Η ανάγκη για αντίσταση στις ρατσιστικές εγκυκλίους, νόμους και διατάξεις
Μια προσωπική εμπειρία
Γράφει η Liliana Saliaj
Πριν από λίγες μέρες, το Facebook μου θύμισε αυτό το συμβάν πριν 11 χρόνια. Νομίζω ότι οφείλω στον εαυτό μου, έστω και τώρα, να κάνω δημόσια την αφήγησή μου.
Εργαζόμουν σε ένα σύντομο πρόγραμμα ως διαπολιτισμική μεσολαβήτρια στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα. Η ομάδα μας αποτελούνταν από τρεις γυναίκες μετανάστριες από διαφορετικές εθνότητες. Σε συνεργασία με το ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό γινόταν σημαντική προσπάθεια για να υπερβούμε την απελπιστική κατάσταση που επικρατούσε γενικά, και ιδιαίτερα με τους μετανάστες, στα νοσοκομεία εκείνη την περίοδο, με τον αποκλεισμό όλων των ανασφάλιστων από τη δωρεάν δημόσια υγεία. Ήταν η περίοδος του πεντάευρου εισιτηρίου στα νοσοκομεία.
Δεν μπορώ να ξεχάσω το κλάμα και την απόγνωση μιας Ελληνίδας γιαγιάς η οποία δεν είχε 5€ για να εισέλθει στα επείγοντα στο οδοντιατρικό τμήμα ενώ είχε φλεγμονή και σπάραζε στους πόνους και η ταμίας ήταν ανένδοτη να της κόψει εισιτήριο για να μπει. Βέβαια, υπήρχαν άνθρωποι στα ταμεία και την υποδοχή οι οποίοι βοηθούσαν με ότι τρόπο μπορούσαν τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη, σε σχέση με άλλους που ήταν «νόμος και τάξη» και σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να παρεκκλίνουν από αυτές τις απάνθρωπες οδηγίες. Η κατάσταση γινόταν λίγο καλύτερη ή χειρότερη, ανάλογα με τη διοίκηση του κάθε νοσοκομείου. Άλλα νοσοκομεία δεν το εφάρμοζαν τόσο αυστηρά, άλλα κυνηγούσαν τους ανθρώπους με το τσεκούρι. Τελικά εκείνη την ηλικιωμένη γυναίκα τη βοηθήσαμε η ομάδα μας πληρώνοντας εμείς το ποσό των 5€ για να μπορέσει να βγάλει το εισιτήριό της. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι που το αναίρεσε, προς τιμήν του, ο Α. Ξανθός κατά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Το Νοέμβριο του 2012 ήρθε εγκύκλιος στα νοσοκομεία η οποία υποχρέωνε να χρεώνουν διπλάσια νοσήλεια σε ανασφάλιστους μετανάστες, πρόσφυγες και όσους δεν είχαν νομιμοποιητικά έγγραφα σε σχέση με ντόπιους ανασφάλιστους.
Η ομάδα μας έκανε ότι μπορούσε κάθε φορά για κάθε περίπτωση, για κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα, με ή χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, ωστόσο οι καταστάσεις που δημιουργούνταν καθημερινά έφερναν ανθρώπους σε απόγνωση. Συζήτησα με τα κορίτσια της ομάδας ότι δεν ήταν αρκετές μόνο οι προσπάθειές μας να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση και ότι αυτή η παράλογη ρατσιστική εγκύκλιος δεν ήταν δημόσια γνωστή, ούτε το τι κατάσταση είχε προκαλέσει, οπότε ήταν χρέος μας να το γνωστοποιήσουμε και να βρεθεί πολιτική λύση, γιατί ήταν πολιτικό ζήτημα. Δεν κατάφερα να τους πείσω να κάνουμε από κοινού κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να μη βρεθεί ένα άτομο εκτεθειμένο αν προσπαθήσει να ανοίξει το θέμα μόνο του. Δυστυχώς δε μίλησε κανένας άλλος διαπολιτισμικός μεσολαβητής, αν και ήταν σχεδόν όλοι μετανάστες, και μάλιστα συνεργαζόμενος φορέας στο πρόγραμμα ήταν οργάνωση μεταναστών 2ης γενιάς.
