Δημοσιεύουμε την εισήγηση του Μαμαντού Μπα στη συνάντηση της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2016.
Στην εισήγησή του ο Μαμαντού Μπα κάνει μια εξαιρετική παρουσίαση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όπως αυτός εκφράζεται μέσα από την αντιμεταναστευτική της πολιτική –την πολιτική της Ευρώπης φρούριο. Στην εισήγηση γίνεται μια εκτενής περιγραφή της νομοθεσίας και των κατασταλτικών μηχανισμών που έχει αναπτύξει η Ε.Ε. για να καταστείλει τα μεταναστευτικά ρεύματα. Επιπλέον στο κείμενο αναπτύσσεται διεξοδικά η επιχειρηματολογία σχετικά με την υπεράσπιση του δικαιώματος της ελευθερίας στην μετακίνηση.
Αυτά τα σημαντικά προτερήματα του κειμένου αντισταθμίζουν την βασική του αδυναμία που εμφανίζεται στην κατάληξη του. Δηλαδή την αυταπάτη που φαίνεται ότι βρίσκεται στην βάση της σκέψης του συγγραφέα ότι η Ε.Ε. μπορεί τελικά να μεταρρυθμιστεί.
e la liberta
Αυτή η έκθεση παρουσιάστηκε στη συνάντηση της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2016. Ο κατάλογος των αιτημάτων με τα οποία τελειώνει, είχε ενσωματωθεί στην ανακοίνωση που εγκρίθηκε κατά τη συνεδρίαση αυτή: «Internationalism from below against Fortress Europe»1.
Mamadou Ba
Μετανάστευση: να σπάσoυμε τον κύκλο του θανάτου, να αποκαταστήσουμε την αξιοπρέπεια και την υπεράσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας
Για να σταματήσουν οι θανάτοι
είναι απαραίτητο να καταργηθούν τα σύνορα
Τις τελευταίες δεκαετίες, περίπου 1,2 εκατομμύρια μετανάστες ταξίδεψαν στην Ευρώπη από στεριά και θάλασσα. Αλλά το 2014 μόνο, 600.000 άνθρωποι έκαναν αίτηση ασύλου στο χώρο της ΕΕ και αυτός ο αριθμός σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ του 2015 και του 2016.
Από τότε που επικυρώθηκε η συμφωνία Σένγκεν το 1985, η Ευρώπη, με το πρόσχημα ότι έχει εξαλείψει τα εσωτερικά σύνορά της, έχει αναπτύξει ένα τεράστιο πολιτικό, νομικό, αστυνομικό και στρατιωτικό οπλοστάσιο επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής εναντίον της μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ευρώπη αναπτύσσει συνεχώς τα μέσα της καταστολής ενάντια στην ανθρώπινη μετακίνηση, μια ολόκληρη σειρά μέσων, τόσο πριν όσο και μετά τη Frontex, με σκοπό να εδραιώσει και να ενισχύσει αυτήν την πολιτική στρατηγική της κλείνοντας την πόρτα στους μετανάστες και καταδιώκοντάς τους άγρια.
Τα μέσα αυτά κυμαίνονται από το SIS (συγκέντρωση πληροφοριών Σένγκεν), ως την Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία), και περιλαμβάνουν την CRATE (κεντρική καταγραφή εξοπλισμού επιτήρησης - ένα πραγματικό πολεμικό οπλοστάσιο που περιλαμβάνει αεροπλάνα, ελικόπτερα, πλοία, δορυφόρους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη), τη RABIT (ταχεία δύναμη αντίδρασης), το FAST TRACK (ηλεκτρονική καταγραφή εξόδων εισόδων μεταναστών), το ICONet (δίκτυο πληροφόρησης και συντονισμού μέσω του Διαδικτύου των μεταναστευτικών ροών), το ESTA (ηλεκτρονικό σύστημα άδειας ταξιδίου), VIS (ενοποιημένο σύστημα για τις θεωρήσεις), τη Frontex, την παραστρατιωτική υπηρεσία για την επιτήρηση και τον έλεγχο των συνόρων, και την EUROSUR, το τελευταίο και πιο εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης των μεταναστών.
Τρεις δεκαετίες κακής πολιτικής
Το 1999, μέσω του προγράμματος Tempere, η Ευρώπη αποφάσισε να συντονίσει τη μεταναστευτική πολιτική της σε βαθμό που δεν είχε ξαναγίνει. Από το Σένγκεν στη Χάγη, η στρατηγική της σύσφιξης των μεταναστευτικών πολιτικών αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Η σύνοδος κορυφής της Σεβίλλης τον Ιούνιο του 2002 ενίσχυσε τη στρατηγική αυτή με τη δημιουργία ενός δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης (ILO). Το 2003, οι συμφωνίες του Δουβλίνου ΙΙ παγίωσαν τους κανόνες για τη βιομετρική βάση δεδομένων EURODAC. Το 2004, το πρόγραμμα της Χάγης προτάθηκε, σε συμφωνία με την Ύπατη Αρμοστεία, να ασχοληθεί με τις αιτήσεις ασύλου, καθώς και με τα αιτήματα παράτασης της μετανάστευσης, στο εξωτερικό. Μαζί με αυτό ήρθε μια υπηρεσία πληροφοριών για τις θεωρήσεις, το VIS, εισάγοντας μια εξαιρετικά περιοριστική πολιτική για τη χορήγηση θεωρήσεων στα ευρωπαϊκά προξενεία στη χώρα προέλευσης του μετανάστη, δήθεν ως ένας τρόπος για την ενίσχυση της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης. Αυτή η σειρά των μηχανισμών επιτήρησης και περιορισμών στη μετακίνηση τροφοδότησε την πολιτική ελέγχου της μετανάστευσης που οδήγησε στη δημιουργία, στις 26 Οκτωβρίου 2004, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRONTEX ).
Η «Ευρωπαϊκή περιπολία κατά της παράνομης μετανάστευσης» - ένα Δίκτυο Ελέγχου των Ευρωπαϊκών Συνόρων – που πραγματοποιήθηκε το 2006 στα Κανάρια νησιά, ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση της Frontex. Από τότε, η Frontex έχει πραγματοποιήσει αρκετές εκατοντάδες επίσημες και μυστικές επιχειρήσεις, από αέρος, ξηράς και θάλασσας, κυνηγώντας μετανάστες, κυρίως στα νότια και ανατολικά «σύνορα». Οι ενέργειες αυτές έχουν γίνει όλο και πιο τακτικές, και μερικές φορές υποστηρίζονται από το ΝΑΤΟ.
Το 2005, η Frontex, η οποία έχει τη βάση της στη Βαρσοβία, είχε έναν προϋπολογισμό μόλις πάνω από 6 εκατομμύρια ευρώ. Τώρα είναι αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Ο στόλος της Frontex έχει πάνω από εκατό πλοία, περίπου 25 ελικόπτερα, περισσότερα από είκοσι αεροπλάνα, μεταξύ των οποίων drones και περισσότερα από τετρακόσια τμήματα εξοπλισμού επιτήρησης διαφόρων ειδών (μεταξύ των οποίων δορυφόρους, ραντάρ, καθώς και βιομετρικές και άλλα είδη συσκευών ανίχνευσης). Διαθέτει προσωπικό 300 υπαλλήλων, πέρα από το επιχειρησιακό προσωπικό της. Το 2010, η Ευρώπη αποφάσισε να αυξήσει τον στρατηγικό ρόλο και τις αρμοδιότητες της Frontex, δίνοντας όχι μόνο τη δυνατότητα να αποκτήσει το δικό της εξοπλισμό (αγορά ή ενοικίαση του στρατιωτικού οπλοστασίου της), αλλά και να οργανώσει ναυλωμένες πτήσεις για μαζικές απελάσεις.
