Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 26 Ιουνίου 2018 13:38

Απ’ τη Συρία ως την Παλαιστίνη η αντίσταση επιμένει Κύριο

Κώστας Κούσιαντας

Απ’ τη Συρία ως την Παλαιστίνη η αντίσταση επιμένει

Συρία: εφτά χρόνια σφαγής της επανάστασης

Στον έβδομο χρόνο της η συριακή λαϊκή επανάσταση βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο του ολοκληρωτικού αφανισμού της. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν εξοντωθεί, κυρίως από τις επιθέσεις του συριακού καθεστώτος και των συμμάχων του (Ρωσίας, Ιράν, Χεζμπολάχ και ιρακινών σιιτικών πολιτοφυλακών), περισσότεροι από 6 εκατομμύρια είναι πρόσφυγες σε άλλες χώρες και περισσότεροι από 7 εκατομμύρια είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι. Το συριακό καθεστώς ανακτά συνεχώς εδάφη της αντιπολίτευσης με τη βοήθεια των συμμάχων του και προωθεί ένα σχέδιο «ανοικοδόμησης» των περιοχών που κατέστρεψε το ίδιο, με βασικό στόχο να αρπάξει τα σπίτια, τη γη και τις περιοχές των λαϊκών μαζών που εξεγέρθηκαν εναντίον του και να τα παραδώσει στη συριακή αστική τάξη με την οποία το ίδιο το καθεστώς έχει οργανικούς δεσμούς.

Την ίδια στιγμή η Συρία εξακολουθεί να είναι ένα πεδίο σκληρών ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων μεταξύ παγκόσμιων και περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η Ρωσία, μέσω της άμεσης εμπλοκής της στον συριακό εμφύλιο για τη διάσωση του Άσαντ, έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε βασικό ρυθμιστικό παράγοντα στη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας τη χρεοκοπία της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ. Το Ιράν κατάφεραν επίσης, αναπτύσσοντας την επιρροή του στο Ιράκ, να την εξαπλώσει σε ολόκληρη τη Συρία και να συνδεθεί άμεσα με τις δυνάμεις της Χεζμπολάχ, βασικό ρυθμιστή της πολιτικής κατάστασης στο Λίβανο.

Η ενίσχυση της ιρανικής επιρροής και η εξάπλωση των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιράν και της Χεζμπολάχ μέχρι τα ισραηλινοσυριακά σύνορα αντιμετωπίζεται από το Ισραήλ ως άμεση απειλή και κινητοποιεί την ισραηλινή πολεμική μηχανή.

Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, αξιολογώντας ως βασικότερη απειλή για την σταθερότητα των συμμαχικών τους καθεστώτων στη Μέση Ανατολή την ανάπτυξη της ISIS, πραγματοποίησαν και συνεχίζουν να πραγματοποιούν επιθέσεις στο εσωτερικό της Συρίας (με θύματα χιλιάδες αμάχους), έχοντας όμως, αποδεχτεί, ήδη από το 2014, την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία. Για τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τις χώρες της ΕΕ και τους περιφερειακούς τους συμμάχους, η παραμονή του Άσαντ στην εξουσία δεν είναι απλώς το «μικρότερο κακό», αλλά και μια εγγύηση σταθερότητας απέναντι στο γεωπολιτικό χάος που προκάλεσε η συριακή επανάσταση.

Ταυτόχρονα όμως, οι ευρωατλαντικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιχειρούν να θέσουν κάποια όρια στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή. Τα όρια αυτά φυσικά δεν είναι η ανθρώπινη τραγωδία, αλλά η χρήση χημικών όπλων από τα αντίπαλα καθεστώτα. Αυτό ήταν το νόημα της στοχευμένης επίθεσης των ΗΠΑ-Γαλλίας-Μ. Βρετανίας εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων του συριακού καθεστώτος.

