Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Σάββατο, 26 Μαρτίου 2016 12:28

Εθνικισμός, Αντίσταση και Επανάσταση

Ο Μπάσεμ Σιτ (1979–2014) ήταν Λιβανέζος μαρξιστής επαναστάτης, ένας από τους ιδρυτές της επαναστατικής οργάνωσης του Λιβάνου, Αλ-Μούνταντα αλ-Ιστιράκι (Σοσιαλιστικό Φόρουμ) και βασικός συνεργάτης του μαρξιστικού περιοδικού που κυκλοφορεί σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, Αθ-θάρουα αντ-ντά'ιμα (Διαρκής Επανάσταση). Άρθρα του στα αγγλικά υπάρχουν στο marxists.org.

 

 

 

Άρθρο στη λιβανέζικη Διαρκή Επανάσταση (Αθ-θάουρα αντ-ντά'ιμα). Μετάφραση του αραβικού πρωτοτύπου, έτσι όπως αυτή δημοσιεύτηκε στο International Sosialist.

Οι υποσημειώσεις του συγγραφέα φέρουν αραβική αρίθμηση, ενώ εκείνες του Haytham Cero, αρχικού μεταφραστή στην αγγλική, φέρουν λατινική αρίθμηση. Όπου χρειάστηκε δική μου υποσημείωση φέρει την ένδειξη ΣτΜ

Παραναγνώστης

 

 

 

 

Bassem Chit

 

Εθνικισμός, Αντίσταση και Επανάσταση

 

Ταυτότητα και εθνική οντότητα

Η αντίληψη που καθηλώνει τη σημασία των σημερινών αγώνων, στο Λίβανο και στη Συρία ιδιαίτερα, αλλά και σε όλη τη Μέση Ανατολή γενικότερα, στις διαστάσεις του καθαρού αφηρημένου εθνικισμού, του θρησκευτικού σεκταρισμού και της «ταυτότητας», είναι ένα από τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της αναλυτικής και μεθοδολογικής λογικής της Αραβικής εθνικιστικής και σταλινικής αριστεράς. Από την ανάλυσή τους απουσιάζουν οι εμπλεκόμενες κοινωνικές δομές και οι αντιφάσεις τους, αλλά και οι ιδεολογικές μηχανές που τροφοδοτούν τέτοιες εθνικές ή θρησκευτικές ταυτότητες. Ακόμα λιγότερο, δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις κρίσεις που τις σπαράσσουν, ιδιαιτέρως δε εκείνες τις κρίσεις που επιβάλλονται από την επαναστατική διαδικασία˙ μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, παρά τις διακυμάνσεις και τα ρήγματά της.

Η μεθοδολογία της αραβικής εθνικιστικής και σταλινικής αριστεράς βλέπει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, και στην περιοχή του Λιβάνου και της Συρίας ιδιαίτερα, μέσα από το φακό των ανταγωνιστικών διπόλων και προσεγγίζει την κοινωνία και τις αντιφάσεις της μέσα από ένα σύνολο προκαθορισμένων πολιτιστικών και εθνικών/θρησκευτικών ταυτοτήτων. Έτσι, ακούμε για «σύγκρουση Σουνιτών - Σιιτών», για Ανατολίτικη κουλτούρα, για Άραβες, για Δύση, για Οριενταλισμό, για κρίση ταυτότητας, για σεκταριστική διακυβέρνηση, για Χριστιανούς, για Μουσουλμάνους, κλπ. Σύμφωνα με τέτοιους χαρακτηρισμούς, αυτές οι ταυτότητες αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητες δομές και κατεστημένες οντότητες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε μια σχέση σύγκλισης, απόκλισης και διαπάλης στην τοπική, περιφερειακή και διεθνή σκηνή της μεταβαλλόμενης ισορροπίας των δυνάμεων.

Οι κινήσεις των μαζών αξιολογούνται επομένως ως προς την εγγύτητά τους σε μια συγκεκριμένη περιφερειακή ή διεθνή συμμαχία και ως προς την απόστασή τους από μια άλλη. Ο άξονας της «αντίστασης» θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει το Ιράν και τη Συρία, και ότι υποστηρίζεται από τη Ρωσία. Ένας αντίπαλος «Αμερικανο-σιωνιστικο-τακφίρι»i άξονας θεωρείται πως υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και περιλαμβάνει καθεστώτα όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Ένα μαζικό κίνημα κατ' ακολουθίαν νομιμοποιείται ή απονομιμοποιείται ανάλογα με το πού στέκεται στο πλαίσιο της διαπάλης αυτών των δύο αξόνων. Η συνεχιζόμενη διαπάλη απεικονίζεται ως διαπάλη ταυτοτήτων οι οποίες νομιμοποιούνται από την πολιτική γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή τους, ανεξάρτητα από το πόσο γνήσιες είναι οι ίδιες οι οντότητες αυτές, ιδίως μάλιστα σε αντιπαραβολή προς τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς που διέπουν την κατάσταση σήμερα.

Η σταλινική και η Αραβική εθνικιστική αριστερά δεν έχουν ποτέ σηκώσει το βλέμμα πέρα από το ορόσημο του εθνικού αγώνα και της εθνικής απελευθέρωσης, όμως, παρόλη την σημασία και την αναγκαιότητά του, η επανάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε αυτό το ορόσημο. Αυτή η προοπτική για την επανάσταση, εξυπακούεται μέσα στη γλώσσα που χρησιμοποιείται για να την περιγράψει. Και εδώ έγκειται το βασικό πρόβλημα: Βλέπουμε την επαναστατική διαδικασία, μέσα από την δρώσα πραγματικότητα της, με άλλα λόγια μέσα από το πλαίσιο που τη γέννησε και από τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν αυτό το πλαίσιο ή, αντίθετα, την αξιολογούμε στη βάση μιας θεωρητικής παραδοχής η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχθεί πως το άτομο σε αυτή την περιοχή του κόσμου, Άραβας ή όχι, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί αποκλειστικά στην εθνική του ή της ταυτότητα;

Η «Εθνική οντότητα» και η εθνική ταυτότητα παραμένουν οι κύριοι άξονες της σταλινικής και της αραβικής εθνικιστικής αριστερής σκέψης και γλώσσας, μέσω των οποίων κάποιοι έχουν ταξινομηθεί ως «πατριώτες» και κάποιοι άλλοι ως «προδότες» ή «πελάτες» του ιμπεριαλισμού. Το να κατηγορείς συστηματικά τους άλλους για προδοσία δεν αποτελεί μόνο ηθική έκπτωση εκ μέρους ορισμένων ατόμων˙ είναι και φυσική συνέπεια της εθνικιστικής σκέψης, κάθε φορά που αναγκάζεται να υπερασπιστεί τη θέση της στην κυρίαρχη ιδεολογική δομή. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προδότες ή πολιτικές δυνάμεις που είναι πελάτες του ιμπεριαλισμού˙ σημαίνει ωστόσο, ότι η συστηματική κατηγορία για προδοσία γίνεται συχνά η κυρίαρχη γλώσσα της εθνικιστικής ρητορικής, κάθε φορά που ο εθνικισμός είναι σε κρίση ή υπεραμύνεται της ηγεμονίας του πάνω στην πολιτική γλώσσα που κυριαρχεί στην κοινωνία.

Μπορούμε να το παρατηρήσουμε αυτό στις μέρες μας, λόγω της επαναστατικής διαδικασίας που σαρώνει την περιοχή. Η πρώτη παραδοχή που προέβαλαν πολλές φωνές από τα σταλινικά και τα αραβικά εθνικιστικά ρεύματα για να προσεγγίσουν τα γεγονότα στις αρχές του 2011, ήταν ότι οι εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και την Τυνησία προκλήθηκαν από τις σχέσεις μεταξύ των εκεί καθεστώτων και του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή πολύ γρήγορα απορρίφθηκε από την άνοδο του μαζικού κινήματος στη Συρία, το καθεστώς της οποίας θεωρείται από τους Σταλινικούς και τους Άραβες εθνικιστές ως «αντιστασιακό» καθεστώς – ως ένα «οχυρό της αντίστασης» ενάντια στον Σιωνισμό και στον ιμπεριαλισμό.

Από την αρχή της συριακής επανάστασης οι συνήγοροι του αραβικού εθνικισμού και του σταλινισμού προσπάθησαν να ξανασκεφτούν την ιεραρχία του αγώνα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνουν δύο αγώνες, τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα και την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση. Η δεύτερη υπάγεται στον πρώτο, χάριν της δέσμευσης απέναντι στη θεμελιώδη εθνική οντότητα. Ενώ ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αίρεται σε μια υπαρξιακή μάχη, πραγματεύονται τον κοινωνικό αγώνα σαν απλή περίπτωση ρεφορμιστικού αγώνα εντός των ορίων της διατήρησης μιας «οικιακής ευταξίας». Αυτό αφήνει ο Σαμά Ιντρίςii να εννοηθεί στις 4 Δεκεμβρίου 2013:

το ζήτημά μας με τα αραβικά καθεστώτα είναι ζήτημα καταπίεσης, εγκληματικότητας, διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων. Το πρόβλημά μας με το Ισραήλ είναι πρόβλημα με την ίδια την οντότητα, το καθεστώς του, το κράτος του, το στρατό του, τους θεσμούς του, την οικονομία του, τον πολιτισμό του, τον τουρισμό του, τη βιομηχανία του, τη γεωργία του, τη δεξιά του, την αριστερά του και το κέντρο του.1

Ο Ιντρίς έχει δίκιο να αναφέρει ότι το ζήτημα με το Ισραήλ αφορά την ίδια την οντότητα˙ δεν απαντά ωστόσο στα ακόλουθα προβλήματα: Μπορεί η πάλη ενάντια στη σιωνιστική οντότητα να επιλυθεί και να κερδηθεί στο πλαίσιο των σημερινών οντοτήτων, των αραβικών καθεστώτων; Ή, καν, μέσα από αυτήν την ίδια την έννοια των εθνικών οντοτήτων; Ή μήπως στην πραγματικότητα είναι επιλύσιμη μόνο μέσα από μια δραστική αναδιάρθρωση των οντοτήτων αυτών;

