Jean Léger
Η Συνωμοσία των Ίσων και η γέννηση του Κομμουνισμού
Ο Jean Léger εξετάζει την ιστορία του Γράκχου Μπαμπέφ και της «Συνωμοσίας των Ίσων», μιας κομμουνιστικής οργάνωσης που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Πρωτοδημοσιεύτηκε ως «Babeuf et la naissance du communisme ouvrier» στο τεύχος 2 του κριτικού μαρξιστικού περιοδικού Socialisme ou Barbarie (Μάιος-Ιούνιος 1949).
Ο Μπαμπέφ ήταν το πρώτο παράδειγμα ενός αγωνιστή που διατύπωσε μια συνεκτική σοσιαλιστική θεωρία, αγωνιζόμενος για μια «πληβειακή» σοσιαλιστική επανάσταση, κατά την άποψή του απαραίτητη για την αναδιοργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας στο σύνολό της. Αυτές οι απόπειρες για πρώτο κομμουνιστικό κόμμα και θεωρία έχουν μεγάλη σημασία για εμάς: μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς αναπτύχθηκε η επαναστατική σκέψη. Επιπλέον, προσφέρουν την ευκαιρία για μια συγκεκριμένη ανάλυση της σχέσης μεταξύ του επαναστάτη αγωνιστή και της εργατικής τάξης σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο[1].
Πριν εξετάσουμε τα ιστορικά ζητήματα είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε τη βασική μας μέθοδο. Είναι αρκετά σαφές ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την ιδεολογία μιας τάξης ως απλή αντανάκλαση των υλικών συνθηκών διαβίωσής της. Ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε τη σχέση μεταξύ υλικών συνθηκών και ιδεολογίας ως μια σειρά από δράσεις και αντιδράσεις μεταξύ αυτών των δύο πόλων. Πιστεύουμε ότι η ταξική πάλη είναι μια ενότητα: ότι υπάρχει μια βαθιά ταυτότητα μεταξύ των ιδεολογιών των τάξεων και των υλικών τους συνθηκών. Η ιδεολογία εκφράζει –σε ένα ξεχωριστό επίπεδο και με τους δικούς της όρους– τη θέση της τάξης στις οικονομικές σχέσεις. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εργατικής τάξης στα τέλη του 18ου αιώνα. Η ανάγκη να εξετάσουμε λεπτομερώς την θεωρία των Ίσων μας οδήγησε στο να διαχωρίσουμε αυτή την ανάλυση από την ιδεολογία της: το γεγονός όμως ότι το πρώτο κεφάλαιο είναι τόσο αναπτυγμένο, καθώς και οι συνεχείς αναφορές που γίνονται σε αυτό στο δεύτερο, μας βοηθούν να επιτύχουμε μια πληρέστερη κατανόηση της κατάστασης των εκμεταλλευόμενων τάξεων στην αυγή του καπιταλισμού.
I. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις από το 1789 έως το 1796
Η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα δεινά και την εκμετάλλευση των φτωχών αγροτών και των τεχνιτών, χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά η κατάσταση των εργατών στα πρώτα σύγχρονα εργοστάσια.
Ο λόγος για τον οποίο αναφερόμαστε σε τόσο ετερόκλητα στοιχεία της κοινωνίας είναι ότι όλα τους κινητοποίησαν δυνάμεις για το στρατό του επαναστατικού προλεταριάτου και οι διαφορετικές αντιλήψεις τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία των πρώτων κομμουνιστικών θεωριών.
Οι φτωχοί αγρότες ήταν κατά κάποιο τρόπο η πιο σημαντική από αυτές τις ομάδες. Υπήρχε στα χωριά ένας μεγάλος αριθμός μεροκαματιάρηδων και «οικιακών βοηθών». Ζούσαν σε ταπεινά σπιτάκια, με κήπο και ίσως ένα μικρό χωράφι. Μπορούσαν να νοικιάσουν κάποια μικρά αγροτεμάχια, αλλά δεν μπορούσαν να συντηρηθούν παρά μόνο εκμεταλλευόμενοι τα κοινά, λαμβάνοντας φιλανθρωπίες ή συμμετέχοντας σε κοινοτικές ενώσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Αντιτάχθηκαν σθεναρά στους άρχοντες αλλά και στην αστική τάξη. Αν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ακριβώς την κατάστασή τους, μπορούμε να πάρουμε κάποια εικόνα από τους κανόνες που έθεσαν οι διοικητικοί αξιωματούχοι κατά την προηγούμενη περίοδο, καθώς και από τον αγώνα τους κατά των «οργωτών » (οι πιο εύποροι αγρότες που κατείχαν το δικό τους άροτρο), οι οποίοι τους υποχρέωναν να πληρώνουν πολλά για τη χρήση των αλόγων τους και μονοπωλούσαν τα αγροκτήματα. Πράγματι, στα ενοριακά αρχεία βρίσκουμε διαμαρτυρίες κατά της ένταξης αστών της πόλης στην αγροτική κοινότητα (καπιταλιστές που προσπαθούσαν να αγοράσουν τα κοινά, να κερδοσκοπήσουν με τα σιτηρά και να συγχωνεύσουν τα αγροκτήματα). Οι διαμαρτυρίες αυτές εκφράζονταν σε μεγάλο βαθμό από τους ιερείς της υπαίθρου, τους οποίους ο Maurice Dommanget[2] αποκαλεί «κόκκινους ιερείς». Ένας από αυτούς εξέφρασε πολύ άμεσα τις λύσεις που πρότειναν οι φτωχοί αγρότες: «Τα αγαθά πρέπει να είναι κοινή περιουσία και δεν πρέπει να υπάρχει σιταποθήκη ή κελάρι από το οποίο να παίρνει κανείς περισσότερα από όσα χρειάζεται».[3]
Αλλά οι προσδοκίες αυτών των φτωχών αγροτών έπρεπε να ενωθούν με τις προσδοκίες των εκμεταλλευόμενων στις πόλεις, αν επρόκειτο να πάρουν μια πιο αναπτυγμένη μορφή. Οι μόνες θεωρίες που έπαιξαν πολιτικό ρόλο, αυτή των Ανραζέ [Enragés, Λυσσασμένοι] και αργότερα αυτή των Ίσων, αναπτύχθηκαν σε ένα αστικό περιβάλλον: έτσι πρέπει να εξετάσουμε λεπτομερέστερα την κατάσταση των εργατών και των ειδικευμένων εργατών.
Το 1789 οι κοινωνικές ομάδες που συνδέονταν με τη βιομηχανική παραγωγή οδηγήθηκαν στο χάος από την εισαγωγή νέων τεχνικών. Τόσο μεταξύ των τεχνιτών –λίγο πολύ οργανωμένων σε βιοτεχνικές συντεχνίες– όσο και στη μεταποιητική βιομηχανία –λίγο περισσότερο από μια ομάδα τεχνιτών υπό ενιαία διεύθυνση– αναπτύχθηκαν δύο νέοι τύποι εγκαταστάσεων: το εργαστήριο και το σύγχρονο εργοστάσιο. Τα εργαστήρια που υπήρχαν από καιρό στις βιομηχανίες μαλλιού και μεταξιού αναπτύχθηκαν χάρη στην εισαγωγή των βασικών κλωστικών μηχανών. Πολυάριθμο εργατικό προσωπικό μετανάστευσε στην ύπαιθρο[4]. Αρκετά ξεχωριστά, το σύγχρονο εργοστάσιο αναπτύχθηκε στις βιομηχανίες βαμβακιού, μεταλλουργίας και εξόρυξης. Στη βαμβακοβιομηχανία, οι πιο ισχυρές εταιρείες ασχολήθηκαν με την εκτύπωση στα υφάσματα. Μεταξύ αυτών των εργοστασίων (περίπου εκατό) ορισμένα ξεπερνούσαν κατά πολύ τους χίλιους εργαζόμενους: ένα από αυτά στην Αλσατία είχε 2.300 εργαζόμενους[5]. Στα ελαιοτριβεία παρατηρήθηκε μικρότερη συγκέντρωση: περίπου σαράντα μεσαίες επιχειρήσεις με 20 έως 800 εργαζομένους. Οι μεταλλουργίες οργανώθηκαν ως μια σειρά από μικρά σιδηρουργεία γύρω από μερικά σύγχρονα εργοστάσια, με πρότυπο παράδειγμα το εργοστάσιο Κρεσό με 1.400 εργαζόμενους. Τέλος, τα ορυχεία παρουσίαζαν μερικά μεμονωμένα αλλά ισχυρά παραδείγματα κλασικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων: για παράδειγμα, η εταιρεία Ανζέν είχε 4.000 εργαζομένους και δώδεκα ατμοκίνητες μηχανές[6].