Όμως, οι ΗΠΑ ως υποστηρικτές των συμφερόντων του Ισραήλ αποφάσισαν να κλιμακώσουν από τη μεριά τους την ένταση, με την απόσυρσή τους από τη συμμαχία για τα πυρηνικά με το Ιράν. Αυτή η κλιμάκωση της έντασης από τις ΗΠΑ, η οποία τις φέρνει αντιμέτωπες με την πολιτική των χωρών της ΕΕ στην περιοχή, αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στο να πιέσει το Ιράν να αποσυρθεί από τη Συρία. Κάτι το οποίο θέλουν επίσης και η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος.

Όμως η Συρία δεν είναι μόνο μια «γεωπολιτική σκακιέρα»... Είναι κυρίως το πεδίο στο οποίο ξέσπασε, αναπτύχθηκε και στη συνέχεια καταστάλθηκε μια λαϊκή επανάσταση για δημοκρατία, ελευθερία, αξιοπρέπεια. Οι λαϊκές μάζες αγωνίστηκαν από το 2011 για να ανατρέψουν μια στυγνή δικτατορία, αλλά ταυτόχρονα και για να δημιουργήσουν οι ίδιες από τα κάτω, μορφές κοινωνικής οργάνωσης για να διαχειριστούν τα βασικά προβλήματα στις περιοχές από τις οποίες εκδιώκονταν οι καθεστωτικές δυνάμεις.

Αυτές οι προσπάθειες δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, δεν έγινε δυνατό να εκφραστούν σε μια ενιαία, αριστερή πολιτική προοπτική, καθώς ένα σημαντικό τμήμα της συριακής αριστεράς υποστήριξε τον Άσαντ ενάντια στις λαϊκές μάζες, ενώ η συριακή αντικαθεστωτική αριστερά είχε εξοντωθεί από τη δικτατορία πριν και κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης.

Στην πολιτική ηγεσία της αντιπολίτευσης κατάφεραν να αναδειχτούν έτσι αστικές φιλελεύθερες και μετριοπαθείς ισλαμιστικές πολιτικές δυνάμεις, χωρίς οργανικούς δεσμούς με το λαϊκό κίνημα και προσανατολισμένες σε αντικρουόμενες συμμαχίες με τις περιφερειακές και διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτοί οι αντιφατικοί πολιτικοί προσανατολισμοί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την εκτεταμένη στρατιωτική επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της επανάστασης το καθεστώς και οι σύμμαχοί του. Αυτή την αδυναμία μπόρεσαν να την εκμεταλλευτούν οι διάφορες ισλαμιστικές οργανώσεις, οι οποίες άρχισαν να αναπτύσσονται με την ανοχή του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο επεδίωκε να παρουσιάσει την επανάσταση ως μια επίθεση ισλαμιστών φονταμενταλιστών.

Απέναντι στην απειλή της μαζικής εξόντωσης από το καθεστώς οι λαϊκές μάζες της Συρίας αποδέχτηκαν την στρατιωτική παρουσία αυτών των ισλαμιστικών οργανώσεων, αλλά συγκρούστηκαν μ’ αυτές για να τις εμποδίσουν να επιβάλουν τις σκοταδιστικές τους αντιλήψεις. Η πιο αντιδραστική απ’ αυτές τις τζιχαντιστικές οργανώσεις, η ISIS, αντιμετωπίστηκε από τις λαϊκές μάζες της Συρίας ως ένας εχθρός εξίσου επικίνδυνος με το δικτατορικό καθεστώς.

Οι κουρδικές λαϊκές μάζες συμμετείχαν εξαρχής στην επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος που εφάρμοζε πολιτικές εθνοκάθαρσης εναντίον τους. Οι πειραματισμοί λαϊκής, δημοκρατικής αυτοοργάνωσης στις κουρδικές περιοχές μπόρεσαν να αποκτήσουν μια πολιτική προοπτική με σαφή αριστερά χαρακτηριστικά, όταν στην ηγεσία του κουρδικού κινήματος βρέθηκε το PYD. Όμως η εχθρότητα των αστικών και μικροαστικών δυνάμεων που κυριάρχησαν στη συριακή αντιπολίτευση απέναντι στο κουρδικό κίνημα, αλλά και η απόφαση του PYD να μην στραφεί εναντίον της δικτατορίας, αλλά και επιπλέον να συμμαχήσει με τις ΗΠΑ, εμπόδισαν οποιαδήποτε δυνατότητα μιας συνεργασίας του κουρδικού κινήματος με το επαναστατικό δημοκρατικό κίνημα της Συρίας.

Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, η δημοκρατία της Ροζάβα βρίσκεται αντιμέτωπη με την απειλή μιας καταστολής, κάτι το οποίο είναι κοινός στόχος του συριακού καθεστώτος, του Ιράν και της Τουρκίας. Για τις ΗΠΑ, στην υποστήριξη των οποίων είχαν στηριχτεί οι ελπίδες του PYD, το κουρδικό κίνημα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο πολύ πρόθυμα θα το θυσιάσουν, με ένα καλό αντάλλαγμα: για παράδειγμα, την αποχώρηση των ιρανικών δυνάμεων από τη Συρία – κάτι το οποίο το έχει ήδη ζητήσει η Ρωσία, αλλά θα το επιδιώξει και το συριακό καθεστώς μόλις συντρίψει κάθε μορφή αντιπολίτευσης και δεν θα έχει ανάγκη την ιρανική «προστασία».

Η «Μεγάλη Πορεία Επιστροφής» της παλαιστινιακής αντίστασης

70 χρόνια μετά την Νάκμπα, την Καταστροφή δηλαδή της παλαιστινιακής κοινότητας στην Παλαιστίνη από τις σιωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις και την εκδίωξη 750.000 Παλαιστινίων από τα σπίτια τους και τις περιοχές τους, η διεκδίκηση της επιστροφής των εκτοπισμένων φαίνεται να παραμένει επίκαιρη και να τρέφει την παλαιστινιακή αντίσταση.

Οι λόγοι για τους οποίους οι Παλαιστίνιοι της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, αλλά και του Ισραήλ κινητοποιήθηκαν την άνοιξη που μας πέρασε είναι πολλοί, αλλά είχαν τη συμβολική τους συμπύκνωση στο ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων του 1948. Και όχι μόνο επειδή συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη Νάκμπα. Ο βασικότερος μάλλον λόγος αυτής της μαζικής κινητοποίησης ήταν η απόφαση του Τραμπ να μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ -Αλ Κουντς για τους Άραβες- δείχνοντας έτσι με προκλητικότητα, ότι τάσσεται υπέρ του συνόλου των ισραηλινών αξιώσεων, αδιαφορώντας για οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία.

Το Ισραήλ εφαρμόζει με συστηματικό και ταχύ τρόπο μια πολιτική πλήρους εκδίωξης των Παλαιστινίων από την Ιερουσαλήμ, την πόλη την οποία οι Παλαιστίνιοι διεκδικούν ως πρωτεύουσα ενός μελλοντικού Παλαιστινιακού κράτους. Οι ισραηλινοί εποικισμοί εξαπλώνονται διαρκώς και ταυτόχρονα το ισραηλινό κράτος αυξάνει τα μέτρα ελέγχου στην Παλιά Πόλη και κυρίως στους μουσουλμανικούς χώρους λατρείας. Το καλοκαίρι του 2017 επιχείρησε να επιβάλει μέτρα ελέγχου στις εισόδους του τεμένους του Αλ-Άκσα, επί της ουσίας δηλαδή να αφαιρέσει τον έλεγχο των μουσουλμανικών ιερών τόπων από τους Παλαιστίνιους. Η κίνηση αυτή πυροδότησε τότε ένα μαζικό και πολύπλευρο κίνημα διαμαρτυρίας: μαζικές και ειρηνικές συγκεντρώσεις πολιτικής ανυπακοής σε δημόσιους χώρους, βιαιότερες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις κατοχικές δυνάμεις, επιθέσεις εναντίον εποίκων. Το ισραηλινό κράτος τότε αναγκάστηκε σε μερική υποχώρηση.

