Η πόλη Μπαχμούτ είναι ερειπωμένη ως αποτέλεσμα του βομβαρδισμού και της πολιορκίας της από τον ρωσικό στρατό. (Φωτογραφία/Roman Playshko, Shutterstock)
Η Ουκρανία αντιμετωπίζει έναν αυτοκρατορικό διαμελισμό
του Oleksandr Kyselov
Μετάφραση: Τάσος Αναστασιάδης
04/12/2025
Ο Oleksandr Kyselov, κατάγεται από το Ντόνετσκ, και είναι Ουκρανός αριστερός ακτιβιστής και βοηθός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα.
Οι προτάσεις της κυβέρνησης Τραμπ για ειρήνη στην Ουκρανία μοιάζουν με μια συμφωνία οικοπέδων, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν ανταμοιβή για την παράδοση ουκρανικής γης. Ωστόσο, με την εξασθένιση του Κιέβου, η χώρα ενδέχεται να αναγκαστεί να αποδεχτεί μια δυσάρεστη συμφωνία.
Στις 21 Νοεμβρίου, οι Ουκρανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρόταση ειρήνης που απαιτούσε σχεδόν άμεση αποδοχή. Το διαρρεύσαν σχέδιο ειρήνης των είκοσι οκτώ σημείων, που συντάχθηκε από τον απεσταλμένο του Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, και τον Ρώσο αξιωματούχο Κιρίλ Ντμίτριεφ, μοιάζει με αγοραπωλησία ακινήτων. Η Ρωσία παίρνει τη γη, οι Ηνωμένες Πολιτείες παίρνουν το μερίδιό τους, η Ευρώπη πληρώνει το λογαριασμό και η Ουκρανία μπορεί να επιλέξει μεταξύ της άμεσης ή της μελλοντικής παράδοσης. Υπό πίεση, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, απευθύνθηκε με ευθύτητα στο έθνος: «Απώλεια αξιοπρέπειας ή απώλεια ενός βασικού εταίρου. Είκοσι οκτώ δύσκολα σημεία ή ένας εξαιρετικά δύσκολος χειμώνας».
Οι έκπληκτοι Ευρωπαίοι ηγέτες -αιφνιδιασμένοι από το περιεχόμενο της πρότασης- έσπευσαν να αυτοσχεδιάσουν αντιπροτάσεις. Εν μέσω της οργής του Λευκού Οίκου για τη διαρροή, οι έκτακτες συνομιλίες στη Γενεύη οδήγησαν σε ένα αναθεωρημένο πλαίσιο δεκαεννέα σημείων, παραπέμποντας τα πιο δύσκολα ζητήματα σε έναν μελλοντικό διάλογο υψηλού επιπέδου. Ο Τραμπ δήλωσε «τεράστια πρόοδο» και ανακοίνωσε την έκτη επίσκεψη του Γουίτκοφ στη Μόσχα φέτος. Το Κρεμλίνο, εν τω μεταξύ, απέρριψε τις ευρωπαϊκές αντιπροτάσεις και διαμήνυσε ότι μόνο τα είκοσι οκτώ αρχικά σημεία ταιριάζουν με το «πνεύμα του Άνκορατζ» -δηλαδή, τα ανοίγματα του Τραμπ προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύνοδο κορυφής τους στην Αλάσκα το καλοκαίρι. Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι παραμένει έτοιμη να επιτύχει τους συνολικούς της στόχους με στρατιωτικά μέσα -μια θέση που αφήνει ελάχιστα περιθώρια για συμβιβασμό.
Η Ημέρα των Ευχαριστιών πέρασε και η θέση της Ουκρανίας αποδυναμώθηκε περαιτέρω. Στις 28 Νοεμβρίου, λίγο πριν την αναχώρησή του για το Μαϊάμι για έναν ακόμη γύρο διαβουλεύσεων, ο Αντρέι Γερμάκ, επικεφαλής του προσωπικού του Ζελένσκι και επικεφαλής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, παραιτήθηκε μετά από έφοδο των αρχών καταπολέμησης της διαφθοράς στο σπίτι του, στο πλαίσιο έρευνας για δωροδοκίες ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της ενέργειας. Την ίδια μέρα, εμφανίστηκαν αναφορές ότι η Ουάσιγκτον ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει μονομερώς τον ρωσικό έλεγχο της Κριμαίας και άλλων κατεχόμενων εδαφών. Την επόμενη μέρα, ο πρώην αρχηγός του στρατού της Ουκρανίας Βαλέρι Ζαλούζνι εξέφρασε τη δυσφορία του για την απουσία σαφών πολιτικών στόχων, σημειώνοντας ότι ακόμη και μια προσωρινή ειρήνη θα μπορούσε να προσφέρει μια ευκαιρία για ανάκαμψη και προετοιμασία για το μέλλον.
Αυτή η αλυσίδα γεγονότων μπορεί να μην τερματίσει τον πόλεμο -οι τελευταίες συνομιλίες στο Κρεμλίνο την Τρίτη δεν ήταν καταληκτικές- αλλά αποκαλύπτει πώς οι μεγάλες δυνάμεις φαντάζονται αυτή τη στιγμή την έκβασή του και πόσο λίγο έχουν αλλάξει οι βασικές απαιτήσεις της Ρωσίας, καθώς η επιρροή της Ουκρανίας έχει μειωθεί. Η Μόσχα έχει κάνει μόνο οριακές παραχωρήσεις από τις μαξιμαλιστικές θέσεις που εξέφρασε τον Ιούνιο, αλλά εξακολουθεί να θέλει να εξαναγκάσει το Κίεβο σε μόνιμη ουδετερότητα, να εξασφαλίσει την αναγνώριση των ρωσικών εδαφικών κατακτήσεων, να επιβάλει στρατιωτικούς περιορισμούς με το πρόσχημα της «αποστρατιωτικοποίησης» και να αποσπάσει ιδεολογικές παραχωρήσεις με το ιδεολόγημα της «αποναζιστικοποίησης». Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι η ουσία, αλλά κυρίως το πλαίσιο: μια πιο εξαντλημένη Ουκρανία, μια πιο διχασμένη Δύση και ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που ευνοεί περισσότερο την άσκηση πίεσης παρά οποιαδήποτε ρητορική έννοια δικαιοσύνης.
Η ουδετερότητα ως αυτοκρατορικό βέτο
Η εμμονή της Ρωσίας στην ουδετερότητα της Ουκρανίας προϋπήρχε της εισβολής. Διατυπώθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από τη Μόσχα το Δεκέμβριο του 2021, με το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο συνθηκών, που ζητούσε όχι μόνο η Ουκρανία αλλά και ολόκληρο το πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ να αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως δική της ζώνη ασφαλείας. Είναι η κυριότερη από τις «ασάφειες των τελευταίων 30 ετών» (όπως τις αποκαλούν τα είκοσι οκτώ σημεία) που το Κρεμλίνο επιδιώκει να επιβάλει. Αυτή η εμμονή να κρατηθεί η Ουκρανία εκτός ΝΑΤΟ δεν έχει να κάνει με την «αδιαίρετη ασφάλεια», αλλά με τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, στην οποία αγνοούνται οι ανάγκες ασφάλειας των μικρότερων κρατών. Η Ουκρανία αποτελεί το πεδίο δοκιμών για το αν η Μόσχα μπορεί να ασκήσει βέτο στην εξωτερική πολιτική των γειτόνων της, σε ένα δόγμα Μονρόε με ρωσική προφορά.
Η Ρωσία απαιτεί επίσημες διαβεβαιώσεις σχετικά με τη μόνιμη ουδετερότητα της Ουκρανίας, όχι μόνο από το Κίεβο, αλλά και από τα μέλη του ΝΑΤΟ. Οι αρχικές ρήτρες που απαιτούν από τα κράτη να καταγγείλουν ή να μην συνάψουν συνθήκες που θα παραβίαζαν αυτές τις υποχρεώσεις ουδετερότητας θα μπορούσαν να επηρεάσουν ακόμη και τη μελλοντική πορεία της Ουκρανίας προς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην περίπτωση που οι Βρυξέλλες θα ενίσχυαν τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένες να προσφέρουν τίποτα πέραν της σημερινής τους εμπλοκής, πόσο μάλλον να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας παρόμοιες με το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, το οποίο ορίζει τους λόγους απάντησης σε μια επίθεση. Εάν η Ρωσία επιτεθεί ξανά, η Ουάσιγκτον δεσμεύεται απλώς να ακυρώσει τη συμφωνία και να προβεί σε μια αόριστη «αποφασιστική συντονισμένη στρατιωτική απάντηση». Αυτό αφήνει το Κίεβο μόνο του για την ασφάλειά του, οπλισμένο με απλές υποσχέσεις που η Μόσχα μπορεί να αγνοήσει.
Αποστρατιωτικοποιημένη και ανυπεράσπιστη
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα σενάριο κατά το οποίο η Ουκρανία θα εισέβαλε πρώτη στη Ρωσία. Τα επιχειρήματα του Κρεμλίνου για την αποστρατιωτικοποίηση είχαν πάντα έναν σκοπό: να υπονομεύσουν την ικανότητα του Κιέβου να αντισταθεί και, άρα, να υπαγορεύσουν τους όρους.
Οι διαπραγματεύσεις της Ιστανμπούλ τον Απρίλιο του 2022 πρότειναν ο μέγιστος αριθμός των ουκρανικών στρατευμάτων να οριστεί μεταξύ 85.000 και 250.000, με περιορισμένη εμβέλεια στην αεροπορική άμυνα και στο πυροβολικού. Το σχέδιο Γουίτκοφ-Ντιμίτριεφ υπερδιπλασίασε το ανώτατο όριο σε 600.000 στρατιώτες και διατήρησε την απαγόρευση της ξένης στρατιωτικής παρουσίας, εξανεμίζοντας κάθε ενδεχόμενο ειρηνευτικής ή αποτρεπτικής δύναμης. Μετά από έντονες αντιδράσεις, η προοπτική ειρηνευτικών δυνάμεων επανήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και το ανώτατο όριο για τον αριθμό των στρατευμάτων αυξήθηκε επίσης. Ωστόσο, ενώ αυτές οι αναθεωρήσεις αναμένουν την έγκριση του Κρεμλίνου, ολόκληρη η συζήτηση επικεντρώνεται στο λάθος ερώτημα. Γιατί η Ουκρανία πρέπει να διατηρεί έναν στρατό πολεμικού μεγέθους σε καιρό ειρήνης και, το πιο σημαντικό, ποιος θα πληρώνει για αυτόν σε μια κατεστραμμένη χώρα;
Αναμφισβήτητα, ακόμη και το χειρότερο σενάριο που θα προέκυπτε από τις συνομιλίες της Ιστανμπούλ πριν από τρία χρόνια δεν θα εμπόδιζε την Ουκρανία να οικοδομήσει μια ισχυρή άμυνα. Εάν η δημόσια υποστήριξη παραμείνει σταθερή, το Κίεβο μπορεί να βασιστεί σε έναν μεγάλο αριθμό εφέδρων, ορισμένοι από τους οποίους έχουν εκπαιδευτεί στο εξωτερικό σε προηγμένα οπλικά συστήματα και θα μπορούσαν να αναδιαταχθούν γρήγορα σε περίπτωση επανάληψης των εχθροπραξιών. Ωστόσο, οποιαδήποτε συμφωνία που περιορίζει τη δυτική βοήθεια σε αυτό το θέμα θα θεσμοθετούσε την ασυμμετρία και θα καθιστούσε την Ουκρανία ανίσχυρη σε περίπτωση που η Ρωσία παραβίαζε άλλη μια συμφωνία που έχει υπογράψει.
Η «αποναζιστικοποίηση» και το ψέμα της γενοκτονίας
Η ιδεολογική συνιστώσα των ρωσικών απαιτήσεων -η «αποναζιστικοποίηση»- λειτουργεί ως πολιτικό πλαίσιο, όχι ως πρακτική ατζέντα. Οι ρωσικές δυνάμεις αναφέρονται συστηματικά στους ουκρανικούς στρατιώτες ως «Γερμανούς», και η Μόσχα συνεχίζει να δικαιολογεί την εισβολή ως απάντηση στη «γενοκτονία» στο Ντονμπάς, ακόμη και όταν οι αριθμοί αποκαλύπτουν το ψέμα. Τα τελευταία τρία χρόνια πριν από την μεγάλης κλίμακας εισβολή (2019-2021), οι θάνατοι αμάχων που σχετίζονταν με τη σύγκρουση στην περιοχή ανέρχονταν σε λιγότερους από εκατό. Από την έναρξη της λεγόμενης αποστολής διάσωσης της Ρωσίας, χιλιάδες άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους και εκατοντάδες χιλιάδες έχουν εκτοπιστεί μόνο σε αυτές τις δύο περιοχές, μετά την καταστροφή περισσότερων από δώδεκα πόλεων με συνολικό προπολεμικό πληθυσμό περίπου ενός εκατομμυρίου.
