Πώς ο νεοφιλελευθερισμός μεταμόρφωσε την εργασία του σεξ στις Ηνωμένες Πολιτείες
Nancy Lindisfarne - Jonathan Neale
ΠΗΓΗ: https://annebonnypirate.org
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr
Η κοινωνιολόγος Ελίζαμπεθ Μπερνστάιν πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα με εργαζόμενες στο σεξ στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ 1994 και 1998 [1].Σύμφωνα με την εκτίμησή της, το 20% των εργαζομένων στο σεξ στην πόλη το 1994 εργάζονταν στο δρόμο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2% των εργαζομένων στο σεξ κυκλοφορούσε στους δρόμους και το 98% εργαζόταν σε εσωτερικούς χώρους. Η πόλη είχε «καθαρίσει». Αλλά υπήρχαν περισσότερες εργαζόμενες στο σεξ, ήταν συχνά καλά εκπαιδευμένες, έβγαζαν περισσότερα χρήματα και παρείχαν ένα συναισθηματικά διαφορετικό είδος σεξ.
Το Σαν Φρανσίσκο αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς οι νεοφιλελεύθερες αλλαγές στην εργασία του σεξ ξεκίνησαν νωρίτερα από ό,τι σε άλλα μέρη και προχώρησαν περισσότερο. Ο λόγος ήταν η Silicon Valley. Το κέντρο της Silicon Valley είναι το Πάλο Άλτο, 30 χιλιόμετρα νότια του Σαν Φρανσίσκο. Αλλά η επιρροή των νέων βιομηχανιών λογισμικού εκεί, μεταμόρφωσε τη μεγαλύτερη πόλη.
Η Silicon Valley ήταν μέρος μιας διεθνούς βιομηχανίας που συνέδεε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται ότι οι ΗΠΑ αποβιομηχανοποιήθηκαν και η Κίνα εκβιομηχανίστηκε. Αλλά αυτό που συνέβη ήταν λίγο διαφορετικό. Οι νέες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας ήταν παγκόσμιες. Τα πιο ακριβά τμήματα, τα πιο υψηλής αξίας, ήταν ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη νέων συστημάτων και η συγγραφή του πιο σύνθετου λογισμικού. Αυτή η εργασία γινόταν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μεγάλο μέρος της στην Silicon Valley. Πολλοί από τις/τους εργαζόμενες/νους ήταν χαμηλόμισθες/θοι, αλλά πολλές/λοί άλλες/λοι ήταν υψηλά μορφωμένες/νοι, υψηλά αμειβόμενες/νοι και συχνά μετανάστριες/τες επαγγελματίες.
Το άλλο βασικό μισό της βιομηχανίας ήταν η κατασκευή των τσιπ και η συναρμολόγηση του υλικού. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εργασίας γινόταν στον Παγκόσμιο Νότο, και στην Κίνα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Έτσι, αν εξετάζαμε τον αριθμό των βιομηχανικών εργατών/τριων στην υψηλή τεχνολογία, όπως συνήθως ορίζεται, οι περισσότεροι/ες από αυτούς/ες βρίσκονταν στην Κίνα. Αλλά αν εξετάζαμε τη συνολική αμοιβή όλων των εργατών/τριων και επαγγελματιών στην υψηλή τεχνολογία, ένα σημαντικό ποσοστό βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτό που συνέβη στην αγορά εργασίας του σεξ στο Σαν Φρανσίσκο, και στη συνέχεια σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντανακλούσε την κυριαρχία των επαγγελματιών στο αμερικανικό μισό της παγκόσμιας βιομηχανίας.
Με την έκρηξη της «φούσκας»/ dotcom boom [2] στη δεκαετία του 1990, τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών στην πόλη εκτοξεύτηκαν επίσης. Το Σαν Φρανσίσκο και η γύρω Bay Area ήταν για καιρό το σπίτι των κόκκινων εργατικών συνδικάτων, των ριζοσπαστών φοιτητριών/τών του Μπέρκλεϊ, των χίπις του Χέιτ Άσμπερι, των beats, των Μαύρων Πανθήρων και της gay liberation. Το Σαν Φρανσίσκο είναι τώρα το κέντρο της ανώτερης τάξης. Οι δασκάλες/λοι, οι υδραυλικοί, οι οδηγοί λεωφορείων και οι υπάλληλοι πληροφορικής δεν μπορούν πλέον να νοικιάσουν ή να αγοράσουν σπίτια εκεί. Τη δεκαετία του 1990 έγινε επίσης τουριστικός προορισμός πολυτελείας με ακριβά ξενοδοχεία. Αυτά τα ξενοδοχεία βρίσκονταν κοντά στο Τέντερλοϊν και την περιοχή Μίσιον, τις παραδοσιακές περιοχές με τα κόκκινα φανάρια. Οι ιδιοκτήτες/τριες των ξενοδοχείων ήθελαν να «καθαρίσουν» και να αναβαθμίσουν αυτές τις γειτονιές. Το ίδιο ήθελαν και οι ιδιοκτήτες/τριες επιχειρήσεων στην περιοχή, οι νέοι/ες κάτοικοι της αριστοκρατίας και οι διευθύνοντες/νουσες σύμβουλοι της Silicon Valley.
