Η Πορεία προς Τη Ρώμη, Οκτώβριος 1922. Στο κέντρο ο Μουσολίνι.
José Carlos Mariátegui
Βιολογία του φασισμού
Ο Μουσολίνι και ο φασισμός
Φασισμός και Μουσολίνι είναι δύο λέξεις ομοούσιες και αλληλέγγυες. Ο Μουσολίνι είναι ο αρχηγός, ο ηγέτης, ο μέγιστος duce του Φασισμού. Ο φασισμός είναι η εξέδρα, το βήμα και το όχημα του Μουσολίνι. Για να εξηγήσουμε ένα μέρος αυτού του επεισοδίου της ευρωπαϊκής κρίσης, προχωράμε γρήγορα στην ιστορία των fasci και του αρχηγού τους.
Ο Μουσολίνι, όπως είναι γνωστό, είναι ένας πολιτικός με σοσιαλιστική προέλευση. Μέσα στο σοσιαλισμό δεν είχε μια θέση κεντριστική και χλιαρή, αλλά μία θέση εξτρεμιστική και φλογερή. Είχε έναν ρόλο σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του. Επειδή ο Μουσολίνι είναι η πνευματικά και οργανικά, ένας εξτρεμιστής. Η θέση του είναι στην άκρα αριστερά ή στην άκρα δεξιά. Από το 1910 έως το 1911 ήταν ένας από τους ηγέτες της σοσιαλιστικής αριστεράς. Το 1912 πρωτοστάτησε στην αποπομπή από τον σοσιαλιστικό οίκο των τεσσάρων βουλευτών υποστηρικτών της υπουργικής συνεργασίας: του Μπονόμι, του Μπισολάτι, του Καμπρίνι και του Ποντρέκα. Και τότε ανέλαβε την διεύθυνση του Avanti!. Ήρθε το 1914 και ο πόλεμος. Ο ιταλικός σοσιαλισμός υποστήριξε την ουδετερότητα της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι, πάντα ανήσυχος και πολεμοχαρής, επαναστάτησε εναντίον του πασιφισμού των ομοϊδεατών του. Υποστήριξε τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο. Έδωσε, αρχικά στο παρεμβατισμό μια επαναστατική όψη. Υποστήριξε ότι επεκτείνοντας και εξαγριώνοντας τον πόλεμο θα επισπεύδονταν η Ευρωπαϊκή επανάσταση. Αλλά στην πραγματικότητα, στον παρεμβατισμό του έσφυζε η ψυχολογία του πολεμιστή που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τον τολστοϊσμό και την παθητική στάση της ουδετερότητας. Τον Νοέμβριο του 1914, ο Μουσολίνι άφησε τη διεύθυνση του Avanti! και ίδρυσε στο Μιλάνο την Il Popolo d’ Italia για να υποστηρίξει την επίθεση εναντίον της Αυστρίας. Η Ιταλία προσχώρησε στην Αντάντ. Και ο Μουσολίνι προπαγανδιστής της παρέμβασης, έγινε επίσης ένας στρατιώτης της παρέμβασης.
Ήρθε η νίκη, η ανακωχή, η αποστράτευση. Και, μαζί μ’ αυτά, ήρθε μια περίοδος αδράνειας για τους παρεμβατιστές. Ο Ντ’ Ανούντσιο νοσταλγός των κατορθωμάτων και της εποποιίας, ανέλαβε την περιπέτεια του Φιούμε. Ο Μουσολίνι δημιούργησε τους fasci di combatimento: ενώσεις ή σύνδεσμοι μαχητών. Αλλά στην Ιταλία η χρονική στιγμή ήταν επαναστατική και σοσιαλιστική. Για την Ιταλία, ο πόλεμος ήταν μια κακή συμφωνία. Η Αντάντ είχε παραχωρήσει ένα πενιχρό μερίδιο από τα λάφυρα. Ξεχνώντας τη συμβολή των ιταλικών όπλων στη νίκη, είχε παζαρέψει πεισματικά την κατοχή του Φιούμε. Η Ιταλία, με λίγα λόγια, είχε αναδυθεί από τον πόλεμο με ένα αίσθημα δυσαρέσκειας και απογοήτευσης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες διεξήχθησαν εκλογές. Και οι Σοσιαλιστές κέρδισαν 155 έδρες στο κοινοβούλιο. Ο Μουσολίνι, υποψήφιος στο Μιλάνο, δέχτηκε μια ηχηρή ήττα από τις σοσιαλιστικές ψήφους.
Αλλά αυτά τα εθνικά συναισθήματα της απογοήτευσης και της κατάθλιψης ήταν ευνοϊκά για μια βίαιη εθνικιστική αντίδραση. Και θα γινόταν οι ρίζες του φασισμού. Η μεσαία τάξη είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη στους πιο υψηλούς πατριωτικούς μύθους. Και η ιταλική μεσαία τάξη αισθάνθηκε απομακρυσμένη και εχθρική προς το σοσιαλιστικό προλεταριάτο. Δεν συγχωρούσε την ουδετερότητα του. Δεν συγχωρούσε τους υψηλούς μισθούς, τις κρατικές επιδοτήσεις, τους κοινωνικούς νόμους κατά τη διάρκεια του πολέμου, και μετά είχε καταληφθεί από το φόβο της επανάστασης. Η μεσαία τάξη υπέφερε και βασανιζόταν που το προλεταριάτο, ουδέτερο, ακόμη και ηττοπαθές, αναδεικνυόταν ο κερδισμένος από ένα πόλεμο που δεν ήθελε και τα αποτελέσματα του οποίου υποτιμούσε, συρρίκνωνε και περιφρονούσε. Αυτές οι διαθέσεις της μεσαίας τάξης βρήκαν μία στέγη στο φασισμό. Ο Μουσολίνι προσέλκυσε έτσι τη μεσαία τάξη στους fasci di combatimento του.
Κάποιοι διαφωνούντες από τον σοσιαλισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό κατατάχθηκαν στους fasci προσφέροντας την εμπειρία και την ικανότητά τους στην οργάνωση και στην προσέλκυση των μαζών. Δεν ήταν ακόμα ο φασισμός μία προγραμματική αίρεση και συνειδητά αντιδραστική και συντηρητική. Ο φασισμός, μάλλον, θεωρούνταν επαναστατικός. Η προπαγάνδα του είχε ανατρεπτική και δημαγωγική χροιά. Ο φασισμός, για παράδειγμα, ούρλιαζε εναντίον των νεόπλουτων. Οι αρχές του –με τάσεις ρεπουμπλικανικές και αντικληρικές– ήταν διαποτισμένες από την διανοητική σύγχυση της μεσαίας τάξης η οποία ενστικτωδώς δυσαρεστημένη και αηδιασμένη από την αστική τάξη, είναι αόριστα εχθρική προς το προλεταριάτο. Οι Ιταλοί σοσιαλιστές διέπραξαν το λάθος να μην χρησιμοποιήσουν έξυπνα πολιτικά όπλα για ν’ αλλάξουν την πνευματική στάση της μεσαίας τάξης. Ακόμα περισσότερο. Έκαναν πιο έντονη την εχθρότητα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την piccola borghesia, η οποία αντιμετωπίστηκε περιφρονητικά και χλευάστηκε από κάποιους στενόμυαλους θεωρητικούς της επαναστατικής ορθοδοξίας.
Η Ιταλία μπήκε σε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου. Τρομαγμένη από τις πιθανότητες της επανάστασης, η αστική τάξη εξόπλισε, εφοδίασε και ενθάρρυνε επιμελώς το φασισμό. Και τον ώθησε στην αδίστακτη δίωξη του σοσιαλισμού, την καταστροφή των συνδικάτων και των επαναστατικών συνεταιρισμών, στην καταστολή των απεργιών και των εξεγέρσεων. Ο φασισμός έτσι μετατράπηκε σε μία πολυάριθμη και μάχιμη πολιτοφυλακή. Κατέληξε να είναι ισχυρότερη από το ίδιο το κράτος. Και τότε διεκδίκησε την εξουσία. Οι φασιστικές ταξιαρχίες κατέκτησαν τη Ρώμη. Ο Μουσολίνι, με «μαύρο πουκάμισο», ανέβηκε στην κυβέρνηση υποχρεωμένος να υπακούει στην πλειοψηφία του κοινοβουλίου, και εγκαινίασε ένα φασιστικό καθεστώς και μια φασιστική εποχή.
Σχετικά με τον Μουσολίνι έχουν υπάρξει, πολλά μυθιστόρημα και διηγήματα. Λόγω της πολιτικής επιθετικότητας του, σχεδόν είναι αδύνατος ένας αντικειμενικός και διαυγής σχεδιασμός της προσωπικότητας και της μορφής του. Μερικοί σχεδιασμοί είναι διθυραμβικοί και κολακευτικοί, άλλοι είναι κακεντρεχείς και λιβελογραφικοί. Αναφέρονται στον Μουσολίνι, επεισοδιακά, με ανέκδοτα και στιγμιότυπα. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι ο Μουσολίνι είναι ο αρχιτέκτονας του φασισμού. Θεωρείται ότι ο Μουσολίνι «έκανε» το φασισμό. Αλλά ο Μουσολίνι είναι ένας έμπειρος αγκιτάτορας, ένας ειδικός διοργανωτής, ένας τύπος τρομερά δραστήριος. Η δράση του, ο δυναμισμός του, η ένταση του, επηρέασαν κατά πολύ το φασιστικό φαινόμενο. Ο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια της φασιστικής εκστρατείας, μίλησε μέσα σε μία ημέρα σε τρεις ή τέσσερις πόλεις. Συνήθιζε να πετάει με το αεροπλάνο από τη Ρώμη στην Πίζα, από την Πίζα στην Μπολόνια, από την Μπολόνια στο Μιλάνο. Ο Μουσολίνι είναι ένα τύπος πεισματάρης, δυναμικός, φλύαρος, ιταλικός, μοναδικά προικισμένος για να ξεσηκώνει τις μάζες και να ενθουσιάζει τα πλήθη. Και ήταν ο διοργανωτής, ο εμψυχωτής, ο condottiere[1] του φασισμού. Αλλά δεν ήταν ο δημιουργός του, δεν ήταν ο αρχιτέκτονάς του. Εξήγαγε από μια ψυχική κατάσταση ένα πολιτικό κίνημα, αλλά το κίνημα αυτό δεν διαμορφώθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του. Ο Μουσολίνι δεν έδωσε ένα πνεύμα, ένα πρόγραμμα, στο φασισμό. Αντίθετα, ο φασισμός έδωσε το πνεύμα του στο Μουσολίνι. Ομοούσιος του, ταυτόσημος ιδεολογικά με τους φασίστες, ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να απαλλαγεί, να καθαριστεί από τα τελευταία σοσιαλιστικά υπολείμματα. Ο Μουσολίνι χρειαζόταν να αφομοιώσει, να απορροφήσει τον αντισοσιαλισμό, τον σοβινισμό της μεσαίας τάξης για να την πλαισιώσει και να την οργανώσει στις γραμμές των fasci di combatimento. Και έπρεπε να καθορίσει την πολιτική της ως πολιτική αντιδραστική, αντισοσιαλιστική, αντεπαναστατική. Η περίπτωση του Μουσολίνι διαφέρει σε αυτή την περίπτωση από τους Μπονόμι, Μπριάν και άλλους πρώην σοσιαλιστές.