Βλέπουμε λοιπόν πολύ διαφορετικές ομάδες εργαζομένων: τους «μάστορες» που ήταν εχθρικοί προς τη ρύθμιση και σε ορισμένες περιπτώσεις κοντά στην αστική τάξη∙ τους ειδικευμένους εργάτες που ήταν οργανωμένοι σε μυστικές εταιρείες (29 επαγγέλματα είχαν τέτοιες συντεχνίες, οι οποίες προέκυψαν από τις ενώσεις αλληλοβοήθειας και προσπαθούσαν να μοιράσουν την εργασία)[7]∙ τους εργάτες της βιομηχανίας που ήταν λίγο πολύ οικονομικά προνομιούχοι, αλλά παρακολουθούνταν στενά από την αστυνομία, και τους εργάτες της υπαίθρου που αποτελούσαν έναν πολύ σημαντικό σύνδεσμο μεταξύ των φτωχών αγροτών και των εργατών των εργοστασίων, οι οποίοι ήταν μακράν οι χειρότερα εκμεταλλευόμενοι και φτωχότεροι (το 1790 ο [βιομήχανος Κριστόφ-Φιλίπ] Ομπερκάμφ μοίρασε 218.792 λίρες σε μισθούς αλλά τσέπωσε 673.657 λίρες κέρδος[8]).
Αυτές οι διάφορες κοινωνικές ομάδες ήταν σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένες μεταξύ τους την παραμονή της Επανάστασης. Η έλλειψη εκπαίδευσης, η πολιτική και γεωγραφική απομόνωση, οι δεισιδαιμονίες, η παράδοση κ.λπ. σήμαιναν ότι η συνείδηση της εργατικής τάξης εξαρτιόταν πολύ στενά από τις συνθήκες παραγωγής. Είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβές να πούμε ότι οι εργάτες των εργοστασίων συντρίβονταν από την κατάστασή τους, δουλεύοντας 16 έως 18 ώρες την ημέρα. Καθώς υφίσταντο σκληρή εκμετάλλευση, δεν είχαν σχεδόν καθόλου δικές τους ιδέες. Θεωρούνταν σαν να ήταν μηχανές στη διάθεση της κοινωνίας[9].
Αντίθετα, οι ειδικευμένοι εργάτες ήταν καλά οργανωμένοι, καθώς το υψηλό επίπεδο των δεξιοτήτων τους τους πρόσφερε ένα πολύ καλύτερα ανεπτυγμένο επίπεδο συνείδησης. Ήταν σε θέση να τα βάλουν άμεσα με την αστική τάξη: για παράδειγμα, μια αίτηση που υπογράφηκε από 150.000 εργάτες κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «οι βουλευτές μας δεν είναι δικοί μας»· στη Ρεμ, από το 1788 οι εργάτες της βιομηχανίας μαλλιού συνεδρίαζαν ανεξάρτητα στις «Τέταρτες Τάξεις» και συζητούσαν πολιτικά ζητήματα[10].
Αλλά στον οικονομικό τομέα οι εργάτες και οι ειδικευμένοι εργάτες ενώθηκαν στις ίδιες βασικές αντιδράσεις: εξοργισμένοι από τη φτώχεια και την ανελέητη ανεργία διαμαρτυρήθηκαν κατά της εισαγωγής μηχανών, αντιδρώντας στη χρήση τους και συχνά σπάζοντάς τες: στη Φαλέζ το 1788, σε τρεις περιπτώσεις στη Ρουέν το καλοκαίρι του 1789, στη συνέχεια στη Ροάν, στο Σεντ-Ετιέν και στη Λιλ το 1790 και στην Τρουά και στο Παρίσι το 1791.[11]
Αυτή η στοιχειώδης αντίσταση θα γινόταν πιο έντονη τα επόμενα χρόνια, την ίδια στιγμή που προπαγανδίζονταν μια πιο ανεπτυγμένη μορφή ταξικής πάλης: η απεργία. Πράγματι, η επανάσταση καθιέρωσε την ισότητα μεταξύ της εργατικής τάξης: την ισότητα της φτώχειας. Οι καπετάνιοι της βιομηχανίας μετανάστευσαν και οι βιομηχανίες πολυτελείας σταμάτησαν, αλλά το σημαντικότερο ήταν οι συνέπειες του πολέμου. Πράγματι, οδήγησε σε πληθωρισμό, που συμπληρώθηκε από ελλείψεις και υψηλό κόστος ζωής∙ ενθάρρυνε την ανάμειξη της εργατικής τάξης με τη δημιουργία εθελοντικών σωμάτων∙ μετέφερε το εργατικό δυναμικό από τις βιομηχανίες πολυτελείας και τα καταναλωτικά αγαθά μεσαίας τιμής στην πολεμική παραγωγή και τη βιομηχανία τροφίμων. Η μεγάλη επιτυχία της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας ήταν η ανάπτυξη της βιομηχανίας μεταλλουργίας: αυξήθηκε ο αριθμός των μηχανών ελασματουργίας, δημιουργήθηκαν νέες χαλυβουργίες και ιδρύθηκαν εργοστάσια για την κατασκευή εργαλείων και όπλων (συνολικά περισσότερα από πενήντα τέτοια εργοστάσια εκτός της πρωτεύουσας, ορισμένα εργαστήρια στο Παρίσι καθώς και τρία ατμοκίνητα τρυπάνια). Επιπλέον, δημιουργήθηκαν μεγάλοι ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι, καθώς και μια σύγχρονη χημική βιομηχανία∙ η βαμβακοβιομηχανία συνεχίστηκε, ενώ η βιοτεχνική παραγωγή μειώθηκε. Εκτός από τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση της βιομηχανίας (νόμοι του 1791 που καταργούσαν τις συντεχνίες, τους κανονισμούς των εργοστασίων, τα προνόμια των πατεντών και τις οργανώσεις των ειδικευμένων εργατών), η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας εργάστηκε για την προώθηση της εισαγωγής της μηχανοποίησης και την ενθάρρυνση της βιομηχανίας (δωρεάν εγκαταστάσεις, αξιοποίηση έμπειρων Άγγλων κρατουμένων, σύσταση επιτροπής βιοτεχνίας και μεταποίησης και δημιουργία σχεδίων καινοτομίας). Η πολιτική αυτή οδηγήθηκε προς όφελος της μεγάλης βιομηχανικής αστικής τάξης, επιταχύνοντας τη συγκέντρωση της βιομηχανίας. Οι εργάτες ανέπτυξαν επίσης οξύτερη συνείδηση της αντίθεσής τους στην κρατική εξουσία και της δικής τους αλληλεγγύης: πολυάριθμες απεργίες ξέσπασαν στα τέλη του 1793 και την άνοιξη του 1794.[12]
Όμως αυτή η εργατική δύναμη -ακόμη ασταθής, ελάχιστα προσαρμοσμένη στη ζωή της στο εργοστάσιο και απολύτως διαλυμένη από την έλλειψη τροφίμων- οργανώθηκε κυρίως μέσα στα όρια των τοπικών περιοχών, και ο αγώνας ήταν πολύ περισσότερο μεταξύ των πεινασμένων και εκείνων που είχαν μαζέψει τρόφιμα παρά μεταξύ εργατών και αφεντικών. Η οργάνωση που ηγείτο αυτού του αγώνα ήταν η τοπική συνέλευση: κάθε βράδυ οι πολίτες της περιοχής συναντιόντουσαν και συζητούσαν τη γενική κατάσταση.
Όταν οι συνελεύσεις αυτές έχασαν το δικαίωμά τους να συνεδριάζουν τις καθημερινές, οι πιο δραστήριοι πολίτες δημιούργησαν τοπικές λαϊκές ενώσεις, οι οποίες συντονίζονταν από μια κεντρική επιτροπή λαϊκών ενώσεων. Όμως αυτή η μορφή εξακολουθούσε να είναι συγκεχυμένη: εργάτες, ειδικευμένοι εργάτες, τεχνίτες αναμειγνύονταν μεταξύ τους και τα συμφέροντα αυτών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων δεν διακρίνονταν. Αυτό εξηγεί πώς οι πρωτομάστορες μπόρεσαν να ματαιώσουν τον αγώνα της άνοιξης του 1795.
Αλλά ήδη οι ιδεολογίες που είχαν αναδυθεί μεταξύ των φτωχών αγροτών είχαν αρχίσει να ξεκαθαρίζουν. Ειδικά οι Ανραζέ βρήκαν εδώ τη μεγαλύτερη υποστήριξή τους. Ακόμη και αν ο καθημερινός αγώνας για τη ρύθμιση και την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών σήμαινε ότι οι απατεώνες και οι συνένοχοι πολιτικοί ήταν οι πιο στοχοποιημένοι, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνώρισαν τα γραπτά του Ζακ Ρου, κυρίως στο μανιφέστο των Ανραζέ[13]. Έδειξε το κενό της επίσημης πολιτικής της εποχής∙ την πάλη μεταξύ των τάξεων (αναφερόμενος στην «πιο σκληρά εργαζόμενη τάξη της κοινωνίας»∙ έγραψε ότι «οι νόμοι ήταν σκληροί για τους φτωχούς επειδή γράφτηκαν μόνο από τους πλούσιους, για τους πλούσιους»∙ «εδώ και τέσσερα χρόνια μόνο οι πλούσιοι επωφελούνται από τα κέρδη της επανάστασης»). Έκανε θόρυβο για την ανάγκη μιας δεύτερης επανάστασης, αλλά στη συνέχεια μπορούσε μόνο να αμφισβητήσει τον Ροβεσπιέρο επικαλούμενος το Σύνταγμα του 1793, και να αμφισβητήσει την αστική τάξη υποστηρίζοντας τη δημιουργία εθνικών καταστημάτων όπου όλα τα προϊόντα θα πωλούνταν με σταθερές τιμές προστατευμένα από τον ανταγωνισμό, και επιπλέον τη δήμευση των κερδών που αποκόμισαν οι τραπεζίτες και οι κερδοσκόποι μετά την επανάσταση, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν προς όφελος των εθελοντών και των χήρων.