Αυτό έχει ήδη δείξει η ιστορία, με τη διαδρομή της Παλαιστινιακής Επανάστασης που έχει επιβάλει μετασχηματισμούς και αντιφάσεις στην πραγματικότητα των κατεστημένων Αραβικών οντοτήτων, από τη Συρία και το Λίβανο, μέχρι την Ιορδανία, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες. Στην άνοδό της, η Παλαιστινιακή επανάσταση συγκρούστηκε αντικειμενικά, όχι μόνο με την σιωνιστική οντότητα, αλλά και με την εθνική δομή του συνόλου των αραβικών καθεστώτων. Ίσως ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα αυτής της σύγκρουσης με το προκείμενο «συριακό εθνικό συμφέρον» – με τα συμφέροντα δηλαδή μιας «τελικής» Συριακής οντότητας – είναι τα γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη», το 1970, όταν ο τότε υπουργός Άμυνας της Συρίας Χαφέζ αλ-Άσαντ

αντιτάχθηκε στη Συριακή στρατιωτική υποστήριξη προς τους Παλαιστίνιους, φοβούμενος μήπως εμπλακεί η Συρία σε ανοιχτό πόλεμο με το Ισραήλ. Αρνήθηκε να παράσχει αεροπορική κάλυψη στα συριακά άρματα μάχης, όταν δέχθηκαν Ιορδανική επίθεση, αναγκάζοντας την ταξιαρχία να αποσυρθεί. Βρέθηκαν έτσι απομονωμένοι οι Παλαιστινίοι, και χιλιάδες σφαγιάστηκαν από τις δυνάμεις του Χουσεΐν στα πογκρόμ που έμειναν στην ιστορία ως «Μαύρος Σεπτέμβρης».2

Αυτή η σύγκρουση (μεταξύ της Παλαιστινιακής Επανάστασης και των αραβικών οντοτήτων) δεν περιορίστηκε στη Συρία και στην Ιορδανία˙ ήταν φυσικό να οδηγήσει επίσης και σε σύγκρουση με τη δομή της Λιβανικής οντότητας, όπως ήταν ορατό στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και τους συνακόλουθους ιδεολογικούς αγώνες γύρω από την ταυτότητα και την «τελικότητα» αυτής της οντότητας. Πράγμα που αποδείχθηκε με τη συμφωνία του Ταΐφ,iii όπου η «πατριωτική» μπουρζουαζία ανανέωσε την έμφαση στην τελικότητα της Λιβανικής οντότητας, με αραβικό πρόσωπο, και με Συριακή-Σαουδική χορηγία.

Αυτό το μοτίβο της τελικότητας ή του αναπόφευκτου των οντοτήτων μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα αραβικά καθεστώτα, είτε αυτά είναι «αντιστασιακά» είτε όχι. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, «η συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ ήταν ο πολιτικός δείκτης των αλλαγών στην αιγυπτιακή πραγματικότητα, και οι συνθηματικές λέξεις όπως «απαγκίστρωση» και «Αραβική απομόνωση» περιείχαν την σαφή και κατηγορηματική ανακοίνωση της μεταστροφής του αιγυπτιακού καθεστώτος προς την οικονομία της αγοράς.3 Η Αραβική απομόνωση, η απαγκίστρωση και άλλες εκφράσεις, όπως «πρώτα η Αίγυπτος», «πρώτα η Ιορδανία» ή «πρώτα ο Λίβανος», δεν είναι τίποτα, άλλο από τη ρητή και κατηγορηματική έκφραση της πολιτικής της τελικότητας των αραβικών εθνικών οντοτήτων, πράγμα που, στην πραγματικότητα, σημαίνει δέσμευση απέναντι στις διαιρέσεις που χάραξαν οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις στις αρχές του 20ου αιώνα.

Δεν μπορεί να υπάρξει τυπική διάκριση ανάμεσα στην εθνικιστική ρητορική των αραβικών καθεστώτων και την πολιτική τους, από τη μία, και στην εθνικιστική ρητορική που κυριαρχεί σήμερα μέσα στην παραδοσιακή αριστερά, από την άλλη, ακόμα και αν διαφέρουν στις λεπτομέρειές τους. Και οι δύο ρητορικές επιμένουν κατηγορηματικά στην κεντρικότητα των εθνικών οντοτήτων και ταυτοτήτων ως βάσεων για την πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση, ακόμη και αν αυτός ο αγώνας δεν είναι δυνατόν να αναληφθεί χωρίς την ευθυγράμμιση αυτών των οντοτήτων με ένα ή τον άλλο από τους κυρίαρχους άξονες των περιφερειακών και διεθνών πολιτικών θεάτρων. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές αυτές και τη λογική τους, δεν είναι τίποτα άλλο, από την επανάληψη της ψυχροπολεμικής ρητορικής˙ από αυτή τη ρητορική η αραβική εθνικιστική και σταλινική αριστερά έχουν ενστερνιστεί την αναγκαιότητα ευθυγράμμισης με τη μία πλευρά εναντίον της άλλης. Αντιπροσωπεύει την πλήρη εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας εξόδου από τη δυαδικότητα αυτού του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, προς την κατεύθυνση ενός γνήσια επαναστατικού μαζικού κινήματος που δεν θα στήριζε τη στρατηγική του στην απολογητική υπέρ του ενός ιμπεριαλισμού εναντίον του άλλου. Φυσικά αυτές οι πολιτικές παρουσιάζονται πάντα υπό την κάλυψη της εθνικής ταυτότητας ή της εθνικής απελευθέρωσης.

Αυτό ακριβώς γράφει και ο Ασάντ Αμπουχαλίλiv σε ένα άρθρο για την εφημερίδα Αλ - Ακμπάρ στις 16 Οκτωβρίου 2013 υπό τον τίτλο «Έκκληση για Επάνοδο στον Λιβανικό Εμφύλιο Πόλεμο», στο οποίο ο Αμπουχαλίλ συνοψίζει την υποκείμενη λανθάνουσα σύγκρουση στο Λίβανο – που δεν έχει ακόμα επιλυθεί– στην ακόλουθη προβληματική: «1. Η Λιβανέζικη ταυτότητα. 2. Η Λιβανέζικη εξωτερική πολιτική και η θέση της κυβέρνησης για την περιφερειακή σύγκρουση. 3. Η θέση για την παλαιστινιακή υπόθεση. 4. Η διαφωνία σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη. 5. Το ζήτημα της αδικίας των θρησκευτικών σεκτών. 6. Ο τύπος του κυβερνητικού καθεστώτος ». Προχωρεί έπειτα στην περιγραφή των διαφόρων Λιβανέζικων θρησκευτικών σεκτών:

Δεν υπάρχει ούτε μία θρησκευτική σέκτα που να είχε μια σταθερή πολιτική θέση στο Λίβανο, εις πείσμα όσων προωθούν θεωρίες περί ηθικής ανωτερότητας της μιας θρησκευτικής σέκτας έναντι της άλλης, επειδή οι θρησκευτικές σέκτες, στο πλαίσιο του συστήματός τους, είναι παρόμοιες με τις φυλές του Αφγανιστάν και του Ιράκ: έτοιμες για ό,τι προκύψει καθώς κινούνται από τη μία θέση στην άλλη, κατά τις επικρατούσες συνθήκες. Αυτό κάνει τον Ουαλίντ Τζουμπλάτv πραγματικό εκπρόσωπο του στενού σεκταρισμού.4

Σε αυτή του την άποψη, ο Αμπουχαλίλ δίνει έμφαση σε δύο σημεία: το πρώτο είναι ότι η προβληματική του ζητήματος του Λιβάνου αφορά την επίλυση του θέματος της «Λιβανέζικης ταυτότητας». Το δεύτερο είναι ότι η επίλυση του θέματος της «Λιβανέζικης ταυτότητας» είναι έργο των κατεστημένων θρησκευτικών οντοτήτων –που μοιάζουν, σύμφωνα με τον Αμπουχαλίλ, σαν «τις φυλές του Αφγανιστάν και του Ιράκ». Η ρητορική, που ενστερνίζονται ο Ιντρίς και ο Αμπουχαλίλ, δεν είναι μακριά από αυτή των συμμάχων του συριακού καθεστώτος στο Λίβανο, από τη Χεζμπολάχ μέχρι το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα, το Συριακό Κοινωνικό Εθνικιστικό Κόμμα και τους άλλους, ακόμη κι αν ο Ιντρίς και ο Αμπουχαλίλ παίρνουν αποστάσεις από τα κόμματα αυτά, κριτικάροντας από καιρό σε καιρό τα «αντιστασιακά» καθεστώτα. Παραμένουν ωστόσο, μέρος αυτών των διαχωρισμών, παραμένουν μέσα στην γενική ρητορική της πολιτικής των συγκρουόμενων αξόνων, χωρίς να ανακόπτουν τον ιδεολογικό και διανοητικό ιστό της πολιτικής αυτής, χωρίς καμιά προσπάθεια να ρηγματώσουν αυτή τη ρητορική.

Ο γενικός γραμματέας της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, έκανε την ακόλουθη δήλωση σε τηλεοπτική ομιλία του στις 30 Απριλίου 2013: «Η Συρία έχει, στην περιοχή και στον κόσμο, αληθινούς φίλους που δεν θα επιτρέψουν να πέσει στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών του Ισραήλ ή ομάδων τακφίρι»5˙ και τον Ιούνιο του 2013: «το θέμα δεν είναι μία παρέμβαση [της Χεζμπολάχ] στη Συρία ... ο Συριακός Αραβικός Στρατός μάχεται σε διάφορα μέρη του Συριακού εδάφους, και εμείς επωμιζόμαστε μέρος των ευθυνών στην αντιμετώπιση αυτού του παγκόσμιου σχεδίου που γυρεύει να επισπεύσει την πτώση της περιοχής, και όχι μόνο της Συρίας, δηλαδή του Αμερικανο-ισραηλινού-τακφίρι σχεδίου».6

