Δευτέρα, 15 Ιουνίου 2015 17:29

Νέα περίοδος και ιστορικά καθήκοντα για την αντικαπιταλιστική αριστερά

Πραγματική συντριβή των κομμάτων του μνημονίου αποτελεί το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Η εργατική τάξη και το σύνολο του εργαζόμενου λαού, ψήφισαν μαζικά για να διώξουν την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, για να βάλουν ένα τέλος στην διαρκή μνημονιακή ασυδοσία, για να αρχίσουν αμέσως την ανάκτηση όσων τους αφαίρεσε με βάρβαρο τρόπο το κεφάλαιο τα τελευταία πέντε χρόνια.

Αυτή η λαϊκή ψήφος καταδίκης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε μαζικά μέσα από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, αποκαλύπτοντας μια αριστερόστροφη κίνηση στα εργατικά και λαϊκά στρώματα.

Πρόκειται για συγκλονιστική πολιτική αλλαγή, που αντικατοπτρίζει τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται για το εργατικό κίνημα, τους νέους εν’ δυνάμει ευνοϊκούς ταξικούς συσχετισμούς, που διαμορφωθήκαν από τους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες της περιόδου 2010-2014, μαζί με το περαιτέρω βάθεμα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

 

Η πολιτική κρίση

Αν αθροίσουμε τα ποσοστά που πήρε η αριστερά στις εκλογές αυτές τότε βλέπουμε ότι προσεγγίζουν το 42,6%, με ταυτόχρονη άνοδο –παράλληλα με το άλμα στις ψήφους του ΣΥΡΙΖΑ- και των ψήφων του ΚΚΕ και των ψήφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έτσι για πρώτη φορά από την δεκαετία του 1930 σε ευρωπαϊκό κοινοβούλιο οι βουλευτές που ανήκουν σε κόμματα της αριστεράς –στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ- αποτελούν την πλειοψηφία καθώς αθροιζόμενοι φτάνουν τους 164.

Παράλληλα τα κόμματα μέσα από τα οποία η αστική τάξη άσκησε την εξουσία της από το 1974 μέχρι σήμερα καταποντίστηκαν. Το ΠΑΣΟΚ κατρακύλησε από το 44% του 2009 στο 4,68%, ενώ η δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ από τον Γ. Παπανδρέου δείχνει ότι η κρίση του συνεχίζεται. Η ΝΔ το κατεξοχήν κόμμα της άρχουσας τάξης περνάει σοβαρό κλυδωνισμό. Το 27,81% που πήρε στις εκλογές –ποσοστό που αντιπροσωπεύει μείωση περίπου 2% σε σχέση με το 2012- συσκοτίζει το πραγματικό μέγεθος της κρίσης της. Η δημοκοπική καταβαράθρωση που ακολούθησε την εκλογική ήττα –όπου σε ορισμένες δημοσκοπήσεις κινείται και κάτω από το 20%- έχει ανοίξει την διαμάχη τόσο για την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος και τον ακροδεξιό κατήφορο του Σαμαρά, όσο και για την συγκρότηση νέας ηγεσίας.

Αυτό το νέο πολιτικό σκηνικό, είναι αποτέλεσμα των αγώνων των πέντε χρόνων που προηγήθηκαν. Οι γενικές εργατικές απεργίες και το κίνημα των πλατειών του 2010-2012, ανέτρεψαν τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου. Οι σκληρές εργατικές αντιστάσεις της περιόδου 2012-2014 στην ΕΡΤ, στο Δημόσιο, στους εμποροϋπάλληλους, μαζί με το αντιφασιστικό κίνημα, οδήγησαν –παρά τις αδυναμίες τους- αρχικά στην αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την συγκυβέρνηση με την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και τελικά στην πολιτική απομόνωση του Σαμαρά και του Βενιζέλου και τις πρόωρες εκλογές του φωτεινού Ιανουάριου.

