Paul Martial
Η Γαλλία ήταν ο «κύριος επιταχυντής της διαδικασίας γενοκτονίας» στη Ρουάντα
Το 1994, η Γαλλία, υπό την προεδρία του Φρανσουά Μιτεράν, βρέθηκε στο επίκεντρο της γενοκτονίας των Τούτσι στη Ρουάντα. Τριάντα χρόνια μετά, είναι καθήκον μας να γνωρίζουμε και να μιλήσουμε για το τι συνέβη και ποιος ήταν υπεύθυνος για αυτό το ιστορικό γεγονός.
Το 1922, οι Βέλγοι έποικοι βρήκαν στη Ρουάντα ένα πολιτικό σύστημα που ήταν εξαιρετικά ιεραρχικό από κοινωνική άποψη. Κυριαρχούσαν οι δυναστείες Τούτσι, σε αντίθεση με το γειτονικό Μπουρούντι, όπου η εξουσία μοιραζόταν μεταξύ των αριστοκρατικών γενεών Τούτσι και Χούτου. Στη Ρουάντα, η κατηγοριοποίηση Τούτσι και Χούτου έχει κυρίως κοινωνικό χαρακτήρα: «Ωστόσο, δεν υπάρχει “Χούτου” χωρίς “Τούτσι”: το ένα δεν μπορεί να πάει χωρίς το άλλο». Επιπλέον, το «Χούτου» είχε διπλή σημασία, αφού χαρακτήριζε τον εξαρτημένο ή τον κατώτερο σε μια πελατειακή ή ιεραρχική σχέση, ακόμη και αν ο τελευταίος ήταν «Τούτσι».[1]
Οι έποικοι υιοθέτησαν τη θεωρία ότι οι Τούτσι ήταν απόγονοι ενός χαμιτικού πληθυσμού από την Αιθιοπία, που εισέβαλε στη χώρα και υποδούλωσε τους Χούτου. Αυτή η φυλετικοποίηση της κοινωνικής κυριαρχίας από μια ελίτ Τούτσι ήταν μέρος των ρατσιστικών θεωριών στοχαστών όπως ο Γκομπινό. Οι Τούτσι θεωρούνταν πιο κοντά στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς παρά στους αφρικανικούς. Επομένως, οι Βέλγοι έποικοι βασίστηκαν σε αυτούς για τη διακυβέρνηση της χώρας: «Οι Μπατούτσι ήταν προορισμένοι να κυβερνήσουν, η παρουσία τους και μόνο τους εξασφαλίζει ήδη, έναντι των κατώτερων φυλών που τους περιβάλλουν, ένα σημαντικό κύρος... Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι θαρραλέοι Μπαχούτου, λιγότερο έξυπνοι, πιο απλοϊκοί, πιο αυθόρμητοι και ευκολόπιστοι, αφέθηκαν να υποδουλωθούν χωρίς ποτέ να κάνουν μια κίνηση εξέγερσης».[2]
Αυτή η ιδεολογία εξαπλώθηκε σε όλη την κοινωνία. Στα σχολεία που διοικούνταν από το Τάγμα των Λευκών Πατέρων, δόθηκε προτεραιότητα στους μαθητές Τούτσι να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ οι μαθητές Χούτου κατευθύνονταν συστηματικά σε χειρωνακτικές εργασίες. Οι Βέλγοι έποικοι εισήγαγαν τον κοινωνικό διαχωρισμό με βάση την εθνικότητα.