Με το EUROSUR (το σύστημα επιτήρησης των συνόρων), που συνδέεται με τη FAST TRACK (ηλεκτρονική καταγραφή της εισόδου και της εξόδου των μεταναστών), καθώς και το ESTA (Ηλεκτρονικό Σύστημα για Ταξιδιωτική Άδεια), η Frontex έγινε το πιο εξελιγμένο και ισχυρό στρατιωτικο-αστυνομικό σύστημα που εφευρέθηκε στην Ευρώπη μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να καταδιώκει άγρια ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι μετανάστες.
Είναι ένας πολεμικό οπλοστάσιο ανώτερο από αυτό πολλών χωρών στον κόσμο. Η αύξηση της δύναμης των κατασταλτικών ικανοτήτων της Frontex, και, συνεπώς, ολόκληρης της μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρώπης, την έχει κάνει πολύ πιο δύσκολη και επικίνδυνη για εκείνους που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη. Όσο ποιό περιοριστική γίνεται η μεταναστευτική πολιτική, τόσο πιο θανατηφόρα γίνεται η οδύσσεια που αναλαβάνεται από τους μετανάστες.
Όπως η Frontex, έτσι και τα κέντρα κράτησης και η διοικητική κράτηση των μεταναστών είναι επίσης μέρη ενός πολιτικού συστήματος για τον έλεγχο και τον περιορισμό της κινητικότητας, τα οποία γίνονται απάνθρωπα και διαιωνίζουν την αποικιακή ιστορία των σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης και μεγάλου μέρους του υπόλοιπου κόσμου.
Η συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι ότι τα σύνορα της Ευρώπης έχουν γίνει πραγματικά υπαίθρια νεκροταφεία. Η δολοφονία των μεταναστών στα σύνορα της Ευρώπης είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να κρύβεται. Η μετανάστευση έχει γίνει όχι μόνο μια επιχείρηση, αλλά και μια πολιτική του θανάτου, που χρησιμοποιείται σκόπιμα για να αποτρέψει και να εκβιάσει όσους θέλουν να μεταναστεύσουν, καθώς και τις χώρες καταγωγής τους ή/και διέλευσής τους.
Για να σταματήσουν οι συνεχείς τραγωδίες στις ακτές της Ευρώπης, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε δεκάδες χιλιάδες θανάτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και εντάθηκαν δραματικά με τον πόλεμο στη Συρία, είναι επείγον να αναπτυχθεί μια εναλλακτική πολιτική απέναντι στις σημερινές πολιτικές μετανάστευσης και τις καταστροφικές συνέπειές τους. Αυτή πρέπει αναπόφευκτα να συμπυκνώνει μια ποικιλία εμπειριών στον αγώνα για την οικοδόμηση αντίστασης και να αναπτύξει μια διαφορετική πολιτική για τη μετανάστευση.
Λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό πλαίσιο της πολιτικής εξάρθρωσης του κοινωνικού κινήματος και της προγραμματικής υποχώρησης των παραδοσιακών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων σε αυτό το επίπεδο, πρέπει πραγματικά να ξεκινήσουμε μια μαχητική διαδικασία οικοδόμησης πολιτικών απαντήσεων. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να εγκαινιάσει ένα κίνημα, που όχι μόνο θα αλλάζει το παράδειγμα της μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά πάνω από όλα θα αντιμετωπίζει και θα έρχεται σε ρήξη με το σημερινό πολιτικό μοντέλο που στηρίζει τις πολιτικές μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ήττα της σημερινής πολιτικής του θανάτου συνεπάγεται αναπόφευκτα την ήττα του καπιταλισμού.
Για να απαντήσουμε στην τραγωδία των θανάτων αυτών και να υπερασπιστούμε την ελευθερία της μετακίνησης, πρέπει να αντιταχθούμε στην Ευρώπη ως πολιτικό μηχανισμό που δημιουργεί γεωγραφικές περιοχές με ρατσιστικούς, σεξιστικούς και φαλλοκρατικούς αποκλεισμούς, μετατρέπει την ανθρώπινη κινητικότητα σε εμπόρευμα, κλείνει, σε συνεργασία με άλλες χώρες και στρατιωτικοποιεί τα σύνορα και αντιμετωπίζει ως εγκληματίες τους μετανάστες. Πρέπει να απαιτήσουμε την κατάργηση της Frontex. Δυστυχώς, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική είναι μέρος της ιστορικής συνέχειας του ιμπεριαλισμού μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, που μετατρέπει την κινητικότητα σε μια επιχειρηματική ευκαιρία και σε ένα γεωπολιτικό σκακιστικό παιχνίδι.
Οικουμενικότητα και σύνορα
Μεταξύ της Δουλείας και του Ολοκαυτώματος, μεταξύ του Αποικισμού και των αγώνων για την Εθνική Απελευθέρωση, το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα, φάνηκε τελικά να υποβάλει την ιδέα ότι θα ήταν εγγυημένη η ελευθερία των ανθρώπων να έρχονται και να φεύγουν, ως αδιαμφισβήτητο επίτευγμα του πολιτισμού. Και για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαμε οδηγηθεί να πιστεύουμε ότι η ικανότητα να ταξιδεύουμε, εύκολα και άνετα, ήταν μη αναστρέψιμο σημάδι προόδου και πολιτισμού. Γιατί αυτό οφελεί την επαφή, την εγγύτητα και, πάνω απ' όλα, τη δυνατότητα θεωρητικά να διαλυθούν τα συμβολικά και τα πραγματικά όρια μεταξύ των ανθρώπων. Η ευκολία, άνεση και ευρεία ελευθερία αυτού του ταξιδιού χωρίς κανενός είδους εμπόδιο είναι οι βασικές συνιστώσες της ελεύθερης κυκλοφορίας. Και, στην ουσία, η ιδέα της «νεωτερικότητας» και της «προόδου» κατασκεύασε ένα είδος συναίνεσης γύρω από διάφορες κοινωνικές, νομικές και πολιτικές συμβάσεις για την ελεύθερη κυκλοφορία. Από όλες αυτές τις συμβάσεις - τόσο εκείνες που προέκυψαν από την αναγνώριση ιστορικού τραύματος, όπως το Ολοκαύτωμα, καθώς και εκείνες που προέκυψαν από απόκρυψη ή άρνηση ιστορικού τραύματος, όπως η δουλεία και η αποικιοκρατία - ένα πράγμα γίνεται σαφές: το δίκαιο και τα δικαιώματα είναι πολιτικά εργαλεία που εξαρτώνται από την ισορροπία των αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων και τα συμφέροντα που υπερασπίζονται και προστατεύουν. Και το διεθνές δίκαιο, το οποίο υποτίθεται ότι βασίζεται στην αρχή της οικομενικότητας, εξαρτάται επίσης από αυτή την πραγματικότητα, στην οποία είναι το αστικό κράτος που καθορίζει τα όρια αυτού που ανήκει σε μια δεδομένη πολιτική κοινότητα και τις ελευθερίες που συνδέονται με αυτό.
Στην πραγματικότητα, ο σύγχρονος πολιτικός και νομικός οικουμενισμός είναι μέρος του προβλήματος και είναι πολύ κατώτερος των προσδοκιών, διότι, εκτός του ότι είναι ευρωκεντρικός, ιμπεριαλιστικός και καπιταλιστικός, είναι περισσότερο αφηρημένος και ρητορικός παρά χειροπιαστός, επειδή γεννήθηκε από την αλαζονεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού ο οποίος, όταν προσπάθησε να «εκπολιτίσει», στην πραγματικότητα σκλάβωσε και αποίκησε στο όνομα της δήθεν «ηθικής ανωτερότητας» του.