Παράλληλα με τους Ανραζέ, ορισμένοι κάτοικοι της Λυών πρότειναν πολύ πιο ολοκληρωμένα σχέδια για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, ο Λανζ συνέστησε τη δημιουργία ενός τύπου συνεταιρισμών, τόσο για την κατανάλωση όσο και για την παραγωγή∙ παρά την αντίθεσή του στο κίνημα των μαζών, φαίνεται ότι είχε κάποια επιρροή στους σαν-κιλότ [sans-culottes = αβράκωτοι] της Λυών [μέλη των κατώτερων τάξεων, τα στρατεύματα της βάσης της Γαλλικής Επανάστασης].
Ωστόσο, αυτοί οι διάφοροι μεταρρυθμιστές δεν ήταν ποτέ κάτι καλύτερο από μεμονωμένους ταραξίες, οι οποίοι δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον ή ο ένας ζήλευε τις θεωρίες του άλλου. Καμία πραγματική οργάνωση δεν συντόνιζε τη δραστηριότητά τους ούτε επέτρεπε βαθύτερη θεωρητική επεξεργασία. Η επαναστατική ιδεολογία δεν προχώρησε παραπέρα από την ιδέα της κοινής ιδιοκτησίας των αγαθών. Το αντιδραστικό κύμα του 1793 και η πολιτική του Θερμιδόρ [το τέλος της Βασιλείας του Τρόμου του Ροβεσπιέρου το 1794] οδήγησαν την κομμουνιστική σκέψη σε υποχώρηση ή τουλάχιστον σε στασιμότητα. Μόνο μετά την αποτυχία των εξεγέρσεων της άνοιξης του 1795 και την εκτεταμένη ανάμειξη των επαναστατών ηγετών στις φυλακές θα υψώσει το κεφάλι του ένα συνεκτικό κομμουνιστικό δόγμα: το δόγμα των Ίσων.
II. Η θεωρία και η επαναστατική οργάνωση των Ίσων
Η θεωρία φαίνεται ότι πήρε οριστική μορφή στις φυλακές όπου συναντήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Μπαμπέφ, Ζερμαίν, Μπουοναρότι, Μποντσόν, Φικέ, Μασάρ και Ντεμπόν. Ο Μπαμπέφ γνώριζε επίσης ήδη τον Νταρτέ και τον Συλβέν Μαρεσάλ[14]. Στο πλαίσιο αυτής της ομάδας, χάρη στην ενεργή αλληλογραφία και τις πολυάριθμες συζητήσεις, αναπτύχθηκαν οι κομμουνιστικές ιδέες. Ποιος ήταν όμως ο ρόλος του καθενός από τα μέλη της; Είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι, διότι δεν υπάρχουν λεπτομερείς μελέτες για τους περισσότερους από αυτούς τους επαναστάτες. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ο Ντεμπόν είχε ήδη γράψει ένα βιβλίο για την ιδιοκτησία και συζητούσε συχνά το θέμα με τον Μπαμπέφ∙ αλλά οι τρεις σημαντικότεροι θεωρητικοί ήταν ο Συλβέν Μαρεσάλ, ο Μπουοναρότι και ο Μπαμπέφ. Ο Συλβέν Μαρεσάλ, ένας αντιεκκλησιαστικός ποιητής, είχε γίνει δημοσιογράφος και, κυρίως, από το 1791 ήταν ένας από τους κύριους συντάκτες της εφημερίδας Révolutions de Paris. Είχε άμεση επαφή με τον Μπαμπέφ το αργότερο τον Μάρτιο του 1793. Έχοντας πάντα ζήσει ταπεινά, κοντά στους εργάτες του Παρισιού, ανέπτυξε μια αρκετά ξεκάθαρη θεωρία για την ταξική πάλη, τη γενική απεργία, την ανάγκη μιας νέας επανάστασης και την πραγματική ισότητα[15]. Ο Μπουοναρότι, ο οποίος προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Τοσκάνης, είχε απολαύσει μια στέρεη μόρφωση. Ενθουσιώδης οπαδός του επαναστατικού κινήματος, είχε βιώσει τη δημοκρατική διοίκηση στην Κορσική καθώς και στην κατεχόμενη Ιταλία. Ο Maurice Dommanget υποστηρίζει ότι «ήταν, μαζί με τον Μπαμπέφ, ο μεγάλος θεωρητικός και πραγματικός ηγέτης των Ίσων»[16], αλλά δεν είμαι σε θέση να διακρίνω την πραγματική του συμβολή.
Όσο για τον Μπαμπέφ, είχε επηρεαστεί από τις πιο διαφορετικές επιρροές καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά όλες αυτές προέρχονταν από τις διάφορες εκμεταλλευόμενες ομάδες ή θεωρητικούς που ήλπιζαν να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία στο όνομα της ισότητας. Από νωρίς στη ζωή του, ήταν η επιρροή του πατέρα του που τον ενέπνευσε να ακολουθήσει τον Γάιο Γράκχο και τον Ρουσσώ, τα λόγια του οποίου ανέφερε: «Ο πρώτος άνθρωπος που περιέφραξε ένα κομμάτι γης και θεώρησε σωστό να πει “αυτό είναι δικό μου” και βρήκε ανθρώπους αρκετά ηλίθιους για να τον πιστέψουν, ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτισμένης κοινωνίας. Αλλά προσέξτε να μην πιστέψετε αυτόν τον απατεώνα. Είστε χαμένοι αν ξεχάσετε ότι οι καρποί της γης ανήκουν σε όλους και η γη δεν ανήκει σε κανέναν». Κυρίως όμως η προσωπική του εμπειρία είχε ουσιαστική σημασία γι’ αυτόν. Είναι αδύνατο να το διατυπώσει κανείς αυτό με μεγαλύτερη σαφήνεια από τον Maurice Dommanget, ο οποίος έγραψε: «βαδίζοντας κατά μήκος των αυλακιών και παρατηρώντας τις συνθήκες των αγροτών της Πικαρδίας· ψάχνοντας σε απόκρυφα κείμενα για να βρει τις ρίζες της ιδιοκτησίας των αρχόντων στη χώρα του· και θρηνώντας για την άθλια μοίρα των εργατών της Ρουά, ανάμεσα στους οποίους ζούσε, ο Μπαμπέφ σφυρηλάτησε στον εαυτό του ένα στάδιο ταξικής συνείδησης, και επομένως μια προσδοκία για το ιδανικό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας»[17]. Από αυτό το σημείο και μέχρι τον Ιανουάριο του 1793 ο Μπαμπέφ έγινε ένας αξιόλογος αγωνιστής των αγροτών. Δημοσίευσε πολυάριθμα φυλλάδια (μεταξύ των οποίων και το Cadastre perpétuel [Αιώνιο Μητρώο], το οποίο αποτελεί εν μέρει επεξήγηση των μεταβατικών αιτημάτων για την αναδιανομή της γης)∙ οργάνωσε με μαεστρία εκστρατείες υπογραφών, εξέδωσε ένα περιοδικό ταξικής πάλης και ίδρυσε ένα γραφείο συμβουλών για την ενημέρωση των φτωχών και την παραγωγή φακέλων σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονταν εις βάρος τους. Συμμετείχε ακόμη και σε πράξεις εξέγερσης, και όταν έγινε μέλος της επαναστατικής διοίκησης, χρησιμοποίησε τη θέση του για να καταγγείλει με θέρμη τους εκμεταλλευτές, να απαιτήσει βαθιές μεταρρυθμίσεις (διώχθηκε για πρώτη φορά το 1791, αφού είχε απαιτήσει τη διανομή γαιών των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήταν επισφαλείς). Δεν δίστασε να εμπλακεί σε πλαστογραφίες από μίσος για τους πλούσιους και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των σαν-κιλότ. Από τον Μάρτιο του 1793 έως τον Οκτώβριο του 1795 ο Μπαμπέφ ανέπτυξε περαιτέρω την εμπειρία του συμμετέχοντας στους επαναστατικούς αγώνες του Παρισιού και διεξάγοντας συζητήσεις στη φυλακή με τους πιο τολμηρούς προπαγανδιστές και τους πιο αφοσιωμένους αγωνιστές των μπρα νυ [bras nus = γυμνά χέρια, προλετάριοι] του Παρισιού. Εμπνεύστηκε υπομνήματα από τους κατοίκους της περιοχής του (περιοχή του Μουσείου)∙ έγραψε στη διοίκηση του Παρισινού Συμβουλίου (κυρίως, στέλνοντας επιστολές στον Σομέτ) για να την πιέσει να ενεργήσει σύμφωνα με τα συμφέροντα του λαού. Σύντομα, όμως, κατάλαβε ότι μόνο όσοι συμμερίζονταν τις ιδέες του μπορούσαν να μεταμορφώσουν την κοινωνία. Ίδρυσε έτσι τη Συνωμοσία των Ίσων.
Επομένως, έχουμε μια ιδέα για τα διάφορα στάδια της σκέψης του Μπαμπέφ. Όσον αφορά τη φιλοσοφία, εγκατέλειψε σταδιακά την πίστη του στο Θεό, και έγινε δηλωμένος άθεος το 1793. Παρομοίως, άρχισαν να εμφανίζονται στοιχεία υλισμού, σιγά-σιγά: το 1787 είχε γράψει «μόνο η πράξη μπορεί να τελειοποιήσει τη θεωρία»[18] και την ίδια στιγμή, «αυτή η λεγόμενη ανακάλυψη, όπως και πολλές άλλες όσον αφορά την πολιτική, δεν θα μπορούσε παρά να έχει προκύψει δεδομένης της πορείας των γεγονότων», αλλά δεν κατάφερε να εξηγήσει με σαφήνεια τον ρόλο της ιδεολογίας, σημειώνοντας για παράδειγμα ότι «αυτές είναι οι προκαταλήψεις, γεννημένες από άγνοια, οι οποίες σε όλες τις εποχές είχαν ως αποτέλεσμα την κακή μοίρα του ανθρώπινου γένους. Χωρίς αυτές, όλοι οι άνθρωποι θα συνειδητοποιούσαν την αξιοπρέπειά τους». Έτσι, η ισότητα στην αξιοπρέπεια των ατόμων φαίνεται να είναι το ουσιαστικό κίνητρο πίσω από τον αγώνα για ισότητα στην ιδιοκτησία των αγαθών. Στη συνέχεια, ιδίως με το Μανιφέστο των Πληβείων που γράφτηκε το χειμώνα του 1795, η οργάνωσή του θα μπορούσε να βασιστεί μόνο στη μελέτη της ιστορίας, έστω και αν εξακολουθούσε να λέει ότι όπου εισάγεται ανισότητα, αυτή μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα «παράλογων συμβάσεων».
Έτσι, ακόμη και αν δεν βλέπουμε μια συνεκτική φιλοσοφία στα γραπτά του Μπαμπέφ, αυτό δεν μειώνει το γεγονός ότι υπάρχουν αξιόλογα στοιχεία σε αυτά και ότι η προσέγγισή του στην ανάλυση –ακόμη και αν εξακολουθεί να είναι διστακτική– αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο σε σύγκριση με τους επαναστάτες της εποχής του. Το σημαντικότερο είναι ότι τον οδήγησε στο να δώσει έμφαση στη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Το 1789 εξήγησε στο Cadastre perpétuel ότι ορισμένα επαγγέλματα μπορούσαν να κυριαρχήσουν στην κοινωνία, καταλήγοντας: «Εκείνοι που ασκούν τέτοιους ρόλους είχαν όχι μικρή επιτυχία στο να πάρουν την ιδιοκτησία των πάντων: ενώ εκείνοι των οποίων η αναντικατάστατη εργασία τους καθιστά πραγματικά απαραίτητους είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται σχεδόν στο μηδέν». Θα του έπαιρνε μερικά χρόνια για να αποφασίσει αν το επίπεδο πλούτου κάποιου ή ο ρόλος του στην παραγωγή ήταν το κριτήριο που καθόριζε την τάξη του. Βλέπουμε για παράδειγμα την «πολύ ταπεινή προσφώνηση των μελών της τάξης των πεννών [order of pennies] προς τους ευυπόληπτους πολίτες της τάξης των λιρών [order of pounds]», αντιπαραβάλλοντας τους φτωχούς προς τους ευπορότερους. Σαφώς αυτό ήταν της εποχής του, αντικατοπτρίζοντας το πρόβλημα που δημιουργούσε η προϋπόθεση της ιδιοκτησίας για την ψήφο στις εκλογές, αλλά γενικά η αντιπαράθεση μεταξύ φτωχών και πλουσίων ήταν ακόμη ανεπαρκώς κατανοητή. Αλλά όλα αυτά κάνουν ακόμη πιο αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μπαμπέφ μπόρεσε σταδιακά να ξεφύγει από τις συνήθεις παραδοχές των πληβείων και να φτάσει σε μια πιο οξυδερκή κατανόηση, όπως φαίνεται στην επιστολή του προς τον Ζερμαίν: «Όταν τώρα παρατηρώ τη μικρή μειοψηφία που δεν θέλει τίποτα, μόνο τους τίτλους ιδιοκτησίας της γης, ανάμεσα στις τάξεις της βλέπω όλους εκείνους που είναι ευτυχείς... να αναβιώνουν και να ανανεώνουν τη συνωμοσία με την οποία πολλά χέρια εργάζονται, αλλά αυτοί που κάνουν τη δουλειά δεν αποκομίζουν τα κέρδη». Η σύνδεση μεταξύ αυτής της διαίρεσης της κοινωνίας και του στόχου που έπρεπε να επιτευχθεί εμφανιζόταν τώρα πιο καθαρά, έστω κι αν ο Μπαμπέφ δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει το σχεδιαζόμενο μεγάλο θεωρητικό έργο του πάνω σε ζητήματα ισότητας. Το κύριο κεφάλαιο του Cadastre perpétuel εξηγούσε τις ιδέες του: «Έτσι όλοι θα εργάζονταν μαζί, σύμφωνα με τις αντίστοιχες φυσικές τους δυνάμεις, για να επιτύχουν διαφορετικές προόδους για την κοινωνία: έτσι, όπως φαίνεται, όλοι θα απολάμβαναν την ίδια ευχαρίστηση σε αυτή την κοινωνία». Ο στόχος δεν ήταν διαφορετικός στο Μανιφέστο των Πλεβαίων, όπου διατυπώθηκε με σαφέστερους όρους, αλλά όχι χωρίς προσθήκες: «να εγγυάται σε κάθε άνθρωπο και την οικογένειά του, όσο πολυάριθμοι και αν είναι, ό,τι χρειάζονται, και όχι περισσότερα από όσα χρειάζονται».
Το απαραίτητο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η επανάσταση. Ο Μπαμπέφ δεν είχε ψευδαισθήσεις για αποσπασματικές λύσεις. Είχε προβλέψει την επανάσταση από το 1787 και μετά την εμπειρία του Θερμιδόρ, κατανόησε την ανάγκη μιας δεύτερης επανάστασης για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας των πληβείων: «Έχω διακρίνει δύο διαμετρικά αντίθετα κόμματα: Καταλαβαίνω αρκετά καλά ότι και τα δύο θέλουν ένα ρεπουμπλικανικό πολιτικό καθεστώς [a republic], αλλά το ένα κόμμα θέλει να είναι αστικό και αριστοκρατικό, το άλλο κόμμα να είναι ένα λαϊκό και δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς [a popular and democratic republic]», έγραφε σε ένα τεύχος της Tribun du Peuple.
Αυτή το «λαϊκό και δημοκρατικό» ρεππουμπλικανικό πολίτευμα θα καθιέρωνε την ισότητα στην εκπαίδευση και την ισότητα στο βιοτικό επίπεδο. Στα μάτια του αυτές οι δύο μεταρρυθμίσεις ήταν εξίσου σημαντικές, καθώς και οι δύο εξέφραζαν με σαφήνεια τις πιο επείγουσες ανάγκες του λαού και επέτρεπαν τις συνθήκες που αποτελούσαν την απαραίτητη βάση για ένα βήμα προς το σοσιαλισμό. Προκειμένου να διασφαλιστεί το ίσο βιοτικό επίπεδο, ο Μπαμπέφ κατανοούσε ότι θα ήταν απαραίτητο να δράσει τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και στο πεδίο της διανομής, δεδομένης της ανεπτυγμένης κατανόησης των οικονομικών αλληλεξαρτήσεων. Αυτές οι πολύ σύγχρονες ανησυχίες, αυτά τα ερωτήματα που εξακολουθούν να τίθενται στους επαναστάτες αγωνιστές, προφανώς δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν τόσο έντονα όσο θα μπορούσαμε να το κάνουμε σήμερα, αλλά εμφανίζονται συνεχώς στα γραπτά του, αποτελώντας τη βάση της σκέψης του: βλέπουμε πώς το 1787, καθώς πρότεινε την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, ζήτησε την κοινή ιδιοκτησία των αγαθών, την καθιέρωση ενός συστήματος για την τήρηση ενός μητρώου του πλούτου, και μετά από επανειλημμένες αλληλεπιδράσεις με τους κατοίκους του Παρισιού, προώθησε τη μοναδικά σύγχρονη και τολμηρή ιδέα της οργάνωσης της παραγωγής. Η Tribun du Peuple της 30ής Νοεμβρίου 1794 περιελάμβανε την εξής παράγραφο: «ο μόνος τρόπος είναι να εγκαθιδρύσουμε κοινή διοίκηση, να καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία, να βάλουμε τον καθένα να δουλεύει ανάλογα με τα ταλέντα του και την τέχνη που γνωρίζει, να τον υποχρεώσουμε να παραδίδει τους καρπούς της εργασίας του στο κοινό απόθεμα και να καθιερώσουμε μια απλή διοίκηση διανομής». Ακόμα και αν τα μέσα δεν έχουν καθοριστεί, ή ακόμα και αν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε την επίδραση της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας στην εμπειρία του Μπαμπέφ, δεν είναι λιγότερο αξιοσημείωτο να δούμε πώς ξεπέρασε αυτές τις πρώτες προσπάθειες αστικής οργάνωσης και τη σαφήνεια με την οποία διέγραψε τα γενικά θέματα μιας σοσιαλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.
