Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2020 13:43

Η ελληνοτουρκική ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο

 

 

Παντελής Αυθίνος

Κώστας Κούσιαντας

 

 

Η ελληνοτουρκική ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο

 

 

 

Η σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού καπιταλισμού και του τουρκικού καπιταλισμού πλησιάζει και πάλι σε ένα σημείο βρασμού. Ο χρόνος που απομένει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου θα είναι κρίσιμος. Η τελευταία φορά που έγινε κάτι ανάλογο ήταν το 1996, όταν ο πόλεμος αποτράπηκε την τελευταία στιγμή.

Είναι μια σύγκρουση μεταξύ δύο περιφερειακών υποϊμπεριαλισμών, απολύτως αντιδραστική και από τις δύο πλευρές. Και δεν είναι καινούργια.

Η πάλη για περιφερειακή κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, καθώς και για την οικονομική και πολιτική επιρροή στη Μέση Ανατολή, ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ένα κρίσιμο σημείο της σύγκρουσης είναι ο αγώνας για τον έλεγχο της Κύπρου. Μια σύγκρουση που κάθε πλευρά διεξάγει σε συνεργασία με την ηγεσία της αντίστοιχης εθνικής κοινότητας του νησιού.

Τώρα έχει κλιμακωθεί ξανά με την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου την τελευταία δεκαετία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ανακάλυψη αυτή έχει πυροδοτήσει τον αγώνα δρόμο για την μοιρασιά των διεθνών υδάτων της Μεσογείου, μεταξύ της Ελλάδας της Τουρκίας και της Κύπρου μέσω του καθορισμού ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδας και θαλασσίων χωρικών υδάτων, καταργώντας πλήρως κάθε έννοια ελεύθερης θάλασσας. Πρόκειται για έναν νέο γύρο καπιταλιστικής λεηλασίας αυτήν την φορά του θαλάσσιου πλούτου σε συνδυασμό με νέες καταστροφικές εξορύξεις ορυκτών καυσίμων.

Και οι δυο πλευρές έχουν συνδέσει αυτή τη σύγκρουση με τις αντιπαρατιθέμενες στρατηγικές τους απέναντι στα λαϊκά κινήματα και τις εξεγέρσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, καθώς και με τις αντιπαραθέσεις των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στην περιοχή.

Ο τουρκικός καπιταλισμός συνδέθηκε και ενίσχυσε συντηρητικές θρησκευτικές πολιτικές δυνάμεις –τους Αδελφούς Μουσουλμάνους– που επιχείρησαν να ανακόψουν την επαναστατική δυναμική της Αραβικής Άνοιξης και να την εκτρέψουν σε αντιδραστικές κατευθύνσεις.

Ο ελληνικός καπιταλισμός στη Μέση Ανατολή

Ο ελληνικός καπιταλισμός, επιχειρεί, μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης και τον κλυδωνισμό των αυταρχικών καθεστώτων της περιοχής, να εμφανιστεί μέσω της τετραπλής συμμαχίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου (υπό την αιγίδα των ΗΠΑ), ως μια δύναμη ιμπεριαλιστικής σταθερότητας και στήριξης των παλαιών, αυταρχικών καθεστώτων:

Αμέσως μετά το πραξικόπημα του Σίσι στην Αίγυπτο η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να υπογράψει μαζί του συμφωνία, προσφέροντας έτσι άμεσα στην αιγυπτιακή δικτατορία διεθνή νομιμοποίηση και διαύλους συνεργασίας με την ΕΕ.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αναβαθμίσει τις οικονομικές της σχέσεις με το Ισραήλ και έχουν ευθυγραμμιστεί πλήρως με την ισραηλινή πολιτική στο παλαιστινιακό.

Τον περασμένο Ιανουάριο η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε να στηρίξει στρατιωτικά τη Σαουδική Αραβία, προσφέροντάς της σύστημα πυραυλικής προστασίας και προσωπικό (συστοιχία πυραύλων πάτριοτ).

Πρόσφερε πλήρη πολιτική και διπλωματική υποστήριξη στον πραξικοπηματία Χαλίφα Χάφταρ στη Λιβύη.

Επί πλέον, η Ελλάδα έχει διατηρήσει οικονομικές σχέσεις με το καθεστώς Άσαντ (από το 2017 η Ελλάδα είναι ο βασικός αγοραστής φωσφορικών αλάτων της Συρίας).

Και αυτή τη στιγμή έχει προχωρήσει σε μια σειρά συμφωνιών συνεργασίας με τα ΗΑΕ, πραγματοποιώντας κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στη Μεσόγειο.

Ταυτόχρονα, ο ελληνικός καπιταλισμός προσπαθεί να εμφανιστεί ως ο πιο αξιόπιστος εγγυητής των συμφερόντων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης στη Μέση Ανατολή:

Για παράδειγμα, την επόμενη μέρα μετά τη δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί, η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει την ετοιμότητά της να υποστηρίξει τις ΗΠΑ σε μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν.

Όμως, πολύ πιο σημαντική είναι η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού σήμερα να αποτελέσει το βασικό διπλωματικό και στρατιωτικό στήριγμα της εξόρμησης του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Σε πολλές δηλώσεις αξιωματούχων της κυβέρνησης και στα φιλικά της Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η Μεσόγειος χαρακτηρίζεται «ζωτικός χώρος» της Γαλλίας. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις για υπογραφή συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας, για στρατιωτική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Η συνεργασία αυτή και η σαφής υποστήριξη του Μακρόν προς την Ελλάδα, δίνει αυτή τη στιγμή αυτοπεποίθηση στον ελληνικό καπιταλισμό για να κλιμακώνει από την πλευρά του την ένταση.

