολή. Η σαφής σπανιότητα των στοιχείων για ανθρώπους που σκοτώνουν ανθρώπους στη βαθιά προϊστορία μας οδηγεί στο συμπέρασμα, επί της ουσίας, ότι οι βίαιοι τρόποι που παρατηρούνται στις μετα-νεολιθικές, προνεωτερικές και σύγχρονες κοινωνίες είναι προϊόντα της πρόσφατης ιστορίας μας, υπό συνθήκες πληθυσμιακής πίεσης μοναδικές στην ιστορία των τελευταίων 10.000 ετών και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάσπαστη κληρονομιά από το εξελικτικό παρελθόν των πρωτευόντων μας.

Η διαπίστωση αυτή αφήνει ένα τεράστιο κενό στην ανάπτυξη θεωριών και στη διαμόρφωση μοντέλων για τους πρωταρχικούς συντελεστές της ανθρώπινης εξέλιξης. Το μοντέλο του ανταγωνισμού και της επιθετικότητας δεν υποστηρίζεται ούτε από τη σύγχρονη εθνογραφική εικόνα των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών των ΙΝΤ ούτε από τα αρχαιολογικά στοιχεία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του Πλειστόκαινου. Αν οι πιέσεις της επιλογής που ευνοούν τον ανταγωνισμό και την επιθετικότητα δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των ανθρώπινων εξελικτικών στοιχείων, τότε πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε καλύτερα μοντέλα που να αντικατοπτρίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτά που γνωρίζουμε;

Με την εμπειρική βάση της επιθετικής άποψης να μην τεκμηριώνεται, ας ξεκινήσουμε θέτοντας το ερώτημα για άλλη μια φορά: Τι μας λένε οι μελέτες των πρόσφατων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών για τα βασικά ανθρώπινα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, χωρίς τις επιπλοκές και τις στρεβλώσεις που επέφεραν η εξημέρωση των φυτών και των ζώων, η εγκατεστημένη ζωή και η τεράστια αύξηση της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης κοινωνίας; Αντί να κάνουμε τα δεδομένα να ταιριάζουν σε ένα προκατασκευασμένο πλαίσιο που εισάγεται από αλλού, τι μας λένε τα ευρήματα ενός αιώνα προσεκτικής εθνογραφικής έρευνας για τους ΙΝΤ από την Αρκτική μέχρι την Αυστραλία, την Ασία, την Αμερική και την Αφρική;

Η αναζήτηση κοινών στοιχείων από γεωγραφικά και ιστορικά διαφορετικούς πολιτισμούς αποκαλύπτει ορισμένες αξιοσημείωτα συνεπείς πτυχές της συγγένειας, της κοινωνικής οργάνωσης, της διαβίωσης, των οικονομικών σχέσεων και της διαχείρισης των συγκρούσεων. Η εικόνα αυτή οικοδομείται από το έργο μιας σειράς εθνογράφων με ποικίλες μεθοδολογικές και θεωρητικές αφετηρίες. Ποια κοινά θέματα προσφέρουν αυτοί οι παρατηρητές, για παράδειγμα σε βασικές συμπεριφορές όπως η κινητικότητα, η εδαφικότητα και η συγγένεια, η διανομή τροφής, οι τρόποι επίλυσης συγκρούσεων και η ανατροφή των παιδιών;

Βασιζόμαστε στην έρευνα σε πέντε από τις περιοχές του κόσμου όπου απαντώνται οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες.

- Ασία: για τους Μπάτεκ [Batek] της χερσονήσου της Μαλαισίας, Endicott & Endicott (2014, Endicott 1979)∙ από τη νότια Ινδία, Gardner (2000) για την Πεδιάδα και η Bird-David (1990) για τους Νάγιακα [Nayaka]∙ Needham (1954) και Brosius (1991) για τους Πενάν [Penan] του Βόρνεο∙ και Griffin & Estioko-Griffin (1985) και Peterson (1978) για τους Άγκτα [Agta] των Φιλιππίνων.

- Βόρεια Αμερική: Leacock (1982), Henriksen (1973) και Mailhot (1997) για τους Μοντανέ-Νεσκάπι [Montagnais-Neskapi], και Helm (1961) και Asch (1988) για τους Ντένε [Dene].

- Νότια Αμερική: στη Βενεζουέλα, ο Arcand (1976, 1977) για το Κουίβα [Cuiva] και οι Kramer & Greaves (2011) για το Πουμέ [Pumé]∙ ο Rival (1993) για τους Ουαοράνι [Huaorani] του Εκουαδόρ∙ ο Holmberg [1985 (1950)] για τους Σιριόνο [Siriono] της Βολιβίας∙ και οι Hill, Hurtado, Kaplan και συνεργάτες τους (Hill & Hurtado 1996, Kaplan et al. 1984) για τους Άτσε [Aché] της Παραγουάης.

- Αυστραλία: στη δυτική έρημο, ο Tonkinson (1979) και ο Bliege Bird για τους Μάρντου [Mardu] (Scelza & Bliege Bird 2008) και ο Myers (1991) για τους Πιντούπι [Pintupi]∙ ο Toussaint (1999) για τους Κίμπερλεϊ της βορειοδυτικής Αυστραλίας∙ και ο Dussart (1999) για τους Ουαλπίρι [Walpiri] της κεντρικής ερήμου.

- Αφρική: για τους πυγμαίους Μμπούτι [Mbuti] και Έφε [Efe], Turnbull (1973) και Hewlett (1989)∙ Marshall (1976), Biesele (1993),Wiessner (1982), Draper (1976, 1978), Konner (1976, 2005), Howell (2000, 2010), Lee (1979) και Suzman (2017) για τους Τζουτχουάνσι-!Κουνγκ∙ και Woodburn (1968, 1982), Hawkes, O’Connell και Blurton Jones (Hawkes et al. 1995, 1997, 2001), Blurton Jones (2016) και Crittenden & Marlowe (2008, Marlowe 1999, 2010) για τους Χάντζα [Hadza] της Τανζανίας.

Προσπάθειες σύνθεσης αυτού του τεράστιου corpus έχουν γίνει από τους Damas (1969), Bicchieri (1972), Ingold κ.ά. (1988a, 1988b), Gowdy (1998), Ingold (1999), Kelly (2013) και Barnard (2004, 2011) (βλ. επίσης Leacock & Lee 1982, Lee & Daly 1999). Όμως όλη αυτή η σύνθεση χάνεται όταν η επιθετική σχολή προσπαθεί να συμπιέσει τα ανυπότακτα δεδομένα για να τα προσαρμόσει στις προκατασκευασμένες θεωρίες της (βλ. επίσης MacKinnon & Fuentes 2005, Sussman 2013).

 

Κύρια χαρακτηριστικά των ΙΝΤ και η σημασία τους για την εξελικτική ανακατασκευή

Ποια είναι, λοιπόν, μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του ποικίλου σώματος ερευνών που προέρχονται από πέντε ηπείρους;

 

Κινητικότητα

Οι ομάδες ΙΝΤ βασίζονται στη μετακίνηση κατά τη διάρκεια του ετήσιου γύρου, μετακινούμενες 3-6 (ή περισσότερες) φορές το χρόνο. Οι μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνται τόσο εντός της παραδοσιακής «επικράτειας» (βλ. παρακάτω) όσο και με επισκέψεις σε συγγενείς σε γειτονικές περιοχές. Οι περισσότερες εμφανίζουν έναν ετήσιο κύκλο διασποράς και συγκέντρωσης, ένα πρότυπο που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά πριν από έναν αιώνα από τον Μως (Mauss 1904-1905). Ένα κύριο επακόλουθο αυτής της κινητικότητας είναι το βασικό γεγονός ότι ο κοινωνικός κόσμος των ομάδων εκτείνεται πολύ πέρα από την περιοχή καταγωγής τους, και ένα δεύτερο επακόλουθο είναι η ανάγκη διατήρησης μιας χαμηλής συσσώρευσης υλικής ιδιοκτησίας. Η ευκολία μετακίνησης είναι σημαντική για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων.