Οι Μπονόμι, Μπριάν, δεν έχουν αναγκαστεί να σπάσουν ποτέ ρητά με την σοσιαλιστική τους προέλευση. Έχουν κρατήσει, μάλλον ένα ελάχιστο σοσιαλισμό, ένα σοσιαλισμό ομοιοπαθητικό. Ο Μουσολίνι, ωστόσο, έχει φτάσει να πει ότι κοκκινίζει για το σοσιαλιστικό του παρελθόν όπως κοκκινίζει ένας ώριμος άνδρας για τα εφηβικά του ερωτικά γράμματα. Δεν έχει απενεργοποιήσει το σοσιαλισμό του, δεν τον έχει μειώσει, τον έχει εγκαταλείψει εντελώς και πλήρως. Οι οικονομικές του κατευθύνσεις, για παράδειγμα, είναι σε βάρος μιας πολιτικής παρεμβατισμού, κρατισμού, αύξησης της φορολογίας και δεν αποδέχονται τον συναλλακτικό τύπο του Κράτους καπιταλιστή και επιχειρηματία: τείνουν να αποκαταστήσουν τον κλασικό τύπο του Κράτους φοροεισπράκτορα και χωροφύλακα. Οι σημερινές του απόψεις είναι διαμετρικά αντίθετες από τις χθεσινές του απόψεις. Ο Μουσολίνι ήταν ένας πιστός χθες και σήμερα είναι ένας πιστός. Ποιος ήταν ο μηχανισμός ή η διαδικασία της μεταστροφής του από το ένα δόγμα στο άλλο; Δεν υπάρχει ένα διανοητικό φαινόμενο, υπάρχει ένα ανορθολογικό φαινόμενο. Ο κινητήρας αυτής της ιδεολογικής συμπεριφοράς δεν ήταν η ιδέα, ήταν η αίσθηση. Ο Μουσολίνι δεν έχει απαλλαγεί από το σοσιαλισμό του, πνευματικά ή εννοιολογικά. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν μια ιδέα αλλά ένα συναίσθημα, όπως ακριβώς και ο φασισμός δεν είναι μια ιδέα αλλά ένα συναίσθημα. Ας επισημάνουμε ένα ψυχολογικό και φυσιογνωμικά στοιχείο: ο Μουσολίνι δεν ήταν ποτέ σκεπτόμενος, αλλά μάλλον συναισθηματικός. Στην πολιτική, στον τύπο, δεν ήταν ένας θεωρητικός ούτε ένας φιλόσοφος, αλλά ένας ρήτορας και ένας οδηγός. Η γλώσσα του δεν ήταν προγραμματική, βασισμένη σε αρχές, ούτε επιστημονική, αλλά παθιασμένη, συναισθηματική. Οι πιο αδύνατες ομιλίες του Μουσολίνι ήταν εκείνες που προσπαθούσαν να καθορίσουν τα χαρακτηριστικά, την ιδεολογία του φασισμού. Το πρόγραμμα του φασισμού είναι συγχυσμένο, αντιφατικό, ετερογενές: περιέχει ανακατωμένες φύρδην μίγδην, φιλελεύθερες ιδέες και συνδικαλιστές έννοιες. Ο Μουσολίνι δεν έχει προσφέρει στο φασισμό ένα πραγματικό πρόγραμμα, έχει μάλλον προσφέρει ένα σχέδιο δράσης.
Ο Μουσολίνι έχει περάσει από το σοσιαλισμό στο φασισμό, από την επανάσταση στην αντίδραση, μέσα από ένα δρόμο συναισθηματικό, όχι από ένα δρόμο εννοιολογικό. Όλες οι ιστορικές αποστασίες ήταν πιθανώς ένα πνευματικό φαινόμενο. Ο Μουσολίνι, εξτρεμιστής της επανάστασης χθες, σήμερα εξτρεμιστής της αντίδρασης, μας θυμίζει τον Ιουλιανό. Όπως αυτός ο Αυτοκράτορας, χαρακτήρας του Ίψεν και του Μερεσκόβσκι, ο Μουσολίνι είναι ένα ον ανήσυχο, θεατρικό, εξαπατημένο, προληπτικό και μυστηριώδες, που έχει επιλεγεί από τη Μοίρα για να θεσπίσει τη δίωξη του νέου θεού και να επανατοποθετήσει στο τέμπλο του τους θνήσκοντες αρχαίους θεούς.
Ο Ντ’ Ανούντσιο και ο φασισμός
Ο Ντ’ Ανούντσιο δεν είναι φασίστας. Αλλά ο φασισμός είναι ντανουντσιανικός. Ο φασισμός χρησιμοποιεί συνήθως μια ρητορική, μια τεχνική και μία στάση ντανουντσιανική. Η φασιστική κραυγή «Eia, eia, alalá!» είναι μια κραυγή από το έπος του Ντ’ Ανούντσιο. Οι πνευματικές ρίζες του φασισμού βρίσκονται στη λογοτεχνία του Ντ’ Ανούντσιο και στη ζωή του Ντ’ Ανούντσιο. Ο Ντ’ Ανούντσιο μπορεί να αρνηθεί έτσι το φασισμό. Αλλά ο φασισμός δεν μπορεί να αρνηθεί τον Ντ’ Ανούντσιο. Ο Ντ’ Ανούντσιο είναι ένας από τους δημιουργούς, ένας από τους αρχιτέκτονες της ψυχικής κατάστασης, μέσα στην οποία έχει επωαστεί και έχει σχηματιστεί ο φασισμός.
Πολύ περισσότερο. Όλα τα τελευταία κεφάλαια της ιταλικής ιστορίας είναι κορεσμένα από ντανουντσιανισμό. Ο Αντριάνο Τίλγκερ σε ένα σημαντικό δοκίμιο για την Terza Italia[2] ορίζει την προπολεμική περίοδο 1905-1915 ως «την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ντανουντσιανικής νοοτροπίας, που τρέφεται από τις αναμνήσεις της αυτοκρατορικής Ρώμης και των ιταλικών κοινοτήτων του Μεσαίωνα, παίρνει μορφή από ένα ψευδοπαγανιστικό νατουραλισμό, από την αποστροφή για χριστιανικούς και ανθρωπιστικούς συναισθηματισμούς, τη λατρεία της ηρωικής βίας, την περιφρόνηση για τη χυδαία κοσμική υποταγή στην καταναγκαστική εργασία, τον υπέρμετρο ερασιτεχνισμό, με ένα ασαφές παραλήρημα από μεγάλα λόγια και εντυπωσιακές χειρονομίες». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σημειώνει ο Τίλγκερ, η μικρή και η μεσαία ιταλική αστική τάξη τρέφονταν με τη ρητορική ενός Τύπου που γραφόταν από αποτυχημένους συγγραφείς, ολοκληρωτικά εμποτισμένη με ντανουντσιανική και αυτοκρατορική νοσταλγία.
Και στον πόλεμο κατά της Αυστρίας, άθλος ντανουντσιανικός, παρήχθη ο φασισμός, επίσης ντανουντσιανικός άθλος. Όλοι οι ηγέτες και οι κυβερνήτες του φασισμού προέρχονται από την παράταξη που ανέτρεψε την ουδέτερη κυβέρνηση του Τζιολίτι και οδήγησε την Ιταλία στον πόλεμο. Οι ταξιαρχίες του φασισμού ονομάστηκαν αρχικά δέσμες μαχητών. Ο φασισμός ήταν απόρροια του πολέμου. Η περιπέτεια του Φιούμε και η οργάνωση των fasci ήταν δύο φαινόμενα δίδυμα, δύο φαινόμενα σύγχρονα και συναφή. Οι φασίστες του Μουσολίνι και οι ardite του Ντ’ Ανούντσιο συναδελφώθηκαν. Και η μία και η άλλη οργάνωση όρμησε με την κραυγή «Eia, eia, alalá!» Ο φασισμός και ο φιουμισμός θήλασαν στο μαστό της ίδιας λύκαινας, όπως ο Ρωμύλος και ο Ρέμος. Αλλά και οι νέοι Ρωμύλος και Ρέμος επίσης, η μοίρα θέλησε να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Ο φιουμισμός υπέκυψε στο Φιούμε πνιγμένος στη ρητορική του και την ποίησή του. Και ο φασισμός αναπτύχθηκε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη όλων των παρόμοιων κινημάτων σε βάρος αυτής της θυσίας και αυτού του αίματος.
Ο φιουμισμός αρνήθηκε να κατέβει από τον αστρικό και Ολύμπιο κόσμο της ουτοπίας του, στον ενδεχομενικό, αβέβαιο και πεζό κόσμο της πραγματικότητας. Ήταν πάνω από την ταξική πάλη, πάνω από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ατομικιστική ιδέα και τη σοσιαλιστιή ιδέα, πάνω από την οικονομία και τα προβλήματά της. Απομονωμένος από τη γη, χαμένος στον αιθέρα, ο φιουμισμός ήταν καταδικασμένος να πεθάνει και να εξατμιστεί, ο φασισμός, ωστόσο, πήρε θέση στην ταξική πάλη. Και αξιοποιώντας την εχθρότητα της μεσαίας τάξης ενάντια στο προλεταριάτο, την ενέταξε στις γραμμές του και την οδήγησε στη μάχη ενάντια στην επανάσταση και ενάντια στο σοσιαλισμό. Όλα τα αντιδραστικά στοιχεία, όλα τα συντηρητικά στοιχεία, που αγωνιούσαν περισσότερο για έναν καπετάνιο αποφασισμένο να πολεμήσει ενάντια στην επανάσταση παρά για έναν πολιτικό που ήταν διατεθειμένος να συνάψει συμφωνία μαζί της, στρατολογήθηκαν και συσπειρώθηκαν στις τάξεις του φασισμού. Εξωτερικά, ο φασισμός διατήρησε τον ντανουντσιάνικο αέρα του, αλλά εσωτερικά το νέο κοινωνικό του περιεχόμενο, η νέα του κοινωνική δομή, απομάκρυνε και έπνιξε την αέρινη ντανουντσιάνικη ιδεολογία. Ο φασισμός αναπτύχθηκε και νίκησε όχι ως ντανουντσιάνικο κίνημα αλλά ως αντιδραστικό κίνημα∙ όχι ως συμφέρον ανώτερο από την ταξική πάλη αλλά ως συμφέρον μιας από τις εμπόλεμες τάξεις. Ο φιουμισμός ήταν ένα λογοτεχνικό φαινόμενο και όχι ένα πολιτικό φαινόμενο. Ο φασισμός, από την άλλη πλευρά, είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο. Ο γονδολιέρης του φασισμού έπρεπε να είναι, ως εκ τούτου, ένας πολιτικός, ένας θυελώδεις ηγέτης, δημοψηφισματικός, δημαγωγικός. Και γι’ αυτό βρήκε τον duce του, τον εμψυχωτή του στον Μπενίτο Μουσολίνι και όχι στον Γκαμπριέλ Ντ’ Ανούντσιο. Ο φασισμός χρειάζεται έναν ηγέτη έτοιμο να χρησιμοποιήσει ενάντια στο σοσιαλιστικό προλεταριάτο, το περίστροφο, το ρόπαλο και το ρετσινόλαδο. Αλλά ποίηση και ρετσινόλαδο είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα και ανόμοια.
