Aparna Sundar
Η εποχή του Μόντι
Καθώς πλησιάζουν οι ομοσπονδιακές εκλογές στην Ινδία το 2024, είναι καιρός να αναλογιστούμε τι σημαίνει ο Μόντι για την Ινδία και τον κόσμο.
Η απόφαση της Ινδίας να απέχει από την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 26 Οκτωβρίου 2023 που ζητούσε κατάπαυση του πυρός στη Γάζα –στηρίζοντας ουσιαστικά το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στο δυτικό μπλοκ έναντι των 121 χωρών που υποστήριξαν την πρόταση– παρέχει ένα στιγμιότυπο των αντιφατικών ισχυρισμών της κυβέρνησης του Ναρέντρα Μόντι καθώς προσπαθεί να ανελιχθεί σε μια εξέχουσα θέση μέσα σε μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Σε άλλα πεδία, ο Μόντι έσπευσε να απορρίψει οποιαδήποτε κριτική για το ιστορικό του στα ανθρώπινα δικαιώματα ή για τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση ως προερχόμενη από την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική «Δύση», ενώ παράλληλα διαβεβαίωνε την αξίωση της Ινδίας να είναι ηγέτης του Παγκόσμιου Νότου. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέρος της απήχησης που έχει ο Μόντι στη βάση του. Μια πρόσφατη έρευνα στην Ινδία έδειξε ότι, ενώ οι άνθρωποι δεν είναι αισιόδοξοι για το δικό τους μέλλον όσον αφορά την οικονομία, την ευημερία ή την ασφάλεια των γυναικών, πιστεύουν ότι η Ινδία τα πηγαίνει καλά στην παγκόσμια σκηνή.
Ο επαναπροσανατολισμός προς τον αμερικανικό άξονα δεν είναι καινούργιος και λαμβάνει χώρα από τότε που η Ινδία άνοιξε την οικονομία της το 1991, απομακρυνόμενη από το προστατευόμενο από το κράτος μοντέλο, και πλησιάζοντας το δυτικό μπλοκ οικονομικά, αλλά και πολιτικά· τοποθετώντας τον εαυτό της ως τη «μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου» με συμμετοχή στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αυτή την τοποθέτηση έχει υιοθετήσει η Ουάσινγκτον στον νέο ψυχρό πόλεμο με την Κίνα, στρεφόμενη προς την Ινδία ως «ασιατική δημοκρατία» που πρέπει να συμπεριληφθεί σε σχηματισμούς όπως η ομάδα χωρών Quad μαζί με την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Σε μια επίσημη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 2023, ο Μόντι έγινε δεκτός με χαιρετισμό από 21 πυροβολισμούς, παρακάθισε σε δείπνο στον Λευκό Οίκο και προσκλήθηκε να μιλήσει και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Εν τω μεταξύ, για τέταρτη συνεχή χρονιά, η Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (USCIRF / United States Commission on International Religious Freedom) συνέστησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ να χαρακτηρίσει την Ινδία ως χώρα ιδιαίτερης ανησυχίας (CPC /Country of Particular Concern) για τις «συστηματικές, συνεχιζόμενες και κατάφωρες παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας», ο ιδρυτής της οργάνωσης Genocide Watch προειδοποίησε για μια επαπειλούμενη γενοκτονία κατά των μουσουλμάνων στην Ινδία∙ η Washington Post και οι New York Times καταγράφουν συστηματικά στοιχεία για την επέκταση του αυταρχισμού του Μόντι∙ και η Ινδία συνεχίζει να υποχωρεί σχεδόν σε κάθε παγκόσμιο δείκτη – δημοκρατία, ελευθερία των δημοσιογράφων, φτώχεια κ.ο.κ.
Ενώ η γεωπολιτική μπορεί να αποτελεί τη βάση των σχέσεων ΗΠΑ-Ινδίας, άλλοι παράγοντες επηρεάζουν επίσης την αυξανόμενη εγγύτητα της Ινδίας με το Ισραήλ υπό τον Μόντι, και συγκεκριμένα με την κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Όπως τεκμηριώνει ο Αζάντ Εσσά στο βιβλίο του, Εχθρικές πατρίδες: Η νέα συμμαχία μεταξύ Ινδίας και Ισραήλ [Azad Essa, Hostile Homelands: The New Alliance Between India and Israel], η Ινδία άρχισε να αγοράζει αθόρυβα αμυντική τεχνολογία και εκπαίδευση από το Ισραήλ τη δεκαετία του 1960, διατηρώντας παράλληλα την επίσημη θέση της υπέρ της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης. Αλλά υπό τον Μόντι, η αμυντική συνεργασία ενισχύεται και πανηγυρίζεται, και η υποστήριξη προς την Παλαιστίνη είναι πλέον υπό όρους. Ο Μόντι και ο Νετανιάχου αναγνωρίζουν και σέβονται ο ένας τον άλλον ως αυταρχικοί ηγέτες∙ ο ινδουιστικός εθνικισμός και ο σιωνισμός έχουν ισχυρές συγγένειες ως κινήματα κυριαρχίας της πλειοψηφίας∙ τα δύο κράτη βλέπουν τους εαυτούς τους ως συμμάχους υπερασπιστές κατά της «ισλαμικής τρομοκρατίας» – και οι χαϊδεμένοι καπιταλιστές του Μόντι έχουν πλέον μεγάλες επενδύσεις στο Ισραήλ. Αυτά τα χαρακτηριστικά απορρέουν από τρία κεντρικά και αλληλένδετα χαρακτηριστικά της «Νέας Ινδίας» του Μόντι: την επιτυχία του εγχειρήματος της Χιντούτβα (ινδουιστικός εθνικισμός) που αποσκοπεί στη μετατροπή της Ινδίας σε ινδουιστικό έθνος∙ την ικανότητα του Μόντι να εξασφαλίζει την υποστήριξη του κεφαλαίου επιτρέποντας μια ληστρική μορφή επιταχυνόμενης συσσώρευσης για τους ευνοούμενούς του και ευρύτερα για τους καπιταλιστές ως τάξη∙ και την ικανότητά του να παγιδεύει το κοινό μέσω ενός επιδέξιου συνδυασμού προσωπικής ελκυστικότητας, λαϊκιστικών μέτρων πρόνοιας, άλωσης των θεσμών και απλής καταστολής.