 

Εδαφικότητα, συγγένεια και μοτίβα διαμονής

Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των τροφοσυλλεκτών αναγνωρίζει την ιδιοκτησία της γης με ποικίλα επίπεδα καθορισμού και οριοθέτησης των συνόρων (Kelly 2013, σσ. 151-65∙ Endicott & Endicott 1986). Όμως, το κρίσιμο είναι ότι όλοι έχουν συγγενείς και/ή εξ αγχιστείας συγγενείς σε γειτονικές ομάδες και όλοι διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την αμοιβαία πρόσβαση στους πόρους (Mailhot 1997). Τα μοτίβα διαμονής μετά τον γάμο είναι ευέλικτα, φέρνοντας συχνά σε επαφή άσχετα αλλά συμβατά άτομα (Alvarez 2004, Hill et al. 2011). Δεδομένης της εποχιακής και τοπικής μεταβλητότητας των πόρων, αυτή η ρεαλιστική προσέγγιση της ιδιοκτησίας γης και της διαμονής –σύμφωνα με την «εδαφική αναγκαιότητα» του Άρντρεϊ (Ardrey 1966)– παρέχει πολύ μεγαλύτερη εξελικτική καταλληλότητα από ό,τι ένα σύστημα αυστηρά προστατευόμενων εδαφών με βάση τη συγγένεια.

 

Διαμοιρασμός φαγητού και εργασίας

Στο πλαίσιο της τοπικής ομάδας, υπάρχουν αυστηρές διατάξεις σχετικά με το μοίρασμα της τροφής, ένα βασικό χαρακτηριστικό των εξισωτικών κοινωνιών (Woodburn 1982). Η συγκεντρωμένη τροφή μετακινείται σε καθημερινή βάση εντός και μεταξύ των οικογενειακών ομάδων (Hill 2002). Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για το δίκαιο μοίρασμα του κρέατος των θηραμάτων (Tonkinson 1979). Η τσιγκουνιά θεωρείται το πιο εξωφρενικό σφάλμα και αντιμετωπίζεται με κουτσομπολιό, γελοιοποίηση και, αν χρειαστεί, εξοστρακισμό (το πρόβλημα του τζαμπατζή). Οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων, τόσο απαραίτητες για την ορθολογική χρήση της γης και την αμοιβαία πρόσβαση στους πόρους, ενισχύονται με περίτεχνες μορφές ανταλλαγής δώρων, όπως το «ξιάρο» [«hxaro»] των Τζουτχουάνσι (Wiessner 1982).

 

Φύλο και καταμερισμός εργασίας

Το κυνήγι των ανδρών και η τροφοσυλλογή των γυναικών παρατηρείται ευρέως στην πράξη και είναι βαθιά ενσωματωμένο στη θρησκεία, τη μυθολογία και την κοσμοθεωρία (Biesele 1993). Από ενεργειακή άποψη, εκτός από την Αρκτική, η εργασία διαβίωσης των γυναικών τείνει επίσης να παρέχει το μεγαλύτερο μέρος των θερμίδων (Lee 1979). Οι περισσότεροι παρατηρητές αναφέρουν τη σημαντικά υψηλότερη θέση των γυναικών στην κοινωνία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, σε σύγκριση με τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες των φυλών, των αρχηγών και των κρατών (Leacock 1982). Στις τελευταίες, οι παρατηρητές σημειώνουν ότι η άνοδος της πατριαρχίας και της ανδρικής κυριαρχίας συνδέεται στενά με τις μετανεολιθικές αυξήσεις των πολεμικών επιχειρήσεων και της κοινωνικής πολυπλοκότητας (Divale & Harris 1976, Rowthorn & Seabright 2010).

 

Διαχείριση συγκρούσεων

Οι καυγάδες είναι ασυνήθιστοι (για τα διαπολιτισμικά δεδομένα), αλλά σίγουρα συμβαίνουν και εντείνονται σε περιοχές αποικιακής πίεσης (Ferguson & Whitehead 1992). Ωστόσο, με λίγες εξαιρέσεις (π.χ. Ατσέ και ορισμένες ομάδες της Αυστραλίας), οι νομάδες τροφοσυλλέκτες σπάνια εξυμνούν τον πολεμιστή ή του απονέμουν κάποιο ειδικό καθεστώς. Αντιθέτως, οι ειρηνοποιοί θεωρούνται ως άτομα με ιδιαίτερη αξία. Οι ΙΝΤ εφαρμόζουν τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένων των μονομαχιών με τραγούδια και άλλων μορφών τελετουργικής μάχης, και κυρίως της διάσπασης της ομάδας ως μέσο διαχωρισμού των συγκρουόμενων μερών. Αυτές οι πρακτικές έρχονται σε έντονη αντίθεση με εκείνες ορισμένων από τις ομάδες που δεν ανήκουν στους ΙΝΤ, όπως οι Ινδιάνοι των πεδιάδων, της Καλιφόρνιας και της βορειοδυτικής ακτής, για τους οποίους, όπως είδαμε, οι επιδρομές και ο πόλεμος έγιναν ιστορικά σημαντικές πολιτισμικές αξίες (Maschner 1997, Nichols 2013).

 

Πρακτικές ανατροφής παιδιών

Σε μια πρωτοποριακή εθνογραφική μελέτη, ο Μπριγκς (Briggs 1971) περιγράφει τις ανεκτικές και συνεργατικές πρακτικές διαπαιδαγώγησης των Ινουίτ [Inuit], με όρους πολύ ανάλογους με τις παρατηρήσεις του Ντρέιπερ για τους Τζουτχουάνσι (Draper 1976, 1978), με παρόμοιες παρατηρήσεις των Έντικοτ για τους Μπάτεκ της Μαλαισίας (Endicott & Endicott 2014), του Χιούλετ για τους Πυγμαίους (Hewlett 1991) και του Έικελκαμπ για την Αυστραλία (Eickelkamp 2011). Η σωματική τιμωρία των παιδιών είναι πολύ σπάνια. Ο Κόνερ (Konner 2005) παρουσιάζει μια εμπεριστατωμένη σύνθεση των πρακτικών ανατροφής των παιδιών για έξι ομάδες λαών του ΙΝΤ: τους Τζουτχουάνσι-Κουνγκ, τους Χάντζα, τους Πυγμαίους Έφε και Άκα [Aka], τους Άτσε της Παραγουάης και τους Άγκτα των Φιλιππίνων. Αυτά δείχνουν μια εκπληκτική σειρά από κοινά σημεία μεταξύ των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε διαφορετικές ηπείρους, συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν και άλλοι συγγραφείς που συγκεντρώθηκαν από τους Χιούλετ και Λαμπ (Hewlett & Lamb, 2005).

Ένα από τα κοινά στοιχεία που διατρέχουν αυτή τη βιβλιογραφία είναι το φαινόμενο της αλλογονικής φροντίδας, δηλαδή της φροντίδας των παιδιών από άτομα που δεν είναι οι γονείς. Η πρακτική αυτή είναι πανταχού παρούσα, ιδίως στους τομείς της προσφοράς και του διαμοιρασμού τροφής (π.χ. Hawkes et al. 1998, Kramer 2010, Hewlett & Winn 2014). Το φαινόμενο αυτό, καθολικό στους ΙΝΤ, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα περισσότερα πρωτεύοντα θηλαστικά εκτός ανθρώπου και αποτελεί βασικό εύρημα για την ανάπτυξη νέων θεωριών για την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ως κρίσιμο σημείο, αν αυτά τα κεντρικά θέματα εντοπίζονταν μόνο σε μία ή δύο από τις κοινωνίες των ΙΝΤ, θα ήταν δύσκολο να γενικευτούν από αυτές. Ωστόσο, όταν τα μοτίβα παρατηρούνται ξανά και ξανά μεταξύ των ΙΝΤ σε διαφορετικές ηπείρους, οι διαπιστώσεις ότι γινόμαστε πραγματικά μάρτυρες χαρακτηριστικών που πρέπει να έχουν βαθιές ρίζες στο χρόνο και στον πολιτισμό αποκτούν αξιοπιστία. Τα ευρήματα αυτά παρέχουν μια πλατφόρμα εμπειρικών δεδομένων για την εξέταση των εξελικτικών πηγών αυτών των κοινών χαρακτηριστικών.