Από αυτή την ομιλία, είναι σαφές ότι ο Νασράλα είναι πραγματικά πεπεισμένος για την ορθότητα της θέσης περί σύγκρουσης των αξόνων, στην οποία η Χεζμπολάχ έχει συνταχθεί με το συριακό καθεστώς και τους περιφερειακούς και διεθνείς συμμάχους του κατά του «Αμερικανο-ισραηλινού-τακφίρι σχεδίου». Η συσχέτιση μεταξύ της θέσης της Χεζμπολάχ και των Αράβων εθνικιστών και εκείνης της παραδοσιακής αριστεράς δεν είναι συμπτωματική. Το επιχείρημά τους είναι μια εφαρμογή, ίσως μάλιστα και κυριολεκτική εφαρμογή, του στρατηγικού σταλινικού οράματος, το οποίο καλεί σε μια ιστορική και στρατηγική συμμαχία με την εθνική αστική τάξη για την επίτευξη μιας εθνικής δημοκρατικής εξουσίας ως πρώτο στάδιο, πριν προχωρήσει η οικοδόμηση ενός ισχυρού καθεστώτος και κρατικού μηχανισμού, που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και θα επέτρεπε, σε μεταγενέστερο στάδιο, μια επανάσταση που θα άνοιγε το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Έχουμε δει, δεν πάει πολύς καιρός, πού μας οδήγησε αυτή η συνταγή. Η συμμαχία του «Εθνικού Κινήματος»vi με την «εθνικιστική / μουσουλμανική» αστική τάξη σε αντίθεση με την «απομονωτιστική / αντιδραστική / Χριστιανική» αστική τάξη, τις παραμονές και στη διάρκεια του Λιβανέζικου Εμφυλίου Πολέμου κατέληξε στην επιβεβαίωση της εξουσίας του θρησκευτικού σεκταρισμού στο Λίβανο και στην τιμωρία των Παλαιστινίων γιατί «σπίλωσαν το Λίβανο». Μπορούμε επίσης να επεκτείνουμε αυτή τη θεώρηση στην κατάληξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Η δέσμευση της PLO στο σχέδιο του «κράτους», με άλλα λόγια η δέσμευσή της στην τελικότητα της παλαιστινιακής εθνικής οντότητας, υποβίβασε την παλαιστινιακή υπόθεση, από ένα αραβικό και παγκόσμιο λαϊκό κίνημα χωρίς δεσμεύσεις με ταυτότητες, σε ένα αστικό, γραφειοκρατικό και «εθνικιστικό» υπόδειγμα, η «επίτευξη» του οποίου θα περιλαμβάνει και την εμφάνιση του Αμπού Μάζεν (Μαχμούντ Αμπάς) και του περιβάλλοντός του.7

Αυτή η ίδια στρατηγική εξακολουθεί να υποστηρίζεται από την σταλινική αριστερά εν γένει, όπως το Αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα που δηλώνει στο πολιτικό του πρόγραμμα:

Το κόμμα πιστεύει ότι η επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου [2011] είναι το πιο σημαντικό επεισόδιο στην εθνική δημοκρατική επανάσταση, και ότι είναι στην ουσία της μια λαϊκή και δημοκρατική επανάσταση με εθνικές και κοινωνικές προοπτικές. Για την εξάλειψη της τυραννίας και της διαφθοράς, για την επίτευξη πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας, για να μπει τέλος στις πελατειακές διεθνείς σχέσεις, για την επίτευξη αυτοσυντηρούμενης ανεξάρτητης ανάπτυξης, για την ανοικοδόμηση του κρατικού μηχανισμού σε λαϊκή δημοκρατική βάση, για να μπει τέλος στα μονοπώλια, για την οικοδόμηση της εθνικής βιομηχανίας, για να γίνουν βαθιές αλλαγές στον αγροτικό τομέα, για την επίτευξη της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου στην Αίγυπτο όπως και των δημοσίων ελευθεριών.8

Από τη σκοπιά αυτή, η αιγυπτιακή παραδοσιακή αριστερά δικαιολογεί την ψήφο της υπέρ του συντάγματος του στρατού, την αναγόρευση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο μεγαλύτερο κίνδυνο για την επανάσταση χωρίς αναφορά στο στρατό, όπως επίσης και την ευθυγράμμισή της με το «Συριακό καθεστώς και το Συριακό Αραβικό Στρατό» ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο κατά της αραβικής περιοχής και, ιδιαιτέρως, κατά της Συρίας.

Χρησιμοποιώντας την ίδια προσέγγιση, αν και με μια διαφορετική νότα, ο Ναχέντ Χατάρvii και οι λακέδες του υιοθετούν τη δικιά τους αντίληψη για τον εθνικισμό η οποία θα μπορούσε κατ' ευφημισμόν να περιγραφεί ως μετενσάρκωση της νεοφασιστικής Συριακής εθνικιστικής σκέψης, αλλά, με ένα «νέο» κάλυμμα που την καθιστά πιο ευκολοχώνευτη για την παλιά αριστερά.

Για το συριακό ζήτημα, ο Χατάρ λέει:

Συνταχθήκαμε, σαφώς, με το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ εναντίον της βαρβαρότητας του Κόλπου και του Ουαχαμπισμού, του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, καθώς και εναντίον του νεο-οθωμανισμού. Δεν «συμπαθούμε» απλώς το συριακό καθεστώς, όπως το θέτει ο [Χαζέμ] Σαγκίεχ, βρισκόμαστε, σε εθνικιστικό πόλεμο, αγωνιζόμαστε στο ίδιο χαράκωμα. Και πιστεύουμε ότι έχουμε επιλέξει το σωστό χαράκωμα. Διατηρούμε, βέβαια, τη δική μας μεθοδική και κριτική ανάλυση αυτού του καθεστώτος, και έχουμε το δικό μας δηλωμένο πρόγραμμα πάλης στο εσωτερικό της Συρίας για να οικοδομήσουμε ένα εθνικιστικό, αντιστασιακό και αναπτυξιακό κράτος. Ωστόσο, αυτό είναι μία Συριακή, Λεβαντίνικη εσωτερική πολιτική πάλη που δεν επηρεάζει την ενότητα των δυνάμεων που αναχαιτίζουν την εξωτερική επιθετικότητα, τη Δυτική, σιωνιστική, Ουαχαμπιστική και Οθωμανική επίθεση.9

Στο τέλος, το όραμα που όλοι αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονται είναι ότι η εθνική απελευθέρωση, ή το χτίσιμο του εθνικού κράτους, σε οποιαδήποτε μορφή, απαιτεί πρώτα την απελευθέρωση του έθνους. Η εθνική απελευθέρωση καθορίζει τι είναι εξωτερικό και τι είναι εσωτερικό ως προς το κράτος, μέσω του οποίου τα θέματα αυτού του εσωτερικού –θέματα που αφορούν αραβικούς, λεβαντίνικους,συριακούς, λιβανέζικους ή άλλες σχηματισμούς ταυτότητας– μπορούν να συζητηθούν. Το ίδιο επιβεβαιώνεται από τον Χαλίντ Χαντάντιviii στο τελευταίο άρθρο του στο Nida'a,ix όπου υποστηρίζει ότι, καθώς η θρησκευτική σεκταριστική φύση του καθεστώτος του Λιβάνου καθιστά τις περιφερειακές αντιφάσεις μέρος της εσωτερικής λιβανέζικης πολιτικής, η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει μόνο μέσω της «οικοδόμησης του πολιτικού, κοσμικού, δημοκρατικού αντιστασιακού κράτους ».10 Μας λέει ότι:

Οι συνθήκες για μια βαθύτερη λύση εν σχέσει με την επανίδρυση του Λιβανικού κράτους πρέπει να πληρούνται, κατά τρόπο που να ξεπερνά την επιρρεπή στον πόλεμο διαίρεσή του και τη φυσική του ροπή προς πελατειακές σχέσεις, στην κατεύθυνση μιας διάσκεψης εθνικής σωτηρίας που θα έθετε τα θεμέλια για την οικοδόμηση αυτού του πολιτικού, κοσμικού, δημοκρατικού και αντιστασιακού κράτους.

Αυτή η πρόταση, φυσικά, παραθεωρεί τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Από εδώ είναι πλέον ορατό το πώς αυτό το ιδεολογικό ρεύμα, από την ακροδεξιά του μέχρι την άκρα αριστερά του, στην υπερεθνικιστική ή στην εθνικο-λαϊκή ενσάρκωσή του, δεν πήγε ποτέ πέρα από το κεντρικό ζήτημα της κυριαρχίας του εθνικού αστικού κράτους, δηλαδή ενός κράτους με την ικανότητα διαμόρφωσης μιας ταξικής συμμαχίας η οποία θα παρείχε μια αστική-προλεταριακή συμφιλίωση, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφάλιζε την εθνική ενότητα, δια της οποίας θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικοί κίνδυνοι, ή έστω να ρυθμιστούν οι σχέσεις ανταγωνισμού και σύγκλισης με αυτό το εξωτερικό.

 

 

Ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός

και το εθνικό κράτος

Το εθνικό αστικό κράτος είναι μια από τις βασικές δομές που δημιουργήθηκαν από την αποικιοκρατία της Δύσης ως προϋπόθεση για την καπιταλιστική επέκταση στις αποικίες, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Το αστικό κράτος συνιστούσε ρήξη, σπάσιμο με το ημιφεουδαλικό σύστημα που επικρατούσε. Θα ήταν παραπλανητικό να θεωρηθεί ότι η εθνικιστική σκέψη βρίσκεται σε αντίφαση με τον καπιταλισμό˙ η εμφάνιση του κράτους είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών δομών, καθώς και για την εγκατάλειψη και την τελική καταστροφή των προκαπιταλιστικών δομών. Από 'κει και πέρα, οι έννοιες της «οντότητας» και της «εθνικής ταυτότητας», η τελικότητα μιας συγκεκριμένης οντότητας και της σχέσης της με άλλες οντότητες είναι έννοιες που δεν μπορεί να έρθουν στο φως χωρίς την συγκεντρωτική εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού αστικού κράτους που να κυβερνά την κοινωνία κάτω από το κάλυμμα μιας «εθνικής ταυτότητας», είτε πρόκειται για Αραβική, Λεβαντίνικη, Λιβανέζικη, Συριακή, ισλαμική, χριστιανική ή άλλη. Όλα αποτελούν μια ιδεολογική κάλυψη για το ίδιο το κυρίαρχο αστικό καθεστώς.

Και δεν είναι περίεργο ότι εκείνα τα τμήματα της αριστεράς που ταυτίζονται με τη μια ή την άλλη εθνική ιδεολογία τοποθετούν το ζήτημα του εθνικού καλύμματος της προκείμενης αστικής κυριαρχίας στην κορυφή της πολιτικής τους ατζέντας. Οι πολιτικές τους δεν βρίσκονται και τόσο σε αντίφαση προς το εγκαθιδρυμένο αστικό καθεστώς παρά μάλλον σε συμφωνία με αυτό, μια και το σημείο εκκίνησής τους είναι η ιδεολογική δομή αυτού του ίδιου του αστικού καθεστώτος.