Αιώνες μετά την αναγκαστική μαζική μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων, όχι ως ατόμων, αλλά ως εμπορευμάτων, μετά από χρόνια που εκατομμύρια άνθρωποι, στις ίδιες τους τις χώρες σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, μπορούσαν, ως αποτέλεσμα του αποικιακού ιμπεριαλισμού που τροφοδότησε τον καπιταλισμό, να μετακινηθούν μόνο εντός των ορίων που καθορίζονταν από τον αποικιοκράτη κατακτητή, και, τέλος, μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που τα έθνη συμφώνήσαν σε μια πολιτική διευθέτηση που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση για την ελεύθερη κυκλοφορία μέσω της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εμπνευσμένης από τη γαλλική επανάσταση, γινόμαστε σήμερα και πάλι μάρτυρες της πολιτικής διαχείρισης της ανθρώπινης κινητικότητας, σαν να ήταν ένα εμπόρευμα.
Στην πραγματικότητα, ο οικουμενισμός γεννήθηκε ελλιπής, επειδή γεννήθηκε από μια ανθρωπότητα που είχε εσκεμμένα ακρωτηριαστεί από ένα σημαντικό μέρος του εαυτού της. Επειδή όταν γεννήθηκε, η πλειοψηφία της ανθρωπότητας εξακολουθούσε να θεωρείται κατώτερη, ή ακόμα και να θεωρείται ότι δεν ήταν εντελώς ένα μέρος της ανθρώπινης κοινότητας. Ο πολιτικός και νομικός οικουμενισμός στον οποίο στηρίζεται το σημερινό σύστημα γεννήθηκε ρατσιστικός και παραμένει ρατσιστικός.
Ο νόμος ανέπτυξε την ιδέα του ανήκειν σε μια κοινότητα και ο ίδιος θεωρήθηκε εργαλείο για τη διαχείριση των σχέσεων εντός της κοινότητας και μεταξύ των κοινοτήτων. Για το νομικό σύστημα του αστικού κράτους, το ζήτημα του «ανήκειν» πάντα ήταν και θα είναι, καθοριστικό. Είναι το ζήτημα του να είσαι, ή να μην είσαι, ένα μέρος αυτού. Ο οικομενισμός, ενώ αναγνωρίζει την ανθρωπότητα των ατόμων, τα χωρίζει σε συχνά αυστηρές, πολιτικές κατηγορίες, για παράδειγμα μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών. Και αυτό θα σηματοδοτήσει για πάντα τα όρια και το πεδίο της διαχείρισης της ανθρώπινης κινητικότητας.
Όλα τα μέσα πολιτικής και οι μηχανισμούς που προέκυψαν υπό αυτές τις συνθήκες υπέταξαν την ισότητα στις άλλες πολιτικές κατηγορίες που είχαν αναπτυχθεί, όπως το κράτος και το έθνος, ημεδαποί και αλλοδαποί. Η ταυτοποίηση και ο διαχωρισμός είναι μια άλλη συνέπεια αυτής της πολιτικής. Επειδή τα σύνορα, πάνω από τη γεωγραφική πραγματικότητα, είναι πολιτικές δομές. Τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ευρώπη ενσωματώνουν την ρατσιστική ιδεολογία της «Ευρώπης-φρούριο», που μετατρέπει το διωγμό των μεταναστών σε ένα πολιτικό πρόγραμμα.
Το έθνος-κράτος αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση του ποιός ανήκει στην κοινότητα και μετατρέπει τον έλεγχο πάνω στα σύνορα και την ανθρώπινη κινητικότητα σε ένα βασικό ζήτημα μέσα στο γεωπολιτικό πλαίσιο της καθοδηγούμενης από την αγορά παγκοσμιοποίησης, που συμφωνήθηκε και ελέγχεται από αντιδημοκρατικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Τα σύνορα του έθνους-κράτους και η διαχείριση αυτών των συνόρων σκάλωσαν σε αυτή την αντιπαράθεση μεταξύ αποδοχής, στη θεωρία, ότι η ελεύθερη κυκλοφορία είναι «οικουμενική» και της ανάληψης της εξουσίας και της πολιτικής νομιμοποίησης ελέγχου ή περιορισμού της μετακίνησης αυτής, ανάλογα με τα αντιπαρατιθέμενα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Η ωμή βία των συνόρων
Τα σύνορα είναι έτσι πολιτικά εργαλεία κοινωνικής οργάνωσης σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, που καθορίζουν όχι μόνο ποιος ανήκει σε ορισμένους χώρους, αλλά και ποιος καθορίζει οικονομικά και πολιτικά το ποιος έχει πρόσβαση σε αυτούς, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά και πραγματικότητες που προκύπτουν από τις διαθέσιμες πολιτικές επιλογές ή μέσα από αντιπαράθεση.
Η οικονομική ανάπτυξη που έχει φέρει η τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος και η συνακόλουθη αύξηση του πλούτου στον κόσμο, δεν έχει θολώσει αυτά τα όρια. Μάλλον, σε μερικές περιπτώσεις, τα έχει ενισχύσει.
Τέτοιες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις είναι μια αντανάκλαση των παρελθουσών και των παρούσων οικονομικών και πολιτικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Αυτές είναι σχέσεις στις οποίες ένα μέρος της ανθρωπότητας, αφού υποδούλωσε, αποίκισε και εκμεταλλεύτηκε τον υπόλοιπο κόσμο, συσσώρευσε υλικό και επιστημονικό πλούτο και συνεχίζει να το κάνει, χωρίς να θέλει να τον μοιραστεί. Έτσι χτίζει φυσικά και συμβολικά τείχη για να εμποδίσει την πρόσβαση όσων είχε προηγουμένως λήστεψει.
Είναι από αυτή την άνιση σχέση που αναδύονται τα φυσικά και συμβολικά όρια μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεταξύ εκείνων που έχουν τα πάντα ή το όνειρο της απόκτησης τους, και εκείνων που δεν έχουν σχεδόν τίποτα και δεν μπορούν ποτέ να ονειρευτούν ότι θα έχουν κάτι πολύ περισσότερο, ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να κάνουν το οτιδήποτε και εκείνους που μπορούν να προσβλέπουν σε πολύ λίγα. Έτσι, οι χώρες που έγιναν πλούσιες αφού μάδησαν άλλες, αποφάσισαν να κλείσουν την πόρτα και να κρατήσουν τα πάντα τα οποία θα έπρεπε να ανήκουν σε όλους. Αυτή είναι η ιστορία της μετανάστευσης σήμερα. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο υψώνονται τα τείχη από όλες τις πλευρές εναντίον των μεταναστών που απλώς επιδιώκουν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Οι άνθρωποι μεταναστεύουν επειδή πρέπει, επειδή προσβλέπουν σε κάτι καλύτερο από αυτό που έχουν, ή τουλάχιστον ίσο με αυτό που έχουν οι άνθρωποι στις χώρες που τους λεηλάτησαν και συνεχίζουν να τους εκμεταλλεύονται. Και έχουν κάθε δικαίωμα όχι μόνο να προσβλέπουν σε μια καλύτερη ζωή, αλλά στην πραγματικότητα να ζήσουν καλύτερα.