Ο ινδουιστικός εθνικισμός
Αυτό που διαφοροποιεί τον Μόντι από άλλους λαϊκιστές αυταρχικούς πολιτικούς, όπως ο Μπολσονάρου, ο Ερντογάν, ο Ντουτέρτε ή ακόμη και ο Τραμπ, είναι η μακροχρόνια και βαθιά ιδεολογική και οργανωτική βάση του κινήματος στο οποίο ανήκει ο ίδιος και το Κόμμα του Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP / Bharatiya Janata Party). Η Ρααστρίγια Σβαγιαμσεβάκ Σανγκ (RSS / Rashtriya Swayamsevak Sangh), η οργάνωση που είναι επικεφαλής του κινήματος Χιντούτβα της υπεροχής του ινδουιστικού εθνικισμού, ιδρύθηκε το 1925 ως ένα από τα ρεύματα της εθνικιστικής αντίστασης στη βρετανική αποικιοκρατία, αντλώντας το εθνικό όραμα εθνοφυλετικής υπεροχής από τις ιδεολογίες του ευρωπαϊκού φασισμού.
Από την αρχή, το κίνημα είχε δύο αιχμές. Πρώτον, να κατασκευάσει μια ινδουιστική ταυτότητα από τις διάφορες αιρέσεις και έθιμα της υποηπείρου υπό έναν πατριαρχικό, βραχμανικό (προνομιούχα κάστα), ορισμό του ινδουισμού με βάση τα ιερά κείμενα. Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της αμφισβήτησης από τους Ντάλιτ (καταπιεσμένες κάστες) της βαθιά ιεραρχικής τάξης των καστών και, ταυτόχρονα, την ένταξή τους καθώς και των Αντιβάσις (αυτόχθονες κοινότητες) στους κόλπους του Ινδουισμού, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πλειοψηφία. Και δεύτερον, να δημιουργήσει συμφέροντα σε αυτή την ταυτότητα ορίζοντας τους άλλους, όπως οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί, ως ξένους προς το έθνος. Η RSS διαθέτει έναν εκτεταμένο οργανωτικό μηχανισμό για τη δημιουργία ευρείας πολιτισμικής συναίνεσης για τις θεωρίες της, με χιλιάδες μέτωπα σε όλη τη χώρα, που απευθύνονται σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες – παιδιά, νεολαία, γυναίκες, φοιτητές πανεπιστημίου, εργαζόμενους (συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης κεντρικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της χώρας), στρατιώτες, Αντιβάσι και διαφορετικές καστικές ομάδες. Λειτουργεί σχολεία και επιτελεί φιλανθρωπικό έργο και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του έργου αρωγής σε φυσικές καταστροφές. Το BJP, το οποίο σχηματίστηκε το 1984 από προηγούμενα κόμματα που συνδέονταν με το κίνημα, αναδείχθηκε με μαζικές εκστρατείες που αποσκοπούσαν στην αντίσταση στην επέκταση των προγραμμάτων θετικής δράσης για ένα ευρύτερο φάσμα καστών και στη διαγραφή συμβόλων της μουσουλμανικής ιστορίας της Ινδίας υπέρ του «αυθεντικού ινδουιστικού» παρελθόντος της.
Από τότε που ο Μόντι εξελέγη για πρώτη φορά σε ομοσπονδιακό επίπεδο το 2014, έγινε ξεκάθαρη η γενοκτονική πρόθεση των προσπαθειών του για την εξάλειψη της μουσουλμανικής ζωής. Ενώ είναι αδιανόητο ότι 196 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, περίπου το 14% του πληθυσμού της Ινδίας, μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν να υποστούν βία και ταπείνωση, να φιμωθούν, να τους αφαιρεθούν τα πολιτικά δικαιώματα και να στερηθούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Από την επαναδιατύπωση των σχολικών βιβλίων ιστορίας μέχρι τη μετονομασία τόπων, η παρουσία τους στην ιστορία της Ινδίας, που διαρκεί πάνω από χιλιετία, διαγράφεται συστηματικά. Οι ίδιοι οι όροι που τους επιτρέπουν να «τρώνε, να προσεύχονται, να αγαπούν» έχουν ποινικοποιηθεί, αρχής γενομένης από το 2014 με έναν αυξανόμενο αριθμό λιντσαρισμάτων μουσουλμάνων ανδρών από ομάδες αυτοδικίας επειδή έτρωγαν ή εμπορεύονταν βοδινό κρέας ή επειδή «δελέαζαν» ινδουίστριες σε γάμο προκειμένου να τις προσηλυτίσουν στο Ισλάμ («τζιχάντ αγάπης»). Οι φτωχοί μουσουλμάνοι άνδρες αποτέλεσαν ιδιαίτερους στόχους, τους επιτέθηκαν και τους ξυλοκόπησαν ομάδες αυτοδικίας και τους ζήτησαν να απαγγείλουν το « Τζάι Σρι Ραμ» (Ζήτω ο Κύριος Ραμ). Ακόμη και πολύ αγαπημένοι αστέρες του κινηματογράφου και παίκτες του κρίκετ, αν είναι μουσουλμάνοι, δεν γλίτωσαν από κακόβουλες διαδικτυακές επιθέσεις και απειλές. Οι εκκλήσεις για οικονομικό μποϊκοτάζ των μουσουλμανικών επιχειρήσεων έχουν βαθύνει την οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση που ήταν ήδη ένα εκτεταμένο γεγονός της μουσουλμανικής ζωής σε πολλά μέρη της χώρας, με τους μουσουλμάνους να μην μπορούν να βρουν σπίτια προς ενοικίαση σε πολλές πόλεις. Οι γυναίκες που φορούσαν χιτζάμπ εμποδίστηκαν να φοιτήσουν σε κολέγιο σε μια πολιτεία που διοικείται από το BJP, δήθεν επειδή το σύνταγμα απαγορεύει τη χρήση θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσια ιδρύματα. Οι ινδουιστικές προσευχές και πρακτικές παραμένουν ρουτίνα σε τέτοια ιδρύματα. Έχει γίνει όλο και πιο συνηθισμένο κατά τη διάρκεια ινδουιστικών φεστιβάλ να βλέπουμε μεγάλα πλήθη ινδουιστών που φορούν πορτοκαλί μαντήλια, οπλισμένοι με ραβδιά και σπαθιά, να παρελαύνουν επιθετικά μέσα σε μουσουλμανικές γειτονιές φωνάζοντας αντιμουσουλμανικά τραγούδια και συνθήματα, ξυλοκοπώντας μουσουλμάνους και καταστρέφοντας τις περιουσίες τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αισθάνονται ότι υπακούουν στους εξτρεμιστές ινδουιστές θρησκευτικούς ηγέτες που έχουν ανακηρύξει το βιασμό και τη δολοφονία των μουσουλμάνων θρησκευτικό καθήκον.
