Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 07 Μαϊος 2018 13:24

Η συριακή χρεοκοπία της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς (Μέρος 2ο) Κύριο

Συγκέντρωση οπαδών του Μπασάρ Αλ-Άσαντ

Κώστας Κούσιαντας

Παντελής Αυθίνος

Η συριακή χρεοκοπία της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς

Μέρος 2ο (δείτε το Μέρος 1ο)

Η «γεωστρατηγική» αριστερά

Συχνά οι αναλύσεις της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς κινούνται στο επίπεδο μιας συνθηματολογίας, που περιορίζει το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού σε κάποιες μόνο πτυχές του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Πέρα από τα συνθήματα όμως, η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά συνηθίζει να σκέφτεται την παγκόσμια πραγματικότητα και με όρους «γεωστρατηγικής». Δηλαδή, με όρους ισχύος κρατών και ανταγωνισμών των διακρατικών σχηματισμών. Για την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, ο όρος ιμπεριαλισμός έχει μια εξαιρετικά συρρικνωμένη και μονόπλευρη έννοια: ιμπεριαλισμός είναι η αμερικανική επιθετικότητα. Η αντίσταση σ’ αυτήν, ή η μερική διαφοροποίηση από τις βασικές επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, συνιστούν «αντιιμπεριαλισμό». Μια εξίσου απλοϊκή αλληλουχία σκέψεων που ξεκινάει από τη διάκριση φίλος-εχθρός, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πιο δυνατός αντίπαλος του εχθρού/αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, είναι και ο πιο στενός μας φίλος και κατ’ επέκταση, βρίσκεται στην κορυφή των «αντικειμενικά προοδευτικών» δυνάμεων. «Αντικειμενικά προοδευτικός», σημαίνει ότι όσα εγκλήματα κι αν διαπράξει εναντίον των λαϊκών μαζών, θα παίζει πάντα (όσο παραμένει αντίπαλος του «αντικειμενικά αντιδραστικού» ιμπεριαλισμού) έναν ρόλο θετικό σε μια ευρύτερη στο χρόνο και το χώρο προοπτική.

Η Ρωσία λοιπόν είναι αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αντιιμπεριαλιστικής πυραμίδας, ακριβώς επειδή είναι η μόνη δύναμη η οποία μπορεί σε παγκόσμιο επίπεδο να αμφισβητήσει την αμερικανική δύναμη. Κάποιοι από την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά θεωρούν ότι ο ρωσικός καπιταλισμός δεν είναι ιμπεριαλιστικός, κάποιοι ότι είναι ιμπεριαλισμός αλλά «αντικειμενικά προοδευτικός» και κάποιοι άλλοι, ή όλοι μαζί, ενισχύουν τέτοιου τύπου αναλύσεις με φαντασιώσεις επιβίωσης «σοβιετικών» κατακτήσεων στο σύγχρονο ρωσικό κράτος (πχ. κόκκινες σημαίες στις ρωσικές στρατιωτικές παρελάσεις).

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της επιβίωσης σταλινικών δομών καταπίεσης στο σύγχρονο ρωσικό κράτος. Θα επισημάνουμε απλώς, ότι αυτή η «γεωστρατηγική» αντίληψη για τον σύγχρονο κόσμο, αναπαράγει, διευρύνοντας όμως σημαντικά, το σχήμα της πυραμιδωτής οργάνωσης των «αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων» της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Τότε στη κορυφή του «αντιιμπεριαλισμού» βρισκόταν η ΕΣΣΔ και προς τα κάτω, τα κράτη δορυφόροι της, τα κράτη που προέκυψαν απ’ τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα, το οποιοδήποτε κράτος γινόταν για κάποια στιγμή σύμμαχος της ΕΣΣΔ, φυσικά τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα και, κάτω – κάτω, τα λαϊκά κινήματα.

Φυσικά μπορούσαν να υπάρχουν και εξαιρέσεις: το γαλλικό ΚΚ βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις στη σφαγή που εξαπέλυσε το γαλλικό κράτος εναντίον της αλγερινής επανάστασης, με την ίδια επιχειρηματολογία, κάνοντας απλώς μια πιο ευέλικτη ιεράρχηση των βαθμίδων της. Είπε δηλαδή, ότι η εξασθένιση του γαλλικού και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (ως αποτέλεσμα κατάρρευσης της γαλλικής αποικιοκρατίας), θα οδηγούσε σε ενίσχυση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, του πιο δυνατού και ως εκ τούτου του «πιο αντιδραστικού». Ιστορικό καθήκον των Γάλλων κομμουνιστών ήταν να στηρίξουν τη σφαγή των «αντικειμενικά αντιδραστικών» Αλγερινών.

Σήμερα, η «αντιιμπεριαλιστική» πυραμίδα παρουσιάζει μια πολύ μεγαλύτερη ποικιλία. Μπορούμε να βρούμε στις διάφορες βαθμίδες της απομεινάρια της παλιότερης πυραμίδας: το κουφάρι της μπααθικής δικτατορίας της Συρίας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Τα κουφάρια των κομμουστικών κομμάτων ή οι μεταλλάξεις τους, είναι μια άλλη. Φυσικά έχουν χαθεί απ’ τις βαθμίδες τα κράτη δορυφόροι της ΕΣΣΔ και τα περισσότερα από τα κράτη που προέκυψαν μέσα από τη διαστρέβλωση των στόχων των λαϊκών κινημάτων στην Ασία και την Αφρική, έχουν όμως προστεθεί οι κυβερνήσεις των διαφόρων αποχρώσεων του ροζ στη Λατινική Αμερική. Και φυσικά, μόνο στις κάτω – κάτω βαθμίδες της, παραμένουν τα λαϊκά κινήματα, με μια πολύ πιο πλατωνική έννοια σήμερα και με την απαραίτητη προϋπόθεση να είναι «αντιιμπεριαλιστικά».

Η πραγματική όμως διεύρυνση αυτής της σύγχρονης «αντιιμπεριαλιστικής» πυραμίδας είναι η παγκόσμια ακροδεξιά.

Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα: οι διάφορες μορφές ακροδεξιάς ήταν είτε φιλικές είτε εχθρικές απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό, σίγουρα όμως ήταν απόλυτα εχθρικές απέναντι στον «κομμουνισμό», τον οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε η ΕΣΣΔ και οι συμμαχίες της.

Η κατάρρευση του «Ανατολικού Μπλοκ» περιέπλεξε την κατάσταση. Στις ανατολικές χώρες -στη Ρωσία κυρίως- εμφανίστηκαν νοσταλγοί της σταλινικής αυτοκρατορίας σε όλο το πολιτικό φάσμα. Και τελικά, η ρωσική ακροδεξιά κατάφερε να ενσωματώσει στις πολιτικές της αφηγήσεις και το σταλινικό μεγαλείο, συναντώντας σ’ αυτό τη ρωσική σταλινική αριστερά1.

Στη Δύση, η εξαφάνιση του «εχθρού» εξαφάνισε και την απόλυτη εχθρότητα εναντίον του. Η δυτική ακροδεξιά μπορούσε να επικεντρώσει το μίσος της στους άλλους στόχους της: τους μετανάστες - και κυρίως τους Μουσουλμάνους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες κτλ. Και φυσικά και εναντίον της δημοκρατίας, του πολιτικού πλαισίου δηλαδή που επιτρέπει να εμφανίζονται όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία «απειλούν να αλλοιώσουν την εθνική ταυτότητα των δυτικών κρατών». Αλλά όχι μόνο ενάντια στην κάθε δυτική δημοκρατία, αλλά και ενάντια σε αυτό το σύμπλεγμα (σύμφωνα με τις ακροδεξιές αφηγήσεις) ηγεμονικών χωρών και αεθνικών ελίτ, που επεξεργάζονται και επιβάλλουν αυτό το πολιτικό μοντέλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Η «παγκοσμιοποίηση» έγινε έτσι ένας βασικός εχθρός και της ακροδεξιάς, όπως ήταν ο κύριος εχθρός και της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς. Τα δύο ρεύματα έπρεπε είτε να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για τη γνησιότητα της εχθρότητάς τους απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», είτε να την μοιραστούν.

Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης δημιούργησε τις συνθήκες για να αρχίσει η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά να φαντασιώνεται ότι μπορεί να μοιραστεί με την ακροδεξιά τον «αντιιμπεριαλισμό». Η ίδια η ακροδεξιά άρχισε όλο και περισσότερο να προσαρμόζει στον λόγο της την «αντιιμπεριαλιστική» ρητορεία, στην πραγματικότητα όχι λιγότερο γνήσια από αυτήν της αριστεράς. Η οικονομική κρίση, εκτός του ότι διεύρυνε το πεδίο απεύθυνσης της ακροδεξιάς στα μικρομεσαία στρώματα τα οποία χτυπήθηκαν από την κρίση (ή μάλλον πιο σωστά, απειλήθηκαν από την κρίση), έθεσε ταυτόχρονα σε δοκιμασία ολόκληρο το πλέγμα οικονομικών και πολιτικών συνεργασιών των δυτικών χωρών, αναδιατάσσοντας τις θέσεις που κατείχαν στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η προοπτική αλλαγής στρατοπέδου ή της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων παραμονής στο δυτικό στρατόπεδο άρχισαν να γίνονται (και εξακολουθούν μάλλον να είναι) μια εναλλακτική απάντηση στο πρόβλημα της κρίσης και στις συνέπειές του, όχι μόνο για την ακροδεξιά, αλλά και για την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά.

Αυτή η παρανοϊκή φαντασίωση, ότι η ακροδεξιά και η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά θα μπορούσαν «να βαδίζουν χώρια», αλλά «να χτυπάνε μαζί» τον ίδιο εχθρό, τον «ιμπεριαλισμό» (εξάλλου... «ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός» των ΗΠΑ) βρήκε μάλλον το πρώτο δημόσιο πεδίο υλοποίησής της στον πόλεμο στην Ουκρανία. Εκεί, αριστεροί «αντιιμπεριαλιστές» και ακροδεξιοί συνασπίστηκαν κάτω από τις πατριαρχικές φτερούγες του ρωσικού καπιταλισμού για να αντιμετωπίσουν από κοινού, στους ίδιους στρατιωτικούς σχηματισμούς, τον «ιμπεριαλισμό»2.

Τα παρανοϊκά στοιχεία αυτού του αριστερού «αντιιμπεριαλισμού» πήραν τις διαστάσεις του γελοίου, όταν πολλοί αριστεροί «αντιιμπεριαλιστές» έφτασαν στο σημείο να διαβλέπουν έναν εν δυνάμει «αντικειμενικά προοδευτικό» εχθρό του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο πρόσωπο του ηγέτη του, του Ντόναλντ Τραμπ, επειδή, ως ακροδεξιός, θα μπορούσε να αναπροσανατολίσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε κατευθύνσεις συνεργασίας, αν όχι και φιλίας, με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό και εναντίον του γερμανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού. Ένας ανάλογος ενθουσιασμός υπήρξε και στην πιθανότητα να εκλεγεί στη γαλλική προεδρία η Λεπέν3. Είναι εντυπωσιακό ότι μεταξύ των επιχειρημάτων που επιστράτευσε ένα τμήμα της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς για να εκφράσει το θαυμασμό της για τον Τραμπ, ήταν ο παραληρηματικός σεξισμός του, ο οποίος θεωρήθηκε ότι αντανακλούσε τη γλώσσα που υποτίθεται ότι μιλάνε οι λαϊκές μάζες και τις ιδέες τους4 (στις οποίες η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά χρεώνει συνήθως τον δικό της σεξισμό).

Στην περίπτωση της συριακής επανάστασης συνέβαλαν κι άλλοι παράγοντες για να εξελιχθεί ακόμα περισσότερο αυτή η σύγκλιση των «γεωστρατηγικών» αναλύσεων. Ξεκινώντας από φαινομενικά διαφορετικές αφετηρίες, τα δύο ρεύματα συναντήθηκαν στην θανάσιμη εχθρότητά τους για τη συριακή επανάσταση και τον συριακό λαό και στην φανατική υπεράσπιση της μπααθικής δικτατορίας5.

Και για τα δύο ρεύματα φυσικά, η καταστολή της επανάστασης αποτελεί μια αμυντική μάχη ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση» και τον «ιμπεριαλισμό». Για την ακροδεξιά, η καταστολή αυτή έχει μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί μια εφαρμογή, σε πλατιά κλίμακα, της αντιμετώπισης του «ισλαμικού κινδύνου». Και μάλιστα, στην πιο γνήσια εκδοχή της, της βιολογικής εξόντωσης των Μουσουλμάνων που «απειλούν» την Ευρώπη. Το μπααθικό καθεστώς επιπλέον, αποτελεί κι αυτό μια εκδοχή κρατικής οργάνωσης η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στα πολιτικά οράματα της ακροδεξιάς.

Η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά (η οποία κι αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από ισλαμοφοβία), έχει διαφορετικά κριτήρια: οι εξεγέρσεις των λαϊκών μαζών, εάν δεν διεξάγονται υπό την άμεση καθοδήγηση «κομμουνιστικών» κομμάτων και εάν δεν λογοδοτούν σε μία «αντιιμπεριαλιστική» (δηλαδή αντιαμερικανική και ταυτοχρόνως φιλορωσική) και σαφώς οριοθετημένη ως «κομμουνιστική» προοπτική, δεν μπορεί, παρά να είναι αντιδραστικές. Ακόμα κι όταν τα υπάρχοντα, στην κάθε περίπτωση, κομμουνιστικά κόμματα είναι βασικοί υποστηρικτές των αστικών τάξεων και των αντιδραστικών καθεστώτων. Όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Συρίας.

Επί πλέον όμως, για την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, το μεγαλύτερο αμάρτημα του συριακού λαού είναι ότι θέλησε να ανατρέψει μια δικτατορία η οποία, γι’ αυτήν την αριστερά, αποτέλεσε για δεκαετίες ένα υπόδειγμα «αντιιμπεριαλισμού» στη Μέση Ανατολή. Το μπααθικό καθεστώς διέθετε πραγματικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία το ενέτασσαν στους φίλους της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν στενός σύμμαχος της ΕΣΣΔ, ήταν (υποτίθεται) υποστηρικτής του παλαιστινιακού κινήματος και «εχθρός» του ισραηλινού ιμπεριαλισμού και επί πλέον, είχε κάνει και κρατικοποιήσεις!

Το γεγονός ότι το καθεστώς των Άσαντ προέκυψε ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων πραξικοπημάτων με τα οποία συντρίφτηκε η μπααθική αριστερά και το συριακό (και ιρακινό) λαϊκό κίνημα που εκφραζόταν μέσα από την μπααθική αριστερά6· το γεγονός ότι η ασαντική δικτατορία σφαγίασε το παλαιστινιακό κίνημα στο Λίβανο και το αριστερό λιβανέζικο κίνημα για να βοηθήσει στην επικράτηση της λιβανέζικης, φιλοϊσραηλινής, μαρωνίτικης ακροδεξιάς· το γεγονός ότι η Συρία υπήρξε για δεκαετίες ο πιο έμπιστος «εχθρός» του Ισραήλ, ο οποίος ποτέ δεν διεκδίκησε την ανακατάληψη των υψιπέδων του Γκολάν7· το γεγονός ότι το συριακό καθεστώς είχε συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο τους εναντίον του Ιράκ, στέλνοντας μάλιστα στρατό· το γεγονός ότι ολόκληρη η Συρία είχε μετατραπεί τη δεκαετία του 2000 σε ένα απέραντο τόπο διεξαγωγής φρικτών βασανιστηρίων, των υπόπτων που έστελνε η CIA στο καθεστώς του Άσαντ για να τους αποσπάσει πληροφορίες... Όλα αυτά τα γεγονότα δεν βαραίνουν καθόλου στις «αναλύσεις» της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς, σύμφωνα με τις οποίες ο Άσαντ, το Ιράν, η Χεζμπολλάχ και η Ρωσία αποτελούν έναν «άξονα αντίστασης στον ιμπεριαλισμό».