Αυτές οι ιδέες, μαζί με εκείνες του Συλβέν Μαρεσάλ, αποτέλεσαν τη σταθερή βάση για την ιδεολογία των Ίσων. Ίσως τα μέλη της Συνωμοσίας στη Λυών να την εμπλούτισαν με την εμπειρία τους από τους κανύ [canuts, εργάτες του μεταξιού που πραγματοποίησαν κάποιες από τις πρώτες μεγάλες απεργίες] και τα επιχειρήματά τους. Σε κάθε περίπτωση, εξετάζοντας το μανιφέστο των Ίσων και τις δηλώσεις τους σχετικά με την οργάνωση της κοινωνίας μετά τη νίκη τους[19], είναι σαφές ότι οι ιδέες του Μπαμπέφ και των συντρόφων του είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη οξύτητα. Αν η ισότητα ήταν «η πρώτη επιθυμία της φύσης», μια νέα επανάσταση προαναγγέλθηκε με μια θέρμη που μέχρι τότε δεν είχε προηγούμενο: «Η Γαλλική Επανάσταση ήταν απλώς ο προάγγελος μιας άλλης πολύ μεγαλύτερης επανάστασης, μιας πολύ σημαντικότερης: της τελευταίας». Τα προηγούμενα κείμενα του Συλβέν Μαρεσάλ –ο οποίος έγραψε το μανιφέστο– μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε ότι με τον όρο «μεγαλύτερη» εννοούσε την επέκταση σε παγκόσμια κλίμακα, και με τον όρο «σημαντική» το βάθος της στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Αργότερα μάλιστα είπε ότι αυτή η επανάσταση θα καταργούσε την ιδιοκτησία, ακόμη και το κράτος: «Τέρμα η ατομική ιδιοκτησία της γης! Η γη δεν ανήκει σε κανέναν. Απαιτούμε, επιθυμούμε την κοινή απόλαυση των καρπών της γης: αυτοί οι καρποί ανήκουν σε όλους.» – «Επιτέλους, μακριά από εσάς, οι βρώμικοι διαχωρισμοί ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, μεγάλους και ταπεινούς, αφέντες και υπηρέτες, κυβερνώντες και κυβερνώμενους!». Αυτό δεν ήταν μόνο «όνειρο», αλλά ένα πρόγραμμα δράσης που αυτοπροσδιοριζόταν αυστηρά πολύ πιο πέρα από τα προγράμματα και τα επιτεύγματα της αστικής τάξης: «Οι αριστοκρατικές χάρτες του 1791 και του 1795 σφίγγουν τις αλυσίδες σας, αντί να τις σπάσουν. Εκείνη του 1793 ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την πραγματική ισότητα: ποτέ πριν ή μετά δεν βρεθήκαμε τόσο κοντά, αλλά και πάλι δεν εκπλήρωσε τους στόχους μας ούτε πέτυχε την κοινή ευημερία».
Τα διατάγματα των Ίσων ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακά:
«1. Όσοι δεν υπηρετούν την πατρίδα δεν μπορούν να ασκούν πολιτικά δικαιώματα.
2. Όσοι δεν επιτελούν χρήσιμο έργο δεν υπηρετούν τη χώρα
Οικονομικό διάταγμα:
1. Θα δημιουργηθεί ένας μεγάλος εθνικός κοινός πλούτος.
2. Θα περιέλθουν στην ιδιοκτησία του τα απούλητα αγαθά του έθνους, τα περιουσιακά στοιχεία των εχθρών της επανάστασης, τα δημόσια κτίρια, τα κοινόχρηστα αγαθά, τα πτωχοκομεία και τα περιουσιακά στοιχεία που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους ή τα σφετερίστηκαν όσοι χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους για να πλουτίσουν.
3. Το δικαίωμα της κληρονομιάς καταργείται. Όλα τα αγαθά θα επιστρέψουν στον κοινό πλούτο.
Σχετικά με την εργασία για τον κοινό πλούτο:
1. Κάθε μέλος πρέπει να εργάζεται...
8. Η διοίκηση θα προωθήσει τη χρήση μηχανών και τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη μείωση του φόρτου εργασίας...
10. Οι εργαζόμενοι θα απασχολούνται από τη διοίκηση ανάλογα με την κατανόηση των αναγκαίων καθηκόντων τους».
Επομένως, βλέπουμε πώς οι Ίσοι προέβλεπαν τη δημιουργία μιας πραγματικής σοσιαλιστικής οργάνωσης της οικονομίας, που θα διαχειριζόταν και θα ανέπτυσσε την παραγωγή, χρησιμοποιώντας συστηματικά τις πιο προηγμένες τεχνικές και εφευρέσεις, περιγράφοντας ακόμη και μια μορφή σχεδιασμού. Αυτή η κοινωνία θα εγκαθιδρυόταν μετά από μια μεγάλη επανάσταση των εκμεταλλευόμενων και την εφαρμογή μεταβατικών μεταρρυθμίσεων με ταχείς ρυθμούς. Το δόγμα αυτό ξεπερνά κατά πολύ εκείνο ακόμη και των πιο προηγμένων επαναστατών του 1793. Ο «Μπαμπεφισμός» προχώρησε επίσης πολύ περισσότερο από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές και ο ίδιος δεν θα ξεπερνιόταν μέχρι την έλευση του μαρξισμού. Τα προβλεπόμενα μέτρα δεν θα εφαρμόζονταν μέχρι την εποχή των Μπολσεβίκων. Είναι εντυπωσιακό το πώς, 122 χρόνια πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ένα ακόμα εμβρυακό προλεταριάτο μπορούσε ωστόσο να αναπτύξει μια πρωτοπορία με ένα επίπεδο κατανόησης επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Μόνο τα κύρια σημεία διατυπώθηκαν άμεσα, αλλά έχουν αλλάξει τόσο λίγο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους όρους των σύγχρονων συζητήσεων για να τα αναλύσουμε: προφανώς αυτοί οι όροι εξηγούν ιδέες που συχνά δεν επαρκούν λόγω μιας αδέξιας διατύπωσης, αλλά μερικές φορές κόβουν σαν μαχαίρι μέχρι την καρδιά της ανθρώπινης προσδοκίας. Αυτό που είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικό είναι ότι αυτή η θεωρία ταυτιζόταν με τον αγώνα των εκμεταλλευομένων: την κάθε στιγμή σταματούσαν για να αποσαφηνίσουν τις προοπτικές τους, και στη συνέχεια επέστρεφαν συνεχώς για να τις θέσουν σε εφαρμογή.
Η οργάνωση των Ίσων συνδέθηκε στενά με αυτή τη θεωρία και την υλοποίηση των στόχων που έθετε. Αυτοί είχαν τα ίδια νεωτεριστικά χαρακτηριστικά με την ιδεολογία τους, αν και η ανώτερη μορφή τους μπορούσε να επιβιώσει μόνο για λίγες εβδομάδες. Μετά τη συμμετοχή τους στις λαϊκές ενώσεις και την ανάπτυξη παράνομων ομάδων στις φυλακές, ο Μπαμπέφ προσπάθησε να καταλήξει σε συμφωνία με τους αριστερούς δημοκράτες, αλλά σύντομα οι διαφορές έγιναν σαφείς: «Οι πληβείοι δεν πρέπει να διαιρεθούν άλλο. Αλλά οι απλοί δημοκρατικοί δεν είναι μέρος της οικογένειας: είναι μια μπάσταρδη ράτσα» (Tribun du Peuple, τεύχος 35). Οι Ίσοι δημιούργησαν λοιπόν ένα ξεχωριστό επαναστατικό κόμμα (τον Μάρτιο του 1796). Δημιουργήθηκε μια επιτροπή εξέγερσης, στην οποία συμμετείχαν οι Μπαμπέφ, Μαρεσάλ, Λεπελετιέ και Αντονέλ∙ λίγο αργότερα προσχώρησαν και οι Νταρτέ, Μπουοναρότι και Ντεμπόν. Η επιτροπή αυτή είχε πράκτορες σε κάθε διαμέρισμα του Παρισιού∙ έπρεπε να διαδίδουν την προπαγάνδα της (την Tribun du Peuple και μια νέα εφημερίδα που δημιουργήθηκε ειδικά για να απευθύνεται στις μάζες του πληθυσμού, πολύ φθηνότερη από την πρώτη, με τίτλο l’Éclaireur du Peuple), να προωθούν τα φυλλάδιά τους, να δημιουργούν «οικογενειακές λέσχες» στις οποίες λίγοι πολίτες θα συναντιόντουσαν σε ένα από τα σπίτια τους, να συγκεντρώνουν χρήματα, να τηρούν αρχεία με τις κρυψώνες τους, να συντάσσουν καταλόγους συμπαθούντων και να οργανώνουν τους πολίτες για την παραγωγή πλακάτ και φυλλαδίων. Δεν ήταν μόνο ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της επιτροπής και του λαού, αλλά και τα μάτια και τα αυτιά της επιτροπής: όντως, έπρεπε να την ενημερώνουν για τη διάθεση των μπρα νυ, την κατάσταση στα εργαστήρια, και στη συνέχεια λεπτομερείς στατιστικές για τις αποθήκες όπλων, για το ποιοι πολίτες ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, για τα αστυνομικά αποσπάσματα... για να συνοψίσουμε, όλες τις στρατιωτικές πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για μια εξέγερση. Η σύνδεση μεταξύ των πρακτόρων και της επιτροπής γινόταν μέσω του Ντιντιέ, ο οποίος συναντιόταν μόνος του με τον Νταρτέ. Ένα μέλος της ηγετικής επιτροπής είχε ειδική ευθύνη για τις συνδέσεις με όσους βρίσκονταν εκτός της πρωτεύουσας∙ απεσταλμένοι στέλνονταν στις διάφορες περιοχές με φυλλάδια, με σκοπό τη διάδοση των ιδεών και την ανασύνταξη των ανταρτών, αν και δεδομένου ότι οι κατάλογοι με τα ονόματα καταστράφηκαν, γνωρίζουμε μόνο τη δραστηριότητα στην Αρμονβίλ στα ανατολικά και στο βόρειο λεκανοπέδιο του Παρισιού[20].
Στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένας στρατιωτικός μηχανισμός, με αρκετούς αγωνιστές να συγκεντρώνονται στα αποσπάσματα της περιοχής του Παρισιού. Το έργο τους συντονιζόταν από μια στρατιωτική επιτροπή εξέγερσης που απαρτιζόταν σε μεγάλο βαθμό από πρώην Εμπερτιστές [δηλαδή οπαδούς του Ζακ Εμπερτ, εκδότη της ριζοσπαστικής εφημερίδας Le Père Duchesne, που εκτελέστηκε το 1794]. Οι σύνδεσμοι μεταξύ αυτής της επιτροπής και της πολιτικής οργάνωσης ανατέθηκαν στον Ζερμαίν.
Βλέπουμε εδώ τις προφυλάξεις και τους υπολογισμούς των αγωνιστών που παρακολουθούνται από την αστυνομία: αυτή η περιφρούρηση, η αυστηρότητα και ο καταμερισμός της εργασίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ανοργάνωτες πολιτικές ομάδες της εποχής, μαρτυρώντας την εξαιρετική ωριμότητά τους. Η τεκμηρίωση των καθηκόντων των αγωνιστών σε κάθε περιφέρεια δείχνει ότι οι Ίσοι αντιλαμβάνονταν τη σημασία της πλήρους κατανόησης της κοινωνίας, αναγνώριζαν τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης και ήξεραν πώς να προωθήσουν στις μάζες την ιδεολογία που ανέπτυξαν με αφετηρία την εμπειρία των ίδιων των εκμεταλλευόμενων τάξεων.
Η θέρμη των ιδεών τους θα μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα οποιονδήποτε επαναστάτη αγωνιστή∙ το εύρος των αναλαμβανόμενων καθηκόντων θα μπορούσε να τους παρακινήσει σε δράση∙ και θα μπορούσαν να αντλήσουν έμπνευση βλέποντας τα πρώτα ξεκινήματα του τοπικού παραρτήματος σε αυτές τις «οικογενειακές λέσχες». Μια τόσο ισχυρή θεωρητική και οργανωτική πρωτοβουλία, που γεννήθηκε ταυτόχρονα με το προλεταριάτο, καταδεικνύει επίσης τη βαθιά ταυτότητα μεταξύ των εκμεταλλευόμενων και του επαναστατικού τους καθήκοντος. Μαρτυρεί αναντίρρητα την ικανότητα του προλεταριάτου να πραγματοποιήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι η οργάνωση αυτή ήταν απλώς μια προσπάθεια, η οποία δεν διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες και οι δημιουργοί της την είδαν απλώς ως ένα προσωρινό μέσο για την κατάληψη της εξουσίας: τελικά τα μέλη της δεν είχαν την ιδεολογική συνοχή που ήταν απαραίτητη για να επιβιώσει, να τελειοποιηθεί και να αναπτυχθεί αυτή η προσπάθεια. Δίπλα στους Μπαμπέφ και Μαρεσάλ, οι οποίοι ήταν αυθεντικοί κομμουνιστές, ήταν ο Λεπελετιέ και η Αντονέλ, δύο πολύ πλούσιοι πρώην ευγενείς, οι οποίοι ήταν πολύ περισσότερο φιλάνθρωποι παρά επαναστάτες αγωνιστές. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το πρόγραμμα προέβλεπε δύο σαφώς οριοθετημένα στάδια (το Σύνταγμα του 1793, ακολουθούμενο από εξισωτικές μεταρρυθμίσεις) και όχι μέτρα που θα επιτυγχάνονταν πολύ γρήγορα και θα οδηγούσαν σύντομα σε έναν κοινό πλούτο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τις καταγγελίες τους για τις ελλείψεις του Συντάγματος του 1793 και ο Μπαμπέφ, ο οποίος για κάποιο χρονικό διάστημα είχε σταματήσει να επαινεί τον Ροβεσπιέρο, κινήθηκε προς την υπεράσπισή του. Η επιστολή του προς τον Μποντσόν της 28ης Φεβρουαρίου 1793 περιείχε αυτές τις σχετικές γραμμές , «Δεν θα κρίνω αν ο Εμπέρ και η Σομέτ είναι αθώοι. Ακόμη και αν είναι αθώοι, θα υπερασπιστώ τον Ροβεσπιέρο. Έχει κάθε δικαίωμα να είναι περήφανος που είναι ο μόνος άνθρωπος ικανός να οδηγήσει τον τροχό της επανάστασης προς τους πραγματικούς του στόχους». «Ένας επαναστάτης πρέπει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα. Πρέπει να κόψει ό,τι τον ενοχλεί, ό,τι μπαίνει στο δρόμο του, ό,τι μπορεί να εμποδίσει την άμεση επίτευξη του στόχου που έχει θέσει».
Φαίνεται σαφές ότι η επιρροή των δημοκρατών κατάφερε να επιβάλει την υποχώρηση της πειραματικής του θεωρίας. Επιπλέον, η προπαγάνδα της ομάδας προώθησε ιδέες λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες του Μανιφέστου των Ίσων, το οποίο ήταν ελλιπές και άγνωστο στο κοινό. Οι ιδέες τους διαδόθηκαν κυρίως με τη μορφή φυλλαδίων: το πιο γνωστό, γραμμένο από τον Μπουοναρότι, είχε τίτλο «Ανάλυση των θεωριών του Μπαμπέφ». Έκανε έκκληση για ισότητα στην ευημερία και την εκπαίδευση και διακήρυττε το καθήκον της εργασίας, αλλά στη συνέχεια αρκούνταν στο να απαιτήσει την εφαρμογή του Συντάγματος του 1793 και την επιστροφή του πλεονάζοντος πλούτου που απομυζούσαν οι πλούσιοι. Το πρόγραμμα αυτό δεν έφθασε ούτε κατά διάνοια τόσο μακριά όσο η προσπάθεια που εκπόνησε η επιτροπή, ενώ η κριτική του επικεντρώθηκε πολύ περισσότερο στον δυσανάλογο πλούτο παρά στην ανισότητα αυτή καθαυτή.
Έτσι, προετοιμάστηκε το έδαφος για έναν συμβιβασμό με τους τελευταίους Ορεινούς: αυτός πραγματοποιήθηκε, κατόπιν απαίτησης της στρατιωτικής πτέρυγας της ομάδας, τον Απρίλιο του 1796. Είχε σκοπό να προετοιμάσει μια άμεση δράση με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας; Αυτό είναι πιθανό, δεδομένου ότι οι Μπαμπεφιστές είχαν ξεκινήσει μια σημαντική υποκίνηση σε δράση μεταξύ των μαζών. Αλλά δίστασαν, κρίνοντας ότι η κατάσταση δεν ήταν ακόμη ώριμη[21]. Η εξέγερση της αστυνομικής λεγεώνας, την οποία είχαν επηρεάσει έντονα, τους ώθησε στη δράση. Μια κοινή συνεδρίαση της στρατιωτικής επιτροπής και ενός μυστικού Διευθυντηρίου Δημόσιας Ασφάλειας [που δεν πρέπει να συγχέεται με το κυβερνών Εκτελεστικό Διευθυντήριο] πραγματοποιήθηκε στα τέλη Απριλίου∙ στις 8 Μαΐου τα μέλη του Διευθυντηρίου συναντήθηκαν με μια μυστική επιτροπή πρώην Γιακωβίνων στο σπίτι του Ντρουέ∙ στις 9 Μαΐου η στρατιωτική επιτροπή ολοκλήρωσε τις τελικές της προετοιμασίες, αλλά στις 10 Μαΐου συνελήφθησαν 47 συνωμότες, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των περισσότερων ηγετών τους. Λίγες ημέρες αργότερα, μια αστυνομική επιχείρηση οδήγησε στη σύλληψη άλλων 52 ατόμων. Δεν υπήρξε καμία κίνηση για την υπεράσπισή τους.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια αποτυχία; Η προδοσία ενός από τους στρατιώτες και οι αμυντικοί μηχανισμοί της εκτελεστικής διεύθυνσης ευθύνονται μόνο εν μέρει. Ο αποφασιστικός παράγοντας ήταν το ανεπαρκές ρίζωμα στις μάζες. Για να το καταλάβουμε αυτό έχουμε στη διάθεσή μας τρεις τύπους πληροφοριών:
- το κοινωνικό υπόβαθρο από το οποίο στρατολογήθηκαν οι Μπαμπεφιστές μαχητές,
- τη διάδοση της θεωρίας τους μεταξύ των μπρα νυ,
- τη στάση των Μπαμπεφιστών απέναντι στα αυτόνομα κινήματα της παρισινής εργατικής τάξης.