Η πόλη συγκρότησε μια Ομάδα Δράσης στην οποία συμμετείχαν επιχειρηματίες, πολιτικοί, φεμινίστριες και εργαζόμενες στο σεξ. (Πρόκειται για το Σαν Φρανσίσκο, αλλά οι εργαζόμενες στο σεξ που συμμετείχαν στην Ομάδα Δράσης ήταν εκπαιδευμένες εργαζόμενες που εργάζονταν σε εσωτερικούς χώρους). Όλοι φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν ότι η Ομάδα Δράσης δεν προσπαθούσε να στιγματίσει κανέναν. Απλώς επρόκειτο να οδηγήσουν την εργασία του σεξ σε εσωτερικούς χώρους. Όπως ανέφερε η Ομάδα Δράσης, η αστυνομία έδιωξε τις γυναίκες και τους άνδρες από τους δρόμους. Περίπου το ένα τρίτο αυτών των εργαζομένων στο σεξ στο δρόμο ήταν άνδρες. Φυσικά, το Σαν Φρανσίσκο είναι εδώ και καιρό η Μέκκα των γκέι, αλλά οι άνδρες αποτελούσαν πάντα ένα σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων στο δρόμο στις περισσότερες μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Απλώς τους προσέχουν λιγότερο, εκτός αν τους ψάχνεις, και εμφανίζονται πολύ λιγότερο στις δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Η αστυνομία συνέλαβε γυναίκες και άνδρες ξανά και ξανά. Οι γυναίκες που δούλευαν στο δρόμο φοβόντουσαν εδώ και καιρό τους νταβατζήδες και περισσότερο τους πελάτες. Όμως, καθώς στεκόταν στο δρόμο μαζί τους, η Μπερνστάιν είδε ότι φοβόντουσαν ακόμη περισσότερο την αστυνομία και ότι ήταν πολύ πιο υποτακτικές. Τώρα η πίεση της αστυνομίας ήταν αμείλικτη.
Οι γείτονες αποτελούσαν επίσης μεγάλο πρόβλημα. Τη δεκαετία του 1980 είχε εμφανιστεί το φαινόμενο των «σπασμένων παραθύρων», δηλαδή της ιδέας ότι οι αστυνομικοί μπορούσαν να καθαρίσουν μια γειτονιά όχι μόνο συλλαμβάνοντας τους καταφανείς εγκληματίες, αλλά επιτιθέμενοι με σκληρό τρόπο σε μικρές παραβάσεις όπως το σπάσιμο των τζαμιών των παραθύρων. Ο κοινωνιολόγος Τζειμς Κ. Γουίλσον ήταν ο πιο επιφανής υποστηρικτής αυτών των ιδεών. Ο Γουίλσον ήταν σαφής στο θεμελιώδες (και εννοούμε θεμελιώδες) άρθρο του το 1982: «Οι πόρνες ανήκουν στους ατίθασους - ανήκουν στους κακόφημους ή ενοχλητικούς ανθρώπους: ζητιάνους, αλκοολικούς, τοξικομανείς, βίαιους εφήβους ... αλήτες, ψυχικά διαταραγμένους» [3]
Αυτή η σχέση μεταξύ των εργαζομένων στο δρόμο και της παραβατικότητας είχε ήδη εδραιωθεί καλά τη δεκαετία του 1990 στο Τέντερλοϊν. Η Μπερνστάιν λέει ότι αυτό έκανε μεγάλη διαφορά, διότι παρόλο που το στίγμα της πόρνης
ήταν σταθερό για τις πόρνες του δρόμου, επιδεινώθηκε σε έκταση και ένταση ακριβώς κατά την περίοδο που οι εκστρατείες «ποιότητας ζωής» στη γειτονιά συγκέντρωναν έδαφος. . . Οι γυναίκες των δρόμων περιέγραφαν όλο και συχνότερα ότι τις ακολουθούσαν και τις παρενοχλούσαν οργανωμένες ομάδες κατοίκων της γειτονιάς και ιδιοκτητών/τριων επιχειρήσεων, όπως η SOS (Save Our Streets), οι Polk Street Merchants Association και οι Guardian Angels. Περιέγραφαν επίσης ότι τους κορνάριζαν, τους πετούσαν αυγά ή τις «ακολουθούσαν» κάτοικοι που ήλπιζαν να τις απομακρύνουν. Μια γυναίκα [σπρώχτηκε] τόσο δυνατά από έναν χλευάζοντα περαστικό που την πέταξαν μέσα από ένα τζάμι [4]
Η αστυνομία συνέλαβε επίσης χιλιάδες άνδρες βάσει ενός νέου διατάγματος που ποινικοποιούσε τους πελάτες. Δεν διώκονταν ποινικά για το πρώτο αδίκημα, αλλά έπρεπε να περάσουν μια μέρα στο «John School». Η Μπερνστάιν πήγε στο John School και μίλησε με τους άνδρες στα διαλείμματα. Της είπαν ότι το John School ήταν ακόμη χειρότερο από το Traffic School. Μια σειρά από διαφορετικούς ομιλητές τους είπε σε όλους τους τόνους ότι η ποινή για δεύτερη παράβαση θα ήταν δίκη σε ανοιχτό δικαστήριο και ίσως φυλάκιση. Τους είπαν ότι ήταν εθισμένοι στο σεξ και ότι εξευτέλιζαν τις γυναίκες. Και τους ενθάρρυναν να μεταφέρουν τις συνήθειές τους σε εσωτερικούς χώρους, να χρησιμοποιούν ινστιτούτα μασάζ ή να αυνανίζονται μπροστά στο διαδίκτυο, μια νέα διαθέσιμη επιλογή μόλις τότε. Λιγότεροι από 1 στους 500 υποτροπίαζαν ξανά.