Σύμφωνα με διάφορες ΜΚΟ, ο αριθμός των νεκρών έχει ήδη ξεπεράσει τις 40.000 κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι πραγματικοί αριθμοί θα μπορούσαν να είναι τρεις φορές περισσότεροι, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που αναφέρονται παραπάνω. Και ακόμα έχουμε την προεξόφληση των θανάτων από ασφυξία κατά τη διάρκεια απελάσεων και ανακρίσεων σε κέντρα κράτησης, εκείνων που σκοτώθηκαν από τις σφαίρες στα χερσαία σύνορα και στις στρατιωτικοποιημένες παραμεθόριες περιοχές, καθώς και θανάτων από αυτοκτονίες, την πείνα, τη δίψα, το κρύο και τη ζέστη κατά μήκος των διαφόρων διαδρομών. Μπορούμε, στην πραγματικότητα, να εκτιμήσουμε σε περίπου 70.000 έως 80.000 τον αριθμό των ανθρώπων που πνίγηκαν προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη, που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό του συνόλου των θανάτων μεταναστών στον κόσμο.
Η διασυνοριακή πολιτική της Ευρώπης είναι δολοφονική. Η εναλλακτική λύση είναι η ελεύθερη κυκλοφορία, η αλληλεγγύη και το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πρέπει να αντιτάσσουμε στην ιδεολογία της αναχαίτισης και του κλεισίματος, ένα διεθνιστικό όραμα και ένα σοσιαλιστικό πρόταγμα της κοινωνίας που υπερασπίζεται όλες τις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελευθερίας να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν μια καλύτερη ζωή σε οποιαδήποτε χώρα επιλέγουν οι άνθρωποι - όπου μπορούν. Αυτή η μάχη πρέπει να είναι μέρος της πολιτικής πάλης για την υπεράσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας, του δικαιώματος να έρχονται και να φεύγουν, του δικαιώματος να επιλέγουν και να αλλάζουν τόπο διαμονής, εξασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα αυτά παραμένουν μεταξύ των δικαιωμάτων που είναι αναφαίρετα και αδιαπραγμάτευτα. Για να σταματήσουν οι θάνατοι στα σύνορα της Ευρώπης, είναι απαραίτητο να τερματιστεί η πολιτική γεωγραφία της «Ευρώπης-φρούριο». Στο μέτρο που τα σύνορα είναι περισσότερο ένα πολιτικό κατασκεύασμα από μια γεωγραφική πραγματικότητα, ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα θα υποστηρίξει ανοιχτά και κατηγορηματικά το τέλος όλων των συνόρων, των φυσικών και συμβολικών, κοινωνικών και πολιτιστικών, νομικών και πολιτικών.
Καταπολεμώντας τη διασυνοριακή πολιτικής
ως μέσο οικονομικής υποδούλωσης
Στην πραγματικότητα, είναι από το 1985 που από σύνοδο σε σύνοδο, η μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης έχει αρχίσει σιγά-σιγά να θέτει σε εφαρμογή την ποινικοποίηση της μετανάστευσης και την ανάθεση της φύλαξης των συνόρων της σε συνεργασία με άλλες χώρες, όπως προβλέπεται από τη Σένγκεν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενοποίησε έτσι τη στρατιωτικοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής της μέσα από μια ποικιλία αστυνομικών και στρατιωτικών μέτρων, το πιο προηγμένο από τα οποία είναι αναμφισβήτητα η Frontex.
Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες, ο πόνος της ξενιτιάς για αναρίθμητους λόγους συνοδεύτηκε από αναρίθμητες τραγωδίες κατά μήκος των διαδρομών της μετανάστευσης, που σχεδόν πάντα καταλήγουν σε θανάτους και εξαφανίσεις. Ο θάνατος έγινε η αναπόφευκτη συνέπεια της μετανάστευσης.
Παντού στην Ευρώπη, κατά μήκος όλων των συνόρων της, τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά, από τον Ατλαντικό μέχρι τη Μεσόγειο, από τη Θέουτα και τη Μελίγια μέχρι τη Λαμπεντούζα και τα ελληνο-τουρκικά σύνορα, περνώντας από τα τουρκο-βουλγαρικά και τα ουγγρο-αυστριακά σύνορα, από την ευθεία από το Γιβραλτάρ στο Αιγαίο, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική έχει βασιστεί επί της ουσίας, όχι μόνο στην ποινικοποίηση των μεταναστών, μεταφέροντας τους συνοριακούς ελέγχους στο εξωτερικό, όπου μπορεί, και σε μια επακόλουθη στρατιωτικοποίηση αυτών των συνόρων, αλλά παράλληλα και στην εμπορευματοποίησή τους μέσω διμερών εμπορικών σχέσεων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο αριθμός των θανάτων στα σύνορα αυξάνεται συνεχώς. Οι αριθμοί είναι δύσκολο να ελεγχθούν απλώς και μόνο εξαιτίας των περιστάσεων υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι μετακινήσεις· αλλά και επειδή οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι -και όχι μόνο αυτοί- προσπαθούν να αποκρύψουν την πραγματική τραγωδία από τη δική τους κοινή γνώμη, και το ίδιο κάνουν και οι χώρες διέλευσης. Οι τελευταίες είναι υποχρεωμένες να καταγράφουν τη ροή των μεταναστών, στο πλαίσιο των διαφόρων συμφωνιών συνεργασίας για τη μεταφορά των συνοριακών ελέγχων στις χώρες προέλευσης, και πρέπει να αποδείξουν την ικανότητά τους σ αυτό τον τομέα για να αποφύγόυν τις οικονομικές κυρώσεις από την άποψη της διμερούς συνεργασίας.
Αν αθροίσουμε το κόστος των εγκαταστάσεων κράτησης σε τρίτες χώρες (45.800.000 ευρώ), της παροχής τεχνικής βοήθειας σε γειτονικά δικτατορικά καθεστώτα (74.660.000 ευρώ), των οχυρώσεων (τοίχοι) στην Ισπανία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία (76.600.000 ευρώ), του εξοπλισμού για την αστυνόμευση των συνόρων (225.710.000 ευρώ), των προγραμμάτων της «έρευνας και ανάπτυξης» (230 εκατομμύρια ευρώ), των «προσπαθειών συντονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο» (954.717.510 ευρώ), της Frontex (669.600.000) και των απελάσεων (11,3 δις ευρώ), το συνολικό ποσό έρχεται στα 12.649.368.000 ευρώ.
Τα ποσά αυτά αποτελούν μέτρο των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται στους συνοριακούς ελέγχους της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Η υποκρισία των ισχυρισμών σχετικά με την αναπτυξιακή συνεργασία, η οποία υποτίθεται ότι θα είναι αποφασιστική για την προσαρμογή των πληθυσμών στις χώρες καταγωγής τους μέσω των πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης, είναι ξεκάθαρη. Αποκαλύπτεται από την διαφορά μεταξύ της συνολικής αξίας αυτής της αναπτυξιακής βοήθειας, η οποία σήμερα ανέρχεται στο 0,42% του ΑΕΠ της ΕΕ, και στα περισσότερα από τα 12 δισεκατομμύρια (12.649.368.000) ευρώ που διατίθενται για τα έξοδα διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ.
Αν στη συνέχεια συγκρίνουμε τα 1.800.000.000 ευρώ που υποσχέθηκαν στην αφρικανική ήπειρο κατά την τελευταία σύνοδο κορυφής στη Βαλέτα μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής και τα περισσότερα από 3.000.000.000 ευρώ που υποσχεθέθηκαν στην Τουρκία για να αντιμετωπίσει την «κρίση των προσφύγων», με τα 11,3 δις ευρώ που προορίζονται αποκλειστικά για απελάσεις, γίνεται σαφές ότι η πολιτική των συνόρων αφορά κυρίως στο κλείσιμο και όχι στο άνοιγμα.