 

Φέρνοντας την εργασία των γυναικών και την ανατροφή των παιδιών στο επίκεντρο της διαμόρφωσης του μοντέλου της ανθρώπινης εξέλιξης

Ποιες ιδέες μπορούν να αντληθούν από αυτό το σύνολο εργασιών και να εφαρμοστούν σε ορισμένα από τα βασικά ζητήματα της εξέλιξης της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Πολλά από αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά της ζωής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών έχουν καταγραφεί εδώ και δεκαετίες, όπως για παράδειγμα από τους Μόργκαν [Morgan 1974 (1877), 1881], Σόλλας (Sollas 1911), Μπισκιέρι (Bicchieri 1972) και Ίνγκολντ (Ingold 1999), ενώ με αξιοσημείωτες προηγούμενες προσπάθειες εξελικτικής σύνθεσης (π.χ. Zihlman 1978, Zihlman & Tanner 1978, Tanner 1981, Haraway 1990), η δυναμική έχει αυξηθεί για τη συστηματικότερη ενσωμάτωση του φύλου στη διαμόρφωση του εξελικτικού μοντέλου της ανθρώπινης συμπεριφοράς (βλ. επίσης Hawkes et al. 2018).

Στρεφόμαστε τώρα στο έργο της Χρντι, η οποία έχει αξιοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την εθνογραφία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών για τις γνώσεις της, επαναπροσδιορίζοντας το ζήτημα του φύλου και της ανατροφής των παιδιών στην ανθρώπινη εξέλιξη με νέους τρόπους. Η Χρντι (Hrdy 1977, 1981), καταξιωμένη πρωτευοντολόγος και κοινωνιοβιολόγος, αποτελεί μέρος ενός κινήματος εντός της εξελικτικής ψυχολογίας και της εξελικτικής ανθρωπολογίας του ανθρώπου που αμφισβητεί την προτεραιότητα της επιθετικότητας και του ανταγωνισμού στην οικοδόμηση μοντέλων της ανθρώπινης εξέλιξης. Το έργο της ψυχολόγου Ντάρσια Νάρβαεζ και των συνεργατών της αποτελεί ένα άλλο σημείο δραστηριότητας σε αυτόν τον τομέα.

Το διάσημο πείραμα σκέψης της Χρντι «πίθηκοι σε αεροπλάνο» αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα για τη ριζική ασυνέχεια ανάμεσα στους πλησιέστερους συγγενείς μας και σε εμάς (Hrdy 2009, σ. 1-4). Κάθε μέρα, παρατηρεί, χιλιάδες άνθρωποι επιβιβάζονται σε αεροσκάφη για να καθίσουν σε εξαιρετικά στενούς χώρους, στοιβαγμένοι 300 ή 400 κάθε φορά, σε πτήσεις διάρκειας 8 έως 10 ή 12 ωρών και το κάνουν χωρίς επεισόδια. Προσπαθήστε τώρα να φανταστείτε 400 χιμπατζήδες σε παρόμοιες συνθήκες σε ένα αεροπλάνο. Θα μπορούσε αυτό να συμβεί χωρίς να ξεσπάσει μεγάλο χάος - χωρίς αιματοχυσία, δαγκώματα και πανδαιμόνιο; Η Χρντι προσφέρει αυτό το πείραμα σκέψης για να αναδείξει και να κάνει κατανοητό πόσο τεράστια είναι η εξελικτική απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και τους λεγόμενους στενότερους συγγενείς μας. Έτσι, μετατοπίζει το κύριο ερώτημα της ανθρώπινης εξελικτικής σύνθεσης από μια στενή ανάγνωση της δαρβινικής φυσικής ικανότητας, η οποία εστίαζε στην εξέλιξη μέσω του ανταγωνισμού, της εξουσίας και της επιθετικότητας, προς την εξέλιξη μέσω της συνεργασίας και της συλλογικής ανατροφής των παιδιών (Hrdy 1999, 2005). Οι γνώσεις της Χρντι στο κορυφαίο έργο της, Μητέρες και Άλλοι (Sarah Hrdy, Mothers and Others, 2009) θέτουν το ερώτημα: Ποια είναι η κεντρική βιολογική εξέλιξη στην ανθρώπινη εξέλιξη που διέπει όλες τις αλλαγές –γλώσσα, πολιτισμός, τεχνολογία, σύνθετη κοινωνική οργάνωση– που έκαναν τον Homo sapiens μοναδικό στο ζωικό βασίλειο; Η απάντηση είναι η εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου και της ανθρώπινης νοημοσύνης.

Ωστόσο, οι ισχυρές πιέσεις επιλογής που οδήγησαν στην αύξηση του μεγέθους του εγκεφάλου επιτεύχθηκαν με μεγάλο εξελικτικό κόστος. Το κέρδος της ταχείας εξέλιξης στο μέγεθος και τη χωρητικότητα του εγκεφάλου μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια αντίστοιχη θυσία στη βραχυπρόθεσμη εξελικτική καταλληλότητα: την πρωτοφανή αδυναμία του ανθρώπινου βρέφους (Dunsworth & Eccleson 2015). Για να αντιμετωπίσουν αυτή την αναμφισβήτητη ευπάθεια για την επιβίωση, οι πρόγονοι των ανθρωποειδών έπρεπε να αναπτύξουν ένα πολύ πιο συλλογικό σύστημα ανατροφής βρεφών και παιδιών από ό,τι είχε οποιοδήποτε άλλο πρωτεύον θηλαστικό. Αυτή η αναγκαία προσαρμογή είχε προεκτάσεις όχι μόνο σε νέες συμπεριφορές φροντίδας βρεφών και παιδιών, αλλά και στη διαβίωση, εξ ου και η σημασία που αποδίδω στο φαινόμενο της αλλογονίας.

Η Αϊέλο και οι συνεργάτες της (Aiello 2007, Leonard & Robertson 1994, Aiello & Wheeler 1995, Roebroeks 2007) ανέπτυξαν την υπόθεση του ακριβού ιστού για να διερευνήσουν βαθύτερα τις επιπτώσεις της εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου στη διαβίωση. Οι ερευνητές αυτοί παρατήρησαν ότι ο μεγάλος και αναπτυσσόμενος εγκέφαλος είναι ένα απαιτητικό όργανο από άποψη ενέργειας, απαιτώντας έως και το 25% της συνολικής πρόσληψης θερμίδων. Κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης, υποστηρίζουν ότι, καθώς ο εγκέφαλος μεγάλωνε, οι πρόσθετες απαιτήσεις καλύπτονταν από την προμήθεια τροφών υψηλότερης ποιότητας, όπως το κρέας και οι υπεδάφιοι κόνδυλοι, και από τις πρόσθετες θερμιδικές αποδόσεις που παρείχε η αξιοποίηση της φωτιάς και το μαγείρεμα. Αυτές οι δίδυμες καινοτομίες μπορεί να ήταν το κλειδί για την κάλυψη των ενεργειακών απαιτήσεων του διευρυνόμενου εγκεφάλου (βλ. επίσης Wrangham 2009).