Η «επανάσταση» του 1959
Το 1957 δημοσιεύθηκε το Μανιφέστο Μπαχούτου. Ζητούσε κοινωνική δικαιοσύνη και κατήγγειλε την κατάσταση διακρίσεων που βίωναν οι Χούτου. Η κριτική αυτή ενσωμάτωσε την αποικιοκρατική και εθνοτική άποψη για τους Τούτσι καταγγέλλοντας τον μη αυτόχθονα χαρακτήρα τους. Μετά τη δημοσίευση αυτή, δημιουργήθηκε το κόμμα Παρμεχούτου, το οποίο υποστηρίχθηκε από τους Βέλγους αποικιοκράτες. Η αλλαγή αυτή στη στάση τους οφειλόταν στην επιθυμία τους να διατηρήσουν την επιρροή τους κατά την ανεξαρτησία της χώρας το 1962. Οι έποικοι απέτρεψαν έτσι τον σχηματισμό ενός συνασπισμού συμφερόντων μεταξύ Χούτου και Τούτσι. Πράγματι, ο Καγιμπάντα, ο ηγέτης του Παρμεχούτου: «προτίμησε να ενώσει τους “Χούτου” εναντίον των “Τούτσι”, παρά να ενώσει τους φτωχούς “Χούτου” και τους “μικρούς Τούτσι” εναντίον των εύπορων, “Χούτου” και “Τούτσι” μαζί».[3]
Αναπτύχθηκε ένας ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων Χούτου για την κατάκτηση της ηγεσίας, ευνοώντας τη ρητορική μίσους κατά των Τούτσι. Το 1959, αυτό που θα ονομαζόταν επανάσταση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα τεράστιο πογκρόμ σε ολόκληρη τη χώρα, που οδήγησε δεκάδες χιλιάδες Τούτσι στην εξορία.
Ένα ρατσιστικό καθεστώς
Το 1962, η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, με την ισχυρή υποστήριξη του Βελγίου. Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Καγιμπάντα. Ασκούσε όλο και πιο βίαιη εξουσία, ακόμα και εναντίον των αντιπάλων του Χούτου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, υπήρξαν πραγματικές εκστρατείες εθνοκάθαρσης στα σχολεία και στις διοικήσεις κατά της μειονότητας Τούτσι. Τον Ιούλιο του 1973, ο Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα. Ταυτόχρονα, η Γαλλία, υπό την καθοδήγηση του Ζισκάρ ντ’ Εστέν, απέκτησε ερείσματα στη χώρα και την ενέταξε στη σφαίρα επιρροής της. Παρείχε στην κυβέρνηση οικονομική, διπλωματική και, κυρίως, στρατιωτική βοήθεια.
Το 1990, το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF), το οποίο αποτελούνταν από πρόσφυγες Τούτσι στην Ουγκάντα καθώς και από ορισμένους αντιπάλους Χούτου, ξεκίνησε μια επιχείρηση για την κατάληψη της εξουσίας. Το RPF περιγράφηκε από το Παρίσι ως μια επιθετική ενέργεια της Ουγκάντας που υποστηριζόταν από τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Η Γαλλία συμμετείχε σε αυτόν τον πόλεμο, ενώ υποστήριζε, τουλάχιστον επίσημα, μια διπλωματική λύση που πήρε σάρκα και οστά με τις Συμφωνίες της Αρούσα το 1993. Η τελευταία προέβλεπε την κατάργηση του απαρτχάιντ κατά των Τούτσι, την κατανομή της εξουσίας και, κυρίως, την αποχώρηση του γαλλικού στρατού. Αυτό ήταν ένα χαστούκι για τους Γάλλους στρατηγούς.
Η γενοκτονία
Τουλάχιστον από το 1990, οι εξτρεμιστές που υποστήριζαν την «εξουσία των Χούτου» προετοίμαζαν την εξόντωση των Τούτσι. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι δεν θα μπορούσαν να μην το γνωρίζουν αυτό, δεδομένης της ισχυρής παρουσίας τους στο μηχανισμό ασφαλείας της Ρουάντα. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον στρατηγό Ζαν Βαρρέ, πρώην επικεφαλής της Αποστολής Στρατιωτικής Συνεργασίας από τον Οκτώβριο του 1990 έως τον Απρίλιο του 1993. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στην κοινοβουλευτική επιτροπή, ανέφερε τα λόγια του αρχηγού του επιτελείου της χωροφυλακής της Ρουάντα: «είναι πολύ λίγοι, θα τους εκκαθαρίσουμε».