Το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης λοιπόν, αν και δεν προκάλεσε την ανατροπή της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, είναι αυτό που έφθειρε τα αστικά πολιτικά επιτελεία, στέρησε την αστική τάξη από κοινωνικές συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα, και αποστράγγιξε από πολιτικές εφεδρείες τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες η άρχουσα τάξη είναι αποπροσανατολισμένη. Είναι υποχρεωμένη να ανεχτεί μια κυβέρνηση με βασικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και να προσπαθήσει ταυτόχρονα να την πειθαρχήσει. Την ίδια ώρα οι πολιτικοί της εκπρόσωποι συγκρούονται για τον βέλτιστο τρόπο αντιμετώπισης του εργατικού κινήματος στην νέα φάση. Τι είναι άραγε καλύτερο για την Ν.Δ.; Σκλήρυνση της ακροδεξιάς πόλωσης και επιχείρηση ανατροπής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ, όπως λέει ο Σαμαράς, ή ανοίγματα προς το κέντρο με στόχο την διατήρηση της επαφής με την αριστερόστροφη κίνηση του εργαζόμενου λαού;

Αυτά τα ερωτήματα διχάζουν τα αστικά επιτελεία και δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για την άμεση εργατική αντεπίθεση.

 

1347020_6_daee_le-plan-d-austerite-decide-par-le.jpg

 

Η προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ

Και όμως, μέσα σε αυτήν την ταξική συγκυρία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, από την πρώτη στιγμή, φρόντισε να προσφέρει δείγματα προσαρμογής και εγγυήσεις συνέχισης της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αντί για ενέργειες ρήξης με το σάπιο πολιτικό σκηνικό του ελληνικού καπιταλισμού.

Η ίδια η συγκρότηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η συγκυβέρνηση δηλαδή με ένα κόμμα της εθνικιστικής άκρας δεξιάς, αποτελεί δείγμα της προσπάθειας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να προσφέρει διαβεβαιώσεις τόσο στην άρχουσα τάξη, όσο και στο βαθύ κράτος –τον στρατό, την αστυνομία, τους δικαστές- ότι οι βασικές παράμετροι του προσανατολισμού του ελληνικού καπιταλισμού δεν πρόκειται να θιγούν από την κυβέρνηση Τσίπρα. Το ανήκουμε στην Δύση, στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε. χρειάζεται να συνοδεύεται από εγγυήσεις προς τις στρατιωτικές, αστυνομικές, δικαστικές και λοιπές ανώτατες γραφειοκρατίες του κράτους ότι θα συνεχίσουν να ασκούν την δική τους εξουσία. Σαν συνέχεια αυτού του προσανατολισμού, η επιλογή Παυλόπουλου για την Προεδρεία της Δημοκρατίας αποτελεί ξεκάθαρο μήνυμα ότι η πραγματική πολιτική που σκοπεύει να υλοποιήσει η κυβέρνηση Τσίπρα, αναζητά στηρίγματα προς τα δεξιά, προς τα επιτελεία της άρχουσας τάξης.

Και ποια είναι η πολιτική αυτή;

Κατ΄ αρχάς στο ζήτημα της νέας διαπραγμάτευσης για το θέμα του χρέους και των δανειακών συμβάσεων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, υιοθέτησε μια συνεχή προσαρμογή προς τις απαιτήσεις των δανειστών, και τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η κυβέρνηση των σαμαροβανιζέλων. Την ίδια ώρα Τσίπρας, Βαρουφάκης, Σακελαρίδης, Καμμένος και η υπόλοιπη παρέα, φωνάζουν και δημιουργούν προπέτασμα καπνού, λέγοντας ότι τα μνημόνια τελείωσαν και το μέιλ Χαρδούβελη με τις υποσχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης έχει σκιστεί.

