Dan La Botz
Transatlantic
Το Transatlantic, η σειρά επτά επεισοδίων του Netflix, απεικονίζει μια ιδιαίτερα έντονη χρονική στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας στις πρώτες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πανέμορφη πόλη-λιμάνι της Μασσαλίας, στη Γαλλία, αρχικά στο πολυτελές ξενοδοχείο Σπλεντίντ και στη συνέχεια στη μεγαλοπρεπή αν και ερειπωμένη Βίλα Αιρ-Μπελ, δύο πλούσιοι, προνομιούχοι Αμερικανοί, ο Βάριαν Φράι (Κόρεϊ Μάικλ Σμιθ) και η Μαίρη Τζέιν Γκολντ (Τζίλιαν Τζέικομπς), εργάζονται για την ευάλωτη Επιτροπή Διάσωσης Έκτακτης Ανάγκης (ERC / Emergency Rescue Committee), παλεύοντας να σώσουν πρόσφυγες από τους Ναζί. Χιλιάδες, πλούσιοι και φτωχοί, πολλοί από αυτούς Εβραίοι, καταφεύγουν στη Μασσαλία. Ανάμεσα στους προστατευόμενούς τους βρίσκονται μερικοί από τους πιο διακεκριμένους καλλιτέχνες, διανοούμενους και επαναστάτες της ηπείρου, όπως η Χάνα Άρεντ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Μαξ Ερνστ, ο Λίον Φάιχτβανγκερ, ο Ζακ Λίφσιτς, ο Άρθουρ Κέστλερ, ο Γουιλφρέντο Λαμ, ο Κλοντ Λεβί-Στρος, η Άλμα Μάλερ, ο Γκόλο Μαν, ο Μαξ Όφουλς, ο Βίκτορ Σερζ και ο Φραντς Βέρφελ.
Η σειρά, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Τζούλι Όρινγκερ [The Flight Portfolio], περιγράφει τη δουλειά του Φράι και της Γκολντ που προσπαθούν να εξασφαλίσουν βίζες και θέσεις σε πλοία για τους επιφανείς πρόσφυγες. Ικετεύουν και κολακεύουν για να πάρουν βίζες από τον Αμερικανό πρόξενο, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Χιου Φούλερτον, αλλά εδώ ονομάζεται Γκράχαμ Πάτερσον (Κόρεϊ Στολ). Ο πραγματικός πρόξενος, όπως και το αφεντικό του Κόρντελ Χαλ και η διοίκηση Ρούσβελτ, είχε ελάχιστο ενδιαφέρον να βοηθήσει τους Εβραίους να διαφύγουν από την Ευρώπη στην Αμερική. Στη σειρά, ο Πάτερσον –ένας αλαζόνας, συντηρητικός και ανιαρός καριερίστας– ενδιαφέρεται κυρίως να αποσυρθεί από τη διπλωματική υπηρεσία και να πιάσει δουλειά στην IBM. Ο Φράι και η Γκολντ πρέπει να αποφύγουν τον αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας (Γκρεγκορί Μοντέλ), ο οποίος συνεργάζεται όλο και πιο στενά με τους Ναζί. Ευτυχώς τους ήρωες βοηθάει ο υποπρόξενος Χάιραμ Μπίνγκχαμ, ο οποίος, αν και δεν είναι εξουσιοδοτημένος να το κάνει, τους παρέχει ένα σωρό αμερικανικές βίζες. Στο ξενοδοχείο Σπλεντίντ, έχουν τη βοήθεια δύο μαύρων υπαλλήλων από τη γαλλική αποικιακή Αφρική. Είτε στη συχνά καρναβαλική ατμόσφαιρα της Βίλα Αιρ-Μπελ, γεμάτη σουρεαλιστές, είτε στην καταθλιπτική φυλακή Καμπ ντε Μιλλέ, είτε σε ανταλλαγές πυροβολισμών στον αυτοκινητόδρομο, μας παρουσιάζεται μια συναρπαστική μυθιστορηματική περιγραφή εκείνης της χρονικής στιγμής στη Μασσαλία.