Οι πολιτοφυλακές και οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ρουάντα (FAR) πραγματοποιούσαν εκτελέσεις Τούτσι παρουσία του γαλλικού στρατού. Οι μαρτυρίες αναφέρουν την υποστήριξη των Γάλλων στρατιωτών κατά τη διάρκεια των μπλόκων στους δρόμους που είχαν τοποθετηθεί από την πολιτοφυλακή το 1991: «Συνειδητοποίησα ότι ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρχαν Γάλλοι που ζητούσαν επίσης ταυτότητες της Ρουάντα με τις λέξεις “Χούτου”, “Τούτσι” ή “Τουά” πάνω τους. Οι Τούτσι βγήκαν από το αυτοκίνητο και οι Γάλλοι στρατιώτες τους παρέδωσαν στους εξαγριωμένους πολιτοφύλακες, οι οποίοι τους κατακρεούρηγησαν με μαχαίρια και τους πέταξαν σε μια ρεματιά στην άκρη του κεντρικού ασφαλτόστρωτου δρόμου από το Ρουενγκέρι προς το Κιγκάλι».[4]
Η επίθεση στο προεδρικό αεροπλάνο, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, δεν ήταν η αιτία της γενοκτονίας, το πολύ να ήταν το έναυσμα μιας διαδικασίας που είχε προετοιμαστεί από καιρό. Από την άλλη πλευρά, η επίθεση αυτή σηματοδότησε την έναρξη του πραξικοπήματος των εξτρεμιστών Χούτου. Εκκαθάρισαν τους υποστηρικτές των Συμφωνιών της Αρούσα – έτσι δολοφονήθηκαν η Αγκατέ Ουιλινγκιλιγιάνα, πρωθυπουργός, και ο Ζοζέφ Καβαρουγκάντα, πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, και πολλοί άλλοι – σχημάτισαν την Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρουάντα (GIR), με την υποστήριξη της Γαλλίας. Η γενοκτονία των Τούτσι άρχισε με οργανωμένο τρόπο και υπό την εποπτεία των μονάδων των FAR και των πολιτοφυλακών Interahamwe.
Η στήριξη της Γαλλίας
Η Γαλλία ήταν το μόνο κράτος που αναγνώρισε την GIR, χωρίς να διστάσει να υποδεχθεί τα μέλη της στα Ηλύσια. Χρησιμοποιούσε όλο το διπλωματικό της βάρος στα Ηνωμένα Έθνη για να υποστηρίξει αυτή την κυβέρνηση των εξτρεμιστών. Ο Ρομέο Νταλαίρ, ο Καναδός στρατηγός επικεφαλής της Αποστολής Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τη Ρουάντα (UNAMIR), προσπαθούσε απεγνωσμένα να προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα για τις σφαγές που πραγματοποιούνταν στη χώρα των χιλίων λόφων. Όσο για τη γαλλική τράπεζα BNP Paribas, ενέκρινε τη μεταφορά χρημάτων για την αγορά όπλων, εν μέσω εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τον ΟΗΕ.
Η Ρουάντα βίωσε τρεις γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η πρώτη, η Noroît, ξεκίνησε επίσημα για την προστασία της πρεσβείας και των Γάλλων πολιτών μετά την επίθεση του RPF το 1990. Στην πραγματικότητα, ο σκοπός αυτής της επιχείρησης ήταν να υποστηρίξει τις FAR ενάντια στις επιθέσεις του RPF. Επί τρία χρόνια, οι Γάλλοι στρατιώτες διεξήγαγαν πόλεμο κατά του RPF. Συμμετείχαν επίσης στην εκπαίδευση πολιτοφυλάκων.[5]
Η δεύτερη ήταν η Επιχείρηση Amaryllis, η οποία ξεκίνησε δύο ημέρες μετά την επίθεση στο προεδρικό αεροσκάφος. Στόχος ήταν η εκκένωση των Γάλλων υπηκόων. Άφησε πίσω τους Τούτσι που εργάζονταν για την πρεσβεία της Γαλλίας και άλλες γαλλικές υπηρεσίες. Οι περισσότεροι από αυτούς δολοφονήθηκαν. Οι Βέλγοι στρατιώτες της Επιχείρησης Silver Back επιβίβασαν σχεδόν διακόσιους Ρουαντέζους, κυρίως Τούτσι, οι οποίοι απωθήθηκαν από τον γαλλικό στρατό, ενώ οι πολιτοφύλακες περικύκλωσαν το αεροδρόμιο.