Η προσωπικότητα του Ντ’ Ανούντσιο είναι μία παρορμητική και ευμετάβλητη προσωπικότητα που δεν χωράει μέσα σε ένα κόμμα. Ο Ντ’ Ανούντσιο είναι ένας άνθρωπος χωρίς συνοχή και χωρίς ιδεολογική πειθαρχία. Φιλοδοξεί να είναι ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός στην ιστορία. Δεν τον ενδιαφέρει ο ρόλος, αλλά το μεγαλείο του, η σπουδαιότητά του, η αισθητική του. Χωρίς αμφιβολία, ο Ντ’ Ανούντσιο έχει δείξει, παρά τον ελιτισμό του και τον αριστοκρατισμό του, μια επαναλαμβανόμενη και ενστικτώδη τάση προς την αριστερά και προς την επανάσταση. Στον Ντ’ Ανούντσιο δεν υπάρχει κάποια θεωρία, κάποιο δόγμα, κάποια έννοια. Στον Ντ’ Ανούντσιο υπάρχει πάνω απ’ όλα ένας ρυθμός, μία μουσική, μια μορφή. Αλλά αυτός ο ρυθμός, η μουσική, αυτή η μορφή είχαν, μερικές φορές, σε μερικά ηχηρά επεισόδια της ιστορίας του μεγάλου ποιητή, μια απόχρωση και μια αίσθηση επαναστατική. Ο Ντ’ Ανούντσιο αγαπά το παρελθόν. Αλλά αγαπά περισσότερο το παρόν. Το παρελθόν τον προμήθευε και του παρείχε διακοσμητικά στοιχεία, αρχαϊκά σμάλτα, σπάνια χρώματα και πολύχρωμα, μυστηριώδη ιερογλυφικά. Όμως το παρόν είναι η ζωή. Και η ζωή είναι η πηγή της φαντασίας και της τέχνης. Και, ενώ η αντίδραση είναι το ένστικτο της συντήρησης, το αγωνιώδες κροτάλισμα του παρελθόντος, η επανάσταση είναι η οδυνηρή κυοφορία, η αιματηρή γέννηση του παρόντος.
Όταν, το 1900, Ντ’ Ανούντσιο μπήκε στην ιταλική Βουλή, η έλλειψη ταυτότητας, η απουσία ιδεολογίας, τον οδήγησαν σε μια συντηρητική θέση. Αλλά μια μέρα συναρπαστικής διαμάχης ανάμεσα στην αστική και δυναστική πλειοψηφία και την ακραία σοσιαλιστική και επαναστατική αριστερά, ο Ντ’ Ανούντσιο, απουσιάζοντας από τη θεωρητική διαμάχη, ευαίσθητος μόνο στο ρυθμό και το συναίσθημα της ζωής, προσελκύστηκε μαγνητικά στο πεδίο βαρύτητας της μειοψηφίας. Και μίλησε έτσι στην άκρα αριστερά: «Στο σημερινό επεισόδιο έχω δει από τη μια μεριά πολλούς νεκρούς να κραυγάζουν και από την άλλη λίγους ζωντανούς και εύγλωττους άντρες. Ως άνθρωπος της διανόησης, βάδισα προς τη ζωή.» Ο Ντ’ Ανούντσιο δεν βάδιζε προς το σοσιαλισμό, δεν βάδιζε προς την επανάσταση. Δεν ήξερε τίποτα ούτε ήθελε να μάθει τίποτα για θεωρίες και δόγματα. Βάδιζε απλώς προς τη ζωή. Η επανάσταση είχε γι’ αυτόν την ίδια φυσική και οργανική έλξη με τη θάλασσα, την εξοχή, τη γυναίκα, τη νεολαία και την μάχη.
Και, μετά τον πόλεμο, ο Ντ’ Ανούντσιο προσέγγισε και πάλι αρκετές φορές στην επανάσταση. Όταν κατέλαβε το Φιούμε, είπε ότι ο φιουμισμός ήταν μια υπόθεση όλων των καταπιεσμένων λαών, όλων των υπόδουλων λαών. Και έστειλε ένα τηλεγράφημα στον Λένιν. Φαίνεται ότι ο Λένιν ήθελε να απαντήσει στον Ντ’ Ανούντσιο. Αλλά οι Ιταλοί Σοσιαλιστές διαφωνούσαν στο να πάρουν τα Σοβιέτ στα σοβαρά τη χειρονομία του ποιητή. Ο Ντ’ Ανούντσιο κάλεσε όλα τα συνδικάτα του Φιούμε να συνεργαστούν μαζί του στην επεξεργασία του συντάγματος του Φιούμε. Μερικοί άνδρες από την αριστερή πτέρυγα του σοσιαλισμού, που εμπνέονταν από το επαναστατικό τους ένστικτο, υποστήριξαν μια συνεννόηση με τον Ντ’ Ανούντσιο. Αλλά η σοσιαλιστική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία απέρριψε και αφόρισε αυτή την αιρετική πρόταση, χαρακτηρίζοντας τον Ντ’ Ανούντσιο ερασιτέχνη και τυχοδιώκτη. Η ετεροδοξία και ο ατομικισμός του ποιητή προκαλούσαν απέχθεια στο επαναστατικό τους συναίσθημα. Ο Ντ’ Ανούντσιο, στερούμενος κάθε δογματικής συνεργασίας, έδωσε στο Φιούμε ένα ρητορικό σύνταγμα. Ένα σύνταγμα σε επικό τόνο, που είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο περίεργα κείμενα της πολιτικής φιλολογίας αυτής της εποχής. Στο εξώφυλλο του Συντάγματος της Αντιβασιλείας του Καρνάρο είναι γραμμένα αυτά τα λόγια: «Η ζωή είναι ωραία και άξια να βιώνεται με μεγαλοπρέπεια.» Και στα κεφάλαια και τις παραγράφους τους, το Σύνταγμα του Φιούμε εγγυάται στους πολίτες της Αντιβασιλείας του Καρνάρο, προνοιακή βοήθεια, γενναιόδωρη και άφθονη για το σώμα τους, την ψυχή τους, τη φαντασία και τους μυς τους. Στο Σύνταγμα του Φιούμε υπάρχουν πινελιές κομμουνισμού. Δεν είναι ο σύγχρονος, επιστημονικός και διαλεκτικός κομμουνισμός του Μαρξ και του Λένιν, αλλά ο αρχαϊκός και ουτοπικός κομμουνισμός της Πολιτείας του Πλάτωνα, της Πόλης του Ήλιου του Καμπανέλα και της Πόλης του Σαν Ραφαέλ του Τζων Ράσκιν.
Μετά τη διάλυση της περιπέτειας του Φιούμε, ο Ντ’ Ανούντσιο είχε μια περίοδο επαφών και διαπραγματεύσεων με ορισμένους ηγέτες του προλεταριάτου. Στη βίλα του στο Γκαρντόνε, συναντήθηκε με τον Μπαλντέσι Ντ’ Αραγκόνα, γραμματέα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας. Δέχτηκε επίσης την επίσκεψη του Τσιτσέριν, ο οποίος γύριζε από τη Γένοβα στη Ρωσία. Τότε φαινόταν επικείμενη μία συμφωνία του Ντ’ Ανούντσιο με τα συνδικάτα και τον σοσιαλισμό. Ήταν οι ημέρες που οι Ιταλοί σοσιαλιστές, αποστασιοποιημένοι από τους κομμουνιστές, φαινόταν κοντά στην υπουργική συνεργασία. Αλλά η φασιστική δικτατορία βρισκόταν σε εξέλιξη. Και, αντί για τον Ντ’ Ανούντσιο και τους σοσιαλιστές, κατέλαβαν την Αιώνια Πόλη ο Μουσολίνι και οι «μελανοχίτωνες».
Ο Ντ’ Ανούντσιο είχε καλές σχέσεις με το φασισμό. Η δικτατορία των «μελανοχιτώνων» φλερτάρει με τον Ποιητή. Ο Ντ’ Ανούντσιο, από το καταφύγιό του στο Γκαρντόνε, την παρακολουθεί χωρίς μνησικακία και χωρίς αποδοκιμασία. Αλλά παραμένει απρόσιτος και καχύποπτος από κάθε σχέση μαζί της. Ο Μουσολίνι έχει υποστηρίξει το σύμφωνο των ναυτών που γράφτηκε από τον ποιητή ο οποίος είναι ένα είδος προστάτη των ανθρώπων της θάλασσας. Οι εργάτες της θάλασσας υποτάχτηκαν με τη θέλησή τους. Και στην αυτοκρατορία του. Ο ποιητής του «La Nave» ασκεί πάνω τους μια πατριαρχική και θεοκρατική εξουσία. Καθώς απαγορεύεται να νομοθετήσει για τη γη, αρκείται να νομοθετεί για τη θάλασσα. Η θάλασσα τον καταλαβαίνει καλύτερα από τη γη.
Αλλά η ιστορία έχει σαν σκηνή της τη γη και όχι τη θάλασσα. Και έχει ως κεντρικό ζήτημα την πολιτική και όχι την ποίηση. Η πολιτική απαιτεί από τους ηθοποιούς της διαρκή και μεθοδική επαφή με την πραγματικότητα, με την επιστήμη, με την οικονομία, με όλα τα πράγματα που η μεγαλομανία των ποιητών αγνοεί και περιφρονεί. Σε μία κανονική και ήσυχη εποχή της ιστορίας, ο Ντ’ Ανούντσιο δεν θα είχε υπάρξει πρωταγωνιστής στην πολιτική. Επειδή σε εποχές κανονικές και ήσυχες η πολιτική είναι μία διοικητική και γραφειοκρατική επιχείρηση. Αλλά σε αυτή την εποχή του νεορομαντισμού, σε αυτήν την εποχή της αναγέννησης του Ήρωα, του Μύθου και της Δράσης, η πολιτική παύει να είναι συστηματική ασχολία της γραφειοκρατίας και της επιστήμης. Ο Ντ’ Ανούντσιο, έχει, ως εκ τούτου, μια θέση στη σύγχρονη πολιτική. Μόνο που ο Ντ’ Ανούντσιο, ασταθής και ιδιόρρυθμος, δεν μπορεί να ακινητοποιηθεί σε μια αίρεση ή να ενταχθεί σε μια πλευρά. Δεν είναι σε θέση να βαδίσει με την αντίδραση ούτε με την επανάσταση. Πολύ λιγότερο είναι σε θέση να προσχωρήσει στην εκλεκτική και συνετή ενδιάμεση ζώνη της δημοκρατίας και των μεταρρυθμίσεων.
Και έτσι, χωρίς να είναι ο Ντ’ Ανούντσιο συνειδητά και συγκεκριμένα αντιδραστικός, η αντίδραση είναι με παράδοξο και εμφατικό τρόπο ντανουντσιανική. Η αντίδραση στην Ιταλία έχει πάρει την ντανουντσιανική έκφραση, το ύφος και την προφορά. Σε άλλες χώρες, η αντίδραση είναι πιο νηφάλια, πιο βίαιη, πιο γυμνή. Στην Ιταλία, χώρα της ευγλωττίας και της ρητορικής, η αντίδραση θα πρέπει να σταθεί πάνω σε ένα βάθρο πολυτελώς διακοσμημένο με ζωφόρους, ανάγλυφα και έλικες της ντανουντσιανικής λογοτεχνίας.
Η διανόηση και το ρετσινόλαδο
Ο φασισμός κατέκτησε, ταυτόχρονα με την κυβέρνηση και την Αιώνια Πόλη, την πλειοψηφία των Ιταλών διανοουμένων. Κάποιοι από αυτούς προσδέθηκαν στο άρμα και την τύχη του χωρίς επιφυλάξεις∙ άλλοι έδωσαν παθητική συναίνεση∙ άλλοι, οι πιο συντηρητικοί, του παραχώρησαν μια καλοπροαίρετη ουδετερότητα. Στη διανόηση αρέσει να αφήνεται να την κυριεύει η Δύναμη. Ειδικά όταν η δύναμη είναι, όπως και στην περίπτωση του φασισμού, νεανική, τολμηρή, πολεμική και περιπετειώδης.