Όπως το θέτει ο Μαχντί Αμέλ στο βιβλίο του Θεωρητικές Εισαγωγές στη Μελέτη της Επίδρασης της Σοσιαλιστικής Σκέψης στα Εθνικοαπελευθερωτικά Κινήματα:

Και με αυτή τη δομή σκέψης εννοούμε το ιδεολογικό πεδίο όπου η ιδεολογία του ατόμου καθορίστηκε, χτίστηκε και αναπτύχθηκε, δηλαδή αυτό το έδαφος από το οποίο πολλές και διάφορες ιδέες μπορούν να εκβλαστήσουν, και που, αν οι μεταξύ τους διαφορές μπορούν να φτάσουν μέχρι του σημείου της αντίφασης, ωστόσο, οι ρίζες τους βρίσκονται στο ίδιο έδαφος, το οποίο καθορίζει και τη φύση της εμφάνισης τους και το πεδίο της ανάπτυξής τους. Η ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ αυτών των ιδεών δεν αναιρεί, αλλά τουναντίον επιβεβαιώνει, το γεγονός ότι τοποθετούνται πάνω σε ένα και το αυτό ιδεολογικό έδαφος.11 x

Οι ιδεολογικές επομένως προκείμενες από τις οποίες εκπορεύεται η εθνικιστική σκέψη για να αντιμετωπίσει την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό δεν βρίσκονται σε θεμελιώδη αντίφαση προς τον ιμπεριαλισμό. Μοιράζονται την ίδια δομή σκέψης, δηλαδή, το σύστημα αστικής διακυβέρνησης, με το οποίο ταυτίζονται. Για το λόγο αυτό, βλέπουμε ότι τα αραβικά εθνικιστικά καθεστώτα που προέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, και που θεωρήθηκαν τότε –και θεωρούνται ακόμα και σήμερα– προοδευτικά καθεστώτα από μεγάλα κομμάτια της παραδοσιακής και της εθνικής αριστεράς, έχουν αποδείξει με την πάροδο του χρόνου ότι δεν ήταν διαφορετικά από τα αστικά, «πελατειακά» καθεστώτα, όπως ονομάζονται. Πράγματι, τα αραβικά εθνικιστικά καθεστώτα ανανέωσαν τη σχέση τους και την ταύτιση τους με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, ακόμα και αν ο βαθμός στον οποίο ταυτίζονται με τα συμφέροντα αυτά μπορεί να διαφέρει. Αυτή η διαφοροποίηση, όπως, για παράδειγμα, εκείνη μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Συρίας, είναι μια απόδειξη της συνέχισης αυτού του υποδείγματος σχέσεων, και μια άρνηση της ανεξαρτησίας αυτών των καθεστώτων ή της απελευθέρωσής τους από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία.

Για να πάμε πίσω στο Μαχντί Αμέλ, και στην ανάλυσή του για τα «προοδευτικά καθεστώτα» που μετατρέπουν την κυρίαρχη μικρομπουρζουαζία σε μια ανανεωμένη αποικιακή μπουρζουαζία:

Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι η εναλλαγή στη θέση της κυρίαρχης τάξης στα λεγόμενα «προοδευτικά καθεστώτα», όπως αυτά της Αιγύπτου και της Συρίας, επισυνέβη πάντοτε στο πλαίσιο μιας έκτοπης μορφής της ταξικής πάλης. Αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη φύση της πολιτικής πρακτικής της μικρομπουρζουαζίας... Η μικρομπουρζουαζία επείγεται από την ανάγκη να ανανεώσει αυτές τις σχέσεις παραγωγής, να αναπαραγάγει μόνιμα τις σχέσεις αυτές στην πολιτική πρακτική της ταξικής της πάλης ενάντια στην ίδια την αποικιακή μπουρζουαζία, γιατί η ανανέωση των σχέσεων παραγωγής αποτελεί απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για να συνεχίσει να είναι κυρίαρχη τάξη. Ωστόσο, η αναγκαιότητα να γίνει η κυρίαρχη τάξη στο πλαίσιο των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής θα ωθήσει τη μικρομπουρζουαζία να αφομοιωθεί μέσα στην κυρίαρχη τάξη που έχει αντικαταστήσει, και εναντίον της οποίας έχει εμπλακεί σε ταξική πάλη και, με τον τρόπο αυτό, να ταυτιστεί με αυτήν και όχι να αποκλίνει από αυτήν ... Η ύπαρξη ενός κρατικού τομέα δεν αλλάζει την ταξική φύση των σχέσεων παραγωγής.12

Για το λόγο αυτό, το εθνικό καθήκον δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί αποτελεσματικά, και αυτή η πραγματικότητα παρουσιάζεται ως η έκφραση μιας κρίσης ταυτότητας ή μιας κρίσης εθνικισμού, για να μας επαναφέρει πίσω στο θέμα της οντότητας και της ταυτότητας, έχοντας παραθεωρήσει την καπιταλιστική ταξική δομή και την άνιση ανάπτυξή της που οδηγούν στη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το βασικό πρόβλημα με τις στρατηγικές προοπτικές της παραδοσιακής αριστεράς και των εθνικιστικών ρευμάτων. Είναι σαφές ότι το καλύτερο που μπορεί να επιτευχθεί με τη στάση που έχουν υιοθετήσει είναι η βελτίωση των συνθηκών του καπιταλιστικού και εθνικιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των κατεστημένων οντοτήτων, χωρίς τίποτε να αψηφά τη δομή που όχι μόνο επιτρέπει στον ανταγωνισμό να υπάρχει, αλλά και που ανοίγει την πόρτα στην εξωτερική και περιφερειακή παρέμβαση, ή στην περιφερειακή ή διεθνή επικυριαρχία πάνω σε μια δεδομένη χώρα.

Αυτός είναι και ο λόγος που η εθνική απελευθέρωση δεν είναι ένα στάδιο που προηγείται της κοινωνικής απελευθέρωσης και της ταξικής πάλης, αλλά στην πραγματικότητα πάει πακέτο με τη μια και μόνη κοινωνική ταξική πάλη. Η εθνική απελευθέρωση δεν προηγείται της κοινωνικής επανάστασης, αλλά παράγεται από αυτήν, ως μία από τις διεργασίες της, επειδή είναι αδύνατο να επιτευχθεί η ανεξαρτησία στο πλαίσιο του συστήματος της καπιταλιστικής εξάρτησης, κυριαρχίας και ανταγωνισμού που διαφεντεύει τον κόσμο. Αληθινή ανεξαρτησία ή εθνική απελευθέρωση δεν μπορεί να επιτευχθεί υπό τις τρέχουσες συνθήκες, χωρίς να περιλαμβάνεται στην ίδια τη διαδικασία της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ως εκ τούτου, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, πολεμώντας για τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα έξω από την ταξική πάλη, οδεύουν προς την αφομοίωση με την κυρίαρχη αστική τάξη και καταντούν να παίζουν το παιγνίδι των συγκλίσεων και των ανταγωνισμών στο εσωτερικό των κυρίαρχων αστικών καπιταλιστικών αξόνων. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί στην PLO, στη Χαμάς και στη Χεζμπολάχ, με τις πρόσφατες και συνεχιζόμενες αλλαγές της τελευταίας στην κοινωνικο-οικονομική και οργανωτική δομή της, όπως και στις τοπικές και περιφερειακές τοποθετήσεις της, ένα σημείο όπου θα επιστρέψω αργότερα.

Δεν είναι αυτό καθαυτό το σεχταριστικό καθεστώς που εγκαθιδρύει την εξάρτηση, και τη σύνδεση ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό˙ δεν είναι μάλλον παρά μόνο το ιδεολογικό προκάλυμμα της καπιταλιστικής εξάρτησης. Αυτή η εξάρτηση δεν μπορεί να σπάσει μέσα από την ίδια την καπιταλιστική δομή, επειδή το αστικό κράτος δεν είναι μόνο ένα εσωτερικό σύστημα ταξικής κυριαρχίας, αλλά είναι επίσης και ταυτόχρονα ένα όργανο εθνικού, περιφερειακού και διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτό που έπεται είναι πως το εθνικό κάλυμμα για το αστικό κράτος δεν είναι τίποτα άλλο από μια τοποθέτηση και επανατοποθέτηση των αξόνων του εν λόγω καπιταλιστικού ανταγωνισμού, του εδάφους της κυριαρχίας του, και της ικανότητάς του να περιχαρακώνει τους αγώνες που ανακύπτουν, εντός των κοινωνιών του, από τις δομικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.

Η διαρθρωτική κρίση της εθνικιστικής σκέψης, από την αριστερά μέχρι τη δεξιά της, έγκειται στο γεγονός ότι ζει από αυτές τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα, και δεν μπορεί να χωριστεί από αυτές. Αρθρώνεται η ίδια ως προσπάθεια αυτής της αστικής ιδεολογικής δομής να επινοήσει νέες ταυτότητες, προκειμένου να διατηρήσει την ιδεολογική κυριαρχία της με ανανεωμένο ιδεολογικό ένδυμα. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από την εμφάνιση μιας κρίσης ταυτότητας κάθε φορά που η αστική τάξη κυρίαρχη τάξη βρίσκεται η ίδια σε κρίση, ή βλέπει ρωγμές στην ιδεολογική της κυριαρχία μέσω της οποίας δικαιολογεί την ταξική της κυριαρχία.

