Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2017 14:37

Ο εύθραυστος βοναπαρτισμός της Τουρκίας

 

Εισαγωγή του e la libertà

Το άρθρο των Φώτη Μπενλισόι και Μπαρίς Γιλντιρίμ γράφτηκε λίγες μέρες πριν την έγκριση από το τουρκικό κοινοβούλιο του νομοσχεδίου για τη συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία η Τουρκία μετατρέπεται σε προεδρική δημοκρατία με υπεραυξημένες τις εξουσίες του προέδρου της δημοκρατίας. Το άρθρο που μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε αποτελεί ένα υπόδειγμα μαρξιστικής ανάλυσης για την κατάσταση στην Τουρκία και τον χαρακτήρα της συνταγματικής μεταρρύθμισης, η αξία του οποίου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν συγκριθεί με τον όγκο της αριστερής αρθρογραφίας για την Τουρκία. Αποτελεί μάλιστα ιδιαίτερα παραγωγική συνεισφορά στη μαρξιστική συζήτηση η αξιοποίηση της έννοιας του Βοναπαρτισμού για την κατανόηση των αλλαγών που συντελούνται στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας στην Τουρκία, με βάση κοινωνικές συγκρούσεις και αδιέξοδα.

Εντούτοις θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα σημείο του άρθρου, για το οποίο υπάρχει κάποια ένσταση. Οι δύο συγγραφείς αποφαίνονται (αξιοποιώντας την ανάλυση του Γκράμσι για τον Καισαρισμό) ότι: «ο βοναπαρτισμός στην Τουρκία δεν προκύπτει από σύγκρουση μεταξύ των κυρίαρχων και των υποτελών τάξεων», αλλά από την «έντονη πολιτική διαίρεση της “κυρίαρχης δύναμης” σε αντίπαλα στρατόπεδα» και από την «αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να σταματήσει τη διάλυση του κράτους και τον κατακερματισμό της αστικής τάξης». Οι συγγραφείς, χωρίς να υποτιμάνε τη σημασία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων στην Τουρκία, δεν τους θεωρούν ωστόσο παράγοντα που συμβάλει στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων εμφάνισης του φαινομένου του Βοναπαρτισμού.

Όμως σύμφωνα με τα δύο πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα Βοναπαρτισμού (Ναπολέοντας Ι και Ναπολέοντας ΙΙΙ) και την ανάλυσή τους από τους Μαρξ, Ένγκελς, Τρότσκι, οι προϋποθέσεις εμφάνισης του Βοναπαρτισμού διαμορφώνονται, όταν ένα μαζικό κίνημα, αν και έχει ηττηθεί (πολιτικά ή κατασταλτικά), έχει εντούτοις πλήξει την ικανότητα της αστικής τάξης να κυβερνά όπως πριν, με κοινοβουλευτικά μέσα διακυβέρνησης. Το κοινοβουλευτικό σύστημα καθίσταται ακατάλληλο για να λειτουργήσει ως πεδίο αναδιοργάνωσης της ηγεμονίας της αστικής τάξης, δηλαδή να ενοποιήσει την αστική τάξη γύρω από ένα εναλλακτικό αστικό πολιτικό σχέδιο, πίσω από το οποίο θα στοιχηθούν τελικά και τμήματα των υποτελών τάξεων (ακόμα και με την ενσωμάτωση κάποιων διεκδικήσεών τους). Έτσι όμως η αστική τάξη δεν έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει την ήττα του μαζικού κινήματος σε μία συντριβή του, στον βαθμό που θα απαιτούνταν για να σταθεροποιηθούν οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες κανένα αστικό κόμμα δεν μπορεί να ενοποιήσει την αστική τάξη γύρω από το δικό του πολιτικό πρόγραμμα, επειδή, πρώτα και κύρια, κανένα αστικό κόμμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση κρίσιμων (αριθμητικά ή/και κοινωνικά) τμημάτων των υποτελών τάξεων γύρω απ’ αυτό το πρόγραμμα.