Η υπεύθυνη του έργου σχεδόν μας έκανε bullying ότι δε θα μιλήσουμε σε οποιοδήποτε περιστατικό διακρίσεων, ρατσιστικής συμπεριφοράς που αντιμετώπιζαν οι μετανάστες που εξυπηρετούσαμε, είτε ακόμα και εμείς οι ίδιοι ως εργαζόμενοι. Αποφάσισα να στείλω ενημέρωση σε οργανώσεις για την κατάσταση και για το περιεχόμενο της εγκυκλίου, όπως περιγράφεται. Για αυτή μου τη στάση βρέθηκα με την πλάτη στον τοίχο, εντελώς μόνη και χωρίς την παραμικρή υποστήριξη από κανένα, και προς μεγάλη μου απογοήτευση και από ανθρώπους που περίμενα ότι θα έπρεπε να μιλήσουν και να μη δεχτούν μια τέτοια κατάσταση, καθώς είναι οργανωμένοι στον αντιρατσιστικό χώρο, όπως τα παιδιά από την παραπάνω οργάνωση.
Θεωρώ ότι είμαι από τους ανθρώπους που δεν κυνηγάω ανεμόμυλους, ούτε και βιάζομαι να χαρακτηρίσω ως ρατσιστικά ή φασιστικά τα όποια σχόλια χωρίς να μπω πρώτα σε μια διαδικασία συζήτησης και διαλόγου, όπου με επιχειρήματα μπορείς να κερδίσεις πολλούς συντηρητικούς ανθρώπους, που όμως δεν έχουν γνώση των πραγμάτων ή είναι θύματα της ρατσιστικής παραπληροφόρησης και προπαγάνδας. Όμως αυτή η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ήταν ακραία και η ζωή των ανθρώπων που ερχόντουσαν στα επείγοντα ήταν σε κίνδυνο και εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχα αντιμετωπίζοντας καθημερινά αυτές τις συνθήκες.
Προσπάθησα για πολλούς ανθρώπους να βρεθεί λύση μέσω του συλλόγου των ιατρών του νοσοκομείου, η μεσολάβηση των οποίων είχε σε πολλές περιπτώσεις αποτελέσματα, και βρέθηκα αντιμέτωπη με την εντολή να σταματήσω από το πρόγραμμα σε εξαναγκαστική άδεια. Αυτό ήταν σοκαριστικό, καθώς είχα μεγάλη ανάγκη τη δουλειά και είχα γονατίσει οικονομικά. Κατηγορήθηκα ότι συνεργάζομαι με τα συνδικάτα και με ΣΥΡΙΖαιους, εκθέτω το νοσοκομείο και την Διοίκηση κτλ, κλήθηκα από την υπεύθυνη του έργου για να μου ανακοινώσει ότι θα σταματούσα για 10 ημέρες και θα δουν στη συνέχεια.
Της δήλωσα ότι αυτό είναι πολύ άδικο καθώς δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το χρέος μου και ότι λειτούργησα σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που είχα υπογράψει στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι "Θα ενεργώ με τρόπο που θα προλαμβάνει οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος οιουδήποτε ωφελούμενου ασθενούς ή ομάδας ασθενών και θα αποφεύγω σχέσεις ή δεσμεύσεις που δεν συμβιβάζονται με τα συμφέροντα των ωφελουμένων και με την εκτέλεση των καθηκόντων μου".
Της δήλωσα επίσης ότι σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να εκθέσω το νοσοκομείο, άλλωστε ήταν πολιτικό το ζήτημα και υπερέβαινε τις όποιες ευθύνες του νοσοκομείου, καθώς η εγκύκλιος ήταν από το υπουργείο υγείας.
Προσπαθούσα να τής εξηγήσω την απελπιστική κατάσταση που βίωναν οι άνθρωποι που εξυπηρετούσαμε, αλλά εκείνη ήταν αποφασισμένη και δεν δεχόταν να ακούσει τίποτα. Την ενημέρωσα ότι εγώ θα στείλω επιστολή τόσο στον επικεφαλής του προγράμματος όσο και στην διοίκηση του νοσοκομείου προκειμένου να γυρίσω πίσω στην δουλειά την οποία είχα πολύ μεγάλη ανάγκη και έκανα ότι μπορούσα καλύτερο για να διαμεσολαβήσω και να διευκολύνω τόσο τους ανθρώπους σε ανάγκη όσο και το προσωπικό του νοσοκομείου. Εκείνη ήταν ανένδοτη ωστόσο. Με σταμάτησαν από την δουλειά και έστειλα τις επιστολές, όπου εξηγούσα την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί και ότι λειτουργούσα σύμφωνα με τον τρόπο που είχα δεσμευτεί από τον κώδικα δεοντολογίας και τους ζητούσα να έχω μία συνάντηση ώστε να με ακούσουν προσωπικά, επειδή δεν ήθελα να πάω μέσω της δικαστικής οδού και επιθυμούσα να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για την ομαλή έκβαση τόσο της δουλειάς όσο και η ομαλή έκβαση του προγράμματος.