 

 

Η κρίση της αστικής κυριαρχίας

και η νέα κρίση του καπιταλισμού

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτές τις αλλαγές, την πάλη γύρω από τις ταυτότητες και την ταυτόχρονη επανεμφάνιση ιστορικών ταυτοτήτων –είτε είναι θρησκευτικές, εθνικές, περιφερειακές είτε σεκταριστικές – έξω από το πλαίσιο της καπιταλιστικής δομής, τις τροπές και τις αντιφάσεις της˙ η πάλη γύρω από την ταυτότητα είναι μια έκφραση της κρίσης του ίδιου του καπιταλισμού. Όπως είπε ο Φρίντριχ Ένγκελς:

Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, το τελικά καθοριστικό στοιχείο στην ιστορία είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ υποστηρίξαμε ποτέ κάτι έξω από αυτό. Αν λοιπόν το διαστρεβλώνει κανείς αυτό ώστε να λέει ότι το οικονομικό στοιχείο είναι το μόνο καθοριστικό, τότε μεταμορφώνει την πρόταση αυτή σε μία χωρίς νόημα, αφηρημένη, παράλογη φράση. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος –οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της, δηλαδή: συντάγματα που θεσπίστηκαν από τη νικήτρια τάξη μετά από επιτυχημένη μάχη, κλπ, νομικές μορφές, ακόμη και οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στα μυαλά των συμμετεχόντων, πολιτικές, νομολογικές, φιλοσοφικές θεωρίες, θρησκευτικές απόψεις και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε δογματικά συστήματα, ασκούν επίσης την επιρροή τους στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις βαραίνουν περισσότερο στον καθορισμό της μορφή τους.13

Υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κυρίαρχης ταξικής δομής, και της απουσίας του ζητήματος των ταξικών σχέσεων από τη ρητορική της δεσπόζουσας, στο εθνικιστικό ρεύμα και στην αριστερά του, συζήτησης γύρω από τις ταυτότητες και τη γεωστρατηγική˙ δεν πρόκειται παρά για μια προσπάθεια να αποφύγουν την αναμέτρηση με τις εκρηκτικές ταξικές αντιφάσεις μέσα στις τρέχουσες διεθνείς, περιφερειακές και τοπικές πραγματικότητές τους. Τούτη η προσπάθεια αναδιοργάνωσης αυτών των αντιφάσεων ή αναβολής της έκρηξής τους, στοχεύει τη διατήρηση της υπάρχουσας ταξικής ηγεμονίας, με κάθε δυνατό τρόπο, είτε πρόκειται για σεκταριστική, εθνική ή άλλη.

Οι αλλαγές και οι μετασχηματισμοί που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο και παίρνουν μια εντελώς συγκρουσιακή μορφή στον αραβικό κόσμο, βρίσκονται σε αντίφαση όχι μόνο προς τη φιλελεύθερη δομή σκέψης, αλλά και προς την κοσμοθεωρία της Αραβικής εθνικιστικής και παραδοσιακής αριστεράς. Διότι εκείνο που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό και των δύο, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της εθνικιστικής σκέψης είναι ότι βρίσκονται μάλλον σε ανταγωνισμό παρά σε αντίφαση η μία προς την άλλη, μέσα στην κυρίαρχη δομή της αστικής σκέψης. Αποτελούν, τουλάχιστον στον αραβικό κόσμο, την πιο προφανή ενσάρκωση αυτού του θεάτρου των ανταγωνιστικών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε δύο πόλους, όπου είτε ο ένας προσπαθεί να διεκδικήσει την κυριαρχία πάνω στον άλλο, είτε πάλι συμμαχούν για να αντιμετωπίσουν κοινές απειλές. Αυτές οι απειλές είναι στην πραγματικότητα οι αντιφάσεις, οι ρηγματώσεις και οι αγώνες που συμβαίνουν μέσα στο κατεστημένο σύστημα της καπιταλιστικής ηγεμονίας, δηλαδή μέσα σε αυτό το ίδιο το εθνικό αστικό κράτος, όποιο κάλυμμα κι αν συμβαίνει να χρησιμοποιεί αυτό το κράτος – φιλελεύθερο εθνικιστικό ή άλλο.

Οι σχέσεις αυτές επιβεβαιώνονται καθημερινά˙ παράδειγμα, η συμφωνία ΗΠΑ-Συρίας για τα χημικά όπλα του συριακού καθεστώτος. Όπως επίσης και η Ιρανοαμερικανική συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία ακολούθησε μια Ιρανο-Σαουδική προσέγγιση, που υλοποιήθηκε μεταξύ άλλων σε μια αίτηση συγγνώμης: το κανάλι Manar TV και ο ραδιοφωνικός σταθμός Noor, που ανήκουν στην Χεζμπολάχ, ζήτησαν συγγνώμη από το καθεστώς του Μπαχρέιν, για την ειδησεογραφική κάλυψη που έκαναν στα γεγονότα του Μπαχρέιν – στην επανάσταση δηλαδή που ξέσπασε το 2011.

Οι συμφωνίες αυτές δεν είναι μόνο δείκτες της μειούμενης ηγεμονίας των ΗΠΑ στην περιοχή λόγω των τροπών στις εσωτερικές υποθέσεις των ΗΠΑ. Στοχεύουν επίσης στο να δώσουν στα κυρίαρχα αραβικά και περιφερειακά καθεστώτα, μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων για να βάλουν τάξη στο δικό τους σπίτι που καταρρέει. Αυτές οι συμφωνίες εγείρονται ως μια προσπάθεια αυτών των καθεστώτων να περιστείλουν και να ανακόψουν τα αραβικά και μη αραβικά μαζικά κινήματα στην περιοχή, από την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία και το Μπαχρέιν, το Ιράν και αλλού, ενώ ταυτόχρονα απομονώνουν τον παλαιστινιακό λαό και την παλαιστινιακή υπόθεση συνολικά, από τις επαναστατικές μάζες που τους περιβάλλουν.

Ξαναπιάνοντας την απεικόνιση του Idriss που θέλει τον αγώνα εναντίον του Ισραήλ ως υπαρξιακό αγώνα –σε αντίθεση με τους αγώνες εναντίον αραβικών καθεστώτων τους οποίους ανάγει σε απλούς αγώνες κατά της τυραννίας, ή γύρω από άλλες εσωτερικές τους υποθέσεις– ρωτάμε, πώς μπορεί να απελευθερωθεί η Παλαιστίνη; Πώς μπορεί ένα σχέδιο αντίστασης να περάσει μέσα από τις υφιστάμενες δομές των αραβικών καθεστώτων; Ή καν, μέσα από τον εθνικό αστικό μηχανισμό, στο πλαίσιο των τροπών και των συμμαχιών που ξεφυτρώνουν στην περιφερειακή και διεθνή πολιτική σκηνή; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί στην πραγματικότητα, να προέλθει μόνο από μια διαδικασία την οποία ούτε η εθνικιστική ούτε η σταλινική αριστερά θα αναγνωρίσουν, δηλαδή την επανάσταση: όχι ως επανάσταση μιας οντότητας, ή ως εθνική επανάσταση, αλλά ως μια διαρκής επανάσταση, που ανακύπτει από τις δομικές αντιφάσεις εντός των αραβικών κοινωνιών. Από την ταξική της φύση, η επανάσταση αυτή δεν μπορεί παρά να έλθει σε θεμελιώδη αντίφαση και προς το κατεστημένο σύστημα ταξικής κυριαρχίας, και προς τα συστήματα της περιφερειακής και διεθνούς εξάρτησης. Τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που ανακύπτουν στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούν να λυθούν από καμιά αστική ανακαίνιση των κατεστημένων καθεστώτων στο δικό τους εθνικό χώρο. Μπορούν να επιλυθούν μόνο με την ανατροπή του συστήματος της αστικής κυριαρχίας και αψηφώντας το σύστημα της ταξικής κυριαρχίας γενικά. Το σύνθημα που κανείς στην επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να διστάζει να διακηρύσσει σήμερα είναι ο σοσιαλισμός! Όχι ως προσκλητήριο για ένα ιστορικό άλμα των μαζών προς ένα άλλο καθεστώς, αλλά ως μια διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί να καταστραφεί η κυρίαρχη ιδεολογία, μια διαδικασία μέσα από την οποία μπορούν να εκτεθούν οι ταξικές αντιθέσεις που υποστηρίζουν τα αστικά καθεστώτα, για να ξεπεραστεί αυτός ο μηχανισμός προς την αντίθεση του: την επαναστατική εργατική εξουσία, μέσω της οποίας είναι πράγματι δυνατό να ξεπεραστούν ο θρησκευτικός σεκταρισμός, οι διώξεις, η εκμετάλλευση, η αδικία και η καταπίεση, και ακόμα περισσότερο, να σπάσει ο κύκλος της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.

Δεν θα ασχοληθώ με τη στοιχειοθέτηση της ταξικής φύσης των αραβικών επαναστάσεων, γιατί πολλά έχουν γραφτεί για το θέμα στην εφημερίδα «Διαρκής Επανάσταση» και αλλού. Το ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι αυτό της διασυνδεσιμότητας του επαναστατικού αγώνα, το γεγονός ότι εξαπλώνεται από τη μία χώρα στην άλλη, και της ικανότητάς του να αψηφά την κατεστημένη ισορροπία των δυνάμεων σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα. Ο επαναστατικός αγώνας αψηφά την τελικότητα των εθνικών οντοτήτων, που επιβλήθηκαν στους λαούς της περιοχής από τις αποικιακές διαιρέσεις και αργότερα από την κυρίαρχη αστική τάξη και τη γραφειοκρατία, σε συμφωνία και σε σύμπνοια με τον ιμπεριαλισμό.

Οι επαναστάσεις που σπαράσσουν την περιοχή μας δεν είναι οι εκφράσεις μιας κρίσης ταυτότητας, όπως τις σκιαγραφούν ορισμένοι, αλλά είναι, πρώτα απ' όλα, οι εκφράσεις της κρίσης του αστικού εθνικού κράτους και του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος. Επομένως, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα της αντίστασης και της απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό, έξω από αυτό το πλαίσιο. Αντίθετα, η αντίσταση και η απελευθέρωση πρέπει να ταυτίζονται με τις προοπτικές των εν εξελίξει επαναστάσεων, και όχι να τους επιβληθούν από πάνω ως μια προκατασκευασμένη εθνικιστική ιδεολογία, που βρίσκεται άλλωστε και η ίδια σε κρίση ως έκφραση του ίδιου αστικού καθεστώτος.