Έτσι, ενώ αρχικά ο Βαρουφάκης πήγε στις Βρυξέλες με την θέση ότι δεν θέλουμε άλλη δόση από τα μνημονιακά δάνεια, και ζητάμε νέα συμφωνία μείωσης του χρέους, γύρισε από εκεί στις 20 Φεβρουαρίου με μια «συμφωνία» για μέτρα που θα κάνουν δυνατή την εκταμίευση και των επόμενων δόσεων των μνημονιακών δανείων. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για –μερική έστω- διαγραφή του χρέους εγκαταλείφτηκε υπέρ της δέσμευσης για πλήρη και στην ώρα της αποπληρωμή των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους προς τους πιστωτές του. Η προσαρμογή στο μνημονιακό κεκτημένο που υπήρχε ήδη –με την αποδοχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών- εξελίχθηκε σε αποδοχή των πρωτογενών πλεονασμάτων, που αποτελούν την οικονομική βάση για την συνέχιση της μνημονιακής επίθεσης. Και φυσικά ακόμα και το ανεμικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης εγκαταλείφθηκε στην πράξη καθώς η εφαρμογή του υπόκειται πλέον στην έγκριση της Ε.Ε. της Ε.Κ.Τ. και του Δ.Ν.Τ.

Ο Τσίπρας με την σειρά του, πήγε στην σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. και στην επταμερή συνάντηση με την ευρωενωσιακή ηγεσία στις 19 Μαρτίου για να επιστρέψει σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις απαιτήσεις των δανειστών. Και ιδιωτικοποιήσεις λιμανιών, αεροδρομίων και σιδηροδρόμου θα γίνουν, και παρεμβάσεις στα ασφαλιστικό, και νέο φορολογικό σαφάρι (που στα λόγια στρέφεται κατά των πλουσίων, στην πράξη όμως μέχρι τώρα εισπράττει μόνο από τον εργαζόμενο λαό, όπως δείχνουν τα στοιχεία από το ποιοι συμμετέχουν στην νέα ρύθμιση των οφειλών προς το δημόσιο).

Σαν επιστέγασμα αυτής της προσαρμογής ήλθε η επίσκεψη Τσίπρα στο Βερολίνο και η διαβεβαίωση που έδωσε –με την Μέρκελ στο πλευρό του- ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γκρεμίσει ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα, και ζητά την εφαρμογή ενός άλλου μείγματος πολιτικής, όχι μια άλλη πολιτική.

 

Τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού

Η πορεία της κυβέρνησης Τσίπρα αποτελεί τυπικό δείγμα των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει η πολιτικής κάθε αριστερού κόμματος που επιχειρεί να διαχειριστεί και όχι να ανατρέψει τον καπιταλισμό, δηλαδή κάθε εργατικού κόμματος με ρεφορμιστική πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα με βάση στο εργατικό κίνημα και τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα αλλά με ηγεσία που προέρχεται, είτε από την μικροαστική διανόηση, είτε από την γραφειοκρατική ηγεσία των κινημάτων. Κάθε τέτοιο κόμμα επιχειρεί να συγκροτήσει μια πρόταση που θα προάγει τα συμφέροντα του κεφάλαιου, προσφέροντας ταυτόχρονα και ικανοποίηση σε βασικά άμεσα αιτήματα του κόσμου της εργασίας. Μια πρόταση που θα την εφαρμόσει μέσα από την διαχείριση των θεσμών του αστικού κράτους και όχι μέσα από την ρήξη μαζί τους και με την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής πάντα σκοντάφτει στο γεγονός ότι η πραγματική εξουσία παραμένει στα χέρια των καπιταλιστών ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και στις γραφειοκρατίες που εξαρτούνται από αυτούς, δηλαδή στους αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας, στους δικαστές, στους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, στους μάνατζερ των επιχειρήσεων. Και έτσι, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων υπέρ του εργαζόμενου λαού, συναντά την αντίδραση των πραγματικών κέντρων εξουσίας, με αποτέλεσμα τα ρεφορμιστικά κόμματα να εγκαταλείπουν την προσπάθεια να εφαρμόσουν τις ποιο ουσιαστικές από αυτές.