Ο Μόντι και τα μέλη του κόμματός του παρέμειναν σιωπηλοί απέναντι σε αυτή τη βία, περιστασιακά αποστασιοποιούμενοι, κάνοντας λόγο για έργο μεμονωμένων ατόμων, αλλά συχνότερα κάνοντας υποβολιμαίες νύξεις για να προκαλέσουν και να εντείνουν την πόλωση για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Σχεδόν κανένας από αυτούς που πραγματοποίησαν τα λιντσαρίσματα και τις άλλες επιθέσεις δεν έχει συλληφθεί. Αντιθέτως, οι άνδρες που εμπλέκονται στον ομαδικό βιασμό μιας μουσουλμάνας και στη δολοφονία πολλών μουσουλμάνων στο πογκρόμ κατά των μουσουλμάνων στο Γκουτζαράτ το 2002, όταν ο Μόντι κυβερνούσε την πολιτεία, καθώς και οι άνδρες που εμπλέκονται στο λιντσάρισμα ενός μουσουλμάνου κτηνοτρόφου, έχουν αφεθεί ελεύθεροι και έχουν επιδοκιμαστεί ως ήρωες από βουλευτές του BJP. Η αστυνομία παραμένει συστηματικά αμέτοχη και παρακολουθεί τη βία, και οι μουσουλμάνοι που υπερασπίζονται τον εαυτό τους έχουν υποστεί την ισοπέδωση των καταστημάτων και των περιουσιών τους από τις δημοτικές κυβερνήσεις σε πολιτείες που κυβερνά το BJP με την αιτιολογία της «παράνομης κατασκευής».
Στη δεύτερη θητεία του Μόντι, η οποία ξεκίνησε το 2019, οι κυβερνήσεις του BJP ψήφισαν μια σειρά νόμων που αποσκοπούσαν στην αφαίρεση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων. Αρκετές πολιτείες υπό την ηγεσία του BJP ψήφισαν νόμους για την προστασία των αγελάδων και νόμους που απαγορεύουν τους διαθρησκειακούς γάμους (που υποτίθεται ότι συνάπτονται μόνο για σκοπούς προσηλυτισμού), αυξάνοντας τη δύναμη της αστυνομίας και των δικαστηρίων για τη νομιμοποίηση της αυτοδικίας. Το 2019, τρεις σημαντικές νομοθετικές και νομικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένου ενός τροποποιητικού νόμου για την ιθαγένεια, μεταμόρφωσαν αμετάκλητα τη φύση της ιθαγένειας, καθιστώντας ουσιαστικά τους μουσουλμάνους πολίτες δεύτερης κατηγορίας ενός ινδουιστικού έθνους.
Ένας τέτοιος νόμος, ο νόμος για την αναδιοργάνωση του Κασμίρ, θεσμοθέτησε την κατοχή του Κασμίρ από την Ινδία. Ο νόμος αυτός αφαίρεσε την περιορισμένη αυτονομία που είχε παραχωρηθεί στο Κασμίρ βάσει του ινδικού συντάγματος και κατήργησε τον νόμο που εμπόδιζε την πώληση γης σε μη Κασμίριους, ανοίγοντας τον δρόμο για την κατοχή πλήρους κλίμακας και τον δημογραφικό μετασχηματισμό. Το Κασμίρ συνεχίζει να είναι μια από τις πιο στρατιωτικοποιημένες περιοχές στον κόσμο, με συχνές διακοπές του διαδικτύου, αυθαίρετες συλλήψεις, ιδίως δημοσιογράφων και ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, βάσει δρακόντειων «αντιτρομοκρατικών» νόμων, καθώς και εξαφανίσεις και «δολοφονίες κατά συρροή» που πραγματοποιούνται από μια αστυνομία και έναν στρατό που απολαμβάνουν ατιμωρησία βάσει του νόμου περί ειδικών εξουσιών των ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος ισχύει στο Κασμίρ για πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα.