 

 

Η Χεζμπολάχ, η αντίσταση

και η επανάσταση

Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο πρέπει να προσεγγίσουμε τόσο το ζήτημα της Χεζμπολάχ όσο και εκείνα της αντίστασης και της εθνικής απελευθέρωσης. Μπορεί η Χεζμπολάχ, με την κατεστημένη δομή και τη σεκταριστική και αστική φύση της, να βάλει τέρμα στην κατοχή ή να επιτύχει την εθνική απελευθέρωση;

Η εθνικιστική και σταλινική αριστερά διατηρεί πολλές αυταπάτες, όταν πρόκειται για την Χεζμπολάχ. Εκτός από τον ιερό χαρακτήρα που η ίδια η Χεζμπολάχ αποδίδει στον εαυτό της, η αριστερά αυτή, τη θεωρεί επίσης ιερή, καθώς την περιγράφει ως ένα κίνημα αντίστασης που δεν διέπεται από την πραγματικότητα ή από την ταξική δομή στην οποία ζούμε. Κατά φυσικό τρόπο, λόγω της κεντρικότητας της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού ζητήματος που υπερισχύει κάθε άλλης θεώρησης, η παραδοσιακή αριστερά αποδίδει στο ρόλο της Χεζμπολάχ ως μηχανισμού αντίστασης, μια ύπαρξη in abstracto από την ταξική της θέση στην κοινωνία ή ακόμα της δίνει ένα προλεταριακό λούστρο, ανεξάρτητα από την πραγματικότητα. Κι έτσι, η παραδοσιακή αριστερά υποστηρίζει τυφλά τη Χεζμπολάχ, όχι μόνο από την άποψη της εθνικής απελευθέρωσης, αλλά και από την άποψη της κοινωνικής πάλης. Η καταπίεση της Νότιας Βηρυτού και του Νότιου Λιβάνου,xi που πολλοί αριστεροί ακτιβιστές αναμασούν, γίνεται υπό αυτές τις συνθήκες, μια ακόμη προσπάθεια να δικαιολογηθεί η θρησκευτική προκατάληψη χρησιμοποιώντας ταξική γλώσσα. Σεκταριστικά κόμματα στο Λίβανο χρησιμοποιούν ταξική γλώσσα (σιιτική αποστέρηση, Χριστιανική αδικία, κλπ) για να νομιμοποιήσουν τη σεκταριστική τους ρητορική.

Η εθνικιστική και η σταλινική αριστερά, που έχουν ολοκληρωτικά συμμαχήσει με τη Χεζμπολάχ και τους συμμάχους του συριακού καθεστώτος στο Λίβανο, χρησιμοποιούν την ίδια σεκταριστική ρητορική και της δίνουν μια ταξική διάσταση, για να μετατρέψουν την Ashouraxii, για παράδειγμα, σε σύμβολο σύγκρουσης με τη καταπίεση, ή την περιοχή Dahiyeh της Νότιας Βηρυτούxiii σε σύμβολο αντίστασης και δυναμισμού.

Αυτές οι εκφράσεις δεν διαφέρουν από τη σεκταριστική ρητορική, τουναντίον την νομιμοποιούν και ενισχύουν τα συναισθήματα σεκταριστικής έπαρσης, που αποτελούν πάντοτε καθοριστικό στοιχείο του κυρίαρχου σεκταριστικού λόγου. Ακριβώς όπως οι Φαλαγγίτες προωθούσαν, την περίοδο της κυριαρχίας τους,xiv ένα λόγο χριστιανικής σεκταριστικής υπερηφάνειας κάτω από το κάλυμμα του Λιβανέζικου εθνικισμού, έτσι και η Χεζμπολάχ προωθεί σήμερα την κουλτούρα της «σιίτικης» σέκτας και την ταυτίζει με τη Λιβανέζικη εθνική κουλτούρα. Ο πατριωτισμός έχει επομένως μπει σε ευδιάκριτα σεκταριστικά καλούπια. Αυτή η λογική μπορεί εύκολα να οδηγηθεί στα άκρα της μέσα στο λαό, μέχρι του σημείου να βλέπει σε κάθε σουνίτη έναν πελάτη του ιμπεριαλισμού ή έναν προδότη, ενώ ταυτόχρονα σε κάθε σιίτη και έναν πολέμιο του ιμπεριαλισμού ή έναν πατριώτη.

Τον τελευταίο καιρό από τη μεριά των οπαδών της ιδέας ότι η Συρία είναι αντιστασιακό καθεστώς φανερά μαίνεται ένας ρατσισμός απέναντι τους Σύριους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες περιγράφονται ως προδότες. Μερικοί λένε: «Δεν θα ήταν καλύτερα να δοθούν χρήματα στους μαχητές της αντίστασης στην Qalamoun;»xv ή «Πώς μπορούμε να συμπονέσουμε ένα παιδί ή μια γυναίκα που έχει αφεθεί εδώ σε μια σκηνή από τον σύζυγο ή αδελφό της, για να μπορέσει εκείνος να πάει να δολοφονήσει γυναίκες και παιδιά στη ίδια του τη χώρα; » Αυτός ο λόγος βοηθά την προπαγανδιστικές και δυσφημιστικές εκστρατείες στις οποίες επιδίδονται το εθνικιστικό ρεύμα και η αριστερά του από την αρχή της συριακής επανάστασης. Ενώ, όταν πρόκειται για την Αιγυπτιακή Επανάσταση, είναι ικανοί να διακρίνουν μεταξύ των σαλαφιστών, Μουσουλμανικής Αδελφότητας, εθνικιστών, φιλελεύθερων, αριστερών, στρατού και επαναστατών, είναι απολύτως ανίκανοι να εφαρμόσουν μια παρόμοια οριοθέτηση στην περίπτωση της Συρίας. Έτσι, όποιος υποστήριξε την συριακή επανάσταση γίνεται «Daeshi»,xvi ενώ η επανάσταση γίνεται μια απλή «αναταραχή», ώσπου να βαφτεί στα χρώματα μιας σύγκρουσης μεταξύ του καθεστώτος και των τακφιριστών.

Ο στόχος μας εδώ δεν είναι να αρνηθούμε την ύπαρξη των τακφιριστών, ούτε τη σχέση τους με τα καθεστώτα του Κόλπου, αλλά να εκθέσουμε τις ομοιότητες μεταξύ του λόγου της σταλινικής και εθνικιστικής αριστεράς από τη μία πλευρά, και των τακφιριστών από την άλλη. Στον τακφιριστικό λόγο υπάρχουν πιστοί και άπιστοι˙ στο λόγο της εθνικιστικής αριστεράς υπάρχουν πατριώτες και προδότες. Τούτο πηγάζει από το γεγονός ότι αυτή η «αριστερά» δεν συμμερίζεται την ιδεολογία της επαναστατικής αριστεράς, αλλά την ιδεολογία του ίδιου του εθνικισμού, με αριστερό ένδυμα. Με άλλα λόγια, έχει γίνει μέρος του ίδιου του κυρίαρχου αστικού λόγου, και όχι η αντίθεση του˙ αυτή η αριστερά δεν βλέπει στον εαυτό της την αντίθεση της αστικής τάξης˙ μάλλον ταυτίζεται με την αστική τάξη, και γίνεται απολογητής της διαστρεβλώνοντας ευθέως την πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς κάνουν άνθρωποι σαν τον Ασάντ Αμπουχαλίλ. Σε ένα άλλο του άρθρο στην εφημερίδα Αλ-Ακμπάρ, με θέμα «Η Θεωρία της Διαλεκτικής και η ανανέωση της Αραβικής Αριστεράς», λέει: «Υπάρχουν πολλοί υποστηρικτές του καπιταλισμού στην περιοχή μας, και είναι οι ίδιοι με τους εχθρούς της αντίστασης στο Λίβανο» το πρώτο πράγμα που κάνει ο Αμπουχαλίλ είναι να καθαρίσει «την αντίσταση» (βλέπε, Χεζμπολάχ) από την κατηγορία ότι είναι καπιταλιστές, πριν προσθέσει παρακάτω στο άρθρο του:

Αλλά η ικανότητα να το κάνουν αυτό πηγάζει από την κατηγορηματική απόρριψη των αρχών του καπιταλισμού (ο Abdel Karim Mrouwwe πιστεύει τώρα ότι το καπιταλιστικό κράτος μπορεί να μας προστατεύσει από τον καπιταλισμό), και ολόκληρου του εποικοδομήματός του το οποίο, υποστηριζόμενο από τα πετρελαϊκά κράτη του Κόλπου, καθορίζει το γούστο μας στην ποίηση, την τέχνη, τον πολιτισμό, τη δημοσιογραφία, το χορό και την αισθητική.

Ο Αμπουχαλίλ θεωρεί καπιταλιστικό μόνο έναν από τους ανταγωνιστικούς άξονες της περιφερειακής σκηνής –τον άξονα του Κόλπου– αλλά δεν αναφέρει την καπιταλιστική δομή του ιρανικού, ας πούμε, καθεστώτος ή των συμμάχων του στο Λίβανο και τη Συρία. Μέσω αυτής της κατάφωρης διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, περιορίζει τον αντικαπιταλιστικό αγώνα σε αγώνα εναντίον των καθεστώτων του Κόλπου και των βοηθών τους, λες και η αντίσταση, η Χεζμπολάχ και το Ιράν, αποτελούν μέρος κάποιας διεθνούς προλεταριακής συμμαχίας!

Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αποδείξουμε την αστική φύση της Χεζμπολάχ ή του συριακού καθεστώτος, καθώς πολλοί έχουν ήδη γράψει για το θέμα αυτό . Η αστική φύση τους αποδεικνύεται αδιαμφισβήτητα από τον οικονομικό τους ρόλο, και στην περίπτωση της Χεζμπολάχ, από τις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια. Το διάσημο «Εμείς δεν θα σταθούμε πίσω από το ψωμί»,xvii του Χασάν Νασράλα, ή η υποστήριξη της Χεζμπολάχ στις ιδιωτικοποιήσεις, η αντίθεσή της προς τα αιτήματα της Συντονιστικής Επιτροπής των συνδικάτωνxviii και η συμφωνία που έκανε με το κίνημα Αμάλ και το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα για να εμποδίσει τους εργάτες της κρατικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας να κερδίσουν τα αιτήματά τους, είναι όλα απόδειξη της αστικής φύσης της Χεζμπολάχ. Άλλες ενδείξεις είναι τα μεγάλα ποσά που επενδύει η Χεζμπολάχ σε ακίνητα, μετατρέποντας τα νότια προάστια της Βηρυτού (προπύργιο της Χεζμπολάχ), σε μία από τις πιο ακριβές γειτονιές της μείζονος Βηρυτού. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αναφέρουμε τα δίδακτρα στα σχολεία που διατηρεί η Χεζμπολάχ, τα οποία έχουν γίνει τα σχολεία για σιίτες των μεσαίων τάξεων και όχι για φτωχούς, ή τα σημαντικά χρηματικά ποσά που μαζεύει η Χεζμπολάχ μέσω ιδρυμάτων υγειονομικής περίθαλψης, όπως το νοσοκομείο «ο μέγας Προφήτης» στη Νότια Βηρυτό. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η Χεζμπολάχ είναι το κόμμα της σιιτικής μεσαίας και αστικής τάξης, και μοιράζεται την ηγεμονία πάνω σε αυτές με το κίνημα Αμάλ˙ και βέβαια δεν είναι, όπως πολλοί από την εθνικιστική και σταλινική αριστερά την χρωματίζουν, το κόμμα των φτωχών και αποστερημένων.