Όμως η απόφαση του Τραμπ να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ αποτελεί για το Ισραήλ μια πολύ σημαντική στήριξη της υπερδύναμης στην αξίωσή του να προχωρήσει στον απόλυτο έλεγχο και στην αποαραβοποίηση ολόκληρης της Παλιάς Πόλης.

Η απόφαση αυτή του αμερικανού προέδρου έχει επικριθεί όχι μόνο από την ΕΕ, αλλά ακόμα και από μερίδα των Ρεπουμπλικάνων. Όμως η κίνηση αυτή δεν είναι παράλογη, όπως συχνά χαρακτηρίζεται. Οι ΗΠΑ κάνουν στο Ισραήλ ένα «δώρο», το οποίο για να διατηρήσει το Ισραήλ θα πρέπει να ταυτιστεί σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αυτή τη στιγμή η Ρωσία προσπαθεί να εμφανιστεί ως η υπερδύναμη που μπορεί εγγυηθεί για την ασφάλεια του Ισραήλ διαμεσολαβώντας για την απομάκρυνση του Ιράν και της Χεζμπολάχ από τα ισραηλινοσυριακά σύνορα.

Όμως οι βαθύτεροι λόγοι του κινήματος της «Μεγάλης Πορείας της Επιστροφής» (Μασίρα αλ-Άουντα αλ-Κούμπρα) που ξεκίνησε στη Γάζα από πολιτικά ανεξάρτητους ακτιβιστές στις 30 Μαϊου (τη «Μέρα της Γης») και κορυφώθηκε με τη μαζική σφαγή των 60 περίπου Παλαιστίνιων στις 14 Μαΐου (την ημέρα των εγκαινίων της αμερικανικής πρωτεύουσας στην Ιερουσαλήμ και μια μέρα πριν την επέτειο της Νάκμπα), έχουν να κάνουν με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Παλαιστινίων της Γάζας και τις τραγικές συνθήκες κατοχής, καταπίεσης και διαρκούς εθνοκάθαρσης στη Δυτική Όχθη.

Τις συνθήκες αυτές τις βιώνει με τον πιο έντονο τρόπο η παλαιστινιακή νεολαία, η οποία αποτελεί και τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η απόγνωσή της και η απογοήτευσή της από τις πολιτικές όλων των παλαιστινιακών οργανώσεων, κοσμικών ή ισλαμιστικών, την ωθεί σε μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση, η οποία συχνά είναι ανεξέλεγκτη ή και χαώδης, αλλά ανανεώνει συνεχώς την παλαιστινιακή αντίσταση και αποτελεί έμπνευση για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Αλληλεγγύη

Παρά λοιπόν την ανελέητη καταστολή της Αραβικής Άνοιξης και των κινημάτων στη Μέση Ανατολή, οι λαοί συνεχίζουν να αντιστέκονται. Από την Παλαιστίνη μέχρι τη Συρία, αλλά και πιο πέρα. Είδαμε αυτές τις αντιστάσεις στη «Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής» στη Γάζα. Το είδαμε στις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας στην Ιορδανία, οι οποίες πριν από λίγες μέρες οδήγησαν στην ανατροπή του πρωθυπουργού. Το είδαμε στις αρχές του 2018 στις άγριες απεργίες και διαδηλώσεις και στο κίνημα γυναικών στο Ιράν. Και φυσικά στους αγώνες των λαών της Συρίας, μέσα στη χώρα, ή στην προσφυγιά, όπου συνεχίζουν να αγωνίζονται διεκδικώντας δημοκρατία και ελευθερία για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Σ’ αυτούς τους αγώνες θα πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες, ενάντια σε όλους τους ιμπεριαλισμούς (ευρωατλαντικού και ρωσικού) που σφαγιάζουν τους λαούς της περιοχής. Και κυρίως, ενάντια στις συμμαχίες του «δικού μας» ιμπεριαλισμό, με τους χασάπηδες του παλαιστινιακού και του Αιγυπτιακού λαού.

Πηγή: Δελτίο Θυέλλης, τεύχος 50, Ιούνιος 2018

diktio

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 16:17