Το ζήτημα με την εγκύκλιο με την ακραία διάκριση πήρε μεγάλες πολιτικές διαστάσεις, υπήρξε διαμαρτυρία από πολλές οργανώσεις και φορείς. Σε μία συνάντηση αυτών των φορέων, μεταξύ άλλων ήταν και ο ιατρικός σύλλογος του νοσοκομείου και οι γυναίκες εναντίον του δημοσίου χρέους, όπως και η συγκεκριμένη οργάνωση μεταναστών που ήταν συνεργαζόμενος φορέας του προγράμματος (!).
Σε αυτή τη συνάντηση ζήτησα και εγώ τον λόγο, ωστόσο η συντονίστρια - από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο με το οποίο είχα κάποιες διαφωνίες για το τρόπο διαχείρισης των ζητημάτων των μεταναστών - δεν ήθελε να μου τον παραχωρήσει επικαλούμενη ότι το ζήτημα δεν με αφορούσε προσωπικά! Γνώριζα καλά όμως ότι η συμπεριφορά της είχε την αιτία της σε αυτές τις διαφωνίες.
Η γυναίκες από το ιατρικό σύλλογο διαμαρτυρηθήκανε και ενημέρωσαν τη συντονίστρια της συνάντησης όπως και όλους τους παρευρισκόμενους ότι δεν μπορεί να στερηθεί ο λόγος στον άνθρωπο που χάρη σε αυτήν έγινε γνωστή η εγκύκλιος, πόσο μάλλον όταν η ίδια έχει υποστεί απόλυση από το πρόγραμμα ακριβώς για αυτή την ενέργειά της.
Μετά η συντονίστρια ήρθε και μου ζήτησε συγνώμη για την συμπεριφορά της και ότι δεν γνώρισε ούτε την δημόσια μου καταγγελία για την εγκύκλιο ούτε τις συνέπειες για την απόλυση μου. Τις είπα ότι και αυτά να μην τα γνωρίζατε, ότι με αφορούσε άμεσα και ως εργαζόμενη και ως μετανάστρια, εν δυνάμει ανασφάλιστη, αλλά και ως άνθρωπος με κοινωνικές ευαισθησίες έχω δικαίωμα όπως ο καθένας να μιλήσω για οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα.
Στη συνάντηση ήταν και μια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θυμάμαι το όνομα της, η οποία όταν έμαθε ότι είχα απολυθεί επειδή είχα γνωστοποιήσει την εγκύκλιο και την κατάσταση που επικρατούσε, μου δήλωσε ότι αν ήθελα μπορούσα να πάω και στην Βουλή να καταγγείλω τη δίωξη που είχα υποστεί. Την ευχαρίστησα και την ενημέρωσα ότι δεν θα ήθελα να προβώ σε τέτοια ενέργεια γιατί είχα στείλει τις σχετικές επιστολές και ανέμενα τη συνάντηση και την απάντησή τους. Παρότι θα ήταν πρώτης τάξης ευκαιρία για προσωπική προβολή, δε θα μπορούσα να το κάνω ποτέ γιατί δεν ήθελα να εκθέσω ανθρώπους και το πρόγραμμα, χωρίς να εξαντλήσω όλα τα περιθώρια. Επίσης θα ήθελα να τονίσω και να ευχαριστήσω δημόσια μία δικηγόρο από την Ομάδα Δικηγόρων στους Μετανάστες και Πρόσφυγες, η οποία με κάλεσε στο τηλέφωνο και συναντηθήκαμε, όπου μου δήλωσε ότι εάν αποφασίσω να κινηθώ νομικά προσφερόταν αν αναλάβει αφιλοκερδώς την υπόθεση.
Ωστόσο το ζήτημα με την εγκύκλιο είχε λάβει διαστάσεις τόσο στην ελληνική βουλή όσο και αργότερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και στη συνέχεια αποσύρθηκε.