Οι αγωνιστές των Μπαμπεφιστών στρατολογήθηκαν από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα: διανοούμενοι που συμμερίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα βάσανα και τους αγώνες των εκμεταλλευόμενων τάξεων, όπως ο Μπαμπέφ και ο Σιλβέν Μαρεσάλ∙ πλούσιοι αλλά αλτρουιστές και ειλικρινά δημοκράτες άνθρωποι όπως ο Λεπελετιέ, ο Αντονέλ και ο πλούσιος βιομήχανος της Λυών Μπερτράν∙ πρώην αξιωματούχοι από την ακμή της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ο Νταρτέ, ο Μπουοναρότι, ο Ζαβογκέ, κ.λπ.... Εργάτες υπήρχαν μόνο στις κατώτερες βαθμίδες της οργάνωσης, όπως ο Ντιντιέ, ο συνδετικός κρίκος, πρώην βαφέας και από το Θερμιδόρ και μετά κλειδαράς∙ ο Αρμονβίλ, ο αγωνιστής από τη Ρεμ, ένας βαφέας μαλλιού που κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Συμβατική έπρεπε να επιβιώσει με το εισόδημα της γυναίκας του∙ ο πρώην κηπουρός Μενεσιέ, ο Μορουά και ο Γκιγιέμ, και οι τρεις ενεργοί εκπρόσωποι στα διαμερίσματα του Παρισιού. Ακόμα και στις κατώτερες βαθμίδες οι εργάτες αποτελούσαν μειοψηφία.
Οι θεωρητικές επεξεργασίες ήταν πάνω απ’ όλα έργο των μελών της μεσαίας τάξης. Σίγουρα κατανοούσαν τις προσδοκίες των εκμεταλλευόμενων∙ επιπλέον είχαν μια σταθερή αντίληψη και πολύτιμη εμπειρία που τους επέτρεπε να δουν πέρα από τις πιο βραχυπρόθεσμες ανησυχίες τους∙ ήταν επίσης σε επαφή με τους ηγέτες των προηγούμενων πληβειακών κινημάτων και τους πιο ενεργούς, ταξικά συνειδητοποιημένους αγωνιστές της εργατικής τάξης. Ο Μορουά, στις επιστολές του προς τον Μπαμπέφ, δήλωνε ότι «η εργατική τάξη είναι το πολυτιμότερο αγαθό της κοινωνίας»[22]. Όμως η ομάδα δεν είχε επαρκείς ρίζες και σε τελική ανάλυση οι δεσμοί μεταξύ της επαναστατικής ηγεσίας και των εκμεταλλευόμενων τάξεων δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί αρκετά. Εκείνη την εποχή, όταν αυτές οι κοινωνικές ομάδες ήταν ακόμη ελάχιστα οριοθετημένες, το απλό γεγονός των ισχυρών ριζών είχε ουσιαστική σημασία: θα σήμαινε την εκπλήρωση των προσδοκιών της εργατικής τάξης, προς την κατεύθυνση της συνολικής απελευθέρωσής της.
Αλλά αυτή η πτυχή της σχέσης μεταξύ των Μπαμπεφιστών και των μπρα νυ είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Ενθουσιώδεις επιστολές από όλη τη χώρα (Μον Μπλανκ, Μανς, Πα-ντε-Καλαί, κ.λπ...), χρήματα από διάφορες περιοχές[23] και οι εκθέσεις της αστυνομίας του Απριλίου 1796 υποδηλώνουν πόσος κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω από τα συνθήματα των Μπαμπεφιστών και δείχνουν ότι η επιρροή των Ίσων είχε εξαπλωθεί πέρα από το Παρίσι, αφού ήξεραν επίσης πώς να εκφράζουν τις προσδοκίες της αγροτιάς και των τεχνιτών των μικρών πόλεων. Ακόμη και αν βλέπουμε λοιπόν ότι η σχέση αυτή είχε περισσότερα νήματα απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, ακριβέστερες πληροφορίες για τη στάση των Μπαμπεφιστών στο ίδιο το Παρίσι αναδεικνύουν και πάλι την ανεπάρκειά της. Οι εκθέσεις της αστυνομίας υποδηλώνουν ότι «ο λαός δεν ενδιαφέρεται για τίποτα περισσότερο από τα μέσα επιβίωσής του»[24]. Όπως συμπέρανε ο Daniel Guérin, «η λαϊκή ζύμωση ήταν εντελώς απολιτική: πήρε τη μορφή ενός καθαρά οικονομικού αγώνα»[25]. Πράγματι, οι απεργίες ήταν πολυάριθμες, αλλά αυτό συνέβαινε τη στιγμή που οι Μπαμπεφιστές υποβάθμιζαν τα πιο προωθημένα κοινωνικά αιτήματά τους προκειμένου να δώσουν προτεραιότητα στην αγωνιστική τους δράση για το Σύνταγμα του 1793. Ο Maurice Dommanget επισήμανε με ακρίβεια την κατάσταση όταν έγραψε[26]: «Οι Μπαμπεφιστές δεν κατάλαβαν την έννοια της αυθόρμητης δραστηριότητας του προλεταριάτου. Παραμέλησαν τα περιστατικά και τις συγκρούσεις όπου εργάτες και αφεντικά ήρθαν στα χέρια. Δεν είδαν την τεράστια θεωρητική και πρακτική σημασία τους και κάθισαν στο περιθώριο χωρίς να αντλήσουν κανένα όφελος από αυτές». Αυτή η αδράνεια, αυτή η επιθυμία να παραδώσουν συνθήματα στις μάζες αντί να συστηματοποιήσουν τα δικά τους και να δώσουν στον αγώνα ευρύτερες προοπτικές, δείχνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τις αποτυχίες της μπαμπεφικής μεθόδου μπροστά σε ένα πρακτικό πρόβλημα κεφαλαιώδους σημασίας. Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ευαίσθητα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, και ότι οι Ίσοι αντιλήφθηκαν πράγματι ένα στοιχείο των αιτημάτων των εργατών –τη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, το 1793– μόνο που απέτυχαν να κατανοήσουν την πραγματική του σημασία[27]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα με το ενιαίο μέτωπο με τους αριστερούς δημοκράτες: όχι μόνο κατέληξαν να εγκαταλείψουν το δικό τους μίνιμουμ πρόγραμμα υπέρ του Συντάγματος του 1793, αλλά δεν κατάφεραν να καταδείξουν τη διαφορά μεταξύ αυτού του Συντάγματος (μια δημαγωγική υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε ποτέ) και της κυβέρνησης που υπήρχε στην πραγματικότητα το 1793. Αυτές οι κριτικές, που εκφράστηκαν έντονα από τον Daniel Guérin, δεν μπορούν ωστόσο να θεωρηθούν ότι έχουν την ίδια σημασία που θα είχαν σε σχέση με ένα σύγχρονο κόμμα.
Η ομάδα των αριστερών δημοκρατών ήταν πολύ δύσκολο να οριοθετηθεί, και ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να της εκτιμήσουμε τη σημασία της· η ομάδα αυτή ήταν απείρως πιο προοδευτική από πολλά από τα σύγχρονα αριστερά κόμματα· τέλος, η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι μία από τις πιο δύσκολες στην ορθή εφαρμογή της. Έτσι, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι την πρώτη φορά που δοκιμάστηκε, ενώ η οργάνωσή τους ήταν αδύναμη και ελάχιστα οροθετημένη, οι Ίσοι απέτυχαν.