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης μάλιστα, οι δυνάμεις του κεφαλαίου αντιδρούν με λυσσώδη τρόπο σε κάθε προσπάθεια ανακούφισης των εργαζομένων μαζών από τα δεινά της κρίσης, καθώς η επιστροφή του ποσοστού κέρδους σε ικανοποιητικά για το κεφάλαιο επίπεδα προϋποθέτει την εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Και ακριβώς σε μια τέτοια περίπτωση βρισκόμαστε σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο τα ρεφορμιστικά κόμματα δίνουν τελικά την απόλυτη προτεραιότητα στην ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου, και υπόσχονται ότι με την επιστροφή στην ανάπτυξη θα δημιουργηθεί και περιθώριο για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων.

Έτσι εξηγείται και η συνεχείς προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις των μνημονίων και η εγκατάλειψη στην πράξη ακόμα και των μετριοπαθών φιλεργατικών μεταρρυθμίσεων που προέβλεπε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.

Επιπλέον, ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει και ένα ακόμα ποιο θεμελιακό πρόβλημα. Η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για το ζήτημα του χρέους, απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις χωρίς σύγκρουση, όχι μόνο με τους θεσμούς του ελληνικού κράτους, αλλά και με τους θεσμούς της Ε.Ε. Η υπόσχεση ότι θα υπάρξει χαλάρωση της λιτότητας και μείωση του χρέους μέσα από κοινά αποδεκτή λύση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ναυάγησε στις ξέρες της χρηματοδοτικής ασφυξίας που προκάλεσε η Ε.Κ.Τ. Έτσι η στρατηγική των μεταρρυθμίσεων χωρίς σύγκρουση και ρήξη με το ευρώ και την Ε.Ε. υπέστη αποφασιστική ήττα.

 

Οι προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κόμμα δέχεται μια διπλή πίεση:

Από την μια μεριά η άρχουσα τάξη –που όπως είπαμε επιχειρεί να πειθαρχήσει την ηγεσία του- θέλει να εκμεταλλευτεί τα πιθανά θετικά για αυτήν αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης, χωρίς ταυτόχρονα να επιτρέψει εκτροχιασμό από τις μνημονιακές πολιτικές.

Έτσι καλοδέχεται το γεγονός ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διεθνοποιεί το ζήτημα του ελληνικού χρέους, διαμορφώνει διαδικασίες πολιτικής διαπραγμάτευσης, υποβιβάζει τους τεχνοκράτες της Τρόικας και μειώνει την υποχρέωση για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Η επίσκεψη μάλιστα του Τσίπρα στην Ρωσία, δίνει την ευκαιρία στον ελληνικό καπιταλισμό να υπογραμμίσει τον κομβικό γεωστρατηγικό ρόλο που διαδραματίζει στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο.

Αυτά είναι αποτελέσματα που αναβαθμίζουν την διεθνή θέση του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα εννοείται ότι οι καπιταλιστές αντιδρούν σφοδρά στην προοπτική κοινωνικών μεταρρυθμίσεως καθώς θέλουν τα κέρδος από την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων να πάει αποκλειστικά στις δικές τους τσέπες.

Από την άλλη μεριά η εργατική τάξη έχει προσδοκίες από την κυβέρνηση. Η ηγεσία Τσίπρα υποσχέθηκε στον εργαζόμενο λαό μια «εύκολη» πορεία ανάκτησης των απωλειών των τελευταίων χρόνων, χωρίς την ανάγκη σημαντικών συγκρούσεων με την άρχουσα τάξη και τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.