Από αυτή την άποψη, η εξέλιξη του κυνηγιού για βιοπορισμό, η κατασκευή εργαλείων και η γνώση και ο έλεγχος της φωτιάς, όσο σημαντικές και αν είναι στις προηγούμενες θεωρίες της ανθρώπινης εξέλιξης, μπορεί να θεωρηθεί ότι παίζουν έναν κρίσιμο αλλά δευτερεύοντα ρόλο στη διατήρηση, την ανατροφή και την προστασία της ζωής του ανήμπορου βρέφους και των φροντιστών του. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί (όπως η Hrdy 2005) ότι το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτιόταν από την επιτυχία της συνεργατικής αναπαραγωγής και της προσαρμογής στην αλλογονία. Οι συνέπειες αυτών των δραματικών αλλαγών στη συμπεριφορά και τη διαβίωση αποτελούν τον πυρήνα της αναδιατύπωσης του ανθρώπινου εξελικτικού αιτίου και αποτελέσματος από την Χρντι. Η αδυναμία του βρέφους απαιτούσε μεγάλες αυξήσεις στις γονικές και αλλογονεϊκές προσπάθειες. Μια βασική εξέλιξη ήταν η επιμήκυνση της μετεμμηνοπαυσιακής διάρκειας ζωής των γυναικών, προσθέτοντας τους παππούδες και τις γιαγιάδες ως άτομα φροντίδας (Hawkes et al. 1998). Ωστόσο, η μεγάλη καθυστέρηση στην ωρίμανση του ανθρώπινου βρέφους είχε ακόμη πιο επαναστατικές συνέπειες. Η μακρά εξάρτηση των βρεφών, των παιδιών και των εφήβων δημιούργησε μια νέα ψυχολογία της κοινωνικής επικοινωνίας μεταξύ ενηλίκων και παιδιών και μεταξύ ενηλίκων. Αυτό το κβαντικό άλμα σε αυτό που η Χρντι αποκαλεί «εξελικτική προέλευση της αμοιβαίας κατανόησης» περιελάμβανε και απαιτούσε μια πολύπλοκη διαδικασία κοινωνικοποίησης που περιόρισε απότομα την επιθετικότητα. Και αυτή η εξέλιξη οδήγησε τελικά σε ένα είδος ζώου που μπορεί να υπάρχει χωρίς επεισόδια, πιεσμένο σε στενό χώρο, 400 κάθε φορά, για ώρες, μέσα σε ένα αεροπλάνο.

Για να υπογραμμίσουμε το σημείο αυτό, η ανάπτυξη της ανθρώπινης νοημοσύνης απαιτεί μια ριζική απομάκρυνση από την παρορμητικότητα των χιμπατζήδων προγόνων μας προς όφελος ενός επιπέδου συνεργασίας που δεν έχει προηγούμενο στον κόσμο των πρωτευόντων. Η Χρντι υποστηρίζει με πειστικό τρόπο ότι η προτεραιότητα του διαμοιρασμού έναντι του ανταγωνισμού για τους πόρους είναι ο μόνος βιώσιμος τρόπος για τη διατήρηση της ταχείας εξέλιξης της ανθρώπινης νοημοσύνης. Αυτά τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της ανατροφής των παιδιών, του διαμοιρασμού της τροφής, της αμοιβαίας πρόσβασης στους πόρους και των τρόπων επίλυσης των συγκρούσεων τεκμηριώνονται επαρκώς στην εθνογραφική βιβλιογραφία σχετικά με τους ΙΝΤ.

Καταγράφοντας τους δεσμούς μεταξύ της θεωρίας της και αυτού του βιβλιογραφικού όγκου, η Χρντι αντλεί άμεσα από τη μελέτη της σχετικά με τα κοινά σημεία στις πρακτικές ανατροφής βρεφών και παιδιών των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (Hrdy 2009, σσ. 73-82). Σε άλλο σημείο, αναφέρει ότι οι επενδύσεις στη συνεργατική ανατροφή και διατροφή των παιδιών που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ανθρώπινης νοημοσύνης είναι τελικά τα θεμέλια από τα οποία εξαρτήθηκε η μετέπειτα κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης πόλεων, κρατών, σύνθετων οργανισμών και προηγμένων τεχνολογιών.

Το έργο της Χρντι προσφέρει ένα ισχυρό αντίλογο στην επιθετική σχολή και θέτει μια θεμελιώδη πρόκληση στον ισχυρισμό ότι «οι άνθρωποι [είναι] οι συγχυσμένοι επιζώντες μιας συνεχιζόμενης συνήθειας θανατηφόρας επιθετικότητας 5 εκατομμυρίων ετών» (Wrangham & Peterson 1996, σ. 63). Και έχει βασιστεί και αναγνωρίσει σημαντικές γνώσεις από άλλους ανθρωπολόγους που εργάζονται στον τομέα της οικολογίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς (π.χ. Hawkes et al. 1998, Hill 2002, Alvarez 2004, Scelza & Bliege Bird 2008, Kramer 2010∙ βλ. επίσης Hawkes et al. 2018).

Η εξελικτική ψυχολόγος Ντάρσια Νάρβαεζ του Πανεπιστημίου Νοτρ Νταμ έχει επίσης συγκεντρώσει μια μεγάλη ομάδα εμπειρογνωμόνων και συνεργατών για την εκπόνηση τριών πρόσφατων τόμων που εστιάζουν εν μέρει στην πολιτισμική οικολογία και οργάνωση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών με έμφαση στις πρακτικές ανατροφής των παιδιών (Darcia Narvaez et al. 2013, 2014∙ Narvaez 2014). Χαρακτηρίζει τον τρόπο ανατροφής των παιδιών από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες ως «την εξελιγμένη αναπτυξιακή θέση». Στο συλλογικό τόμο της, Πατρογονικά τοπία στην ανθρώπινη εξέλιξη: Πολιτισμός, ανατροφή των παιδιών και κοινωνική ευημερία, οι Νάρβαεζ κ.ά. (Darcia Narvaez et al. Ancestral Landscapes in Human Evolution: Culture, Childrearing and Social Wellbeing, 2014) στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις γνώσεις ανθρωπολόγων που ασχολούνται με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες και άλλων ειδικών, όπως οι Crittenden (για τους Χάντζα), Endicott και Endicott (Μπάτεκ), Fry (σπουδές συγκρούσεων και ειρήνης), Fuentes (εθνοπρωτευοντολογία), Hewlett (για τους Πυγμαίους Έφε, την παιδική ηλικία), Konner (για τους Κουνγκ, την παιδική ηλικία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών) και McKenna (για τη συγκοίμηση). Η κοινωνιολόγος/δημογράφος Νάνσι Χάουελ, στα βιβλία της, Δημογραφία των Ντόμπε Κουνγκ (Howell, Demography of the Dobe !Kung, 2000) και Ιστορίες ζωής των Ντόμπε Κουνγκ (Nancy Howell, Life Histories of the Dobe !Kung, 2010), καταλήγει σε συμπεράσματα που υποστηρίζουν τις γενικές θέσεις των Χρντι και Νάρβαεζ. Η Χάουελ εστιάζει στις προσαρμοστικές συμπεριφορές των ενηλίκων και όχι στην ανατροφή των παιδιών, αλλά καταλήγει σε παρόμοιο τελικό σημείο. Δεδομένης της χωρικής και χρονικής μεταβλητότητας των πόρων που αντιμετωπίζουν οι Τζουτχουάνσι/Κουνγκ, η μόνη βιώσιμη στρατηγική επιβίωσης, υποστηρίζει η Χάουελ, είναι για τους Κουνγκ να ασκούν εκτεταμένο διαμοιρασμό και εργασία εντός της ομάδας και να διατηρούν κοντινά και μακρινά κοινωνικά δίκτυα για αμοιβαία πρόσβαση στους πόρους (βλ. επίσης Blurton Jones 2016).

 

Επίλογος

Όλες αυτές οι προτάσεις ενισχύουν την κεντρική διαπίστωση αυτού του άρθρου, ότι, παρόλο που οι πολεμικές συγκρούσεις και οι θανατηφόρες συγκρούσεις αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, είναι εξαιρετικά σπάνιες στους πολιτισμούς πριν από το 8000 π.Χ. Η μεγαλύτερη συχνότητα πολεμικών συγκρούσεων παρατηρείται στους νεολιθικούς και μετανεολιθικούς πολιτισμούς και κοινωνίες. Επομένως, υπάρχει μια έντονη ασυνέχεια μεταξύ του πολέμου όπως τον γνωρίζουμε και της συμπεριφοράς των υποτιθέμενων προανθρώπινων και αρχαϊκών ανθρώπινων προγόνων μας.

Το πόρισμα αυτό ενισχύει το επιχείρημα ότι το κλειδί της ανθρώπινης εξέλιξης είναι η ανάγκη απομάκρυνσης από τις επιθετικές συμπεριφορές των πρωτευόντων προγόνων μας για την παροχή ενός περιβάλλοντος κατάλληλου για την ανατροφή βρεφών με πρωτοφανή βαθμό αδυναμίας. Η εξελικτική ανταμοιβή αυτών των ριζικών αλλαγών έδωσε στο είδος μας ένα πλήθος προσαρμοστικών πλεονεκτημάτων, τον ανθρώπινο εγκέφαλο και, μαζί με αυτόν, κβαντικά άλματα στη νοημοσύνη. Αυτό το επίπεδο νοημοσύνης αποτέλεσε απόλυτη προϋπόθεση για τα μετέπειτα επιτεύγματα της ανθρωπότητας.