Έτσι, στην πράξη σχεδόν κανένας άνδρας δεν αντιμετώπισε δικαστήριο. Και σχεδόν κάθε άνδρας που συνελήφθη ήταν της εργατικής τάξης ή ένας συνηθισμένος υπάλληλος. Εξάλλου, οι δρόμοι ήταν το ποσοστό 20% της αγοράς. Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτό το ξεκαθάρισμα που να απειλεί το ανώτερο 80% των πελατών, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που λειτούργησε.
Όλα αυτά συνοδεύονταν, φυσικά, από ανελέητες συλλήψεις και αστυνομικούς τραμπουκισμούς των «αλητών», των επαιτών, των ζητιάνων, των εκδιδόμενων, των χρηστών ναρκωτικών, των αλκοολικών και των αστέγων στο κέντρο της πόλης. Και αυτοί καθαρίστηκαν. Η πόλη φαινόταν ωραία.
Εργασία εσωτερικών χώρων
Μόλις καθαρίστηκαν οι δρόμοι, ορισμένοι από τις/τους εργάτριες/τες του δρόμου μπόρεσαν να εργαστούν σε εσωτερικούς χώρους. Κάποιες/ποι άλλες/λοι όχι. Σε γενικές γραμμές, οι πιο ανοργάνωτοι/τες, οι πιο εθισμένοι/νες και οι πιο απελπισμένοι/νες - οι άνθρωποι που ασκούσαν αυτό που η Μπερνστάιν αποκαλεί «σεξ επιβίωσης» - δεν μπόρεσαν να μετακινηθούν. Παρέμειναν μεταξύ του περίπου 2% των εργαζομένων στο σεξ στο Σαν Φρανσίσκο που εξακολουθούσαν να προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην στους δρόμους κάτω από τρομακτική πίεση, ή συνέχισαν σε άλλες καταστάσεις [5].
Οι υπόλοιπες/ποι δούλεψαν σε εσωτερικούς χώρους. Η βάση αυτής της αγοράς ήταν τα ινστιτούτα μασάζ, σχεδόν όλα στα προάστια, συνήθως μικρές επιχειρήσεις «Mom and Pop» (ανεξάρτητες, συχνά οικογενειακές). Αλλά οι περισσότερες/ροι εργαζόμενες/νοι στο σεξ εργάζονταν πλέον με τρόπους που μεταμορφώθηκαν από τη Silicon Valley, με διάφορους τρόπους.
Πρώτον, γυναίκες και άνδρες εργάζονταν μέσω του διαδικτύου. Έβαζαν αγγελίες στο Craigs List και σε άλλους ιστότοπους. Μερικές φορές έκαναν «επισκέψεις» σε ξενοδοχεία ή σε σπίτια πελατών. Μερικές φορές οι πελάτες έρχονταν στο σπίτι του/της εργαζόμενου/ης.
Ορισμένοι/νες εργαζόμενοι/νες στο σεξ κανόνιζαν αυτά τα ραντεβού μέσω πρακτορείων που έπαιρναν μερίδιο. Όμως όλο και περισσότερες γυναίκες και άνδρες εργάζονταν για τον εαυτό τους. Αυτό δεν σήμαινε ότι δούλευαν μόνοι/ες τους. Χρειάζονταν βοήθεια από τους διαχειριστές ιστοσελίδων και τους οδηγούς. Ο webmaster βοηθούσε στο σχεδιασμό και την τοποθέτηση διαφημίσεων για το διαδίκτυο. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο webmaster ήξερε πώς να διατηρεί τη διαφήμιση του/της εργαζόμενου/ης στην κορυφή κάθε λίστας σε έναν ιστότοπο και πώς να διατηρεί τη διαφήμιση στην κορυφή της Google. [6]
Ο webmaster πληρωνόταν καλά για όλες αυτές τις υπηρεσίες, ίσως το ένα πέμπτο ή το ένα τέταρτο του συνολικού εισοδήματος του/της εργαζόμενου/ης. Επειδή ένας webmaster μπορούσε να εργαστεί για πολλές/ους εργαζόμενες/νους στο σεξ, τα εισοδήματά του ήταν πολύ υψηλότερα από εκείνων που εξυπηρετούσε. Οι webmasters δεν κανόνιζαν τα ραντεβού και δεν ήταν οι μάνατζερ των γυναικών και των ανδρών.
Οι γυναίκες που εργάζονταν μόνες τους προσλάμβαναν επίσης οδηγούς για να τις συνοδεύουν στα ραντεβού, να περιμένουν έξω, να τις παραλαμβάνουν μετά και να ανταποκρίνονται γρήγορα σε ένα τηλεφώνημα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αυτοί οι οδηγοί ήταν συχνά φίλοι της εργαζόμενης στο σεξ, και μερικές φορές εραστές. Ήταν όμως μισθωτοί υπάλληλοι, όχι νταβατζήδες.
Αυτή ήταν η εξατομικευμένη εργασία μέσω του διαδικτύου, ο νεοφιλελευθερισμός με παραλλαγή της Silicon Valley. Η Κοιλάδα (Valley) παρείχε επίσης ένα σημαντικό ποσοστό των πελατών και ένα μεγάλο ποσοστό όσων πλήρωναν καλύτερα. Πολλά στελέχη και καλά αμειβόμενοι τεχνικοί εργάζονταν πολλές ώρες και έβγαζαν πολύ καλά χρήματα. Όλο και περισσότερο, οι άνθρωποι αυτής της τάξης ζούσαν σε μονομελή νοικοκυριά και πολλοί ήθελαν σεξ χωρίς δεσμεύσεις.