Κι εδώ βρίσκεται ο κόμβος του προβλήματος. Για την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά η χειραφέτηση των καταπιεσμένων λαών θα προκύψει μέσα από σωστές συμμαχίες που θα συνάψουν οι ηγεσίες τους, με εκείνα τα κράτη τα οποία διαθέτουν την ισχύ και την αποφασιστικότητα να αντισταθούν στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα λαϊκά κινήματα -εάν υπάρχουν- παίζουν απλώς έναν ρόλο, θα λέγαμε, επικουρικό, εάν όχι απλώς διακοσμητικό. Ο διεθνιστικός συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ λαϊκών κινημάτων δεν μπορούν φυσικά να χωρέσουν σ’ αυτή την πολιτική λογική. Όλες οι πτυχές της ταξικής πάλης συρρικνώνονται σε συνωμοσίες και συμφωνίες μεταξύ κρατών, κυβερνήσεων και «σκοτεινών κέντρων». Συνήθως, ο κεντρικός ρόλος σε τέτοια σενάρια συνωμοσιολογίας αποδίδεται στο «εβραϊκό» λόμπι, στο «σιωνιστικό κράτος», ή (για την ακροδεξιά) απλώς, στους «Εβραίους».

Έτσι, αυτή η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά η οποία υποστηρίζει το παλαιστινιακό κίνημα (όχι επειδή υποστηρίζει το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης κάθε καταπιεσμένου λαού, αλλά επειδή το Ισραήλ είναι σύμμαχος των ΗΠΑ), δεν μπορεί να αντιληφθεί, ότι η Αραβική Άνοιξη και η συριακή επανάσταση πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαν, εάν νικούσαν, να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις νίκης και του παλαιστινιακού κινήματος. Ακριβώς γι’ αυτό εξάλλου, ο παλαιστινιακός λαός υποστήριξε τη συριακή επανάσταση. Γι’ αυτό και κατ’ αντίστροφη αναλογία, ο χασάπης της αιγυπτιακής επανάστασης, ο Σίσι, στενός συνεργάτης της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ, στάθηκε αλληλέγγυος στο πλευρό του Άσαντ.

Η επαναστατική ανατροπή της «γεωστρατηγικής»

Η συριακή επανάσταση είναι ο ιστορικός χώρος στον οποίο η «γεωστρατηγική» κατέρρευσε. Η συριακή επανάσταση οδήγησε σε μια ριζική και πλήρη αποσυναρμολόγηση και αναδιάταξη τις σχέσεις συνεργασίας και αντιπαλότητας μεταξύ των παγκόσμιων και των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Οι ΗΠΑ, αντίπαλος υποτίθεται του Άσαντ, επιτέθηκαν στο ISIS που αποτελούσε απειλή για το συριακό καθεστώς και συνεργάστηκαν με το YPG, το οποίο δεν ήταν εχθρός του συριακού καθεστώτος, αλλά ήταν φανατικός εχθρός του τουρκικού κράτους, βασικού συμμάχου των ΗΠΑ. Η ίδια η Τουρκία, σύμμαχος του συριακού καθεστώτος πριν την επανάσταση, υποστήριξε τα συντηρητικά ισλαμιστικά πολιτικά ρεύματα της αντιπολίτευσης (Αδελφούς Μουσουλμάνους) εναντίον του, αλλά αποδέχτηκε την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία και συνεργάστηκε με τους αντιπάλους των ΗΠΑ (που είναι σύμμαχός της), δηλαδή με το Ιράν και τη Ρωσία, για τη συντριβή του κουρδικού κινήματος. Οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια ιστορική συμφωνία με το Ιράν, αναγνωρίζοντας το ρόλο του στην περιοχή (προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επέκταση του ISIS) και δεν υποστήριξαν τον στενότερό τους συνεργάτη στην περιοχή, το αυτόνομο ιρακινό Κουρδιστάν (το οποίο είχε την υποστήριξη του άλλου στενού συνεργάτη των ΗΠΑ, του Ισραήλ), αλλά τα συμφέροντα του ιρακινού κράτους (στενού συνεργάτη του Ιράν). Η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ -σύμμαχοι των ΗΠΑ- δυσαρεστήθηκαν από τη συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν και κατ’ επέκταση με την ενίσχυση του ρόλου του Ιράν και της Χεζμπολλάχ στη Συρία για τη διάσωση του καθεστώτος Άσαντ, όμως το Ισραήλ είναι στενός σύμμαχος της Αιγύπτου (άξονας Ισραήλ-Αιγύπτου-Ελλάδας-Κύπρου), η κυβέρνηση της οποίας έχει δώσει απόλυτη πολιτική στήριξη στον Άσαντ. Όμως ο άλλος στενός σύμμαχος της Αιγύπτου, η Σαουδική Αραβία, υποστηρίζει τις συντηρητικές ισλαμιστικές δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης εναντίον του Άσαντ. Η ίδια η Ρωσία έχει αναπτύξει στην περιοχή σχέσεις με όλους σχεδόν τους στενούς συνεργάτες των ΗΠΑ: Ισραήλ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Τουρκία...8

Παρουσιάζουμε ένα μικρό μόνο μέρος αυτού του «γεωπολιτικού» χάους, δηλαδή της κατάρρευσης των μέχρι τότε ιμπεριαλιστικών σχέσεων, που ήταν άμεσο αποτέλεσμα της Αραβικής Άνοιξης και πιο συγκεκριμένα της συριακής επανάστασης (απ’ αυτή την άποψη οι διεθνείς συνέπειες της συριακής επανάστασης είναι πολύ μεγαλύτερες από τις διεθνείς συνέπειες της ρωσικής επανάστασης).

Πώς όμως εξελίχθηκε αυτή η διαδικασία;

Όταν ξέσπασαν οι αραβικές επαναστάσεις οι ΗΠΑ και η ΕΕ ήταν πλήρως ανίκανες να παρέμβουν για να προστατέψουν τις άρχουσες τάξεις της Μέσης Ανατολής και τα συμμαχικά τους καθεστώτα. Οι αμερικανικοί (και μαζί μ’ αυτούς και οι ευρωπαϊκοί) ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί για τη Μέση Ανατολή είχαν καταρρεύσει λόγω της αδυναμίας τους να ελέγξουν την κατάσταση στο Ιράκ, της πιεστικής ανάγκης των ΗΠΑ να στρέψουν όλο τους το ενδιαφέρον στην Άπω Ανατολή και της ανάγκης της ΕΕ να αντιμετωπίσει την εξάπλωση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία εξάλλου σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες για το ξέσπασμα των αραβικών επαναστάσεων. Η ανικανότητα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού να προβάλει έναν σχεδιασμό για τη Μέση Ανατολή, μέσα από τον οποίο θα μπορούσαν να εκφραστούν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των περιφερειακών δυνάμεων, οδήγησε τις τελευταίες στην προσπάθεια να επιδιώξουν -σε ανταγωνισμό η μία προς την άλλη- να προωθήσουν τους δικούς τους περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, οι οποίοι δεν ευθυγραμμίζονταν πάντοτε με αυτούς του ηγεμονικού τους συμμάχου (των ΗΠΑ).

Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι ΗΠΑ και οι ΕΕ ήταν αναγκασμένες να εγκαταλείψουν τον πιστό τους σύμμαχο Μπεν Άλι και τον ακόμα πιο πιστό και πιο σημαντικό τους σύμμαχο τον Μουμπάρακ, όπως επίσης και τον σύμμαχό τους Σάλεχ στην Υεμένη, όταν οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν εναντίον τους.