Η διάψευση αυτών των υποσχέσεων όμως δεν σημαίνει αυτόματα και απογοήτευση. Το ρεύμα που έφερε την εκλογική ήττα της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ οικοδομήθηκε όπως είπαμε πάνω σε σκληρούς ταξικούς αγώνες. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι θα επιχειρήσει να δοκιμάσει και άλλους δρόμους πριν οδηγηθεί στον συμβιβασμό με τα αδιέξοδα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Η μεγάλη συμμετοχή στις διαδηλώσεις στην πλατεία Συντάγματος, στην πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε. την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είναι ενδεικτικές για το τι συμβαίνει στην συνείδηση του κόσμου. Μπορεί το επίσημο κάλεσμα να ήταν για την στήριξη της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλες, αλλά τα πραγματικό σύνθημα ήταν «ούτε βήμα πίσω». Κάτι που δείχνει την συνείδηση που αρχίζει σταδιακά να κατακτά το μαζικό κίνημα, ότι δεν μπορεί να κρατά στάση αναμονής, μέχρι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ξεκινήσει έστω στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις.

Η διπλή πίεση πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει τριγμούς στο κόμμα. Το πραγματικό κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόζεται πλέον με γοργούς ρυθμούς στον σοσιαλφιλελευθερισμό, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ουσιαστική διαφορά από το ΠΑΣΟΚ. Δεν έχει ενσωματώσει κομμάτια του στρώματος των διαχειριστών των επιχειρήσεων και του κράτους, όπως είχε το ΠΑΣΟΚ ήδη πριν ανέβει για πρώτη φορά στην εξουσία, καθώς είχε απορροφήσει την πλειοψηφία τη Ένωσης Κέντρου, με αποτέλεσμα αυτές οι γραφειοκρατίες να ηγεμονεύουν πάνω στο σύνολο του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτή η έλλειψη εξάλλου υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ στα θεαματικά του ανοίγματα προς τα δεξιά. Αλλά ταυτόχρονα τον καθιστά και πολύ ποιο ευάλωτο στις πιέσεις από το εργατικό κίνημα, συγκριτικά με το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου.

 

Οι τακτικές μέσα στην αριστερά

Τα ερώτημα είναι ποίες εναλλακτικές κινηματικές και πολιτικές προτάσεις διαμορφώνονται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να απαντήσουν στις αναζητήσεις της εργατικής τάξης την επόμενη περίοδο.

Όσον αφορά το ΚΚΕ, η στάση της ηγεσίας του απέναντι στις προκλήσεις της περιόδου είναι κάτι παραπάνω από απογοητευτική. Σύμφωνα με την ηγεσία του κόμματος δεν έχει υπάρξει στροφή προς τα αριστερά και οι ταξικοί συσχετισμοί παραμένουν αρνητικοί. Μόνο η εκλογική και κοινοβουλευτική ενίσχυση του ΚΚΕ θα μπορούσε σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη να εκληφθεί σαν αριστερή στροφή και βελτίωση των ταξικών συσχετισμών. Η ηγεσία του κόμματος δεν εκπονεί κανένα σχέδιο αντεπίθεσης που θα μπορούσε να διευρύνει το ρήγμα που προκάλεσε η εκλογική ήττα των μνημονιακών κομμάτων, αφού κατά την γνώμη της δεν υπάρχει τέτοιο ρήγμα. Γι’ αυτό και το ΚΚΕ περιορίζεται να προτείνει απλές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας και να υπενθυμίζει στον εργαζόμενο λαό «πόσο λάθος έκανε που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή η τακτική όχι μόνο δεν βοηθά το εργατικό κίνημα να εκμεταλλευτεί την πολιτική κρίση που συνεχίζεται, αντίθετα συμβάλλει στην σταθεροποίηση του αστικού συστήματος.

