Τρίτη, 02 Ιανουαρίου 2024 13:50

Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι: Ένας Λατινοαμερικάνος μαρξιστής

 

 

Mike Gonzalez

 

Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι: Ένας Λατινοαμερικάνος μαρξιστής

 

 

Ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι γεννήθηκε σε μια κοινωνία σε κρίση, ένα Περού βαθιά διαιρεμένο μεταξύ ενός παράκτιου τομέα όπου ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της καπιταλιστικής τάξης του Περού, μιας αναδυόμενης εξορυκτικής βιομηχανίας στην κεντρική κοιλάδα μεταξύ Λίμα και Ουανκαβέλικα και μιας ορεινής περιοχής την οποία ο Μαριάτεγκι περιέγραψε ως «ημι-φεουδαρχική». Εδώ το 40% του πληθυσμού ζούσε σε μικρές, απομονωμένες κοινότητες, εξασφαλίζοντας μια επισφαλή διαβίωση στις ψηλές πλαγιές των Άνδεων. Ήταν αναγκασμένοι να δίνουν την εργασία τους στην ισχυρή τοπική τάξη των γαιοκτημόνων, η οποία διοικούσε την περιοχή χωρίς καμία πραγματική επιρροή από τη Λίμα, την πρωτεύουσα ενός αδύναμου κράτους.

Μια σύντομη περίοδος ευημερίας στα μέσα του 19ου αιώνα βασίστηκε στην εξαγωγή του φυσικού λιπάσματος γκουανό και στην εξόρυξη νιτρικών αλάτων, με το βρετανικό κεφάλαιο να ελέγχει πλήρως το εμπόριο και των δύο προϊόντων. Κατά τη διάρκεια των 300 ετών της αποικιοκρατίας η εξόρυξη ήταν η κεντρική πηγή πλούτου στην περιοχή. Με την αύξηση του γκουανό και των νιτρικών αλάτων το επίκεντρο της οικονομίας μετατοπίστηκε προς την ακτή και το εξωτερικό εμπόριο. Η μικρή, αναδυόμενη αστική τάξη του Περού αναπτύχθηκε στη σκιά του ξένου κεφαλαίου από το οποίο εξαρτιόταν πλήρως. Στη Σιέρα, τον αιώνα που πέρασε, σημειώθηκε επέκταση των συχνά τεράστιων γαιοκτησιών (ή λατιφούντια) σε περιοχές που ήταν κοινοτικές και οι οποίες ανήκαν σε αυτόχθονες.

«Το αναδυόμενο κράτος, επομένως, ήταν η έκφραση της συμβίωσης των συμφερόντων αυτών των μεγάλων και μεσαίων γαιοκτημόνων, για τους οποίους οι θεσμοί του κράτους εξυπηρετούσαν την κύρια λειτουργία της νομιμοποίησης της λεηλασίας των μικρών παραγωγών και του ορισμού των αγροτικών μαζών ως πηγή εργασίας, φόρων και τροφής για τα κανόνια.»[1]

Το αυξανόμενο κόστος της δημόσιας διοίκησης καλύφθηκε με δανεισμό από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε τέσσερις φορές την αξία των εξαγωγών. Ταυτόχρονα, το ξένο κεφάλαιο συντηρούσε και την ανάπτυξη της παράκτιας εξαγωγικής γεωργίας, ιδίως της ζάχαρης και αργότερα του βαμβακιού. Στη Σιέρρα η επέκταση των λατιφούντιος έγινε προκειμένου να καλυφθεί η τοπική ζήτηση, καθώς και για να εξασφαλιστεί μια σταθερή ροή φτηνού και εκμεταλλευόμενου ντόπιου εργατικού δυναμικού. Καθώς προχωρούσε ο αιώνας, το Περού έμπαινε σε μια σχέση με την παγκόσμια οικονομία, η οποία απλώς τόνιζε και βάθαινε το ήδη τεράστιο χάσμα μεταξύ της σύγχρονης ακτής και ενός ορεινού κόσμου μη ισπανόφωνων και φυλετικά καταπιεσμένων αυτόχθονων πληθυσμών. Όπου αντιστάθηκαν, καταστάλθηκαν με παραδειγματική βιαιότητα.[2]