Με βάση την έννοια της «κυκλικής μετανάστευσης» που αναπτύχθηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας αυτού του αιώνα, οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν με μια αποφασιστική κίνηση να νομιμοποιήσουν πολιτικά δύο είδη αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες, τόσο στο νομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό μετατοπίζεται οριστικά το δικαίωμα στη μετακίνηση από τη σφαίρα των δικαιωμάτων στη σφαίρα των εμπορικών σχέσεων.
Μετά από δεκαετίες επιβολής των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής σε συμπαιγνία με τους οργανισμούς του Bretton Woods, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, και υποδαυλίζοντας τις συγκρούσεις και τους πολέμους που υπάρχουν στις φτωχές χώρες προέλευσης των μεταναστών και προκαλώντας τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρησιμοποιήσει τον οικονομικό εκβιασμό για να υποχρεώσει τις χώρες προέλευσης και διέλευσης να αναλάβουν την ευθύνη για τη διαδικασία. Η κινητικότητα των ανθρώπων ως εμπόρευμα έχει γίνει ο πολιτικός κανόνας. Όπως και κάθε άλλη πρώτη ύλη, έχει γίνει ένα ζήτημα των επιχειρήσεων στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης και των χωρών προέλευσης των μεταναστών. Γίνεται κομβικής σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες διέλευσης και προέλευσης υποχρεώνονται να διαχειρίζονται τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, σε αντάλλαγμα για λίγα ψίχουλα από τα χρήματα που διατίθενται για την επιτήρηση των συνόρων και την καταστολή των προσώπων που επιθυμούν να μεταναστεύσουν.
Με αυτή την πολιτική, η ΕΕ ενίσχυσε και τους εσωτερικούς μηχανισμούς της καταστολής σε βάρος των μεταναστών, ενώ, επίσης, ανέθεσε στις κυβερνήσεις των γειτονικών χωρών την καταστολή της μετανάστευσης, μέσω συμφωνιών και προγραμμάτων με «τρίτες χώρες».
Από τη σύνοδο κορυφής Ευρώπης-Αφρικής στη Λισαβόνα το 2007, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυσε αυτό τον οικονομικό εκβιασμό μέσω των γνωστών συμφωνιών οικονομικής εταιρικής σχέσης (EPA), χρησιμοποιώντας τη μεταναστευτική πολιτική ως νεοαποικιακό μηχανισμό στις διμερείς σχέσεις της με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών.
Ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα είναι να αντιμετωπίσουμε αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάπτυξη γεωγραφικών περιοχών αποκλεισμού, ρατσιστικών, σεξιστικών και φαλλοκρατικών περιοχών, για την μετατροπή της ανθρώπινης κινητικότητας σε εμπόρευμα, το κλείσιμο και την στρατιωτικοποίηση των συνόρων της, ενώ προωθεί τους ελέγχους πάνω στις χώρες προέλευσης. Πρέπει να καταπολεμηθεί η ποινικοποίηση των μεταναστών. Είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι μετανάστες είναι κάτι περισσότερο από αριθμούς σε μια σκοτεινή και μακάβρια λογιστική πράξη· είναι πολιτικοί παράγοντες και πιθανοί πρωταγωνιστές των πραγματικών αλλαγών στην μεταναστευτική πολιτική. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να επιδιώξουμε να δημιουργήσουμε με τους μετανάστες, μέσα από όλες τις διάφορες δυνατές μορφές οργάνωσης, εναλλακτικές πολιτικές απαντήσεις που θα έρχονται σε ρήξη με την εμπορική και ωφελιμιστική λογική που τους υποβιβάζει σε απλές στατιστικές. Σύμφωνα με τις δικές της πολιτικές ατζέντες και τα συμφέροντά της, η Ευρώπη τείνει να κλειστεί εντός των ορίων μιας διάκρισης μεταξύ πολιτικού χώρου και ιστορικού χρόνου, και να γίνει όχι μόνο ένας κλειστός χώρος αποκλεισμού, αλλά ένα πραγματικό πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό φρούριο εναντίον των μεταναστών.
Έτσι, η ιστορία και η γεωγραφία (κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική, κλπ) του παρελθόντος και του παρόντος προδιαθέτει σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του τι σημαίνει η κατηγορία «πολίτης» στην Ευρώπη και ποιός μπορεί ή δεν μπορεί να είναι ένα μέρος της, με σαφή πρόθεση να αποκλείσει τους αλλοδαπούς. Κοιτάζοντας τη μετανάστευση σήμερα αναγκαζόμαστε να αποδομήσουμε τη ρητορική σχετικά με την «Ευρώπη των δημοκρατικών αξιών» και, φυσικά, καλούμαστε να την καταγγείλουμε και να την αντιμετωπίσουμε ιδεολογικά. Αυτή η αντιπαράθεση για την κατάσταση των μεταναστών στην Ευρώπη αναγκαστικά περιλαμβάνει την αποδόμηση των διαφόρων μύθων που τροφοδοτούν τη φαντασία και την καθημερινή πραγματικότητα της πολιτικής πρακτικής των ανθρώπων και των κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η ιστορία, πάντα μέσα από ευρωκεντρικό φακό, που με την πάροδο του χρόνου έχει γίνει η επικρατούσα άποψη, απαιτεί την αποσιώπηση και την συγκάλυψη μιας σειράς εκδηλώσεων που σχετίζονται με την (ανα)παραγωγή του καπιταλισμού στη διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής. Τέτοιες κυρίαρχες αφηγήσεις παραλείπουν μια ολόκληρη σειρά από πρακτικές που είναι βαθιά ριζωμένες στα πραγματικά και συμβολικά πλαίσια της βίας, της εκμετάλλευσης, της απαλλοτρίωση και της κυριαρχίας.
Έτσι, η ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης των συνόρων είναι ένα συστατικό της καπιταλιστικής κυριαρχίας που ασκείται πάνω στις χώρες προέλευσης των μεταναστών.
«Δουλεύοντας με ανασφάλεια»,
για να μπορεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες
Η ανάπτυξη του εθνικισμού, του λαϊκισμού και κυρίως της άκρας δεξιάς, είναι η άλλη όψη της σημερινής κρίσης του αστικού καθεστώτος και του καπιταλιστικού συστήματος. Οι σημερινές οικονομικές και πολιτικές κρίσεις ενθαρρύνουν την απλοϊκή και εύκολη ρητορική, τις μανιχαϊστικές διαιρέσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό, διότι, σε μεγάλο βαθμό, συνιστούν κρίση των εναλλακτικών λύσεων και απογοήτευση, όχι μόνο για τα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, αλλά και για ό,τι έχει εσφαλμένα γίνει γνωστό ως η «μεσαία τάξη».
Για την καταπολέμηση του εθνικισμού, του λαϊκισμού και, πιο συγκεκριμένα, της άκρας δεξιάς, πρέπει να πάμε πέρα από την άνετη ζώνη των απόλυτων δογματικών βεβαιοτήτων και να κάνουμε μία ριζοσπαστική θεωρητική και πολιτική ρήξη! Είναι ένα δύσκολο έργο. Η συζήτηση είναι δύσκολη. Αλλά η πραγματικότητα και οι προκλήσεις που θέτει δεν προσφέρονται για εύκολες απαντήσεις.