Μια άλλη πολιτική τάση που διαμορφώνεται, είναι η τάση – πρόταση της αριστερής ριζοσπαστικής κεϋνσιανής διαχείρισης του αστικού συστήματος. Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο το οποίο θα προχωρήσει σε μια νομισματικού τύπου διαχείριση της κρίσης, με εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, κρατικοποίηση των τραπεζών και παραγωγική ανασυγκρότηση, σε συνεργασία με ένα τμήμα του κεφαλαίου που θα είχε συμφέρον από ένα τέτοιο προσανατολισμό, και σε σύγκρουση με τα τμήματα του κεφάλαιου που είναι ποιο διεθνοποιημένα και δεμένα με την Ε.Ε. Το εργαλείο για την υλοποίηση αυτής της πρότασης είναι και πάλι οι θεσμοί του αστικού κράτους τους οποίους θα πρέπει να διαχειριστεί η αριστερή πολιτική συμμαχία και όχι να τους ανατρέψει. Ο ρόλος που επιφυλάσσεται στο μαζικό κίνημα από αυτήν την πρόταση είναι αυτός της δευτερεύουσας δύναμης πίεσης πάνω στις γραφειοκρατίες του κράτους και των επιχειρήσεων προκειμένου να συνεργαστούν με την αριστερή κυβέρνηση.

Η πρόταση αυτή είναι αποδεκτή από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων και ανένταχτων αγωνιστών που εκτίνεται από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το Σχέδιο Β’ την ΜΑΡΣ και τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρόκειται για πρόταση που επανειλημμένα έχει οδηγήσει σε ήττες το εργατικό κίνημα με ποιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα Λαϊκά Μέτωπα στην Γαλλία και την Ισπανία το 1936, το ΕΑΜ στην Ελλάδα το 1944 και την Λαϊκή Ενότητα στην Χιλή το 1970.

Περιοριζόμενοι για την ώρα στο παράδειγμα της Γαλλίας του 1936 (που βέβαια η ολοκληρωμένη του παρουσίαση απαιτεί ειδικό άρθρο) μπορούμε να δούμε ότι το εργατικό κίνημα των καταλήψεων των εργοστάσιων επέβαλε με τον δικό του αγώνα –και όχι με τα νομοθετήματα της κυβέρνησης του λαϊκού μετώπου- το πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας: αυξήσεις στους μισθούς, οκτάωρο, άδεια με αποδοχές, κοινωνική ασφάλιση. Αλλά δεν μπόρεσε να απαντήσει στο ερώτημα: πως θα υποχρεώσουμε την αστική τάξη να σεβαστεί τις συμφωνίες; Μέσα από το κοινοβούλιο και τη «δική της» κυβέρνηση -την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου- η εργατική τάξη δεν μπόρεσε να το κάνει. Η αστική τάξη διατηρούσε την οικονομική εξουσία και τον έλεγχο του πραγματικού κράτους –του στρατού, της αστυνομίας ,των δικαστών, των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων. Χωρίς τον εργατικό έλεγχο, χωρίς τον αφοπλισμό της αστυνομίας και την εισαγωγή της πολιτοφυλακής, χωρίς τον ελεύθερο συνδικαλισμό των στρατιωτών, χωρίς απαλλοτρίωση των μεγάλων επιχειρήσεων, των ΔΕΚΟ, των τραπεζών και όσων επιχειρήσεων κλείνουν ή απολύουν, δεν ήταν δυνατόν να ξεκινήσει καν η προσπάθεια για να ελεγχθεί η δύναμη της αστικής τάξης. Μέσα στην κρίση του μεσοπολέμου, οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν να ανεχτούν μεταρρυθμίσεις. Μέχρι το 1938 όλες οι κατακτήσεις του κινήματος είχαν αναιρεθεί και η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου είχε ανατραπεί.