Οι άνθρωποι από όλη τη Δυτική Ευρώπη που διέφευγαν από τους Ναζί το 1940 είχαν καταλήξει σε ένα χωνί, στον πυθμένα του οποίου βρισκόταν η Μασσαλία∙ το μικρό άνοιγμά του άλλοτε ήταν φραγμένο, άλλοτε κατέληγε στη Μεσόγειο, η οποία συνήθως οδηγούσε στην επιβίωση και την ελευθερία. Η ίδια η Γαλλία είχε κατακτηθεί από τους Ναζί τον Ιούνιο του 1940. Στη Νότια Γαλλία, που διοικούνταν από τη δωσιλογική κυβέρνηση Βισύ του στρατάρχη Φιλίπ Πετέν, οι Ναζί δεν είχαν ακόμη επιβάλει το ολοκληρωτικό τους καθεστώς, αφήνοντας κάποια περιθώρια για τολμηρές ενέργειες. Στη Μασσαλία μπορούσε κανείς να πάρει ακόμα πλοίο για την Πορτογαλία και από εκεί για την Καραϊβική και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό ή τη Νότια Αμερική. Το πέρασμα προς τη σωτηρία εμποδιζόταν περιοδικά από ξένες κυβερνήσεις, οι πρεσβευτές και οι πρόξενοι των οποίων αρνούνταν να εκδώσουν βίζες, από ναυτιλιακές εταιρείες που αρνούνταν να δεχτούν επιβάτες και από την κυβέρνηση του Βισύ, η αστυνομία της οποίας συνεργαζόταν με τους Ναζί καθώς μάζευε Εβραίους, κομμουνιστές και άλλους «ανεπιθύμητους». Όλα αυτά διήρκεσαν μέχρι που και η Νότια Γαλλία καταλήφθηκε από τους Ναζί, οι οποίοι έκλεισαν το λιμάνι το 1942. Όμως σε αυτόν τον ενάμιση χρόνο, ο Φράι και η Γκολντ και οι συνεργάτες τους έσωσαν περίπου 2.000 ζωές.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ιστορία που αφηγείται το Transatlantic έχει ειπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν σε μυθιστορήματα και ταινίες. Το Babelio[1], το οποίο δημοσιεύει καταλόγους βιβλίων με συγκεκριμένα θέματα, παραθέτει πενήντα περίπου απομνημονεύματα, ιστορίες, μυθιστορήματα, όλα στα γαλλικά, υπό τον τίτλο «Πέρασμα στη Μασσαλία 1940-42» – και σε αυτό δεν περιλαμβάνονται τα βιβλία σε άλλες γλώσσες ή κάποια από τις διάφορες ταινίες. Ορισμένα παλαιότερα μυθιστορήματα καλύπτουν σχεδόν το ίδιο αντικείμενο με το Transatlantic της Όρινγκερ. Η κομμουνίστρια συγγραφέας Άννα Σέγκερς (πραγματικό όνομα Άννα Ράιλινγκ) δημοσίευσε το 1944 το εξαιρετικό μυθιστόρημα Transit, στο οποίο απεικονίζονται οι πρόσφυγες ως διαλυμένοι, κατεστραμμένοι και η κατάστασή τους τραγική. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει ακόμη να διαβαστεί. Ο Ζαν Μαλακέ, ένας Πολωνοεβραίος το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Βλάντιμιρ Γιαν Πάβελ Μαλάκι, συγγραφέας που θαύμαζε ο Λέον Τρότσκι για ένα προηγούμενο μυθιστόρημά του (Les Javanais), δημοσίευσε το 1947 το Planète sans visa, ίσως την πιο ρεαλιστική μυθιστορηματική περιγραφή των προσφύγων στο λιμάνι. Πιο πρόσφατα, η Ρόζμαρι Σάλιβαν δημοσίευσε το βιβλίο Βίλα Μπελ-Αίρ: Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Απόδραση και ένα Σπίτι στη Μασσαλία, το οποίο, όπως και το Transatlantic, είναι καλά τεκμηριωμένο και αναμειγνύει τραγικά και κωμικά στοιχεία. Αλλά ήταν το δημοφιλές αμερικανικό μυθιστόρημα Transatlantic της Όρινγκερ που επέλεξε ως βάση για τη μίνι σειρά της η δημιουργός και παραγωγός Άννα Γουίνγκερ, σεναριογράφος και παραγωγός της σειράς Unorthodox.