Αυτό λοιπόν που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέβη στην Τουρκία, είναι ότι το κίνημα (από το Γκεζί, μέχρι τους εργατικούς αγώνες, τους αγώνες του γυναικείου κινήματος, την εξέγερση της κουρδικής νεολαίας, αλλά και την εκλογική επιτυχία του HDP) έχει διογκώσει τις προϋπάρχουσες αντιθέσεις μέσα στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, και έτσι διαμορφώθηκαν οι συνθήκες μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, μέσα στην οποία η αστική τάξη δεν μπορεί να αξιοποιήσει τα κοινοβουλευτικά της μέσα (δηλαδή πρώτα και κύρια τα κόμματα εξουσίας αλλά και το ίδιο το κοινοβούλιο κτλ) και τους μηχανισμούς του αστικού κράτους για να βγει από την κρίση, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση των κοινωνικών στρωμάτων που είναι δυσαρεστημένα από την αστική πολιτική. Αντίθετα, οι κοινωνικές δυσαρέσκειες εισχώρησαν στο κοινοβουλευτικό πεδίο με την μορφή της εκλογικής επιτυχίας της αριστεράς, η οποία επιτυχία δημιούργησε πραγματικό πρόβλημα άσκησης ομαλής κοινοβουλευτικής λειτουργίας για την αστική τάξη. Ταυτόχρονα φυσικά, όπως σωστά επισημαίνουν οι δύο συγγραφείς του άρθρου, οι αντιστάσεις των από κάτω, δεν μπορούν να μετατραπούν (ή δεν έχουν ακόμα μετατραπεί) σε ένα μαζικό κίνημα το οποίο μετατοπίζοντας ριζικά τον ταξικό συσχετισμό, θα δημιουργούσε συνθήκες διεξόδου από την κρίση υπέρ των δικών τους ταξικών συμφερόντων.

e la libertà

Φώτης Μπενλισόι, Μπαρίς Γιλντιρίμ

Ο εύθραυστος βοναπαρτισμός της Τουρκίας

Η Τουρκία μπορεί να διεξάγει δημοψήφισμα για τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό προεδρικό σύστημα, το συντομότερο στα τέλη Μαρτίου. Ωστόσο, η βοναπαρτιστική στροφή του Ερντογάν δεν προαναγγέλλει σταθερότητα για την άρχουσα τάξη, ούτε μια λύση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού.

Ο ισχυρισμός ότι η γενική εικόνα του σύγχρονου κόσμου μοιάζει με αυτή της δεκαετίας του 1930 έχει γίνει σχεδόν ένα κλισέ. Μια σοβαρή οικονομική ύφεση άγνωστη ύστερα από εκείνη την περίοδο την έχει επίσης ακολουθήσει ένα κύμα εξεγέρσεων (2011-14), οι οποίες, προς το παρόν, φαίνονται να έχουν ηττηθεί, καθώς βλέπουμε μια απότομη στροφή προς τα δεξιά μεταξύ των εργαζόμενων μαζών. Η σημερινή κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι κυκλική, αλλά μάλλον «οργανικού» χαρακτήρα, καθώς ούτε το νεοφιλελεύθερο σύστημα δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί, αλλά ούτε η εργατική τάξη είναι ικανή να αναλάβει την πρωτοβουλία να το ανατρέψει. Όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο μια σοβαρή κρίση ηγεμονίας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Καθώς τα κεντροδεξιά ή τα κεντροαριστερά κόμματα, οι «αληθινοί» εκπρόσωποι της αστικής τάξης, χάνουν γρήγορα την υποστήριξή τους μεταξύ των μαζών λόγω της επιμονής τους στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, βλέπουμε την άνοδο των ακροδεξιών λαϊκιστικών, αυταρχικών κομμάτων με ένα αντιμεταναστευτικό, ρατσιστικό και μισογυνικό λόγο. Περιττό να πούμε ότι, η τάση αυτή κορυφώθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, και είναι πιθανό παρόμοιοι ακροδεξιοί να ανέλθουν στην εξουσία στη Γαλλία, την Ολλανδία ή σε άλλες χώρες μέσα στους επόμενους μήνες. Παράλληλα με αυτή την παγκόσμια τάση, η Τουρκία βρίσκεται σε μια αυταρχική εκτροπή που χαρακτηρίζεται από όξυνση της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.

Κάποιος μπορεί να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει την εύκολη διέξοδο, περιγράφοντας την τουρκική περίπτωση απλώς ως μια «ανελεύθερη δημοκρατία» ή ένα είδος «σουλτανισμνού». Ωστόσο, ο αυταρχισμός στην Τουρκία είναι άμεσα συνδεδεμένος με την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός είχε εισέλθει σε μια κρίση στις χώρες της περιφέρειας ή της ημιπεριφέρειας, όπως η Τουρκία, στη δεκαετία του 1990, πολύ πριν συμβεί στον πυρήνα των ιμπεριαλιστικών χωρών: Την ώρα που τα κόμματα του κέντρου έβλεπαν την υποστήριξή τους να διαβρώνεται γρήγορα, ένα «ροζ κύμα» εξαπλώθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, ενώ η Τουρκία και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν υπό την κυριαρχία ακροδεξιών λαϊκιστών ισχυρών ανδρών. Η κρίση ηγεμονίας στην Τουρκία προέκυψε κυρίως από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποξένωσαν τις εργαζόμενες μάζες από το καθεστώς, από τον ανταγωνισμό μεταξύ της μεγάλης αστικής τάξης και της ισλαμιστικής αστικής τάξης, και από την ισχυρή κουρδική εξέγερση στη δεκαετία του 1990· και επιδεινώθηκε από μια σοβαρή οικονομική κατάρρευση το 2001. Αμέσως μετά, το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) παρουσιάστηκε ως η μόνη δύναμη που ήταν ικανή να υπερβεί το αδιέξοδο.