 

tromaktiko.jpgΗ στρατηγική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

Απέναντι στην πρόταση της παθητικής αναμονής που μας προτείνει η ηγεσία του ΚΚΕ και την πρόταση της αριστερής ριζοσπαστικής κεϋνσιανής διαχείρισης που μας προτείνουν από κοινού Λαφαζάνης - Αλαβάνος και ΜΑΡΣ, χρειάζεται να αντιτάξουμε την πρόταση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Την στρατηγική πρόταση του ενιαίου εργατικού μετώπου για την ανατροπή του συνόλου της αστικής τάξης και όχι την σύγκρουση με μερίδες μόνο του κεφάλαιου. Την στρατηγική που στηρίζει την ανάπτυξη των δομών αυτοοργάνωσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος μέσα από την πάλη για την ανάκτηση των απωλειών και την κατάκτηση των πραγματικών εργατικών αναγκών. Την στρατηγική που προωθεί την διάλυση των δομών του αστικού κράτους και την ανατροπή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και όχι την διαχείριση τους. Την στρατηγική που έχει στο κέντρο της τον εργατικό έλεγχο στο νόμισμα στις τράπεζες στην οικονομία και την κοινωνία ολόκληρη.

Για να οικοδομήσουμε αυτήν την στρατηγική απάντηση στο σήμερα είναι αναγκαίο να κτίσουμε το ενιαίο μέτωπο μέσα στα βασικά πεδία αντιπαράθεσης της περιόδου. Στο εργατικό κίνημα, στο θέμα της διαγραφής του χρέους, στο θέμα της εξόδου από το Ευρώ και την Ε.Ε., στο αντιρατσιστικό κίνημα και στην σύγκρουση με τον φασισμό.

Με τον ποιο πλατύ και ανοιχτό τρόπο καλούμε σε κοινό αγώνα τώρα, χωρίς αναμονή και περίοδο χάρητος στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όλους τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του κινήματος ανεξάρτητα από την πολιτική τους ένταξη και όλες τις οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς, από το ΚΚΕ μέχρι και τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που αναζητούν αριστερή απάντηση στην πολιτική της ηγεσίας του κόμματος.

Μέσα σε αυτόν τον κοινό αγώνα οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προτείνουν το απαραίτητο πλαίσιο αιτημάτων:

α) Κατάργηση όλων δανειακών συμβάσεων των Μνημονίων και των εφαρμοστηκών νόμων που τα συνοδεύουν. β) Άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και μονομερή διαγραφή του χρέους. γ) Έξοδο από ευρώ, ΟΝΕ και Ευρωπαϊκή Ένωση. δ) Εθνικοποίηση-κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και όλων των επιχειρήσεων που κλείνουν, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο. ε) Εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου και υπέρ του εργατικού – λαϊκού εισοδήματος, με αυξήσεις στους μισθούς, ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερές συλλογικές συμβάσεις, προστασία των ανέργων, ριζική μείωση της φορολογίας των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, ριζική αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου στ) Απαγόρευση απολύσεων ζ) Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, άσυλο στους πρόσφυγες, ίσα εργασιακά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα σε ντόπιους και μετανάστες η) κατάργηση κάθε διάκρισης με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό θ) Αποφασιστικός αγώνας για το τσάκισμα και την διάλυση του φασισμού, ι) Αφοπλισμός της αστυνομίας διάλυση των ΜΑΤ-ΜΕΑ-ΔΙΑΣ-ΔΕΛΤΑ-ΕΚΑΜ, ια) Ελεύθερος συνδικαλισμός και επιτροπές φαντάρων στον στρατό, κατάργηση της πειθαρχικής εξουσίας των αξιωματικών ιβ) Δημοκρατικές κατακτήσεις για τον εργαζόμενο λαό και κατάργηση όλου του αντιδημοκρατικού και κατασταλτικού νομικού οπλοστασίου της άρχουσας τάξης ιγ) Ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, έξοδος από το ΝΑΤΟ και όλους τους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κλπ).