Η προσφυγική κρίση και η ελληνοτουρκική σύγκρουση

Μια άλλη τραγική διάσταση αυτής της σύγκρουσης είναι η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να αναδειχτεί, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ως ο βασικότερος «διαχειριστής» του «προσφυγικού προβλήματος» στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένα βασικό διπλωματικό χαρτί που έπαιξε και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ότι η Ελλάδα αποτελεί το ισχυρό προπύργιο της ΕΕ για την ανάσχεση των προσφυγικών ροών και την αντιμετώπιση της «απειλής εισβολής τζιχαντιστών» στην Ευρώπη.

Η σημερινή δεξιά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) έχει αναβαθμίσει ακόμα περισσότερο αυτή την πολιτική και έχει μετατρέψει το «προσφυγικό πρόβλημα» σε πτυχή της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, εξαπολύοντας πραγματικό πόλεμο εναντίον των προσφύγων. Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση η Τουρκία επιχειρεί να «εισβάλει» στην Ελλάδα, μέσω των προσφύγων τους οποίους «στέλνει». Ο πόλεμος αυτός έχει ήδη ως αποτέλεσμα νεκρούς πρόσφυγες στον ποταμό Έβρο (το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) από πυρά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ή οπλισμένων ακροδεξιών πολιτοφυλακών, πνιγμένους πρόσφυγες στο Αιγαίο και (εκατοντάδες πιθανόν) παράνομες «επαναπροωθήσεις» προσφύγων στην Τουρκία. Η πολιτική λογική αυτού του πολέμου εναντίον των προσφύγων, είναι η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να πείσει την ΕΕ για τις ικανότητες του ελληνικού κράτους να μην επιτρέψει σε κανέναν πρόσφυγα από την Τουρκία να περάσει στις χώρες της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός καπιταλισμός επιχειρεί να πείσει την Ε.Ε, ότι δεν χρειάζεται την Τουρκία για να διαχειριστεί το προσφυγικό ζήτημα στα πλαίσια της «Ευρώπης Φρούριο».

Αυτή τη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση, εκτός από την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων (αγορά πολεμικών αεροσκαφών από τη Γαλλία), ενισχύει και τις στρατιωτικές της δυνάμεις στα χερσαία της σύνορα στον Έβρο και επεκτείνει τον φράχτη στην περιοχή, με το επιχείρημα της αντιμετώπισης μιας πιθανής νέας «εισβολής λαθρομεταναστών, που θα στείλει η Τουρκία».

Η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο σημαντικότερες χώρες συμμάχους του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο, προκαλεί φυσικά ανησυχία στις ΗΠΑ και την ΕΕ, καθώς φοβούνται ότι μια πολεμική σύγκρουση θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση του νοτιοανατολικού σκέλους της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Αυτή τη στιγμή, αν και η ΕΕ εκφράζει την υποστήριξή της στον Ελλάδα, τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ προσπαθούν να διαμεσολαβήσουν για να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως, καθώς και για τις δυο περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, Ελλάδα και Τουρκία, τα διακυβεύματα της σύγκρουσής τους είναι τόσο σοβαρά (δηλαδή ποιος θα έχει τον βασικό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο), που ωθούν και τις δυο χώρες σε κινήσεις που δεν ευθυγραμμίζονται πάντοτε με τις βασικές πολιτικές της ΕΕ και των ΗΠΑ στην περιοχή, ή ακόμα και σε πρωτοβουλίες με τις οποίες προσπαθούν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των κοινών, ισχυρών τους συμμάχων.

Μια διεθνιστική, αντιπολεμική προοπτική

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απαιτείται είναι η διεθνής αλληλεγγύη και η κοινή δράση των δυνάμεων της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο.

Δυστυχώς σε αυτό το σημείο είμαστε πολύ πίσω. Υπάρχουν, φυσικά, κοινές δηλώσεις μεταξύ των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς και στις δύο πλευρές του Αιγαίου Πελάγους.

Αλλά το πρόβλημα έγκειται στον ΣΥΡΙΖΑ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, τα δύο μεγάλα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα. Και τα δύο κόμματα έχουν φιλοπόλεμη στάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ - έχοντας διατελέσει κυβερνητικό κόμμα - προτείνει μια πιο επιθετική διπλωματική και στρατιωτική στρατηγική. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ) χρησιμοποιεί ισχυρή αντιιμπεριαλιστική ρητορική, μόνο και μόνο για να καταγγείλει τον δυτικό ιμπεριαλισμό επειδή δεν υποστηρίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Και τα δύο επικρίνουν τη δεξιά κυβέρνηση ότι με τις «χλιαρές» αντιδράσεις της –όπως τις χαρακτηρίζουν– εκχωρεί στην Τουρκία «κυρίαρχα δικαιώματα της Ελλάδας»!

Παρά την εθνικιστική υστερία που τα κρατικά μέσα προπαγάνδας και τα ΜΜΕ καλλιεργούν και στις δύο χώρες, είναι έκδηλη η ανησυχία των λαϊκών μαζών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία για το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Και στις δύο χώρες έχουν αναδειχτεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές κινηματικές δράσεις από τα κάτω που μπορούν να στηρίξουν ένα αντιπολεμικό διεθνιστικό κίνημα. Καθήκον των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι να οργανώσουν την επικοινωνία και την κοινή δράση και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου Πελάγους.

 

 

Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά:

Pantelis Afthinos and Κostas Kousiantas, «The Greek – Turkey Imperialist Conflict in East Mediterranean», Alliance of Middle Eastern and North African Socialists, 15 Σεπτεμβρίου 2020. Αναδημοσίευση: e la libertà, 17 Σεπτεμβρίου 2020.

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2020 13:54