Μετά από πολύ μεγάλη αναστάτωση κλήθηκα από τον επικεφαλής τού προγράμματος και έγινε μια κοινή συνάντηση στην οποία ήταν και η υπεύθυνη του προγράμματος και άλλα μέλη της Διοίκησης του φορέα, όπου ακούστηκε και η δική μου οπτική. Προς τιμήν του, όχι μόνο γύρισα στην δουλειά, αλλά απεύθυνε ιδιαίτερα αυστηρή προειδοποίηση προς την υπεύθυνη, λέγοντας ότι αν είναι δυνατόν να πάρει απροκάλυπτα το μέρος των ρατσιστών και να αποφασίσει ένας υπεύθυνος του ταμείου του νοσοκομείου αν έπρεπε να με σταματήσει από την δουλειά ή όχι, και ότι καλά έκανα που γνωστοποίησα δημόσια αυτή την παράλογη εγκύκλιο.
Γύρισα στην δουλειά, στο ίδιο νοσοκομείο, και συνέχισε η πολύ καλή συνεργασία με το προσωπικό του νοσοκομείου, η στάση πολλών από τους οποίους ήταν εξαιρετικά υποστηρικτική, τόσο ως προς εμάς που διαμεσολαβούσαμε όσο και προς τους μετανάστες και πρόσφυγες που εξυπηρετούσαμε.
Προσπάθησα να είμαι τυπική και να έχω όσο δυνατόν καλύτερη συνεργασία με την ομάδα, αν και ένιωθα ότι ήμουν σε αυστηρή επιτήρηση και ότι οι άλλες κοπέλες, αν και οι ίδιες μετανάστριες, με περίμεναν στη γωνία για να τρέξουν να προλάβουν στην υπεύθυνη εάν έκανα κάποιο λάθος.
Είχα απόλυτη επίγνωση ότι η αντίστασή μου όταν υπάρχει αδικία σε ανθρώπους ή κοινωνικές ομάδες που είναι ευάλωτοι θα είχε κόστος και συνέπειες για εμένα. Αυτό που με ενοχλεί όμως είναι ότι έτσι μού χτίζεται το προφίλ της «ακραίας» από καριερίστες του μεταναστευτικού που λειτουργούν ανταγωνιστικά, ενώ στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονται στυγνά τον πόνο των ανθρώπων, πολιτικά αλλά και οικονομικά, και ενώ στην πραγματικότητα φέρουν μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για το ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα ως προς το μεταναστευτικό μετά από 30 και πλέον χρόνια.
Ακόμα και σήμερα είμαι αποκλεισμένη, και αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο που δεν είχα δεχτεί να είμαι οργανωμένη σε συγκεκριμένο κόμμα ή οργάνωση, που θα μου παρείχαν υποστήριξη και, ίσως, να μου άνοιγαν κάποιες πόρτες. Αυτό ίσχυε τόσο εκείνη την περίοδο, που λίγοι μετανάστες είχαν τα προσόντα που είχα εγώ, όσο ισχύει και σήμερα, με όλη αυτή την πορεία που έχω ακολουθήσει. Η δική μου απόφαση να λειτουργώ ευρύτερα στα κοινωνικά κινήματα αλλά όχι οργανωμένη σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο προέρχεται από το ότι δυσκολεύομαι με τις γραμμές, τα οπαδικά και τους σεκταρισμούς, και θεωρώ ότι στην Ελλάδα υπάρχουν σε τέτοιο βαθμό που κάθε πολιτική και κοινωνική δράση υποσκάπτεται ακριβώς από αυτούς τους λόγους.
Τελειώνοντας, δεν μπορώ να μην σταθώ στο ότι όταν υπάρχει αντίσταση, ακόμα και από ένα άτομο, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι συλλογική, σε μία τόσο εξόφθαλμα ρατσιστική εγκύκλιο και γίνεται δημόσιο ζήτημα, επιτυγχάνονται θεσμικές αλλαγές και πολιτικά αποτελέσματα. Αυτό είναι απαραίτητο να γίνει και για να σπάσουν τόσες άλλες ρατσιστικές διατάξεις, εγκύκλιοι και νόμοι, όπως ο νόμος «Κατρούγκαλου» για τις συντάξεις των μεταναστών. Είναι τόσο εξόφθαλμα ρατσιστικό, που χρειάζεται μία στοιχειώδης πολιτική ωριμότητα και στοχευμένες παρεμβάσεις ώστε να έχουν την ίδια κατάληξη με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο.
Καλή χρονιά σε όλους, με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη!