Σάββατο, 11 Φεβρουαρίου 2017 14:06

Σοσιαλισμός ή αντιιμπεριαλισμός; Η αριστερά και η επανάσταση στο Ιράν Κύριο

Εισαγωγή e la libertà

Σαν σήμερα πριν από 38 χρόνια, στις 11 Φεβρουαρίου του 1979 (22 Μπαχμάν του 1357, σύμφωνα με το ιρανικό ημερολόγιο), η δυναστεία του σάχη Μοχάμεντ Παχλεβί στο Ιράν κατέρρευσε αντιμέτωπη με μια εργατική και νεολαίστικη επανάσταση που ξεκίνησε ένα περίπου χρόνο πριν και επρόκειτο να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Κατά τη διάρκειά της αναπτύχθηκαν δομές εργατικής αυτοοργάνωσης και εργατικού ελέγχου, αλλά και οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Παρ’ όλ’ αυτά, μέσα σε ένα χρόνο, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες κατάφεραν να κυριαρχήσουν ήταν οι «αντιιμπεριαλιστές» ισλαμιστές και ο σιιτικός κλήρος, ο οποίος κατέπνιξε την επανάσταση και εξόντωσε την αριστερά. Η ίδια η αριστερά όμως είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την εξέλιξη, όπως μας εξηγεί στο άρθρο της η Βαλ Μογαντάμ. Το άρθρο αποτελεί μια διεισδυτική κριτική στα προγράμματα και τις αναλύσεις της ιρανικής ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία δεν κατάφερε να αντιληφθεί το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο της ιρανικής επανάστασης. Για μια πληρέστερη ιστορική παρουσίαση της ιρανικής επανάστασης δείτε το άρθρο της Maryam Poya, «Ιράν 1979: Ζήτω η επανάσταση!... Ζήτω το Ισλάμ;». Το άρθρο της Βαλ Μογαντάμ που (ανα)δημοσιεύουμε με αφορμή τα 38 χρόνια από την ιρανική επανάσταση μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε από την Ομάδα ενάντια στον εθνικισμό της Φάμπρικας ΥΦΑΝΕΤ, ως παράρτημα στο βιβλίο της “ένας είναι ο εχθρός...” Έθνος, αντιιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα, Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ 2007.

e la libertà

Val Moghadam1

σοσιαλισμός ή αντιμπεριαλισμός;

η αριστερά και η επανάσταση στο ιράν

Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ιρανική αριστερά –πιο συγκεκριμένα, τα συγκεντρωμένα φαντάσματα του ορθόδοξου Κομμουνισμού, Μαοϊσμού και λαϊκισμού. Όλα αυτά μαζί συνέτειναν ώστε να δημιουργήσουν, την παραμονή της Επανάστασης, έναν λόγο και μια πρακτική τριτοκοσμισμού που τόνισε τα δεινά του “εξαρτημένου” καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού. Καθετοποιημένες αγροτικές επιχειρήσεις, υπερεθνικοί οργανισμοί, στρατιωτικές δαπάνες, πετρελαϊκές εταιρίες, η διεφθαρμένη βασιλική Αυλή, η SAVAK,2 η κομπραδόρικη3 αστική τάξη (comprador bourgeoisie), ο καταναλωτισμός –εν συντομία, ο ιμπεριαλισμός και η εσωτερική του βάση– ήταν οι στόχοι της προπαγάνδας και της κινητοποίησης όλων των αριστερών αντιστεκόμενων ομάδων. Το πρόβλημα ήταν ότι όλα αυτά βρισκόντουσαν ψηλά στη λίστα και της θρησκευτικής αντίστασης. Τελικά, λίγο μετά την κατάρρευση της δυναστείας των Pahlavi4 και κατά τη διάρκεια της πάλης της αριστεράς για μια δίκαιη θέση στην πολιτικό πεδίο της νέας δημοκρατίας, έγινε ξεκάθαρο ότι διαπράχθηκαν δύο στρατηγικά λάθη: συγκεκριμένα, η παραμέληση του δημοκρατικού αιτήματος και η υποτίμηση της δύναμης του Ισλαμικού Ιερατείου. Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτό το λάθος προήλθε από την υπέρμετρη έμφαση στον αντιμπεριαλιστικό αγώνα και στην σχεδόν μηχανική εφαρμογή του παραδείγματος της εξάρτησης. Αυτό το πολύ γενικευτικό μοντέλο άφησε ένα μικρό μόνο πεδίο για την εξέταση της πολύ ανώμαλης ανάπτυξης των ταξικών και παραγωγικών σχέσεων, της δύναμης των προκαπιταλιστικών τάξεων ή το πολιτικό, πολιτισμικό σχέδιο των κληρικών (το οποίο σε αντίθεση με τις σκέψεις κάποιων ξένων παρατηρητών, καμία σχέση δεν είχε με την απελευθερωτική θεολογία). Και πάνω από όλα, οδήγησε στην υποβάθμιση της σπουδαιότητας μιας δημοκρατικής-σοσιαλιστικής (όχι απλώς εθνικής) εναλλακτικής πρότασης στο καθεστώς του Σάχη.

Η κατάληξη της Ιρανικής Επανάστασης μας κάνει να θυμηθούμε την παρατήρηση του Μαρξ ότι χτίζουμε τη δική μας ιστορία αλλά ποτέ υπό τις συνθήκες που εμείς επιλέξαμε. Υπενθυμίζει επίσης, με πολύ επώδυνο τρόπο, το σχόλιό του για το “βάρος των πεθαμένων γενεών του παρελθόντος”. Τέλος, καταδεικνύει ότι αντικαπιταλιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές δράσεις δεν αποτελούν απαραίτητα και βήματα προς τον σοσιαλισμό. Αυτά όμως τα μαθήματα έγιναν κατανοητά με ένα τεράστιο κόστος: την μεγάλη ήττα της Αριστεράς στον σύντομο εμφύλιο πόλεμο του 1981-83, τον εκτοπισμό της από κάθε πεδίο πολιτικής και πολιτισμικής αντιπαράθεσης, την ακραία απογοήτευση, τη λιτότητα, ένα κύμα αποπολιτικοποίησης –και φυσικά το θάνατο πάρα πολλών άξιων συντρόφων.5 Οι περισσότεροι Ιρανοί αριστεροί σήμερα είναι ιδιαίτερα, ίσως και υπέρμετρα, κριτικοί για την περίοδο από το 1970 έως το 1978, συχνά μάλιστα αγγίζοντας τα όρια της αυτοακύρωσης και της αποκήρυξης όλων των προσπαθειών μιας ολόκληρης γενιάς. Όμως, πρέπει να αναφερθεί ότι τα γενικά θεωρητικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν, ήταν κοινά με αυτά άλλων αριστερών παρατάξεων, ειδικά των μ-λ μαοϊκών ομάδων, σε όλο τον κόσμο. Η επικέντρωση στις αντάρτικες δραστηριότητες δεν ήταν ο μόνος λόγος για την περιθωριοποίηση της Αριστεράς στο Ιράν – στο κάτω κάτω η στρατηγική του ανταρτοπόλεμου χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Πολύ σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η Αριστερά δεν απομονώθηκε μετά την ανατροπή του Σάχη τον Φεβρουάριο του 1979, αντιθέτως είχε πολυάριθμους οπαδούς. Οι Φενταγίν για παράδειγμα είχαν περίπου 150 γραφεία σε όλη τη χώρα και σε μία από τις συγκεντρώσεις τους είχαν μαζέψει 500.000 ανθρώπους. Αλλά παρόλο που η αριθμητική δύναμη των Φενταγίν, του Κομμουνιστικού Κόμματος Tudeh, των Μουτζαχεντίν και του Peykar αντιστοιχούσε σε ένα σημαντικό πολιτικό δυναμικό, η ενότητα δυστυχώς δεν ήταν ποτέ μέσα στις προτεραιότητές τους.

Τοποθετώντας τα προβλήματα και τα λάθη της Ιρανικής Αριστεράς σε μια σωστή διάσταση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η Επανάσταση –και η κυριαρχία των Ισλαμιστών– υπήρξε μια μεγάλη έκπληξη για πολλούς παρατηρητές, συγκαταλέγοντας και αυτούς που άσκησαν σαν επάγγελμα τη μελέτη του Ιράν. Ακόμη, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι και ακτιβιστές του εξωτερικού ήταν αλληλέγγυοι στη νέα Ισλαμική Δημοκρατία ακριβώς για τον αντιμπεριαλισμό της και για την εναντίωσή της στην αμερικανική κυβέρνηση και στο αμερικανικό κεφάλαιο.6 Εν τούτοις, η μελέτη του τριτοκοσμισμού της δεκαετίας του ’70 –των προϋποθέσεων, στόχων, γλώσσας, μεθόδων και συνεπειών του– είναι επιβεβλημένο καθήκον για την ανάλυση της ιρανικής αριστεράς και των πράξεών της κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την Επανάσταση.7 Σε κάθε περίπτωση αυτός είναι και ένας από τους κύριους στόχους αυτού του δοκιμίου, παράλληλα με μια εκτίμηση για την ανασύνταξη γύρω από ένα νέο όραμα χειραφέτησης. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ανακαλύπτοντας τις συνδέσεις ανάμεσα στην εμπειρία της διακυβέρνησης του Mossadegh και την προέλευση της νέας ιρανικής Αριστεράς.

1 Iran PAR59

 

i. Mossadegh, κομμουνισμός και νέα αριστερά

Μετά από μία περίοδο γέννησης και ανάπτυξης μεταξύ 1906 και 1929, όταν και αναπτύχθηκε σαν ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα με ισχυρούς δεσμούς με την αναδυόμενη εργατική τάξη, η ιρανική Αριστερά οδηγήθηκε στην παρανομία και υπήρξε αντικείμενο αυστηρής καταστολής. Μετά το τέλος της δικτατορίας το 1941 ακολούθησε μία νέα περίοδος κομμουνιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης γύρω από το νεοϊδρυθέν φιλοσοβιετικό Κόμμα (Tudeh),8 μέχρι τη στιγμή που το πραξικόπημα του Σάχη και της CIA το 1953 εναντίον της εθνικιστικής κυβέρνησης του Dr. Mohammad Mossadegh οδήγησε σε μία δεύτερη δικτατορία. Για τη Νέα Αριστερά, ειδικά για τους φοιτητές στο εξωτερικό, ο Mossadegh ήταν ένας γνήσιος ήρωας, ενώ όσον αφορά το Tudeh θεωρήθηκε ότι πρόδωσε το Ιράν, δίνοντας προτεραιότητα σε σοβιετικά συμφέροντα.9 Η πραγματικότητα ήταν κάπως πιο περίπλοκη. Το 1951 ο Mossadegh εκλέχθηκε πρωθυπουργός με εντολή να θέση σε εφαρμογή τον νόμο για την κρατικοποίηση του πετρελαίου, ο οποίος είχε ψηφιστεί υπό τη διακυβέρνηση του προκατόχου του. Καθώς αυτή παρέμενε η πρωταρχική του ανησυχία παραλείποντας άλλα θέματα όπως τα δικαιώματα των εργατών και η ανακατανομή της γης, συγκέντρωσε τη δυσαρέσκεια και την περιφρόνηση συνδικαλιστικών φορέων (πολλοί εκ των οποίων ήταν φιλικά προσκείμενοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα) προς το πρόσωπό του. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο υπουργός εργασίας σταμάτησε να χορηγεί πιστοποιητικά στις συνδικαλιστικές ενώσεις μετά το Μάιο του 1952, πιθανώς σε μια προσπάθειά του να περιορίσει την ανάπτυξη του κομμουνισμού.

Ο Mossadegh παγίωσε τη στάση άρνησής που ήδη είχε προς τους Σοβιετικούς για την παραχώρηση των πετρελαίων και η έχθρα του Κόμματος Tudeh προς αυτόν μεγάλωσε σε αναλογία με τους δεσμούς που καθιέρωσε η Ουάσινγκτον με την αστυνομία και το στρατό υπό την αιγίδα του Σχεδίου Τρούμαν των Τεσσάρων Σημείων για την Διακυβέρνηση. Όμως, η κυβέρνηση του Mossadegh δέχτηκε και τα πυρά του Σάχη αλλά και αυτά ενός ολοένα αυξανόμενου αριθμού θρησκευτικών ηγετών. Οι Βρετανοί με τη σειρά τους, μη μπορώντας να δεχτούν συγκαταβατικά την κρατικοποίηση των “δικών” τους πετρελαϊκών εταιριών, διατύπωσαν την εναντίωσή τους, όπως έκαναν και οι Αμερικάνοι (παρόλο που στην περίπτωσή τους ο Mossadegh εμφανίστηκε “άμοιρος ευθυνών”). Όταν οι υποστηρικτές του Tudeh διαδήλωσαν ενάντια στη μοναρχία και υπέρ της δημοκρατίας, δέχτηκαν επίθεση από την αστυνομία. Τέλος, τον Αύγουστο του 1953 όταν ο Mossadegh απέρριψε την πρόταση μομφής προς το πρόσωπό του από το Σάχη ως παράνομη, η κυβέρνηση του καθαιρέθηκε από πραξικόπημα. Μετά από μία αιφνιδιαστική και εξοντωτική επίθεση, η εθνικιστική κυβέρνηση, το Tudeh και το κίνημα των συνδικαλιστών ηττήθηκαν και καταπνίγηκαν από τις κοινές δυνάμεις του Σάχη, της “ύπουλης δίδυμης αδερφής” του, της Ashraf Pahlavi, των μαστρωπών, των πόρνεων, των κακοποιών του κέντρου της Τεχεράνης, ενός ασήμαντου στρατηγού και της CIA. Τουλάχιστον δύο από τους μεγαλύτερους Αγιατολάχ, ο Kashani και ο Behbehani, έδωσαν τις θρησκευτικές ευλογίες τους.10

Η πετρελαϊκή συμφωνία του 1954 με μία διεθνή κοινοπραξία σωστά ερμηνεύτηκε ως διατήρηση των κερδών και εξωτερικός έλεγχος της χώρας που κράτησαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ουσιαστική αντίσταση ελάχιστα υπήρξε τη δεκαετία του ’50 καθώς στρατός και αστυνομία δούλευαν υπερωρίες για να εξοντώσουν αντιφρονούντες εργάτες, ακτιβιστές του Tudeh και μαχητικούς εθνικιστές. Σύντομα δέχτηκαν και την υποστήριξη μιας μυστικής υπηρεσίας, της SAVAK, της οποίας σκοπός ήταν να εξασφαλίσει την πειθαρχία στους εργασιακούς χώρους και τη γενική υποταγή στη νέα εξουσία. Το Δεκέμβριο του 1953, φοιτητές του πανεπιστημίου της Τεχεράνης –μέλη της νεολαίας του Tudeh και του Εθνικού Μετώπου– διαδήλωσαν κατά την επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Νίξον. Τρεις σκοτώθηκαν. Σα συνέπεια, πολλοί συμπαθούντες του Εθνικού Μετώπου και του Tudeh έφυγαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ –ακολουθώντας την φυγή ηγετών και άλλων κορυφαίων στελεχών του Tudeh στην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη– και τα δύο πολιτικά σχήματα ξεκίνησαν να δρουν στην εξορία. Από το 1959 ένας αριθμός αντιφρονούντων του καθεστώτος του Σάχη μπορούσαν να ακουστούν παράνομα μέσω του ραδιοσταθμού του Tudeh, Peyk-e Iran, ενώ και το Εθνικό Μέτωπο εξέπεμπε προγράμματα που μπορούσαν να ακουστούν στο Ιράν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το κομμουνιστικό κόμμα και το Εθνικό Μέτωπο ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ιρανών Φοιτητών, μιας “δημοκρατικής” (δηλαδή πλουραλιστικής και όχι ιδεολογικής) οργάνωσης, αφοσιωμένης στη συνέχιση του εθνικού και αντιμπεριαλιστικού αγώνα του Ιρανικού λαού. Το 1961, αυτή η Ομοσπονδία και η Αμερικάνικη Συνεργασία Ιρανών Φοιτητών διοργανώνουν το πρώτο κοινό συνέδριο στο Παρίσι και δημιουργούν το CISNU, Συνομοσπονδία Ιρανών Φοιτητών (Εθνική Ένωση). Στο επόμενο ετήσιο συνέδριο που έγινε στη Λοζάννη, μια αντιπροσωπία από την Συνεργασία Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Τεχεράνης (η ομάδα αυτή ήταν ενταγμένη στο Εθνικό Μέτωπο) παρουσίασε το σύνθημα “Ενότητα-Αγώνας-Νίκη” το οποίο επισήμως υιοθετήθηκε από το CISNU.11

Το έτος 1960 επεφύλαξε μια πρόκληση για το Σάχη και την κυβέρνηση. Ενώ οι εκλογές ετοιμάζονταν για την 20ή συνεδρίαση της βουλής, στην επαρχία ξεκίνησαν διαμαρτυρίες για τις προσπάθειες νόθευσης των αποτελεσμάτων. Η έλλειψη αξιοπιστίας των εκλογών και η οικονομία που κατέρρεε οδήγησαν σε διαδηλώσεις δέκα χιλιάδων φοιτητών στην Τεχεράνη, που οργανώθηκαν από το Εθνικό Μέτωπο. Τον Μάιο του 1961 δάσκαλοι από όλη τη χώρα κατέβηκαν σε απεργία ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τους χαμηλούς τους μισθούς. Το Γενάρη του 1962, μετά από παρακίνηση της διακυβέρνησης του Κένεντυ, ο Σάχης υπέγραψε μια συνθήκη αγροτικής μεταρρύθμισης η οποία ήταν δημιούργημα του δημοφιλούς Υπουργού Γεωργίας Amini, μέσα από ένα υπουργικό συμβούλιο με φιλελεύθερο προσανατολισμό. Το γεγονός αυτό ακολούθησαν απεργίες και διαδηλώσεις από την πλευρά φοιτητών και δασκάλων που ζητούσαν από τη Βουλή, η οποία είχε κλείσει για μήνες, να συνεδριάσει. Αντιθέτως, ο Σάχης ανακοίνωσε ένα μεταρρυθμιστικό πακέτο μέτρων που αποτελούνταν από 6 σημεία και το έθεσε για δημοψήφισμα το Γενάρη του 1963. Αυτή η Λευκή Επανάσταση, όπως την αποκάλεσαν, παρείχε τη δυνατότητα στις γυναίκες να ψηφίζουν, συμμετοχή στα κέρδη για τους εργάτες, ιδιωτικοποίηση των δασών και ανασχηματισμό της εκλογικής διαδικασίας. Αυτό ήταν και το ξεκίνημα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του Ιράν.12