 

antarsya111JPG.JPG

 

Ταυτόχρονα προτείνουν και την οργανωτική μορφή που μπορεί να προσδώσει στο κίνημα τον χαρακτήρα ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής:

Α) Μια άλλη οργάνωση των εργαζομένων και του λαού. Με συνδικάτα, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα που θα είναι στα χέρια των εργαζομένων, με δημοκρατία των συνελεύσεων και μαχητικές απεργιακές επιτροπές. Που θα συντονίζονται αγωνιστικά και από τα κάτω ξεπερνώντας τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Β) Λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές κατοίκων σε κάθε πόλη και γειτονιά για την αυτοοργάνωση και την λαϊκή αλληλεγγύη Γ) Μαχητικά κινήματα ανυπακοής ενάντια σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής αντιλαϊκών μέτρων. Δ)Μέτωπο κι ενότητα. Οι εργαζόμενοι οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι νέοι, οι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι πρέπει να συντονιστούν «από τα κάτω», να φτιάξουν μέσα από συλλόγους, συνελεύσεις, επιτροπές ένα πλατύ πανελλαδικό μέτωπο αγώνα, ρήξης και ανατροπής, το αντίπαλο δέος στη δικτατορία του κεφάλαιου.

Μέσα από αυτή την διαδικασία τελικά οικοδομούμε σήμερα και την απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης.

Είμαστε υπέρ μια αντίληψης που στο θέμα της εξουσίας δίνει το πρωταγωνιστικό ρόλο στις δομές αυτοοργάνωσης και επιφυλάσσει στην κυβέρνηση ρόλο της στήριξης τους, δηλαδή είμαστε υπέρ μιας εργατικής κυβέρνησης. Ακριβώς το αντίθετο από μια αριστερή κυβέρνηση που επιφυλάσσει για το κίνημα τον δευτερεύοντα ρόλο της δύναμης πίεσης. Το σύνθημα που φωναζόταν στις διαδηλώσεις πέρυσι το καλοκαίρι ενάντια στις διαθεσιμότητες-απολύσεις «να μπουν οι καθαρίστριες στα υπουργεία – να βγουν οι υπουργοί στην ανεργία» περιγράφει (χωρίς να το συνειδητοποιούν οι εμπνευστές του) με τον καλύτερο τρόπο την απάντηση που δίνουμε στο θέμα της κυβέρνησης: μια κυβέρνηση όργανο της προλεταριακής εξουσίας.

Παλεύοντας για την οικοδόμηση του ενιαίου μετώπου λοιπόν, και προωθώντας ταυτόχρονα το πλαίσιο αιτημάτων καθώς και τις οργανωτικές μορφές που περιγράψαμε παραπάνω, δημιουργούμε και τις προϋποθέσεις για την συγκρότηση μιας πολιτικής συνεργασίας με όσες δυνάμεις συμφωνούν τόσο στο πολιτικό περιεχόμενο όσο και στην άμεση προώθηση της αυτοοργάνωσης σαν τον τρόπο επιβολής των αιτημάτων. Με όσες δυνάμεις τελικά πείθονται μέσα από τον κοινό αγώνα για την ανάγκη της εργατικής κυβέρνησης.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που είναι η βασική δύναμη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οφείλει να ξεκαθαρίσει άμεσα τον προσανατολισμό της μέσα σε αυτήν την κρίση περίοδο. Χρειάζεται να απορρίψει κάθε εκδοχή αριστερής κεϋνσιανής διαχείρισης, να εγκαταλείψει την πολιτική συμμαχία με την ΜΑΡΣ που αποτελεί φορέα αντίστοιχών πολιτικών ρεφορμιστικής διαχείρισης, και να υιοθετήσει ξεκάθαρα την πολιτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που περιγράψαμε παραπάνω.

Μόνο έτσι θα κατορθώσει να ανταποκριθεί και στο βασικό άμεσο καθήκον της περιόδου. Την οργάνωση της εργατικής αντεπίθεσης εδώ και τώρα χωρίς περίοδο χάρητος στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ένα καθήκον στο οποίο η αντικαπιταλιστική αριστερά καθυστερεί αδικαιολόγητα.

 

10/4/2015

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, τεύχος 116, Μάιος 2015.

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 15 Ιουνίου 2015 23:54

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.