Επιπλέον, σε αυτή την προσκόλληση των διανοουμένων και των καλλιτεχνών στο φασισμό, υπήρχαν και ειδικά ιταλικές αιτίες. Όλα τα τελευταία κεφάλαια της ιστορίας της Ιταλίας είναι κορεσμένα με ντανουντσιανισμό. «Οι πνευματικές ρίζες του φασισμού βρίσκονται στη λογοτεχνία του Ντ’ Ανούντσιο». Ο Φουτουρισμός –που ήταν μία όψη, ένα επεισόδιο του ντανουντσιανικού φαινομένου– είναι ένα άλλο ψυχολογικό συστατικό του φασισμού. Οι φουτουριστές χαιρέτησαν τον πόλεμο της Τρίπολης σαν την έναρξη μιας νέας εποχής για την Ιταλία. Ο Ντ’ Ανούντσιο ήταν αργότερα ο πνευματικός condottiere της επέμβαση της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φουτουριστές και οι ντανουντσιανοί δημιούργησαν στην Ιταλία μία μεγαλομανή διάθεση, αντιχριστιανική, ρομαντική και ρητορική. Κήρυξαν στις νέες γενιές –όπως έχουν παρατηρήσει ο Τίλγκερ Αντριάνο και ο Αντόνιο Λαμπριόλα– τη λατρεία του ήρωα, της βίας και του πολέμου. Σε ένα λαό, όπως ο ιταλικός, θερμό, νότιο και παραγωγικό, τον οποίο με δυσκολία μπορούσε να κρατήσει και να συντηρήσει το ισχνό του έδαφος, υπήρχε μια λανθάνουσα τάση να επεκταθεί. Αυτές οι ιδέες βρήκαν, ως εκ τούτου μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα. Οι δημογραφικοί και οι οικονομικοί παράγοντες συνέπεσαν με τις λογοτεχνικές υποδείξεις. Η μεσαία τάξη, ειδικότερα, ήταν εύκολη λεία του ντανουντσιανικού πνεύματος. (Το προλεταριάτο, καθοδηγημένο και ελεγχόμενο από το σοσιαλισμό, ήταν λιγότερο διαπερατό από τέτοια επιρροή). Με αυτή τη λογοτεχνία συνεργάστηκε η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Τζεντίλε και του Κρότσε και όλες οι εισαγωγές και οι μεταμορφώσεις της τευτονικής σκέψης.
Ιδεαλιστές, φουτουριστές και ντανουντσιανιστές αισθάνθηκαν στον φασισμό ένα δικό τους έργο. Αποδέχτηκαν την καταγωγή του απ’ αυτούς. Ο φασισμός ήταν ενωμένος με την πλειοψηφία των διανοουμένων με ένα ευαίσθητο ομφάλιο λώρο. Ο Ντ’ Ανούντσιο δεν ενσωματώθηκε στο φασισμό, στον οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει θέση υπολοχαγού. Όμως διατήρησε εγκάρδιες σχέσεις μαζί του και δεν απέρριψε τον πλατωνικό του έρωτα. Και οι φουτουριστές εντάχθηκαν εθελοντικά στις γραμμές των φασιστών. Η πιο ακραία από τις φασιστικές εφημερίδες, η L’ Impero της Ρώμης, εξακολουθεί να διευθύνεται από τον Μάριο Κάρλι και τον Εμίλιο Σετιμέλι, δύο επιζώντες της φουτουριστικής εμπειρίας. Ο Αρντέντζο Σοφίτσι, ένας άλλος πρώην φουτουριστής συνεργάζεται με την Il Popolo d’ Italia, το όργανο του Μουσολίνι. Ούτε οι φιλόσοφοι του ιδεαλισμού δεν απέφυγαν το φασισμό. Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, μετά τη φασιστική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, έδωσε την ιδεαλιστική απολογία του ρόπαλου. Τέλος, οι μοναχικοί λογοτέχνες, χωρίς σχολή και παρεκκλήσι, αξίωσαν επίσης μια θέση στην νικηφόρα πομπή του φασισμού. Ο Σεμ Μπενέλι, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους αυτής της λογοτεχνικής κατηγορίας, πολύ προσεκτικός για να φορέσει το «μαύρο πουκάμισο», συνεργάστηκε με τους φασίστες, και χωρίς να συγχέεται μ’ αυτούς, ενέκρινε τις πράξεις τους και τις μεθόδους τους. Στις τελευταίες εκλογές, ο Σεμ Μπενέλι ήταν ένα από τους εξέχοντες υποψηφίους της υπουργικής λίστας.
Αλλά αυτό συνέβη τις ημέρες που ακόμα ο φασιστικός άθλος ήταν ή φαινόταν στην πληρότητά του και στο απόγειο του. Επειδή ο φασισμός άρχισε να παρακμάζει, οι διανοούμενοι άρχισαν να αλλάζουν τη στάση τους. Εκείνοι που τήρησαν σιωπή μπροστά στην πορεία στη Ρώμη σήμερα αισθάνονται την ανάγκη να τον καταγγείλουν και να τον καταδικάσουν. Ο φασισμός έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της πελατείας του και της συνοδείας του από διανοούμενους. Οι συνέπειες της δολοφονίας του Ματεότι έχουν επισπεύσει τις αποστασίες.
Προς το παρόν ισχυροποιείται μεταξύ των διανοουμένων αυτή η αντιφασιστική τάση. Ο Ρομπέρτο Μπράκο είναι ένας από τους ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Ο Μπενεντέτο Κρότσε δηλώνει επίσης αντιφασίστας, παρά το γεγονός ότι μοιράζεται με τον Τζιοβάνι Τζεντίλε την ευθύνη και τις δάφνες της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Ο Ντ’ Ανούντσιο που εμφανίζονται σκυθρωπός και κακοδιάθετος, έχει ανακοινώσει ότι αποχωρεί από τη δημόσια ζωή και ότι θα είναι και πάλι το ίδιο «μοναχικός και περήφανος καλλιτέχνης», όπως πριν. Ο Σεμ Μπενέλι, τέλος, με ορισμένους διαφωνούντες του φασισμού και του φιλοφασισμού, έχει ιδρύσει την Liga Itálica με σκοπό να προκαλέσει μια ηθική εξέγερση ενάντια στις μεθόδους των «μελανοχιτώνων».
Πρόσφατα, ο φασισμός έχει δεχτεί την υποστήριξη του Πιραντέλο. Αλλά ο Πιραντέλο είναι χιουμορίστας. Επιπλέον, ο Πιραντέλο είναι ένας μικροαστός, επαρχιώτης και άναρχος, με μεγάλη λογοτεχνική ευφυΐα και λίγη πολιτική ευαισθησία. Η στάση του δεν μπορεί ποτέ να είναι ένα σύμπτωμα μιας κατάστασης. Αντίθετα απ’ τον Πιραντέλο, είναι σαφές ότι οι Ιταλοί διανοούμενοι είναι δυσαρεστημένοι από το φασισμό. Το ειδύλλιο μεταξύ διανόησης και ρετσινόλαδου έχει τελειώσει.
Πώς έχει δημιουργηθεί αυτή η διάσπαση; Πρέπει να αποκλείσουμε άμεσα μια υπόθεση: ότι οι διανοούμενοι αποστασιοποιήθηκαν από τον Μουσολίνι επειδή εκείνος δεν εκτιμούσε πλέον τη συνεργασία τους ή δεν την εκμεταλλευόταν. Ο φασισμός συνηθίζει να στολίζεται με ιμπεριαλιστική ρητορική και να καλύπτει την έλλειψη αρχών κάτω από κάποιες λογοτεχνικές κοινοτοπίες· αλλά αγαπάει τους ανθρώπους της δράσης περισσότερο από τους τεχνίτες του λόγου. Ο Μουσολίνι είναι πολύ οξυδερκής και πονηρός άνθρωπος για να περιβάλλεται από λογοτέχνες και καθηγητές. Τον εξυπηρετεί καλύτερα ένα γενικό επιτελείο από δημαγωγούς και αντάρτες, ειδικούς στην επίθεση, τη φασαρία και την αναταραχή. Ανάμεσα στο ρόπαλο και τη ρητορική, επιλέγει το ρόπαλο χωρίς δισταγμό. Ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι, ένας από τους σημερινούς ηγέτες του φασισμού, ο κύριος πρωταγωνιστής της τελευταίας εθνικής του συνέλευσης, δεν είναι μόνο ένας τεράστιος εχθρός της ελευθερίας και της δημοκρατίας αλλά και της γραμματικής. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν αρκούν για να κάνουν τους διανοούμενους να απελπιστούν. Πράγματι, οι διανοούμενοι δεν περίμεναν ποτέ ότι ο Μουσολίνι θα μετέτρεπε την κυβέρνησή του σε βυζαντινή ακαδημία, ούτε η φασιστική πρόζα ήταν ποτέ πιο φιλολογική από ό,τι είναι τώρα. Ούτε είναι αλήθεια ότι οι λογοτέχνες, οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες, η Artecracia, όπως την αποκαλεί ο Μαρινέτι, τρομοκρατούνται υπερβολικά από την αλητεία και τη βιαιότητα των πράξεων των «μελανοχιτώνων». Επί τρία χρόνια τις υπομένουν χωρίς παράπονο και χωρίς απώθηση.
Ο νέος προσανατολισμός της ιταλικής διανόησης είναι ένα σημάδι, μια ένδειξη ενός βαθύτερου φαινομένου. Δεν αποτελεί για τον φασισμό ένα σοβαρό γεγονός από μόνο του, αλλά αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου γεγονότος. Η απώλεια ή η απόκτηση ορισμένων ποιητών, όπως ο Σεμ Μπενέλι, δεν έχει καμία σημασία ούτε για την Αντίδραση ούτε για την Επανάσταση. Η διανόηση, η artecracia, δεν αντέδρασαν κατά του φασισμού πριν από τις κοινωνικές κατηγορίες, μέσα στις οποίες είναι ενταγμένες, αλλά μετά από αυτές. Δεν είναι οι διανοούμενοι που αλλάζουν στάση απέναντι στο φασισμό. Είναι η αστική τάξη, οι τράπεζες, ο Τύπος κ.λπ. κ.λπ., οι ίδιοι άνθρωποι και οι ίδιοι θεσμοί, η συναίνεση των οποίων επέτρεψε την πορεία προς τη Ρώμη πριν από τρία χρόνια. Η διανόηση είναι ουσιαστικά οπορτουνιστική. Ο ρόλος των διανοουμένων στην ιστορία είναι, στην πραγματικότητα, πολύ περιορισμένος. Ούτε η τέχνη ούτε η λογοτεχνία, παρ’ όλη τη μεγαλομανία τους, κατευθύνουν την πολιτική∙ εξαρτώνται από αυτήν, όπως τόσες άλλες λιγότερο εκλεκτές και λιγότερο επιφανείς δραστηριότητες. Οι διανοούμενοι συγκροτούν την πελατεία της τάξης, της παράδοσης, της εξουσίας, της δύναμης κ.λπ. και, αν χρειαστεί, του ρόπαλου και του ρετσινόλαδου. Κάποια ανώτερα πνεύματα, κάποια δημιουργικά μυαλά ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα, αλλά πρόκειται για εξαιρετικά πνεύματα και μυαλά. Οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, οι καλλιτέχνες και οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν έχουν γενικά ούτε επαναστατική ικανότητα ούτε επαναστατικό ενθουσιασμό. Αυτοί που σήμερα τολμούν να ξεσηκωθούν κατά του φασισμού είναι εντελώς ακίνδυνοι. Η Liga Itálica του Σεμ Μπενέλι, για παράδειγμα, δεν θέλει να είναι κόμμα, ούτε προσποιείται ότι είναι πολιτικό κόμμα. Αυτοπροσδιορίζεται ως «ένας ιερός δεσμός για να αναπτύξει το ιερό του πρόγραμμα: για το Καλό και το Δικαίωμα του Ιταλικού Έθνους: για το Καλό και το Δικαίωμα του Ιταλού ανθρώπου». Αυτό το πρόγραμμα μπορεί να είναι πολύ ιερό, όπως λέει ο Σεμ Μπενέλι∙ αλλά είναι επίσης πολύ ασαφές, πολύ αέρινο, πολύ αφελές. Ο Σεμ Μπενέλι, με αυτή τη νοσταλγία για το παρελθόν και με αυτή την προτίμηση στις αρχαϊκές φράσεις, τόσο χαρακτηριστικές για τους σημερινούς μέτριους ποιητές, πορεύεται στους δρόμους της Ιταλίας λέγοντας σαν ένας μεγάλος ποιητής του χθες: Pace, pace, pace! Η ανίσχυρη συμβουλή του έχει καθυστερήσει πολύ.