2 iran coup9

 

ii. η “πρόβα”

Πριν όμως αυτό το σχέδιο κατορθώσει να εκτελεστεί, λαϊκά στρώματα διατύπωσαν την εναντίωσή τους σε αυτό το “πραξικοπηματικό καθεστώς” σε μια αιματηρή σύγκρουση τον Ιούνιο του 1963. Μια λαϊκή συμμαχία φοιτητών, δημοσίων υπαλλήλων, διανοουμένων, επιχειρηματιών και κληρικών συμμετείχαν σε αυτό που ο Ervand Abrahamian αργότερα αποκάλεσε “Πρόβα” για την Επανάσταση του 1978-79.13 Το σύνθημα της Αριστεράς ήταν το εξής: “Ναι στη Μεταρρύθμιση, Όχι στη Δικτατορία”. Οι Δεξιοί, κληρικοί και επιχειρηματίες ταυτόχρονα εναντιώθηκαν στην ανακατανομή της γης και στο δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Τους απασχολούσε επίσης έντονα αν το νέο κράτος θα παραβίαζε την ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων τους και τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα. Μεταξύ των θρησκευτικών ηγετών που συμμετείχαν σε αυτή την εξέγερση ήταν και ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος και γι’ αυτό το λόγο εξορίστηκε στο Ιράκ. Η καταστολή αυτού του κινήματος ανάγκασε τις φοιτητικές παρατάξεις να κινηθούν στην παρανομία, όπου απέκτησαν νέους προσανατολισμούς και ως επακόλουθο αναδιοργανώθηκαν. Ενώ βρίσκονταν ακόμη στην παρανομία και αποτελούνταν από μικρές, δεμένες ομάδες ανέλυσαν τους λόγους για την ήττα του κινήματος και μελέτησαν, μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις του συνεδρίου του Bandung,14 την κατάσταση στην Ινδοκίνα, τα γεγονότα της Κίνας, τον αγώνα των Αλγερινών για ανεξαρτησία, και την Κουβανική Επανάσταση. Αυτές οι παράνομες ομάδες αυτομόρφωσης διάβαζαν επίσης Frantz Fanon, Aimé Cesaire, Regis Debray, Paul Baran, Paul Sweezy και Samir Amin. Σε ένα επόμενο στάδιο διάβαζαν μεταφράσεις του Andre Gunder Frank και Λατινοαμερικάνων dependencistas. Μια προσέγγιση με όρους τριτοκοσμισμού ήταν υπό κατασκευή.15

Το 1966 το Κόμμα Tudeh που βρισκόταν υπό εξορία υπέστη μια διάσπαση από την οποία ξεπρόβαλε μία καθαρά φιλοκινεζική ομάδα, η αυτοαποκαλούμενη Επαναστατική Οργάνωση του Tudeh. Μερικοί ακτιβιστές αυτής της ομάδας πέρασαν ένα χρονικό διάστημα στην Κίνα, από όπου και μετέδιδαν τα πολιτικά τους προγράμματα μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης και μίας εισαγωγής στις θεμελιώδεις αρχές της σκέψης του Μάο Τσε Τούνγκ. Έτσι, με αυτόν αλλά και με άλλους τρόπους, ο Μαοϊσμός επηρέασε μια νέα γενιά αριστερών αγωνιστών οι οποίοι οικειοποιήθηκαν όρους όπως “η δικτατορία του προλεταριάτου” και “αντιμπεριαλιστικός αγώνας” αλλά και την Κινέζικη θεωρία για τους Τρεις Κόσμους. Αυτό το γεγονός αύξησε την ήδη υπάρχουσα εχθρότητα με το Tudeh και απέτρεψε όποιες σημαντικές κινήσεις μπορούσαν να γίνουν για την ενοποίηση των αριστερών δυνάμεων όταν ξέσπασε η Επανάσταση το 1978-79. Ακόμη, όπως άλλωστε έκαναν παντού οι μαοϊστές, οι αντιμπεριαλιστές και οι αριστεριστές, η Νέα Αριστερά στο Ιράν εκδήλωσε μια απέχθεια για τη θεωρητικοποίηση, μια ανυπομονησία απέναντι στο θεωρητικό και αναλυτικό έργο και τέλος μια προτίμηση για μία στενά προσδιορισμένη “πρακτική”.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Τρίτος Κόσμος ήταν ένα πεδίο πολλών ριζοσπαστικών και ένοπλων αγώνων, που όλοι προσδιορίζονταν (και αυτοπροσδιορίζονταν) ως αντιμπεριαλιστικά και λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα. Ο στόχος ήταν ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ (στην περίπτωση των μαοϊκής έμπνευσης κινημάτων και ο σοβιετικός “σοσιαλιμπεριαλισμός”). Αυτά τα κινήματα καθοδηγήθηκαν από αντάρτικες οργανώσεις και απέρριψαν την παραδοσιακή ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία των τριών σταδίων: 1. Βιομηχανοποίηση, 2. Συγκρότηση της εργατικής τάξης και 3. Προλεταριακή επανάσταση. Στη Λατινική Αμερική αντιθέτως, υιοθετήθηκε ο εστιασμός (foquismο).16 Θα υιοθετούνταν και από το Ιράν, μαζί με ένα μιλιταριστικού τύπου μοντέλο δράσης, μία πρόχειρη και οικονομιστική ανάγνωση της Ιρανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και μία απλοϊκή ταξική ανάλυση.

3 A gun battle in Khorramshahr in southwestern Iran during the Iranian Revolution 1979

 

iii. η προβληματική του αντιμπεριαλισμού

Το 1970 η οργάνωση Αντάρτες Φενταγίν του Ιρανικού Λαού δημιουργήθηκε έπειτα από τη συνένωση δύο μικρότερων ομάδων οι οποίες ήταν γνωστές με τα ονόματα των κύριων ηγετών τους: Bizhan Jazani και Hassan Zarifi από την μία πλευρά, και Massoud Ahmadzadeh και Amir-Parviz Pouyan από την άλλη. Η οργάνωση αυτή είχε φιλοσοβιετικές τάσεις και όλα σχεδόν τα ιδρυτικά της μέλη ήταν αναμεμειγμένα με την Οργάνωση Φοιτητών του Εθνικού Μετώπου. Ο Bizhan Jazan είχε υπάρξει και στη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Amir-Parviz Pouyan υπήρξε φοιτητής του Ινστιτούτου Κοινωνικών Σπουδών και Ερευνών, ενός κέντρου ανθρωπολογικών και κοινωνικών μελετών στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Και οι τέσσερις ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχοι και αφοσιωμένοι άνθρωποι, και πολύ επηρεασμένοι από την επαναστατικά γραπτά της Λατινικής Αμερικής, την κουβανέζικη εμπειρία, τις μαοϊκές θεωρίες, τον αγώνα των Βιετναμέζων και την παλαιστινιακή αντίσταση. Άλλωστε, μία από τις ομάδες που κατατάχθηκε στους Φενταγίν ήταν γνωστή ως “Ομάδα της Παλαιστίνης”. Τις ίδιες επιρροές είχε και η οργάνωση Αγωνιστές του Λαού (Μουτζαχεντίν), η οποία δημιουργήθηκε το 1970 γύρω από μία Ισλαμική-Μαρξιστική φιλοσοφία. Ο λόγος και των δύο οργανώσεων –η μία ήταν φανατικά μαρξιστική/λενινιστική και η άλλη επαναστατική ισλαμιστική με μαρξιστικό προσανατολισμό– έμοιαζε πολύ με το λόγο των επαναστατικών ρευμάτων στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και σε άλλες χώρες της Ασίας: ήταν η ρητορική του αντιμπεριαλισμού, του εξαρτημένου καπιταλισμού, της νεοαποικιοκρατίας και του επαναστατικού αγώνα. Το σύνθημά τους “Ο Μόνος Δρόμος για την Απελευθέρωση είναι ο Ένοπλος Αγώνας” ήταν επίσης αποδεκτό από τους υποστηρικτές τους στο εξωτερικό, οι οποίοι δούλευαν σκληρά για να δημοσιοποιήσουν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν, να στρατολογήσουν φοιτητές στην Ομοσπονδία και το ISA-US και να εξοικειώσουν τη διεθνή κοινότητα με τον επαναστατικό αγώνα μέσα στη χώρα.17 Για να αξιολογηθεί το στρατηγικό πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνταν, πρέπει να εξετάσουμε τις αλλαγές που εξελίσσονταν στο Ιράν τις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Η Λευκή Επανάσταση της δυναστείας των Pahlavi ουσιαστικά προώθησε παράλληλα την πρωταρχική συσσώρευση με την αμιγώς καπιταλιστική συσσώρευση. Η διαδικασία ήταν ραγδαία και έγινε κάτω από έναν πολύ αυταρχικό τρόπο, ιεραρχώντας την οικονομική ανάπτυξη ως πιο σημαντική από τις κοινωνικές ανάγκες και την αναδιανομή του πλούτου. Σε ένα πρώτο στάδιο, η αγροτική μεταρρύθμιση προσέφερε αναδιανομή της γης στους αγρότες που ήταν “κολίγοι”. Όντως, στη συνέχεια, επικράτησε ένας μικρής κλίμακας και μικροαστικός τύπος αγροτικής παραγωγής, αν και αυτό δεν είχε αναγνωριστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σε μετέπειτα στάδια, όμως, οι μικροκαλλιεργητές παραμελήθηκαν και προωθήθηκαν οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των αγροβιομηχανιών, με μια μεγάλη κυβερνητική εκστρατεία για τον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Πολλοί αγρότες (μικροϊδιοκτήτες γης) μετανάστευσαν συνεπώς στις πόλεις για καλύτερες συνθήκες ζωής, ενώ εκείνοι που δεν είχαν ιδιοκτησία γης, μετασχηματίστηκαν σε αγροτικούς ή αστικούς μισθωτούς εργάτες. Ταυτόχρονα το πολιτικό καθεστώς, χρησιμοποίησε τα τεράστια έσοδα πετρελαίου που είχε στη διάθεση του με σκοπό την εκβιομηχάνιση. Η πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία επέκταση του δευτερογενή τομέα και την ανάπτυξη αστικής, βιομηχανικής εργατικής δύναμης. Η κρατική πολιτική ευνόησε τη βιομηχανία έντασης κεφαλαίου μεγάλης κλίμακας, την ίδια στιγμή που η μεροληπτική έμφαση στα μεγάλα αστικά κέντρα και η παραμέληση των αγροτικών περιοχών εκτόπισαν μεγάλο αριθμό αγροτών. Οι δύο αυτοί παράγοντες –καθώς και μια πραγματικά εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού– συνέβαλλαν στη μαζική μετανάστευση των δεκαετιών ’60 και ’70 από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές, και στη δημιουργία μιας δεξαμενής εξαθλιωμένων ημιπρολετάριων στις μεγάλες πόλεις, ιδίως στην Τεχεράνη.18

Σαν μέρος της διαδικασίας συσσώρευσης, το καθεστώς των Pahlavi επιχείρησε να αποκτήσει τον έλεγχο στις πρώην αυτόνομες οικονομικές, εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες ήταν “παραδοσιακές”, μικρού ή μεσαίου μεγέθους και επικεντρωμένες μέσα και γύρω από το Παζάρι (Bazaar).19 Μεταξύ άλλων πραγμάτων, η κυβέρνηση ανέλαβε να επεκτείνει την εργατική νομοθεσία στο Παζάρι και να ρυθμίσει τις συναλλαγματικές ανταλλαγές, να ελέγξει τις μικροεπιχειρήσεις, ανοίγοντας δικά της, πολυτελή μαγαζιά, επιχειρώντας να στρατολογήσει Bazaaris στο φιλικό προς το Σάχη κόμμα Rastakhiz και ρίχνοντας το φταίξιμο στο Παζάρι για τον αυξανόμενο πληθωρισμό στα μέσα του ’70. Αυτό έθεσε τη βάση για την αντίδραση από την πλευρά των Bazaaris.

Η αυταρχική διακυβέρνηση του Σάχη, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του στον Κόλπο ως τοπική αστυνομία των ΗΠΑ καθώς και η σκανδαλώδης χλιδή της ανώτερης τάξης προκάλεσε τεράστια αγανάκτηση σε πολλούς Ιρανούς, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και πολλοί κληρικοί. Για τους κληρικούς αυτούς, το κήρυγμα της Παρασκευής γίνονταν, ολοένα και περισσότερο, ευκαιρία έμμεσης κριτικής προς το καθεστώς. Έτσι, τόσο η αριστερή αντιπολίτευση όσο και η θρησκευτική δεξιά κατέληξαν να χρησιμοποιούν μια λίγο πολύ κοινή γλώσσα. Ασκούσαν κριτική στο καθεστώς για τους δεσμούς του με τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές, για την φιλοϊμπεριαλιστική και αντεθνική οικονομική πολιτική του, για την κυριαρχία της κομπραδόρικης αστικής τάξης (δηλαδή τους μεγαλοβιομήχανους και τους ξένους εταίρους τους) σε βάρος της “εθνικής αστικής τάξης” (με άλλα λόγια της κάστας των Bazaari) και για την καταναλωτική κουλτούρα ή αλλιώς “Westoxication” που καλλιέργησε η καπιταλιστική ανάπτυξη.20

Η εκδοχή της θεωρίας της εξάρτησης που υιοθετήθηκε στο Ιράν, τόνιζε τον υψηλό βαθμό πολιτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Δεν αναγνώριζε τους βαθμούς αυτονομίας –οι οποίοι και εκφράστηκαν, για παράδειγμα, στις φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα– που μπορούσε να απολαμβάνει το καθεστώς του Σάχη, λόγω του πλούτου του σε κοιτάσματα πετρελαίου. Ούτε και μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς τις πολύπλοκες οικονομικές διαδικασίες που αναπτύχθηκαν στο Ιράν τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Μία αποκαλυπτική πηγή είναι το σημαντικό έργο Α Socio-economic Analysis of a Depented Capitalist State, γραμμένο από τον εκλιπόντα θεωρητικό των Φενταγίν, τον Bizhan Jazani. Oι τίτλοι των κεφαλαίων είναι ενδεικτικοί του ύφους της ανάλυσης: “Ανάπτυξη και Εξουσία της κομπραδόρικης αστικής τάξης”, “Η εντεινόμενη εκμετάλλευση από τις ξένες δυνάμεις με τη μορφή της Νεοαποικιοκρατίας”, “Η ιδιαίτερη θέση των Αγροτών κατά τη μεταβατική περίοδο”, “Ο σχηματισμός της Καταναλωτικής κοινωνίας των λίγων”. Ίσως το μόνο πρωτότυπο κομμάτι του βιβλίου είναι το κεφάλαιο που αναφέρεται στη μοναρχία και μελετά τις ιδιαιτερότητες της ιρανικής πολιτικής οικονομίας. Το κεφάλαιο με τίτλο: “Οι Επαναστατικές δυνάμεις στο Ιράν”, ορίζει το “λαό” ως “την εργατική τάξη, τους αγρότες, τη μικροαστική τάξη και την εθνική αστική τάξη”. Ο Jazani κατατάσσει τον κλήρο (με την εξαίρεση των ανώτερων κλιμακίων και της ηγεσίας του) στη μικροαστική τάξη.

4 women protesting hijab iran

 

iv. οικονομικές αναλύσεις

Η λέξη melli, που σημαίνει εθνικός, εμφανίζεται κεντρικά στη γλώσσα της Αριστεράς. Για την μαοϊκή οργάνωση Peykar, η βασική διαφωνία με το καθεστώς του Σάχη ήταν ότι το σύστημα του εξαρτημένου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καπιταλισμού εμπόδισε την ανάπτυξη της melli και ανεξάρτητης βιομηχανίας. Και ότι αντί τα έσοδα από το πετρέλαιο να διατίθενται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός εγχώριου τομέα παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Μια άλλη μαοϊκή οργάνωση, η Ranjbaran (μετεξέλιξη της RO), μιλούσαν για ένα εθνικά ανεξάρτητο Ιράν, που δεν θα ευθυγραμμιζόταν ούτε με τις ΗΠΑ, ούτε με την ΕΣΣΔ, και έθεταν ως βασικό στόχο την ανάπτυξη μιας “εθνικής τεχνολογίας”. Ο Bizhan Jazani έγραφε για την “εθνική δημοκρατική επανάσταση” και την εγκαθίδρυση μιας εθνικής πολιτικής εξουσίας. Στην προπαγανδιστική δουλειά που έκαναν οι αριστεροί μέσα στα εργοστάσια, μιλούσαν κυρίως για την αποδέσμευση της οικονομίας από τον ιμπεριαλισμό, την απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης εθνικής οικονομίας. Ομοίως και για το Tudeh, κεντρικός στόχος ήταν η εθνική δημοκρατική επανάσταση βασισμένη στον αντιμπεριαλισμό, και η απαλλαγή από τα δεσμά της εξάρτησης. Όλες αυτές οι οργανώσεις αγνοούσαν ότι ένα θρησκευτικό καθεστώς, βασισμένο σε ένα θολό μείγμα λαϊκισμού και ισλαμισμού, θα κατόρθωνε να υλοποιήσει όλους αυτούς τους στόχους, παραμένοντας βαθιά αντικομμουνιστικό και καταπιεστικό.

Μέχρι τα τέλη του ’70 οι αριστερές παρατάξεις είχαν διαφορετικές αναλύσεις για την ιρανική οικονομία. Για μερικές από αυτές, οι καπιταλιστικές σχέσεις βρίσκονταν παντού. Το καπιταλιστικά μονοπώλια της αγοράς είχαν εξαφανίσει το Bazaar, ο κλήρος ήταν κάτω από τον έλεγχο του κράτους και οι πολυεθνικές εταιρίες είχαν πάρει στα χέρια τους τη γεωργία και τη βιομηχανία της χώρας. Για κάποιες άλλες το Ιράν ήταν ένα κράτος κατά το ήμισυ φεουδαρχικό και κατά το ήμισυ αποικιακό, πολιτικά εξαρτημένο από τις ΗΠΑ, κοινωνικά και οικονομικά υπανάπτυκτο και θεωρούσαν ότι υπήρχε ανάγκη για αγροτική επανάσταση ενάντια στους γαιοκτήμονες και στο καθεστώς. Για όλες πάντως τις αριστερές παρατάξεις ο βασικός εχθρός ήταν η εξάρτηση του Ιράν από τις ΗΠΑ και η δικτατορία του Σάχη.

Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη του καπιταλισμού προχώρησε με πιο πολύπλοκο τρόπο, από αυτόν που παρουσίαζαν οι αριστερές αναλύσεις. Μπορούμε να απαριθμήσουμε τρεις κύριες τάσεις:

1. ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των κοινωνικών τάξεων με την εμφάνιση νέων σχέσεων εκμετάλλευσης,

2. αποδυνάμωση της προκαπιταλιστικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης (συγκεκριμένα εξασθένιση της κάστας των γαιοκτημόνων και των φυλάρχων) και

3. ταξική ανασύνθεση και δημιουργία νέων τάξεων γύρω από τη αναδυόμενη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας (Bazaaris, μικροαστοί, κλήρος).

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι τόσο οι Σιίτες όσο και οι άνθρωποι του Παζαριού (Bazaaris) –άλλωστε υπήρξαν σύμμαχοι ιστορικά– άκμασαν οικονομικά κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.21 Δεν είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σάχη η οικονομική βάση της θρησκευτικής εξουσίας συρρικνώθηκε. Στην πραγματικότητα, ο κλήρος επεκτάθηκε και ο αριθμός των τζαμιών και των εκκλησιαστικών σχολών πολλαπλασιάστηκε. Όσον αφορά τους Bazaaris, όχι μόνο δεν είχαν καταλήξει περιθωριακοί στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα απολάμβαναν ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς και, μέχρι την παραμονή της επανάστασης, έλεγχαν σημαντικό ποσοστό του λιανικού εμπορίου.22 Στην πραγματικότητα η αντιπάθεια τους προς την κυβέρνηση βασιζόταν στον ανταγωνισμό τους με αυτήν και με το μονοπωλιακό κεφάλαιο.

Η επικέντρωση των αριστερών στο ζήτημα της εξάρτησης και του αντιμπεριαλισμού, τους εμπόδισε να διακρίνουν την εκμεταλλευτική φύση των Bazaari και την αρχόμενη πολιτικοποίηση μιας θρησκευτικής κάστας που μιλούσε για ισλαμιστική κυβέρνηση.23 Συσκότισε επίσης τη σημασία της ανάδυσης ενός βιομηχανικού προλεταριάτου, μαζί με μια μισθωτή μεσαία τάξη και μια ριζοσπαστική διανόηση. Οι γυναίκες είχαν σημειώσει πρόοδο και είχαν κατοχυρώσει κάποια δικαιώματα –όπως η ψήφος, η μείωση του γυναικείου αναλφαβητισμού, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία και η δυνατότητα να καταλαμβάνουν υψηλόβαθμες θέσεις σε κυβερνητικά πόστα. Είχε δημιουργηθεί, λοιπόν, η αντικειμενική βάση για μια συμμαχία των προοδευτικών στρωμάτων ενάντια στη δικτατορία, για μία δημοκρατική, σοσιαλιστική εναλλακτική. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και τα πιο θετικά στοιχεία της ανάπτυξης, δηλαδή η αναδιανομή της γης και τα γυναικεία δικαιώματα, καταγγέλθηκαν ευθύς αμέσως ως αποπροσανατολισμός και απάτη.24 Αντί για ένα μοντέλο κοινωνικής απελευθέρωσης, οι αριστεροί δανείστηκαν μία ανάλυση και στρατηγική εθνικής απελευθέρωσης που καλούσε σε ενότητα του λαού ενάντια στο καθεστώς, σε ένα ενιαίο αντιμπεριαλιστικό μέτωπο. Το μέτωπο αυτό περιελάμβανε τους βιομηχανικούς εργάτες, τα φτωχά αστικά στρώματα, τους ριζοσπάστες φοιτητές, την Αριστερά, τη ντόπια αστική τάξη και τον κλήρο. Η ανάλυση βασιζόταν σε μία απλή εξίσωση: καπιταλισμός = μονοπωλιακός καπιταλισμός = Σάχης + μεγάλες βιομηχανίες, αγροβιομηχανίες, πολυεθνικές. Όλοι οι υπόλοιποι αποτελούσαν τις “λαϊκές μάζες”, τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους από το ξένο κεφάλαιο, τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και τα τοπικά τους φερέφωνα.

Η κοινή γλώσσα της αντίστασης στο καθεστώς είχε και ένα ακόμα αρνητικό αποτέλεσμα: θόλωσε τις πραγματικές και ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα της Αριστεράς και της θρησκευτικής Δεξιάς (εθνική λαϊκή εξουσία από τη μία, πολιτικό Ισλάμ και θεοκρατικός νόμος από την άλλη). Επιπλέον, τη δεκαετία του ’70, πολλοί από την Αριστερά φαίνεται να αγνοούσαν το γεγονός ότι οι θρησκευτικές δυνάμεις ήδη χρησιμοποιούσαν έναν ακραίο λαϊκιστικό, ισλαμιστικό λόγο, ο οποίος και θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά αποτελεσματικός. Η ρητορική αυτή σφετεριζόταν θεωρητικά σχήματα της Αριστεράς (εκμετάλλευση, ιμπεριαλισμός, παγκόσμιος καπιταλισμός), χρησιμοποιούσε κατηγορίες ανάλυσης του τριτοκοσμισμού (εξάρτηση, λαός), αναμιγμένα με λαϊκιστικούς όρους (“ο βασανισμένος λαός”) και διαπότισε παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις με νέα, ριζοσπαστικά περιεχόμενα. Για παράδειγμα η λέξη mostazafin, που σημαίνει εξαθλιωμένος, κολασμένος, χρησιμοποιείται πλέον για να περιγράψει τους φτωχούς των πόλεων, με τον ίδιο τρόπο που αναφέρεται και η Θεολογία της Απελευθέρωσης στους άκληρους. Αλλά αν αναζητήσουμε την αρχική χρήση της λέξης θα τη βρούμε στα γραπτά των Ισλαμιστών θεολόγων και ιδιαίτερα στους λόγους του Αγιατολάχ Χομεϊνί, όπου διατυμπανίζεται ότι οι mostazafin θα εγερθούν εναντίον των καταπιεστών τους και, καθοδηγούμενοι από τους ulama (θρησκευτικοί ηγέτες), θα εγκαθιδρύσουν την ommat (κοινότητα των πιστών), βασισμένη πάνω στο towhid (διακήρυξη της πίστης στην ενότητα του Θεού) και το ισλαμικό δίκαιο.25

Μερικές από τις ισλαμικές επαναστατικές ιδέες μπορεί να είναι δανεισμένες απευθείας από τον Ali Shariati, έναν κοινωνιολόγο που σπούδασε στη Γαλλία και εμπνεύστηκε από τον Frantz Fanon, τον Aimé Cesaire, την Αλγερινή Επανάσταση και τους αντιμπεριαλιστικούς αγώνες στον Τρίτο Κόσμο. Σε κείμενα του όπως το “Ο Μαρξισμός και άλλες Δυτικές αυταπάτες: μία Ισλαμιστική κριτική”, ο Shariati επιχείρησε να αναδείξει τη ριζοσπαστικότητα του Ισλάμ και να καταδείξει την ανωτερότητα του από το Μαρξισμό, τον Ανθρωπισμό, το Χριστιανισμό και τον Υπαρξισμό. Είναι σίγουρο ότι οι Μουτζαχεντίν αντέγραψαν ανοικτά τον Shariati. Όπως επίσης υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Hojatoleslam Khameneh’i26 και ο Shariati γνωρίζονταν από τότε που έκαναν κήρυγμα στο Hosseinieh Ershad, ένα θρησκευτικό κέντρο στη βόρεια Τεχεράνη. Πρέπει επίσης να γίνει ειδική αναφορά στην επίδραση που είχε ο Jalal A-le Ahmad, στην ανάδυση μίας κριτικής στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και τη Δύση, αλλά από μια θρησκευτική σκοπιά. Ο όρος gharbzadegi –μεταφράζεται άλλοτε ως Westoxication, Occidentosis ή Ευρωμανία– βρήκε μεγάλη απήχηση στον πολιτικό λόγο. Πριν το θάνατο του το 1969, ο A-le Ahmad συναντήθηκε δυο φορές με τον Shariati, με τον οποίο και μοιράστηκε μία ριζική κριτική της Δύσης και ένα ενδιαφέρον για την αναζωογόνηση της ισλαμικής τάξης.27

5 Iran

 

v. η αριστερά και ο πολιτισμός

Η Αριστερά ποτέ δεν κατόρθωσε να αναπτύξει τα επιχειρήματα της σε αντίστοιχο επίπεδο. Ως επί το πλείστον και σε όλη αυτή την περίοδο, η κοσμική Αριστερά έτεινε, όταν έγραφε για τον Ισλαμισμό, να τονίζει τις προοδευτικές πτυχές του Ισλάμ και να επιβεβαιώνει τη συμβατότητα του Ισλαμισμού με το Σοσιαλισμό ή το Μαρξισμό. Δεν υπήρξε καμία συζήτηση για τη πολιτισμική σφαίρα, καμία ανάλυση για την ετερογένεια της ιρανικής κοινωνίας (εθνικές μειονότητες, θρησκευτικές μειονότητες, εθνικές ομάδες, κοινωνικές τάξεις, Σιίτες και Σουννίτες, διαφορές με βάση το φύλο) και ό,τι αυτή συνεπαγόταν πολιτισμικά. Ήταν αδιανόητο και ούτε καν άξιο προσοχής το ότι ο καπιταλισμός και ο αστικός πολιτισμός μπορούσαν να έχουν και κάποια θετική επίδραση και χαρακτηριστικά. Αντίθετα, κατηγορούσαν τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό ότι διέστρεφαν την οικονομία, εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους, μετέφεραν το πλεόνασμα και υποστήριζαν τη μοναρχία. Φυσικά όλα αυτά ήταν αλήθεια, αλλά ήταν μόνο ένα μέρος της.

Αυτοί που έγραψαν για τον πολιτισμό και τη θρησκεία –ο Jalal A-le Ahmad και ο Shariati– ήταν και οι πρώτοι που μίλησαν και για το φόβο της Δυτικοποίησης και της απώλειας των εθνικών πολιτιστικών χαρακτηριστικών. Διατύπωσαν μία κριτική στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όχι από μια σοσιαλιστική σκοπιά, αλλά μέσα από μία ακραία λαϊκιστική, ισλαμιστική και τριτοκοσμική οπτική. Δυστυχώς αυτή η αναδυόμενη ριζοσπαστική ισλαμιστική κουλτούρα δεν αμφισβητήθηκε. Οι Φενταγίν φάνηκε να την αγνοούν, το Tudeh τελείως συνειδητά δεν έλαβε μέρος στην κριτική ανασκευή της και οι Μουτζαχεντίν δανείστηκαν ελεύθερα από τη ρητορική της.

Το γεγονός ότι η κοσμική Αριστερά περιφρόνησε θέματα όπως η κοινωνική ψυχολογία, οι πολιτισμικές κατασκευές και η θρησκεία, επέτρεψε στους δεξιούς και φανατικά θρησκευόμενους συντάκτες των εφημερίδων Maktab-e Islam και Maktab-e Tashayo28 να κυριαρχήσουν στην πολιτισμική σφαίρα και να εμποτίσουν τον αντιμπεριαλιστικό λόγο με την αποκήρυξη του χριστιανισμού, του υλισμού, της Δύσης και του μαρξισμού. Δίνοντας βάρος στο λαϊκίστικο πατριωτισμό, η Αριστερά δεν τόνισε τις διαφορές της με τη θρησκευτική πτέρυγα, για να μη λειτουργήσει διασπαστικά στην ενιαία αντίσταση προς το Σάχη. Αυτή η επιλογή σφράγισε και την ήττα της. Από την άλλη μεριά, οι θρησκευτικές δυνάμεις έδειχναν ανοικτά την αποστροφή τους για τους μαρξιστές. Στη φυλακή στα μέσα του ’70, κληρικοί, που αργότερα απέκτησαν δύναμη στην ισλαμική δημοκρατία, αρνούνταν επιδεικτικά να φάνε με τους (συν)φυλακισμένους Κομμουνιστές.

Η εξέταση του λόγου της Αριστεράς στη δεκαετία του ’70 αποκαλύπτει ορισμένες από τις βασικές της αδυναμίες: οικονομισμός, παραμέληση των ζητημάτων που άπτονται της κουλτούρας, αλλά και την αδυναμία της να αναλύσει τις πολιτικοδικαϊκές δομές πέρα από μια γενική έκκληση για ανατροπή του Σάχη και εγκαθίδρυση της “λαϊκής εξουσίας”. Αν και το Τι να κάνουμε; του Λένιν διαβάστηκε ευρέως, το Κράτος κι Επανάσταση δεν κατανοήθηκε αντίστοιχα –ιδιαίτερα το σχόλιο ότι δεν νοείται σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία (κάτι που ειπώθηκε πρόσφατα και από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ). Όπως γίνεται φανερό, αν μη τι άλλο, μέσα από τα αριστερά κείμενα της περιόδου, η δημοκρατία γίνεται αντιληπτή μόνο ως αστική και οπωσδήποτε ως κατώτερη του σοσιαλισμού. Ένα κείμενο που κυκλοφόρησε σε δύο μέρη από τους Φενταγίν στα τέλη του 1978 με τίτλο Τα βασικά καθήκοντα των μαρξιστών-λενινιστών στο παρόν στάδιο ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος στο Ιράν, είναι ενδεικτικό για αυτήν αλλά και για άλλες θεωρητικές λαθροχειρίες. Αυτό το κείμενο είναι φαινομενικά μια προσπάθεια να καθοριστούν τα σοσιαλιστικά και δημοκρατικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός μαζικού, αντιμπεριαλιστικού, επαναστατικού αγώνα. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν καθορίζονται επακριβώς οι όροι “σοσιαλισμός” και “δημοκρατία”, αλλά εξισώνονται αφηρημένα με το εργατικό και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.29 Αυτό φαίνεται και από την αντίληψη για την επανάσταση ως διαδικασία δύο σταδίων, που υιοθετείται σε αυτό το κείμενο. Αρχικά, το πρώτο στάδιο θα είναι η μαζική, λαϊκή, δημοκρατική, αντιμπεριαλιστική επανάσταση, ενώ το δεύτερο θα είναι η σοσιαλιστική, προλεταριακή επανάσταση. Έτσι, η “δημοκρατία” ταυτίζεται με ένα από τα στάδια της επανάστασης (και μάλιστα με το λιγότερο σημαντικό) και όχι με τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των πολιτών. Σε άλλα κείμενα, επίσης, είναι εμφανής η κυρίαρχη αριστερή αντίληψη της εποχής ότι αστική δημοκρατία σήμαινε αναγκαστικά και μόνο ελευθερία για τους καπιταλιστές. Η αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει το ζήτημα της δημοκρατίας και να διεξάγει ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα γύρω από αυτό συνέβαλλε ακόμη περισσότερο στη σύγχυση γύρω από τις υπαρκτές διαφορές του αριστερού σχεδίου από τη μία και του ισλαμιστικού από την άλλη.