Η πλήρης κινητοποίηση του κράτους και της κοινωνίας για να διεξαχθεί πόλεμος εναντίον αυτού που οι ινδουιστές εθνικιστές θεωρούν ως την «παλιά Ινδία» –ένα πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό έθνος, τόσο από την άποψη του κοινωνικού ιστού του όσο και από την άποψη των συνταγματικών εγγυήσεων της κοσμικότητας, της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων– έχει και άλλους στόχους. Οι χριστιανοί (όπως και οι μουσουλμάνοι, που θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια πίστη που προέρχεται εκτός της ινδικής ηπειρωτικής περιοχής) έχουν δεχτεί βίαιες επιθέσεις επειδή φέρονται να διεξάγουν δραστηριότητες προσηλυτισμού μεταξύ των Αντιβάσι και των Ντάλιτ (που δυνητικά θα αποδυναμώσουν την ινδουιστική «πλειοψηφία»). Εκλογικοί υπολογισμοί σχετικά με τα οφέλη από τη δημιουργία μιας σκληροπυρηνικής ινδουιστικής βάσης τροφοδότησαν αντίστοιχα την πρόσφατη εκστρατεία βιασμών και δολοφονιών μελών χριστιανικών κοινοτήτων στο βορειοανατολικό κρατίδιο Μανιπούρ. Ένα εκτεταμένο κίνημα διαμαρτυρίας κατά των νεοφιλελεύθερων αγροτικών νόμων επιδιώχθηκε να απονομιμοποιηθεί με τον ισχυρισμό ότι οι αγρότες Σιχ που πρωτοστάτησαν σε αυτό ήταν «αυτονομιστές» και «τρομοκράτες». Άλλοι επίσης θεωρήθηκαν «αντεθνικοί» και αποτέλεσαν αντικείμενο αυτοδικίας και κρατικής βίας. Αριστεροί και φιλελεύθεροι διανοούμενοι και ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί καθηγητές και φοιτητές, καλλιτέχνες, φεμινίστριες και μέλη οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών – όλοι έχουν παρουσιαστεί ως μέλη μιας καθιερωμένης, αγγλοποιημένης, «ψευδο-κοσμικής» ελίτ, απέναντι στην οποία το BJP παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος του αυθεντικού έθνους.
Ληστρικός καπιταλισμός
Ο σχετικά υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ινδικής οικονομίας (7,2% το 2022-23) συγκαλύπτει τις αυξανόμενες κρίσεις ανισότητας, ανεργίας και εξαθλίωσης, που αντικατοπτρίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια στα στοιχεία για ζητήματα όπως ο υποσιτισμός, η παιδική θνησιμότητα και η υγεία των γυναικών. Η κυβέρνηση Μόντι απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις της Ινδίας – αύξηση των επενδύσεων στη μεταποίηση, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, δημιουργία θέσεων εργασίας και αύξηση των εξαγωγών. Εν μέρει, οι ρυθμοί ανάπτυξης αντικατοπτρίζουν την καταναλωτική δύναμη μιας μεσαίας τάξης που, αν και μεγάλη σε απόλυτους αριθμούς, αποτελεί ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού της Ινδίας των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της εξήγησης έγκειται στη φύση της ανάπτυξης, η οποία δημιουργήθηκε από την εξαγορά προβληματικών περιουσιακών στοιχείων από διεθνείς κερδοσκόπους, την απόκτηση γης και πόρων σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος και την προνομιακή πρόσβαση σε κεφάλαια και σε υπάρχουσες αγορές για τους ευνοημένους καπιταλιστές.
Η κυβέρνηση έχει περάσει ένα πλήθος νεοφιλελεύθερων νόμων για να βελτιώσει την «ευκολία της επιχειρηματικής δραστηριότητας», συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών μεταρρυθμίσεων που αποδεκατίζουν τους κανονισμούς και τα στάνταρ των εργασιακών σχέσεων, και των αλλαγών στη νομοθεσία για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και την προστασία των δασών που διευκολύνουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων στους φυσικούς πόρους. Τα σχέδια για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνουν την έγκριση της εξόρυξης άνθρακα για εμπορικούς σκοπούς, την αύξηση του ορίου των ξένων επενδύσεων στη στρατιωτική βιομηχανία, τη δημοπράτηση αεροδρομίων σε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και την παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τομέα σε ιδιώτες με «μακροχρόνια μίσθωση». Τρεις νέοι αγροτικοί νόμοι που πέρασαν εσπευσμένα από το κοινοβούλιο χωρίς σχεδόν καθόλου χρόνο για συζήτηση το 2020 θα είχαν ουσιαστικά ανατρέψει τις πολιτικές που εξασφάλιζαν ότι οι αγρότες ήταν σε θέση να πωλούν ένα ορισμένο ποσό της παραγωγής τους σε σταθερή τιμή και θα παρέδιδαν τη γεωργία στις αγορές που κυριαρχούνταν από εταιρείες, αν οι αγρότες δεν είχαν αντισταθεί.
Στα δεκατέσσερα χρόνια της θητείας του ως πρωθυπουργού του κρατιδίου Γκουτζαράτ, όπου τελειοποίησε το μοντέλο διακυβέρνησης που ακολουθεί, ο Μόντι οικοδόμησε στενή σχέση με κορυφαίους επιχειρηματικούς παράγοντες του Γκουτζαράτ, οι οποίοι χρηματοδότησαν την ομοσπονδιακή του εκστρατεία το 2014. Αυτοί οι διαπλεκόμενοι –ιδίως οι πιο κοντινοί του, ο Γκαουτάμ Αντάνι και ο Μουκές Αμπάνι– ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα, βοηθήθηκαν στην απόκτηση φθηνής γης και τους δόθηκαν άδειες για την κατασκευή των πάντων, από λιμάνια μέχρι πανεπιστήμια. Τον Μάρτιο του 2022, η Hurun Global Rich List ανέφερε ότι ο Γκαουτάμ Αντάνι, ο οποίος είχε γίνει ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος της Ινδίας και της Ασίας το 2020, πρόσθεσε 49 δισεκατομμύρια δολάρια στα πλούτη του το 2021 –περισσότερα από τη συνολική προσθήκη πλούτου των τριών κορυφαίων παγκόσμιων δισεκατομμυριούχων Έλον Μασκ, Τζεφ Μπέζος και Μπερνάρ Αρνό– και αντιπροσωπεύει αύξηση 153% στον πλούτο του σε μια χρονιά που η Ινδία καταστράφηκε από την πανδημία.