Ήθελαν επίσης όλο και περισσότερο ένα διαφορετικό είδος σεξ, κάτι που να μοιάζει περισσότερο με ραντεβού. Οι πόρνες του δρόμου με τις οποίες ξεκίνησε την έρευνά της η Μπερνστάιν είχαν παραδοσιακούς τρόπους να αμύνονται από τη ζημιά που προκαλούνταν στην αίσθηση του εαυτού τους. Διατηρούσαν έναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ σπιτιού και εργασίας. Δούλευαν μακριά από το σπίτι, συχνά πολύ μακριά από το σπίτι τους. Ντύνονταν διαφορετικά στο σπίτι και στη δουλειά. Χρειάζονταν πολύ χρόνο για να προετοιμαστούν για την εργασία τους, εμφανισιακά και συναισθηματικά. Στην εργασία τους πουλούσαν σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά δεν πουλούσαν τα συναισθήματά τους ή τη συμπάθειά τους και δεν φιλούσαν στο στόμα. Ήταν μια συναλλαγή. Οι εργάτριες του δρόμου σε πολλά μέρη του κόσμου χρησιμοποιούν εδώ και καιρό παρόμοιες άμυνες.
Οι γυναίκες που εργάζονταν μόνες τους, με πελάτες από τη Silicon Valley ή με παρόμοιους επιχειρηματίες, δεν τηρούσαν αυτά τα όρια. Εξακολουθούσε να είναι μια συναλλαγή, αλλά πουλούσαν φροντίδα. Συχνά φιλοξενούσαν τους άνδρες στα σπίτια τους, φιλούσαν τους πελάτες και πουλούσαν την ενσυναίσθητη ακρόαση. Όπως λέει το παλιό ρητό του Χόλιγουντ, «Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την ειλικρίνεια. Αν μπορείς να υποκρίνεσαι την ειλικρίνεια, την έχεις καταφέρει».
Αυτό ήταν κομμάτι μιας ευρύτερης τάσης στην Αμερική προς τη φροντίδα που γίνεται εκτός οικογένειας, από νταντάδες, παιδαγωγούς, θεραπευτές, προσωπικό δωματίων, εργαζόμενους/νες σε οίκους ευγηρίας και πολλές/λούς άλλες/λους. Πρόκειται για σκληρή δουλειά, ιδίως η «βαθιά φροντίδα» εκείνων που πρέπει να προσφέρουν κάτι σαν αγάπη [7]. Δεν είναι δυνατόν να το κάνεις αυτό και να τηρείς σαφή όρια, όπως γνωρίζει κάθε νταντά στο πετσί της.
Από το 2000 υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση σε όλες τις ΗΠΑ για GFE - την εμπειρία της κοπέλας-φίλης/ Girl Friend Experience [8]:
Ένας πελάτης σε ένα φόρουμ συζητήσεων στο διαδίκτυο εξηγεί:
Μια τυπική συνεδρία με μια συνοδό χωρίς GFE περιλαμβάνει μία ή περισσότερες από τις βασικές πράξεις που απαιτούνται για να φτάσει ο πελάτης σε κορύφωση τουλάχιστον μία φορά, και ελάχιστα άλλα. Μια συνεδρία τύπου GFE, από την άλλη πλευρά, μπορεί να εξελίσσεται όπως μια μη αμειβόμενη συνάντηση μεταξύ δύο εραστών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει μια μακρά περίοδο προκαταρκτικών παιχνιδιών κατά την οποία ο πελάτης και η συνοδός αγγίζουν τρίβονται, χαϊδεύονται, κάνουν μασάζ και ίσως ακόμη και φιλιούνται παθιασμένα. Μια συνεδρία GFE μπορεί επίσης να περιλαμβάνει δραστηριότητες όπου ο πελάτης εργάζεται τόσο σκληρά για να διεγείρει τη συνοδό όσο και εκείνη για να τον παρασύρει. Τέλος, μια συνεδρία GFE έχει συνήθως μια περίοδο αγκαλιάς και εγγύτητας στο τέλος της συνεδρίας, αντί ο κάθε σύντροφος να πηδάει και να βιάζεται να φύγει μόλις τελειώσει ο πελάτης. [9]
Καθώς η εισοδηματική ανισότητα αυξανόταν σταθερά στην ευρύτερη οικονομία, η εσωτερική σεξουαλική εργασία γινόταν όλο και πιο διαστρωματωμένη. Τα κέρδη στην κορυφή μπορούσαν να είναι χίλια δολάρια την επίσκεψη και παραπάνω. Οι επισκέψεις όμως ήταν μεγαλύτερης διάρκειας, έμοιαζαν περισσότερο με ραντεβού παρά με κάποιο απλό κόλπο.
Υπήρχαν επίσης περισσότερες μορφωμένες γυναίκες που εργάζονταν στο επάγγελμα. Επαγγελματίες άνδρες που είχαν φοιτήσει στο Στάνφορντ ή στο Μπέρκλεϊ πλήρωναν πολλά δολάρια για γυναίκες που μπορούσαν να μοιάζουν, να ντύνονται, να ακούγονται και να συνομιλούν όπως οι γυναίκες της ελίτ. Αυτό απαιτούσε μεγάλη προηγούμενη εκπαίδευση και κατάρτιση - μεγάλο «πολιτιστικό κεφάλαιο».