Η εκμετάλλευση των φόβων για την ακροδεξιά από τις ρωσικές αρχές, πέρα από το ότι αυτές οι ίδιες προωθούν τον νεοφασισμό τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αποτελεί προφανή προπαγάνδα. Ωστόσο, η απαίτηση για αυτή τη συμβολική νίκη παραμένει. Το 2022, το Κρεμλίνο απαρίθμησε εκτεταμένες νομικές αλλαγές ως απόδειξη της αποριζοσπαστικοποίησης της Ουκρανίας. Η πρόταση Γουίτκοφ-Ντιμίτριεφ χρησιμοποιεί ήδη πιο ουδέτερη γλώσσα. Ωστόσο, στην Ουκρανία, ακόμη και θεμιτές συζητήσεις για τον εθνικισμό, την πολιτική της μνήμης ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων απαξιώνονται από τη Ρωσία, με τη χρήση τους ως πρόσχημα για επιθετικότητα. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται υπό στρατιωτική απειλή δεν θα μετριάσουν το ουκρανικό πολιτικό περιβάλλον, αλλά θα εδραιώσουν την πόλωση και θα δώσουν στους εθνικιστές το ισχυρότερό τους χαρτί.
Μοιρασιά λάφυρων
Η εδαφική διάσταση παραμένει ο πυρήνας της θέσης της Ρωσίας. Η ανησυχία της Μόσχας για τη μη αναγνώριση των κατακτήσεών της στην Ουκρανία θεωρείται πλέον ως μία από τις «βασικές αιτίες της σύγκρουσης». Τώρα το Κρεμλίνο διεκδικεί πέντε ουκρανικές περιοχές -την Κριμαία, το Ντόνετσκ, το Λουχάνσκ, τη Χερσόνα και τη Ζαπορίζια- παρόλο που ελέγχει πλήρως μόνο δύο. Το ζουμί για την Ρωσία είναι: αναγνωρίστε αυτή τη νέα «πραγματικότητα στο έδαφος».
Οι δικαιολογίες έχουν αλλάξει με τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης. Αρχικά, η Μόσχα ισχυριζόταν ότι «προστατεύει» τις ονομαστικά ανεξάρτητες «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, αλλά αργότερα αποφάσισε ότι η καλύτερη προστασία ήταν η απορρόφησή τους από την ίδια τη Ρωσία. Για να εδραιώσει τη χερσαία γέφυρά της προς την Κριμαία, η Ρωσία προσάρτησε περαιτέρω τα εδάφη που κατείχε στη Χερσόνα και τη Ζαπορίζια και συνέχισε να διεκδικεί τα εδάφη που δεν κατέχει. Οι προτεινόμενες από τη Ρωσία «αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες ασφαλείας» σε τμήματα της περιοχής του Ντονέτσκ που εξακολουθεί να ελέγχει η Ουκρανία έχουν έναν σαφή σκοπό: να αναγκάσουν την Ουκρανία να αποσυρθεί από στρατηγικές θέσεις, ενώ τα οχυρωμένα εδάφη που έχουν καταληφθεί από τη Ρωσία παραμένουν στο απυρόβλητο.
Η Ουκρανία δεν μπορεί να ανακτήσει τα κατεχόμενα εδάφη με τη βία υπό τις τρέχουσες συνθήκες. Αλλά ούτε μπορεί να παραχωρήσει στη Μόσχα αμετάκλητα δικαιώματα επ' αυτών. Η θέση του Κιέβου περιορίζεται στην άρνηση της αναγνώρισης, ενώ αποδέχεται τη γραμμή επαφής ως σημείο αναφοράς για μελλοντικές διαπραγματεύσεις αποκλείοντας τα στρατιωτικά μέσα για τη διευθέτηση των διαφορών.
Υπάρχουν προηγούμενα για διαρκή κατάπαυση του πυρός, ακόμη και όταν οι υποκείμενες εδαφικές διεκδικήσεις παρέμειναν ανεπίλυτες -η Κύπρος από το 1974, η Κορέα από το 1953, το Κασμίρ από το 1972. Ωστόσο, η Κύπρος έχει ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών και ξένες στρατιωτικές δυνάμεις και στις δύο πλευρές. Η Κορέα έχει ένα από τα πιο στρατιωτικοποιημένα σύνορα στον κόσμο. Στο Κασμίρ εκδηλώνονται τακτικά βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες δεν καταλήγουν σε πλήρη πόλεμο μόνο χάρη στην πυρηνική αποτροπή. Κανένα από αυτά δεν προσφέρει πρότυπα για βιώσιμη ειρήνη στην Ουκρανία που να ταιριάζουν με τις συμφωνίες που συζητούνται.