Οι πόλεμοι του Πολιτισμού

Με την απουσία μιας εναλλακτικής στα αριστερά, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν κατάφερε να κατευθύνει την κοινωνική δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε από την κρίση του 2001. Αυτός ο λαϊκισμός διαμόρφωσε την πολιτική σκηνή, επενδύοντας στο φανταστικό πολιτιστικό χάσμα ανάμεσα σε ένα «μη εθνικό», ελιτίστικο σύστημα που περιφρονεί δήθεν τις «αυθεντικές» εθνικές αξίες, και την «καρδιά του έθνους». Παρ' ότι ήταν στην εξουσία, το ΑΚΡ μπορούσε να ισχυριστεί ότι πολεμούσε ενάντια στην ελιτίστικη κηδεμονία της γραφειοκρατίας και των στρατιωτικών που παρεμπόδιζαν η πρόοδο της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτό, το AKP κατάφερε να εξαπλώσει την ηγεμονία του πάνω από τις ευρύτερες μάζες και να προσελκύσει τα εν δυνάμει αντιφρονούντα στοιχεία. Χρησιμοποίησε μια ρητορική «πλουραλιστικής δημοκρατίας» που συμπεριέλαβε διάφορα λαϊκά αιτήματα σε διαστρεβλωμένη μορφή, και παρουσιάστηκε ως ο πραγματικός εκπρόσωπος του έθνους, το οποίο ιστορικά ερμηνεύτηκε από τον τουρκικό συντηρητικό εθνικισμό ως μια συνεκτική κοινότητα χωρίς τάξεις και διακρίσεις.

Ως εκ τούτου, αν και στην πραγματικότητα ώθησε τα κατώτερα στρώματα εκτός πολιτικής σκηνής, μέσα από τις «μεταρρυθμίσεις της αγοράς», το ΑΚΡ μπορούσε να ισχυριστεί ότι κέρδισε μέσα από μια διαδικασία «εκδημοκρατισμού». Ενώ υποχρέωσε τις ευρύτερες μάζες να επιλέξουν τη μια πλευρά στην υποτιθέμενη πάλη μεταξύ της «γιακοβίνικης, κεμαλικής ελίτ» και του «θεοφοβούμενου έθνους», το ΑΚΡ εξασθένησε την εργατική τάξη, και αποπολιτικοποίησε τους ταξικούς ανταγωνισμούς καλύπτοντάς τους κάτω από αυτό το κουλτουραλιστικό πέπλο. Φυσικά, ένα σημαντικό συστατικό αυτού του λαϊκισμού ήταν η μάλλον υλιστική υπόσχεση ότι «εμείς, ο ευσεβής λαός» θα αντικαταστήσουμε την παλιά ελίτ.

Η συρρικνούμενη ηγεμονία

Στην αρχή της δεκαετίας του 2010, ωστόσο, αυτός ο ηγεμονικός λόγος αντιμετώπισε μια σοβαρή πρόκληση: Το μπλοκ εξουσίας άρχισε να σπάει (με τελικό αποκορύφωμα το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016), η προσπάθειά του ΑΚΡ να ενεργεί αυτόνομα στην εξωτερική πολιτική (ιδίως στη Συρία) οδήγησε στην κατάρρευση των διεθνών συμμαχιών του, η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδείνωσε τη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης, και φυσικά ξέσπασε η εξέγερση του Γκεζί - όλα αυτά αποκάλυψαν ότι η στρατηγική του αντισυστημικού, λαϊκιστικού λόγου του ΑΚΡ, είχε φτάσει στα όριά της. Η συρρίκνωση της ηγεμονικής ικανότητας του ΑΚΡ και οι ρωγμές που εμφανίστηκαν στις συμμαχίες του, υποχρέωσαν το κόμμα να ενισχύσει τον πυρήνα της κοινωνικής εκλογικής του περιφέρειας. Η παγίωση αυτής της βάσης γύρω από τη μορφή του Ερντογάν και του μύθου της «Νέας Τουρκίας», ήταν δυνατή μόνο μέσα από τη συνεχή πόλωση της κοινωνίας από τη μία πλευρά, και την αύξηση της προσφυγής στην ωμή βία, από την άλλη.