Σε μια εποχή που η παλιά Ευρώπη σηκώνει το κεφάλι της για άλλη μια φορά μέσα από τις νέες ιδεολογικές διαμορφώσεις του εθνικισμού και του φασισμού, με μια σειρά από τραγωδίες στις πύλες της Ευρώπης και στο εσωτερικό της - μια αντανάκλαση της πολιτικής του θανάτου, μέσα στην οποία η πολιτική στρατηγική της «Ευρώπης-φρούριο» και η συνακόλουθη παράνοιά της για την ασφάλεια έχουν μεταβάλει την μεταναστευτική πολιτική - είναι επιτακτική ανάγκη να επικεντρωθούμε στη συζήτηση για τη μετανάστευση ως τέτοια, και να την τοποθετήσουμε εκεί που πρέπει να βρίσκεται: σε μια ασυμβίβαστη πάλη για την ελευθερία και την ισότητα, καθώς και ενάντια στον λαϊκίστικό εθκικο-φασισμό που βρίσκεται σε άνοδο στην Ευρώπη, ενάντια στην ανόδο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, καθώς και ενάντια σε όλα τα σύνορα.
Η παράνοια της ασφάλειας και ο πυρετός του πολέμου υπαρχουν σε όλους τους τομείς της γλώσσας και της πολιτικής στρατηγικής που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Ας κοιτάξουμε απλώς στην ποσότητα των πολεμικών διατυπώσεων που βρήσκονται στον πολιτικό λόγο και τις νομικές και διοικητικές διατάξεις για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Μπορούμε εύκολα θα συναντήσουμε φράσεις όπως: «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», «καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης», «καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος», «πόλεμος κατά των μαφιών», «ενισχυμένη χερσαία και θαλάσσια επιτήρηση», «ενίσχυση του ελέγχου του εναέριου χώρου για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της διατήρησης της δημόσιας τάξης», «εκπαίδευση των αστυνομικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των νέων απειλών από την παράνομη μετανάστευση και την τρομοκρατία και, συνεπώς, ανάγκη για στενότερη αστυνομική και στρατηγική συνεργασία», «ανάγκη για καθιέρωση βιομετρικών συστημάτων για να βελτιωθεί η ανίχνευση και πρόληψη του οργανωμένου εγκλήματος που συνδέεται με την αύξηση της μετανάστευσης που τροφοδοτεί το οργανωμένο έγκλημα και τη διεθνική τρομοκρατία», κ.λπ. Από την πολιτική ρητορεία ως την νομική και διοικητική ορολογία, τα πάντα χρησιμεύουν για να προωθήσουν μια αφήγηση φόβου για τη μετανάστευση και κατά των μεταναστών, προκειμένου να δικαιολογήσουν την καταστολή τους και να νομιμοποιήσουν τους νόμους έκτακτης ανάγκης που στιγματίζουν και εισάγουν διακρίσεις εις βάρος τους.
Να απαντήσουμε
στην άνοδο της ξενοφοβίας στην Ευρώπη
Όπως έχουμε δει τα τελευταία χρόνια με τη γενική άνοδο της άκρας δεξιάς, το γεγονός ότι τα παραδοσιακά κόμματα έχουν δημιουργήσει μια αρνητική συναίνεση στην ατζέντα της διαφορετικότητας και της διαφοράς, αυτό δεν είναι πια αρκετό για να επισκιάσει την ακροδεξιά που κερδίζει κοινωνική και πολιτική δύναμη, με μια αυξανόμενη κοινωνική βάση και μια αναπτυσσόμενη πολιτική νομιμοποίηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, χθες και σήμερα, σε αντπαράθεση με τον αντιδραστικό εθνικισμό, η επιτακτική απαίτηση για την ιθαγένεια με βάση την κατοικία σημαίνει ότι πρέπει να αγωνιστούμε αδιάλλακτα για την κατάργηση των συνόρων, για το δικαίωμα των μεταναστών να ψηφίζουν, και εννατίον του ρατσισμού.
Υπάρχει ένας πολλαπλασιασμός νόμων που, με το πρόσχημα της υπεράσπισης του κοσμικού κράτους ή του δυτικού κοινωνικού και πολιτιστικού μοντέλου – το οποίο υποτίθεται είναι πιο προηγμένο, αλλά τώρα απειλείται από την παρουσία των κοινοτήτων των μεταναστών και τις πολιτιστικές τους πρακτικές - αποτελούν μέρος ενός ρατσιστικού ιδεολογικού δόγματος της πολιτιστικής υπεροχής η οποία αντικειμενικά στρέφεται κατά των «μη-Ευρωπαίων», αν και πολλοί από αυτούς έχουν γεννηθεί στην Ευρώπη.
Για δεκαετίες, χιλιάδες και χιλιάδες πολίτες έχουν χτυπήσει την πόρτα της Ευρώπης, όπου υπάρχουν ήδη περισσότερα από 20 εκατομμύρια ξένοι πολίτες, στους οποίους η Ευρώπη, ως ιδέα και ένα πολιτικό σχέδιο, αρνείται το δικαίωμα του ανήκειν και κάθε δυνατότητα προσδιορισμού από αυτό. Περισσότεροι από είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν στην Ευρώπη αποκλείονται από την πολιτική κοινότητα και υποβιβάζονται στην κατηγορία των «υπηκόων τρίτων χωρών». Οι «Ευρωπαίοι» μέχρι σήμερα συνυπήρχαν σχετικά άνετα και φυσικά με την ιδέα ότι αυτοί οι περισσότεροι από είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι είναι ένα παράξενο μέρος της κοινωνίας τους και του πολιτικού σώματος. Στην πραγματικότητα, αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένας απροκάλυπτος ρατσισμός πίσω από τον πολιτικό προσανατολισμό της Ευρώπης και μια παραγωγή ενός υπερβολικού αριθμού νόμων έκτακτης ανάγκης που εκφράζουν μόνο την επιθυμία να εδραιώσουν πολιτικά και να νομιμοποιήσουν κοινωνικά την κατηγορία των «μη-Ευρωπαίων».
Αν θυμηθούμε τις ταραχές στις πόλεις του Λονδίνου το 1981 και το 2011 και του Παρισιού το 2005, τις συχνές απελάσεις ρουμάνων Ρομά από την Ιταλία και τη Γαλλία, που συνεχίσονται σε κάποιο βαθμό σε όλη την Ευρώπη, αν δούμε τις εξώσεις και τις κατεδαφίσεις των σπιτιών στις λαϊκές γειτονιές και στους νομαδικούς καταυλισμούς σε πολλά μέρη της Ευρώπης· αν θυμηθούμε τα 20 χρόνια από τις ρατσιστικές επιθέσεις στο Ρόστοκ (Γερμανία) τον Αύγουστο του 1992, τα 16 χρόνια στο El Ejido (Ισπανία) τον Φεβρουάριο του 2000 και, στη συνέχεια, στο Ροζάρνο (Ιταλία) τον Ιανουάριο του 2010, μπορούμε να δούμε ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα σε όλη την Ευρώπη δεν είναι ένα περίεργο ή μεμονωμένο φαινόμενο.
71 χρόνια μετά την απελευθέρωση των κρατουμένων του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς από τους σοβιετικούς στρατιώτες, βλέπουμε ότι η πολιτική ακροδεξιά ζει και βασιλεύει στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Αυτή η Ευρώπη που νίκησε στρατιωτικά και ηθικά τον ναζισμό, ποτέ δεν ξεπέρασε πολιτικά και ιδεολογικά τον ρατσισμό. Είναι αυτή η Ευρώπη που ξύπνησε από τον ναζιστικό εφιάλτη και απελευθερώθηκε με την πολύτιμη βοήθεια των προγόνων (Αφρικανών, Ασιατών, Βόρειοαφρικανών κλπ) αυτών ακριβώς των μεταναστών και των προσφύγων που σήμερα προσπαθεί να διώξει.