Η σειρά της Γουίνγκερ υπερβαίνει κάποιες άλλες λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές με διάφορους τρόπους. Από πολιτική άποψη, απεικονίζει όχι μόνο τον Φράι, την Γκολντ και την ERC, αλλά και τις απαρχές της αντιφασιστικής αντίστασης, ενώ προαναγγέλλει τον μεταπολεμικό αντιαποικιακό αγώνα των λαών των γαλλικών αποικιών στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Καραϊβική. Πρόκειται για σημαντικές πολιτικές προσθήκες στον τρόπο με τον οποίο έχει ειπωθεί μερικές φορές η ιστορία.
Ψυχολογικά, η ταινία αγγίζει τα συναισθήματά μας με πολλούς τρόπους. Ανησυχούμε για μεμονωμένους μετανάστες, όπως ο αριστερός φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ). Η αφήγηση των Όρινγκερ και Γουίνγκερ προχωράει περισσότερο από ό,τι άλλες, καθώς παρουσιάζει την πραγματική κρυφή ομοφυλοφιλία του Βάριαν Φράι μέσα από μια φανταστική σχέση με τον χαρακτήρα Τόμας Λάβγκροουβ (τον υποδύεται ο Αμίτ Ραχάβ, τον οποίο κάποιοι ίσως θυμούνται ως γαμπρό Γιάνκι Σαπίρο στο Unorthodox). Αυτό είναι πολύ επιτυχημένο και αξιοθαύμαστο. Η σειρά προκαλεί ανησυχία για τη Μέρι Τζέιν Γκολντ, η οποία πιέζεται να κάνει σεξ με τον απαίσιο Αμερικανό πρόξενο, αν θέλει τη βοήθειά του για την ERC. Και νιώθουμε συμπάθεια γι' αυτήν καθώς ερωτεύεται τον ιδεαλιστή Γερμανοεβραίο (και μελλοντικό διάσημο οικονομολόγο) Άλμπερτ Χίρσμαν (Λούκας Ίνγκλανγκερ). Συμπονούμε τον Πολ Καντίγιο (Ραλφ Αμούσου), ο οποίος ερωτεύεται τη Λίζα Φίτκο (Ντελέιλα Πιάσκο), την οδηγό που μεταφέρει τους ανθρώπους από τα Πυρηναία στην Ισπανία, αλλά της οποίας ο σύζυγος βρίσκεται σε μια κοντινή φυλακή. Και ανησυχούμε για τον Πολ, τον αδελφό του και τους άλλους, καθώς προσπαθούν να απελευθερώσουν κρατούμενους που στέλνουν οι γαλλικές αρχές σε γερμανικά στρατόπεδα.
Δυστυχώς, ενώ η ιστορική στιγμή είναι εξαιρετικά σημαντική, όπως τόσοι άλλοι έχουν αναγνωρίσει, το σενάριο, από τη Γουίνγκερ και μισή ντουζίνα άλλους, είναι μερικές φορές απογοητευτικό και ίσως εξαιτίας των σκηνοθετών (Στεφανί Τσουά, Βερονίκ Ρεϊμόντ και Μία Μάγιερ) η ερμηνεία είναι αρκετά άνιση. Η Γκίλιαν Τζέικομπς ως Μαίρη Τζέιν Γκολντ δεν φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στην αρχή, αν και φαίνεται να ωριμάζει σταδιακά στον ρόλο της μετά από μερικά επεισόδια. Η Κάρολ Στολ που υποδύεται την Αμερικανίδα πρόξενο έχει προταθεί για βραβεία σε άλλους ρόλους, αλλά εδώ δίνει μια γενική ερμηνεία και δεν πείθει. Παρόμοια, αν και λιγότερο κακή, είναι και η ερμηνεία του Μάικλ Κόρι Σμιθ ως Βάριαν Φράι, η οποία μοιάζει επιτηδευμένη. Ο Γκρεγκορί Μοντέλ, ένας καταπληκτικός ηθοποιός που τον ξέρουμε από το Call My Agent, δίνει μια ερμηνεία του Γάλλου αρχηγού της αστυνομίας που αγγίζει πάρα πολύ τον επιθεωρητή Ζακ Κλουζό του Πίτερ Σέλερς. Από την άλλη πλευρά, η ερμηνεία του Αμίτ Ραχάβ ως Τόμας Λάβγκροουβ είναι συγκρατημένη και ευαίσθητη, ενώ ο ρόλος του Ραλφ Αμούσου ως Πολ Καντίγιο μας κερδίζει. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πρόβλημα δεν είναι οι ηθοποιοί αλλά οι χαρακτήρες που φαίνεται να έχουν παρεξηγηθεί από τους σεναριογράφους. Ο Βικτόρ Σερζ (Εμανουέλ Σάλιντζερ), ο θαρραλέος επαναστάτης και λαμπρός συγγραφέας, παρουσιάζεται μάλλον ως ένας γερο-ανόητος, αν και κάθε άλλο παρά τέτοιος ήταν. Παρόλα αυτά, ανεξάρτητα από τις ατομικές τους δυνάμεις και αδυναμίες, οι δεκαοκτώ ηθοποιοί που απαρτίζουν το σύνολο δίνουν αξιόλογες ερμηνείες και στο σύνολό τους κρατούν το ενδιαφέρον μας.