Ο Μουκές Αμπάνι, ο οποίος εξακολουθεί να είναι ο πλουσιότερος Ινδός, αύξησε τον πλούτο του κατά 24% εκείνη τη χρονιά. Στα δέκα χρόνια από τότε που ο Μόντι έγινε πρωθυπουργός, ο πλούτος του Αμπάνι αυξήθηκε κατά 400% και του Αντάνι κατά 1.830%∙ αν και, όπως αποκάλυψε έκθεση της Hindenburg Research τον Ιανουάριο του 2023, η χειραγώγηση των μετοχών και η λογιστική απάτη επέτρεψαν μια τεράστια υπερτίμηση του πλούτου του Αντάνι. Γενικότερα, ο αριθμός των Ινδών δισεκατομμυριούχων έχει αυξηθεί, όπως και ο πλούτος που έχουν προσθέσει την τελευταία δεκαετία: ο επικεφαλής της Hurun Global Rich List σημείωσε ότι τα τελευταία δέκα χρόνια, οι Ινδοί δισεκατομμυριούχοι προσέθεσαν περίπου 700 δισεκατομμύρια δολάρια στον αθροιστικό τους πλούτο, ποσό που ισοδυναμεί με το ΑΕΠ της Ελβετίας και διπλάσιο από αυτό των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Οι πλούσιοι έγιναν επίσης πλουσιότεροι μέσω πολιτικών όπως η στροφή σε έμμεσους φόρους, όπως ο φόρος αγαθών και υπηρεσιών, η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις και η κατάργηση του φόρου πλούτου για τους υπερπλούσιους, συμβάλλοντας στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Ενώ ο ληστρικός καπιταλισμός που επέτρεψε ο Μόντι δημιούργησε τεράστιους νέους αριθμούς εκτοπισμένων, στερημένων και εξαθλιωμένων, οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας της Ινδίας παραμένουν από τις χαμηλότερες στον κόσμο. Οι δαπάνες για την υγεία παραμένουν στο 1,2 έως 1,6 τοις εκατό του ΑΕΠ και στην πραγματικότητα μειώθηκαν το 2021, ενώ οι δαπάνες για την εκπαίδευση ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 3% του ΑΕΠ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το 2022, η Oxfam ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας εκτιμάται ότι 46 εκατομμύρια Ινδοί περιήλθαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Μια εκλογική απολυταρχία
Στην έκθεσή του για την κατάσταση της δημοκρατίας το 2021, το Σουηδικό Ινστιτούτο V-Dem υποβάθμισε την Ινδία σε «εκλογική απολυταρχία». Η διατύπωση αυτή αποτυπώνει τον όλο και πιο επιτελεστικό ρόλο στην Ινδία των δημοκρατικών τελετουργιών για την επίδειξη νομιμότητας, ακόμη και όταν μεγάλο μέρος της διαδικασίας διακυβέρνησης απομακρύνεται από τη δημόσια λογοδοσία. Όπως και οι περισσότεροι άλλοι δημόσιοι θεσμοί, η Εκλογική Επιτροπή, ιστορικά σεβαστή για την ουδετερότητά της, υπόκειται πλέον σε πολιτική ομηρεία. Το BJP διαθέτει ένα τεράστιο ποσό κεφαλαίων, περισσότερα από όλα τα άλλα κόμματα μαζί, τα οποία συγκεντρώνονται, μεταξύ άλλων, μέσω αδιαφανών χρηματοπιστωτικών μέσων που ονομάζονται εκλογικά ομόλογα και αντλούν μαζικές επιχειρηματικές χορηγίες που γίνονται ανώνυμα από την Ινδία και το εξωτερικό. Το κόμμα βρίσκεται διαρκώς σε προεκλογική κατάσταση και τα κεφάλαια είναι απαραίτητα για να διατηρήσει την τρομερή εκλογική μηχανή του, καθώς και για να παρακινήσει τους εν ενεργεία βουλευτές να αλλάξουν στρατόπεδο.
Η αναπαράσταση της δημοκρατίας είναι επίσης μια από τις επιδόσεις που ο λαϊκιστής Μόντι φαίνεται να απολαμβάνει. Όπως ορισμένοι ινδουιστές θεοί, ο Μόντι είναι ένας άνθρωπος με πολλά είδωλα. Είναι ταυτόχρονα μοναρχικός –εκδίδει πολιτικές ως διατάγματα και υψώνει μνημειώδη έργα για να σηματοδοτήσει τη βασιλεία του– και άνθρωπος του λαού, κάνοντας συνεχείς αναφορές στην ταπεινή καταγωγή του, σε αντίθεση με τους Γκάντι του αντίπαλου κόμματος του Κογκρέσου, με την κάστα και τα δυναστικά προνόμιά τους. Φοράει κάθε μέρα ένα νέο ρούχο και αξεσουάρ σχεδιαστών, ωστόσο οι οπαδοί του (ή οι λάτρεις του, όπως τους αποκαλούν οι επικριτές του) τον περιγράφουν ως ασκητή. Οι φαινομενικά απερίσκεπτες και αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του –όπως το να μειώσει την αξία του 87% του νομίσματος της Ινδίας με προειδοποίηση λίγων ωρών ή να επιβάλει εθνικό λοκντάουν για το COVID-19 κατά τη διάρκεια της νύχτας– χαιρετίστηκαν ως «αριστουργήματα» και απόδειξη της ικανότητας να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται από έναν ισχυρό ηγέτη. Τα τεχνοκρατικά σχέδιά του –έξυπνες πόλεις, τρένα με σφαίρες, μια ψηφιακή Ινδία– ακόμη και αν είναι κακοεκτελεσμένα και ελλιπή, δημιουργούν μια εικόνα δράσης και εκσυγχρονισμού, ενώ οι ομιλίες του πλέκουν επιδέξια ινδουιστικές εθνικιστικές εικόνες και μοτίβα.
Ο ευημερισμός του Μόντι διαθέτει αυτά τα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Αντί για μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη διατροφή, την υγεία και την εκπαίδευση, η πρόνοια που παρέχει παίρνει τη μορφή μικρών, στοχευμένων μεταβιβάσεων μετρητών και περιορισμένων προγραμμάτων για τη διανομή τουαλετών, φιαλών αερίου μαγειρέματος, κατοικιών, συνδέσεων ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, με ιδιαίτερους δικαιούχους τις γυναίκες. Η πρόνοια διανέμεται κεντρικά, αντί να ανταποκρίνεται στις τοπικές ανάγκες, και είναι εξατομικευμένη, με τη φωτογραφία του Μόντι στις φιάλες αερίου, στα δέματα τροφίμων και στις διαφημιστικές επιγραφές που προωθούν τα προγράμματα.
Οι προβολές λαϊκισμού του Μόντι υποβοηθούνται από την αποτελεσματική κατάληψη της δημόσιας σφαίρας. Ήδη από το 2014, τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε εταιρείες τον είχαν δημιουργήσει, ακόμη και πριν εκλεγεί. Έκτοτε, αυτά τα μέσα ενημέρωσης κρατούνται πειθαρχημένα με απειλές για την απόσυρση των κρατικών διαφημιστικών εσόδων που αποτελούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους ή για τη διενέργεια επιδρομών για παραβιάσεις του φόρου εισοδήματος. Εν τω μεταξύ, έχουν δημιουργηθεί νέες πηγές φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης και οι διαπλεκόμενοι καπιταλιστές έχουν αγοράσει τα λίγα ανεξάρτητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν έναν άλλο σημαντικό ρόλο, με έναν πληρωμένο στρατό τρολ χιλιάδων ατόμων που διαδίδει την προπαγάνδα του BJP και έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό συμπαθούντων που διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις και μιμίδια γεμάτα μίσος, ενώ τρολάρουν τους αντιπάλους του με τις πιο χυδαίες απειλές. Παράλληλα με τον έλεγχο και την κατασκευή του τι μετράει ως είδηση είναι η μη συλλογή, η απόκρυψη ή η παραποίηση των δεδομένων, σε συνδυασμό με τη συστηματική υπονόμευση των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ιδρυμάτων.
Το κράτος βρίσκεται σε πόλεμο με την κοινωνία των πολιτών. Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις έχουν απειληθεί με αστυνομική δίωξη ή με ακύρωση των αδειών τους να λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Μεταξύ των χωρών που διαπιστώθηκε ότι έχουν αναπτύξει το λογισμικό παρακολούθησης Pegasus της ισραηλινής εταιρείας NSO, η ομάδα-στόχος της Ινδίας ήταν από τις μεγαλύτερες και περιελάμβανε ηγέτες της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφους και μια σειρά από φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Οι διαφωνούντες και αυτοί που λένε την αλήθεια –διαδηλωτές, ηγέτες κομμάτων της αντιπολίτευσης, αγρότες, δημοσιογράφοι, ηγέτες φοιτητών– έχουν συλληφθεί με κατασκευασμένες κατηγορίες και κρατούνται χωρίς να μπορούν να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση βάσει της δρακόντειας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας. Ακόμη και μεταξύ των πιστών του, υπάρχει φόβος για το κράτος επιτήρησης και την κατάρρευση της νομικής και θεσμικής προστασίας.
Αντίσταση
Καμία από τις πρωτοβουλίες του Μόντι δεν έχει περάσει χωρίς αμφισβήτηση, με δικαστικές αμφισβητήσεις σχετικά με τους Τροποποιητικούς Νόμους για την Αναδιοργάνωση και την Ιθαγένεια του Κασμίρ, τις εκλογικές δεσμεύσεις, το Pegasus και ούτω καθεξής. Οι δημοσιογράφοι έχουν αποκαλύψει τα εγκλήματα, έχουν αποκαλύψει τις απάτες και συνεχίζουν να δημοσιεύονται κρίσιμα άρθρα σε ορισμένες από τις αγγλόφωνες εφημερίδες. Τα κόμματα που δεν ανήκουν στο BJP και βρίσκονται στην εξουσία στις μισές περίπου πολιτείες, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις όλο και πιο συγκεντρωτικές τάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης γύρω από φορολογικά ζητήματα και την πολιτιστική και γλωσσική ομογενοποίηση. Ορισμένοι δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο, και σε κατώτερα δικαστήρια, έχουν επιδείξει ανεξαρτησία αμφισβητώντας αυθαίρετες συλλήψεις και άλλα μη συνταγματικά μέτρα. Υπήρξαν επίσης κινητοποιήσεις, ιδίως κατά την πρώτη θητεία του Μόντι, κατά των αυξανόμενων περιπτώσεων βίας εναντίον των μειονοτήτων. Δύο μαζικά κινήματα ειδικότερα, πρωτοφανή σε κλίμακα μετά το εθνικό κίνημα της δεκαετίας του 1940, αποτελούν ελπιδοφόρα σημάδια.
Η πρώτη ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2019 εναντίον του Τροποποιητικού Νόμου για την Ιθαγένεια (CAA / Citizenship Amendment Act) που ουσιαστικά καθιστά τους μουσουλμάνους στην Ινδία πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με πρωτοβουλία φοιτητών του Πανεπιστημίου Τζαμία Μιλλία Ισλαμία στο Δελχί, το κίνημα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, με διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν ακόμη και σε μικρότερες πόλεις. Συμμετείχε μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων που προηγουμένως ήταν απολίτικοι, καθώς και σημαντικός αριθμός μη μουσουλμάνων. Μια ιστορική καθιστική διαμαρτυρία που ξεκίνησε από τις γυναίκες του Σαχίν Μπαγ, μιας κατά κύριο λόγο μουσουλμανικής γειτονιάς στο βορειοανατολικό Δελχί, διήρκεσε μερικούς μήνες, μέχρι που έκλεισε με το λοκντάουν της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 και, ταυτόχρονα, πολλοί από τους ακτιβιστές κατά του CAA συνελήφθησαν, δήθεν για υποκίνηση βίας. Παρόλο που το κίνημα διαλύθηκε, η κυβέρνηση άργησε να προβεί σε ρυθμίσεις με βάση τον CAA, ένδειξη του μεγέθους της αντίδρασης.
Το δεύτερο κίνημα ήταν η απάντηση στους τρεις αγροτικούς νόμους που αποσκοπούσαν στην παράδοση της γεωργίας στις επιχειρήσεις. Ξεκινώντας από τον Νοέμβριο του 2020, περίπου 250.000 αγρότες από τρεις βόρειες πολιτείες κατασκήνωσαν σε τρεις τοποθεσίες στα σύνορα του Δελχί για ένα χρόνο, με μοναδικό αίτημα την κατάργηση των αγροτικών νόμων. Οργανώσεις αγροτών από όλη τη χώρα έστειλαν αποστολές. Η δράση συντονίστηκε δημοκρατικά από μια εθνική επιτροπή. Κατά τη διάρκεια του έτους που οι αγρότες παρέμειναν κατασκηνωμένοι, η αντίσταση στην παράδοση της γεωργίας στις επιχειρήσεις μεγάλωσε και συνέδεσε ζητήματα εργασίας και αγροτικών δυσχερειών, πατριαρχίας και γυναικείας εργασίας, κάστας και ακτήμονων, καθώς και ζητήματα Χιντούτβα και κατασταλτικού κράτους. Καθώς όλες οι προσπάθειες καταστολής και χειραγώγησης απέτυχαν, ο Μόντι συμφώνησε τελικά να αποσύρει τους νόμους λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές στο Παντζάμπ και το Ουτάρ Πραντές.
Αυτά τα δύο μεγάλα κινήματα, οι προηγούμενες διαμαρτυρίες και το εύρος των στόχων της Χιντούτβα – μουσουλμάνοι και χριστιανοί, Νταλίτ, Αντιβάσι, γυναίκες, οικολόγοι, φιλελεύθεροι, δημοσιογράφοι, φοιτητές και καθηγητές, καλλιτέχνες –δημιούργησαν συμμαχίες πολύ πέρα από την Αριστερά. Στην Ινδία, η «Αριστερά»– αναφερόμενη κυρίως στα κυρίαρχα κόμματα της Αριστεράς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας (CPI) και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας-Μαρξιστικό (CPM) – αντιμετώπιζε ήδη κριτική για την έλλειψη ικανότητας να συμπεριλάβει τα ζητήματα της κάστας και της ταυτότητας και για την ιστορική προσήλωσή της στη βιομηχανική ανάπτυξη. Από το 2014 και έπειτα, νέες μπλε (κινήματα καστικά καταπιεσμένων / Ντάλιτ), κόκκινες (κομμουνιστικές), και μερικές φορές πράσινες συμμαχίες έχουν δημιουργηθεί στις πανεπιστημιουπόλεις και ευρύτερα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τα εθνικά συνδικάτα, τα εμπνευσμένα από τον Γκάντι κοινωνικά κινήματα ενάντια στην ανάπτυξη-προκαλούμενη από την εκτόπιση που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των κοινοτήτων που εξαρτώνται από τους φυσικούς πόρους, και τις οργανώσεις πολιτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων που αποτελούν ζωτικό μέρος του δημοκρατικού τοπίου από την περίοδο της κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης του 1975-77. Οι προσπάθειές τους υποστηρίζονται και ενισχύονται από ένα μικρό αλλά με επιρροή τμήμα των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης, τα περισσότερα από αυτά ηλικίας μικρότερης της δεκαετίας, το οποίο συνεχίζει να λέει την αλήθεια στην εξουσία παρά τις δικαστικές διώξεις και τις παρακολουθήσεις και συλλήψεις των δημοσιογράφων του.
Μεγάλο μέρος αυτής της αντίστασης αντιμετωπίζει σοβαρή κυβερνητική καταστολή. Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι πώς η αντίσταση θα μεταφραστεί σε εκλογικούς όρους στις ομοσπονδιακές εκλογές, που θα διεξαχθούν πιθανότατα τον Μάιο του 2024. Μια ελπιδοφόρα κίνηση είναι η πρόσφατα σχηματισθείσα συμμαχία I.N.D.I.A. [Indian National Developmental Inclusive Alliance / Ινδική Εθνική Αναπτυξιακή Συμμαχία χωρίς Αποκλεισμούς] που περιλαμβάνει όλα τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, του κύριου αντίπαλου του BJP σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Όμως πρόκειται για μια μεγάλη ομπρέλα, σύμφωνα με τα δικά τους λόγια, και υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το πόσο καλά θα κρατηθεί και αν είναι ήδη πολύ αργά για να προσφέρει μια αποτελεσματική αμφισβήτηση, δεδομένου ότι το BJP δεν παύει ποτέ πραγματικά να βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα σε πέντε πολιτείες, στις οποίες το BJP κέρδισε τις τρεις από αυτές, επιβεβαιώνουν περισσότερο τις αμφιβολίες σχετικά με τη δύναμη της αντιπολίτευσης.
Παγκόσμιες επιπτώσεις
Για να σκεφτούμε τις παγκόσμιες επιπτώσεις της περιόδου Μόντι, πρέπει πρώτα να δώσουμε προσοχή στη διασπορά της Ινδίας στη Δύση. Η VHP, ή Παγκόσμια Οργάνωση Ινδουιστών, μέλος της οικογένειας RSS, εργάζεται από τη δεκαετία του 1960 για την οικοδόμηση της ινδουιστικής κοινότητας παγκοσμίως. Ο επιτυχημένος συνδυασμός του Μόντι μεταξύ της φιλίας των αγορών και της «ινδουιστικής κουλτούρας» (γιόγκα, ενδυμασία και τα συναφή) αντιπροσωπεύει μια στιγμή πολιτιστικής απαρχής για αυτή τη διασπορά. Οι Ινδοί αποτελούν σήμερα τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες, αριθμώντας περίπου τέσσερα εκατομμύρια. Ένα μεγάλο μέρος των πιο επιτυχημένων ανάμεσά τους προέρχεται από προνομιούχες κάστες Ινδουιστών και αποτελεί σημαντικό εκλογικό σώμα για την Χιντούτβα, χρηματοδοτώντας το BJP και φιλανθρωπικές οργανώσεις που διοχετεύουν κεφάλαια στην RSS, και υιοθετώντας όλο και περισσότερο τα βίαια σύμβολα και τις πρακτικές του ινδουιστικού όχλου στην Ινδία.[1]
Όμως, άλλα μέλη της ινδικής διασποράς συμμετέχουν ενεργά στη μάχη εναντίον τους. Καμπάνιες υπό την καθοδήγηση οργανώσεων Ντάλιτ έχουν κερδίσει την αναγνώριση της κάστας ως κατηγορίας που προστατεύεται σε πανεπιστήμια όπως το California State, το UC Davis, το Harvard, το Brandeis και το Brown, και σε άλλα μέρη όπως η αμερικανική πόλη του Σιάτλ, οι καναδικές πόλεις Μπράμπτον και Μπέρναμπι και η Σχολική Επιτροπή της περιφέρειας του Τορόντο. Προοδευτικές οργανώσεις της διασποράς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκπροσωπούν τις θρησκευτικές μειονότητες της Ινδίας, εργάζονται για να αντιταχθούν στη ροή κεφαλαίων προς το BJP/RSS στην Ινδία και να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τις αμερικανικές και καναδικές κυβερνήσεις και το κοινό να αναγνωρίσουν την Ινδία ως αυτό που είναι. Αυτές οι προσπάθειες έχουν με τη σειρά τους οδηγήσει σε μια καμπάνια από τις οργανώσεις Χιντούτβα, αντλώντας από το σιωνιστικό εγχειρίδιο την αξιοποίηση του «αντισημιτισμού» για να εκτρέψουν κάθε κριτική στο Ισραήλ, προκειμένου να προσπαθήσουν να χαρακτηρίσουν τις επικρίσεις κατά της Χιντούτβα ως ινδουφοβία. Και έτσι, ο αγώνας συνεχίζεται.
Πρόσφατα γεγονότα έφεραν στην ευρύτερη βορειοαμερικανική αριστερά στο προσκήνιο τις συνέπειες ορισμένων από αυτές τις μάχες. Τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό σηκώθηκε στο κοινοβούλιο για να κάνει την εντυπωσιακή ανακοίνωση ότι η Ινδία ήταν πίσω από τη δολοφονία ενός ακτιβιστή αυτονομιστή Σιχ στον Καναδά τον Ιούνιο του 2023. Και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν ότι είχαν προειδοποιήσει έναν αυτονομιστή ακτιβιστή Σιχ με έδρα τις ΗΠΑ για παρόμοια απειλή κατά της ζωής του, αυξάνοντας την ανησυχία ότι το ινδικό κράτος είναι πρόθυμο να επεκτείνει την καταστολή του πέρα από τα σύνορά του.
Η ινδική δεξιά είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας ακροδεξιάς, όχι απαραίτητα με την έννοια της οργανωτικής συνοχής ή της παγκόσμιας συνωμοσίας, αλλά με την έννοια της μετατόπισης του δημόσιου λόγου προς αυτή την κατεύθυνση, της υπονόμευσης των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών, της απονομιμοποίησης κάθε είδους κινητοποιήσεων ισότητας, της κανονικοποίησης των fake news και των αντιεπιστημονικών απόψεων και της ευθυγράμμισης με τους λευκούς ρατσιστές και τους σιωνιστές. Οι ψεύτικες ειδήσεις και οι εικόνες που παράγονται από το σύμπαν της Χιντούτβα αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από τη γενοκτονία στη Γάζα.[2] Υπήρξαν επίσης αναφορές ότι το Ισραήλ ζήτησε από την Ινδία να στείλει έως και 100.000 εργάτες για να αντικαταστήσουν τους Παλαιστίνιους εργάτες.
Η αριστερά στην Ινδία και στη διασπορά αντιστέκεται. Ένα ψήφισμα που απευθύνεται σε κρατικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ, το οποίο έχουν ήδη υπογράψει περίπου 3.000 Αμερικανοί Ινδοί, ζητά την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Αποκαλύπτει επίσης τις ινδουιστικές-δεξιές πηγές παραπληροφόρησης που βοηθούν να δικαιολογηθεί η επίθεση στη Γάζα.[3] Και όλα τα μεγάλα ινδικά συνδικάτα, εκτός από το προσκείμενο στο BJP, Μπαρατίγια Μαζντούρ Σανγκ (Ένωση Ινδών Εργατών), εξέδωσαν μια ανακοίνωση με την οποία γνωστοποιούν ότι θα αντισταθούν σε οποιαδήποτε εργασιακή συμφωνία Ινδίας-Ισραήλ αν εφαρμοστεί.[4] Αλλά για να ανατραπεί ο φασισμός που είναι η Ινδία του Μόντι θα χρειαστεί μια πολύ ισχυρότερη και πιο συντονισμένη διεθνής αντίδραση από ό,τι έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής οι παγκόσμιες προοδευτικές δυνάμεις.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Aparna Sundar, “The Modi Moment”, New Politics, τόμος XIX, τεύχος 4, πλήρης αριθμός 76, χειμώνας 2024, https://newpol.org/issue_post/the-modi-moment/.
Σημειώσεις
[1] Max Daly, Sahar Habib Ghazi, and Pallavi Pundir, “How Far-Right Hindu Supremacy Went Global”, Vice, 26 Οκτωβρίου 2022, https://www.vice.com/en/article/n7z947/how-far-right-hindu-supremacy-went-global.
[2] Mohammed Asif Khan, “India is the Epicentre of Hate and Misinformation Against Palestinians”, Middle East Monitor, 10 Νοεμβρίου 2023, https://www.middleeastmonitor.com/20231110-india-is-the-epicentre-of-hate-and-misinformation-against-palestinians/.
[3] “Indian Americans for a Ceasefire Now”, Action network, https://actionnetwork.org/petitions/indian-americans-demanding-a-ceasefire-in-gaza.
[4] “Indian Trade Unions Stand with Palestine, Reject ’export deal’ to Replace Palestinian Workers in Israel”, People’s Dispatch, 16 Νοεμβρίου 2023, https://peoplesdispatch.org/2023/11/16/indian-trade-unions-stand-with-palestine-reject-export-deal-to-replace-palestinian-workers-in-israel/.