6 IRAN6 900

 

vi. μέσα από παραμορφωτικό πρίσμα:

πρόσωπο με πρόσωπο με την ισλαμική δημοκρατία

Όταν ξέσπασε ο αγώνας ενάντια στον Σάχη, η ιρανική Αριστερά ήταν τόσο διασπασμένη όσο και οι όμοιοι της σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και περισσότερο ευάλωτη σε σχέση με τους ισλαμιστές που ήταν ενάντια στο καθεστώς. Εξαιτίας της συνεχούς και συστηματικής καταστολής στις δεκαετίες ’60 και ’70, καμία από τις οργανώσεις της αριστεράς δεν ήταν σε θέση είτε να παίξει ηγετικό ρόλο στο μαζικό κίνημα, είτε να επηρεάσει την κατεύθυνση και τη συνολική στρατηγική του αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Οι Φενταγίν και οι Μουτζαχεντίν ήταν από τις οργανώσεις που υπέστησαν τα σοβαρότερα πλήγματα. Σχεδόν όλα τα ιδρυτικά μέλη και τα ανώτερα στελέχη των Φενταγίν –περίπου διακόσια άτομα– θανατώθηκαν: εκτελέστηκαν στη φυλακή, πέθαναν από τα βασανιστήρια ή σκοτώθηκαν σε ανταλλαγές πυροβολισμών με την αστυνομία. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Bizhan Jazani, Massoud Ahmadzadeh, Amir-Parviz Pouyan, Behrouz Dehghani, Marzieh Ahmadi Oskooi και Hamid Ashraf. Ο θάνατος αυτών των αφοσιωμένων, έμπειρων και πολύτιμων αγωνιστριών και αγωνιστών στέρησε το κομμουνιστικό κίνημα από την ύπαρξη μιας σταθερής και ικανής ηγεσίας. Άλλα στελέχη των Φενταγίν βρίσκονταν στη φυλακή κατά τη δεκαετία του ’70 και απελευθερώθηκαν μόνο μετά το άνοιγμα των φυλακών στις αρχές του 1979.30 Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αρκετοί από αυτούς τους αγωνιστές μέσα από την επικοινωνία με άλλους κρατούμενους υιοθέτησαν την γραμμή του Tudeh. Έτσι, μετά την επανάσταση, η αντίθεση τους σε πιο μαχητικές μορφές δράσης ενάντια στο καθεστώς οδήγησε τελικά τους Φενταγίν σε διάσπαση. Άλλοι, μετά την απελευθέρωση, σχημάτισαν μικρότερες ομάδες (όπως η Rah-e Kargar), οι οποίες αν και κοντινές πολιτικά στους Φενταγίν, διέφεραν σε ορισμένα ζητήματα από αυτούς. Έτσι, η είσοδος των Φενταγίν στην πολιτική αρένα στα τέλη του ’78, αρχές του ’79 υπέφερε από συγκεκριμένα μειονεκτήματα και ελλείψεις:

η απουσία ισχυρών δεσμών με κοινωνικές ομάδες-κλειδιά, όπως οι βιομηχανικοί εργάτες και το ημιπρολεταριάτο, εξαιτίας τόσο της καταστολής από τη μεριά του καθεστώτος όσο και της στρατηγικής του αντάρτικου που ακολουθούσαν οι ίδιοι οι Φενταγίν

η απουσία σταθερής ηγεσίας, ενότητας και μεγέθους ικανού να παρέχει πιο στέρεα βάση στην όποια δράση

ο κομμουνιστικός προσανατολισμός και η μαρξιστική-λενινιστική τάση σε ένα κοινωνικό πλαίσιο σημαδεμένο από τον ριζοσπαστικό λαϊκισμό των ισλαμιστών και από την εξαιρετικά ανισόμετρη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η ιρανική Αριστερά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση –σε πείσμα των διαφόρων αναθεωρητών ιστορικών και των απολογητών του ισλαμικού καθεστώτος, οι οποίοι αρνούνται έναν τέτοιο ρόλο σε οποιονδήποτε άλλο πέρα από τι μουσουλμανικές μάζες, τον κλήρο και το επαναστατικό ισλαμικό τμήμα του Παζαριού. Στην πραγματικότητα, ήταν οι αριστερές αντάρτικες οργανώσεις –κυρίως οι Φενταγίν– αυτές που εισέβαλλαν σε αστυνομικά τμήματα και στρατόπεδα, που διένειμαν όπλα στο λαό και ήταν αυτές που μαζί με αποστάτες χαμηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού (τους περίφημους homafar) πολέμησαν την Αυτοκρατορική φρουρά του Σάχη (τους ονομαζόμενους και Αθάνατους) στην αεροπορική βάση Doshan Tappeh στις 9-11 Φεβρουαρίου. Τη μέρα πριν τον ένοπλο ξεσηκωμό, δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτών των Φενταγίν –συμπεριλαμβανομένων πολλών αγωνιστών φοιτητών και μελών της Συνομοσπονδίας Ιρανών Φοιτητών (CISNU) που είχαν επιστρέψει στο Ιράν μερικές εβδομάδες πριν– πραγματοποίησαν δημόσια διαδήλωση στη μνήμη του Siahkal,31 την ιρανική Moncada.32 Το σύνθημα τους ήταν “θα μετατρέψουμε όλο το Ιράν σε Siahkal”. Και το έκαναν. Αλλά η πραγματικότητα έδειξε ακόμη μια φορά το ψυχρό και ειρωνικό της πρόσωπο: το βασικό πλεονέκτημα των Φενταγίν απέναντι στον κλήρο –η μαχητική/στρατιωτική τους εμπειρία– δεν διευκόλυνε την ισχυροποίηση της θέσης τους στο πολιτικό πεδίο. Αντίθετα συνέχισε να επικρατεί ο κλήρος μέσα από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας μαζί με τους, άλλοτε συνεργάτες και άλλοτε αντίπαλους του, τους αυτοαποκαλούμενους φιλελεύθερους.

Στις αρχές της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι Φενταγίν απολάμβαναν μαζικής υποστήριξης ως αποτέλεσμα του ρόλου τους στην ένοπλη εξέγερση και της φήμης τους ως ηρωικών ανταρτών με πολλούς μάρτυρες. Παρόλα αυτά, η ασυνέχεια στο επίπεδο της ηγετικής τους ομάδας συνέβαλλε σημαντικά στην αδυναμία των Φενταγίν να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στις εξελίξεις, κάτι που δεν ίσχυε όμως με τον ίδιο τρόπο για τους Μουτζαχεντίν και το κόμμα Tudeh.33 Παρόλο που ένας σημαντικός αριθμός στελεχών των Μουτζαχεντίν έπεσε θύμα της αστυνομίας του καθεστώτος του Σάχη, ο Massoud Rajavi απέφυγε την εκτέλεση και αποφυλακίστηκε στις αρχές του 1979, για να απολαύσει μια προσωποπαγή λατρεία από τους οπαδούς του. Όσον αφορά το Κομμουνιστικό Κόμμα, εισέβαλλε στην πολιτική αρένα τη χρονιά 1978-79 με ανέπαφη την ηγετική του ομάδα –αφού οι περισσότερες ηγετικές φιγούρες του κόμματος κατά την περίοδο της δικτατορίας είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ και στις λοιπές χώρες του ανατολικού μπλοκ.34 Δυστυχώς, αυτές οι τρεις μεγαλύτερες οργανώσεις της ιρανικής αριστεράς δεν κινήθηκαν προς τη δημιουργία ενός μεταξύ τους συνασπισμού και καμία από αυτές δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει ένα πολιτικό πρόγραμμα που να προσελκύει διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και να παρέχει ένα αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στην νέα πολιτική εξουσία των μουλάδων και της “φιλελεύθερης μπουρζουαζίας”.35

Μετά την εξέγερση του Φεβρουαρίου, στο Ιράν είχε αναπτυχθεί μια κλασσική επαναστατική κατάσταση δυαδικής εξουσίας: από τη μία, η προσωρινή κυβέρνηση του Mehdi Bazargan του Κινήματος Απελευθέρωσης και το υπουργικό συμβούλιο που αποτελούνταν κυρίως από ηγετικά μέλη του Εθνικού Μετώπου, από την άλλη, το Επαναστατικό Συμβούλιο των Αγιατολαχ και των άλλων ισλαμιστών. Η χαρισματική μορφή του Αγιατολαχ Χομεϊνί, ο οποίος είχε επιστρέψει από την εξορία στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1979, άρχισε να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη κατά τη διάρκεια των κυριότερων επεισοδίων της επανάστασης: στο Δημοψήφισμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας το Μάρτιο του ’79, στις εκλογές του Αυγούστου για την ανάδειξη του Συμβουλίου Ειδικών που θα επεξεργαζόταν το νέο Σύνταγμα, στο νέο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου για το Σύνταγμα, στις προεδρικές εκλογές του Ιανουαρίου του 1980 και στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου και του Μαΐου. Μέσα σε αυτήν την περίοδο των 15 μηνών τέθηκαν μεγάλες προκλήσεις στην Αριστερά. Οι Φενταγίν, για παράδειγμα, πάλεψαν για να διατηρήσουν την πολιτική και ιδεολογική τους καθαρότητα και να μην υποκύψουν στις πολιτικές σκοπιμότητες και τον “πολιτικό ρεαλισμό”, ιδιαίτερα σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές. Ούτως ή άλλως, πάντως, σε αυτήν την ταραχώδη περίοδο η Αριστερά είδε τις δυνάμεις της να αυξάνονται, ενώ παράλληλα ξεπήδησαν νέες οργανώσεις, ομάδες και κόμματα. (Για παράδειγμα, μια ομάδα μορφωμένων και πλούσιων ανθρώπων ανακοίνωσε με συνέντευξη τύπου το μετασχηματισμό της σε τροτσκιστικό κόμμα –συνέντευξη που για λόγους επίδειξης δόθηκε στο Intercontinental Hotel, πολυτελές ξενοδοχείο στη βόρεια Τεχεράνη).36

Κατά τη διάρκεια του 1979, οι κυριότερες οργανώσεις της Αριστεράς με βάση το πλήθος των μελών τους, ήταν: οι Φενταγίν, ιδιαίτερα δημοφιλείς με μεγάλη απήχηση, οι Μουτζαχεντίν, ιεραρχική οργάνωση με αφοσιωμένους οπαδούς και το δικό της στρατό, το Peykar, πρώην μαρξιστική τάση των Μουτζαχεντίν και νυν σφοδροί πολέμιοι του νέου καθεστώτος (τους αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός “υπεραριστεροί” από την υπόλοιπη αριστερά), το Tudeh με πολλούς υποστηρικτές στην παλιότερη γενιά και μέσα στην γραφειοκρατία,37 το Koumaleh και το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα, με επιρροή αμφότερα στην επαρχία του Κουρδιστάν, το Rah-e Kargar (τώρα περιλαμβάνει και την Ομάδα της Παλαιστίνης), το οποίο προέκυψε από την κοινότητα που σχημάτισαν αρκετοί αγωνιστές κατά την μακρόχρονη παραμονή τους στη φυλακή, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης ήταν οι επιρροές από τους Αλτουσέρ και Πουλαντζά, το Εθνικό Δημοκρατικό Μέτωπο, με ηγέτη έναν ανιψιό του Dr. Mossadegh και βασική του γραμμή την προσπάθεια ενίσχυσης της δημοκρατίας στο νέο καθεστώς, αν και περιφρονούνταν από την υπόλοιπη αριστερά για την αδιαφορία απέναντι στα εργατικά στρώματα και για τον συνολικά αστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, καθώς και ένας αριθμός τροτσκιστικών κομμάτων προσκείμενων στην Δ’ Διεθνή, που σε γενικές γραμμές θεωρούσαν το νέο καθεστώς αντιμπεριαλιστικό και προοδευτικό. Επίσης υπήρχε ένας αριθμός μικρότερων μαοϊκών ομάδων όπως το Ranjbaran, πρώην RO, και το Εργατικό-Αγροτικό Κόμμα, πρώην Toufan. Όλες αυτές οι ομάδες (με την εξαίρεση του ΕΔΜ) ήταν σε μεγάλο βαθμό δογματικές, βασικό χαρακτηριστικό άλλωστε της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο εκείνη την περίοδο. Εκ των υστέρων, οι αναλύσεις αυτών των οργανώσεων φαίνονται ιδιαίτερα απλοϊκές. Μόνο το Rah-e Kargar ξεχωρίζει: στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν το χαρακτήρα της νέας πολιτικής εξουσίας βασίστηκαν στην 18η Μπρυμαίρ του Μαρξ και σε θεωρητικά εργαλεία προερχόμενα από τον Πουλαντζά, όπως η έννοια του συνασπισμού εξουσίας.

7 women protesting hijab iran 2

 

vii. συνύπαρξη ή αντιπαράθεση

Κατά τη διάρκεια των ετών 1979 και 1980, η Αριστερά δυσκολευόταν αφενός να κατανοήσει τη φύση του νέου καθεστώτος, αφετέρου να διαμορφώσει αντίστοιχα μια ξεκάθαρη στρατηγική συνύπαρξης ή αντιπαράθεσης με αυτό. Οι περισσότερες αριστερές οργανώσεις κινήθηκαν ανάμεσα στην επιφυλακτική υποστήριξη και την ολική υπεράσπιση. Μόνο δύο από αυτές (το μαοϊκό Peykar και μια ομάδα υπό την ηγεσία της Ashraf Dehghani, πρώην αντάρτισσα των Φενταγίν και αδερφή του κομμουνιστή μάρτυρα Behrouz) ήταν ολοκληρωτικά αντίθετες στο νέο καθεστώς. Κι αυτό όχι τόσο εξαιτίας του ισλαμικού του χαρακτήρα ή των αντιδημοκρατικών του τάσεων, όσο επειδή το θεωρούσαν συνέχεια της καπιταλιστικής ή κομπραδόρικης εξουσίας. Το Peykar απέρριπτε σθεναρά οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας πέρα από την δημοκρατία του λαού και θεωρούσε τους Μουτζαχεντίν και το Tudeh ολοκληρωτικά συμβιβασμένους με τις λαϊκιστικές και ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις περί λαϊκής κυριαρχίας. Γι’ αυτό το Peykar έστρεψε κυρίως τα βέλη της κριτικής του στους Φενταγίν, χλευάζοντας τους για το γεγονός ότι θεωρούσαν το νέο καθεστώς “μικροαστικό”. Παράλληλα, σύμφωνα με το Peykar, η κυβέρνηση του Bazargan ήταν “προδοτική κυβέρνηση” που υπηρετούσε τα συμφέροντα του “κομπραδόρικου καπιταλισμού” και ήταν “άμεσα συνδεδεμένη με τον ιμπεριαλισμό”. Αντίθετα, “η ισλαμιστική φράξια που βρίσκεται στην εξουσία και στο Επαναστατικό Συμβούλιο (παρόλο που έχει αποδείξει τον αντεπαναστατικό της ρόλο τους τελευταίους εννιά μήνες) δεν έχει άμεσα συμφέρον στη διαφύλαξη της εξουσίας των ιμπεριαλιστών στο Ιράν”.38

Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της ιρανικής αριστεράς αναλωνόταν σε επιθέσεις ενάντια στη φιλελεύθερη φράξια της κυβέρνησης αφήνοντας στο απυρόβλητο τους ισλαμιστές που συμμετείχαν στην εξουσία. Βέβαια, ήταν αυτονόητη και αναπόφευκτη η εναντίωση στον Bazargan, ο οποίος έκανε ανοιχτά τέτοιες αντιαριστερές δηλώσεις όπως η παρακάτω το Σεπτέμβριο του ’79: “Εσείς οι Δυτικοί δεν μπορείτε να κατανοήσετε την αριστερά μας. Οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεριστές της χώρας μας είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της επανάστασης. Δεν έκαναν τίποτα στον αγώνα ενάντια στον Σάχη. Τώρα, είναι αυτοί που υποκινούν απεργίες, διαδηλώσεις και εξεγέρσεις. Είναι πράκτορες της SAVAK.”39 Όπως ήταν φυσιολογικό, η αμοιβαία έχθρα μεταξύ της Αριστεράς και των φιλελεύθερων λειτούργησε προς όφελος του ισλαμικού κλήρου.

Όσον αφορά τους Φενταγίν, όπως φαίνεται και από άρθρα στην εφημερίδα της οργάνωσης Kar (Εργασία), οι αναλύσεις τους για τη φύση του νέου καθεστώτος ήταν συχνά ολότελα διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους. Έτσι, στην αρχή η Προσωρινή Κυβέρνηση αποκαλείται “νόμιμη” και “εθνική” και επευφημείται ο Bazargan για το σεβασμό του προς στις δημοκρατικές ελευθερίες (ιδιαίτερα της συνάθροισης και του τύπου) σε αντίθεση με τις θέσεις των “αντιδραστικών φονταμενταλιστών”. Λίγο καιρό μετά, όμως, καταγγέλλονται ορισμένα από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του Bazargan ως “τυχοδιωκτικά στοιχεία”, ασκείται κριτική στον ίδιο τον Bazargan για την αντίθεση που προέβαλλε στην εκτέλεση υπουργών του Σάχη και επευφημείται ο “αντιμπεριαλιστής Χομεϊνί” σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη αστική τάξη. Σε ένα άρθρο στην Kar προσάφθηκε στο Εθνικό Μέτωπο η κατηγορία της “συνωμοσίας” σε σχέση με τις μάχες στο Khorramshahr, μια πόλη-λιμάνι στη νότια επαρχία του Khuzestan με κυρίαρχο πληθυσμιακά το αραβικό στοιχείο.40 Δεν ασκήθηκε όμως σε καμία περίπτωση άμεση κριτική στον Αγιατολαχ Χομεϊνί, ή στην εξουσία που ασκούσε. Συνολικά, η στάση των Φενταγίν απέναντι στο Ισλαμικό Δημοκρατικό Κόμμα, στο Επαναστατικό Συμβούλιο και στην Επιτροπή των Ιμάμηδων ήταν πολύ ήπια σε σύγκριση με τους λίβελους που εκτοξεύονταν ενάντια στους “φιλελεύθερους”, την κυβέρνηση και το Εθνικό Μέτωπο.

Η OCU, κατά γενική ομολογία η οργάνωση με την μεγαλύτερη θεωρητική οξύτητα και βάθος στις αναλύσεις της, αδυνατούσε, επίσης, να ορίσει σαφώς τη φύση του νέου καθεστώτος: ήταν ένα εξ ολοκλήρου καπιταλιστικό καθεστώς άρα μη υπερασπίσιμο ή ένα μικροαστικό καθεστώς και άρα άξιο έστω και μερικής υποστήριξης; Σε ένα άρθρο με τίτλο “Ταξική κυριαρχία: το Ιράν ένα χρόνο μετά την Εξέγερση”, γινόταν διάκριση ανάμεσα στο νέο “ισλαμικό καθεστώς” και το “καπιταλιστικό κράτος”, το οποίο “δεν μπορεί να και δεν διαφέρει θεμελιωδώς από το κράτος που υπήρχε δύο ή και δέκα χρόνια πριν”. Αλλά στην προσπάθεια του να αντικρούσει τη θέση του Tudeh, ότι δηλαδή το νέο κράτος του κλήρου και της μικροαστικής τάξης ήταν εφικτό να ακολουθήσει ένα μη καπιταλιστικό δρόμο και μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, το OCU οδηγήθηκε σε υπερβολές. Γιατί πως μπορούσε να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η οικονομική πολιτική του ισλαμικού καθεστώτος –ένα μείγμα λαϊκισμού, κρατισμού και αναχρονιστικών τάσεων (π.χ. η κατάργηση του έντοκου δανεισμού)– αντανακλούσε τους “νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης”; Και πώς μπορούσε το OCU να παραβλέψει την απουσία ενός “καπιταλιστικού προγράμματος” στο νέο καθεστώς –κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα; Πολύ απλά, η κυβέρνηση δεν ήταν ούτε καπιταλιστική ούτε αστική. Ήταν όντως μικροαστική, αλλά με έναν τρόπο που θα ανάγκαζε την Αριστερά να δώσει νέο νόημα σε αυτόν τον όρο και να συνειδητοποιήσει ότι ένα μικροαστικό, αντικαπιταλιστικό, αντιμπεριαλιστικό και αντισιωνιστικό καθεστώς μπορεί να μην έχει ουδεμία σχέση με το σοσιαλιστικό όραμα και σχέδιο. Επίσης η Αριστερά θα συνειδητοποιούσε ότι ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε καν προοδευτικό, κάτι που το είχε συνειδητοποιήσει ήδη ο γυναικείος πληθυσμός του Ιράν με την επιβολή της μπούργκα.