Η προσπάθεια του ΑΚΡ να παγιώσει τον πυρήνα της κοινωνικής του βάσης ήταν βασικά μια αμυντική κίνηση. Για το σκοπό αυτό, το κόμμα αναζωπύρωσε τους φόβους αυτών των κοινωνικών ομάδων, μέσω ενός ιδιαίτερα φοβικού λόγου. Έκανε εκτεταμένη χρήση δοκιμασμένων και σίγουρων κλισέ όπως ότι «η πίστη και η πατρίδα βρίσκονται σε κίνδυνο», τα οποία ιστορικά αποτελούν αντανάκλαση της εύθραυστης αυτοπεποίθησης του τουρκικού εθνικισμού. Ως εκ τούτου, το AKP μετατόπισε το επίκεντρο της συζήτησης από τη «δημοκρατική επανάσταση» στον «δεύτερο Τουρκικό Πόλεμο Απελευθέρωσης». Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της αμυντικής κίνησης ήταν ο μύθος του «εθνικού και αυθεντικού» ηγέτη ο οποίος στάθηκε με γενναιότητα απέναντι σε μια συνωμοσία που σφυρηλατήθηκε από ξένες δυνάμεις και από «λόμπι».

Οικοδομώντας το καθεστώς μέσω του πολέμου

Ωστόσο, γρήγορα έγινε σαφές ότι η καθαρή άμυνα δεν αρκούσε και Ερντογάν και το ΑΚΡ κατέφυγαν στον πόλεμο. Η συνέχιση του πολέμου, εντός και εκτός Τουρκίας, ήταν το κλειδί για την μετατροπή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε κανόνα, και τη δημιουργία μιας νέας «κανονικότητας». Το ΑΚΡ ξεπέρασε τη σοβαρότερη κρίση στην ιστορία του, η οποία προκλήθηκε από τις εκλογές του Ιουνίου 2015, μέσω του πολέμου. Ο πόλεμος έγινε ένας μοχλός για την οικοδόμηση του καθεστώτος, καθώς το καθεστώς του κυρίαρχου κόμματος/ισχυρού ανδρός ενισχύθηκε οδηγώντας στα άκρα τη λογική του «φίλος ή εχθρός». Το ΑΚΡ άδραξε την ευκαιρία να αναδιαρθρώσει τις συμμαχίες στο εσωτερικό του κράτους προς όφελός του, και να αναδιοργανώσει την κοινωνία μέσα από μια σοβαρή πολιτική πόλωση. Έκανε μια απότομη στροφή προς τις πολιτικές ασφάλειας (για να το θέσω ήπια) στο κουρδικό ζήτημα· στο συριακό μέτωπο, μετατόπισε αμέσως το κέντρο του ενδιαφέροντός του από την αλλαγή του καθεστώτος, στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

Αυτοί οι ελιγμοί προκλήθηκαν επίσης από την επιθυμία να κερδίσει νέους συμμάχους, όπως τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, εξέχουσες προσωπικότητες του τουρκικού «βαθιού κράτους», ή υπερ-εθνικιστές ηγέτες, όπως τον Μπαχτσελί και τον Περιντσέκ. Ως εκ τούτου, το καθεστώς άρχισε να μετατοπίζεται γρήγορα προς το μοντέλο ενός κατασταλτικού «κυρίαρχου κόμματος» με κέντρο έναν ισχυρό άνδρα, και βασισμένου σε μια «σταθερή αστάθεια» που δημιουργείται μέσω του συνεχούς πολέμου. Ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι ο Ναπολέων ΙΙΙ σφετερίστηκε την ταξική πάλη με τη διεξαγωγή τακτικών πολέμων στο εξωτερικό. Αντίστοιχα, ο Ερντογάν αρχικά διαστρέβλωσε την ταξική πάλη μέσα από τους «πολέμους του πολιτισμού», και στη συνέχεια επέλεξε να ενισχύσει την εξουσία του μέσω των στρατιωτικών πολέμων.

Ως εκ τούτου, το κράτος του Ερντογάν κατέληξε να μοιάζει με ένα βοναπαρτιστικό καθεστώς, το οποίο ορίζεται από τον Τρότσκι ως «μια κυβέρνηση του ξίφους ως κριτής-διαιτητής του έθνους.»1 Επειδή η αρχιτεκτονική του κράτους είχε γίνει πολύ εύθραυστη, λόγω του ξηλώματος των εθνικών και διεθνών συμμαχιών που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν την κυριαρχία του ΑΚΡ, ο μόνος τρόπος για να αντισταθμιστεί αυτή η αδυναμία ήταν η δικτατορική εξουσία. Όπως υποστήριξε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αν αυτή προήλθε από πόλεμο, επανάσταση ή άλλες καταστροφές, αυτός που διοικεί προορίζεται να ασκήσει άμεση δικτατορική εξουσία.»2 Αυτό που δημιούργησε την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην τουρκική περίπτωση ήταν οι εσωτερικές διαμάχες εντός των κρατικών θεσμών και ο κατακερματισμός της κυρίαρχης τάξης.

Στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς ο όρος βοναπαρτισμός αναφέρεται σε ένα καθεστώς στο οποίο η εκτελεστική εξουσία του κράτους, υπό την κυριαρχία του ενός ατόμου, ασκεί δικτατορική εξουσία πάνω απ’ όλα τα άλλα τμήματα του κράτους, και πάνω από την κοινωνία. Η ένταση της ταξικής πάλης σε μια κοινωνία έχει οδηγήσει στην εξάντληση των αντιτιθέμενων τάξεων, σε ένα σημείο αδιεξόδου όπου ούτε η αστική τάξη μπορεί να κυβερνά όπως και πριν, ούτε η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία: Το αποτέλεσμα είναι ότι το κράτος γίνεται αυτόνομο, και γενικά μέσα από την ανάδειξη μιας ισχυρής πολιτικής μορφής (κάποιου Βοναπάρτη), δίνει μια λύση στη σύγκρουση, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της αστικής κυριαρχίας. Ο βοναπαρτισμός αποτελεί έτσι μια ακραία εκδήλωση αυτού που, στα πιο πρόσφατα μαρξιστικά γραπτά για το κράτος (π.χ. Πουλαντζάς), έχει χαρακτηριστεί «σχετική αυτονομία» του κράτους.

Ο βοναπαρτισμός κατά κύριο λόγο θεωρείται το προϊόν μιας κατάστασης όπου η άρχουσα τάξη δεν είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει την εξουσία της με συνταγματικά και κοινοβουλευτικά μέσα· αλλά ούτε και η εργατική τάξη δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τη δικιά της ηγεμονία. Ωστόσο, στην Τουρκία η βοναπαρτιστική στιγμή δεν είναι αναγώγιμη σε μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων θεμελιωδών τάξεων. Μάλλον είναι το αποτέλεσμα των εσωτερικών διασπάσεων του «κόμματος της τάξης» και της συνακόλουθης αδυναμίας της άρχουσας τάξης και της ευπάθειας του κρατικού μηχανισμού. Ήδη από το 1866, ο Ένγκελς, σε μια επιστολή του σχετικά με την πρωσική συνταγματική μεταρρύθμιση, υπογράμμισε την τάση μιας αδύναμης αστικής τάξης να επιλέξει το δρόμο του βοναπαρτισμού, αναφέροντας ότι «ο βοναπαρτισμός είναι η αληθινή θρησκεία της νεώτερης αστικής τάξης. Όλο και καθαρότερα αντιλαμβάνομαι ότι η αστική τάξη δεν διαθέτει τη στόφα για να κυβερνήσει απ’ ευθείας, και κατά συνέπεια, εκεί όπου δεν υπάρχει μια ολιγαρχία, όπως εδώ στην Αγγλία, που να μπορεί, αν θα έχει μια καλή αμοιβή, να αναλάβει τη διεύθυνση του Κράτους και της κοινωνίας για όφελος της αστικής τάξης, εκεί μια βοναπαρτιστική μισοδικτατορία είναι η κανονική μορφή»3.

Μια πρόκληση από τους καταπιεσμένους;

Ο βοναπαρτισμός στην Τουρκία δεν προκύπτει από σύγκρουση μεταξύ των κυρίαρχων και των υποτελών τάξεων. Η εξέγερση του Γκεζί το 2013, οι μαζικές απεργίες που έπληξαν τη βιομηχανία μετάλλου το 2015, και το ξέσπασμα του κουρδικού κινήματος με αποκορύφωμα τις εκλογές του Ιουνίου του 2015 αποτέλεσαν σημαντικές προκλήσεις για το καθεστώς. Ωστόσο, δεν ήταν αυτό που ανάγκασε την κυρίαρχη τάξη να εγκαταλείψει την «κανονική» κοινοβουλευτική εξουσία. Ο κύριος λόγος που προκάλεσε την ανάπτυξη της αυτόνομης, ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν η αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να σταματήσει τη διάλυση του κράτους και τον κατακερματισμό της αστικής τάξης.

Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Γκράμσι, ο «Καισαρισμός» εμφανίζεται όταν οι δύο αντιτιθέμενες θεμελιώδεις τάξεις ισορροπούν μεταξύ τους και δυνητικά απειλούνται με αμοιβαία καταστροφή, ο ίδιος επισημαίνει, όπως και ο Ένγκελς, ένα άλλο ενδεχόμενο κατά το οποίο ο Καισαρισμός «μπορεί να προκύψει από μια ‘‘στιγμιαία’’ πολιτική ανεπάρκεια της παραδοσιακής κυρίαρχης δύναμης». Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη και ο Καισαρισμός του Ναπολέοντα ΙΙΙ ήταν αποτέλεσμα όχι της δύναμης της «αντιπάλης προοδευτικής δύναμης» -των καταπιεσμένων τάξεων- να αλλάξει την υπάρχουσα κοινωνική τάξη, αλλά μάλλον της έντονης πολιτικής διαίρεσης της «κυρίαρχης δύναμης» στη Γαλλία σε αντίπαλα στρατόπεδα («νομιμόφρονες, ορλεανιστές, βοναπαρτιστές, γιακωβίνους-δημοκρατικούς»).4

Αυτή είναι σίγουρα η περίπτωση της Τουρκίας. Η συνταγματική τροποποίηση που σύντομα θα έρθει στο τουρκικό κοινοβούλιο, με το μανδύα ενός προεδρικού συστήματος, παρέχει ένα νομικό πέπλο σ’ αυτή τη de facto «βοναπαρτιστική ημι-δικτατορία». Ωστόσο, αυτή η συγκέντρωση της εξουσίας δεν είναι ένα σημάδι δύναμης, αλλά μάλλον δείχνει ότι το καθεστώς αδυνατεί να ελέγξει τη διαμάχη μεταξύ των αντίπαλων αστικών τμημάτων και τομέων, με τα «κανονικά» κοινοβουλευτικά μέσα.

Προς ένα αποτυχημένο κράτος

Αυτός ο υποκινούμενος απ’ τον πόλεμο βοναπαρτισμός αποτυγχάνει να αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα εξαιτίας α) των συνεχιζόμενων ιδεολογικών και των κλασματικών διαιρέσεων στο εσωτερικό του μηχανισμού ασφάλειας, παρά την εκτενή εκκαθάριση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλη του 2016, β) του γεγονότος ότι οι νέες συμμαχίες του Ερντογάν στο κράτος και την κοινωνία είναι ήδη γεμάτες με ανταγωνισμούς που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια απότομη ρήξη, γ) της πόλωσης σε ολόκληρη την κοινωνία, δ) της επιδείνωσης των συγκρούσεων στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης (και επομένως μέσα στο ΑΚΡ) από την ανεξέλεγκτη οικονομική κρίση και, ε) της κρίσης ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Στο εσωτερικό μέτωπο, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» του Ερντογάν δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να επιδεινώνει τους υπάρχοντες «κινδύνους ασφαλείας», και να εκθέτει ακόμα περισσότερο την Τουρκία εντείνοντας τον διεθνή γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Η κυβέρνηση απλώς αποτυγχάνει να αποκαταστήσει μια νέα ισορροπία δυνάμεων. Για παράδειγμα, οι προαναφερθέντες «πόλεμοι του πολιτισμού» και η ισλαμοποίηση, που για το ΑΚΡ είναι απαραίτητα μέσα για να παγιώσει τη βάση του, ωθούν την κοινωνική πόλωση σε ένα επίπεδο όπου δεν είναι πλέον διαχειρίσιμη, εισάγουν την ισλαμιστική βία στην καρδιά του κράτους («Πακιστανοποίηση») και ωθούν την κυβέρνηση στα πρόθυρα της ρήξης με τους συμμάχους της εντός του κράτους ή στη διεθνή σκηνή.

Στη διεθνή σκηνή, η στροφή 180 μοιρών της Τουρκίας στην συριακή πολιτική και η προσέγγιση με τη Ρωσία και το Ιράν έχουν οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της έντασης με τις ΗΠΑ, που αποκρυσταλλώνεται στις αντιπαραθέσεις σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας, ή το αίτημα να επιστρέψουν οι ΗΠΑ τον Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά διατυπώνουν θεωρίες συνωμοσίας για το πώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την Τουρκία υποστηρίζοντας την τρομοκρατία. Αυτό οδηγεί σε αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των στρατοπέδων των λεγόμενων φιλοΝΑΤΟϊκών και αυτών που είναι «υπέρ της Ευρασίας» στο εσωτερικό του κράτους, ακόμη και στους κόλπους του ΑΚΡ. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αντανακλάται στη δομή του τουρκικού κράτους.