Οι ΗΠΑ απέτυχαν παταγωδώς ως ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη σε εκείνο ακριβώς το πεδίο στο οποίο κρίνεται η ικανότητα ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας: στην προστασία των αρχουσών τάξεων της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας από τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες τους.

Αυτό το κενό ηγεμονίας επιχείρησε, με αρκετή επιτυχία, να καλύψει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός στη Μέση Ανατολή. Πρόσφερε στον βασικό του σύμμαχο, το καθεστώς του Άσαντ, όλα τα υλικά μέσα και την πολιτική υποστήριξη για να σφαγιάσει την επανάσταση. Η σφαγή που εξαπέλυσε ο Άσαντ εναντίον των Σύριων αποτέλεσε και το πρότυπο που ακολούθησε ο στρατός στην Αίγυπτο, σφαγιάζοντας την αιγυπτιακή επανάσταση, δυο χρόνια μετά το ξέσπασμά της και εγκαθιστώντας μια δικτατορία, ακόμα πιο στυγνή από την προηγούμενη.

Αυτή είναι η βασικότερη προσφορά με την οποία ο ρωσικός ιμπεριαλισμός εξαπλώνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Ευρώπη: η προστασία των καθεστώτων των χωρών αυτών των περιοχών από τις «χρωματιστές» επαναστάσεις, οι οποίες, σύμφωνα με την επίσημη ρητορική της ρωσικής κυβέρνησης αποτελούν «συνωμοσίες» της δύσης (μια ρητορική πολύ οικία στην «αντιιμπεριαλιστική αριστερά»).

Μια αριστερά χορτασμένη από δημοκρατία

Τα αριστερά δόγματα του «αντικειμενικά προοδευτικού» και «αντικειμενικά αντιδραστικού» καταλήγουν σχεδόν πάντα, σε μια καταγγελία της δημοκρατίας. Η δημοκρατία, υποτίθεται, είναι ένα μέσο για να φτάσεις κάπου, σε έναν ανώτερο σκοπό, δεν είναι αυτοσκοπός και, εννοείται μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα μέσα, εάν η ίδια η δημοκρατία δεν είναι κατάλληλο μέσο. Και στην περίπτωση στην οποία οι λαϊκές μάζες απαιτούν δημοκρατία και εξεγείρονται εναντίον αντιδημοκρατικών καθεστώτων, αντιπάλων των ΗΠΑ, τότε σίγουρα η δημοκρατία δεν είναι ένα κατάλληλο μέσο. Οι ίδιες οι λαϊκές μάζες είναι ακατάλληλες για την επίτευξη των αντιιμπεριαλιστικών ιδανικών και... μάλλον θα πρέπει να αντικατασταθούν από κάποιες άλλες.

Οι παραπάνω γραμμές θα μπορούσαν να αποτελούν μια υπεραπλούστευση των θέσεων της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς για τη συριακή επανάσταση του 2011. Ο Σύριος δικτάτορας, υπεραπλουστεύοντας κι αυτός το σχετικό σχόλιο του Μπρεχτ, κάνει ακριβώς αυτό: προσπαθεί να εξαφανίσει τον συριακό λαό που ξεσηκώθηκε για δημοκρατία και, αν μπορέσει να τον αντικαταστήσει με κάποιον άλλο9.

Υποτίθεται ότι στον πυρήνα των καταγγελιών κατά της δημοκρατίας υπάρχει ένα σκληρό λενινιστικό στοιχείο. Μετά τη ρωσική επανάσταση, στις πολεμικές του αντιπαραθέσεις με τον Κάουτσκι, ο Λένιν (όπως άλλωστε και ο Τρότσκι) κατήγγειλε το αστικοδημοκρατικό πολιτικό σύστημα ως απάτη που έχει στηθεί εναντίον των εργατικών συμφερόντων. Φυσικά σε αυτές τις εξαιρετικά προβληματικές αναλύσεις των Ρώσων μαρξιστών σχετικά με τη δημοκρατία (απ’ τις οποίες τελικά μόνο η σταλινική γραφειοκρατία βγήκε κερδισμένη), υπάρχει η προσπάθεια να αποδειχτεί η ανωτερότητα της εργατικής δημοκρατίας των εργατικών συμβουλίων απέναντι στην αστική δημοκρατία η οποία συνιστά μια συγκάλυψη της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Ποτέ όμως ο Λένιν δεν υποστήριξε ότι, για τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών, η αστική δημοκρατία είναι το ίδιο ή ακόμα και κάτι χειρότερο από μια αστική δικτατορία.

Αυτή η σχετικοποίηση, καταγγελία ή ακόμα και μίσος για τη δημοκρατία, είναι ένα σύμπτωμα της βολεμένης αριστεράς. Μπορούμε να το δούμε στην περίπτωση της φιλοκυβερνητικής συριακής αριστεράς για παράδειγμα, η οποία βολεμένη στα ψίχουλα ισχύος και στα οικονομικά προνόμια που της παρέχει το καθεστώς, το υποστηρίζει στη σφαγή που έχει εξαπολύσει εναντίον του συριακού λαού. Παίρνει όμως κάποιες πιο ιδιάζουσες και ακόμα πιο κυνικές μορφές στην περίπτωση της δυτικής «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς. Η αριστερά αυτή, η οποία βολεμένη σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα που σε κάθε χώρα επιβλήθηκε με τις αιματηρές θυσίες των λαϊκών μαζών, αρνείται στις λαϊκές μάζες των μη δυτικών χωρών το δικαίωμα στη δημοκρατία, επαναλαμβάνει απλώς αυτό το οποίο διδάχτηκε από τους πραγματικούς θεωρητικούς της: την οργανική διανόηση του δυτικού αποικιοκρατικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος, το οποίο ως σύστημα συνιστά τη ριζική άρνηση της δημοκρατίας για τις μη δυτικές χώρες, με τη συχνή αιτιολόγηση, ότι οι λαοί τους είναι εγγενώς ανίκανοι ή αδιάφοροι για την απόλαυση του δημοκρατικού ιδανικού.

Αυτοί οι αριστεροί, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να γράψουν μια αντικυβερνητική προκήρυξη και να βγουν να τη μοιράσουν σε μια πλατεία, χωρίς να κινδυνεύουν να συλληφθούν από την αστυνομία, να υποβληθούν σε συστηματικά βασανιστήρια, να κρατηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια φυλακή και η οικογένειά τους να αγνοεί την τύχη τους και πιθανόν τελικά να εκτελεστούν και το σώμα τους να πεταχτεί σε κάποιον άγνωστο λάκκο, ή να σταλεί κατακρεουργημένο στους συγγενείς τους, δηλαδή που δεν κινδυνεύουν να αντιμετωπιστούν όπως αντιμετωπίζει το συριακό καθεστώς τους αντιφρονούντες, αυτοί οι αριστεροί καταγγέλλουν ως «αντικειμενικά αντιδραστικούς» τους Σύριους επειδή διεκδικούν αυτά τα δικαιώματα, τα οποία οι ίδιοι απολαμβάνουν10.

«Αντιιμπεριαλιστικός» ντεφετισμός;

Υπάρχει ένα επιχείρημα, πολιτικά πιο εκλεπτυσμένο, με το οποίο πολλοί στην «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά υποστηρίζουν την άρνησή τους να καταδικάσουν και να εναντιωθούν στην εγκληματική δράση του «πιο αδύναμου» ιμπεριαλισμού, που είναι αντίπαλος του «δικού μας». Διευρύνοντας τη σημασία της γνωστής φράσης του Καρλ Λίμπκνεχτ: «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και συνδυάζοντάς την με την επίσης γνωστή φράση του Λένιν «η ήττα της δικιάς μας κυβέρνησης είναι το μικρότερο κακό» (ή ακόμα και την επιδιώκουμε), εξάγουν το συμπέρασμα ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η καταγγελία του αντίπαλου ιμπεριαλισμού ισοδυναμεί με σοσιαλσωβινισμό, με υπεράσπιση δηλαδή της «δικιάς μας» αστικής τάξης. Θα παρακάμψουμε εδώ το πρόβλημα, ότι πολλοί απ’ αυτούς που επικαλούνται αυτά τα δύο συνθήματα του «επαναστατικού ντεφετισμού», υποστηρίζουν με πάθος τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης στον ανταγωνισμό της με την τουρκική αστική τάξη κι απλά θεωρούν πιο επωφελή για τον ελληνικό καπιταλισμό μια συμμαχία με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό.