Ανεξάρτητα από το πώς τοποθετείται κανείς σχετικά με τις φιλοσοφικές συζητήσεις που ξεκινούν από τον Χομπς και τον Ρουσσώ, αυτή η πιο έμφυλη αντιμετώπιση της ανθρώπινης εξέλιξης ταιριάζει καλύτερα με τα παρατηρούμενα γεγονότα, τεκμηριώνοντας, πρώτον, τη σπανιότητα της βίας στην αρχαιολογία του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής των προνεολιθικών Homo sapiens (Haas & Piscitelli 2013) και, δεύτερον, τις εθνογραφικές μελέτες των βασικών χαρακτηριστικών των ΙΝΤ.

Ο τομέας της ανθρωπολογίας υπέθαλπε επί μακρόν μια δυσάρεστη ένταση μεταξύ της κοινωνικοπολιτισμικής και της βιοεξελικτικής πτέρυγας του κλάδου. Υπάρχουν ελπιδοφόρα σημάδια ότι αυτή η αντιπαλότητα ξεπερνιέται, για παράδειγμα στον πρόσφατο τόμο Η καταγωγή του ανθρώπου: Συμβολές από την Κοινωνική Ανθρωπολογία, από Βρετανούς μελετητές (Power et al., Human Origins: Contributions from Social Anthropology, 2017). Ελπίζω ότι το παρόν άρθρο ανασκόπησης αποτελεί ένα βήμα μετριοπάθειας προς την ίδια κατεύθυνση.

Το έργο της Χρντι αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα από τη βιολογική πτέρυγα. Δεν είναι καθόλου μόνη της σε αυτή την ανερχόμενη προσέγγιση. Τα κείμενα σχετικά με τους σύγχρονους ΙΝΤ, τα οποία έχουν αναφερθεί στην παρούσα ανασκόπηση –από ερευνητές όπως οι Bird, Blurton Jones, Crittenden, Draper, Endicotts, Hawkes και O’Connell, Hewlett, Hill και Hurtado, Howell, Konner, Kramer, Lamb, Marlowe, Marshall και Wiessner– έχουν προσφέρει ένα πλούσιο μωσαϊκό για σύνθεση από τους Χρντι, Νάρβαεζ και άλλους. Συλλογικά, αυτό το σώμα ερευνών για τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες παρέχει μια παραγωγική βάση για τη δημιουργία πιο συνεκτικών μοντέλων της εξέλιξης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

 

Παράρτημα

Ο Πίνκερ και η περίπτωση μελέτης Τζουτχουάνσι/Κουνγκ

Οι ΙΝΤ, οι Ιστορικά Νομαδικοί Τροφοσυλλέκτες, δεν είναι μη βίαιοι. Πολεμούν και μερικές φορές σκοτώνουν, αλλά υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ αυτής της διαπίστωσης και του καθιερωμένου ισχυρισμού της επιθετικής σχολής ότι το 5%, το 15% ή ακόμη και το 50% όλων των θανάτων των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών οφείλονται σε διαπροσωπική βία. Στο βιβλίο Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας: Γιατί η βία έχει περιοριστεί, ο Πίνκερ (2011) εξέτασε ειδικά τα δεδομένα των Κουνγκ και καθόρισε το ποσοστό θανάτων από ανθρωποκτονίες στους Κουνγκ σε 40,0/100.000 (σελ. 55)∙ τα επίπεδα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα υψηλά ποσοστά ανθρωποκτονιών στις πόλεις των ΗΠΑ, τα οποία, για το 1972, ήταν 36,8 για τη Βαλτιμόρη και 40,1 για το Ντιτρόιτ (Lee 1979, σελ. 397-98). Παρά το προφανές μέγεθος του ποσοστού ανθρωποκτονιών Τζουτχουάνσι/Κουνγκ, αυτές εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόνο το 1,0-1,6% των συνολικών θανάτων, σε σύγκριση με το ποσοστό 8-58% που αναφέρεται στην ομιλία του Πίνκερ στο TED. Υπάρχουν κρίσιμες διαφορές που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πρώτον, είναι το ζήτημα ότι τα θύματα επίθεσης στις ΗΠΑ –σε αντίθεση με τους Κουνγκ– έχουν πρόσβαση σε άριστες εγκαταστάσεις επειγόντων περιστατικών και σε νοσοκομεία. Ο Μπέκετ πρόσφατα έθεσε το εξής ερώτημα: «Ενώ ο αριθμός των δολοφονιών με όπλα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με το αν αυτό αντανακλά μια μείωση του συνολικού αριθμού των πυροβολισμών ή μια βελτίωση στο πόσες ζωές μπορούν να σώσουν οι γιατροί των επειγόντων περιστατικών» (Beckett 2014). Δεύτερον, οι 25 καταγεγραμμένοι φόνοι αντιπροσώπευαν όλες τις ανθρωποκτονίες Κουνγκ που συνέλεξε η ερευνητική μας ομάδα. Οι Κουνγκ δεν διεξήγαγαν πολέμους τον εικοστό αιώνα, ενώ οι Αμερικανοί και άλλα σύγχρονα έθνη έκαναν (και εξακολουθούν να κάνουν). Προσθέτοντας στα σύνολα του εικοστού αιώνα τους θανάτους και από τις δύο πλευρές από τους Παγκόσμιους Πολέμους, τον Πόλεμο της Κορέας, τον Πόλεμο του Βιετνάμ και πολλές άλλες μικρότερες συγκρούσεις, υπερτριπλασιάζονται τα σύγχρονα ποσοστά βίαιων θανάτων, τα οποία υπολογίζω για τους Ευρωπαίους κατά την περίοδο 1914-1945 κοντά στα 100 ανά 100.000 κατοίκους (Lee 1979, σ. 399), 2,5 φορές περισσότερα από εκείνα των Κουνγκ. Για άλλες πρόσφατες κριτικές των αριθμητικών στοιχείων του Πίνκερ, βλέπε Falk & Hildebolt (2017) και Oka et al. (2017).

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Richard B. Lee, “Hunter-Gatherers and Human Evolution: New light on old debates”, Annual Review of Anthropology, τόμος 47, Οκτώβριος 2018, σσ. 513-531. Αναδημοσίευση: libcom.org, 10 Φεβρουαρίου 2019, https://libcom.org/article/hunter-gatherers-and-human-evolution-new-light-old-debates-richard-b-lee.

 

Αναφερόμενη βιβλιογραφία

Adhikari M., 2010, The Anatomy of a South African Genocide: The Extermination of the Cape San Peoples. Κέιπ Τάουν, Univ. Cape Town Press.

Aiello L.C, 2007, “Notes on the implications of the expensive tissue hypothesis for human biological and social evolution”, Βλ. Roebroeks 2007, σσ. 17–28.

Aiello L.C., Wheeler P., 1995. “The expensive-tissue hypothesis: the brain and the digestive system in human and primate evolution”, Curr. Anthropol., 36, σσ. 199–221.

Allen M.W., Jones T.L., επιμ., 2014, Violence and Warfare Among Hunter-Gatherers, Γουάλνουτ Κρικ, Left Coast Press.

Alvarez H.P., 2004, “Residence groups among hunter-gatherers: a view of the claims and evidence for patrilocal bands”, στο Kinship and Behaviour in Primates, επιμ., B Chapais, CMBerman, σσ. 420–42. Οξφόρδη, Oxford Univ. Press.

Arcand B., 1976, “Cuiva food production”, Can. Rev. Soc., 13 (4) σσ. 387–96.

Arcand B., 1977, “The logic of kinship: an example from the Cuiva”, στο Actes Du Congres Des Americanistes, σσ. 19–34, Παρίσι, Soc. Am.