Η οικονομική κατάσταση είναι επίσης δραματική: Καθώς το χρηματιστικό κεφάλαιο εγκαταλείπει τις περιφερειακές χώρες καταφεύγοντας στις χώρες του κέντρου, η οικονομική κρίση βαθαίνει στην Τουρκία. Μετά τη νίκη του Τραμπ, το τουρκικό νόμισμα υποτιμήθηκε απότομα, όπως συνέβη και στο Μεξικό και σε άλλες παρόμοιες χώρες. Η πιστωτική επέκταση έφτασε σε ένα οδυνηρό αδιέξοδο, η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να συρρικνώνεται, και κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016, παρατηρήθηκε η πρώτη αρνητική ανάπτυξή στην Τουρκία από το 2009. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της έντασης στο εσωτερικό της κυβέρνησης, μεταξύ μιας νεοφιλελεύθερης ομάδας που κάνει κήρυγμα για αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς και μια πιο νεομερκαντιλιστική / αναπτυξιόλαγνα ομάδα που υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση σε πιστώσεις, να επενδύσει περισσότερο στον τομέα των κατασκευών και των υποδομών, να ενισχύσει την εγχώρια αγορά και να προχωρήσει σε μη ευρωπαϊκές αγορές. Αυτός ο αγώνας στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος είναι, φυσικά, στενά συνδεδεμένος με την πάλη μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών φατριών.

Εν συντομία, ο βοναπαρτιστικός προσανατολισμός, ο οποίος υποτίθεται ότι θα φέρει την αναδιάρθρωση και, συνεπώς, τη σταθεροποίηση του μπλοκ εξουσίας, παραδόξως επιταχύνει τη διάλυση της θεσμικής αρχιτεκτονικής του κράτους. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, και η πολιτική αστάθεια κάνουν τη γραφειοκρατική αναδιοργάνωση του μπλοκ εξουσίας εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη. Οι αιματηρές επιθέσεις και οι εκρήξεις που συμβαίνουν κάθε δεύτερη εβδομάδα, η δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή, η σφαγή σε ένα νυχτερινό κέντρο την 1η Ιανουαρίου, όλα συνδυάζονται για να ζωγραφίσουν την εικόνα ενός βαθιά κατακερματισμένου και σχεδόν «αποτυχημένου κράτους».

Η οπτική από τα κάτω

Για να το θέσουμε απλά, σε περιόδους κρίσης, όταν η βία και η αστάθεια επικρατούν, οι άνθρωποι φωνάζουν για ένα «ισχυρό άνδρα» που θα διαχειριστεί τα προβλήματα. Τι γίνεται όμως αν η βία και η αστάθεια δημιουργούν μια σχεδόν χαοτική κατάσταση σε μια χώρα που βρίσκεται ήδη υπό τον έλεγχο ενός ισχυρού άνδρα; Στη σημερινή βοναπαρτιστική στιγμή της Τουρκίας, ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως σωτήρας επάνω σε λευκό πολεμικό άλογο. Αλλά ο Ερντογάν θα πρέπει πραγματικά να αρθεί πάνω από τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και τις φατρίες μέσα στο κράτος για να γίνει πραγματικά βοναπαρτιστικός. Ωστόσο, σε περίπτωση που παραπατήσει, άλλοι πιθανοί Βοναπάρτες μπορεί επίσης να εμφανιστούν, για παράδειγμα, με τη συγκαλυμμένη υποστήριξη της μεγάλης αστικής τάξης, της οποίας την υποστήριξη δεν είναι σε θέση να κερδίσει πλήρως ο Ερντογάν.

Σε ένα εντυπωσιακό και σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός δικαστής είπε πριν από λίγες ημέρες ότι, σε περίπτωση που ο Ερντογάν δεν αποκαταστήσει την «ενότητα και τη συνοχή» του κράτους και του έθνους, μπορεί να αναλάβει ο στρατός. Ως εκ τούτου, η μοίρα του εύθραυστου βοναπαρτισμού της Τουρκίας περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα τού ποιος θα εξασφαλίσει αυτή την εφήμερη «ενότητα και συνοχή»: ο Ερντογάν, ή ίσως ένας άλλος φορέας, όπως ο στρατός...

Η μόνη δύναμη που μπορεί να αλλάξει αυτή την εικόνα ριζικά είναι «εκείνοι από κάτω» -οι οποίοι σφυροκοπούνται από τις κυβερνητικές πολιτικές «σοκ και δέος» κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Στα τέλη Δεκεμβρίου, η συνταγματική τροποποίηση που εισάγει ένα προεδρικό σύστημα, η οποία συντάχθηκε από το AKP και το υπερ-εθνικιστικό MHP, εγκρίθηκε από την κοινοβουλευτική επιτροπή, και σύντομα θα έρθει στη γενική εθνοσυνέλευση. Δίνει στον Πρόεδρο τεράστια εξουσία επί του νομοθετικού, δικαστικού και στρατιωτικού τομέα του κράτους. Δεδομένου ότι η τροπολογία θα περάσει πιθανότατα από το Κοινοβούλιο, θα τεθεί σε δημοψήφισμα, πιθανότατα στα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου.