Κατά την εβδομάδα που σηματοδοτεί τη στρατιωτική και ηθική ήττα του ναζισμού, δεν είναι μόνο το φάντασμά του, αλλά ο ίδιος ο Ναζισμός του που πλανάται πάνω από την Ευρώπη: τα σύνορα μετατράπηκαν σε υπαίθρια νεκροταφεία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, πρόσφυγες αναγκάζονται να χρησιμοποιούν γυαλιστερά, ατομικά βραχιόλια ταυτοποίησης στην Ουαλία, η έγκριση της κατάσχεσης των κοσμημάτων των προσφύγων είναι πιθανή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και έχει ήδη εγκριθεί στη Δανία, η απώλεια της γαλλικήςιθαγένειας και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενσωματώθηκαν στο γαλλικό σύνταγμα, μετανάστες μαρκάρονται μεστάμπες, όπως γίνεται στους ελέγχους στα ανατολική σύνορα, ακριβώς όπως και στους χρόνους της δουλείας και του Ναζισμού, ιδιαίτερα στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία και στη Μακεδονία, επιθέσεις σε ξένους από ακροδεξιές πολιτοφυλακές, καταστάσεις δικαστικών εξαιρέσεων που υποβιβάζουν τους μετανάστες σε αριθμούς και τους στερούν την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ως εκ τούτου, πρόκειται για την επέτειο ενός παρελθόντος που αρνείται να παρέλθει και είναι εξαιρετικά παρόν στην καθημερινή ζωή δεκάδων χιλιάδων ξένων πολιτών στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, η ενσωμάτωση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της απώλειας της ιθαγένειας στο σύνταγμα στη Γαλλία, η νομιμοποίηση της κατάσχεσης κοσμημάτων, περιουσίας και άλλων τιμαλφών από τους πρόσφυγες στη Δανία και, ενδεχομένως, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και όλη η ισλαμοφοβική ρητορική της πολιτικής συζήτησης, αποτελεί στην πραγματικότητα μια διολίσθηση στην Ευρώπη προς μια ανησυχιτική και επιταχυνόμενη διαδικασία του φασισμού.
Η εξαπόλυση του μίσους και της βίας εναντίον των μεταναστών και των εθνοτικών μειονοτήτων είναι το φυσικό αποτέλεσμα των πολιτικών που εγγράφονται σε μια επιστροφή στον εθνικισμό, που τρέφεται με τη ρατσιστική ιδέα της εθνικής και, κατ' επέκταση, της ευρωπαϊκής προτίμησης. Η μνήμη ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησης υπήρξε η πολιτική και νομοθετική ρητορική βάση για την επαναφορά ενός συνόλου νόμων των οποίων ο κύριος σκοπός, εκτός από την εδραίωση των κοινωνικο-φυλετικών κατηγοριοποιήσεων, είναι να νομιμοποιήσει το ρατσισμό - όπως στην εποχή της αποικιοκρατίας, της δουλείας, της υποταγή αυτοχθόνων, του Ολοκαυτώματος και του απαρτχάιντ, μεταξύ άλλων. Με τρόπο παραπλανητικό, η υπεράσπιση της πολιτισμένης νεωτερικότητας ενάντια στη βαρβαρότητα και την πολιτιστική καθυστέρηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων, και των δημόσιων χώρων από τον θρησκευτικό προσηλυτισμό, έχει χρησιμοποιηθεί, σε όλη την Ευρώπη, ως επιχείρημα για τη δημιουργία αυτών των νόμων έκτακτης ανάγκης, είτε σε σχέση με τη μετανάστευση, είτε σε σχέση με την μαντήλα και τη μνήμη. Όλη η υστερία γύρω από ένα συγκεκριμένο γιακωβίνικο φονταμενταλισμό που δηλητηρίασε την πολιτική συζήτηση σχετικά με την διαφορετικότητα στη Γαλλία είναι ένα σύμπτωμα αυτού.
Στην πραγματικότητα, όλοι οι νόμοι έκτακτης ανάγκης που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, είτε για λόγους υπεράσπισης του νόμου και της τάξης, είτε με το πρόσχημα της υπεράσπισης του κοσμικού κράτους ή του υπάρχοντος πολιτιστικού μοντέλου, είναι μια σαφής εκδήλωση της χρήσης του ρατσισμού ως ιδεολογικού εργαλείου. Η ιστορία της δουλείας, της αποικιοκρατίας και του Ναζισμού στην Ευρώπη αιωρείται πάνω από την πολιτική αυτή, η οποία βλέπει τη διαφορά ως δικαιολογία για το κλείσιμο, σύμφωνα με την ιδεολογική κληρονομιά της φυλετικής υπεροχής.
Αυτή η Ευρώπη, της οποίας η μεταναστευτική πολιτική και η διαχείριση της διαφορετικότητας ταλαντεύονται ανάμεσα στην ιδεολογία του πολέμου και στους νόμους έκτακτης ανάγκης, εφηύρε την Frontex (το πιο ισχυρό και εξελιγμένο στρατιωτικό-αστυνομικό σύστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), αποκλειστικά και μόνο για να κυνηγήσει ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί και δεν ανήκουν στο γεωγραφικό και πολιτικό χώρο της Ευρώπης – τους μετανάστες. Η σημασιολογία και η πρακτική της ιδεολογίας του πολέμου σε σχέση με τις πολιτικές για τη μετανάστευση και την πολιτική νομιμοποίηση της ισλαμοφοβίας, της φοβίας για τους Ρομά και της φοβίας για τους Μαύρους - δηλαδή του ρατσισμού - μέσα από αμέτρητους έκτακτους νόμους είναι μερικά από τα σύνορα των ευρωπαϊκών γεωγραφίων που πρέπει να αντιπαλέψουμε. Επειδή αυτά τα επιβαλλόμενα εμπόδια, φυσικά και συμβολικά, έχουν υπηρετήσει σε μεγάλο βαθμό την ενίσχυση της κατασκευής των ορίων μεταξύ ενός ορισμένου «εμείς» και των «άλλων».
Να ανοίξει ο δρόμος για μια πολιτική της χειραφέτησης
και της ελεύθερης κυκλοφορίας
Στην πραγματικότητα, από τις 14 Ιουνίου του 1985, με τη συμφωνία του Σένγκεν και μετά στις 15 Ιουνίου 1990, με τις συμφωνίες του Δουβλίνου, στις 7 Φεβρουαρίου 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στις 2 Οκτωβρίου 1997, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, στις 26 Φεβρουαρίου 2001, με τη συνθήκη της Νίκαιας και στις 13ης Δεκεμβρίου του 2007, με τη συνθήκη της Λισαβόνας, η Ευρώπη έχει κινηθεί προς μια σχιζοφρενική πολιτική λογική του κλεισίματος των συνόρων της στη διαφορετικότητα, σε πλήρη αντίθεση προς την κοινωνιολογική πραγματικότητα της δικής της εθνοτικής σύνθεσης, η οποία είναι αναμφισβήτητα και αμετάκλητα ποικιλόμορφη. Δηλαδή, μετά τη συμφωνία του Σένγκεν το 1985 ως τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το 2007, οι ηγέτες της ΕΕ δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν μια πολιτική αλλαγή για να μεταβάλουν αυτή την κατάσταση και να οδηγήσουν την Ευρώπη όχι μόνο να δεχτεί την πολυμορφία και τη διαφορά, αλλά για να τις ενσωματώσει και, πάνω απ' όλα, να τις σεβαστεί. Αυτό θα κορυφωθεί, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, τον Ιούνιο του 2008, με την έκδοση της Οδηγίας για την Επιστροφή, περισσότερο γνωστής ως οδηγία της ντροπής, που έμοιαζε κυρίως με τις επιδρομές της Γκεστάπο. Ένα θλιβερό επακόλουθο ήταν ότι νομιμοποίησε το περίφημο Σύμφωνο Σαρκοζί για τη μετανάστευση και το άσυλο, το Σεπτέμβριο / Οκτώβριο του ίδιου έτους. Κι από τότε δεν έχει σταματήσει. Η Ευρώπη υπερέβη όλα τα όρια στην παραγωγή πολιτικών που οδηγούν σε θεσμικές διακρίσεις και διώξεις εναντίον των μεταναστών.