Το υπέροχο γύρισμα της ταινίας εκμεταλλεύεται την ομορφιά της Μασσαλίας, το μεσογειακό φως και τα εξαιρετικά σκηνικά: το φρούριο Σεν-Ζαν, το πολυτελές ξενοδοχείο Σπλεντίντ και κυρίως το ρομαντικό ερείπιο της Βίλας Αιρ-Μπελ. Η βίλα γίνεται το σκηνικό για τις αφηγήσεις, τα παιχνίδια και τα πάρτι των σουρεαλιστών καλλιτεχνών, τα οποία φιλοτέχνησαν οι δημιουργοί και οι ενδυματολόγοι του κινηματογραφικού συνεργείου. Όλα αυτά είναι συναρπαστικά, γοητευτικά και μερικές φορές αρκετά αστεία.
Βλέπουμε διάσημους καλλιτέχνες και διανοούμενους πρόσφυγες σε αυτή την ταινία, αλλά έχουμε ελάχιστη εικόνα για τους χιλιάδες άλλους που περιμένουν στο λιμάνι. Αυτό που φαίνεται να λείπει από την ταινία θα μπορούσε να το βρει κανείς στα βιβλία της Άννα Σέγκερς και του Ζαν Μαλακέ∙ δηλαδή τη φτώχεια πολλών προσφύγων, τις καθημερινές προσπάθειές τους να βρουν φαγητό για να επιβιώσουν, την καθημερινή αναζήτηση για βίζα και θέση στο πλοίο και τη διάχυτη αίσθηση του φόβου. Ναι, βλέπουμε την αστυνομία να συλλαμβάνει ανθρώπους, κάποιες βίαιες επιθέσεις και κρατούμενους να μεταφέρονται στα στρατόπεδα. Ωστόσο, αυτές οι σκηνές δεν αποδίδουν πλήρως τον τρόμο της εποχής. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως λέει η Γουίνγκερ στο Making Transatlantic, έναν απολογισμό της παραγωγής που ακολουθεί τα επτά επεισόδια, θεωρεί τη σειρά ως ένα «screwball melodrama»[2] στο στυλ των ταινιών της δεκαετίας του 1940. Ίσως γι' αυτό δεν νιώθουμε ποτέ τον τρόμο και την απόγνωση που ένιωθαν οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες.
Το έργο του Βάριαν Φράι και της Μέρι Τζέιν Γκολντ και των συνεργατών τους ήταν ηρωικό, και πρέπει να είμαστε ευτυχείς που υπενθυμίζεται και πάλι αυτή η προσπάθεια σε ένα μαζικό ακροατήριο εκατομμυρίων ανθρώπων. Αν και ο φακός είναι λίγο υπερβολικά ροζ, ενώ, ακόμη και στη φωτεινή και όμορφη Μασσαλία, θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερο ένα καπνισμένο γκρι. Όπως σημειώνουν οι σκηνοθέτες στο Making Transatlantic, δημιούργησαν την ταινία την ώρα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, γεγονός που της προσδίδει μια ιδιαίτερη οδυνηρότητα, καθώς εκατομμύρια πρόσφυγες αναζητούν και πάλι ασφάλεια από μια αυταρχική, ιμπεριαλιστική δύναμη.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Dan La Botz, “Transatlantic”, New Politics, τόμος XIX τεύχος 3, αριθμός 75, Αύγουστος 2023, https://newpol.org/issue_post/transatlantic/.
Σημειώσεις
[1] “Passage to Marseille 1940-1942”, Babelio, 28 Ιουλίου 2015, https://www.babelio.com/liste/4980/Passage-to-Marseille-1940-1942.
[2] “Screwball comedy” Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Screwball_comedy.