Το πραγματικά επίδικο ζήτημα, με άλλα λόγια, δεν ήταν αν το καθεστώς ήταν καπιταλιστικό, αλλά το γεγονός ότι αυτό το καθεστώς δεν ήταν σε θέση να οργανώσει μια βιώσιμη και δίκαιη οικονομία, που να διαφυλάσσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και να βασίζεται στις κοινωνικές ανάγκες του πληθυσμού. Αυτή ήταν η πραγματικότητα, παρόλο που το καλοκαίρι του 1979, η κυβέρνηση, ακολουθώντας το νέο Ισλαμικό Σύνταγμα, προχώρησε στην εθνικοποίηση των κυριότερων βιομηχανιών, των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και του εξωτερικού εμπορίου. Άλλες επιχειρήσεις επρόκειτο να λειτουργήσουν ως συνεταιρισμοί, ενώ παράλληλα αναγνωριζόταν η ύπαρξη και του ιδιωτικού τομέα, που αποτελούνταν κυρίως από το Bazaar και την αγροτική ιδιοκτησία. Η Αριστερά υποδέχτηκε ευμενώς την εθνικοποίηση ως τμήμα της διαδικασίας “αποκομπραδορικοποίησης”, παρόλο που οι Φενταγίν συνέχιζαν να εξηγούν στους εργάτες τη διαφορά αυτής της κατάστασης από ένα καθεστώς εργατικού ελέγχου και πραγματικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Δυστυχώς, η κρατικιστική οικονομική στρατηγική του νέου καθεστώτος τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια της Αριστεράς, αφού της στέρησε ένα από τα κυριότερα εργαλεία προπαγάνδας και πολιτικής που διέθετε. Επίσης, υπονόμευσε τα εργοστασιακά συμβούλια και την εργατική αυτοδιεύθυνση ελέγχοντας πλήρως το πιστωτικό σύστημα, την παροχή πρώτων υλών και τη διανομή των αγαθών. Επιπλέον, η εθνικοποίηση εφόσον δεν συνοδευόταν από μια αναπτυξιακή στρατηγική δεν οδήγησε σε μια υγιή και αναπτυσσόμενη οικονομία: οι μεγάλες βιομηχανίες έγιναν μόνιμη πηγή χρηματοπιστωτικού ελλείμματος, κάτι που θα οδηγούσε αναπόφευκτα, ειδικά σε μια συγκυρία που το κράτος επιβαρυνόταν και με την κάλυψη κοινωνικών και πολεμικών δαπανών, στην απαίτηση για ιδιωτικοποιήσεις.41 Καθώς η κατάσταση της οικονομίας εξελισσόταν, οι οργανώσεις τη Αριστεράς ήταν απρόθυμες ή και ανίκανες να κάνουν κάτι περισσότερο από το να καταδεικνύουν την εμφανώς ad hoc φύση του κυβερνητικού σχεδιασμού και από το να κάνουν γενικές αναφορές σχετικά με την κρίση, κάτι που απείχε πολύ στην πραγματικότητα από τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής οικονομικής στρατηγικής.

8 Iranian Revolution Bahman Jalali

 

viii. υπονομεύοντας την αριστερά

Το ισλαμικό καθεστώς κατόρθωσε να υπονομεύσει την Αριστερά όχι μόνο με τις λαϊκίστικες, ριζοσπαστικές οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές του, αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν να προβεί σε αντιμπεριαλιστικές πολιτικές δράσεις, όπως ήταν η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας το Νοέμβριο του 1979, η οποία και έχαιρε της υποστήριξης του Αγιατολάχ Χομεϊνί και είχε ιδιαίτερη απήχηση στους Ιρανούς. Ένας άλλος τρόπος ήταν ο ωμός εκφοβισμός και η βιαιότητα, πρακτικές που ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. Αυτόκλητοι “μαχητές του Θεού” (hezbollahi) παρενοχλούσαν συστηματικά αριστερούς και το 1979 έντεκα Φενταγίν εκτελέστηκαν στο Κουρδιστάν από επαναστατικούς φρουρούς. Στις αρχές του 1980, στη βορειοδυτική περιοχή του Turkaman Sahra που συνορεύει με την Κασπία θάλασσα, το καθεστώς κατέστειλε χωρίς οίκτο ένα πολιτικό-πολιτιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε μεταξύ των κατοίκων της περιοχής που προσδιορίζονταν εθνικά ως Τούρκοι. Οι πληθυσμοί αυτοί υποστήριζαν τους Φενταγίν και είχαν δεχτεί βοήθεια από αυτούς στην οργάνωση πολλών αγροτικών κολεκτίβων. Τέσσερις ηγέτες των Φενταγίν –όλοι τους Τουρκομάνοι– απήχθηκαν και δολοφονήθηκαν. Τον Απρίλιο, ο “φιλελεύθερος” Πρόεδρος Bani-Sadr υιοθέτησε την έναρξη της Ισλαμικής Πολιτιστικής Επανάστασης, μια ειδεχθής διαστρέβλωση της αρχικής μαοϊκής ιδέας.42 Αυτό οδήγησε σε σύγκρουση με τις συνελεύσεις των πανεπιστημίων και ειδικά με τους πιο ριζοσπάστες φοιτητές που είχαν σχέση με διάφορες αριστερές οργανώσεις. Για τα επόμενα δύο χρόνια, όλα τα πανεπιστήμια και ορισμένα Λύκεια παρέμειναν κλειστά, ενώ το πρόγραμμα σπουδών εξισλαμίστηκε πλήρως και οι σχολές που είχαν αριστερό προσανατολισμό καταργήθηκαν.

Όλες αυτές οι εξελίξεις είχαν βαρύ τίμημα για την Αριστερά. Τον Ιούνιο η οργάνωση των Φενταγίν διχάστηκε σχετικά με τη φύση του καθεστώτος σε μια Μειοψηφία και μια Πλειοψηφία, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η αποκαλούμενη αριστερή πτέρυγα (Jenah-e Chap). Ακολούθησε η διάσπαση και τελικά η διάλυση της μαζικής οργάνωσης γυναικών που σχετιζόταν με τους Φενταγίν, καθώς και η σταδιακή παρακμή του κινήματος των εργατικών συμβουλίων. Το Σεπτέμβριο, ιρακινά στρατεύματα εισέβαλαν στη νότια επαρχία του Khuzestan, λεηλατώντας και καταστρέφοντας την περιοχή. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος πίστευε ότι το καθεστώς θα κατέρρεε αυτόματα, είχε κάνει ένα μνημειώδες σφάλμα. Και αυτό γιατί η εισβολή ξύπνησε έναν πατριωτικό οίστρο σε εκατομμύρια Ιρανούς και τους οδήγησε –ακόμη και αυτούς που μέχρι τότε είχαν παραμείνει απρόσβλητοι– να συσπειρωθούν γύρω από το καθεστώς για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Για ακόμη μια φορά η Αριστερά βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόβλημα ότι έπρεπε να ανταποκριθεί σε μια νέα πιεστική εξέλιξη. Το Peykar συνηγορούσε υπέρ μιας πολιτικής μπολσεβίκικου τύπου με τη λογική “να στρέψουμε τα όπλα εναντίον του καθεστώτος”. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (Tudeh), η Πλειοψηφία των Φενταγίν, οι Μουτζαχεντίν, οι Τροτσκιστές και οι Ranjabaran – που εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται το καθεστώς ως προοδευτικό εξαιτίας του αντιμπεριαλισμού του– καταδίκασαν τους Ιρακινούς και στήριξαν την ιρανική άμυνα. Η Μειοψηφία των Φενταγίν έπραξε ανάλογα, αλλά χαρακτήρισε τον πόλεμο ως σύγκρουση μεταξύ δύο αντιδραστικών καθεστώτων, στην οποία το κόστος θα το πλήρωναν οι λαοί και των δύο κοινωνιών. Όπως και οι υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις, οι Μειοψηφικοί Φενταγίν έστειλαν και αυτοί εθελοντές στο Νότο στην αρχή του πολέμου, πολλοί από τους οποίους και πέθαναν.

Ο πόλεμος αποδείχθηκε ευεργετικός για τους Ισλαμιστές και για έναν άλλο λόγο. Έδωσε την ευκαιρία στο κυρίαρχο Ισλαμικό Δημοκρατικό Κόμμα (IRP) να εξουδετερώσει τους Φιλελεύθερους αντίπαλους-συνεργάτες (τον Bani-Sadr και τους συνοδοιπόρους του) και την Αριστερά.Η άνοιξη του 1981 ήταν μια περίοδος μεγάλης έντασης και τα γεγονότα εκτυλίσσονταν με τέτοια ταχύτητα ώστε η Αριστερά αδυνατούσε συνεχώς να ακολουθήσει. Το παρακάτω απόσπασμα, αποτυπώνει γλαφυρά το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Φενταγίν: “Εξαιτίας της ταχύτητας των καθημερινών γεγονότων, δεν έχουμε τον απαιτούμενο χρόνο για βαθιά θεωρητική δουλειά και συνολικό ιδεολογικό αγώνα έτσι ώστε να βρούμε ουσιαστικές απαντήσεις για κάθε ένα ζήτημα. Σήμερα, ενώ ένας σωρός ανολοκλήρωτων καθηκόντων βαραίνει στους ώμους μας και καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με νέα γεγονότα, είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε, σε σύντομο χρόνο, συμπαγείς, ξεκάθαρες και ολοκληρωμένες απαντήσεις. Το να αναβάλουμε αυτό το χρέος για μια μακρά περίοδο θεωρητικής επεξεργασίας και ιδεολογικής πάλης ισοδυναμεί με απραξία, με ολιγωρία απέναντι στο μαζικό κίνημα, με τη μεταμόρφωσή μας σε εξάρτημα της μικροαστικής σταυροφορίας.”

Στην αρχική θεωρητική αδυναμία των Φενταγίν, ήρθαν να προστεθούν και οι αξιώσεις των καιρών που απαιτούσαν εγρήγορση και όχι στοχασμό. Επιπλέον, “οι σταυροφόροι της μικροαστικής τάξης”, οι Μουτζαχεντίν, συμπεριφέρονταν σαν μοναχικοί καβαλάρηδες, περιπλέκοντας το πρόβλημα που αντιμετώπιζε σύσσωμη η Αριστερά. Καθώς αναπτύσσονταν τριβές μεταξύ του IRP και του Bani-Sadr, οι Μουτζαχεντίν αποφάσισαν να πάρουν το μέρος του Προέδρου, κάτι που έθιξε όσους αριστεριστές θυμόντουσαν το ρόλο που είχε παίξει κατά τη διάρκεια της Ισλαμικής Πολιτιστικής Επανάστασης. Η κοσμική Αριστερά και οι Μουτζαχεντίν άρχισαν να απομακρύνονται, καθώς οι τελευταίοι άρχισαν να εμφανίζουν αρχηγικές τάσεις και μια χαρακτηριστική αδιαφορία για ενότητα με την κοσμική Αριστερά. Αυτό ακριβώς αντανακλούσε και η συμμαχία τους με τον Bani-Sadr και η δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης (NRC). Γιατί η Αριστερά έμαθε για πρώτη φορά αυτές τις εξελίξεις μέσα από φυλλάδια και εφημερίδες και η πόρτα κάθε άλλο παρά “παρέμεινε μισάνοικτη” σε περίπτωση που επιθυμούσε να συμμετάσχει “σε μια κυβέρνηση για την ανοικοδόμηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας”. Όπως προέβλεψε η Raha’i, η εφημερίδα του OCU: “Χωρίς αμφιβολία, κάποιοι θα μπουν (σ.τ.μ στην κυβέρνηση) και μόνο τότε θα συνειδητοποιήσουν ότι θα πρέπει να καθίσουν στο πάτωμα, κοντά στην πόρτα, σαν πολίτες β΄ κατηγορίας, για να νομιμοποιήσουν με την παρουσία τους τη σύναξη και τίποτα περισσότερο”. Αυτοί που αποφάσισαν να συμμετάσχουν –γνωστοί αριστεροί διανοούμενοι και το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα– διαχωρίστηκαν τελικά από το NRC όταν έγινε ξεκάθαρο ότι οι Μουτζαχεντίν ήταν πραγματικά οι επικεφαλής και ο Massoud Rajavi ο αυταρχικός ηγέτης. Μέχρι το 1985 ακόμη και ο Bani-Sadr είχε εγκαταλείψει το NRC, μετά από τη συνάντηση στο Παρίσι του Rajavi με τον Ιρακινό υπουργό εξωτερικών. Σε τελική ανάλυση, ό,τι και αν πίστευε κανείς για το καθεστώς του Χομεϊνί, τίποτα δεν δικαιολογούσε τη συμφιλίωση με αυτούς που ευθύνονταν για την εισβολή στο Ιράν, τη χρησιμοποίηση χημικών όπλων και το βομβαρδισμό αμάχων.

Εν τω μεταξύ, όπως και ήταν αναμενόμενο, τον Ιούνιο του 1981 το ισλαμιστικό καθεστώς συνέλαβε αριστερούς (συμπεριλαμβανομένου και του πολυαγαπημένου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα των Φενταγίν, Saeed Soltanpour), κατήγγειλε τους Μουτζαχεντίν ως προδότες και ζήτησε την παραπομπή του Bani-Sadr σε δίκη. Στελέχη των Μουτζαχεντίν άρχισαν να διαδηλώνουν στους δρόμους και το καθεστώς απάντησε σκληρά. Όταν οι Μουτζαχεντίν τοποθέτησαν βόμβα στο αρχηγείο του IRP που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από εκατό ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της ηγεσίας, το καθεστώς κήρυξε πόλεμο. Ο Soltanpour εκτελέστηκε, πολλοί Μουτζαχεντίν συνελήφθησαν, οι Bani-Sadr και Rajavi απέδρασαν στο Παρίσι. Ακολούθησαν δύο χρόνια όπου βασίλευσε ο τρόμος, με βομβιστικές επιθέσεις των Μουτζαχεντίν και αντίποινα από την πλευρά του καθεστώτος. Πλήθος Μουτζαχεντίν ακτιβιστών και συμπαθούντων συγκεντρώθηκαν και φυλακίστηκαν, όπου πολλοί υποβλήθηκαν σε βασανισμούς και εκτελέσεις. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις όπως οι Φενταγίν, το Rah-e Kargar και το OCU χαρακτήρισαν τις δραστηριότητες των Μουτζαχεντίν ως πραξικοπηματικές ή μπλανκιστικές που το μόνο τους αποτέλεσμα ήταν να προκαλούν το κράτος σε μια μάχη, την οποία η αντίσταση ξεκάθαρα δεν μπορούσε να κερδίσει. Παρόλα αυτά θεώρησαν ότι η αλληλεγγύη απαιτούσε από αυτούς να πάρουν μέρος στον μικρής κλίμακας εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού πολλοί αριστεριστές έχασαν τις ζωές τους, τις περιουσίες τους ή το ηθικό τους. Άλλοι εγκατέλειψαν το Ιράν για να γλιτώσουν από την τρομοκρατία. Ηττημένες και κατακερματισμένες, πολλές αριστερές οργανώσεις βίωσαν νέες διασπάσεις ή διαλύθηκαν. Οι Ranjbaran (οι Μαοϊκοί που ήταν υπέρ του καθεστώτος) και το Peykar (οι αντικαθεστωτικοί Μαοϊκοί) δεν υπάρχουν πλέον. Οι τροτσκιστικές οργανώσεις που για πολύ καιρό υπερασπιζόντουσαν το καθεστώς ως αντιμπεριαλιστικό, εξαφανίστηκαν και αυτές. Μια φράξια στο εσωτερικό της Μειοψηφίας που αυτοαποκαλούνταν Τάση για την Σοσιαλιστική Επανάσταση αποσπάστηκε και επιχείρησε να σχηματίσει συλλογικότητες γύρω από έντυπα τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, αλλά τελικά διαλύθηκε λόγω εσωτερικών συγκρούσεων. Η Μειοψηφία των Φενταγίν υπέστη νέα διάσπαση το 1986. Το OCU περιορίστηκε σε ομάδα μελέτης, χωρίς όμως να κατορθώσει να παράγει ευφυείς αναλύσεις για τις εξελίξεις στο Ιράν.

9 women snow

 

ix. η αποτυχία του Tudeh

Και τι συνέβη με το Κόμμα Tudeh και την Πλειοψηφία των Φενταγίν; Από την αρχή το Tudeh είχε προσπαθήσει να ενταχθεί στη νέα πολιτική ελίτ, προπαγανδίζοντας τη θεωρία της μη καπιταλιστικής ανάπτυξης και το ρόλο της μικροαστικής τάξης στην εθνική δημοκρατική επανάσταση. Το Tudeh μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν εξολοκλήρου υπεύθυνο για την κοινωνική διάχυση εννοιών όπως “ο προοδευτικός κλήρος” και “το επαναστατικό Ισλάμ”. Όλα τα κείμενα του Tudeh ήταν γεμάτα με διαρκείς αναφορές στους προφήτες. Ο βασικός θεωρητικός του κόμματος, ο διάσημος συγγραφέας Ehsan Tabari ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέμα και είναι κατά πάσα πιθανότητα ο συγγραφέας του ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε ευρέως με τον τίτλο Ο Προοδευτικός Κλήρος και Εμείς. Ένα μικρό απόσπασμα αρκεί για την κατανόηση των θέσεων του βιβλίου: “Το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης που τέθηκε από τον επιστημονικό σοσιαλισμό, παρουσιάζει ορισμένες συγγένειες με κοινωνικά αιτήματα και αρχές του Ισλάμ και των Σιιτών… και το γεγονός αυτό καθιστά τη συνεργασία μεταξύ των υποστηρικτών του σοσιαλισμού και τον προοδευτικό κλήρο και τους δικούς του υποστηρικτές, όχι μόνο εφικτή αλλά απαραίτητη”.