Τέλος, η Επιχείρηση Turquoise, η οποία αποτελούνταν κυρίως από πρώην μέλη της Noroît, παρουσιάστηκε ως ανθρωπιστική επιχείρηση. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να προσπαθήσει να σταματήσει την επίθεση του RPF.[6] Αυτό εξηγεί την άρνηση, μέσω αυτής της επιχείρησης, να σωθούν οι Τούτσι στο λόφο του Μπισέρο, οι οποίοι ήταν στόχος αδιάκοπων επιθέσεων από τους γενοκτόνους από την αρχή. Μόνο υπό την κοινή πίεση του στρατού και των δημοσιογράφων οι αξιωματικοί καταδέχτηκαν να επέμβουν. Η Turquoise ήταν μια ευκαιρία για τους γενοκτόνους να εφαρμόσουν μια στρατηγική φυγής των πληθυσμών που τους προσέφερε το διπλό πλεονέκτημα να διαφύγουν χωρίς δυσκολία μπροστά στην άφιξη του RPF και να κρατήσουν τον πληθυσμό υπό έλεγχο στα στρατόπεδα προσφύγων στο Ζαΐρ. Από αυτούς τους καταυλισμούς οργανώθηκαν οι πολιτοφυλακές. Επωφελήθηκαν από τη μεταφορά όπλων που οργάνωσε ο γαλλικός στρατός.[7]
Η παρουσία των γενοκτόνων Χούτου αποσταθεροποίησε επίσης πλήρως την ανατολική περιοχή του Ζαΐρ, καθώς το ένοπλο παρακλάδι τους, οι Δημοκρατικές Δυνάμεις για την Απελευθέρωση της Ρουάντα (FDLR), εξακολουθούσαν να προκαλούν πολέμους και σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού του Κονγκό.
Οι διαψεύσεις της Γαλλίας
Οι γαλλικές αρχές αρνήθηκαν επανειλημμένα την ευθύνη τους. Έκρυψαν τον πόλεμο που διεξήγαγαν κατά του RPF κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Noroît. Στη συνέχεια προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη γενοκτονία ως μια δια-εθνοτική σφαγή, και όταν άρχισαν να φτάνουν πληροφορίες στη Γαλλία, οι αρχές μίλησαν για μια διπλή γενοκτονία, ένας τρόπος να καλύψουν τα ίχνη τους και να αποκρύψουν τις ευθύνες τους για την υποστήριξη της GIR.
Σε νομικό επίπεδο, με τη βοήθεια του δικαστή Μπρουγκιέρ, προσπάθησαν να δώσουν υπόσταση στην ιδέα ότι η επίθεση στο προεδρικό αεροπλάνο διαπράχθηκε από το RPF με το πρόσχημα ότι θεωρούσε τους Τούτσι «συνεργάτες του καθεστώτος Χαμπιαριμάνα».[8] Μήπως χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι το RPF ήταν αυτό που έθεσε τέλος στη γενοκτονία των Τούτσι;
Η Γαλλία θα περιβληθεί τον ρόλο της ως σωτήρας ανθρώπινων ζωών με την Turquoise. Αυτός ήταν ένας τρόπος να φιμώσει τους διεθνείς επικριτές χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι στις 21 Απριλίου 1994, εν μέσω της γενοκτονίας, τα Ηνωμένα Έθνη απέσυραν τους ειρηνευτές τους. Μόνο που και η Γαλλία ψήφισε υπέρ αυτής της απόσυρσης. Προκειμένου να αποφευχθεί η απόδοση ευθυνών, οι ελιγμοί στο κοινοβούλιο ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Στο αίτημα των κομμουνιστών και των Πρασίνων για τη δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής, οι σοσιαλιστές ηγέτες αντεπιτέθηκαν δημιουργώντας μια επιτροπή πληροφόρησης χωρίς δικαιοδοσίες έρευνας. Η επιτροπή αυτή θα απέφευγε όσο το δυνατόν περισσότερο να θέτει ενοχλητικές ερωτήσεις. Η εισαγγελία ελίχθηκε επίσης μάταια για να αποτρέψει τις δίκες κατά των Γάλλων στρατιωτών που εμπλέκονται με την Turquoise σε βιασμούς, οι οποίες συνεχίζονται ακόμη, χάρη στην επιμονή μιας σοσιαλίστριας και ανθρωπίστριας, της Ανί Φορ.