Τα προβλήματα αυτού του ιδιόμορφου «αντιιμπεριαλιστικού» ντεφετισμού είναι πολλά περισσότερα.

Όταν ο Λίμπκνεχτ καλούσε το γερμανικό προλεταριάτο να αναγνωρίσει ως τον μοναδικό εχθρό του την γερμανική αστική τάξη, το έκανε όχι μόνο για να το προσανατολίσει εναντίον ποιου έπρεπε να στρέψει την εχθρότητά του, αλλά και προς τα πού να αναζητήσει συμμαχίες. Το ίδιο ακριβώς νόημα έχει και η φράση του Λένιν. Και οι δυο, προσπάθησαν να πουν στις εργατικές τάξεις των χωρών τους ότι εχθρός τους ήταν ο «δικός τους» καπιταλισμός και φίλος τους οι εργάτες του αντίπαλου καπιταλισμού, εναντίον των οποίων τους έστρεφε η «δικιά τους» κυβέρνηση.

Βαθιά διεθνιστές και οι δυο τους, συμπλήρωναν αυτά τα συνθήματα υποστηρίζοντας τις συναδελφώσεις των στρατιωτών των αντίπαλων στρατοπέδων που γινόταν σε όλη τη γραμμή του μετώπου – και ήταν ακριβώς αυτές οι συναδελφώσεις που μπορούσαν να συμβάλουν στην ήττα της «δικιάς τους» κυβέρνησης στον πόλεμο. Θα άνοιγε έτσι ο δρόμος για την εργατική επανάσταση, η νίκη της οποίας προϋπέθετε τη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνεργασία των εργατικών τάξεων όλων των εμπόλεμων χωρών – και αυτών που ήταν αντίπαλες.

Στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο προβληματισμός όλων των μπολσεβίκων όταν γινόταν οι συζητήσεις που κατέληξαν στη Συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ: μήπως, προσπαθώντας να διασώσουν τη ρωσική επανάσταση που είχε γίνει, συμβάλλουν στην αποτροπή του διαφαινόμενου επαναστατικού ξεσπάσματος στη Γερμανία. Ο Λένιν είχε απαντήσει τότε, ότι αν υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, θα έπρεπε να θυσιάσουν τη ρώσικη επανάσταση για την επιτυχία της γερμανικής.

Μπορούμε να κατανοήσουμε λοιπόν το πρόβλημα του «αντιιμπεριαλιστικού» ντεφετισμού με τον οποίο ένα τμήμα της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς καταγγέλλει όσους και όσες εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στις εξεγέρσεις που γίνονται εναντίον του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Στην πραγματικότητα καταλήγουν να εξαρτούν την νίκη της «δικιάς μας» εργατικής τάξης, από την ικανότητα του αντίπαλου ιμπεριαλισμού να τσακίζει τις αντιστάσεις της «δικιάς του» εργατικής τάξης.

Στην περίπτωση της συριακής επανάστασης, ως ήττα του «δικού μας» ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου μπορεί να θεωρηθεί (αλήθεια τι άλλο θα μπορούσε να είναι;) η νίκη του άξονα Ρωσίας-Ιράν-Χεζμπολλάχ-Άσαντ, κάτι το οποίο προϋποθέτει τη συντριβή της συριακής επανάστασης. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή την άποψη στις λογικές της συνέπειες: ο αντίπαλος του ελληνικού καπιταλισμού, ο τουρκικός καπιταλισμός διεξάγει αυτή τη στιγμή μια πολύ σκληρή μάχη για να αποτρέψει τη δημιουργία ενός αυτόνομου συριακού Κουρδιστάν, κάτι το οποίο θα συνιστούσε γι’ αυτόν μια πολύ σοβαρή απώλεια ισχύος στην ευρύτερη περιοχή και θα είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της «γεωστρατηγικής» θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Άρα, «εμείς» θα έπρεπε να είμαστε αδιάφοροι ή ακόμα και να ευχόμαστε τη συντριβή του κουρδικού κινήματος γιατί η ύπαρξη αυτόνομου κουρδικού κράτους θα αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο μια ενίσχυση της «δικιάς μας» κυβέρνησης. (Στο ζήτημα θα επανέρθουμε).

Πρόκειται για την κορύφωση της «γεωπολιτικής» και «γεωστρατηγικής» παράνοιας. Έτσι, καθήκον της αριστεράς δεν είναι πια να φέρει σε επαφή και να οικοδομήσει τη διεθνιστική συνεργασία μεταξύ των κινημάτων των αντίπαλων στρατοπέδων, προκειμένου να παλέψουν συντονισμένα το καθένα ενάντια στον δικό του εχθρό, υποστηρίζοντας το ένα τον αγώνα του άλλου, αλλά να εμποδιστούν οι δράσεις που το «δικό μας» κίνημα θα μπορούσε να αναπτύξει για να βοηθήσει το κίνημα που συντρίβει ο αντίπαλος ιμπεριαλισμός.

Η σκέψη της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς δεν μπορεί να συλλάβει μια διαδικασία ταυτόχρονης ανάπτυξης της ισχύος των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, ως αποτέλεσμα της ταυτόχρονης συντριβής των αντιστάσεων που εκδηλώνονται εναντίον τους από τις λαϊκές τους μάζες. Ούτε επίσης μια διαδικασία ταυτόχρονης εξασθένισής τους μέσα από την ανάπτυξη των κινημάτων των λαϊκών μαζών στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων.

Το Ισλάμ, η δημοκρατία και η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά

Το ζήτημα του πολιτικού Ισλάμ (συχνά χωρίς να διακρίνεται από τη θρησκεία του Ισλάμ) αποτελεί μια από τις βασικές παραμέτρους στις «γεωστρατηγικές» αναλύσεις της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς, αλλά οι απόψεις της για το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά αντιφατικές και δεν συνιστούν παράδειγμα συστηματοποίησης της πολιτικής σκέψης.

Με αφετηρία τη βεβαιότητα ότι το πολιτικό Ισλάμ (ή ακόμα και η θρησκεία του Ισλάμ) αποτελεί ένα αρχαϊκό, προνεωτερικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά φάνηκε πολλές φορές πρόθυμη να συναινέσει στην καταστολή του, ή απλώς να μην την καταδικάσει (για παράδειγμα, αδιαφόρησε ή και υποστήριξε την καταστολή των Αδελφών Μουσουλμάνων από το καθεστώς Άσαντ).

Όταν όμως, μέσα από διαδικασίες στις οποίες εμπλέκονται οι λαϊκές μάζες (είτε πρόκειται για εκλογές, είτε για εξεγέρσεις) αναδεικνύονται και κυριαρχούν ρεύματα ή κόμματα του πολιτικού Ισλάμ, η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά αμφισβητεί το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών, δηλαδή το δικαίωμα της πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών να αποφασίσουν οι ίδιες πώς θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα του πολιτικού Ισλάμ (για παράδειγμα, καταδίκασε τη συριακή επανάσταση εξαιτίας της ανάδειξης διαφόρων ισλαμιστικών ρευμάτων στην πολιτική και τη στρατιωτική της ηγεσία).