Υπήρχαν επίσης παράγοντες που οδηγούσαν τις γυναίκες που μπορούσαν να κάνουν αυτά τα πράγματα στη εργασία στο σεξ. Ο ένας ήταν τα πολύ μεγάλα ποσά που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν οι άνδρες αυτοί. Μια άλλη ήταν η αυξανόμενη ανισότητα και η συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων στην αγορά εργασίας.
Όλο και περισσότεροι μορφωμένοι άνθρωποι διαπίστωναν ότι οι μόνες διαθέσιμες θέσεις εργασίας γι' αυτούς ήταν αυτές που θεωρούσαν κατώτερες του επιπέδου τους. Είχαν σπουδάσει αγγλική φιλολογία και τώρα ήταν barista. Υπάρχει μεγάλη ταξική υπεροψία σε αυτά τα συναισθήματα, αλλά υπάρχει επίσης πραγματικός πόνος και ανάγκη. Το 2011, πολλοί άνθρωποι που βρίσκονταν σε αυτή την κατάσταση θα είχαν κεντρική θέση στο κίνημα Occupy. Και ήταν και πάλι κεντρικοί στο κύμα απεργιών και συνδικαλισμού στα Starbucks και σε άλλους εργοδότες μετά το 2020. [10]
Επιπλέον, ακόμη και στα πανεπιστήμια της ελίτ υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες της ελίτ και εκείνων που προσπαθούν να ανέβουν. Τα δίδακτρα είχαν αυξηθεί σημαντικά, όλο και περισσότερες καριέρες απαιτούσαν μεταπτυχιακές σπουδές και το βάρος των φοιτητικών δανείων πίεζε σοβαρά τα τελευταία χρόνια. Οι απόφοιτοι/τες κολεγίων που προέρχονταν από οικογένειες ελίτ είχαν τις επαφές και την ευχέρεια για να βρουν καλές δουλειές μετά το κολέγιο. Οι υπόλοιποι/πες δεν είχαν.
Ο εξευγενισμός του stripping
Μια από αυτές τις γυναίκες που χρειάζονταν τα χρήματα όπως η Κάθριν Φρανκ ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ στη Βόρεια Καρολίνα. Συντηρούσε τον εαυτό της δουλεύοντας ως στρίπερ σε διάφορα κλαμπ και χρησιμοποίησε αυτές τις δουλειές ως επιτόπια έρευνα για τη διδακτορική της διατριβή. [11]
Όταν η Φρανκ πήγε να εργαστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός μεταμόρφωνε ραγδαία την εργασία του στριπτίζ. Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, οι στρίπερ δούλευαν σε μπαρ, χορεύοντας με μουσική σε μια υπερυψωμένη σκηνή μπροστά σε ένα κοινό ανδρών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, τα στριπτιτζάδικα μπαρ αντικαταστάθηκαν από κλαμπ κυρίων. Σε αυτά τα κλαμπ οι γυναίκες άρχιζαν να χορεύουν στη σκηνή, αλλά στη συνέχεια μετακινούνταν στην αίθουσα για να χορέψουν απευθείας μπροστά σε έναν άνδρα που προσέφερε πλούσιο φιλοδώρημα. Κάθε φορά υπήρχαν πολλές γυναίκες, καθεμία από τις οποίες χόρευε μπροστά σε διαφορετικό άνδρα, και μεγάλος αριθμός ανδρών γύρω τους, που παρακολουθούσαν το χορό. Οι άνδρες που παρακολουθούσαν ήταν ενθουσιασμένοι, αλλά και λίγο ταπεινωμένοι. Ο άνδρας που πλήρωνε για το χορό ένιωθε τη δύναμη των χρημάτων του πάνω στις γυναίκες, αλλά και πάνω σε όλους τους άλλους άνδρες που παρακολουθούσαν.
Ο νεοφιλελευθερισμός διεύρυνε και επέκτεινε το φάσμα της ανισότητας. Και ο νεοφιλελευθερισμός μετέτρεπε μια κοινή ανδρική δραστηριότητα σε ατομική, όπου ο κάθε άνδρας μετρούσε με βάση τα χρήματά του.
Ο θεσμός της «λέσχης κυρίων», με το στριπτίζ και το lap dancing [12], εξαπλώθηκε ταχύτατα στην Αμερική, τη Βρετανία και αρκετές άλλες χώρες. Ήταν, πάνω απ' όλα, ακριβός. Στη Βρετανία η πνευματική πατρίδα των κλαμπ ήταν η περιοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων γύρω από το Σίτι του Λονδίνου.. Στην Αμερική τα κλαμπ εντάσσονταν εύκολα στην ανδροκρατούμενη εταιρική κουλτούρα. Οι άνδρες των «λευκών κολάρων» και οι επαγγελματίες πήγαιναν σε ομάδες μετά τη δουλειά, συχνά συμπεριλαμβανομένων ανδρών που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό ήταν αποδεκτό - οι άλλοι άντρες σε ανάγκαζαν να το κάνεις.
Η απόφαση της Κάθριν Φρανκ να συντηρήσει τον εαυτό της στο μεταπτυχιακό της δουλεύοντας σε κλαμπ δεν ήταν ασυνήθιστη τη δεκαετία του 1990. Στα κλαμπ όπου εργαζόταν υπήρχαν σχεδόν πάντα γυναίκες που σπούδαζαν σε κολέγιο ή σε μεταπτυχιακό.