Ο λεγόμενος πόλεμος του Ειρηνικού του 1879-84 ήταν καταστροφικός για την περουβιανή αστική τάξη. Έχασε το λιμάνι της Τάκνα και το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών παραγωγής νιτρικών αλάτων από τη Χιλή, και η επακόλουθη οικονομική κατάρρευση την άφησε, όπως το έθεσε ο Μαριάτεγκι, «αιμόφυρτη και ακρωτηριασμένη», και χωρίς πόρους για να αντισταθεί στην ουσιαστική μεταφορά της οικονομίας σε ξένα χέρια. Το συμβόλαιο για τον σιδηροδρομικό σταθμό Central Valley, για παράδειγμα, δόθηκε στη βρετανική Grace Corporation, ενώ η εξόρυξη τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο της Peruvian Corporation και της Cerro del Paso Corporation. Οι κύριες τράπεζες ήταν βρετανικής ιδιοκτησίας και ξένα συμφέροντα όπως οι Gildemeisters ή το περουβιανό κεφάλαιο που λειτουργούσε σε συνδυασμό με εξωτερικούς επενδυτές όπως η Larcos ανέλαβαν τον έλεγχο της γεωργίας. Στις πόλεις, και ιδίως στη Λίμα και το Κούσκο, την αρχαία πρωτεύουσα των Ίνκας, νέες βιομηχανίες αναδύθηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της νέας οικονομικής δραστηριότητας – ιδίως η κλωστοϋφαντουργία.

Ωστόσο, οι γνήσιοι κάτοικοι του Περού βίωναν όλο και πιο εκμεταλλευτικές συνθήκες, οι οποίες δεν μπορούσαν να περιοριστούν από τις εξελίξεις στις ακτές. Αντιθέτως, η εκμετάλλευσή τους εντάθηκε όσο αναπτυσσόταν ο σύγχρονος τομέας της περουβιανής οικονομίας. Ήταν μια από τις σημαντικές ιδέες του Μαριάτεγκι ότι αυτά τα δύο φαινόμενα ήταν αλληλένδετα: ότι ο εκσυγχρονισμός όχι μόνο μπορούσε, αλλά και έπρεπε να διατηρήσει την καθυστέρηση της Σιέρρα και τις μορφές δουλικής εργασίας που παρέμεναν εκεί, όπως η ενγκάντσε, η υποχρεωτική εργασία, και το γιανακονάσκο, μια μορφή δουλείας λόγω χρέους.

Υπήρξε αντίσταση, φυσικά. Οι εξεγέρσεις των ιθαγενών και τα αναρχικά συνδικάτα ήταν δύο μορφές της. Υπήρχε επίσης ένα κίνημα της μεσαίας τάξης, που στρεφόταν κατά της παλιάς γαιοκτημονικής αριστοκρατίας και του ελέγχου και της χειραγώγησης του κράτους από αυτήν, το οποίο βρήκε πολιτική έκφραση στον σιβιλίσμο, που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1870 από τον Μανουέλ Πάρδο. Ήταν ένα κίνημα που επεδίωκε τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους προσηλωμένου στον εκσυγχρονισμό. Αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα είχε διασπαστεί σε δύο πτέρυγες, η μία συμβιβασμένη με την παλιά ελίτ και προσηλωμένη στη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις ξένες επενδύσεις, η άλλη πιο προσηλωμένη στον εκσυγχρονισμό, στον τερματισμό της διαφθοράς και σε μια στρατηγική εθνικής ανάπτυξης. Το άτομο που εκπροσώπησε αυτή την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα ήταν ο Αουγκούστο Μπερναρνάρντινο Λεγκία υ Σαλσέντο, αν και ο Λεγκία δεν αμφισβήτησε ποτέ τον κεντρικό ρόλο του ξένου κεφαλαίου στη διαδικασία.[3] Εκλέχτηκε για πρώτη φορά στην προεδρία το 1908 και θα επέστρεφε ξανά στην εξουσία το σημαδιακό έτος 1919.

Στην πραγματικότητα, η πιο έντονη κριτική της παλιάς τάξης πραγμάτων προήλθε από τον ποιητή Μανουέλ Γκονζάλες Πράδα. Αποκάλυψε τον ηθικό εκφυλισμό της παλιάς άρχουσας τάξης και τον αντιπαρέβαλε σε μια εικόνα του «ινδιάνικου Περού», η οποία ήταν ρομαντική και εξιδανικευμένη. Ωστόσο, για μια νέα γενιά το έργο του έστρεψε την προσοχή της στους μέχρι τότε σιωπηλούς και αόρατους αυτόχθονες περουβιανούς λαούς – και έθεσε τις βάσεις για τον Μαριάτεγκι και τη γενιά του. Παρά τη φήμη του ως υπερασπιστή του αυτόχθονα πληθυσμού, ωστόσο, ο Γκονζάλες Πράδα έβλεπε ξεκάθαρα ότι η παρακμή της περουβιανής κοινωνίας διέφθειρε τόσο τους κυβερνώντες όσο και τους κυβερνώμενους∙ αν και επέρριπτε την ευθύνη σταθερά στους ισχυρούς, δεν είδε ποτέ τους αυτόχθονες ως εν δυνάμει υποκείμενα της ιστορίας, ικανά να επιφέρουν την αλλαγή με τις δικές τους ενέργειες.