Η φασιστική θεωρία
Η κρίση του φασιστικού καθεστώτος που επιταχύνθηκε από την εξέλιξη της υπόθεσης Ματεότι έχει αποσαφηνίσει και προσδιορίσει τη φυσιογνωμία και το περιεχόμενο του φασισμού.
Το φασιστικό κόμμα, πριν από την πορεία προς τη Ρώμη, ήταν κάτι θολό. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ήθελε να χαρακτηριστεί και να λειτουργήσει ως κόμμα. Ο φασισμός, σύμφωνα με πολλούς «μελανοχίτωνες» των πρώτων ημερών, δεν ήταν μια παράταξη αλλά ένα κίνημα. Ήθελε να είναι, περισσότερο από ένα πολιτικό φαινόμενο, ένα πνευματικό φαινόμενο και να σημαίνει, πάνω απ’ όλα, μια αντίδραση της νικηφόρας Ιταλίας του Βιτόριο Βένετο[3] ενάντια στην πολιτική της απαξίωσης αυτής της νίκης και των συνεπειών της. Η σύνθεση, η δομή των fasci, εξηγεί την ιδεολογική σύγχυση του. Οι fasci στρατολογούσαν τους οπαδούς τους από τις πιο διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Στις τάξεις τους περιλαμβάνονταν φοιτητές, αξιωματούχοι, άνθρωποι των γραμμάτων, υπάλληλοι, ευγενείς, αγρότες, ακόμη και εργάτες. Το ανώτατο επιτελείο του φασισμού δεν θα μπορούσε να είναι πιο πολύχρωμο. Αποτελούνταν από αντιφρονούντες του σοσιαλισμού, όπως ο Μουσολίνι και ο Φαρινάτσι∙ πρώην πολεμιστές, φορτωμένοι με μετάλλια, όπως ο Ιγκλιόρι και ο Ντε Βέκι∙ πληθωρικούς και παράξενους φουτουριστές λογοτέχνες, όπως ο Φιλίπο Μαρινέτι και ο Εμίλιο Σετιμέλι∙ πρόσφατα προσηλυτισμένους πρώην αναρχικούς όπως ο Μάσιμο Ρόκα∙ επαναστάτες συνδικαλιστές όπως ο Τσέζαρε Ρόσι και ο Μικέλε Μπιάνκι∙ ρεπουμπλικάνους του Μαζινιάν όπως ο Καζαλίνι∙ φιουμανιστές όπως ο Τζιούντα και ο Τζιουριάτι∙ και ορθόδοξους μοναρχικούς από την αριστοκρατία που ήταν αφοσιωμένη στη δυναστεία της Σαβοΐας. Ρεπουμπλικανικός, αντικληρικαλιστικός, εικονοκλαστικός, στις ρίζες του, ο φασισμός δήλωσε λίγο πολύ αγνωστικιστής απέναντι στο καθεστώς και την εκκλησία όταν μετατράπηκε σε κόμμα.
Η πατριωτική σημαία συγκάλυπτε όλες τις παρανομίες και όλες τις δογματικές και προγραμματικές παρεξηγήσεις. Οι φασίστες διεκδικούσαν να είναι οι αποκλειστικοί εκπρόσωποι της ιταλικότητας. Επιδίωκαν το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Προσπάθησαν να κερδίσουν για την παράταξή τους τους πολεμιστές και τους σακατεμένους του πολέμου. Η δημαγωγία και ο οπορτουνισμός του Μουσολίνι και των υπαρχηγών του επωφελήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από την άποψη αυτή, από την κακοήθη πολιτική των σοσιαλιστών, τους οποίους μια ανούσια και άκαιρη αντιμιλιταριστική φωνή είχε αποξενώσει από την πλειοψηφία των πολεμιστών.
Η κατάκτηση της Ρώμης και της εξουσίας επιδείνωσε τις φασιστικές παρανοήσεις. Οι φασίστες βρέθηκαν να πλαισιώνονται από φιλελεύθερα, δημοκρατικά, καθολικά στοιχεία, τα οποία ασκούσαν καθημερινά μια απονευρωτική επίδραση στη νοοτροπία και το πνεύμα τους. Στις τάξεις του φασισμού υπήρχαν επίσης πολλοί άνθρωποι που παρασύρθηκαν από την επιτυχία και μόνο. Η σύνθεση του φασισμού έγινε πνευματικά και κοινωνικά πιο ετερογενής. Ο Μουσολίνι δεν μπόρεσε, επομένως, να πραγματοποιήσει πλήρως το πραξικόπημα. Ανέβηκε στην εξουσία με εξέγερση, αλλά αναζήτησε αμέσως την υποστήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Εγκαινίασε μια πολιτική υποχωρήσεων και συμβιβασμών. Προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη δικτατορία του. Ταλαντεύτηκε μεταξύ της δικτατορικής μεθόδου και της κοινοβουλευτικής μεθόδου. Δήλωσε ότι ο φασισμός έπρεπε να νομιμοποιηθεί το συντομότερο δυνατό. Αλλά αυτή η ταλαντευόμενη πολιτική δεν μπόρεσε να εξαλείψει τις αντιφάσεις που υπονόμευαν τη φασιστική ενότητα. Δεν άργησαν να εκδηλωθούν στον φασισμό δύο ψυχές και δύο αντιθετικές νοοτροπίες. Μια εξτρεμιστική ή υπερφασιστική φράξια υποστήριζε την ολοκληρωτική ενσωμάτωση της φασιστικής επανάστασης στο καταστατικό του Βασιλείου της Ιταλίας. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος θα έπρεπε, κατά την άποψή τους, να αντικατασταθεί από το φασιστικό κράτος. Μια αναθεωρητική φράξια υποστήριζε, μία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη επιδιόρθωση της πολιτικής του κόμματος. Καταδίκαζε την αυθαίρετη βία των ras των επαρχιών. Οι ras, όπως ονομάζονται οι περιφερειακοί αρχηγοί ή condottieri του φασιστικού κόμματος, ασκούσαν πάνω στις επαρχίες μια μεσαιωνική και δεσποτική εξουσία. Οι αναθεωρητές φασίστες ξεσηκώθηκαν εναντίον του rasismo και εναντίον του scuadrismo[4]. Ο πιο κατηγορηματικός και ο πιο αξιόπιστος αναθεωρητής ηγέτης, ο Μάσιμο Ρόκα, διεξήγαγε έντονη πολεμική με τους εξτρεμιστές ηγέτες. Αυτή η σύγκρουση είχε τεράστιο αντίκτυπο. Η λειτουργία και η ιδεολογία του φασισμού επρόκειτο να καθοριστούν και να προσδιοριστούν και από τις δύο πλευρές. Ο φασισμός, ο οποίος μέχρι τότε είχε ασχοληθεί μόνο με τη δράση, άρχισε να αισθάνεται την ανάγκη να είναι και θεωρία. Ο Κούρτσιο Σούκερτ απέδωσε στο φασισμό μια καθολική, μεσαιωνική, αντιφιλελεύθερη, αντι-αναγεννησιακή ψυχή. Το πνεύμα της Αναγέννησης, ο προτεσταντισμός, ο φιλελευθερισμός, χαρακτηρίστηκε διαλυτικό, μηδενιστικό πνεύμα, αντίθετο με τα πνευματικά συμφέροντα της ιταλικότητας. Οι φασίστες δεν πρόσεξαν ότι, από τις πρώτες τους περιπέτειες, είχαν περιγράψει τους εαυτούς τους, πρώτα και κύρια, ως διεκδικητές της ιδέας του έθνους, μιας ιδέας με σαφείς αναγεννησιακές καταβολές. Η αντίφαση δεν φάνηκε να τους φέρνει σε μεγάλη αμηχανία. Ο Μάριο Πανταλεόνι και ο Μικέλε Μπιάνκι, από την πλευρά τους, μιλούσαν για το σχεδιαζόμενο φασιστικό κράτος ως συνδικαλιστικό κράτος. Και οι ρεβιζιονιστές, από την πλευρά τους, φάνηκαν να διακατέχονται από έναν αόριστο φιλελευθερισμό. Οι θέσεις του Μάσιμο Ρόκα προκάλεσαν τη διαμαρτυρία όλων των εξτρεμιστών. Και ο Μάσιμο Ρόκα αφορίστηκε επίσημα από τη φασιστική αίρεση ως επικίνδυνος αιρετικός. Ο Μουσολίνι δεν συμμετείχε σε αυτές τις συζητήσεις. Απών από την πολεμική, κατείχε ουσιαστικά μια κεντριστική θέση στον φασισμό. Όταν τον ρωτούσαν, πρόσεχε να μην δεσμευτεί σε μια πολύ ακριβή απάντηση. «Εξάλλου, τι σημασία έχει το θεωρητικό περιεχόμενο ενός κόμματος; Αυτό που του δίνει δύναμη και ζωή είναι ο τόνος του, η θέλησή του, η ψυχή αυτών που το αποτελούν».