Εάν όμως ο φορέας ο οποίος αναλαμβάνει να εφαρμόσει στην πράξη την άρνηση αυτού του δικαιώματος των λαϊκών μαζών (δηλαδή να τις καταστείλει), ανήκει κι αυτός στην κατηγορία του πολιτικού Ισλάμ, τότε η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά είναι πρόθυμη να τον υποστηρίξει (για παράδειγμα, υποστηρίζεται η Χεζμπολλάχ και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν στη δράση τους για την καταστολή της συριακής επανάστασης).

Στην πραγματικότητα, ο καταλύτης αυτής της σύγχυσης είναι και πάλι «γεωστρατηγικός»: οι σχέσεις που έχουν τα διάφορα ρεύματα του πολιτικού Ισλάμ με τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Το πολιτικό Ισλάμ το οποίο μπορεί να ενταχθεί στην «αντιιμπεριαλιστική» πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η Ρωσία, μπορεί να θεωρηθεί φίλος. Εάν δεν εντάσσεται σ’ αυτή, τότε είναι απόλυτος εχθρός, ακόμα κι αν πρόκειται για ρεύματα του πολιτικού Ισλάμ απολύτως εχθρικά προς τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Μάλιστα σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά ενεργοποιεί όλες τις θεωρητικές δυνάμεις της για να ανακαλύψει και να αποκαλύψει «κρυμμένες» σχέσεις αλληλοϋποστήριξης ανάμεσα σ’ αυτά τα ισλαμιστικά ρεύματα και τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Αυτό που απουσιάζει και εδώ, είναι η κατανόηση του φαινομένου του πολιτικού Ισλάμ με όρους ταξικής πάλης, λαϊκής κινητοποίησης και πολιτικών εκπροσωπήσεων των κοινωνικών τάξεων.

Η κατηγορία «πολιτικό Ισλάμ» αποτελείται στην πραγματικότητα από πολλές και αντιθετικές υποκατηγορίες, η κάθε μία εκ των οποίων συμπυκνώνει διαφορετικούς ταξικούς συσχετισμούς και αναλογίες, διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες και πολιτικές συνθήκες. Επίσης, η κάθε υποκατηγορία συγκροτείται γύρω από πολιτικούς στόχους που μπορεί να παρουσιάζουν μια τεράστια ποικιλία. Αυτό το οποίο εξαρχής θα μπαίναμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ως κοινό τους χαρακτηριστικό, δηλαδή τον υποτιθέμενο «αρχαϊσμό» τους, είναι κάτι το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί δευτερεύον στοιχείο και θα πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται στη βάση των δομικών χαρακτηριστικών της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

Το κύριο κοινό δομικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στις περισσότερες οργανώσεις και ρεύματα του πολιτικού Ισλάμ (επισημαίνοντας όμως εξαρχής ότι και εδώ υπάρχουν ιδιαίτερης σημασίας εξαιρέσεις), είναι τα κοινωνικά στρώματα τα οποία αποτελούν την κοινωνική τους βάση. Αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω έχουμε σχεδόν πάντα: τμήματα των κατώτερων λαϊκών μαζών που κινούνται μεταξύ των ανέργων, του υποπρολεταριάτου και τμήματα μιας κατακερματισμένης εργατικής τάξης· τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (οι τάξεις του παζαριού, όπως συχνά αναφέρονται)· τμήματα της νέας, μορφωμένης μικροαστικής τάξης (δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί, στελέχη επιχειρήσεων)· και τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης (που συχνά αλληλοεπικαλύπτονται με τις ανώτερες τάξεις του παζαριού). Ο συσχετισμός των μεγεθών και του ειδικού πολιτικού βάρους που έχει το κάθε ένα από αυτά τα στρώματα, αποτελούν βασικούς παράγοντες για την διαμόρφωση της ιδιαίτερης πολιτικής φυσιογνωμίας της κάθε ισλαμιστικής οργάνωσης ή ρεύματος.

Το δεύτερο κοινό δομικό χαρακτηριστικό είναι ο πολιτικός συντηρητισμός τους τον οποίον αντιπαραθέτουν απέναντι σε μια αυταρχική εξουσία η οποία χρησιμοποιεί την «κοσμικότητα» ως το βασικό ιδεολογικοπολιτικό στοιχείο που συνέχει τους μηχανισμούς κυριαρχίας της αστικής τάξης. Η «κοσμικότητα» γίνεται το βασικό κριτήριο ενός εμφανούς διαχωρισμού των ανώτερων τάξεων («κοσμικές» υποτίθεται), από τις κατώτερες («θρησκευόμενες» υποτίθεται). Αυτός ο πολιτικός συντηρητισμός, καθώς διαμορφώνεται ως αντιπολίτευση απέναντι σε ένα αυταρχικό κράτος, εγκολπώνοντας με στρεβλό τρόπο ποικίλες και αντιφατικές ταξικές διεκδικήσεις, ενσωματώνει συνήθως πολιτικά χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να εντοπίζονται σε μια μεγάλη έκταση του πολιτικού φάσματος ανάμεσα στη δεξιά σοσιαλδημοκρατία και την άκρα δεξιά, με πυρηνικό τους στοιχείο τις περισσότερες φορές τον «αντιιμπεριαλισμό». Μάλιστα πρόκειται για έναν «αντιιμπεριαλισμό» ο οποίος με εξαίρεση την περίπτωση του Αφγανιστάν της δεκαετίας του ‘80 (όπου υπήρξε συνεργασία των ισλαμιστών με τη δύση εναντίον της σοβιετικής κατοχής) στρέφεται ενάντια τόσο στον δυτικό, όσο και στον ρωσικό ιμπεριαλισμό.

Ο «αντιιμπεριαλισμός» ως βασικό στοιχείο της ιδεολογίας τόσο του πολιτικού Ισλάμ, όσο και της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς, αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα κλειδιά κατανόησης της διαδικασίας με την οποία το πολιτικό Ισλάμ κατάφερε να προσελκύσει στρώματα των λαϊκών μαζών, αποσπώντας τα συχνά από την επιρροή της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς.

Η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά των χωρών της Μέσης Ανατολής, ταυτίζοντας κι αυτή τον ιμπεριαλισμό αποκλειστικά και μόνο με την αμερικανική επιθετικότητα, είτε υποστήριξε «αντιιμπεριαλιστικά» δικτατορικά καθεστώτα, αφήνοντας το πολιτικό Ισλάμ ως τον μόνο πολιτικό χώρο μέσα απ’ τον οποίο μπορούσε να εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην κρατική καταπίεση, είτε στήριξε «αντιιμπεριαλιστικά» (δηλαδή αντιδυτικά) ισλαμιστικά πολιτικά ρεύματα (η περίπτωση του Ιράν).

Οι λαοί που υποστηρίζει η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά

Δύο λαοί στη Μέση Ανατολή έχουν κριθεί από την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά άξιοι της υποστήριξής της. Οι Κούρδοι και οι Παλαιστίνιοι.

Όπως αναφέραμε, το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι καταπιέζονται από έναν σύμμαχο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο τους υποστηρίζει η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά.