Σε αυτή την κοινωνία γεννήθηκε ο Μαριάτεγκι, στη Μοκεγκούα το 1894. Μεγαλώνοντας στη Λίμα, ο Μαριάτεγκι έδειξε να ελκύεται από τις καλλιτεχνικές και πολιτιστικές μορφές διαφωνίας. Το 1909, σε ηλικία 15 ετών, έγινε μαθητευόμενος τυπογράφος∙ μέσα σε πέντε χρόνια έγραφε τακτικές στήλες κοινωνικού σχολιασμού στην εφημερίδα La Prensa με το ψευδώνυμο Juan Croniqueur. Συνδέθηκε επίσης με την ομάδα καλλιτεχνών γύρω από τον Αβραάμ Βαλντελομάρ και το περιοδικό Colónida, η επιρροή του οποίου ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι δείχνουν τα τέσσερα τεύχη του. Δεν υπάρχει ακόμη καμία ένδειξη ότι ο ριζοσπαστισμός του Μαριάτεγκι ήταν πολιτικός. Δεν συνδέθηκε, για παράδειγμα, με τις αναρχικές οργανώσεις που καθοδηγούσαν το αναδυόμενο κίνημα της εργατικής τάξης των πόλεων.

Ήταν ουσιαστικά μια καλλιτεχνική διαφωνία που τράβηξε τον Μαριάτεγκι προς τους μποέμ που «βολτάριζαν» κατά μήκος της λεωφόρου των καλλιτεχνών της Λίμα, της Χιρόν ντε λα Ουνιόν, όπως ακριβώς ο Μπωντλαίρ είχε βολτάρει στους δρόμους του Παρισιού – «flaneurs» χωρίς προσανατολισμό που υποκινούνταν από μια κόπωση από τον κόσμο, την οποία ο μεγάλος Γάλλος ποιητής είχε αποκαλέσει «spleen». Τα γραπτά του Μαριάτεγκι για τον καλλιτεχνικό μοντερνισμό βρήκαν εκεί τον σκεπτικισμό μιας πρωτοπορίας που στρεφόταν κατά της παραδεδομένης σοφίας. Αλλά ενώ πολλοί από τους μποέμ συναδέλφους του παρέμεναν βυθισμένοι σε ένα αισθητικό λυκόφως, ο Μαριάτεγκι άρχισε να αναζητά τους δεσμούς μεταξύ της καλλιτεχνικής και της πολιτικής πρωτοπορίας.

Ως το 1916 το Περού είχε αρχίσει να αλλάζει. Στη Λίμα τα νέα εργοστάσια, κυρίως στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, δημιουργούσαν ένα μόνιμο εργατικό δυναμικό, το οποίο συγκροτούσε συνδικάτα υπό την επιρροή του αναρχισμού.[4] Η πρώτη γενική απεργία, για την υποστήριξη των εργατών του σημαντικού εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας Vitarte, πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1911. Αν και απέτυχε, την ίδια χρονιά ψηφίστηκε ένας νέος νόμος σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα, το 1913 παραχωρήθηκε το δικαίωμα στην απεργία (αν και υπό περιορισμένες συνθήκες) και ένα χρόνο αργότερα κατακτήθηκε το οκτάωρο από τους εργάτες του λιμανιού του Καγιάο. Οι επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο το 1915 και το 1916, καθώς εξήχθησαν πρώτες ύλες αντί για τελικά προϊόντα και τα κέρδη μειώθηκαν, προκάλεσαν νέα κύματα απεργιών και αιτημάτων για μικρότερη εργάσιμη ημέρα.