Ardrey R., 1961, African Genesis: A Personal Investigation into the Animal Origins and Nature of Man, Νέα Υόρκη, Bantam Books.

Ardrey R., 1966, The Territorial Imperative: A Personal Inquiry into the Animal Origins of Property and Nations, Νέα Υόρκη, Atheneum.

Asch M., 1988, Kinship and the Drum Dance in a Northern Dene Community, Έντμοντ, Boreal Inst. For North. Stud.

Barnard A, επιμ., 2004, Hunter-Gatherers in History, Archaeology and Anthropology, Οξφόρδη, UK: Berg.

Barnard A., 2011, Social Anthropology and Human Origins, Κέμπριτζ, Cambridge Univ. Press.

Beckett L., 2014, “Why don’t we know how many people are shot each year in the US?”, Truthout, 18 Μαΐου, https://truthout.org/articles/why-dont-we-know-how-many-people-are-shot-each-year-in-theus/.

Bicchieri M.G., επιμ., 1972, Hunters and Gatherers Today, Νέα Υόρκη, Holt, Rinehart and Winston.

Biesele M., 1993, Women Like Meat: The Folklore and Foraging Ideology of the Kalahari Ju/‘hoan, Μπλούμινγκτον, Indiana Univ. Press.

Bird-David N., 1990, “The giving environment: another perspective on the economic system of gathererhunters”, Curr. Anthropol., 31, σσ. 189–96.

Blurton Jones N.G., 2016, Demography and Evolutionary Ecology of Hadza Hunter-Gatherers, Κέμπριτζ, UK: Cambridge Univ. Press

Bowles S., 2009, “Did warfare among ancestral hunter-gatherers affect the evolution of human social behavior?”, Science, 324, σσ. 1293–98.

Briggs J.L., 1971, Never in Anger: Portrait of an Eskimo Family, Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Brosius J.P., 1991, “Foraging in tropical rainforests: the case of the Penan of Sarawak, east Malaysia (Borneo)”, Hum. Ecol., 19 (2), σσ. 123–50.

Chagnon N.A., 1968, Yanomamo: The Fierce People, Νέα Υόρκη, Holt, Rinehart and Winston

Codding BF, Kramer K.L., επιμ. 2016, Why Forage? Hunter-Gatherers in the Twenty-First Century, Σάντα Φε, Sch. Adv. Res. Press.

Cohen M.N., 1977, The Food Crisis in Prehistory: Overpopulation and the Origins of Agriculture. Νιου Χέιβεν, Yale Univ. Press.

Crittenden A.N., Marlowe F.W., 2008, “Allomaternal care among the Hadza of Tanzania”, Hum. Nat. 19:249–63.

Daly R.H., 2014, “War, peace and Northwest Coast complex hunter-gatherers”, J. Aggress., Confl. Peace Res., 6, σσ. 240–54.

Damas D., επιμ., 1969, Contributions to Anthropology: Band Societies. Proceedings of the Conference on Band Organization, Ottawa, August 30 to September 2, 1969., Nat. Mus. Can. Bull. 229. Οτάβα, Natl. Mus. Can.

De Maillie R.C., επιμ., 2000, Handbook of the North American Indians, Τόμος 13, Plains. Ουάσινγκτον, Smithson. Press.

Divale W., Harris M., 1976, “Population, warfare, and the male-supremacist complex”, Am. Anthropol., 78:521–38

Draper P., 1976, “Social and economic constraints on child life among the !Kung”, βλ. Lee & DeVore 1976, σσ. 199–217.

Draper P., 1978, “The learning environment for aggression and anti-social behavior among the !Kung”, στο Learning Non-Aggression, επιμ. A Ashley-Montagu, σσ. 31–53. Νέα Υόρκη, Oxford Univ. Press.

Dunsworth H., Eccleson L., 2015, “The evolution of difficult childbirth and helpless hominid infants”, Annu. Rev. Anthropol., 44:55–69.

Dussart F., 1999, “The Warlpiri”, βλ. Lee & Daly 1999, σσ. 362–66.

Eickelkamp U., επιμ., 2011, Growing Up in Central Australia: New Anthropological Studies of Aboriginal Childhood and Adolescence, Οξφόρδη/Νέα Υόρκη: Berghahn

Endicott K., 1979, Batek Negrito Religion: The World-View and Rituals of a Hunting and Gathering People of Peninsular Malaysia, Οξφόρδη, Clarendon.

Endicott K.M, Endicott K..L., 1986, “The question of hunter-gatherer territoriality: the case of the Batek in Malaysia”, στο The Past and Future of !Kung Ethnography: Critical Reflections and Symbolic Perspectives; Essays in Honour of Lorna Marshall, επιμ., M. Biesele, R. Gordon, R. Lee, σσ. 137–62. Αμβούργο, Helmut Buske Verlag.

Endicott K.L., Endicott K.M., 2014, “Batek childrearing and morality”, βλ. Narvaez et al. 2014, σσ. 108–25.

Falk D., Hildebolt C., 2017, “Annual war deaths in small-scale versus state societies scale with population size rather than violence”, Curr. Anthropol., 58, σσ. 805–13.

Ferguson R.B., 1997, “Violence and war in prehistory”, βλ. Martin & Frayer 1997, σσ. 321–46.

Ferguson R.B., 2006, “Archaeology, cultural anthropology, and the origins and intensifications of war”, στο The Archaeology of Warfare: Prehistories of Raiding and Conquest, επιμ. E.N. Arkush, M.A. Allen, σσ. 469–524. Γκέινσβιλ, Univ. Press Fla.

Ferguson R.B., 2013A, “Pinker’s list: exaggerating prehistoric war mortality”, βλ. Fry 2013, σσ. 112–31.

Ferguson R.B., 2013b, “The prehistory of war and peace in Europe and the Near East”, βλ. Fry 2013, σσ. 191–240.

Ferguson R.B., Whitehead N.L., επιμ., 1992. War in the Tribal Zone: Expanding States and Indigenous Warfare. Santa Fe, NM: Sch. Am. Res.

Flannery K, Marcus J. 2012, The Creation of Inequality. Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Fry D. 2006. The Human Potential for Peace: An Anthropological Challenge to Assumptions About War and Violence. Οξφόρδη, Oxford Univ. Press.

Fry D.P., επιμ. 2013, War, Peace and Human Nature: The Convergence of Evolutionary and Cultural Views. Οξφόρδη, Oxford Univ. Press.

Gardner P., 2000, The Paliyan: Persistent Hunter-Gatherers of South India, Λιούιστον/Τορόντο, Edwin Mellen Press.

Glowacki L.,Wrangham RW. 2013. “The role of rewards in motivating participation in simple warfare”, Hum. Nat., 24 (4), σσ. 444–60.

Gowdy J., επιμ. 1998, LimitedWants,Unlimited Means:AReader onHunter-Gatherer Economics and the Environment. Washington, DC: Island Press.

Griffin P.B., Estioko-Griffin A., επιμ., 1985, The Agta of Northeastern Luzon: Recent Studies. Hum. Ser. 16. Cebu City, Philipp.: San Carlos.

Haas J., 1993, Stress and Warfare Among the Kayenta Anasazi of the Thirteenth Century A.D. Σικάγο, Chicago Nat. Hist. Mus.

Haas J, επιμ. 2000, The Anthropology of War, Κέμπριτζ, Cambridge Univ. Press.

Haas J., Piscitelli M., 2013, “The prehistory of warfare: misled by ethnography”, βλ. Fry 2013, σσ. 168–90.

Haraway D.J., 1990, Primate Visions: Gender, Race, and Nature in the World ofModern Science. Λονδίνο, Routledge.

Hawkes K, O’Connell JF, Blurton Jones NG. 1995. “Hadza children’s foraging: juvenile dependency, social arrangements and mobility among hunter-gatherers”, Curr. Anthropol. 36:688–700

Hawkes K., O’Connell J..F, Blurton Jones N.G., 1997, “Hadza women’s time allocation, offspring provisioning and the evolution of post-menopausal lifespans”, Curr. Anthropol., 38, σσ. 551–77.

Hawkes K, O’Connell JF, Blurton Jones N,G., 2001, “Hunting and nuclear families: some lessons from the Hadza about men’s work”, Curr. Anthropol., 42, σσ. 681–709.