Λόγω της καπιταλιστικής φύσης της, η Χεζμπολάχ έχει εισέλθει σαφώς σε μια φάση γραφειοκρατικής αστικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα μετά τον ισραηλινό πόλεμο στο Λίβανο τον Ιούλιο του 2006. Αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο που τα στελέχη και τα μέλη της επιδεικνύουν τον πλούτο τους και τα προνόμια τα οποία απολαμβάνουν, όπως είναι οι κοινωνικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές και υγειονομικές υπηρεσίες. Αυτό φυσικά θα προκαλέσει μια διάσπαση μεταξύ αυτής της αριβίστικης γραφειοκρατίας και των μεγάλων μαζών όπου η Χεζμπολάχ στηρίζεται για να αντλήσει την πολιτική νομιμότητά της στις εκλογές ή στις λαϊκές διαδηλώσεις. Αυτό μερικές φορές φαίνεται από τα υποβόσκοντα παράπονα των απλών υποστηρικτών της Χεζμπολάχ, οι οποίοι έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκεια τους για αυτή την επίδειξη πλούτου, και την επιρροή δια του εκφοβισμού που τα μέλη αυτής της γραφειοκρατικής κλίκας συχνά ασκούν σε άλλους ανθρώπους στις γειτονιές όπου δραστηριοποιούνται.14

Αυτή η απόκλιση ανάμεσα στην ταξική φύση των υποστηρικτών της Χεζμπολάχ –και
μέρους των μελών της– και των στελεχών της, ιδιαίτερα στο μέσο και ανώτερο επίπεδο, είναι η κύρια αντίφαση που θα αντιμετωπίσει η Χεζμπολάχ την τρέχουσα περίοδο αλλά και μελλοντικά. Υποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Χεζμπολάχ δίνει ένα ολοένα και περισσότερο τζιχαντιστικό θρησκευτικό κάλυμμα στις πολιτικές της, χτίζοντας τζαμιά, παρουσιάζοντας ως θρησκευτικό καθήκον την παρέμβασή της στη Συρία, ή ρίχνοντας το προκλητικά σεκταριστικό σύνθημα «Η Ζεϋνάμπ δεν πρέπει να πιαστεί δύο φορές».xix Η αυξημένη χρήση θρησκευτικών μηνυμάτων από τη Χεζμπολάχ σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια δείχνει την ανάγκη να περιχαρακώσει τη βάση της, μέσα από μια ιδεολογική και θρησκευτική πειθαρχία που είναι βέβαιο ότι θα γίνεται όλο και πιο αναγκαία σε ένα πλαίσιο ταξικής κρίσης, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Ίσως, αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι σε αυτή την περίπτωση, η τελευταία υπόθεση με το Αλ-Μανάρ (τον τηλεοπτικό σταθμό της Χεζμπολάχ που είχε ζητήσει συγγνώμη από την κυβέρνηση του Μπαχρέιν για την κάλυψη της εκεί επανάστασης, πριν απολύσει στη συνέχεια τον διευθυντή του) μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη της επίδρασης της ταξικής αυτής κρίσης στη γραφειοκρατική πειθαρχία του κόμματος˙ ανέδειξε μια αντίφαση μεταξύ του πολιτικού και του μιντιακού μηχανισμού του κόμματος.

Η εθνικιστική και σταλινική αριστερά δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός ότι οι συνθήκες που γέννησαν επαναστάσεις στην περιοχή είναι οι ίδιες συνθήκες που διέπουν την αντίσταση στην κατοχή και τον ιμπεριαλισμό. Η συνέχιση και η επιτυχία αυτής της αντίστασης δεν εξαρτώνται μόνο από το βαθμό του ενθουσιασμού για τα όπλα˙ είναι επίσης απαραίτητο να δούμε εάν η ένοπλη πλευρά μπορεί να ξεφύγει από εκείνη την ισορροπία συμφερόντων που ελέγχει αυτά τα όπλα και τα καθιστά διαθέσιμα, και εάν μπορεί να ξεφύγει, με όλη την αστική της ευθυγράμμιση, από τις συνεχιζόμενες καταρρεύσεις στις ταξικές δομές των περιφερειακών και αραβικών κοινωνιών.

Το ζήτημα της επανάστασης δίνει στην αντίσταση άλλη μία διάσταση, και θέτει μια ουσιαστική προβληματική για τις τωρινές «περιπτώσεις αντίστασης», όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς: Μπορεί η σιωνιστική οντότητα να καταρρεύσει; Μπορεί η ανάμιξη των ΗΠΑ, της ΕΕ ή της Ρωσίας να σταματήσει χωρίς μια ριζική ρήξη με την αστική δομή που νομιμοποιεί την ξένη παρέμβαση και κυριαρχία; Θα παραιτηθεί η «αραβική» αστική τάξη από τα κοινά της συμφέροντα με την αμερικανική ή την ισραηλινή αστική τάξη, προκειμένου να απελευθερωθεί η Παλαιστίνη; Θα παραιτηθεί το ιρανικό καθεστώς, για παράδειγμα, από την ανάγκη να ενσωματωθεί στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου; Θα παραιτηθεί το συριακό καθεστώς από τις οικονομικές του σχέσεις με τα δυτικά καθεστώτα; Ή, θα παραιτηθούν οι δυνάστες της Συρίας από τις σχέσεις τους με άλλους μεγιστάνες από τη Δύση, την Κίνα ή τη Ρωσία στο όνομα των υψηλών Αραβικών συμφερόντων; Φυσικά, η απάντηση είναι όχι˙ επειδή ζούμε σε μια άκρως συνυφασμένη παγκόσμια οικονομία, ο μύθος της αυτάρκειας δεν είναι παρά ένας μύθος. Όλες οι προσπάθειες αυτάρκειας έχουν δείξει ότι οι υποστηρικτές τους θα ευθυγραμμιστούν, αργά ή γρήγορα, με έναν από τους μεγάλους καπιταλιστικούς πόλους. Δεν πρόκειται για το αποτέλεσμα κάποιου εκφυλισμού των αξιών στους κόλπους της αστικής τάξης˙ είναι μια φυσική συνέπεια της συνύφανσης των συμφερόντων μεταξύ των περιφερειακών και ξένων αστικών τάξεων, ιδιαίτερα όταν οι πρώτες βρίσκονται στη θέση άμυνας υπερασπίζοντας την ηγεμονία τους ενάντια στην άνοδο της ταξικής πάλης. Αυτή η συνύφανση είναι μέρος του παγκόσμιου καπιταλιστικού ιστού μέσα στον οποίο ζούμε και ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση, ακόμη και αν αυτή σαφώς παραπαίει.

Επομένως, δεν μπορούμε παρά να δούμε την απελευθέρωση από τον ιμπεριαλισμό και την κατοχή, ως μέρος της διαδικασίας της κοινωνικής απελευθέρωσης. Υπεισέρχεται στη διαδικασία της ταξικής πάλης, όχι μόνο από τη σφαίρα της οικονομίας, αλλά και από την κοινωνική, ιδεολογική και πολιτιστική προοπτική. Η απελευθέρωση και η χειραφέτηση δεν είναι δύο διακριτές φάσεις σε ένα διαδοχικό πρόγραμμα, αλλά δύο όψεις του ίδιου αγώνα, του αγώνα για την οργάνωση της εργατικής τάξης στην περιοχή σε μια ανεξάρτητη, επαναστατική βάση. Αυτό δεν είναι μόνο απαραίτητο για την ανάπτυξη του καθαρά οικονομικού και συνδικαλιστικού αγώνα, αλλά και ως βήμα προς την επίτευξη της πραγματικής απελευθέρωσης, και της διάρρηξης του συστήματος το οποίο υποθάλπει τον ιμπεριαλισμό και μέσω του οποίου αυτός ελέγχει την περιοχή, του καπιταλιστικού δηλαδή συστήματος που κυβερνά τις ζωές όλων μας.

Η μαζική αντίσταση δεν είναι πλέον το υποθετικό εκείνο ζήτημα που ήταν παλιότερα και που πολλοί απέρριπταν ως άσχετο˙ έχει καταστεί μια ιστορική αναγκαιότητα για την χειραφέτηση των λαών της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο από την κατοχή και τον ιμπεριαλισμό, αλλά και από τη δικτατορία, την καταπίεση, την τυραννία και την εκμετάλλευση. Χωρίς μαζική αντίσταση, η ανθρώπινη σωτηρία θα παραμείνει άπιαστο όνειρο κι όχι ένα πραγματικό σοβαρό σχέδιο εν αναμονή των συνθηκών για την εκπλήρωσή του.

Να είσαι ρεαλιστής σήμερα δεν σημαίνει να εξαρτάσαι από μια δομή που προέκυψε, εδώ και τόσο παλιά, από την καταστροφή των υφιστάμενων αντιστασιακών οργανώσεων,xx αλλά να οικοδομείς δομές ριζικά διαφορετικής ταξικής φύσης από αυτές που χτίστηκαν για τις περασμένες ήττες. Η Χεζμπολάχ τέλειωσε την ισραηλινή κατοχή του νότιου Λιβάνου, αλλά δεν θα μπορέσει, λόγω της ίδιας της αστικής φύσης της, να θέσει τέλος στην «ισραηλινή απειλή» ή στην «ιμπεριαλιστική ηγεμονία». Όσοι λοιπόν θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες πρέπει να απαντήσουν σε αυτό το βασικό ερώτημα: Πώς μπορούμε πράγματι να χειραφετηθούμε από τον ιμπεριαλισμό; Και πώς μπορεί η Παλαιστίνη να είναι πραγματικά ελεύθερη, όχι στη βάση φρούδων ελπίδων που εναποτίθενται σε καθεστώτα τα οποία θα εγκαταλείψουν κάθε σχέδιο που θα έρθει σε σύγκρουση με τα αστικά ηγεμονικά συμφέροντα τους, όπως έχουν κατ' επανάληψη κάνει στο παρελθόν;

Για όλους αυτούς τους λόγους, η υποστήριξη προς τις επαναστάσεις στην περιοχή μας και σε ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι μόνο ηθικό ζήτημα, αλλά και μια ουσιαστικά ρεαλιστική θέση. Διότι μόνο μέσω της επανάστασης είναι δυνατόν να σπάσει η εξάρτηση, οι πελατειακές σχέσεις, η κατοχή, η καταπίεση, η τυραννία και η εκμετάλλευση, όπως και η κουλτούρα που επάγουν. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνει με αυταπάτες στη βάση της ελπίδας ότι κάποιος αστικός μηχανισμός (Αραβικός ή άλλος) θα μπορούσε φέρει ένα καλύτερο αύριο. Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, καθώς η όποια βελτιωμένη κοινωνική κατάσταση θα σκοντάψει στην αστική κυριαρχία και τα αστικά συμφέροντα. Αλλαγή θα γίνει μόνο από τις επαναστατικές μάζες, γιατί αυτό βρίσκεται στον πυρήνα του συμφέροντός τους.