Ταυτόχρονα αναπτύσσονταν νέοι αγώνες στην ύπαιθρο. Η επέκταση του εξαγωγικού τομέα στη γεωργία εκτόπισε την αγροτιά και αύξησε την άπληστη αναζήτηση εργατικού δυναμικού.[5] Οι εξεγέρσεις που κορυφώθηκαν στο Πούνο (η εξέγερση του Ρούμι Μάκι) το 1915-6 έδειξαν μια διαφορετική πτυχή των αυτόχθονων κοινοτήτων ως συλλογικών αγωνιστών ενάντια στον βάναυσο τρόπο παραγωγής που επικρατούσε στα βουνά των Άνδεων. Και το Πούνο δεν ήταν η μόνη εξέγερση. Στην κεντρική κοιλάδα Μαντάρο υπήρξαν επανειλημμένες συγκρούσεις, που έφεραν τον Μαριάτεγκι και έναν από τους συναδέλφους του στην περιοχή το 1918.

Εκείνη τη χρονιά ο Μαριάτεγκι ίδρυσε ένα νέο περιοδικό, το Nuestra Epoca, το οποίο εξέφραζε τη μετακίνησή του από την καλλιτεχνική πρωτοπορία προς έναν αυξανόμενο πολιτικό ριζοσπαστισμό. Το όνομα του περιοδικού, «Η εποχή μας», παρέπεμπε σε κάτι περισσότερο από ένα πνεύμα της εποχής∙ ήταν μια ιστορική στιγμή αλλαγής και αγώνα. «Η Nuestra Epoca δεν είχε σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο ιδεολογικά όσο και προπαγανδιστικά».[6]

Είναι χαρακτηριστικό ότι άντεξε μόνο δύο τεύχη∙ απαγορεύτηκε μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου του Μαριάτεγκι που επέκρινε τις ένοπλες δυνάμεις. Στις αρχές του επόμενου έτους ο Μαριάτεγκι δημιούργησε την εφημερίδα La Razón, η οποία είχε ξεκάθαρο σκοπό να στηρίξει τους ανθρώπους που αγωνίζονταν. Ήταν η πρώτη σημαντική καμπή στην εξέλιξή του ως μαρξιστή και ηγέτη της εργατικής τάξης.

Το 1919 ήταν ένα σημείο καμπής. Το κόστος διαβίωσης των εργατών είχε σχεδόν διπλασιαστεί από το 1913, και τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαν σημειωθεί μια σειρά από απεργίες στη Λίμα και αλλού για αυξήσεις στους μισθούς και μείωση της εργάσιμης ημέρας. Το πρώτο γενικό συνδικάτο, η Federación Local Obrera de Lima, ιδρύθηκε το 1918, και η πρόωρη δημιουργία μιας οργανωτικής επιτροπής για ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα αντανακλούσε τη γενικά μαχητική ατμόσφαιρα παρά οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική πρόοδο. Το έτος ξεκίνησε με μια απεργία των αρτοποιών, η οποία γρήγορα έγινε γενική, υπό την ηγεσία αναρχοσυνδικαλιστών. Η κυβέρνηση παραχώρησε το οκτάωρο, αλλά αρνήθηκε αυξήσεις στους μισθούς. Τον Απρίλιο σχηματίστηκε η Comité Pro-Abaratamiento (για τη μείωση των τιμών των βασικών αγαθών), η οποία συγκέντρωσε ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων σε μια σειρά κινητοποιήσεων, και τον Μάιο νέες απεργίες παρέλυσαν την πόλη, οδηγώντας στη σύλληψη τριών συνδικαλιστών ηγετών. Η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και η σύλληψη των ηγετών του κινήματος δεν μείωσαν καθόλου το επίπεδο της λαϊκής διαμαρτυρίας, η οποία συσπειρώθηκε πλέον γύρω από την υποστήριξη της επιστροφής του πρώην προέδρου Λεγκία, με την πεποίθηση ότι θα αμφισβητήσει την παλιά άρχουσα τάξη και θα λάβει μέτρα για τον εκσυγχρονισμό του περουβιανού κράτους.