Για τους Κούρδους όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Υποστηρίζει σίγουρα κι από παλιά τους Κούρδους της Τουρκίας, προσφάτως άρχισε να υποστηρίζει τους Κούρδους της Συρίας, αλλά δεν υποστηρίζει τους Κούρδους του Ιράκ και του Ιράν. Για την ελληνική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, η υποστήριξή της προς τους Κούρδους καθορίζεται κυρίως από τη στάση που κρατάει του τουρκικό κράτος απέναντί τους. Πολύ απλά, οι Κούρδοι της Τουρκίας είναι «φίλοι μας», επειδή, υποτίθεται ότι σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο θα είναι σύμμαχοί μας. Προσφάτως, σ’ αυτή την ελληνοκουρδική «συμμαχία» που φαντασιώνεται η ελληνική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά προστέθηκαν και οι Κούρδοι της Συρίας. Μαζί θα πολεμήσουμε εναντίον της Τουρκίας. Και κατά παράδοξο τρόπο η προοπτική μιας τέτοιας συμμαχίας, σχετικοποιεί, έως και αναστέλλει την βασική προϋπόθεση του να είναι κανείς «αντιιμπεριαλιστής», δηλαδή τον αντιαμερικανισμό. Το γεγονός ότι οι Κούρδοι της Συρίας υποστηρίζονται ανοιχτά από τις ΗΠΑ και η ηγεσία τους συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, δεν έχει δεχτεί καμιά κριτική από την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, της οποίας τελικά, ο πιο θανάσιμος εχθρός είναι η Τουρκία, ενώ οι ΗΠΑ είναι εχθρός μόνο στο βαθμό που βοηθάνε την Τουρκία (ή πιο σωστά, επειδή δεν βοηθάνε «εμάς» εναντίον της Τουρκίας).

Αυτή η «αλληλεγγύη» προς τους Κούρδους φτάνει πολλές να εκφράζεται με διατυπώσεις απίστευτου κυνισμού στην αρθρογραφία της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς, όταν τονίζονται οι συνέπειες της κατάληψης του Αφρίν από την Τουρκία για τα «εθνικά μας» συμφέροντα11. Τα οποία προφανώς, για την ελληνική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις ζωές των Κούρδων.

Αλλά αν οι Κούρδοι της Τουρκίας και της Συρίας απολαμβάνουν μια κάποια υποστήριξη από την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, οι Κούρδοι του Ιράκ και του Ιράν είναι τελείως άτυχοι. Αυτοί εμπίπτουν στις περιπτώσεις των λαών, η δικαίωση των οποίων δεν μπορεί να ενταχθεί στους στόχους του «αντιιμπεριαλισμού», αλλά απειλεί την ισχύ του «αντιιμπεριαλιστικού άξονα».

Για την παγκόσμια «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά ο βασικότερος λόγος υπεράσπισης των Κούρδων της Συρίας και της Τουρκίας είναι ότι κατά κάποιον τρόπο θεωρούνται η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον οριενταλιστικό κανόνα της βαρβαρότητας του Ισλάμ. Οι Κούρδοι, αν και Μουσουλμάνοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, θεωρούνται διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Μουσουλμάνους, οι οποίοι ταυτίζονται συνήθως με τους Άραβες. Για τη δυτική αριστερά, οι Κούρδοι είναι κατά κάποιο τρόπο οι «Λευκοί» Μουσουλμάνοι, ανώτεροι από τους «Μαύρους» Μουσουλμάνους (Άραβες ως επί το πλείστον). Στους τελευταίους προβάλλονται όλα τα ρατσιστικά και οριενταλιστικά στερεότυπα για το Ισλάμ, τα οποία κληροδότησαν στην αριστερά οι διανοούμενοι της αποικιοκρατίας.

Στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας του Κούρδου ως «Λευκού» Μουσουλμάνου, έχει συμβάλλει και το γεγονός ότι η ηγεσία του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία και πιο πρόσφατα στη Συρία, αποτελεί κι αυτή τμήμα της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς και μάλιστα, προβάλλει με ένταση την κοσμικότητά της (δηλαδή την εναντίωσή της στο Ισλάμ), την οποία έχει κληρονομήσει όχι τόσο από τον σταλινισμό και τον μαοϊσμό, αλλά κατά βάση από τον κεμαλισμό.

Αυτή η γεωστρατηγική «αλληλεγγύη» της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς προς τους Κούρδους της Συρίας που εκδηλώθηκε μετά την επίθεση του ISIS στο Κομπάνι το 2014, αποδεικνύει τη στενότητα της σκέψης της. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τον αγώνα των κουρδικών απελευθερωτικών κινημάτων στις πραγματικές τους ιστορικές διαστάσεις και στις πραγματικές τους δυναμικές. Αντιλαμβάνεται τη χειραφέτηση των Κούρδων (μόνο της Συρίας και της Τουρκίας) ως ένα δώρο που θα τους παραχωρηθεί από ανώτερες, κρατικές δυνάμεις, επειδή έκαναν τις σωστές γεωπολιτικές συμμαχίες. Δεν μπορεί να αντιληφθεί (όπως άλλωστε δεν αντιλαμβάνεται ούτε η ηγεσία των κουρδικών κινημάτων στη Συρία και την Τουρκία) ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κούρδων μπορεί να κατακτηθεί μόνο με την ανατροπή των δικτατοριών και των αυταρχικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής και τον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών της που μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την κοινή πάλι των Αράβων, των Ιρανών, των Κούρδων των Τούρκων και των άλλων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Η Αραβική Άνοιξη και πιο συγκεκριμένα, η συριακή επανάσταση που τόσο συκοφαντήθηκε από την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, δημιούργησε αυτές τις προϋποθέσεις. Η δημοκρατία της Ροζάβα, αποτελεί την κουρδική εκδοχή της συριακής επανάστασης, της οποίας η συντριβή θα σημάνει και τη συντριβή του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος.

«Αντιιμπεριαλιστική» ή επαναστατική-διεθνιστική αριστερά;

Το ερώτημα μοιάζει να μην έχει νόημα, εφόσον η πάλη εναντίον του ιμπεριαλισμού θα έπρεπε να είναι ταυτόσημη με την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό – και το αντίστροφο. Δεν είναι όμως έτσι. Για την «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά ο ιμπεριαλισμός είναι πάντοτε κάτι εξωτερικό προς τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος: είναι είτε η επιθετικότητά του, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αμφισβήτηση της δομής του (για τη δυτική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά), είτε κάτι εξωτερικό και εχθρικό προς τον «δικό μας» καπιταλισμό, ο οποίος κι αυτός θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς «ιμπεριαλισμό» (πιο συγκεκριμένα για την ελληνική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά).

Δεν πρόκειται απλώς για έναν καταστροφικό διαχωρισμό της αντιιμπεριαλιστικής πάλης από την πάλη εναντίον του καπιταλισμού, αλλά για κάτι ακόμα χειρότερο: καθώς η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά φαντάζεται ως καθοριστική κορύφωση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης τη σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με «αντιιμπεριαλιστικούς» καπιταλισμούς, υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στις εξεγερμένες λαϊκές μάζες, οι οποίες αγωνίζονται για τα ταξικά τους συμφέροντα εναντίον αυτών των καπιταλισμών που συγκρούονται με τον «ιμπεριαλισμό».

Έτσι, μέσα σε μια ολόκληρη δεκαετία σκληρών ταξικών συγκρούσεων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων, οι οποίες πήραν παγκόσμιες διαστάσεις (μία πτυχή τους -η πιο τραγική- είναι η Αραβική Άνοιξη), η αριστερά δεν μπόρεσε να γίνει αυτή η πολιτική δύναμη, η οποία θα ενοποιούσε και θα συντόνιζε διεθνώς αυτά τα κινήματα, προσανατολίζοντάς τα προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση και τη σοσιαλιστική προοπτική.

Με πιο συχνή πρόφαση, ότι αυτή οι αγώνες δεν διεξάγονταν κάτω από αριστερή ηγεσία, η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά αρνήθηκε να δει τις δυναμικές που αναπτύσσονταν από τα κάτω, μέσα στις ίδιες τις εξεγερμένες μάζες, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις πιο ισχυρές βάσεις ενός σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Το κενό που δημιούργησε η αδιαφορία ή η εχθρότητα της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς απέναντι στα λαϊκά κινήματα (και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή την αριστερά γνωρίζουν οι πλατιές λαϊκές μάζες παγκοσμίως), καλύφθηκε φυσικά σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, από δυνάμεις οι οποίες θέλησαν να εκμεταλλευτούν τα λαϊκά κινήματα για τα δικά τους ταξικά συμφέροντα, διαφορετικά ή και αντίθετα από τα ταξικά συμφέροντα των λαϊκών μαζών.