Hawkes K., O’Connell J.F., Blurton Jones N.G., 2018, “Hunter-gatherer studies and human evolution: a very selective review”, Am. J. Phys. Anthropol., 165, σσ. 777–800.

Hawkes K., O’Connell J.F., Blurton Jones N.G., Alvarez H., Charnov E.L., 1998, “Grandmothers, menopause and evolution of human life histories”, PNAS, 95 (3) σσ. 1336–39.

Heizer RF, επιμ., 1978, Handbook of the North American Indians, τόμος 8, Ουάσινγκτον, Smithson. Press.

Helm J., 1961, The Lynx Point People: The Dynamics of a Northern Athapaskan Band, Οτάβα, Nat. Mus. Can.

Henriksen G., 1973, Hunters of the Barrens: The Naskapi on the Edge of the White Man’s World, St. Johns, Can.: Mem. Univ., Inst. Soc. Econ. Res.

Hewlett B.S., 1989, “Multiple caretaking among African Pygmies”, Am. Anthropol., 91, σσ. 270–76.

Hewlett B,S., 1991, Intimate Fathers: The Nature and Context of Aka Pygmy Paternal Infant Care., Αν Άρμπορ, Univ. Mich. Press.

Hewlett B.S., Lamb M., επιμ., 2005, Hunter-Gatherer Childhoods: Evolutionary, Developmental and Cultural Perspectives, Νιού Μπράνζουικ, Aldine/Transaction.

Hewlett B.S., Winn S.L., 2014, “Allomaternal nursing in humans”, Curr. Anthropol., 55, σσ. 200–29.

Hill K., 2002, “Altruistic cooperation during foraging by the Aché and the evolved human disposition to cooperate”, Hum. Nat. 13, σσ. 105–28.

Hill K., Hurtado M., 1996, Aché Life History: The Ecology and Demography of a Foraging People.Νέα Υόρκη: Aldine.

Hill K., Walker R.S., Bozicević M., Eder J., Headland T., et al,. 2011, “Co-residence patterns in hunter-gatherer societies show unique human social structure”, Science, 331, σσ. 1286–89.

Hobbes T., 1969 (1651), Leviathan. Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul .

Holmberg A., 1985 (1950), Nomads of the Longbow: The Siriono of Eastern Bolivia, Προσπέκτ Χάιτς, Waveland Press.

Howell N., 2000, Demography of the Dobe !Kung, Νέα Υόρκη, Aldine DeGruyter. 2nd ed.

Howell N., 2010, Life Histories of the Dobe !Kung: Food, Fatness, and Well-Being Over the Life Span., Μπέρκλει, Univ. Calif. Press.

Hrdy S.B., 1977, The Langurs of Abu: Female and Male Strategies of Reproduction, Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Hrdy S.B., 1981, The Woman that Never Evolved, Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Hrdy S.B., 1999, Mother Nature: A History of Mothers, Infants, and Natural Selection, Νέα Υόρκη, Pantheon.

Hrdy S.B., 2005, “Comes the child before the man: how cooperative breeding and prolonged post-weaning dependence shaped human potential”, βλ. Hewlett & Lamb 2005, σσ. 65–91.

Hrdy S.B., 2009, Mothers and Others: The Evolutionary Origins of Mutual Understanding. Κέμπριτζ, Belknap Press.

Ingold T., 1999, “On the social relations of hunter-gatherer bands”, βλ. Lee & Daly 1999, σσ. 399–410.

Ingold T., Riches D., Woodburn J., επιμ. 1988A, Hunters and Gatherers, τόμος I, History, Evolution and Social Change, Οξφόρδη, Berg.

Ingold T, Riches D, Woodburn J, επιμ. 1988b. Hunters and Gatherers, τόμος II: Property, Power and Ideology. Οξφόρδη, UK: Berg.

Kaplan H, Hill K, Hawkes K, Hurtado A. 1984. “Food sharing among Aché hunter-gatherers of eastern Paraguay”, Curr. Anthropol. 25, σσ. 113–15.

Keeley LH. 1996. War Before Civilization: The Myth of the Peaceful Savage, Νέα Υόρκη, Oxford Univ. Press.

Keeley L. 1997. “Frontier warfare in the early Neolithic”, βλ. Martin & Frayer 1997, σσ. 303–20.

Kelly RC. 2000. Warless Societies and the Origin of War. Ann Arbor, Univ. Mich. Press.

Kelly RL. 2013. The Lifeways of Hunter-Gatherers: The Foraging Spectrum, Νέα Υόρκη, Cambridge Univ. Press.

Knauft B, Abler R.S., Betzig L, Boehm C., Dentan R.K., et al., 1991, “Violence and sociality in human evolution”, Curr. Anthropol. 32 (4), σσ. 391–428.

Konner M., 1976, “Maternal care, infant behaviour and development among the !Kung”, βλ. Lee & DeVore 1976, σσ. 218–45.

Konner M.J., 2005, “Hunter-gatherer infancy and childhood: the !Kung and others”, βλ. Hewlett & Lamb 2005, σσ. 19–64.

Kramer K.L., 2010, “Cooperative breeding and its significance to the demographic success of humans”, Annu. Rev. Anthropol. 39, σσ. 417–36.

Kramer K.L., Greaves R.D., 2011, “Postmarital residence and bilateral kin associations among hunter-gatherers: Pumé foragers living in the best of both worlds”, Hum. Nat., 22, σσ. 41–63.

Leacock E., 1982, “Relations of production in band societies”, βλ. Leacock & Lee 1982, σσ. 159–70.

Leacock E., Lee R., επιμ. 1982. Politics and History in Band Societies. Κέμπριτζ, Cambridge Univ. Press.

LeBlanc S., Register K.E., 2003, Constant Battles: The Myth of the Peaceful, Noble Savage, Νέα Υόρκη, St Martins Press.

Lee R.B., 1979, The !Kung San: Men, Women and Work in a Foraging Society, Κέμπριτζ/Νέα Υόρκη, Cambridge Univ. Press.

Lee R.B. 2014, “Hunter-gatherers on the best-seller list: Steven Pinker and the Bellicose School’s treatment of forager violence”, J. Aggress. Confl. Peace Res., 6, σσ. 216–28.

Lee R.B. 2016, “In the bush the food is free”: The Ju/‘hoansi of Tsumkwe in the twenty-first century”, βλ. Codding & Kramer 2016, σσ. 61–87.

Lee R.B, Daly R.H., επιμ., 1999, The Cambridge Encyclopedia of Hunters and Gatherers, Κέμπριτζ, Cambridge Univ. Press.

Lee R.B, DeVore I, επιμ., 1976, Kalahari Hunter-Gatherers: Studies of the !Kung San and Their Neighbors, Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Leonard W.R., Robertson M.L., 1994, “Evolutionary perspectives on human nutrition: the influence of brain and body size on diet and metabolism”, Am. J. Hum. Biol., 6 σσ. 77–88.

Lorenz K. 1966, On Aggression, Νέα Υόρκη, Harcourt Brace.

MacKinnon K.C., Fuentes A., 2005, “Reassessing male aggression and dominance: the evidence from primatology”, στο Complexities: Beyond Nature and Nurture, επιμ., S. McKinnon, S. Silverman, σσ. 83–105. Σικάγο, Univ. Chicago Press.

Mailhot J. 1997. The People of Sheshatshit: In the Land of the Innu. Σεντ Τζονς, Inst. Soc. Econ. Res.

Marks S., 1972, “Khoisan resistance to the Dutch in the seventeenth and eighteenth centuries”, J. Afr. Hist., 13, σσ. 55–80.

Marlowe F. 1999. “Male care and mating effort among Hadza foragers”, Behav. Ecol. Sociobiol., 46, σσ. 57–64.

Marlowe F., 2010, The Hadza: Hunter-Gatherers of Tanzania, Μπέρκλεϊ, Univ. Calif. Press.

Marshall J., 1973, An Argument About a Marriage, Doc. Video, 18 min., Doc. Educ. Resour., Κέμπριτζ.

Marshall L., 1957, “The kin terminology system of the !Kung Bushmen”, Africa, 27, σσ. 1–25.