Όταν η εργασία σχετικά με τον ορισμό του φασισμού είχε φτάσει σε αυτό το σημείο, έγινε η δολοφονία του Ματεότι. Στην αρχή ο Μουσολίνι ανακοίνωσε την πρόθεσή του να εκκαθαρίσει τις φασίστες γραμμές. Περιέγραψε σε ομιλία του στη Γερουσία, κάτω από την πίεση της καταιγίδας ξέσπασε για το έγκλημα, ένα σχέδιο πολιτικής ομαλοποίησης. Ο Μουσολίνι προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή να ικανοποιήσει τα φιλελεύθερα στοιχεία που στήριζαν την κυβέρνησή του. Αλλά όλες οι προσπάθειές του να δαμάσει την κοινή γνώμη απέτυχαν. Ο φασισμός άρχισε να χάνει τους υποστηρικτές τους και τους συμμάχους τους. Οι αποστασίες των φιλελεύθερων και δημοκρατικών στοιχείων τα οποία, σε πρώτη φάση, από το φόβο της σοσιαλιστικής επανάστασης, τον είχαν πλαισιώσει και υποστηρίξει, απομόνωσαν βαθμιαία την κυβέρνηση του Μουσολίνι από κάθε τι μη φασιστικό. Αυτή η απομόνωση ώθησε ακόμη περισσότερο το φασισμό σε μια όλο και πιο επιθετική στάση. Επικράτησε στο κόμμα η εξτρεμιστική νοοτροπία. Ο Μουσολίνι συνέχισε να χρησιμοποιεί μερικές φορές μια συμβιβαστική γλώσσα, ελπίζοντας να σπάσει ή να αποδυναμώσει την μαχητικότητα της αντιπολίτευσης, αλλά στην πραγματικότητα, ο φασισμός επέστρεφε στην πολεμική τακτική. Στην επόμενη εθνική συνέλευση του φασιστικού κόμματος, κυριάρχησε η εξτρεμιστική τάση της οποίας ο Φαρινάτσι είναι ο πιο τυπικός condottiere. Οι αναθεωρητές, με επικεφαλής τον Μποτάι, συνθηκολόγησαν στο σύνολο της γραμμής. Τότε ο Μουσολίνι διόρισε μια επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος της Ιταλίας. Στο φασιστικό Τύπο, επανεμφανίστηκε η θέση ότι το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος πρέπει να δώσει τη θέση στο ενιαίο – φασιστικό κράτος. Αυτή η διάθεση του φασιστικού κόμματος βρήκε την πιο εμφατική και επιθετική της εκδήλωση στην απόρριψη της παραίτησης του βουλευτή Τζιούντα από το αξίωμα του αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο Τζιούντα παραιτήθηκε επειδή ο εισαγγελέας του βασιλιά είχε ζητήσει την άδεια να ασκήσει δίωξη εναντίον του ως υπεύθυνου για την επίθεση εναντίον του φασίστα αντιφρονούντα Τσέζαρε Φόρνι. Η πλειοψηφία των φασιστών θέλησε να τον προστατεύσει με μια σαφή και ηχηρή δήλωση αλληλεγγύης. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η φασιστική πλειοψηφία, σε μια επόμενη ψηφοφορία, τη διόρθωσε απρόθυμα, πιεζόμενη από μια θύελλα διαμαρτυριών. Ο Μουσολίνι έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλη του την εξουσία για να αναγκάσει τους φασίστες βουλευτές να υποχωρήσουν. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να εμποδίσει τους Μικέλε Μπιάνκι και Φαρινάτσι να δηλώσουν δυσαρεστημένοι με αυτόν τον οπορτουνιστικό ελιγμό, εμπνευσμένο από σκοπιμότητες κοινοβουλευτικής τακτικής.
Ο υπερφασισμός, ο ακραίος φασισμός, ή όπως αλλιώς θέλετε να τον ονομάσετε, δεν έχει ούτε μία απόχρωση. Κυμαίνεται από τον ρατσιστικό ή μοίραρχοφασισμό του Φαρινάτσι μέχρι τον ολοκληρωτικό φασισμό του Μικέλε Μπιάνκι και του Κούρτσιο Σούκερτ. Ο Φαρινάτσι ενσαρκώνει το πνεύμα των ταγμάτων με τα μαύρα πουκάμισα, τα οποία, αφού εκπαιδεύτηκαν με αδίστεκατες μεθόδους σε τιμωρητικές επιδρομές εναντίον των συνδικάτων και των σοσιαλιστικών συνεταιρισμών, βάδισαν στη Ρώμη για να εγκαθιδρύσουν τη φασιστική δικτατορία. Ο Φαρινάτσι είναι ένας θυελλώδης και φλογερός τύπος που δεν ενδιαφέρεται για τη θεωρία αλλά για τη δράση. Είναι ο πιο γνήσιος τύπος του φασίστα ras. Κρατάει την επαρχία της Κρεμόνα στη γροθιά του, όπου διευθύνει την εφημερίδα Cremona Nuova που απειλεί συστηματικά ομάδες της αντιπολίτευσης και πολιτικούς με ένα δεύτερο φασιστικό «κύμα». Το πρώτο «κύμα» ήταν αυτό που οδήγησε στην κατάκτηση της Ρώμης. Το δεύτερο «κύμα», σύμφωνα με την επιθετική ορολογία του Φαρινάτσι, θα σαρώσει όλους τους αντιπάλους του φασιστικού καθεστώτος μέσα σε μια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Πρώην σιδηροδρομικός, πρώην σοσιαλιστής, ο Φαρινάτσι έχει την ψυχολογία του αγκιτάτορα και του condottiere. Στα άρθρα του και στις ομιλίες του χρησιμοποιεί τη γραμματική με το ρόπαλο. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος σχολιάζει συχνά αυτό το χαρακτηριστικό της πρόζας του. Ο Φαρινάτσι συγχέει τη δημοκρατία, τη γραμματική και τον σοσιαλισμό με το ίδιο άγριο μίσος. Θέλει να είναι, ανά πάσα στιγμή, ένας γνήσιος μελανοχίτωνας. Πιο διανοούμενοι, αλλά όχι λιγότερο αποκαλυπτικοί από τον Φαρινάτσι, είναι οι φασίστες της εφημερίδας της Ρώμης L’Impero. Την εφημερίδα εξέδιδαν δύο φουτουριστές συγγραφείς, ο Μάριο Κάρλι και ο Εμίλιο Σετιμέλι, οι οποίοι καλούσαν τον φασισμό να καταργήσει μια για πάντα το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Η L’Impero ήταν παραληρηματικά ιμπεριαλιστική. Οπλισμένη με τον πέλεκυ του lictor, η φασιστική Ιταλία έχει, σύμφωνα με τη L’Impero, μια πολύ υψηλή αποστολή στο σημερινό κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας. Η L’Impero υποστηρίζει επίσης το δεύτερο φασιστικό κύμα. Ο Μικέλε Μπιάνκι και ο Κούρτσιο Σούκερτ είναι οι θεωρητικοί του ολοκληρωμένου φασισμού. Ο Μπιάνκι σκιαγραφεί την τεχνική του φασιστικού κράτους, το οποίο αντιλαμβάνεται σχεδόν ως ένα κάθετο τραστ συνδικάτων ή επιχειρήσεων. Ο Σούκερτ, διευθυντής του La Conquista dello Stato, μιλάει σε φιλοσοφικό τόνο.
Παράλληλα με αυτή την τάση στο φασιστικό κόμμα υπήρχε μια μετριοπαθής, συντηρητική τάση που δεν απέρριπτε τον φιλελευθερισμό ή την Αναγέννηση, που εργαζόταν για την ομαλοποίηση του φασισμού και που προσπαθούσε να θέσει την κυβέρνηση του Μουσολίνι σε γραφειοκρατική νομική βάση. Στο επίκεντρο της μετριοπαθούς τάσης βρίσκονται οι πρώην εθνικιστές της L’Idea Nazionale που απορροφήθηκαν από τον φασισμό μετά το πραξικόπημα. Η ιδεολογία αυτών των εθνικιστών είναι λίγο πολύ η ίδια με εκείνη της παλιάς φιλελεύθερης δεξιάς. Ντροπαλοί μοναρχικοί, αντιτάχθηκαν στο φασιστικό πραξικόπημα που υπονομεύει έστω και στο ελάχιστο τα θεμέλια της μοναρχίας και του Καταστατικού Χάρτη. Ο Φεντερτσόνι και ο Παολούτσι εκπροσωπούν αυτή την μετριοπαθή περιοχή του φασισμού.
Όμως, λόγω της νοοτροπίας τους, της ιδιοσυγκρασίας τους και του παρελθόντος τους, οι φασίστες τύπου Φεντερτσόνι και Παολούτσι είναι αυτοί που ενσαρκώνουν λιγότερο τον πραγματικό φασισμό. Πρόκειται, στην περίπτωσή τους, για συνετούς και μετριοπαθείς συντηρητικούς. Κανένας υπερβολικός ρομαντισμός, καμία απεγνωσμένη νοσταλγία για τον Μεσαίωνα δεν τους ενοχλεί. Δεν έχουν καμία ψυχολογία condottieri. Ο Φαρινάτσι, από την άλλη πλευρά, είναι ένα πραγματικό υπόδειγμα φασίστα. Είναι ο άνθρωπος του ρόπαλου, επαρχιώτης, φανατικός, καταστροφικός, πολεμοχαρής, για τον οποίο ο φασισμός δεν είναι έννοια, δεν είναι θεωρία, αλλά μόνο ένα πάθος, μια παρόρμηση, μια κραυγή, ένα «alalá».
Οι νέες όψεις της φασιστικής μάχης
Ο φασισμός είναι αντίδραση, όπως σχεδόν όλοι γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν. Όμως η σύνθετη πραγματικότητα του φασιστικού φαινομένου δεν μπορεί να αποτυπωθεί πλήρως σε έναν απλοϊκό και σχηματικό ορισμό. Το Διευθυντήριο [Directorio][5] είναι επίσης αντίδραση. Και όμως, δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί η αντίδραση στο Διευθυντήριο με τον ίδιο τρόπο που μελετάται ο φασισμός. Όχι μόνο λόγω περιφρόνησης για την αλαζονική και παρασημοφορημένη βλακεία του Πρίμο ντε Ριβέρα και των μπράβων του. Όχι μόνο από την πεποίθηση ότι αυτοί οι μετριότατοι ταρταρίνοι[6] είναι πολύ ασήμαντοι και ανάξιοι για να επηρεάσουν την πορεία της ιστορίας. Αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή το αντιδραστικό φαινόμενο πρέπει να εξεταστεί και να αναλυθεί εκεί όπου εκδηλώνεται σε όλη του τη δύναμη, εκεί όπου σηματοδοτεί την παρακμή μιας άλλοτε δυναμικής δημοκρατίας, εκεί όπου αποτελεί τον αντίποδα και το αποτέλεσμα ενός τεράστιου και βαθύτατου επαναστατικού φαινομένου.
Στην Ιταλία, η αντίδραση μας προσφέρει το μεγαλύτερο πείραμα και το μεγαλύτερο θέαμα. Ο ιταλικός φασισμός αντιπροσωπεύει πλήρως την αντεπανάσταση[7]. Η φασιστική επίθεση εξηγείται, και πραγματοποιείται, στην Ιταλία, ως συνέπεια μιας επαναστατικής υποχώρησης ή ήττας. Το φασιστικό καθεστώς δεν έχει εκκολαφθεί σε μια χαρτοπαικτική λέσχη. Πήρε μορφή στους κόλπους μιας γενιάς και τρέφεται από τα πάθη και το αίμα ενός πυκνού κοινωνικού στρώματος. Είχε ως εμψυχωτή του, ως ηγέτη του, έναν άνθρωπο του λαού, με διαίσθηση, οξύ, δυναμικό, ικανό στη διοίκηση και τον έλεγχο και στη σαγήνη του πλήθους, γεννημένο για πολεμική και μάχη, ο οποίος, αποκλεισμένος από τις σοσιαλιστικές τάξεις, ήθελε να γίνει ο μνησίκακος και αδυσώπητος condottiere του αντισοσιαλισμού και βάδιζε επικεφαλής της αντεπανάστασης με την ίδια πολεμική έξαρση με την οποία θα ήθελε να βαδίσει επικεφαλής της επανάστασης. Το φασιστικό καθεστώς αντικατέστησε τελικά, στην Ιταλία, ένα κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό καθεστώς πολύ πιο εξελιγμένο και αποτελεσματικό από το εμβρυακό και πλασματικό που διέλυσε, ή απλώς διέκοψε, στην Ισπανία ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα. Στην ιστορία του φασισμού, εν ολίγοις, το σύνολο των ιστορικών και ρομαντικών, υλικών και πνευματικών προϋποθέσεων και παραγόντων μιας αντεπανάστασης είναι αισθητό να πάλλεται δυναμικά, συμπαγώς και μαχητικά. Ο φασισμός διαμορφώθηκε μέσα σε μια ατμόσφαιρα άμεσα επαναστατική –μια ατμόσφαιρα αναταραχής, βίας, δημαγωγίας και παραληρήματος– που διαμορφώθηκε υλικά και ηθικά από τον πόλεμο, τροφοδοτήθηκε από τη μεταπολεμική κρίση, διεγέρθηκε από τη ρωσική επανάσταση. Μέσα σε αυτή την θυελλώδη ατμόσφαιρα, φορτισμένη με ηλεκτρισμό και τραγικότητα, σκλήρυναν τα νεύρα και τα ρόπαλά του, και από αυτή την ατμόσφαιρα άντλησε δύναμη, έξαρση και πνεύμα. Ο φασισμός, χάρη στη συνύπαρξη αυτών των διαφόρων στοιχείων, γίνεται ένα κίνημα, ένα ρεύμα, ένας προσηλυτισμός.