Ενώ στις περισσότερες δυτικές χώρες οι γενοκτόνοι Χούτου έχουν δικαστεί και καταδικαστεί, στη Γαλλία η πρώτη δίκη ενός άνδρα που κατηγορείται για συμμετοχή στη γενοκτονία πραγματοποιήθηκε μόλις το 2014.[9] Υπενθυμίζεται ότι η σύζυγος του Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, ενός από τους ένθερμους υποστηρικτές της «εξουσίας των Χούτου», ζει στη Γαλλία. Ο Μιτεράν είπε γι’ αυτήν την εποχή της εκκένωσής με την επιχείρηση Turquoise: «Έχει τον διάβολο μέσα της, θέλει να κάνει δημόσιες εκκλήσεις για τη συνέχιση των σφαγών». Αυτό δεν εμπόδισε το Υπουργείο Συνεργασίας να της καταβάλει 200.000 φράγκα όταν μετακόμισε και κυρίως να μην ανησυχεί καθόλου για το νόμο. Θα χρειαζόταν η δράση της Συλλογικότητας Πολιτικών Κομμάτων για τη Ρουάντα (CPCR) για να αποκαλυφθούν οι γενοκτόνοι και να δικαστούν τελικά.
Δύο ερωτήματα
Γιατί η Γαλλία έχει εμπλακεί τόσο πολύ στη Ρουάντα; Δεν υπάρχει απάντηση που να ανταποκρίνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Μπορούμε να αναφέρουμε: την επιθυμία να είναι παρούσα στη χώρα αυτή ως σημείο υποστήριξης της πολιτικής ελέγχου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ), την επιθυμία της Γαλλίας να επιβεβαιωθεί έναντι των αγγλοσαξονικών εταίρων της μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την έλλειψη γνώσης της ιστορίας της χώρας. Ο Βεντρίν, γενικός γραμματέας του Μεγάρου των Ηλυσίων, συνέκρινε το πογκρόμ του 1959 με τη Γαλλική Επανάσταση, μιλώντας για τους «αβράκωτους Χούτου [Hutu sans-culotte]»[10]. Υπήρχε επίσης η ανάγκη να δείξει στους άλλους Αφρικανούς δικτάτορες στη σφαίρα επιρροής ότι η Γαλλία δεν τους εγκαταλείπει. Και, σε προσωπικό επίπεδο, ο Μιτεράν εκτιμούσε τον Χαμπιαριμάνα για τη γαλλοφιλία του. Οι γιοι των δύο προέδρων ανέπτυξαν φιλία, και ο Ζαν-Κριστόφ Μιτεράν ήταν τότε ο σύμβουλος για την Αφρική του Μεγάρου των Ηλυσίων.
Πώς μπορούσε η Γαλλία να είναι συνένοχη σε μια γενοκτονία; Η παρουσία της Γαλλίας στην Αφρική θεωρείται δεδομένη από την πολιτική τάξη. Φυσικά, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά η επικρατούσα ιδέα είναι ότι το κοινό παρελθόν με την Αφρική –ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας– συνεπάγεται μια ιδιαίτερη ευθύνη, ακόμη και ένα κοινό μέλλον. Σε αυτή τη συναινετική βάση μπόρεσαν να αναπτυχθούν όλες οι ακρότητες της γαλλικής πολιτικής στην Αφρική. Πόσο μάλλον που πέρα από αυτή τη συναίνεση δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση, όπως είδαμε με την επιχείρηση Noroît στη Ρουάντα, πόσο μάλλον καμία αντίρροπη δύναμη. Τα πάντα αποφασίζονται σε έναν κύκλο λίγων ανθρώπων στο Μέγαρο των Ηλυσίων.