Η «ευυπόληπτη» δεξιά και η σοσιαλδημοκρατία συνθηκολόγησαν με την άκρα δεξιά, μετατρέποντας τις εθνοτικές μειονότητες σε αποδιοπομπαίους τράγους για την κρίση. Η δεξιά προσχώρησε στην άκρα δεξιά στη δίωξη των εθνοτικών μειονοτήτων, ενώ η σοσιαλδημοκρατία, με το πρόσχημα της καταπολέμησης της, αντιγράφει τη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική της, δίνοντας έτσι αξιοπιστία και κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση στον ρατσισμό. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, το πρώτο καθήκον της αριστεράς είναι να διεξάγει έναν αδυσώπητο αγώνα ενάντια στον φασισμό και τον ρατσισμό, αναλαμβάνοντας αυτόν τον αγώνα σε κάθε μορφή πάλης και σε όλες τις κινητοποιήσεις πολύ πιο έντονα από ό, τι έχει κάνει μέχρι σήμερα.
Απέναντι σ' αυτή την κατάσταση, η Διεθνής Επιτροπή αποφάσισε κατά τη συνεδρίασή τηςστις 21 φεβρουαρίου 2016, να αναλάβει δράσεις και κινητοποιήσεις στον πολιτικό προσανατολισμός των οποίων περιέχεται η πάλη για:
α) να καταγγείλει την αίτια των αναγκαστικών και μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών, με την προώθηση κινητοποιήσεων και δράσεων δρόμου ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο·
β) να προωθήσει και να συμμετάσχει σε όλες τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και στην ανάπτυξη των πολιτικών εναλλακτικών λύσεων απέναντι στις περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές·
γ) να απαιτήσει περισσότερη χρηματοδότηση για την υποδοχή των μεταναστών αντί για την καταστολή, και κυρίως τη στρατιωτικοποίηση των ελέγχων στα σύνορα·
δ) να απαιτήσει την κατάργηση όλων των μηχανισμών δίωξης των μεταναστών, ιδίως των συστημάτων όπως το SIS, CRATE, Rabit, FAST TRACK, ICONet, VIS, EURODAC και EUROSUR·
ε) να απαιτήσει την κατάργηση του Δουβλίνου ΙΙΙ και την αναθεώρηση της Σύμβασης της Γενεύης για να γίνει καταλληλότερη για την σημερινή εποχή και τις σημερινές συνθήκες·
στ) να υποστηρίξει την κατάργηση της Frontex και την μετατροπή της σε δύναμη διάσωσης και ανθρωπιστικής επέμβασης·
ζ) να υποστηρίξει το άνοιγμα ειδικών διαδρόμων και τη χορήγηση ειδικής θεώρησης εισόδου για τους πρόσφυγες που έχουν κολλήσει στα hotspots στα σύνορα και στις χώρες διέλευσης·
η) να υπερασπιστεί τη δημιουργία μηχανισμών διμερούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την αντιμετώπιση των θεσμικών εμποδίων της ΕΕ όσον αφορά τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών·
θ) να απαιτήσει την νομιμοποίηση όλων των χωρίς χαρτία και την κατάργηση της οδηγίας για την οικογενειακή επανένωση·
ι) να ενσωματωθεί η καταπολέμηση του ρατσισμού και του φασισμού σε όλες τις πολιτικές δράσεις·
ια) να κάνει κεντρική προτεραιότητα τον πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό αγώνα κατά της ακροδεξιάς. Να αντιμετωπίσει την άνοδο της ακροδεξιάς με μια ατζέντα αντι-πολιτισμικής ηγεμονίας εναντίον του συντηρητισμό και με διαπολιτισμικές παρεμβάσεις που θα επιδιώκουν να ανακαταλάβουν το δημόσιο χώρο μέσα από συνδυασμένες πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις με τα θύματα του ρατσισμού·
ιβ) να κάνει πραγματικότητα την απόκτηση ιθαγένιας παλεύοντας για το δικαίωμα ψήφου των μεταναστών σε όλες τις εκλογές, επειδή η δημοκρατία θα είναι πλήρης μόνο όταν όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες θα συμμετάσχουν σε αυτή και θα εκπροσωπούνται·
ιγ) ο αγώνας για την ιθαγένεια θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στον τόπο γέννησης, καταργώντας το δικαίωμα του αίματος ως μέσο απόκτησης ιθαγένειας·
ιδ) να απαιτήσει τον τερματισμό των απελάσεων και το κλείσιμο των κέντρων κράτησης στην Ευρώπη και στην περιφέρειά της, στο όνομα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των ατόμων που κρατούνται μόνο λόγω της ιδιότητάς τους ως μετανάστες·
ιε) να αγωνιστεί για την κατάργηση των Οδηγιών για την Επιστροφή και την Επανένωση των Οικογενειών, καθώς και για αλλαγές στις οδηγίες για την Εργασία και για την «φυλή»·
ιστ) να συμβάλει μέσω της συζήτησης και της κριτικής σκέψης στην αμφισβήτηση της κοινωνίας γενικότερα, και ειδικότερα της ακαδημαϊκής κοινότητας, να «αποαποικιοποιήσει» την παραγωγή της γνώσης και της τεχνογνωσίας, ιδίως μέσω των μετα-αποικιακών «αποαποικιακών» σπουδών, και πάνω απ' όλα, για την περαιτέρω μελέτη και τον προβληματισμό σχετικά με τις σημασιολογικές μορφές του ρατσισμού, ιδιαίτερα της φοβίας κατά των Ρομά, κατά των Αφρικανών και της ισλαμοφοβίας·
ιζ) να απαιτήσει μεταρρυθμίσεις στα σχολικά προγράμματα και στα βιβλία, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν και την αξία της πολιτιστικής πολυμορφίας, και την προώθηση στο σχολείο και στα ακαδημαϊκά αντικείμενα της διαπολιτισμικότητας και των ποικίλων συνεισφορών της·
ιη) τέλος, να κινητοποιηθεί υπέρ της δίγλωσσης εκπαίδευσης ως ένα από τα μέσα, όχι μόνο της γλωσσικής και πολιτιστικής προστασίας, αλλά και ως εργαλείο για την αλληλεπίδραση και την κοινωνικοποίηση των διαφορών μέσα στις σχολικές κοινότητες.
Ο επαναστατικός σοσιαλισμός θεωρεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ριζοσπαστικό αντιρατσισμό που θα σέβεται τη διαφορά στον αγώνα κατά του φασισμού σε όλες τις μορφές έκφρασής του, και ο οποίος θα παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένος στον αγώνα για τη ριζοσπαστική δημοκρατία όπου η ισότητα όλων θα πρέπει να είναι μια πραγματικότητα.
Λισαβόνα,
10 Φεβρουαρίου 2016
Μετάφραση: e la libertà
Πηγή: Mamadou Ba, «Migration: break the cycle of death, restore dignity and defend freedom of movement», International Viewpoint, 1 Απριλίου 2016.
Σημείωση
1 «Internationalism from below against Fortress Europe», International Viewpoint, 9 Μαρτίου 2016.