Το φασιστικό πείραμα, όποια και αν είναι η διάρκειά του, όποια και αν είναι η εξέλιξή του, μοιάζει αναπόφευκτα προορισμένο να επιδεινώσει τη σύγχρονη κρίση, να υπονομεύσει τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας, να διατηρήσει τη μεταπολεμική αναταραχή. Η δημοκρατία χρησιμοποιεί εναντίον της προλεταριακής επανάστασης τα όπλα της κριτικής της, του ορθολογισμού της, του σκεπτικισμού της. Ενάντια στην επανάσταση κινητοποιεί τη Διανόηση και επικαλείται τον Πολιτισμό. Ο φασισμός, από την άλλη πλευρά, αντιτάσσει στον επαναστατικό μυστικισμό έναν αντιδραστικό και εθνικιστικό μυστικισμό. Ενώ οι φιλελεύθεροι επικριτές της ρωσικής επανάστασης καταδικάζουν τη λατρεία της βίας στο όνομα του πολιτισμού, οι αρχηγοί του φασισμού τη διακηρύσσουν και την κηρύσσουν ως δική τους λατρεία. Οι θεωρητικοί του φασισμού αρνούνται και απαξιώνουν τις ιστορικιστικές και εξελικτικές αντιλήψεις που λίκνισαν, πριν από τον πόλεμο, την ευημερία και την καλοπέραση της αστικής τάξης και που, μετά τον πόλεμο, προσπάθησαν να αναγεννηθούν μετενσαρκωμένες στη Δημοκρατία και τη Νέα Ελευθερία του Ουίλσον και σε άλλα λιγότερο πουριτανικά ευαγγέλια.
Ο αντιδραστικός και εθνικιστικός μυστικισμός, μόλις βρεθεί στην εξουσία, δεν μπορεί να αρκεστεί στο ταπεινό καθήκον της διατήρησης της καπιταλιστικής τάξης. Το καπιταλιστικό καθεστώς είναι φιλελεύθερο-δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό, μεταρρυθμιστικό ή μετασχηματιστικό. Είναι, στον οικονομικό ή χρηματοπιστωτικό τομέα, περισσότερο ή λιγότερο διεθνιστικό. Είναι, πάνω απ’ όλα, ένα καθεστώς συνυφασμένο με την παλιά πολιτική. Και ποιος αντιδραστικός ή εθνικιστικός μυστικισμός δεν αναμειγνύεται με λίγο μίσος ή υποτίμηση της παλιάς κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής πολιτικής, που κατηγορείται για παραίτηση ή αδυναμία μπροστά στη «σοσιαλιστική δημαγωγία» και τον «κομμουνιστικό κίνδυνο»; Δεν είναι, ίσως, αυτή μια από τις πιο μονότονες επωδούς της γαλλικής δεξιάς, της γερμανικής δεξιάς, όλης της δεξιάς; Κατά συνέπεια, η αντίδραση, έχοντας έρθει στην εξουσία, δεν αρκείται στη συντήρηση∙ έχει σκοπό την αναδημιουργία. Εφόσον αρνείται το παρόν, δεν μπορεί ούτε να το διατηρήσει ούτε να το συνεχίσει: πρέπει να προσπαθήσει να ξαναφτιάξει το παρελθόν. Το παρελθόν που συμπυκνώνεται σε αυτούς τους κανόνες: την αρχή της εξουσίας, τη διακυβέρνηση μιας ιεραρχίας, τη θρησκεία του κράτους κ.λπ. Με άλλα λόγια, τα πρότυπα που η αστική και φιλελεύθερη επανάσταση ξήλωσε και κατέστρεψε επειδή εμπόδιζαν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Και έτσι, όσο η αντίδραση απλώς διατάσσει τον εξοστρακισμό της Ελευθερίας και καταστέλει την Επανάσταση, η αστική τάξη χειροκροτεί ∙ αλλά στη συνέχεια, όταν η αντίδραση αρχίζει να επιτίθεται στα θεμέλια της εξουσίας της και του πλούτου της, η αστική τάξη αισθάνεται την επείγουσα ανάγκη να απολύσει τους παράξενους υπερασπιστές της.
Η ιταλική εμπειρία είναι εξαιρετικά διδακτική από την άποψη αυτή. Στην Ιταλία, η αστική τάξη υποδέχτηκε τον φασισμό ως σωτήρα. Η Terza Italia αντάλλαξε το κόκκινο πουκάμισο του Γκαριμπάλντι με το μαύρο πουκάμισο του Μουσολίνι. Το βιομηχανικό και αγροτικό κεφάλαιο χρηματοδότησε και εξόπλισε τα φασιστικά τάγματα. Το φασιστικό πραξικόπημα απέσπασε τη συναίνεση της πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο φιλελευθερισμός υποκλίθηκε στην αρχή της εξουσίας. Λίγοι φιλελεύθεροι, λίγοι δημοκράτες, αρνήθηκαν να ενταχθούν στο περιβάλλον του Ντούτσε. Μεταξύ των βουλευτών, ο Νίττι, ο Αμέντολα, ο Αλμπερτίνι... Μεταξύ των συγγραφέων, ο Τζουλιέλμο Φερρέρο, ο Μάριο Μισιρόλι, μερικοί άλλοι. Οι κλασικοί ηγέτες του φιλελευθερισμού –ο Σαλάντρα, ο Ορλάντο, ο Τζιολίτι– με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στη δικτατορία. Η αφοσίωση ή η εμπιστοσύνη αυτών των ανθρώπων ήταν προσωρινά ενοχλητική για τον φασισμό∙ του επέβαλε ένα έργο απορρόφησης, πέρα από τις δυνάμεις του, πέρα από τις δυνατότητές του. Το φασιστικό πνεύμα δεν μπορούσε να δράσει ελεύθερα αν δεν χώνευε και δεν απορροφούσε πρώτα το φιλελεύθερο πνεύμα. Στην αδυναμία του να επεξεργαστεί τη δική του ιδεολογία, ο φασισμός κινδύνευε να υιοθετήσει, περισσότερο ή λιγότερο αμβλυμένη, τη φιλελεύθερη ιδεολογία που τον περιέβαλε.
Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε με τη δολοφονία του Ματεότι έδωσε λύση σε αυτό το πρόβλημα. Ο φιλελευθερισμός απομακρύνθηκε από τον φασισμό. Ο Τζιολίτι, ο Ορλάντο, ο Σαλάντρα, η Il Giornale d’Italia, κ.λπ., υιοθέτησαν αντιπολιτευτική στάση. Δεν ακολούθησαν το μπλοκ της αντιπολίτευσης στην αποχώρησή του Αβεντίνο[8]. Παρέμειναν στη Βουλή. Οργανικά κοινοβουλευτικοί, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Ο φασισμός ήταν απομονωμένος. Στο πλευρό του παρέμειναν μόνο μερικοί εθνικοφιλελεύθεροι και μερικοί εθνικοκαθολικοί, δηλαδή τα πιο εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία των παλαιών κομμάτων.
Με αυτόν τον τρόπο η αντιπολίτευση ήλπιζε να εκδιώξει τον φασισμό από την εξουσία. Πίστευαν ότι, με ένα κενό γύρω του, ο φασισμός θα έπεφτε αυτόματα. Οι κομμουνιστές πολέμησαν ενάντια σε αυτή την αυταπάτη. Πρότειναν στην αντιπολίτευση στο Αβεντίνο να συστήσουν ένα λαϊκό κοινοβούλιο. Απέναντι στο φασιστικό κοινοβούλιο του Μοντετσιτόριο[9], θα λειτουργούσε το αντιφασιστικό κοινοβούλιο του Αβεντίνο. Το μποϊκοτάζ της Βουλής επρόκειτο να φτάσει στις έσχατες πολιτικές και ιστορικές του συνέπειες. Αλλά αυτός ήταν, ειλικρινά και ξεκάθαρα, ο δρόμος προς την επανάσταση. Και το μπλοκ του Αβεντίνο δεν είναι επαναστατικό. Αισθάνεται και διακηρύσσει ότι είναι παράγοντας εξομάλυνσης. Η κομμουνιστική πρόσκληση δεν μπορούσε, επομένως, να γίνει αποδεκτή. Το μπλοκ του Αβεντίνο αρκέστηκε στο να θέσει το περίφημο ηθικό ζήτημα: η αντιπολίτευση του Αβεντίνο αρνήθηκε να επιστρέψει στη Βουλή όσο οι άνθρωποι που έφεραν την ευθύνη για τη δολοφονία του Ματεότι, ευθύνη την οποία, υπό καθεστώς φασιστικής κυβέρνησης, η δικαιοσύνη εμποδίστηκε να αποσαφηνίσει και να εξετάσει, βρίσκονταν στην εξουσία, καλυπτόμενοι από την ψήφο της πλειοψηφίας τους.