Η παγκόσμια μαρξιστική επιθεώρηση (World Marxist Review) δημοσίευσε το 1982 ένα άρθρο του Tabari (αφού είχε ήδη ξεκινήσει η σχεδιασμένη επίθεση στη μαχόμενη Αριστερά!) με τίτλο “ο Ρόλος της Θρησκείας στην Επανάσταση μας”. Στο άρθρο αυτό ισχυρίζεται ότι το Ισλάμ “είναι η ιδεολογία της αντιμπεριαλιστικής επανάστασης” και πλέκει το εγκώμιο του Ιμάμη Χομεϊνί ενώ συγχρόνως επιτίθεται σε “φιλελεύθερους” όπως ο Bazargan και σε μέλη του Εθνικού Μετώπου. Αναφέρεται στον αντικομμουνισμό και σε “φασιστικού τύπου ομάδες κάτω από τον μανδύα του Ισλαμισμού” (hezbollahi) αλλά δεν τις συνδέει με το ισλαμικό κράτος. Στη συνέχεια κάνει μια διάκριση ανάμεσα στο “Επαναστατικό Ισλάμ” και το “Παραδοσιακό Ισλάμ” και διαχωρίζει το Κόμμα “από ακραίες αριστερίστικες γκρούπες” που αντιπαρατίθενται στο Ισλάμ και την ισλαμική δημοκρατία. Σε αντίθεση με αυτές “το Κόμμα μας υποστηρίζει την επανάσταση”. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, παρόλα τα λάθη της, η ριζοσπαστική Αριστερά τουλάχιστον έκανε έναν πολιτικό διαχωρισμό ανάμεσα στην ιρανική επανάσταση και το ισλαμικό καθεστώς. Από την πλευρά του το Tudeh επεξεργαζόταν την δική του εκδοχή του γραφειοκρατικού εκφυλισμού.

Υπάρχει τουλάχιστον μια περίπτωση όπου ο Ehsan Tabari παρουσίασε τηλεοπτικά σε μια φιλοσοφική συζήτηση τις απόψεις του για τον “προοδευτικό κλήρο”. Στην κουβέντα αυτή επεσήμανε ότι η εμμονή του Ισλάμ με το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης και του ντετερμινισμού, ήταν ανάλογη με το μαρξιστικό προβληματισμό για την διαλεκτική ανθρώπινης πράξης και νόμων της ιστορίας. Προσπάθησε επίσης να υπερασπιστεί τον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό βρίσκοντας παραλληλισμούς με την ισλαμιστική φιλοσοφική και πολιτική σκέψη.43 Όμως, παρόλο που η διανόηση του Κομμουνιστικού Κόμματος συνηγορούσε υπέρ ενός διαλόγου ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον μουσουλμανισμό και εγκωμίαζε τις αρετές του Ισλάμ και των Σιιτών, οι ισλαμιστές ιδεολόγοι, από την πλευρά τους, δεν μετακινήθηκαν ποτέ από την αποκήρυξη του υλισμού, της κοσμικότητας, του μαρξισμού και του κομμουνισμού.

Σε ένα άλλο άρθρο, δημοσιευμένο και πάλι στην παγκόσμια μαρξιστική επιθεώρηση το 1983, ο τότε γενικός γραμματέας του Κόμματος, ο Kianuri, εξηγούσε την πολιτική στάση του Tudeh, αναφερόμενος στο “διαρκή αγώνα” ενάντια σε τέσσερα κύρια μέτωπα:

1. ενάντια σε εξωτερικές βλέψεις, την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική πίεση από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό με επικεφαλής το κράτος των ΗΠΑ και την ντόπια αντίδραση,

2. ενάντια στη συνωμοσία των εγχώριων αντεπαναστατών που θέλανε να επιβάλουν ένα πραξικόπημα και εναντίον της πολιτικής τρομοκρατίας,

3. ενάντια στην “οικονομική τρομοκρατία” των μεγάλων καπιταλιστών και των μεγάλων γαιοκτημόνων και υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και

4. υπέρ της κατοχύρωσης των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Ο τρόπος που ιεραρχούνται οι προτεραιότητες είναι ενδιαφέρον, γιατί δείχνει τη μετατόπιση της κριτικής από το ίδιο το καθεστώς, στις εξωτερικές αντιθέσεις και το ρόλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Σε άλλο σημείο του άρθρου η Ουάσιγκτον κατηγορείται ως “ο βασικός υποκινητής του ιρανοϊρακινού πολέμου”. Ο Kianuri καταγγέλλει επίσης την υποτιθέμενη συνωμοσία του Bani-Sadr και κατακεραυνώνει “τη διασπαστική δραστηριότητα των αριστεριστών, των μαοϊκών ακτιβιστών και των ομοίων τους”. Δεν γίνεται καμία αναφορά στους αμέτρητους κομμουνιστές, σοσιαλιστές και γενικά αντιφρονούντες που την ίδια στιγμή διώκονται, φυλακίζονται και δολοφονούνται από το καθεστώς. Το μόνο παράπονο που διατυπώνεται αφορά την παρενόχληση του Κόμματος Tudeh και των συνεργατών του, της Πλειοψηφίας των Φενταγίν.

Έχοντας κανείς υπόψη του τη συνολική επίθεση που δέχθηκε το Κόμμα το 1983 και τη σύλληψη ολόκληρης της ηγεσίας του, δεν μπορεί παρά να μένει αμήχανος μπροστά στο πώς ένα κόμμα με τέτοια εμπειρία και οργάνωση, κατάφερε να πέσει τόσο έξω. Παρόλη τη συμπάθεια που μπορεί κανείς να αισθάνεται για τα μέλη του Tudeh που βρέθηκαν στη φυλακή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λειτούργησαν ως “οι διακεκριμένοι λακέδες του κληρικαλισμού”, σύμφωνα με την κριτική του Λένιν. Όσο για την κριτική ότι το Κόμμα απλώς ακολούθησε τη γραμμή ανάλυσης των βόρειων του συντρόφων (σ.τ.μ εννοεί την ΕΣΣΔ), η μελέτη του Shahrough Akhavi πάνω στα γραπτά των Σοβιετικών για την ιρανική επανάσταση, τον κλήρο και την ιρανική δημοκρατία, αποδεικνύει ότι η οπτική των Σοβιετικών ήταν πιο πλούσια, πιο επεξεργασμένη και πιο κριτική απέναντι στους μουλάδες και το θεοκρατικό καθεστώς από ότι υπήρξαν ποτέ οι θεωρητικοί του Tudeh.44 Μόλις πρόσφατα το Κόμμα –ότι απέμεινε από αυτό– και η νέα του ηγεσία αποδέχθηκε ότι στην καλύτερη υπήρξαν “αφελείς” ή στη χειρότερη παραπλανήθηκαν από ηγέτες όπως ο Kianuri. Ας ελπίσουμε ότι άλλα κομμουνιστικά κόμματα θα διδαχθούν από την ιστορία του Tudeh. Ιδίως κομμουνιστικά κόμματα στη Μέση Ανατολή και σε χώρες της Αφρικής, τα οποία έχουν μια τάση να συμβιβάσουν τις σοσιαλιστικές και δημοκρατικές αρχές τους και να συνταχθούν πίσω από εθνικιστικά και αντιμπεριαλιστικά μέτωπα και καθεστώτα.45

 

x. προοπτικές

Ενώ η ισλαμική δημοκρατία επέδειξε αξιοσημείωτη δύναμη και αντοχή, δεν έπαψε να ταλανίζεται από βαθιές κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις και πολιτικές διαμάχες. Σοβαρές αντιπαραθέσεις θα μπορούσαν να αναδυθούν μετά το θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί46 ή το τέλος του πολέμου.47 Το καθήκον που αντιμετωπίζει η Αριστερά –που είχε παραμείνει εντελώς εκτός της κεντρικής πολιτικής σκηνής από το 1981 (ή το 1983 για το Tudeh)– είναι να αναγνωρίσει ακριβώς αυτά τα πεδία όπου θα μπορούσε να παρέμβει με προοπτική την κοινωνική αλλαγή και την μεταμόρφωση της ισλαμικής δημοκρατίας.

Ένα τέτοιο πεδίο είναι ασφαλώς ο συνεχιζόμενος πόλεμος με το Ιράκ,48 που προσφέρει στην Αριστερά την ευκαιρία να παρουσιάσει μια στρατηγική ειρήνης, ανοικοδόμησης και ανάπτυξης. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει μια συμμαχία με τον εχθρό, μια αρχή που δεν κατανοήθηκε επαρκώς από τους Μουτζαχεντίν οι οποίοι έχουν πλέον μεταφέρει την έδρα τους από το Παρίσι στη Βαγδάτη. Άλλο ένα τέτοιο πεδίο είναι τα ατομικά δικαιώματα και η οικονομική θέση των γυναικών, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο για ένα διευρυμένο κοινωνικό κίνημα εναντίον του απολυταρχισμού και υπέρ της δημοκρατικοποίησης. Ένα ακόμη πεδίο είναι η συνεχιζόμενη εξέγερση των Ιρανών Κούρδων. Αν η Αριστερά επιχειρήσει να αναζωογονήσει τη συζήτηση γύρω από το φεντεραλισμό, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική και μοναδική συνεισφορά στο μακροχρόνιο ζήτημα των δικαιωμάτων για τις εθνικές μειονότητες μέσα στο Ιράν. Η οργάνωση ή ο επαναπροσδιορισμός της οικονομίας και μια κατάλληλη αναπτυξιακή στρατηγική είναι επίσης ζητήματα που χρίζουν προσοχής. Πάντως, η διαύγαση και η εφαρμογή της δημοκρατίας –μέσα σε ένα σοσιαλιστικό πλαίσιο– είναι το πιο επείγον και ουσιαστικό θέμα στην ημερήσια διάταξη. Ο κοσμικός προσανατολισμός δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος, αλλά πρέπει να τον επεξεργαστούμε με προσοχή και είναι απαραίτητες οι αναλύσεις που να καταδεικνύουν ότι μια ετερογενής και νεωτερική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν.

Ορισμένες από τις πολυάριθμες αριστερές εφημερίδες του εξωτερικού έχουν αρχίσει ήδη να αφιερώνονται σε αυτά τα ζητήματα.49 Ειδικότερα, το Rah-e Kargar –στο οποίο πρόσφατα εντάχθηκαν τρία πρώην μέλη από την κεντρική επιτροπή του Tudeh– όπως και το Rah-e Fedaii και άτομα από άλλες ομάδες, εμφανίζονται να έχουν έναν πολιτικό προσανατολισμό που περιλαμβάνει κείμενα αναφορικά με τα συνδικάτα και μια εκλεπτυσμένη ανάλυση για τη στεγαστική κρίση στην Τεχεράνη καθώς και μια σοσιαλιστική απάντηση σε αυτήν. Άλλα περιοδικά τείνουν να επικεντρωθούν σε μεταφράσεις άρθρων από ευρωπαίους/ες σοσιαλιστές και φεμινίστριες, συνεντεύξεις από πολιτικούς ακτιβιστές και θεωρητικούς, λογοτεχνική ανάλυση και πολιτιστική κριτική. Αυτό είναι μια ισχυρή τάση, εν μέρει επειδή αρκετοί από τους διανοούμενους του Ιράν –που πάντα αποτελούσαν ένα ενεργό κομμάτι της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων γνωστών ποιητών, δραματουργών και συγγραφέων– βρίσκονται εξόριστοι. Κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, οι πολιτιστικές μελέτες και δραστηριότητες αποτελούν επίσης μια σημαντική εστίαση μέσα στο Ιράν, ως κοσμική προσπάθεια διανοούμενων να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε μέσα είναι διαθέσιμα για να αντιπαρατεθούν στους πολιτιστικούς σταυροφόρους (ή τους αντιπολιτιστικούς ταγούς) της ισλαμικής δημοκρατίας.50

Η αριστερά, έχει γονατίσει αλλά δεν έχει ηττηθεί. Η δραστηριότητά της δεν μοιάζει με τις μεθυστικές ημέρες του 1979 και του 1980: δεν υπάρχει κανένα γραφείο, καμία ανοικτή συνάντηση, καμία συγκέντρωση, φόρουμ ή σεμινάριο. Οι οργανώσεις που παραμένουν άθικτες –η Μειοψηφία και Πλειοψηφία των Φενταγίν, το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα, το Koumaleh, το Κομμουνιστικό Κόμμα, κ.λπ.– έχουν τα γραφεία τους σε αυτό που καλείται μεταφορικά “Darray-e Ahzab” (η κοιλάδα των κομμάτων), μια απελευθερωμένη ζώνη κοντά στο Kirkuk, στο Ιράκ. Εκεί βρίσκονται ως “φιλοξενούμενοι” του αντιαντάμ Κουρδικού Εθνικού Μετώπου που ηγείται ο Jalal Talebani.51 Εκεί ο Talebani έχει παίξει επίσης το ρόλο του οικοδεσπότη στους Ιρανούς Pasdaran52 –ως μέρος μιας επαναπροσέγγισης με την Τεχεράνη στον κοινό αγώνα κατά του Σαντάμ– δημιουργώντας μια κατάσταση έντασης στην κοιλάδα των κομμάτων. Αλλά αν και η πάλη έχει ξεσπάσει, σχεδόν προβλέψιμα, μεταξύ των Pasdaran και των αριστεριστών, ο Talebani επιμένει να διατηρείται η ειρήνη στη περιοχή του.

Στην Τεχεράνη, είναι δυνατό να διακρίνει κανείς μια αριστερή παρουσία μέσω σημαδιών όπως συνθήματα που γράφονται στους τοίχους, αφίσες που μπαίνουν στους δημόσιους τηλεφωνικούς θαλάμους, εφημερίδες και τρικάκια που αφήνονται στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Αλλά η μεγαλύτερη δραστηριότητα έρχεται με νέες μορφές έκφρασης μέσω της αντικουλτούρας. Μερικοί κύκλοι αποτελούνται εξ ολοκλήρου από σοσιαλιστές, οι οποίοι συγκεντρώνονται για να συζητήσουν για την αισθητική και την πολιτική κουλτούρα. Συναυλίες με παραδοσιακή ιρανική, κλασσική, ευρωπαϊκή, αμερικάνικη και λάτιν μουσική είναι μια σημαντική δραστηριότητα, όπως είναι και η προβολή ταινιών και βίντεο. Υπάρχει επίσης μια αρκετά συνήθης πρακτική να διοργανώνονται πάρτυ για να εορτασθούν οι ιρανικές και διεθνείς διακοπές. Το θέμα είναι να απορριφθεί το πένθος, οι μαύρες σημαίες, τα άσπρα σάβανα, και η ατέρμονη και καταπιεστική γλώσσα του μαρτυρίου, του ιερού πολέμου, της αυτοθυσίας του θανάτου. Ούτε η ενθύμηση των νεκρών συντρόφων γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, όπως επεξηγεί η ακόλουθη ιστορία.

Από τότε που σκοτώθηκε η Mina [δεν είναι το πραγματικό όνομά της], η μητέρα της έχει διατηρήσει το δωμάτιό της ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια κατάσταση. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς άρχισε η πρακτική αυτή, αλλά όποτε φίλοι και συγγενείς της Mina επισκέπτονται το σπίτι, γράφουν ένα μήνυμα σε ένας από τους τοίχους στο δωμάτιο της. Ο τοίχος είναι τώρα γεμάτος με επιγραφές –από προσευχές μέχρι ασεβή αστεία, ενώ υπάρχουν και στρατευμένα σοσιαλιστικά συνθήματα και στίχοι από ποιήματα. Σύμφωνα με έναν επισκέπτη από το Ιράν που διηγείται την ιστορία, η μητέρα της Mina αναρωτιέται τι έχει συμβεί στην οργάνωση της κόρης της. Γιατί θα ήθελε κάποια διαβεβαίωση ότι οι προσπάθειες της κόρης της διατηρούν τη σημασία και το σκοπό τους, καθώς αισθάνεται με ένα παράξενο τρόπο συνδεδεμένη με την πολιτική ομάδα στην οποία η κόρη της άνηκε και μέσα από την οποία αγωνίστηκε. Μητέρες νεκρών μαχητών και εξαφανισμένων υπάρχουν και στην Τεχεράνη, και μάλιστα εμφανίζονται και στις πλατείες της πόλης.

Ορισμένοι αριστεροί από το Ιράν που ταξιδεύουν στο εξωτερικό εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την απογοήτευση, την αποπολιτικοποίηση και τα αντισοσιαλιστικά αισθήματα που συναντούν μεταξύ πολλών εξόριστων. Προσπαθούν εναγωνίως να ξορκίσουν αδικαιολόγητους φόβους και μύθους (ειδικότερα, ότι δεν υπάρχει πλέον αριστερά στο Ιράν, στο οποίο καμία πολιτιστική ή πολιτική δραστηριότητα δεν είναι δυνατή, ή ότι η μοίρα όλων των αριστερών είναι η φυλακή, τα βασανιστήρια και θάνατος) και συγχρόνως να παρέχουν μια νηφάλια (και καθόλου καθησυχαστική) εικόνα για τις οικονομικές δυσκολίες στη χώρα. Όσον αφορά τα νέα μέλη της αριστεράς, υπάρχει, προφανώς, μια σταθερή τροφοδότηση με γυναίκες και άνδρες που μαθαίνουν από στόμα σε στόμα για τις συναντήσεις, τις προβολές ταινιών, κ.λπ. που οργανώνονται από αριστερούς, απαρτίζοντας ένα συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο. Αυτή η όσμωση είναι ενθαρρυντική και αισιόδοξη, αλλά έχει και την αρνητική της πλευρά, τουλάχιστον όσον αφορά του βετεράνους και τα παλαίμαχα στελέχη των παραδοσιακών οργανώσεων. Για την προηγούμενη γενιά, μια συζήτηση κριτικής και αυτοκριτικής του παρελθόντος αλλά και μια συνακόλουθη έμφαση στη δημοκρατία είναι απολύτως επιτακτική εάν θέλουμε να μην επαναληφθούν τα παλιά λάθη. Για τους νέους, εντούτοις, όλα αυτό είναι κάτι νέο και περίεργο. Εκείνοι που ήταν δεκατρία χρονών το 1979 ήταν πάρα πολύ νέοι για τη Συνομοσπονδία, για την παράνομη δραστηριότητα του κινήματος ενάντια στο Σάχη, για τον επαναστατικό ακτιβισμό, για τη συμμετοχή στις ανακατατάξεις των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Οι νέοι αγωνιστές δεν θέλουν να συζητήσουν για το παρελθόν ή να αποκρυπτογραφήσουν το δρόμο προς τη σοσιαλιστική δημοκρατία, θέλουν να δράσουν τώρα. Αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα στους παλαιότερους συντρόφους, οι οποίοι προσπαθούν να τιθασεύσουν τη δράση των νέων.53

Επισκέπτες από το Ιράν μεταφέρουν μια εικόνα που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως εντυπωσιακή, σε έντονη αντίθεση με την σκοτεινή διάθεση των αριστερών στο εξωτερικό. Το τελευταίο είναι ίσως κατανοητό: με εξαίρεση εκείνους από τις οικογένειες των ελίτ ή με δυτική ανατροφή, οι περισσότεροι το βρίσκουν δύσκολο να προσαρμοστούν στην εξορία και στην αμερικάνικη, αγγλική ή σουηδική κουλτούρα. Επιθυμούν να γυρίσουν πίσω αλλά πραγματικά νιώθουν τρόμο, καθώς δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ή να μπουν φυλακή. Και έτσι παραμένουν στο εξωτερικό. Και όμως, ακόμη και στο εξωτερικό δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Οι πολιτικές οργανώσεις του παρελθόντος έχουν πρώην μέλη τους διασκορπισμένα σε όλη τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Ομάδες πρώην συντρόφων συναντιούνται τώρα ως φίλοι σε εβδομαδιαίες ομάδες συζήτησης, οι κοινωνικές συναντήσεις και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις συνεχίζονται. Συλλογικότητες οργανώνονται γύρω από περιοδικά που, εκτός από τα προαναφερθέντα θέματα, περιλαμβάνουν πάντα κείμενα για το παρελθόν, την ακαμψία των προηγούμενων πολιτικών οργανώσεων, τα τακτικά και στρατηγικά λάθη τους, την απουσία δημοκρατίας είτε στην κοινωνία είτε στην οργάνωση, και τις συνέπειες της παραμέλησης του ισλαμισμού και του πολιτισμού υπέρ του αντιμπεριαλισμού και της οικονομικής εξάρτησης.