Επειδή η Φρανκ εργάστηκε, αντί να παρατηρεί απλώς, είδε πράγματα που άλλοι ακαδημαϊκοί παρατηρητές δεν είχαν δει και έθεσε νέα ερωτήματα. Βασικά, είδε τους άνδρες. Οι ερευνητές που παρατηρούσαν συνήθως έβλεπαν τις γυναίκες και επικεντρώνονταν σε ένα κεντρικό ερώτημα: γιατί αυτές οι γυναίκες κάνουν αυτή τη δουλειά; [13]
Αυτό ήταν, και εξακολουθεί συχνά να είναι, το κεντρικό ερώτημα για την κοινωνιολογία. Είναι επίσης, όχι τυχαία, το εμμονικό ερώτημα που θέτει κάθε πελάτης στην Αμερική και τη Βρετανία τα τελευταία τριακόσια χρόνια: Πώς μπήκες σε αυτή τη δουλειά, αγαπητή μου;
Το ερώτημα των πελατών επανέρχεται επίσης στις περισσότερες δημόσιες και φεμινιστικές συζητήσεις γύρω από την πορνεία. Συνήθως, αυτό διατυπώνεται ως - Έχουν επιλογή; Είναι φτώχεια ή εξαναγκάζονται; Η προφανής λογική απάντηση είναι ότι σε αυτό το σημείο της ζωής τους αυτή είναι η δουλειά που έχουν επιλέξει. Δεν είναι ελεύθερη επιλογή, όπως δεν είναι ελεύθερη και η επιλογή της δουλειάς οποιουδήποτε άλλου. Οι εργαζόμενοι/ες στο σεξ, όπως ακριβώς και οι εργαζόμενοι/νες στα σφαγεία, οι εργάτες/τριες σε οικοδομές και οι δεσμοφύλακες, επιλέγουν την καλύτερη δουλειά που μπορούν να βρουν σε αυτό το σημείο της ζωής τους.
Αλλά η Φρανκ αποφάσισε ότι το σημαντικό ερώτημα δεν αφορούσε τις γυναίκες. Στη δουλειά της περνούσε περισσότερο χρόνο με άνδρες παρά με γυναίκες. Είδε επίσης τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Έτσι έγραψε γι' αυτές.
Η επιλογή της Φρανκ υποδηλώνει τρεις προσεγγίσεις για την κατανόηση της εργασίας στο σεξ. Πρώτον, για κάθε θηλυκότητα υπάρχει και μια αρρενωπότητα, και η εργασία στο σεξ είναι ένας τρόπος να κατανοήσουμε τις κρυφές ζωές των ανδρικών φαντασιώσεων, ακριβώς επειδή οι άνδρες πρέπει να διαπραγματευτούν πολύ λιγότερα απ' ό,τι στην υπόλοιπη ζωή. Δεύτερον, όταν εξετάζουμε τις αλλαγές στην εργασία του σεξ κατά την τελευταία γενιά, εξετάζουμε την αλλαγή από πάνω προς τα κάτω - με δύο έννοιες. Προφανώς, οι αλλαγές καθοδηγούνται από τον άνδρα. Αλλά επίσης, καθοδηγούνται από την κορυφή της κοινωνίας, από την ελίτ των ανδρών.
Τρίτον, αν και αυτό δεν είναι ένα σημείο που θέτει η Φρανκ, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τους άνδρες, τα αγόρια και τα τρανς άτομα που επίσης εργάζονται στο σεξ. Αποτελούν σημαντική μειοψηφία των εργαζομένων στο σεξ στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Οποιαδήποτε θεωρία ή γενίκευση σχετικά με την εργασία του σεξ πρέπει να τους περιλαμβάνει. Το να βλέπουμε την εργασία του σεξ μόνο ως συναλλαγή μεταξύ ανδρών και γυναικών σημαίνει ότι χάνουμε πολλά.
Υπάρχει και ένα άλλο μεθοδολογικό μάθημα από την Φρανκ. Οι άντρες που άκουσε στα κλαμπ και οι άντρες που πήρε συνέντευξη έξω από τα κλαμπ για την έρευνά της, σχεδόν όλοι ήρθαν στα κλαμπ ως άτομα. Ήταν εύποροι, και μερικές φορές πλούσιοι. Όλοι τους προέρχονταν από το ανώτερο τρίτο των εισοδημάτων.
Όπως αναπτύσσουμε στο επερχόμενο βιβλίο μας The Sexual Politics of Capitalism, η εμπειρία του γάμου στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διαιρεμένη κατά μήκος ταξικών γραμμών από τη δεκαετία του 1980 και μετά. [14] Επαγγελματίες άνδρες και γυναίκες με τετραετή πτυχία κολεγίου δημιουργούσαν συντροφικούς γάμους που επικεντρώνονταν στο να μεταβιβάσουν την ταξική τους θέση στα παιδιά τους. Αυτό απαιτούσε χρήματα, βοηθητικό προσωπικό με χαμηλή αμοιβή και δύο γονείς.
Μέχρι περίπου το 1980, τα ποσοστά των διαζυγίων αυξάνονταν επί μια γενιά μεταξύ των Αμερικανών όλων των τάξεων, όπως συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Αλλά από το 1980 και μετά συνέβη κάτι στις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν συνέβη στην Ευρώπη. Το ποσοστό διαζυγίων μεταξύ του εύπορου, μορφωμένου ενός τρίτου άρχισε να μειώνεται. Μέχρι το 2000, τα τρία τέταρτα των γυναικών του ανώτερου τρίτου μπορούσαν να περιμένουν ότι ο πρώτος τους γάμος θα διαρκούσε μέχρι το θάνατο. Τα δύο τρίτα των γυναικών των κατώτερων δύο τρίτων, χωρίς τετραετές πτυχίο, έπαιρναν διαζύγιο.