Όταν ο Χαμπιαριμάνα πήγε να ζητήσει βοήθεια από τη Γαλλία, ο γαλλικός στρατός παρασύρθηκε σε μια πολεμική δυναμική. Από την εκπαίδευση και την εποπτεία, γρήγορα θα βρίσκονταν στο μέτωπο δίπλα στις FAR. Η ιδεολογία κατά του RPF εξαπλώθηκε μεταξύ των ανώτερων Γάλλων αξιωματικών. Οι όροι Μαύροι Χμερ, πράκτορες της Ουγκάντα ή Τούτσι χρησιμοποιήθηκαν για να αναφερθούν στο RPF. Η DGSE και ακόμη και η Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών προειδοποιούσαν το Μέγαρο των Ηλυσίων για τις σφαγές που διαπράττονταν εναντίον των Τούτσι. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση των γαλλικών επεμβάσεων, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι συνηθισμένο φαινόμενο για την υποστήριξη των αφρικανικών δικτατοριών ή πραξικοπημάτων. Μόνο που εδώ «η Γαλλία ενσωματώθηκε στον μηχανισμό γενοκτονίας, επειδή υποστήριξε το καθεστώς που οργάνωσε την εξόντωση της μειονότητας των Τούτσι» και ο Βενσάν Ντυκλέρ, πρόεδρος της Επιτροπής Έρευνας των γαλλικών αρχείων σχετικά με τη Ρουάντα και τη γενοκτονία των Τούτσι, προσθέτει: «αυτή η άνευ όρων υποστήριξη της εξουσίας του Χαμπιαριμάνα ήταν μάλιστα, θα έλεγα, ο κύριος επιταχυντής της διαδικασίας γενοκτονίας».[11] Αυτή η συμπερασματική παρατήρηση αποτελεί μια ισχυρή καταδίκη της αφρικανικής πολιτικής της Γαλλίας, η οποία, παρά την τραγωδία αυτή, παραμένει αμετάβλητη.
Μετάφραση: elaliberta.gr
« Rwanda : la France, “ principal accélérateur du processus génocidaire ” », l’Anticapitaliste la Revue, 26 Μαρτίου 2024, https://lanticapitaliste.org/actualite/international/rwanda-la-france-principal-accelerateur-du-processus-genocidaire.
Paul Martial, “France was the “main accelerator of the genocidal process” in Rwanda”, International Viewpoint, 4 Απριλίου 2024, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article8478.
Σημειώσεις
[1] Léon Saur, « “ Hutu ” et “ Tutsi ” : des mots pour quoi dire ? », In Histoire, monde et cultures religieuses, 2014/2 (τεύχος 30), Éditions Karthala, σελ. 123.
[2] Jean-Pierre Chrétien, Au cœur de l’ethnie. Ethnies, tribalisme et État en Afrique. Επιμέλεια Jean-Loup Amselle, Elikia M’Bokolo, σελ.138.
[3] Léon Saur, « Le Rwanda de Kayibanda : un avatar démocrate-chrétien des socialismes africains », Socialismes en Afrique [on line], Παρίσι, Éditions de la Maison des sciences de l’homme, 2021.
[4] « L’horreur qui nous prend au visage. L’État français et le génocide au Rwanda », συντονισμός: Laure Coret και François-Xavier Verschave, εκδόσεις Karthala, σελ. 20.
[5] Laure de Vulpian, Thierry Prungnaud, Silence Turquoise : Rwanda, Don Quichotte, σελ .64.
[6] Guillaume Ancel, Rwanda, la fin du silence, Les belles lettres σελ. 17.
[7] Ό.π., σσ. 93 και 195.
[8] Juge Bruguière, Délivrance de mandats d’arrêt internationaux, σελ. 61.
[9] Kidi Bebey, « “ Rwanda, à la poursuite des génocidaires » : le combat d’un couple d’exception face à l’impunité ” », Le Monde, 15 Οκτωβρίου 2023, https://www.lemonde.fr/afrique/article/2023/10/15/rwanda-a-la-poursuite-des-genocidaires-le-combat-d-un-couple-d-exception-face-a-l-impunite_6194621_3212.html.
[10] Denis Sieffert et Fanny Derrien, « L’accusation de complicité de génocide est honteuse et débile ! », Politis, 9 Ιουλίου 2009, https://www.politis.fr/articles/2009/07/laccusation-de-complicite-de-genocide-est-honteuse-et-debile-7594/.
[11] « “ Le jugement de l’histoire n’est pas rien”. Συνέντευξη με τον Vincent Duclert, πρόεδρο της Commission de recherche sur les archives françaises relatives au Rwanda et au génocide des Tutsi", Politique africaine, 2022/2 (τεύχος 166), σσ. 43 και 44.