Λόγω της τεράστιας κρατικής βίας εναντίον το φιλοκουρδικό HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών), και της φυλάκισης των συμπροέδρων του, βουλευτών και συν-δημάρχων, το κόμμα είναι απίθανο να οργανώσει μια εκτεταμένη καμπάνια. Αυτόν τον ρόλο μπορεί να αναλάβει η Ένωση για τη Δημοκρατία, μια πλατφόρμα που φέρνει σε επαφή τους ακτιβιστές του HDP, καθώς και διάφορα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα, συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, και επαγγελματικά επιμελητήρια. Εάν αυτό το πιο «επίσημο» τμήμα της κοινωνικής αντιπολίτευσης μπορέσει να ενώσει τις δυνάμεις του με τις πρωτοβουλίες βάσης που δημιουργήθηκαν μετά το Γκεζί, καθώς και με το εργατικό κίνημα βάσης, μπορεί να εμφανιστεί εκεί η ευκαιρία να οργανωθεί μια αποτελεσματική καμπάνια του «Όχι» στο δημοψήφισμα της άνοιξης - η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να τροφοδοτήσει ένα ενιαίο μέτωπο για τα επόμενα χρόνια. Μια τέτοια συμβολή του κουρδικού κινήματος, της δυναμικής του Γκεζί και του εργατικού κινήματος μπορεί να είναι η μόνη ελπίδα για να μπει ένα φρένο στην αυταρχική εκτροπή της Τουρκίας.

Μετάφραση: e la libertà

Πηγή: Foti Benlisoy, Baris Yildirim, «Turkey’s fragile Bonapartism», LeftEast, 6 Ιανουαρίου 2017. 

Η ίδια ανάλυση σε μια πιο σύντομη εκδοχή του άρθρου στα τουρκικά: Barış Yıldırım, «Yeni Bonapart’lar ve kitle muhalefeti», Başlangıç, 6 Ιανουαρίου 2016. 

Ο Φώτης Μπενλισόι, είναι ιστορικός και συνιδρυτής του ελληνοτουρκικού εκδοτικού οίκου Ιστός/Istos, στον οποίο έχουν δημοσιευτεί βιβλία για τις διαδηλώσεις στην Ελλάδα, την Τυνησία και την Αίγυπτο και για το κίνημα Γκεζί, στα τουρκικά. Αρθρογραφεί στο Başlangıç και σε άλλες ιστοσελίδες. Έχει γράψει επίσης πολλά άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες και ιστοσελίδες.

Ο Μπαρίς Γιλντιρίμ είναι μέλος του Başlangıç. Είναι μεταφραστής και αγωνιστής και ζει στην Ισταμπούλ.

Διαβάστε επίσης: «Η “καθαρή” δημοκρατία εναντίον της ακροδεξιάς; Ο Ερντογάν ως “Κλίντον” και ως “Τραμπ”»

Σημειώσεις

1 Leon Trotsky, «Bonapartism and Fascism», Marxists’ Internet Archive, [Λέον Τρότσκι, «Βοναπαρτισμός και φασισμός», Ο Εργάτης, 29 Μαρτίου 2012. και e la libertà, 23 Ιανουαρίου 2017, όπου όμως η φράση μεταφράζεται κάπως διαφορετικά: «μια κυβέρνηση σκληρή σαν ρυθμιστής του έθνους»].

2 Αναφέρεται στο Michael Löwy, Fire Alarm: Reading Walter Benjamin’s On the Concept of History, Verso, 2005, σελ. 58. [Michael Löwy, Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των θέσεων «Για τη φιλοσοφία της ιστορίας», Πλέθρον, Αθήνα 2004, σελ. 107. Και Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Για τον φασισμό», e la libertà, 23 Ιανουαρίου 2017].

3 «Friedrich Engels to Karl Marx», Marxists’ Internet Archive [Friedrich Engels, Karl Marx, Αλληλογραφία 1861-1869, Εκδόσεις «Μπάυρον», Αθήνα 1975, σελ. 111. Διατηρούμε τη μετάφραση της ελληνικής έκδοσης].

4 The Gramsci Reader, Selected Writings 1916-1935, επ. David Forgacs, 2000, σσ. 271-2 [Antonio Gramsci, «Καισαρισμός», Σπάρτακος, τεύχος 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος - αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού»· και e la libertà, 23 Ιανουαρίου 2017. Περιλαμβάνεται επίσης στο Γκράμσι Αντώνιο, Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, Ηριδανός, χ.χ.ε., σσ. 108-115].

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 16:30