Όμως η Αραβική Άνοιξη -και κυρίως η συριακή επανάσταση, όποια έκβαση κι αν πάρει- αποτελούν ήδη ένα τεράστιο πολιτικό μάθημα, το οποίο θα υποχρεωθεί κάποτε να διαβάσει ο κάθε αγωνιστής και η κάθε αγωνίστρια που δεν θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλος του δρόμου της ιστορίας.

Το πρώτο δίδαγμα που θα βγει από αυτή την ανάγνωση, θα είναι σίγουρα η ανάγκη μιας ριζικής και δημιουργικής αυτοκριτικής για το γεγονός ότι δεν σταθήκαμε ολόψυχα αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες σε έναν επαναστατημένο λαό, ο οποίος σφαγιάζεται επτά ολόκληρα χρόνια, αλλά συνεχίζει να παλεύει, μέσα και έξω απ’ τη χώρα του, για δημοκρατία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη.

Το δεύτερο δίδαγμα θα είναι η ανάγκη να φτιαχτεί μια επαναστατική αριστερά, που θα αποτελεί το βήμα από το οποίο θα ακούγεται η φωνή των καταπιεσμένων που εξεγείρονται και θα προωθεί τις επιθυμίες τους και τις διεκδικήσεις τους μέχρι τον «αντικειμενικό» τους στόχο (σύμφωνα με μια φράση του Λένιν): την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών και τη δημιουργία της άμεσης δημοκρατίας των εργατών/ριών και όλων των καταπιεσμένων.

Το τρίτο δίδαγμα θα είναι η ανάγκη να πάψουμε να σκεφτόμαστε τους δικούς μας αγώνες μέσα από το στενό πρίσμα του εθνικού κράτους. Οι αγώνες μας μπορούν να εμπνεύσουν και να πυροδοτήσουν αγώνες σε άλλες χώρες, όπως κι οι δικοί μας αγώνες εμπνέονται απ’ τους αγώνες των άλλων λαών. Για να νικήσουμε, ο κάθε λαός στη δικιά του τη χώρα, θα πρέπει αυτοί οι αγώνες, τα κινήματα, οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις να μπορούν να συντονιστούν, πάνω από σύνορα και αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, για να αποτελέσουν την απάντηση των από κάτω, στην αντεπαναστατική συνεργασία των εθνικών αστικών τάξεων, οι οποίες είναι διατεθειμένες να υπερβούν ακόμα και τις διαφορές μεταξύ των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, για να διασώσουν την κυριαρχία τους και να συντρίψουν τα λαϊκά κινήματα που την αμφισβητούν.

Σημειώσεις

1 «Russian nationalism», Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Russian_nationalism· «National Bolshevik Party», Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/National_Bolshevik_Party. Μια πιο εκτενής περιγραφή αυτής της διαδικασίας: «An Investigation into Red-Brown Alliances: Third Positionism, Russia, Ukraine, Syria, and the Western Left», Ravings Of A Radical Vagabond, 15 Ιανουαρίου 2018, https://ravingsofaradicalvagabond.noblogs.org/post/2018/01/15/an-investigation-into-red-brown-alliances/

2 Κώστας Κούσιαντας, Παντελής Αυθίνος, «Η ουκρανική κρίση, τα διλήμματα και οι αντιφάσεις της αριστεράς και οι προοπτικές», Παντιέρα, 24 Σεπτεμβρίου 2014 http://pandiera.gr/%CE%B7-%CE% και στο Κάτω από εθνοποιητικές σημαίες... Σκέψεις πάνω στην ουκρανική κρίση, την αναδιάρθρωση, τις αντιφάσεις και τα όρια των αγώνων, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 110-128. Αναδημοσίευση στο e la libertà, 4 Ιουνίου 2015, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%.

3 Ενδεικτικά: «Τα πάνω κάτω στις ΗΠΑ. Ο Trump νικητής στο Λευκό Οίκο», Iskra, 9 Νοεμβρίου 2016, http://www.iskra.gr/%CF%84%CE%· «Το αντιμνημονιακό πολιτικό και εκλογικό μέτωπο πιο επίκαιρο και αναγκαίο από ποτέ», Iskra, 27 Απριλίου 2017 [23 Ιουλίου 2016], http://www.iskra.gr/%CF%84%CE%BF-%· Γιώργος Δελαστίκ, «Έχθρα μεταξύ λαών – ηγετών της ΕΕ», Πριν, 8 Οκτωβρίου 2016, http://prin.gr/?p=11791. Μία κριτική αυτών των θέσεων: Χρήστος Κεφαλής, «Για την προβολή των ακροδεξιών από την Ίσκρα», Ξεκίνημα, 7 Φεβρουαρίου 2018, http://net.xekinima.org/gia-tin-provoli-ton-akrodexion-apo-tin/.

4 Για παράδειγμα: «Αυτός που δεν φοβάται», Πιτσιρίκος, 1 Φεβρουαρίου 2017, https://pitsirikos.net/2017/02/%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%B1%CE%B9/.

5 Χρήστος Κεφαλής, «Ο Άσαντ, οι νεοναζί και η Ίσκρα, Ξεκίνημα, 23 Ιανουαρίου 2017, http://net.xekinima.org/x-kefalis-o-asant-oi-neonazi-kai-i-iskra/. Επίσης: Rebel, «Το Χαλέπι έπεσε!!!... οι πανηγυρισμοί ξεκίνησαν», Athens Indymedia, 15 Δεκεμβρίου 2016, https://athens.indymedia.org/post/1566763/ και e la libertà, Δεκεμβρίου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE.

6 Για μια συνοπτική περιγραφή των εσωτερικών συγκρούσεων στα μπααθικά κόμματα του Ιράκ και της Συρίας: Tariq Ali, Ο Μπους στη Βαβυλωνία. Η νέα αποικιοποίηση του Ιράκ, Άγρας, Αθήνα 2004, σσ. 134-143

7 Joseph Daher, «Απ’ τη Μέση Ανατολή ώς την Ευρώπη: ο αγώνας είναι ένας και είναι ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα», e la libertà, 17 Φεβρουαρίου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%C.

8 Βλ. και Michael Karadjis, «Reply to a friend: How much can geopolitics tell us about Syria?», Syrian Revolution Commentary and Analysis, 21 Απριλίου 2018, https://mkaradjis.wordpress.com/2018/04/21/reply-to-a-friend-how-much-can-geopolitics-tell-us-about-syria/.

9 Από το ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η λύση», το οποίο έγραψε ύστερα από την αιματηρή καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων που ξέσπασαν στην Ανατολική Γερμανία το 1953:

Ύστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,

ο γραμματέας της ένωσης Λογοτεχνών

έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις

που λέγανε πως ο λαός

έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,

και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει

παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα ‘ταν τότε

πιο απλό, η κυβέρνηση

να διαλύσει το λαό

και να εκλέξει έναν άλλον;

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Θεμέλιο, Αθήνα, 2000 (γ΄ έκδ.), Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης, σελ. 105)

10 Βλ. την οξυδερκή κριτική του Υασσίν αλ-Χατζ Σάλεχ στην «αντιιμπεριαλιστική αριστερά»: Yassin al-Haj Saleh, «The Syrian Cause and Anti-Imperialism», Al-Jumhuriya, 24 Φεβρουαρίου 2017, https://www.aljumhuriya.net/en/content/syrian-cause-and-anti-imperialism και Yassin al-Haj Saleh, 5 Μαΐου 2017, http://www.yassinhs.com/2017/05/05/the-syrian-cause-and-anti-imperialism/.

11 Κυριάκος Κυριακόπουλος, «Η κατάληψη της Αφρίν, ανοίγει το δρόμο για την πλήρη κατάρρευση του Διεθνούς Δικαίου», Iskra, 24 Μαρτίου 2018. http://www.iskra.gr/%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 16:19