Οι άνθρωποι με λιγότερα χρήματα απογοητεύουν ο ένας τον άλλον. Αλλά ακόμη και με χρήματα, δεν ήταν εύκολο να παραμείνουν παντρεμένοι. Οι άντρες με τους οποίους μίλησε η Φρανκ προσπαθούσαν να κρατήσουν τους συντροφικούς γάμους τους. Και για αυτούς τους άνδρες, μέρος αυτού ήταν να πηγαίνουν στα κλαμπ όπου μπορούσαν να φαντασιώνονται ότι κάνουν σεξ με άλλες γυναίκες, αλλά όχι να το κάνουν. Τα κλαμπ σε αυτή την πόλη της Βόρειας Καρολίνας είχαν αυστηρούς κανόνες κατά του σεξ, αλλιώς θα έχαναν την άδειά τους. Υπήρχαν πολλά άλλα μέρη, και άλλες εργαζόμενες στο σεξ, στην πόλη όπου αυτοί οι άνδρες μπορούσαν να κάνουν σεξ. Πήγαιναν στα κλαμπ επειδή ήθελαν να βλέπουν νεότερες γυναίκες που έμοιαζαν με πόρνες, αλλά δεν ήθελαν να προδώσουν τις γυναίκες τους.
Ήθελαν επίσης να μιλήσουν, και αυτό για το οποίο ήθελαν να μιλήσουν περισσότερο ήταν ο φεμινισμός και οι γυναίκες τους. Ένιωθαν αβέβαιοι, περιορισμένοι, ανασφαλείς από τον φεμινισμό που μοιράζονταν οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς τους. Σε ένα επίπεδο, συμφωνούσαν με τον φεμινισμό - ποιος δεν θα συμφωνούσε; Σε ένα άλλο επίπεδο, είχαν μείνει χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν ή πώς να εκφράσουν την υπεροχή τους μέσα σε μια σχέση αγάπης. Και μην ξεχνάτε, επρόκειτο για άνδρες που κυριαρχούσαν στη δουλειά και κυριαρχούνταν από τη δουλειά, με πολύπλοκους τρόπους, κάθε μέρα.
Η Φρανκ κατάλαβε ότι σε κάθε συζήτηση με αυτούς τους άνδρες για τη δουλειά της, υπήρχαν πάντα τρία άτομα στο δωμάτιο: εκείνη, ο άνδρας και η σύζυγός του. Κάθε φορά που χόρευε γι' αυτόν, επίσης, οι ίδιοι άνθρωποι βρίσκονταν στο δωμάτιο, ακόμα κι αν ο ένας ήταν φάντασμα, που πρόσεχε να μη ρωτήσει τον σύζυγό της πού είχε πάει.
Στις δημόσιες αντιπαραθέσεις σχετικά με την εργασία του σεξ, αυτά τα τρία άτομα είναι κατά βάση παρόντα. Οι δημόσιες καμπάνιες για την καταστολή της εργασίας του σεξ ή της εμπορίας ανθρώπων συχνά οργανώνονται και έχουν στην πρώτη γραμμή συντηρητικές γυναίκες από τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές τάξεις. Ακούγοντας τις ομιλίες τους, παρακολουθώντας την αυστηρά ελεγχόμενη οργή των προσώπων και των σωμάτων τους, μπορείτε να δείτε να αιωρείται στην άκρη του μυαλού τους μια εικόνα του συζύγου τους σε στενή σχέση με μια πόρνη [15] ή των γιών τους ή των πατέρων τους. Αυτή η γνώση δεν εκφράζεται ποτέ ευθέως, αλλά κραυγάζει μέσα από τις καταγγελίες της ανδρικής επιθυμίας. Ωστόσο, αυτές οι γυναίκες φροντίζουν επίσης ώστε οι εκστρατείες τους να μην εκθέσουν ποτέ ισχυρούς άνδρες, να μην φέρουν ποτέ σε δύσκολη θέση τους ίδιους τους συζύγους και τους πατεράδες τους. Αυτό αποτελεί μέρος της συμφωνίας τους με την πατριαρχία, και αυτό μπορεί μόνο να αυξήσει τον θυμό και την αγωνία τους [16].
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι αισθάνονται αυτές οι γυναίκες, και δεν είναι δύσκολο να συμπάσχει. Στη θέση τους, θα ονειρευόμασταν κι εμείς φλογοβόλα και αλυσοπρίονα. Αλλά ταυτόχρονα, στο τρίγωνο μεταξύ του συζύγου, της συζύγου και της εργαζόμενης στο σεξ, είναι σαφές ποιος είναι πιο καταπιεσμένος και ποιος πιο ισχυρός. Αν χρειαστεί να διαλέξουμε ανάμεσα στη σύζυγο και την εργάτρια του σεξ, είμαστε με το μέρος της εργάτριας του σεξ. Αν έχετε αυτό το σημείο εκκίνησης στο μυαλό σας, είναι πιο εύκολο να βρείτε το δρόμο σας στις συζητήσεις γύρω από την εργασία του σεξ.