Οι οικονομικές διατάξεις του σχεδίου αποκαλύπτουν τον μισθοφορικό του χαρακτήρα. Η Μόσχα παίρνει μια σταδιακή ανακούφιση από τις κυρώσεις, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για εγκλήματα πολέμου, επανεντάσσεται στους G8 και αμείβεται με μια κερδοφόρα οικονομική συνεργασία. Η Ουάσιγκτον λαμβάνει αποζημίωση για τις εγγυήσεις, κέρδη από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και τον Τραμπ να προεδρεύει προσωπικά του «Συμβουλίου Ειρήνης», δηλαδή του σχετικού οργάνου επιβολής της συμφωνίας. Δεν πρόκειται καν για σύγκρουση συμφερόντων, είναι μάλλον απλώς επιχειρηματικό μοντέλο. Η Ευρώπη, σε αυτό το σχέδιο, μετατρέπεται σε συνυπαίτιο, και έτσι αναλαμβάνει την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας όσο και ο πραγματικός επιτιθέμενος. Παρά το γεγονός ότι η ζημιά που προκάλεσε η Ρωσία στην Ουκρανία υπερβαίνει το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ, η οικονομική ευθύνη της Μόσχας περιορίζεται σε τμήματα των περιουσιακών στοιχείων που ήδη κατέχουν οι αρχές της ΕΕ.
Οι προτάσεις αναμένουν επίσης δεσμεύσεις από όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ — αλλαγή της πολιτικής των ανοιχτών θυρών, μπλοκάρισμα της ένταξης της Ουκρανίας, περιορισμός των στρατιωτικών αποστολών — και είναι έτοιμες να τις επιβάλουν σε τριάντα ένα από τα τριάντα δύο κράτη μέλη. Ο ρόλος της Ουκρανίας και των ευρωπαίων συμμάχων της φαίνεται να περιορίζεται σε διαμαρτυρίες, πιέσεις για αλλαγές και προσπάθειες αναβολής ευαίσθητων θεμάτων. Και μόλις η Μόσχα απορρίψει αυτές τις αντιρρήσεις, ο κύκλος απλώς επαναλαμβάνεται.
Το 2024, η ουκρανική αριστερή ομάδα Sotsialnyi Rukh (Κοινωνικό Κίνημα), ενώ ασκούσε κριτική στην πολιτική του κράτους σε καιρό πολέμου, καλούσε για πρώτη φορά σε «διάλογο για εφικτούς στόχους». Αυτό ήταν σε έντονη αντίθεση με τις στάσεις που επικρατούσαν δύο χρόνια πριν, όταν η έμφαση δινόταν στην πλήρη νίκη και την ήττα της Ρωσίας. Την ίδια χρονιά, περίπου οι μισοί Ουκρανοί εξακολουθούσαν να θεωρούν τις διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα είτε αδύνατες είτε αποδεκτές μόνο μετά την πλήρη απελευθέρωση του εδάφους.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025, η στάση του λαού είχε αλλάξει περαιτέρω. Ενώ λιγότερο από το 20% είναι έτοιμο να αποδεχτεί τους όρους του Κρεμλίνου και μόνο το 39% θα συμφωνούσε με την αναγνώριση από τις ΗΠΑ της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία, πάνω από τα τρία τέταρτα θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με το πάγωμα της σύγκρουσης στις τρέχουσες γραμμές του μετώπου. Θα το θεωρούσαν μάλιστα τουλάχιστον μερική επιτυχία, αρκεί να μην νομιμοποιηθούν οι κατακτήσεις εδαφών από τη Ρωσία, να συνεχιστεί η στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη από τη Δύση, να παραμείνει κλειστός ο εναέριος χώρος για ρωσικές επιθέσεις και να διατηρηθούν οι κυρώσεις μέχρι να επιτευχθεί πραγματική ειρήνη. Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα δεν προσφέρουν τίποτα από όλα αυτά, δείχνοντας ότι η βούληση του ουκρανικού λαού έχει μικρή σημασία χωρίς την ικανότητα να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Η παγίδα της εξάρτησης
Τελικά, αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν αποφασίζονται από διπλωματικές ικανότητες, αλλά από τα υλικά δεδομένα της υπόθεσης. Η αδυναμία της Ουκρανίας εκτείνεται πέρα από την έλλειψη στρατιωτικού προσωπικού και πόρων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν περίπου το 30% των όπλων που χρησιμοποιεί το Κίεβο, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αεροπορικής άμυνας Patriot, των πυραύλων F-16, των ρουκετών HIMARS, των δορυφορικών εικόνων και των δεδομένων στόχευσης. Η Ουάσιγκτον ελέγχει επίσης τη μεταφορά τους από τα αποθέματα άλλων χωρών. Χωρίς τις πληροφορίες των ΗΠΑ, ακόμη και η αεροπορική άμυνα της Ουκρανίας, που προστατεύει τους πολίτες και τις υποδομές, θα ήταν ανίκανη. Η πρόσβαση στο Starlink, που είναι απαραίτητη για τις επικοινωνίες της Ουκρανίας, μπορεί να διακοπεί από τον Έλον Μασκ κατά βούληση.
Οι ευρωπαϊκές εναλλακτικές λύσεις απουσιάζουν ή παραμένουν ανεπαρκείς. Παρόλο που η παραγωγή οβίδων για το πυροβολικό πλησιάζει τα δύο εκατομμύρια βλήματα, τα Patriot δεν έχουν ευρωπαϊκό αντικαταστάτη, καθώς τα γαλλο-ιταλικά συστήματα SAMP/T υπάρχουν μόνο σε μικρούς αριθμούς. Ο δορυφορικός σχηματισμός IRIS² δεν θα μπορεί να ανταγωνιστεί τις δυνατότητες των ΗΠΑ για πολλά χρόνια. Εναλλακτικές λύσεις για τα HIMARS παράγονται μόνο στη Νότια Κορέα και το Ισραήλ.
Τα ίδια τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν περισσότερα σε προμηθευτές από τις ΗΠΑ παρά σε εγχώριες προμήθειες, εν μέρει για να αγοράσουν την αμερικανική πιστότητα και εν μέρει επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο διαθέσιμο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετέχουν στις στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης διατηρώντας 84.000 στρατιώτες σταθμευμένους σε ευρωπαϊκές βάσεις και επεκτείνοντας την πυρηνική τους ομπρέλα. Ο Τραμπ δεν εφευρίσκει τίποτα νέο, απλώς εκμεταλλεύεται την εξάρτηση που ήδη υπάρχει.
Δικαιοσύνη;
Μια δίκαιη ειρήνη θα απαιτούσε την αποχώρηση της Ρωσίας από τις κατεχόμενες περιοχές, εγγυήσεις ασφάλειας με πραγματικούς μηχανισμούς επιβολής, λογοδοσία για εγκλήματα πολέμου και αποζημιώσεις πέραν των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Τίποτα από αυτά δεν εμφανίζεται σε καμία πρόταση που εξετάζει η Μόσχα ή που συζητά η κυβέρνηση Τραμπ. Το Κρεμλίνο δεν είναι έτοιμο για συμβιβασμό, έχοντας απορρίψει κάθε ειρηνευτική πρωτοβουλία που δεν βασίζεται στις μέγιστες απαιτήσεις του. Αυτό που τώρα ονομάζεται «ειρήνη» είναι μια αυτοκρατορική διευθέτηση που συντάχθηκε από δύο δυνάμεις, με όρους που επιβάλλονται από τα πάνω και με τις χώρες που επηρεάζονται πιο άμεσα να βρίσκονται στην ουρά της όποιας συζήτησης.
Το τραγικό είναι ότι ο κυνισμός του Τραμπ, η απουσία ευρωπαϊκής προετοιμασίας και η αδυναμία της Ουκρανίας ενδέχεται να επιβάλλουν την αποδοχή της συμφωνίας. Αυτή είναι η λογική της αυτοκρατορικής εξουσίας, η οποία δεν έχει φέρει ποτέ διαρκή ειρήνη, και καμία προθεσμία δεν θα αλλάξει αυτό το γεγονός. Το μόνο που μένει είναι να μην έχουμε αυταπάτες και να ονομάσουμε αυτή τη συμφωνία με το όνομά της: μια παύση πριν ξεκινήσει ο επόμενος πόλεμος.