Διάφοροι Ιρανοί αριστεροί δουλεύουν πάνω σε διάφορες θεματικές: την εργατική τάξη, τη διανοητική ιστορία, το μοντερνισμό και αντιμοντερνισμό στο Ιράν, την ανασκευή της λαϊκίστικης ρητορείας, την ιστορία του Ισλάμ, τον αστικό και περιφερειακό προγραμματισμό κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Γραμμένες από στρατευμένους διανοούμενους, αυτές οι μελέτες διαφέρουν από τους αποσπασματικούς και απλοϊκούς απολογισμούς που παρέχουν οι περισσότερες διαθέσιμες δευτερογενείς πηγές στο Ιράν. Υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη, μια δέσμευση, μια σκόπιμη κατεύθυνση σε αυτές τις εργασίες, γραμμένες, όπως είναι, από ανθρώπους που τα έχουν ζήσει από μέσα και έχουν βιώσει –προσωπικά και πολιτικά– τα επακόλουθα από την ελλιπή, σχηματική και επιφανειακή γνώση της κοινωνία τους. Και έτσι υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια να συμπληρωθούν τα χάσματα, να εμπλουτιστεί η υπάρχουσα κατανόηση, να χαραχθούν νέες προοπτικές και ερμηνείες. Σταδιακά, αυτό που αναδύεται είναι ένα απελευθερωτικό όραμα γνήσιου εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού, για τη κατασκευή μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας (ή ταυτοτήτων).

Η σοσιαλιστική παράδοση στο Ιράν υπήρξε ταραχώδης και έχει σημαδευτεί από λάθη, τραγωδίες και παλινδρομήσεις. Αλλά ήταν σταθερή και επίμονη. Είναι λοιπόν μεγάλο επίτευγμα το γεγονός ότι, παρά τις ασυνέχειες, την καταστολή, και την εγγενή δυσκολία για τη μεταβίβαση της εμπειρίας και της γνώσης από τη μια γενιά ακτιβιστών στην επόμενη, ο μαρξιστικός και αριστερός λόγος έχει απλωθεί σε ολόκληρη την ιρανική κοινωνία. Από την άλλη μεριά, ο σοσιαλισμός δε συνδέθηκε με την κατάληψη της εξουσίας, την αποτυχημένη διακυβέρνηση και τη διαφθορά όπως συνέβη σε πολλές άλλες κοινωνίες. Οι Ιρανοί σοσιαλιστές δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί. Πρέπει να αποδείξουν την αξία τους. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Αριστερά οφείλει να μπει εκ νέου στην πολιτική αρένα για να χαράξει μια ιρανική πρακτική, ένα ιρανικό ιδίωμα, ένα ιρανικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.

 

 

Val Moghadam, “Σοσιαλισμός ή αντιιμπεριαλισμός; Η αριστερά και η επανάσταση στο Ιράν”. Απόσπασμα (Παράρτημα Β) από το Βιβλίο της Ομάδας ενάντια στον εθνικισμό, “ένας είναι ο εχθρός...” Έθνος, αντιιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα, Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ 2007.

Val Moghadam, “Socialism or Anti-imperialism? The Left and Revolution in Iran”, New Left Review, τ. 166, 1987.

 

Σημειώσεις

1 (Σ.τ.μ.) Η Valentine Moghadam γεννήθηκε στην Τεχεράνη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στον Καναδά (πανεπιστήμιο του Οντάριο) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Συμμετείχε στη Συνομοσπονδία Ιρανών Φοιτητών (Εθνική Ένωση) που προωθούσε στο εξωτερικό τη χειραφέτηση του ιρανικού λαού και την ανατροπή του Σάχη. Διετέλεσε καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με ζητήματα φύλου, με τις κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή καθώς και με την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος τόσο στο Ιράν όσο και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες.

2 (Σ.τ.μ.) SAVAK ονομαζόταν η πολιτική αστυνομία στην υπηρεσία του Σάχη.

3 (Σ.τ.μ.) Ορολογία που χρησιμοποιείται από το Μάο Τσε Τουνγκ. Προέρχεται από την ισπανική λέξη comprador (αγοραστής). Κομπραντόρ είναι ο μεσάζων, που στην Κίνα χρησιμοποιούσαν σαν ενδιάμεσο πρόσωπο στις συναλλαγές τους οι ξένοι (στο εμπόριο και μετά στα προξενεία και στις πρεσβείες). Απ’ αυτούς πήρε το όνομα και το τμήμα εκείνο της αστικής τάξης που αναπτύχθηκε σαν παρασιτική τάξη, έχοντας συμμαχήσει με το ξένο κεφάλαιο, κάνοντας τον πράκτορα στους ξένους ιμπεριαλιστές.

4 (Σ.τ.μ.) Η δυναστεία των Pahlavi υπήρξε η τελευταία βασιλική οικογένεια του Ιράν πριν την Ιρανική Επανάσταση. Ανέλαβε την εξουσία το 1925 και συνέχισε να κυβερνά τη χώρα για πενήντα τρία χρόνια. Τελευταίος Σάχης υπήρξε ο Mohamad Reza Shah, ο οποίος και εκθρονίστηκε από την επανάσταση και την ανακήρυξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας την 1η Απριλίου του 1979.

5 Αυτού του είδους η απογοήτευση είναι παρόμοια με αυτό που περιέγραψε σε σχέση με το Γαλλικό, Ισπανικό και Ιταλικό ΚΚ ο Perry Anderson (χωρίς όμως να αναφέρεται σε δολοφονίες, όπως αυτές που υπέστη η ιρανική Αριστερά). Βλ. In the Tracks of Historical Materialism, Verso, London 1983.

6 Για το πρώτο σημείο ένα καλό παράδειγμα είναι το Iran: Dictatorship and Development του Fred Halliday. Η ουσιαστική θέση του συγγραφέα και η προβληματική του είναι ότι δεν περιμένει μια μαζική εξέγερση ή ένα πολιτικό Ισλάμ και δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα μιας Ισλαμικής Δημοκρατίας. Σχετικά με το δεύτερο σημείο, μεταξύ των ξένων αριστερών στοχαστών που τάχθηκαν αλληλέγγυοι όχι απλά με την Ιρανική Επανάσταση αλλά και με την ισλαμιστική ρητορική και τον αντιμπεριαλιστικό, αντισυστημικό ή μεταμοντέρνο χαρακτήρα του νέου καθεστώτος ήταν οι Michel Foucault, Ernest Mandel, Immanuel Wallerstein, Nikki Keddie, Eqbal Ahmad, και Anouar Abdel-Malek. Στην επικρατούσα ακαδημαϊκή σκέψη, μερικοί στοχαστές κατασκεύασαν νέες θεωρίες σχετικά με την αναβίωση του Ισλάμ. Ταυτόχρονα, παρόλο που τα έργα των John Esposito, Yvonne Yazbeck Haddad και James Pescatori έτυχαν θερμής υποδοχής από αυτούς που χαρακτηρίστηκαν ως “Ανατολιτιστές” από τον Edward Said, ο ενθουσιασμός τους και οι άκριτες ερμηνείες τους είναι προβληματικές. Κάποιοι Ιρανοί που σήμερα είναι σε εξορία και κάνουν σκληρή κριτική, αρχικά υπερασπίστηκαν τη θρησκευτική εξουσία και μάλιστα κατείχαν κυβερνητικά πόστα. Θα ήθελα εδώ να τονίσω ότι η ένοπλη Αριστερά, όπως οι Φενταγίν και το Peykar, ποτέ δεν υποστήριξαν την εξουσία των μουλάδων ή τον πολιτικό Ισλαμισμό.

7 Για μια πιο διεξοδική συζήτηση γύρω από τον τριτοκοσμισμό, βλέπε “The European Left and the Third World” του Giuseppe Morosini, Contemporary Marxism, no. 2, Winter 1980. Αντιμετωπίζω την έννοια “Τριτοκοσμισμός” ως το αντεστραμμένο είδωλο του Ευρωκεντρισμού, ενός εξίσου ασύνετου και αποπροσανατολιστικού σημείου εκκίνησης. Ο τελευταίος (σ.τ.μ. ο Ευρωκεντρισμός) είναι περισσότερο κεντρικός ως τάση και πολλά αριστερά περιοδικά παρουσιάζουν μία, από κάθε άποψη, παράξενη προτίμηση στην Ευρώπη. Κάποιοι σοσιαλιστές πρέπει να καταπολεμήσουν τον Ευρωκεντρισμό που κουβαλάνε μέσα τους. Κάποιοι άλλοι, καλά θα κάνουν να αποφεύγουν τους ρομαντισμούς, τον πολιτισμικό σχετικισμό ή άλλες αυταπάτες που τους οδήγησαν να υποστηρίξουν, όπως στο Αφγανιστάν, αντάρτες που αντιστέκονται όχι απλά σε εξωτερικές παρουσίες, αλλά και σε κυβερνήσεις “που δε σέβονται το Θεό” και σε οποιαδήποτε θετική κοινωνική αλλαγή.

8 (Σ.τ.μ.) Το Tudeh ήταν το (σταλινικό) Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράν, κάτι σαν το ΚΚΕ.

9 Ο Bizhan Jazani, ιδρυτής των Φενταγίν και θεωρητικός της ένοπλης πάλης και του μαζικού κινήματος, στο βιβλίο του Thirty Year History of Iran, κάνει αιχμηρή κριτική στο κόμμα του Tudeh. Σε αντίθεση, η κριτική του για τον Mossadegh είναι ήπια.

10 Ο ρόλος που έπαιξε το κόμμα του Tudeh τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης του Mossadegh είναι καυτό θέμα συζήτησης. Σύμφωνα με τον Fereidun Keshavarz, πρώην μέλος του ΚΚ, ο Kianuri προμελετημένα αρνήθηκε τη σημαντική υποστήριξη του Tudeh προς τον Mossadegh, όταν ακούστηκαν οι πρώτοι ψίθυροι για το πραξικόπημα. Βλέπε το διάσημο “Κατηγορώ” του, Man Motaham Mikonam.

11 Κάποια μέρα η ιστορία της Ομοσπονδίας, μιας πραγματικά αξιοθαύμαστης οργάνωσης, οφείλει να γραφτεί. Οι παραπάνω πληροφορίες προήλθαν από πρώην γραμματείς και ακτιβιστές της Ομοσπονδίας και από προσωπικές αναμνήσεις.

12 Κάποιοι Ιρανοί διανοούμενοι δεν συμφωνούν ότι η Λευκή Επανάσταση ήταν η καπιταλιστική αναδιάρθρωση του Ιράν. Για τον Homa Katouzian, ήταν μια υποκριτική επιβολή, η πεμπτουσία της ψευτονεωτερικής στρατηγικής. Βλ. Political Economy of Modern Iran, NewYork 1981.

13 Βλ. Ervand Abrahamian, Iran Between Two Revolutions, Princeton 1981.

14 (Σ.τ.μ.) Το συνέδριο της Μπαντάνγκ πραγματοποιήθηκε το 1955 και σηματοδοτεί τη δημιουργία του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Αυτή η κίνηση προήλθε από τη συνάντηση ηγετών κρατών της Ασίας και της Αφρικής οι οποίοι έθεσαν ως στόχο τη πολιτική ανεξαρτησία από το δυτικό στρατόπεδο, και λιγότερο ή περισσότερο και από την ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με το στόχο της ανάπτυξης.

15 Μια ανάλυση παρόμοια με τη δική μου παρέχεται από τον M. Arman: “Marxism in Iran: From the Constitutional Revolution to the February Revolution” (στα Περσικά), in Nazm-e Novin, no. 7, September 1985. Επιχειρηματολογεί για το ότι η ιδεολογία της Ιρανικής Αριστεράς ήταν ένας εκλεκτικός συνδυασμός της Τριτοκοσμικής, εθνικιστικής και Ισλαμικής κουλτούρας. (Διαφωνώ με την έμφαση που δίνει σε αυτό το τελευταίο.)

16 (Σ.τ.μ) Ο Εστιασμός (Foquismo) είναι ένα μοντέλο επαναστατικής δράσης που είχε εκθέσει αναλυτικά στις αρχές του 1967 ο Ρεζί Ντεμπρέ, Γάλλος καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, στο βιβλίο του Επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Ο Ντεμπρέ απορρίπτει την ανάγκη ύπαρξης κάποιου επαναστατικού κόμματος. Η ίδια η ένοπλη πρωτοπορία, με τη μορφή της μετακινούμενης αντάρτικης εστίας (foco) είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την πολιτικοποίηση των μαζών, τη χάραξη της στρατηγικής και την καθοδήγηση του αγώνα σε όλα τα επίπεδα. Το μοντέλο αυτό χαρακτήρισε τα επαναστατικά κινήματα στηΛατινική Αμερική και ενσάρκωσή του υπήρξε ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα, που μετά την κουβανική επανάσταση, επιχείρησε να πυροδοτήσει ένα γενικευμένο αντάρτικο σε ηπειρωτική κλίμακα.

17 Όπως σχεδόν όλοι θυμούνται, το κίνημα Ιρανών φοιτητών στο εξωτερικό ήταν μεγάλο, πειθαρχημένο και καλά οργανωμένο. Σε αυτές τις μέρες της έντονης πολιτικοποίησης, τα ετήσια συνέδρια αποτελούσαν μεγάλα γεγονότα στα οποία λάμβαναν μέρος μέχρι και 2.000 άνθρωποι. Εκτιμάται ότι το ISA-US (φιλικά προσκείμενο προς τους Φενταγίν) είχε τουλάχιστον 5.000, τακτικά, ως προς τις συνδρομές, μέλη –και πολλούς περισσότερους υποστηρικτές. Αυτοί οι φοιτητές γύρισαν μαζικά στο Ιράν μεταξύ Νοέμβριου του 1978 και Μαρτίου του 1979. Η Ομοσπονδία (αν και όχι η ISA-US) διαλύθηκε μετά την επιστροφή των γραμματέων και μελών στο Ιράν.

18 Τα κίνητρα και οι συνέπειες της αγροτικής μεταρρύθμισης είναι ακόμη ανοικτά ζητήματα. Μια πρώτη μελέτη πραγματοποιήθηκε από τους Φενταγίν στο Land Reform and its Direct Effects in Iran (αγγλική μετάφραση, 1972). Βλ. Katouzian o.π. για μια επισταμένη κριτική της μεταρρύθμισης. Βλ. επίσης Eric Hooglund, Land and Revolution in Iran 1960-1980 (Austin 1982) για μια πιο λεπτομερή κριτική. Η συλλογή κειμένων με τίτλο Massael-e Arzi va Dehghani [Ζητήματα της Υπαίθρου και της αγροτικής τάξης] (Τεχεράνη, Agah Press, 1982) παρέχει μια αρκετά διαφορετική αποτίμηση η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πραγματικότητα της αγροτικής ανάπτυξης και τον ουσιαστικά μικροαστικό και μικροϊδιοκτησιακό χαρακτήρα της ιρανικής υπαίθρου την παραμονή της επανάστασης.

19 (Σ.τ.μ.) Το Παζάρι (Bazaar) είναι ένα είδος λαϊκής αγοράς, αν και πολλά παζάρια φιλοξενούν και πολλές άλλες δραστηριότητες πέρα από το εμπόριο αγαθών. Τα Παζάρια λειτουργούν ως χώροι μεγάλης οικονομικής αλλά και πολιτικής εξουσίας. Εκεί συγκεντρώνονται τράπεζες, τζαμιά και ξενοδοχεία, ανταλλάσσεται συνάλλαγμα, πραγματοποιούνται πιστώσεις και οικονομικές συναλλαγές. Το Μεγάλο Παζάρι της Τεχεράνης ήταν και εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη αγορά τέτοιου είδους στον κόσμο. Το Παζάρι θεωρείται ως μια συντηρητική δύναμη στην ιρανική κοινωνία, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της κάστας των μουλάδων και τους εμπόρους της μεσαίας τάξης. Η δυναστεία των Pahlavi αντιμετώπισε το Παζάρι ως εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας και γι’ αυτό προσπάθησε να περιορίσει την ισχύ του. Ήρθε όμως έτσι σε σύ γκρουση με τους φονταμενταλιστές Σιίτες που είχαν τον έλεγχο της αγοράς. Οι Bazaaris διατηρούν και σήμερα τους δεσμούς τους με το ισλαμιστικό καθεστώς καθώς αυτό τους παραχωρεί ποικίλες διευκολύνσεις στις εμπορικές τους συναλλαγές.