Ο Μουσολίνι απάντησε σε αυτή τη δήλωση αδιαλλαξίας με έναν πολιτικό ελιγμό. Έστειλε ένα σχέδιο εκλογικού νόμου στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Κατά την ιταλική κοινοβουλευτική πρακτική η διαδικασία αυτή προηγείται και προαναγγέλλει την προκήρυξη πολιτικών εκλογών. Θα απέφευγαν και τα κόμματα του Αβεντίνο να συμμετάσχουν στις εκλογές; Το μπλοκ επιβεβαίωσε την αδιαλλαξία του. Επέμεινε στην ηθική καταγγελία. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος δημοσίευσε ένα υπόμνημα του Τσέζαρε Ρόσι, γραμμένο από τον Ρόσι πριν από τη σύλληψή του, στο οποίο ο φερόμενος ως εγκέφαλος της δολοφονίας του Ματεότι κατηγορούσε τον Μουσολίνι. Η κατηγορία τεκμηριώθηκε. Αλλά η διαλεκτική της αντιπολίτευσης στηριζόταν σε μια παρεξήγηση. Το ηθικό ζήτημα δεν μπορούσε να κυριαρχήσει στο πολιτικό ζήτημα. Απεναντίας, το αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει. Το ηθικό ζήτημα ήταν ανίσχυρο να υποχρεώσει τον φασισμό να αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
Ο Μουσολίνι το υπενθύμισε αυτό στην αντιπολίτευση στην πύρινη ομιλία του στη Βουλή στις 3 Ιανουαρίου. Το προοίμιο της ομιλίας του ήταν η ανάγνωση του άρθρου 47 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο δίνει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το δικαίωμα να κατηγορεί τους υπουργούς του βασιλιά και να τους στέλνει ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. «Ρωτώ επισήμως», είπε, «αν υπάρχει κάποιος σε αυτή την αίθουσα ή αλλού που επιθυμεί να κάνει χρήση του άρθρου 47». Και στη συνέχεια, με δραματικό τόνο, διεκδίκησε για τον εαυτό του όλες τις ευθύνες του φασισμού. Αν ο φασισμός», δήλωσε, «δεν ήταν παρά ρετσινόλαδο και ρόπαλα, και όχι το περήφανο πάθος της καλύτερης ιταλικής νεολαίας, φταίω εγώ! Αν ο φασισμός ήταν μια ένωση παραβατών, λοιπόν, εγώ είμαι ο ηγέτης και ο υπεύθυνος γι’ αυτή την ένωση παραβατών! Αν όλη η βία ήταν αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ιστορικού, πολιτικού και ηθικού περιβάλλοντος, λοιπόν, εγώ είμαι υπεύθυνος, γιατί αυτό το ιστορικό, πολιτικό και ηθικό περιβάλλον δημιουργήθηκε από εμένα!» Και ανακοίνωσε αμέσως ότι σε 48 ώρες η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει. Πώς κράτησε το λόγο του; Με έναν τρόπο που είναι τόσο απλός όσο και περιβόητος. Καταπνίγοντας σχεδόν ολοκληρωτικά την ελευθερία του Τύπου. Η αντιπολίτευση, σχεδόν στερημένη από το βήμα του Τύπου, καλείται επιτακτικά και αγενώς να επιστρέψει στο βήμα του κοινοβουλίου. Στο Αβεντίνο, η επιστροφή στην αίθουσα ετοιμάζεται ήδη.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό Gerarchia, με τίτλο «Ελεγεία για τους αγελαίους», ο Μουσολίνι κάνει μια μαρτυρική ανασκόπηση των γεγονότων της μάχης. Προβαίνει σε πολεμική με την αντιπολίτευση. Και εκθειάζει την πειθαρχία των στρατευμάτων του. «Η πειθαρχία του φασισμού», γράφει, «έχει πραγματικά θρησκευτικές πτυχές». Σε αυτή την πειθαρχία αναγνωρίζει «το πνεύμα του λαού που στα χαρακώματα έμαθε να κλίνει, με όλους τους τρόπους και σε όλους τους χρόνους, το ιερό ρήμα όλων των θρησκειών: το υπακούω» και «το σημάδι της νέας Ιταλίας που απαλλάσσεται μια για πάντα από την παλιά αναρχίζουσα νοοτροπία με τη διαίσθηση ότι μόνο στο σιωπηλό συντονισμό όλων των δυνάμεων, θα μπορέσει να νικήσει.»
Απομονωμένος, μπλοκαρισμένος, μποϊκοταρισμένος, ο φασισμός έγινε πιο πολεμοχαρής, πιο μαχητικός, πιο αδιάλλακτος. Η φιλελεύθερη και δημοκρατική αντιπολίτευση τον έφερε πίσω στις ρίζες του. Η αντιδραστική απόπειρα, απελευθερωμένη από τα βαρίδια που προηγουμένως την εμπόδιζαν και την εκνεύριζαν εσωτερικά, μπορεί πλέον να υλοποιηθεί στο σύνολό της. Αυτό εξηγεί το ενδιαφέρον που έχει, ως ιστορική εμπειρία, η φασιστική μάχη για τους συγχρόνους της.
Ο φασισμός που για δύο χρόνια είχε τον ρόλο του Νουλάνς[10], του στρατοδικείου που δέχτηκε να παίξει στην εξουσία το ρόλο σχεδόν του χωροφύλακα του καπιταλισμού, θέλει σήμερα να μεταρρυθμίσει ουσιαστικά το Σύνταγμα της Ιταλίας. Προτείνει, σύμφωνα με τους ηγέτες του και τον Τύπο του, να δημιουργήσει το φασιστικό κράτος. Να ενσωματώσει τη φασιστική επανάσταση στο ιταλικό Σύνταγμα. Μια επιτροπή από δεκαοκτώ φασίστες βουλευτές, υπό την προεδρία του φιλοσόφου Τζιοβάνι Τζεντίλε, προετοίμαζε αυτή τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Ο Φαρινάτσι, ηγέτης του φασιστικού εξτρεμισμού, καλώντας σε αυτή την έκτακτη ανάγκη τη γενική γραμματεία του κόμματος, δηλώνει ότι ο φασισμός «έχει χάσει δυόμισι χρόνια στην εξουσία». Τώρα, απελευθερωμένος από τη βαριά συμμαχία των φιλελευθέρων, εξαγνισμένος από τα κατάλοιπα της παλιάς πολιτικής, σκοπεύει να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Όλοι οι αρχηγοί του φασισμού μιλούν μια γλώσσα πιο υπερφίαλη και μυστικιστική από ποτέ. Ο φασισμός θέλει να γίνει θρησκεία.
Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, σε ένα άρθρο για τα «θρησκευτικά χαρακτηριστικά του σημερινού πολιτικού αγώνα», παρατηρεί ότι «στην Ιταλία σήμερα, εξαιτίας του φασισμού, αυτό που μέχρι χθες φαινόταν να είναι οι πιο στέρεοι προσωπικοί δεσμοί φιλίας και οικογένειας διαλύονται». Και γι’ αυτόν τον πόλεμο, ο φιλόσοφος του ιδεαλισμού δεν λυπάται. Ο φιλόσοφος του ιδεαλισμού είναι, εδώ και λίγο καιρό, ο φιλόσοφος της βίας. Στο δοκίμιό του υπενθυμίζει τα λόγια του Ιησού Χριστού: Non veni pacem mitters, sed gladium. Ignem veni mittere in terrain. [Mὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν] [11]. Και παρατηρεί, σχετικά με το ηθικό ζήτημα, ότι «αυτός ο θρησκευτικός τόνος της φασιστικής ψυχολογίας δημιουργεί τον ίδιο τόνο στην αντιφασιστική ψυχολογία».
Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, κυριευμένος από τον πυρετό της παράταξής του, σίγουρα υπερβάλλει. Η θρησκευτική φλόγα δεν έχει πάρει ακόμη φωτιά στο Αβεντίνο. Πολύ περισσότερο δεν έχει πάρει φωτιά, ούτε μπορεί να πάρει φωτιά, στον Τζιολίτι. Ο Τζιολίτι και το Αβεντίνο αντιπροσωπεύουν το φιλελεύθερο-δημοκρατικό πνεύμα και τον πολιτισμό με όλο τον σκεπτικισμό του, με όλο τον ορθολογισμό του, με όλη την κριτική του. Ο σημερινός αγώνας θα επαναφέρει στο φιλελεύθερο πνεύμα λίγη από την προηγούμενη μαχητική του δύναμη. Αλλά δεν θα καταφέρει να το αναβιώσει ως πίστη, ως πάθος, ως θρησκεία. Το πρόγραμμα του Αβεντίνο και του Τζιολίτι είναι η εξομάλυνση. Και λόγω της μετριότητάς του, αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να συγκλονίσει τις μάζες, δεν μπορεί να τις εξυψώσει, δεν μπορεί να τις καθοδηγήσει ενάντια στο φασιστικό καθεστώς. Μόνο στον επαναστατικό μυστικισμό των κομμουνιστών βρίσκουμε τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά που ο Τζεντίλε ανακαλύπτει στον αντιδραστικό μυστικισμό των φασιστών. Η τελική μάχη δεν θα δοθεί, επομένως, μεταξύ του φασισμού και της δημοκρατίας.
Μετάφραση: elaliberta.gr
José Carlos Mariátegui, «Biologia del fascismo», κεφάλαιο Ι, στο José Carlos Mariátegui, La escena contemporánea, Editorial Minerva, Λίμα – Περού, 1925. Διαθέσιμος στο: Marxists Internet Archive, http://www.marxists.org/espanol/mariateg/1925/escena/index.htm (στα ισπανικά).
Στα αγγλικά: José Carlos Mariátegui, “The Biology of Fascism”, στο José Carlos Mariátegui, The Contemporary Scene. Διαθέσιμο στο: The Mariátegui Project, https://jcm-project.com/volume-i-the-contemporary-scene/.
Το άρθρο έχει μεταφραστεί και δημοσιευτεί πρώτη φορά στα ελληνικά στο περιοδικό Σπάρτακος, τεύχος 112 (Η μαρξιστική κριτική του φασισμού), Ιούνιος 2013, σε διαφορετική μετάφραση.
Για τον Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, βλ. Mike Gonzalez, «Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι: Ένας Λατινοαμερικάνος μαρξιστής»
Σημειώσεις
[1] «Condottiere» ή «condottiero», αρχηγός μισθοφορικού σώματος των ιταλικών πόλεων-κρατών την περίοδο της Αναγέννησης.
[2] Τρίτη Ιταλία. Η Πρώτη ήταν η Ιταλία της ρωμαϊκής περιόδου και η Δεύτερη της αναγεννησιακής περιόδου.
[3] Στο Vittorio Veneto οι Ιταλοί, με τη βοήθεια των συμμάχων τους νίκησαν τους Αυστρογερμανούς, το 1918, την παραμονή της γερμανικής κατάρρευσης, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
[4] Από τη λέξη Squadra, ένοπλο τάγμα ή ομάδα των φασιστών την περίοδο 1919 - 1924, όταν οι Squadri δοικούνταν από ένα αρχηγό (ras), είχαν χαλαρή οργανωτική σύνδεση μεταξύ τους και δεν βρίσκονταν αρχικά υπό τον άμεσο έλεγχο του Μουσολίνι. Αποτέλεσαν το βασικό μηχανισμό της βίας που εξαπέλυσαν οι φασίστες εναντίον του εργατικού και αγροτικού κινήματος και της αριστεράς.
[5] Directorio ονομάστηκε η περίοδος της δικτατορίας του στρατηγού Miguel Primo de Rivera στην Ισπανία, από το 1923 έως το 1930.
[6] Από το μυθιστόρημα του Alphonse Daudet, Tartarin de Tarascon (1872), στο οποίο σατιρίζεται ο τύπος του επαρχιώτη της Ν. Γαλλίας στο πρόσωπο του ψευτοπαλικαρά ήρωα Ταρταρέν.
[7] Στο πρωτότυπο: «El fascismo italiano representa, plenamente, la anti-revolución o, como se prefiera llamarla, la contra-revolución». Στα ελληνικά και οι δύο όροι «anti-revolución» και «contra-revolución», αποδίδονται με την ίδια λέξη: αντεπανάσταση.
[8] Το 494 π.Χ. οι Πληβείοι της Ρώμης εγκατέλειψαν τη Ρώμη και εγκαταστάθηκαν στο λόφο του Aventino, όπου συγκρότησαν δικά τους θεσμικά όργανα, διεκδικώντας γη και πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα. Το μπλοκ της αντιπολίτευσης που εγκατέλειψε το ιταλικό κοινοβούλιο την περίοδο της κρίσης που πυροδότησε η δολοφονία του Ματεότι, ονομάστηκε αντιπολίτευση ή κοινοβούλιο του Αβεντίνο.
[9] Η περιοχή όπου συνεδριάζει το ιταλικό Κοινοβούλιο.
[10] Ζοζέφ Νουλάνς, Γάλλος πολιτικός και διπλωμάτης, υπουργός πολέμου από το 1913 ως το 1914 και οικονομικών ως το 1915. Το 1917 διορίστηκε πρέσβης της Γαλλίας στη Ρωσία, όπου έπαιξε δραστήριο ρόλο στην υποστήριξη των Ρώσων αντεπαναστατών για την ανατροπή του επαναστατικού καθεστώτος. Ο Μαράτεγκι το αναφέρει και σε άλλα σημεία του βιβλίου του La escena contemporánea (βλ. κεφάλαιο IV “La crisis del Socialismo”)
[11] Ματθαίος, ι,34.