Marshall L., 1961, “Sharing, talking, and giving: relief of social tensions among the !Kung Bushmen”, Africa, 31, σσ. 231–49.

Marshall L. 1976. The !Kung of Nyae Nyae. Κέμπριτζ, Harvard Univ. Press.

Martin D., Frayer D., επιμ., 1997, Troubled Times: Violence and Warfare in the Past, Φιλαδέλφεια, Gordon and Breach.

Maschner H., 1997, “The evolution of Northwest coast warfare”, βλ. Martin & Frayer 1997, σσ. 267–302.

Mathew S., Boyd R., 2011, “Punishment sustains large-scale cooperation in prestate warfare”, PNAS 10 8 (28), σσ. 11375–80.

Mauss M. 1904–1905. «Essai sur les variations saisonnières des sociétés eskimos», Ann. Soc. 9:39–132.

Moodie T.D., 1840–1842, The Record, or a Series of Official Papers Relative to the Condition and Treatment of the Native Tribes of South Africa, Άμστερνταμ, A.A. Balkema.

Morgan L.H., 1881, Houses and House-Life of the American Aborigines.Ουάσινγκτον, Geol. Survey.

Morgan L.H., 1974 (1877), Ancient Society, Γκλόστερ, Peter Smith.

Myers FR. 1991. Pintupi Country, Pintupi Self: Sentiment, Place and Politics Among Western Desert Aborigines, Μπέρκλεϊ, Univ. Calif. Press.

Narvaez D. 2014. Neurobiology and the Development of Human Morality: Evolution, Culture and Wisdom, Νέα Υόρκη, Norton.

Narvaez D., Panksepp J., Schore A.N., Gleason T.R., επιμ., 2013, Evolution, Early Experience and Human Development, Οξφόρδη/Νέα Υόρκη, Oxford Univ. Press.

Narvaez D., Valentino K., Fuentes A., McKenna J.J., Gray P., επιμ., 2014. Ancestral Landscapes in Human Evolution: Culture, Childrearing and Social Wellbeing, Οξφόρδη/Νέα Υόρκη, Oxford Univ. Press.

Needham R., 1954, “The system of teknonyms and death-names of the Penan”, Southwest. J. Anthropol., 10, σσ. 416–31.

Nichols R.L., 2013, Warrior Nations: The United States and Indian Peoples, Νόρμαν, Univ. Okla. Press.

Oka R., Kissel M., Golitko M., Sheridan S.G., Kim N.C., Fuentes A., 2017, “Population is the main driver of war group size and conflict casualties”, PNAS, 114, E11101–10.

Passarge S., 1907, Die Buschmanner der Kalahari, Βερολίνο, Dietrich Reimer.

Penn N., 2006, The Forgotten Frontier: Colonist and Khoisan on the Cape’s Northern Frontier in the 18th Century, Άτενς, Ohio Univ. Press.

Peterson J.T., 1978, The Ecology of Social Boundaries: Agta Foragers of the Philippines. Ill. Stud. Anthropol. 11. Ουρμπάνα, Univ. Ill. Press.

Pike I.L., 2004, “The biosocial consequences of life on the run: a case study from Turkana district Kenya”, Hum. Organ., 63 (2), σσ. 221–35.

Pinker S. 2002. The Blank Slate: The Modern Denial of Human Nature, Νέα Υόρκη, Viking.

Pinker S. 2007. The surprising decline in violence. TEDTalk Video, 19min 19 s, TED, Νέα Υόρκη. https://www.ted.com/talks/steven_pinker_on_the_myth_of_violence.

Pinker S., 2011, The Better Angels of Our Nature: Why Violence Has Declined, Νέα Υόρκη, Viking.

Power C., Finnegan M., Callan H., επιμ., 2017, Human Origins: Contributions from Social Anthropology, Νέα Υόρκη/ Οξφόρδη, Berghahn.

Rival L., 1993, “The growth of family trees:Huaorani conceptualization of nature and society”, Man, 28 (4) σσ. 635–52.

Roebroeks W., επιμ., 2007, Guts and Brains: An Integrative Approach to the Hominin Record, Λέιντεν, Leiden Univ. Press.

Roksandic M., επιμ., 2004, Violent Interactions in theMesolithic: Evidence and Meaning, BAR Int. Ser. 1237, Οξφόρδη, Archaeopress.

Rousseau J.J., 2003 (1749), On the Social Contract, transl. GDH Cole. Νέα Υόρκη, Dover.

Rowthorn R., Seabright P., 2010, Property rights, warfare and the Neolithic transition, IDEI Work. Pap. 654, Inst.

Econ. Ind., Toulouse, Fr. https://www.tse-fr.eu/sites/default/files/medias/doc/wp/io/10-207.pdf.

Ryan C., Jetha C., 2010, Sex at Dawn: HowWe Mate, WhyWe Stray, and What It Means for Modern Relationships, Νέα Υόρκη, Harper.

Scelza B, Bliege Bird R. 2008. “Group structure and female cooperative networks in Australia’s Western Desert”, Hum. Nat. 19, σσ. 231–48 .

Sollas W., 1911, Ancient Hunters and Their Modern Representatives, Λονδίνο, McMillan

Steward J., 1938, Basin Plateau Aboriginal Sociopolitical Groups, Bull. Bur. Am. Ethnol. 120. Ουάσινγκτον, Smithson. Inst.

Sussman R.W., 2013, “Why the legend of the Killer Ape never dies: the enduring power of cultural beliefs to distort our view of human nature”, βλ. Fry 2013, σσ. 97–111.

Suttles W., επιμ., 1990, Handbook of the North American Indians, τόμος 7, Northwest Coast. Ουάσινγκτον, Smithson. Press.

Suzman J., 2017, AffluenceWithout Abundance: The DisappearingWorld of the Bushmen, Νέα Υόρκη, Bloomsbury.

Tanner N., 1981, On Becoming Human, Κέμπριτζ, Cambridge Univ. Press.

Thomas E.M., 1959, The Harmless People, Νέα Υόρκη, Knopf.

Tonkinson R., 1979, The Mardu Aborigines: Living the Dream in Australia’s Desert, Νέα Υόρκη, Harcourt.

Toussaint S., 1999, “Kimberley peoples of Fitzroy Valley, Western Australia”, βλ. Lee & Daly 1999, σσ. 339–42.

Turnbull C., 1973, The Mbuti Pygmies: Change and Adaptation, Νέα Υόρκη, Holt, Rinehart and Winston.

Van der Dennen J.M.G., 2005, Querela pacis: confession of an irreparably benighted researcher on war and peace. An open letter to Frans de Waal and the ‘Peace and Harmony Mafia.’ Open Lett., Univ. Groningen.

Wendorf F., επιμ., 1968, The Prehistory of Nubia, Ντάλας, SMU Press.

Wiessner P. 1982. “Risk, reciprocity and social influences in !Kung San economics”, βλ. Leacock & Lee, 1982, σσ. 61–84.

Wobst H.M., 1978, “The archeo-ethnology of hunter-gatherers, or the tyranny of the ethnographic record”, Am. Antiq., 43 σσ. 303–9.

Woodburn J., 1968, “Stability and flexibility in Hadza residential groupings. In Man the Hunter, επιμ. R.B. Lee, I. DeVore, σσ. 103–10. Σικάγο, Aldine.

Woodburn J., 1982, “Egalitarian societies”, Man, 17 (3), σσ. 431–51.

Wrangham R., 2009, Catching Fire: How Cooking Made Us Human, Νέα Υόρκη, Basic Books.

Wrangham R., Peterson D., 1996, Demonic Males: Apes and the Origins of Human Violence, Νέα Υόρκη:Houghton Mifflin.

Zihlman A., Tanner N., 1978, “Gathering and the hominid adaptation”, στο Female Hierarchies, επιμ., L. Tiger, H. Fowler, σσ. 163–94. Σικάγο, Beresford

Zihlman AL. 1978. “Women in Evolution Part II. Subsistence and social organization among early hominids”, Signs J. Women Cult. Soc., 4, σσ. 4–20.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 09 Νοεμβρίου 2023 17:27

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.