20 Ο όρος Westoxication west-struck, Δυτικοπληξία) είναι μια μετάφραση του ιρανικού gharbzadegi από το ομότιτλο κείμενο του συγγραφέα Jalal Al-e Ahmad. Βλ. Brad Hanson, “The “Westoxication” of Iran: Depictions and Reactions of Behrangi, Al-e Ahmad and Shariati”, International Journal of Middle East Studies, vol. 15, no. 1, 1983, σελ. 1-23. Βλ. επίσης και Occidentosis: A Plague from theWest, trs. R. Campbell, edited by Hamid Algar, Berkeley 1984. Ο Al-e Ahmad, γιός μουλά, υπήρξε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα κομμουνιστής στη δεκαετία του 1940. Στη συνέχεια επέστρεψε στον Ισλαμισμό. Δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Ιρανούς Μαρξιστές που θεωρούσαν ότι η κριτική του ήταν εμποτισμένη από ρομαντισμό, νοσταλγία και προσκόλληση στην παράδοση. Ο εκλιπών Amir-Parviz Pouyan αποκαλούσε την ανάλυσή του “σοσιαλφεουδαλιστική”.

21 Shahrough Akhavi, Religion and Politics in Contemporary Iran, NewYork 1980. Βλ. επίσης Michael Fischer, Iran: From Religious Dispute to Revolution, Harvard 1980.

22 Robert Graham, Iran: The Illusion of Power, NewYork 1979.

23 Βλ. Islam and Revolution: Writings and Declarations of Imam Khomeini, trs. & annotated by Hamid Algar, Berkeley 1981, ειδικά το πρώτο μέρος σχετικά με την ισλαμιστική κυβέρνηση, από διαλέξεις του Αγιατολάχ Χομεϊνί στη Najaf, Ιράκ, το 1970. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν ήταν μόνο η Αριστερά που αγνοούσε την παρουσία και άνοδο των ισλαμιστών αλλά και σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι του Ιράν. Ειδικά οι ακαδημαϊκοί, είτε ανήκαν στην Αριστερά είτε στη Δεξιά, ασχολούνταν μόνο με την καπιταλιστική ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό, την εξέλιξη των κοινωνικών τάξεων όπως αυτές εμφανίζονται σε μια νεωτερική κοινωνία, τη στρατιωτική δύναμη του Ιράν, την αύξηση του ΑΕΠ, τη γραφειοκρατικοποίηση κ.λπ. Σήμερα, ως παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, όλες οι αναλύσεις εστιάζουν στον εξισλαμισμό της κοινωνίας, αλλά και πάλι χωρίς να βλέπουν σε αυτή τη διαδικασία αντιθέσεις, εντάσεις και αντίρροπες δυνάμεις.

24 Ακόμη και το 1981, γυναίκες συγγραφείς ενταγμένες στην Αριστερά, απέρριπταν τη νομοθεσία που υπήρχε πριν την Επανάσταση σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών ως απλές προφάσεις. Ένα ενδεικτικό άρθρο που καταδίκαζε τόσο τη νέα ισλαμιστική νομοθεσία όσο και τις μεταρρυθμίσεις των Pahlavi, είναι το Az, “TheWomen’s Struggle in Iran”, Monthly Review, March 1981.

25 Η έννοια του towhid χρησιμοποιήθηκε από τον Abolhassan Bani-Sadr στην οικονομική του πραγματεία Eghtesad-e Towhidi. Νωρίτερα, τον όρο είχε εισάγει ο Αγιατολάχ Morteza Motahhari, ενδεχομένως ο μεγαλύτερος θεωρητικός της Ισλαμικής Δημοκρατίας, που αντιδιέστειλε το towhid στην πολλαπλότητα. Βλ. Social and Historical Change: An Islamic Perspective, trs. R. Campbell, Berkeley 1986. Οι Motahhari (ο.π.) και Yahya Nouri εξηγούσαν την Ισλαμική Επανάσταση και την Ισλαμική διακυβέρνηση σε πολλά γραπτά τους. Σε αυτή τη διαδικασία τα έβαλαν (συχνά μέσα από παρερμηνείες) τόσο με τον ιστορικό υλισμό και το Χριστιανισμό, όσο και με την εκδοχή του Ισλαμισμού που υιοθετούσαν οι Μουτζαχεντίν. Μάλιστα ο Motahhari αποκαλούσε την τελευταία “επαναστατικό Ισλάμ”, σε αντίθεση με τη θρησκευτική εκδοχή της “Ισλαμικής Επανάστασης”. Βλ. See M. Motahhari, Discourse on the Islamic Republic (Tehran, Islamic Propagation Organization, 1985) και Yahya Nouri, Islamic Government and Revolution in Iran, Glasgow 1985. Ο Motahhari δολοφονήθηκε το Μάιο του 1979.

26 (Σ.τ.μ.) Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ: Από το 1989 ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, διάδοχος του Χομεϊνί. Την περίοδο στην οποία γράφτηκε το κείμενο ήταν πρόεδρος της χώρας. Εξαιτίας της δομής του ιρανικού καθεστώτος, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης είναι στην ουσία ο αρχηγός του κράτους, έχοντας έναν θεσμικό ρόλο σημαντικότερο από αυτόν του προέδρου και της κυβέρνησης.

27 Πρόσφατα, ο Roy Mottahedeh στο βιβλίο του The Mantle of the Prophet, NewYork 1985, παρουσίασε μια άρτια και εκλεπτυσμένη ερμηνεία της ισλαμιστικής κοσμοθεωρίας. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, δομημένο όπως το To the Finland Station του Wilson, πολύ έξυπνο και ευχάριστο. Η αφήγηση υιοθετεί πότε την οπτική του πρωταγωνιστή, πότε αυτή ενός μαθητευόμενου κληρικού και πότε αυτή του συγγραφέα, ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις του πάνω στην περσική και ισλαμική φιλοσοφική σκέψη και την ιστορική τους πορεία. Αυτό όμως που κρύβεται πίσω από την αφήγηση είναι το πιο ενοχλητικό. Καταρχάς, η ιστορία του Mottahedeh είναι μια ξεκάθαρα αρσενική ιστορία. Ο απολογισμός που κάνει στη σύγχρονη λογοτεχνία αφήνει επιμελώς απ’ έξω τη διάσημη ποιήτρια Forough Farrokhzad. Ασυγχώρητη παράληψη. Πλέκει το εγκώμιο του Ali Shariati και κυρίως του Jalal Al-e Ahmad χωρίς όμως να αναφέρεται στους αγενείς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύει ο τελευταίος απέναντι στις γυναίκες σε όλα του τα γραπτά. Επιπλέον ο συγγραφέας αναφέρεται δύο φορές στη γυναίκα του Al-eAhmad χωρίς να την κατονομάζει. Ας σημειωθεί ότι ο Al-e Ahmad ήταν παντρεμένος με τη νομπελίστρια Simin Daneshvar. Τέλος, μόνο κάποιος που δεν έζησε ποτέ του στο Ιράν και δε χρειάστηκε ποτέ του να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των αντιμοντερνιστών και παραδοσιολάγνων, θα μπορούσε να ενστερνιστεί τόσο άκριτα ένα δοκίμιο όπως το Gharbzadegi.

28 Την επισήμανση αυτή την οφείλω στον Ahmad Ahsraf.

29 Καθώς συμμετείχα κι εγώ στη μετάφραση αυτού του κειμένου, τα παρακάτω μπορούν να διαβαστούν και ως μια αυτοκριτική.

30 Πολλά από αυτά που πραγματικά συνέβησαν στις εβδομάδες πριν ή μετά την επανάσταση παραμένουν διφορούμενα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Shahpour Bakhtiar, πρωθυπουργός για ένα σύντομο διάστημα, απελευθέρωσε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Άλλοι λένε ότι ο “λαός” και/ ή ομάδες ανταρτών απελευθέρωσαν τους κρατούμενους.

31 (Σ.τ.μ) Το Φεβρουάριο του 1970, αντάρτες Φενταγίν επιτέθηκαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στην πόλη Siahkal, πρωτεύουσα μιας επαρχίας στο βόρειο Ιράν. Αν και οι Φενταγίν ανακοίνωσαν δημόσια την ύπαρξη της οργάνωσης τους τον Απρίλιο του 1971, η επίθεση στο Siahkal θεωρήθηκε ως ορόσημο της αντίστασης στο καθεστώς του Σάχη, σηματοδοτώντας το πέρασμα στην ένοπλη πάλη.

32 (Σ.τ.μ) Στο στρατώνα της Moncada στο Σαντιάγκο της Κούβας, πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1953 η πρώτη ένοπλη επίθεση μιας μικρής ομάδας επαναστατών υπό την ηγεσία του Φιντέλ Κάστρο. Η επίθεση αυτή θεωρήθηκε το ξεκίνημα της Κουβανικής Επανάστασης.

33 Σε ένα κείμενο με τίτλο “A Balance-Sheet of the Left” (Kankash, vol. 1, no. 1, καλοκαίρι 1987, στα περσικά) ο Ali Ashtiani εκθέτει μια κοινωνικοψυχολογική ανάλυση των προβλημάτων της Αριστεράς στο μετεπαναστατικό Ιράν. Οι Φενταγίν για παράδειγμα, παρά το μεγάλο αριθμητικό τους μέγεθος βρίσκονταν στο περιθώριο εξαιτίας της αταξικής φύσης της κοινωνικής τους βάσης (φοιτητές) και του φόβου που τους διακατείχε, μήπως έχαναν την πολιτική και ιδεολογική τους καθαρότητα σε περίπτωση που ενώνονταν με άλλες πολιτικές δυνάμεις.

34 Στην εξορία ηγέτης του Tudeh ήταν ο Γενικός Γραμματέας Eskandari. Μετά την Επανάσταση, αντικαταστάθηκε από τον Kianuri, ο οποίος ήταν πιο θετικός απέναντι στην εξουσία των κληρικών.

35 Σύμφωνα με τις αναλύσεις των Φενταγίν εκείνης της περιόδου, το νέο καθεστώς ήταν ένα “όργανο συμβιβασμού” που αποτελούνταν κυρίως από τον κλήρο, άλλα μικροαστικά στοιχεία και τη φιλελεύθερη αστική τάξη.

36 Μία από τις συνήθεις κατηγορίες κατά της Αριστεράς αφορούσε την κοινωνική της σύνθεση, ότι δηλαδή τα περισσότερα μέλη της ήταν άτομα “υψηλού επιπέδου”, μορφωτικά και οικονομικά, οπότε δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το λαό και να μιλήσουν τη γλώσσα του. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ισχύει. Οι αριστερές οργανώσεις προσέλκυαν κόσμο από όλες τις εθνοτικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις. Είναι αλήθεια ότι η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα ήταν οι φοιτητές, αλλά πολλοί από αυτούς προέρχονταν από εργατικές, κατώτερες μικροαστικές και φτωχές οικογένειες.

37 Ένα από τα βασικότερα μέσα επιρροής των Φενταγίν στον ιρανικό πληθυσμό ήταν ο τύπος, αφού οι μεγάλες εφημερίδες τον Ιανουάριο του ’79 ήταν υπό τον έλεγχο των εργατών και διοικούνταν από συμβούλια υπαλλήλων. Οι αγωνιστές που συμμετείχαν σε αυτά τα συμβούλια ήταν έμπειροι δημοσιογράφοι που μέσα από τις εφημερίδες τους προωθούσαν την αντίθεση στο Σάχη και την υποστήριξη στην Αριστερά. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, ο κυριότερος όγκος της δημοσιογραφικής τους δουλειάς είχε να κάνει με τις οργανώσεις της Αριστεράς, την ένοπλη πάλη καθώς και με συνεντεύξεις με αποφυλακισμένους πολιτικούς κρατούμενους και συγγενείς νεκρών ανταρτών (για παράδειγμα τη μητέρα του Bizhan Jazani). Ένας από αυτούς του παραδοσιακά φιλοαριστερούς δημοσιογράφους ήταν και ο Mr Atefi. Το 1970 ήταν εκδότης του Kayhan. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν υποστηρικτής του κόμματος Tudeh. Εκτελέστηκε από την Ισλαμική Δημοκρατία το 1983 όταν και εξαπολύθηκαν κατασταλτικά μέτρα ενάντια στο Tudeh.

38 Peykar, no. 30, Νοέμβριος 1979. Το Πεϊκάρ προερχόταν από τους Μουτζαχεντίν, όντας στο παρελθόν η μαρξιστική τάση της οργάνωσης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, επιχείρησε ένα εσωτερικό “πραξικόπημα” με σκοπό τη μετατροπή της σε καθαρά μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα.

39 Βλ. E.Abrahamian, “The Guerrilla Movement in Iran, 1963-1977”, MERIP Reports, no. 86, March-April 1980, p. 9.

40 “The Role of Imperialism and Reaction in the Bloody Events of Khorramshahr’, Kar, 24 May 1979.

41 Το 1984, όταν ο τότε πρόεδρος, Ali Khameneh’i (σήμερα είναι ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης, σ.τ.μ. –βλ. και υποσημείωση 26), κυνηγούσε την επανεκλογή του, παρουσίασε τις απόψεις του σχετικά με την ανάγκη αποκρατικοποίησης συγκεκριμένων τομέων της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, οι οποίοι με τον τρόπο λειτουργίας τους έρχονταν σε αντίθεση με άρθρα του Συντάγματος, όπως βέβαια ερμήνευε ο ίδιος ο πρόεδρος το Σύνταγμα.

42 Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει διχογνωμία για το ρόλο του Badi-Sadr στην Ισλαμική Πολιτιστική Επανάσταση, τη σύγκρουσή του με τις συνελεύσεις των φοιτητών και το κλείσιμο των πανεπιστημίων. Σε ένα δοκίμιό της στο Sossialism va Enghelab η Homa Nateq ισχυρίζεται ότι ο Bani-Sadr, αν και έκανε προκλητικές δηλώσεις, ουσιαστικά δεν ευνοούσε αλλά ούτε και είχε τον έλεγχο της υπόθεσης.Η ίδια πιστεύει ότι πίσω από την ισλαμική πολιτιστική επανάσταση βρισκόντουσαν άτομα όπως ο Ayatollah Behehsti (που στη συνέχεια σκοτώθηκε κατά τη θεαματική βομβιστική επίθεση των Μουτζαχεντίν) και ο Dr. Ayat.

43 Η κριτική στον Ehsan Tabari δεν είναι εύκολο εγχείρημα, λόγω της αδιαφιλονίκητης αξίας του ως κριτικού λογοτεχνίας, σχολιαστή των κλασικών μαρξιστών και μεταφραστή πολλών ευρωπαίων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Μαλρώ, ο Ελυάρ και ο Ρεμπώ. Πολλοί αριστεριστές που ασκούν κριτική στο Tudeh διακρίνουν τον μαρξιστή συγγραφέα Tabari από τον Tabari ως στρατευμένο γραφιά του Κόμματος. Μου ήταν επιπλέον δύσκολο να γράψω τα όσα έγραψα γιατί μπήκε στη φυλακή και κατέληξε, γέροντας πλέον, να αυτοαναιρεθεί και να προσηλυτιστεί στον Ισλαμισμό, στο πρότυπο του Μπουχάριν.

44 Shahrough Akhavi, “Soviet perceptions of Iranian Revolution”, Iranian Studies, vol. 19, no. I, 1986.

45 Έχω επίσης υπόψη μου την αιγυπτιακή αριστερά και την πρόσφατη συμμαχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος με την Μουσουλμανική Αδελφότητα.

46 (Σ.τ.μ.) Ο Χομεϊνί πέθανε τελικά τον Ιούνιο του 1989.

47 (Σ.τ.μ.) Ο πόλεμος με το Ιράκ διέρκεσε 8 χρόνια (Σεπτέμβριος 1980 – Ιούλιος 1988), ήταν δηλαδή σε εξέλιξη την στιγμή που γραφόταν αυτό το κείμενο.

48 Βλ. προηγούμενη υποσημείωση.

49 Ακολουθεί μια λίστα, όχι βέβαια πλήρης, με τα αριστερά έντυπα που εκδίδονται σε Ευρώπη και ΗΠΑ: Aksariat (όργανο της Πλειοψηφίας των Φενταγίν στο εξωτερικό), Andisheh va Enghelab (Σκέψη και Επανάσταση, Ουάσιγκτον), Dowlat va Enghelab (Κράτος και Επανάσταση, Λονδίνο), Jahan (Κόσμος, Νέα Υόρκη), Kankash (Έρευνα, Ουάσιγκτον), Kommunist (όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράν, που επανιδρύθηκε το 1981 και έχει την έδρα του στο Κουρδιστάν), Nameh-e Mardom (Κόμμα Tudeh), Nazm-e Novin (Νέα Τάξη, Νέα Υόρκη), Nimeh-e Digar (Το άλλο μισό, φεμινιστικό έντυπο, Λονδίνο), Raha’i (Απελευθέρωση, όργανο του OCU, Βερολίνο), Sossialism va Enghelab (Σοσιαλισμός και Επανάσταση, Παρίσι), Women in Struggle (Γυναίκες στον Αγώνα, Σικάγο), Zaman-e Now (Μοντέρνοι Καιροί, Παρίσι).

50 Η κατάσταση της ιδεολογικής δραστηριότητας στο Ιράν, παρουσιάζει σήμερα μεγάλο ενδιαφέρον. Διάφοροι εκδοτικοί οίκοι παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη διανοητική παραγωγή, με σημαντικότερους τον Agah Press που έχει εκδώσει ποικίλες ανθολογίες κοινωνικών μελετών και λογοτεχνικής ανάλυσης, και το Mofid, ένα νέο και αυστηρά μη ισλαμιστικό περιοδικό για τις τέχνες.

51 (Σ.τ.μ.) Ο Τζαλάλ Ταλαμπανί είναι ο σημερινός πρόεδρος του Ιράκ.

52 (Σ.τ.μ.) Ο στρατός των φρουρών της ισλαμικής δημοκρατίας, παραστρατιωτικοί.

53 Το καινούργιο περιοδικό Kankash φιλοξενεί στο πρώτο τεύχος του (τ. 01, καλοκαίρι 1987) μια συνέντευξη δύο επισκεπτών από το Ιράν που περιγράφει την κατάσταση στο εσωτερικό της αριστεράς και τις γενικές συνθήκες ζωής στη χώρα.

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 11 Φεβρουαρίου 2017 14:49

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.