Η Σιοβάν Μπρουκς [17]
Η Μπερνστάιν δίνει ένα παράδειγμα για την έκταση αυτής της αλλαγής σε εθνικό επίπεδο μέχρι το 2005: «Μια πρώην ακτιβίστρια των εργαζομένων στο σεξ και νυν διδακτορική φοιτήτρια Κοινωνιολογίας, η Σιοβάν Μπρουκς, έδωσε μια διάλεξη στο μάθημα Κοινωνιολογίας του Φύλου στο Barnard College». Το Barnard είναι το τμήμα γυναικών του Κολούμπια, ενός ελίτ πανεπιστημίου του Ivy League στη Νέα Υόρκη:
Η Μπρουκς ξεκίνησε τη διάλεξή της με μια αναφορά στο μεταβαλλόμενο φυλετικό προφίλ των γυναικών στην τοπική βιομηχανία του σεξ, αναφερόμενη όχι στην εισροή γυναικών του τρίτου κόσμου στη σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά στη λευκοποίηση του εμπορίου του σεξ, την οποία απέδωσε στην άνοδο του «sex-worker chic» μεταξύ των αστικών μεσαίων τάξεων. «Το νέο πρόσωπο της σεξουαλικής εργασίας», εξήγησε, «μοιάζει πολύ με τις γυναίκες σε αυτό το δωμάτιο». Για να καταδείξει την άποψή της, ρώτησε τις εξήντα και πλέον φοιτήτριες που ήταν παρούσες (η συντριπτική πλειονότητα των οποίων ήταν λευκές, ταξικά προνομιούχες νεαρές γυναίκες) πόσες από αυτές είχαν φίλες που είχαν εργαστεί ποτέ στη βιομηχανία του σεξ. Περίπου το ένα τρίτο των φοιτητριών στην αίθουσα σήκωσε το χέρι.[18].
Η Nancy Lindisfarne και ο Jonathan Neale είναι οι συγγραφείς του βιβλίου Why Men: A Human History of Violence and Inequality (Hurst, 2023) και The Sexual Politics of Capitalism (Η σεξουαλική πολιτική του καπιταλισμού): A Global History (The New Press, αναμένεται τον Ιανουάριο του 2026).
Σχετική δημοσίευση: Ο ρατσισμός και ο μύθος σχετικά με το trafficking, Anne Bonny Pirate, 2021.
https://annebonnypirate.org/2025/06/04/how-neoliberalism-transformed-sex-work-in-the-united-states
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Elizabeth Bernstein, 2007, Temporarily Yours: Intimacy, Authenticity and the Commerce of Sex, University of Chicago Press.
[2] https://en.wikipedia.org/wiki/Dot-com_bubble
[3] James Q Wilson and George L. Kelling, ‘Broken Windows’, Atlantic Monthly, 1982, quoted in Bernstein 2007, 62.
[4] Bernstein 2007, 63.
[5] Για μια εικόνα του πόσο σκληρή μπορεί να είναι αυτή η εργασία, βλέπε Lisa Maher, 1997, Sexed Work: Gender, Race and Resistance in a Brooklyn Drug Market, Oxford University Press.
[6] Για μια λεπτομερή και με κατανόηση παρουσίαση αυτού του είδους εργασίας, βλέπε Robert Kolker, 2013. Lost Girls, Harper.
[7] Δείτε Arlie Russell Hochschild, 1983, The Managed Heart: Commodification of Human Feeling, University of California Press; Hochschild, 2003, The Commercialization of Intimate Life: Notes from Home and Work, University of California Press; Barbara Ehrenreich and Arlie Russel Hochschild, eds. 2002. Global Women: Nannies, Maids and Sex Workers in the New Economy.
[8] Για μια προσεκτική και λεπτομερή εικόνα των Αμερικανών ανδρών που αναζητούν συναισθηματική γνησιότητα με άνδρες εργάτες του σεξ στη Δομινικανή Δημοκρατία και τη Βραζιλία, βλέπε Mark Padilla, 2007. Caribbean Pleasure Industry (Βιομηχανία ηδονής στην Καραϊβική): Tourism, Sexuality and AIDS in the Dominican Republic, University of Chicago Press- και Gregory Mitchell, 2015, Tourist Attractions: Performing Race and Masculinity in Brazil's Sexual Economy, Chicago University Press.
[9] Bernstein 2007, 126.
[10] Eric Blanc, 2025, We are the Union: How Worker-to-Worker Organizing in Revitalizing Labor and Winning Big, University of California Press.
[11] Katherine Frank, 2002, G-Strings and Sympathy: Strip Club Regulars and Male Desire, Duke University Press.
[12] https://en.wikipedia.org/wiki/Lap_dance
[13] Μια εξαίρεση είναι η φιλική αλλά με σαφές βλέμμα εθνογραφία της Angie Hart για τους άνδρες της εργατικής τάξης που πήγαιναν σε πόρνες με έναν μάλλον παραδοσιακό τρόπο στην Ισπανία - Angie Hart, 1997, Buying and Selling Power: Prostitution in Spain, Westview- και Angie Hart, 2017 (1994), 'Missing masculinity? Prostitutes Clients in Alicante, Spain". Στο Andrea Cornwall και Nancy Lindisfarne, Dislocating Masculinity, Routledge, 46-62.
[14] Nancy Lindisfarne and Jonathan Neale, The Sexual Politics of Capitalism: A Global History, 1980-2025, to be published by The New Press in January 2026.
[15] Για τέτοια παραδείγματα, δείτε Laura Maria Augustin, 2007, Sex at the Margins: Migration, Labour Markets and the Rescue Industry, Zed.
[16] Η φράση προέρχεται από την Deniz Kandiyoti, 1988, «Bargaining with Patriarchy», Gender & Society, 2(3): 274-290.
[17] https://en.wikipedia.org/wiki/Siobhan_Brooks
[18] Bernstein 2007. Brooks has since written a good book: Siobhan Brooks, 2010, Unequal Desires: Race and Erotic Capital in the Stripping Industry, SUNY Press.