Η αποτυχία ήρθε ακόμη και πριν από τις συλλήψεις. Σύμφωνα με τον Walter, ο Μπαμπέφ δεν συμμετείχε στην τελευταία συνάντηση των συνωμοτών. Δεν συμφωνούσε πλέον μαζί τους, πιστεύοντας ότι αυτή η «συνάντηση των δημοκρατών δεν είχε τη δύναμη ή τα μέσα»: έγραψε μια έκκληση που καλούσε το λαό να μην εξεγερθεί πρόωρα. Επομένως, φαίνεται ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οδήγησαν σε ρήξη στο εσωτερικό της ομάδας των Ίσων. Οι συλλήψεις συνέβαλαν μόνο στο να αυξηθεί η αποδιοργάνωσή τους. Μπορούμε να κατανοήσουμε την επιστολή του Μπαμπέφ προς το Εκτελεστικό Διευθυντήριο δύο ημέρες μετά τη φυλάκισή του μόνο αν έχουμε κατά νου αυτή την αναποδιά[28]. Πρόσφερε στον Εκτελεστικό Διευθυντήριο την υποστήριξή του στον αγώνα κατά των βασιλικών, αλλά προσπάθησε επίσης να ασκήσει πίεση σε αυτό: «Είδατε, πολίτες, ότι όταν είμαι στα χέρια σας δεν κρατάτε τίποτα... Θα πρέπει να φοβάστε όλα τα άλλα κόμματα (της συνωμοσίας)... επιτιθέμενοι σε μένα θα επιτεθείτε και σε όλους αυτούς και έτσι θα τους αναστατώσετε». Ήταν ένα είδος εκβιασμού: απελευθερώστε τους Ίσους και κυβερνήστε «για τον λαό», αλλιώς θα σας διώξουν, είτε οι πατριώτες είτε οι βασιλόφρονες. Δεδομένου ότι το Εκτελεστικό Διευθυντήριο αρνήθηκε να ακούσει αυτή την έκκληση, ήταν απαραίτητο να προσπαθήσει να σώσει τον μέγιστο δυνατό αριθμό συνωμοτών. Ως εκ τούτου, οι Μπαμπεφιστές αποφάσισαν να αποκρύψουν τον κομμουνιστικό τελικό στόχο του προγράμματός τους (μπορούσαν να το κάνουν αυτό, καθώς ο Συλβέν Μαρεσάλ ήταν άγνωστος στην αστυνομία και δεν είχε συλληφθεί, και επιπλέον, τα πιο ξεκάθαρα κομμουνιστικά κείμενα δεν είχαν κατασχεθεί). Επιπλέον, αρνήθηκαν κάθε ιδέα συνωμοσίας ή κατάληψης της εξουσίας. Όμως η αστική δικαιοσύνη γνώριζε ότι έπρεπε να συντρίψει τους ταξικούς της εχθρούς: ο Μπαμπέφ και ο Νταρτέ καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Μπουοναρότι, ο Ζερμαίν και τρεις από τους πιο δραστήριους τοπικούς εκπροσώπους καταδικάστηκαν σε απέλαση.
Η τακτική του Μπαμπέφ απέτυχε σε δύο σημεία: υπέκυψε, χωρίς όμως να αφήσει πίσω του ένα σαφές μήνυμα. Η μόνη ιστορία του 19ου αιώνα ήταν το βιβλίο του Μπουοναρότι, Conspiration pour l’égalité, dite de Babeuf (1808). Αλλά την προηγούμενη περίοδο ο Μπουοναρότι είχε δείξει ότι ήταν ο λιγότερο ικανός να αναπτύξει μια κομμουνιστική προοπτική, και η «Ανάλυση της θεωρίας του Μπαμπέφ» του 1796 είχε ήδη δείξει ότι ήταν πολύ πιο κοντά στους αριστερούς δημοκράτες απ’ ό,τι στον Μπαμπέφ και τον Μαρεσάλ. Έτσι, η εξαιρετικά πρωτότυπη συμβολή των Ίσων στον σοσιαλισμό χάθηκε για τους σοσιαλιστές που προηγήθηκαν του Μαρξ: αλλά όλο το περιεχόμενό της διατηρεί τη σημασία του για εμάς. Σε αυτόν τον σοσιαλισμό, που ήδη τείνει προς έναν επιστημονικό σοσιαλισμό, βλέπουμε τη σύγκλιση των συμφερόντων των εργατών και της αγροτιάς και την απόδειξη ότι το προλεταριάτο και ο κομμουνισμός δεν μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. Από την εμφάνισή τους ως τάξη, οι εργάτες έχουν προδιαγράψει τη φυσική τους πορεία. Ο θάνατος του Μπαμπέφ, οι ανεπάρκειες του μηνύματός του και οι προσπάθειες παραποίησης της σκέψης του, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον κομμουνισμό να αναδυθεί με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη το 1848. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή τη μελέτη: η επαναστατική σκέψη δεν ακολουθεί μια διαρκώς ανοδική καμπύλη. Αντιθέτως, οι περίοδοι υποχώρησης ήταν συχνές και συνήθως πολύ μεγάλες. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ο κομμουνισμός εμπλουτίστηκε από την εμπειρία της προηγούμενης εποχής και συνέχισε να φτάνει σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Jean Léger, « Babeuf et la naissance du communisme ouvrier », Socialisme ou Barbarie, Μάιος-Ιούνιος 1949.
Jean Léger, “The Conspiracy of Equals and the birth of Communism”, the commune, 29 Σεπτεμβρίου 2013, https://thecommune.wordpress.com/2010/10/13/the-conspiracy-of-equals-and-the-birth-of-communism/ (μετάφραση από τον David Broder). Αναδημοσίευση: libcom.org, 10 Οκτωβρίου 2010, https://libcom.org/library/conspiracy-equals-birth-communism.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ballot Charles, L’introduction du machinisme en France.
Dommanget Maurice, Babeuf et la Conjuration des Égaux, Librarie de L’Humanité, Παρίσι, 1922.
Dommanget Maurice, Jacques Roux, le Curé rouge, Éditions Spartacus.
Dommanget Maurice, Pages choisies de Babeuf, Librairie A. Colin, Παρίσι, 1935. Όλα τα επόμενα αποσπάσματα του Μπαμπέφ προέρχονται επίσης από αυτό το βιβλίο.
Dommanget Maurice, « Sylvain Maréchal et Babeuf », στο La Revue Internationale, τεύχος 8.
Guérin Daniel, The class struggle in the First French Republic, τόμοι 2 [διαθέσιμο στο: libcom.org, https://libcom.org/article/class-struggle-first-french-republic-bourgeois-and-bras-nus-1793-1795-daniel-guerin].
Jacques Jean, Vie et Mort des Corporations, Éditions Spartacus.
Laurent G., « Un Conventionnel ouvrier: J.B. Armonville », στο Annales historiques de la Révolution Française.
Lefranc Georges, La Révolution et les Ouvriers dans la Révolution Française, Institut Supérieur Ouvrier, Παρίσι, 1939.
Leroy Maxime, Le socialisme en Europe des origines à nos jours.
Loriquet, Cahier de Doléances du Pas-de-Calais, Arras, 1889. Αξίζει ιδιαίτερα να διαβάσετε τα Cahiers des Paroisses Minières de Fiennes et d’Hardinghem.
Louis Paul, Cent cinquante ans de pensée socialiste, από τη σελίδα 31 και μετά.
Walter Gérard, Babeuf et la Conspiration des Égaux, Παρίσι, 1937.
Σημειώσεις
[1] Το άρθρο αυτό οφείλει πολλά στα αξιόλογα έργα του Daniel Guérin (The class struggle in the First French Republic) και του Maurice Dommanget.
[2] Maurice Dommanget, Jacques Roux, le Curé rouge, Éditions Spartacus.
[3] Maxime Leroy, Le socialisme en Europe des origines à nos jours.
[4] Charles Ballot, L’introduction du machinisme en France.
[5] Ch. Ballot, Ό.π..
[6] G. Lefranc, La Révolution et les Ouvriers dans la Révolution Française, Institut Supérieur Ouvrier, Παρίσι, 1939.
[7] Jean Jacques, Vie et Mort des Corporations, Éditions Spartacus.
[8] Ch. Ballot, Ό.π..
[9] Loriquet, Cahier de Doléances du Pas-de-Calais, Arras, 1889. Αξίζει ιδιαίτερα να διαβάσετε τα Cahiers des Paroisses Minières de Fiennes et d’Hardinghem.
[10] G. Laurent, « Un Conventionnel ouvrier: J.B. Armonville », στο Annales historiques de la Révolution Française.
[11] Ch. Ballot, Ό.π..
[12] Daniel Guérin, The class struggle in the First French Republic, τόμοι 2.
[13] M. Dommanget, Ό.π.
[14] Maurice Dommanget, Pages choisies de Babeuf, Librairie A. Colin, Παρίσι, 1935. Όλα τα επόμενα αποσπάσματα του Μπαμπέφ προέρχονται επίσης από αυτό το βιβλίο.
[15] Maurice Dommanget, « Sylvain Maréchal et Babeuf », στο La Revue Internationale, τεύχος 8.
[16] M. Dommanget, Pages..., ό.π.
[17] M. Dommanget, Pages..., ό.π.
[18] M. Dommanget, Pages..., ό.π.
[19] Paul Louis, Cent cinquante ans de pensée socialiste, από τη σελίδα 31 και μετά.
[20] G. Laurent, « Un Conventionnel... », ό.π.
[21] Maurice Dommanget, Babeuf et la Conjuration des Égaux, Librarie de L’Humanité, Παρίσι, 1922.
[22] M. Dommanget, Babeuf..., ό.π.
[23] Gérard Walter, Babeuf et la Conspiration des Égaux, Παρίσι, 1937.
[24] G. Walter, Babeuf..., ό.π.
[25] D. Guérin, The class struggle, ό.π.
[26] M. Dommanget, Babeuf..., ό.π.
[27] D. Guérin, The class struggle, ό.π.
[28] M. Dommanget, Babeuf..., ό.π.