 

Πηγή: «Εθνικισμός, Αντίσταση και Επανάσταση», Παραναγνώστης, 20 Μαρτίου 2016. (μετάφραση από τα αγγλικά).

Στα αραβικά: Μπάσιμ Σιτ, «Αλ-κίαν ούα αλ-μουκάουμα ούα αθ-θάουρα», Αθ-θάρουα αντ-ντά'ιμα, τεύχος 4ο, Ινουάριος 2014

Στα αγγλικά: Bassem Chit, «Nationalism, resistance and revolution», International Sosialist, τεύχος 145, Χειμώνας 2015. Μετάφραση από τα αραβικά στα αγγλικά: Haytham Cero. Ευχαριστίες στους Wassim Wagdy, Anne Alexander και Camilla Royle για τα σχόλιά τους.

 

 

Σημειώσεις

i Ο όρος takfiri αναφέρεται σε ισλαμιστικά κινήματα, όπως το ISIS, που θεωρούν τους μουσουλμάνους αντιπάλους τους αποστάτες, και όχι απλώς πλανημένους.

ii Ο Samah Idriss είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού πολιτικής, τέχνης και πολιτισμού Αλ-Adab, στη Βηρυτό. Γράφει συχνά για το Al-Akhbar και είναι εκ των οργανωτών του Λιβανέζικου κινήματος μποϊκοτάζ και αντι-εξομάλυνσης (των σχέσεων με το Ισραήλ).

1 Στη σελίδα του στο Facebook 4 Δεκεμβρίου 2013

2 Shaoul & Marsden, 2000

iii Η συμφωνία του Taif υπογράφτηκε το 1989 για να βάλει τέλος στον Λιβανέζικο εμφύλιο πόλεμο

3 Noor, 2013

iv Ο As’ad AbuKhalil είναι καθηγητής της πολιτικής επιστήμης στο κρατικό πανεπιστήμιο Stanislaus στην Καλιφόρνια και γράφει στο blog Angry Arab

v Ο Walid Jumblatt είναι ο ηγέτης του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τα περισσότερα από τα μέλη του οποίου προέρχονται από την κοινότητα των Δρούζων του Λιβάνου.

4 AbuKhalil, 2013

5 Nasrallah, 2013a

6 Nasrallah, 2013b

vi Το Εθνικό Κίνημα του Λιβάνου είχε ηγέτη τον Kamal Jumblatt του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (πατέρα του Walid Jumblatt) και συνένωσε την εθνικιστική και τη σταλινική αριστερά σε μια συμμαχία ενάντια στην κυβέρνηση του Λιβάνου στα πρώτα στάδια του λιβανικού εμφυλίου πολέμου στη δεκαετία του 1970.

7 Βλέπε το άρθρο Philip Marfleet για αυτό το θέμα.

8 Από την ιστοσελίδα του Αιγυπτιακού Κομμουνιστικού Κόμματος cp-egypt.com [ΣτΜ: Η Ιστοσελίδα cp-egypt.com στην οποία παραπέμπει και η wikipedia φαίνεται πως έχει εγκαταλειφθεί από το ΚΚ Αιγύπτου.]

vii Ο Nahed Hattar είναι ιορδανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, τακτικός συνεργάτης της λιβανέζικης εφημερίδας Al-Akhbar.

ΣτΜ: Hazem Saghieh δημοσιογράφος στην λιβανέζικη εφημερίδα Assafir από το 1974 μέχρι το 1988 οπότε μετακινήθηκε στο Λονδίνο και στην Al-Hayat. Συγγραφέας πολλών βιβλίων για την αραβική πολιτική και την πολιτική κουλτούρα. Διευθύνει το εβδομαδιαίο πολιτικό ένθετο της Al-Hayat.

9 Hattar, 2013

viii Khalid Hadadi, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου.

ix Το περιοδικό του Λιβανέζικου ΚΚ

10 Hadadi, 2013

11 Amel, 1980

x Ο Mahdi Amel ήταν Λιβανέζος μαρξιστής θεωρητικός και πανεπιστημιακός. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου, διατύπωσε μια μαρξιστική κριτική της αραβικής εθνικιστικής σκέψης και της Αραβικής αστικής κουλτούρας γενικότερα. Δολοφονήθηκε από ενόπλους, που πιστεύεται ότι συνδέονται με την Χεζμπολάχ, στη Βηρυτό στις 18 Μαΐου 1987.

12 Amel, 1980

13 Engels, 1890b. Δείτε επίσης Engels, 1890a και 1890γ και Engels, 1893

xi Ο νότιος Λίβανος και τα νότια προάστια της Βηρυτού έχουν σε μεγάλο βαθμό σιίτικο πληθυσμού και ήταν ιστορικά σχετικά φτωχές περιοχές και πολιτικά περιθωριοποιημένες σε σύγκριση με άλλες περιοχές της χώρας.

xii Η σιιτική γιορτή της «Ashoura» τιμά το μαρτύριο του Χουσεΐν, εγγονού του Προφήτη Μωάμεθ, σε μάχη κοντά στην Καρμπάλα το 680 μΧ.

xiii Στην περιοχή Dahiyeh έχει το αρχηγείο της η Χεζμπολάχ.

xiv Το κίνημα των φαλαγγιτών ήταν μια σεκταριστική πολιτοφυλακή εμπνευσμένη από τα Ευρωπαϊκά φασιστικά κινήματα και ιδρύθηκε από τον Pierre Gemayel το 1936. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο λιβανικό Εμφύλιο Πόλεμο και πραγματοποίησε τη σφαγή των Παλαιστινίων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα το 1982

xv Βουνά στη Συρία, όπου πολεμά η Χεζμπολάχ, κοντά στα σύνορα με το Λίβανο.

xvi Ένας δυσφημιστικός όνομα για τους υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία (ISIS), γνωστού επίσης και από το αραβικό ακρωνύμιο Da'ash.

xvii Δηλαδή η Χεζμπολάχ δεν θα επιδοτεί τις βασικές ανάγκες διατροφής.

xviii Η Συντονιστική Επιτροπή έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση των τελευταίων απεργιών του δημόσιου τομέα στο Λίβανο.

14 Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη κατάδυση της Χεζμπολάχ στο σεχταρισμό, δείτε Assaf, 2013.

xix Aναφορά στο τζαμί Sayyidah Zeynab στη Δαμασκό, υποτιθέμενο τόπο ταφή της εγγονής του προφήτη Μωάμεθ Zeynab, που θεωρείται ιερό τέμενος στη σιιτική παράδοση. Φρουρείται από τους μαχητές της Χεζμπολάχ, καθώς και διάφορες ιρακινές σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες από την αρχή του πολέμου στη Συρία.

xx Το Μέτωπο Εθνικής Αντίστασης του Λιβάνου (LNRF) που συνέστησαν κυρίως το ΚΚ του Λιβάνου και Παλαιστίνιοι μαχητές, εμφανίστηκε το 1982 μετά την ισραηλινή εισβολή. Διεξήγαγε αντάρτικες επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ και του SLA (του στρατού του Νοτίου Λιβάνου, που είχε συμμαχήσει με το Ισραήλ), αλλά χτυπήθηκε από δολοφονίες αριστερών αγωνιστών στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1980, οι οποίες αποδόθηκαν στην Χεζμπολάχ και σε άλλα ισλαμιστικά κινήματα. Η Χεζμπολάχ αναδείχθηκε ως η κυρίαρχη παράταξη αντίστασης μετά την παρακμή του LNRF στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

 

 

Παραπομπές

AbuKhalil, As'ad, 2013, «Έκκληση για Επάνοδο στον Λιβανικό Εμφύλιο Πόλεμο», Al - Ακμπάρ (16 Νοεμβρίου).

Amel, Mahdi, 1980, «Θεωρητικές Εισαγωγές στη Μελέτη της Επίδρασης της Σοσιαλιστικής Σκέψης στα Εθνικοαπελευθερωτικά Κινήματα» (Dar-al-Farabi).

Assaf, Simon, 2013, «Η Θρησκευτική Στροφή της Χεζμπολάχ», Socialist Review (Ιούλιος / Αύγουστος).

Engels, Friedrich, 1890a, «Επιστολή προς Conrad Schmidt της 5ης Αυγούστου», marxists.org.

Engels, Friedrich, 1890b, «Επιστολή προς τον Josip Bloch της 21ης Σεπτεμβρίου»,

Engels, Friedrich, 1890c, «Επιστολή προς Conrad Schmidt της 27ης Οκτωβρίου», marxists.org

Engels, Friedrich, 1893, «Επιστολή προς Franz Mehring της 14ης Ιουλίου». marxists.org

Hadadi, Khalid, 2013, «Η ιρανικό-Δυτική συμφωνία ... η αρχή των «πολέμων διαπραγμάτευσης;», περιοδικό Nida'a, τεύχος 226 (Δεκέμβριος).

Hattar, Nahed, 2013, «Ο Οριενταλισμός ... όπως τον βλέπει ένας Φιλελεύθερος του Nusra Front!», Al - Ακμπάρ (19 Νοεμβρίου).

Nasrallah, Hassan, 2013a, «Οι Φίλοι της Συρίας δεν θα την αφήσουν να πέσει», Al - Ακμπάρ (1η Μάη).

Nasrallah, Hassan, 2013b, «Θα είμαστε εκεί όπου πρέπει και θα είμαστε οι τελευταίοι από τους παρεμβαίνοντες στη Συρία», Al-Akhbar (25 Ιουνίου).

Ahmad Noor, το 2013, «Αίγυπτος: Ημερολόγια μιας Επανάστασης», Διαρκής Επανάσταση, τεύχος 3 (Μάρτιος), 

Shaoul, Jean and Chris Marsden, 2000, «Η Πικρή κληρονομιά του Χαφέζ Αλ-Άσαντ της Συρίας», World Socialist Web Site (16 Ιουνίου).

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 16:39