Ο Λεγκία ανέλαβε την εξουσία στις 4 Ιουλίου και απελευθέρωσε αμέσως τους φυλακισμένους ηγέτες των εργατών. Η θριαμβευτική διαδήλωση που τους περιέφερε στους δρόμους σταμάτησε έξω από τα γραφεία της εφημερίδας La Razón του Μαριάτεγκι και τον κάλεσε να συμμετάσχει στην κεφαλή της πορείας. Ο μήνας του μέλιτος του Λεγκία, ωστόσο, ήταν σύντομος. Τον Αύγουστο ο Λεγκία είχε ήδη αρχίσει να καταστέλλει τη δράση της εργατικής τάξης. Η La Razón καταστάλθηκε, και ο Μαριάτεγκι και ο συνεκδότης του, Σέσαρ Φαλκόν, «κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα» με υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό. Τον Οκτώβριο έφυγαν για την Ευρώπη. Αργότερα ο Μαριάτεγκι θα κατηγορηθεί ότι πήρε το σελίνι του βασιλιά, ότι υπέκυψε στον Λεγκία. Η δική του εξήγηση είναι ότι η δραστηριότητά του περιορίστηκε καθώς ο Λεγκία αναλάμβανε όλο και περισσότερο δικτατορικές εξουσίες και ότι το κίνημα της εργατικής τάξης ήταν ακόμα πολύ αδύναμο και αποπροσανατολισμένο για να μπορέσει να δράσει με επιτυχία στο Περού. Ο Λεγκία του πρότεινε την εναλλακτική λύση της εξορίας και ο Μαριάτεγκι δέχτηκε.

Στις διαδηλώσεις που επανέφεραν τον Λεγκία στην εξουσία προσχώρησε ένα αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα με βάση κυρίως τη νότια πόλη Κούσκο. Αυτό ήταν μια χλωμή αντανάκλαση του εξαιρετικά σημαντικού κινήματος για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1918. Ενώ οι δραστηριότητες του Μαριάτεγκι περιορίζονταν στο εργατικό κίνημα στη Λίμα, ο σύγχρονος του Βίκτορ Ραούλ Χάγια ντε λα Τόρε αναδεικνυόταν σε ηγέτη του φοιτητικού κινήματος. Ο Χάγια έμελλε να εκπροσωπήσει μια εναλλακτική πολιτική κατεύθυνση στο Περού, και μάλιστα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, η οποία αποτυπώθηκε στην Apra, την οργάνωση που ίδρυσε αργότερα.[7] Ενώ σε αυτό το στάδιο ο Χάγια ισχυριζόταν ότι ήταν μαρξιστής και επέκρινε τον Μαριάτεγκι επειδή εγκατέλειψε το Περού, θα γινόταν σαφές ότι το σχέδιό του για τον εκσυγχρονισμό περιελάμβανε μια συμμαχία με «προοδευτικά» τμήματα τόσο της εθνικής όσο και της διεθνούς αστικής τάξης, με επικεφαλής τη μεσαία τάξη. Έτσι, δεν υπήρχε καμία αντίφαση γι’ αυτόν στο να συνεργαστεί με τον Λεγκία για τη δημιουργία του Universidades Populares, ενός προγράμματος για την εκπαίδευση των εργατών, το 1920. Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, και ο Χάγια θα εξοριστεί από τον ολοένα και πιο δικτατορικό πρόεδρο του Περού. Ενώ σήμερα η Apra ταυτίζεται με διεφθαρμένα καθεστώτα που πιέζουν για νεοφιλελεύθερες στρατηγικές, τη δεκαετία του 1920 ο ισχυρισμός του Χάγια ότι επρόκειτο για ένα νέο επαναστατικό πιστεύω κέρδισε ορισμένους οπαδούς, αν και η φιλοσοφία της, με το μείγμα μαρξισμού, ιθαγενισμού [indigenism] και έντονης προσωπολατρίας γύρω από τη μορφή του Χάγια, στην πραγματικότητα έκανε το πρόγραμμά της πολύ δύσκολο να ακολουθηθεί. Ωστόσο, σε αυτό το πρώιμο στάδιο ο Μαριάτεγκι συνέχισε να συνεργάζεται με τους υποστηρικτές του Χάγια σε κοινά σχέδια, και συνέχισε να το κάνει μέχρι που ο Χάγια, από το Μεξικό, ανακοίνωσε τη δημιουργία του Περουβιανού Εθνικιστικού Κόμματός του, το οποίο αργότερα έγινε Apra.

 

Ο δρόμος προς την Ευρώπη και πίσω

Ο Μαριάτεγκι είχε φύγει από το Περού με μια παγιωμένη φήμη στο εργατικό κίνημα της χώρας, ένα σημαντικό δημοσιογραφικό έργο και κάποιες γνώσεις μαρξισμού.[8] Το ταξίδι του στην Ευρώπη είχε σαφώς ως στόχο την ανάπτυξη και εμβάθυνση αυτής της κατανόησης. Αφού πέρασε λίγο χρόνο στη Γαλλία, πήγε στην Ιταλία, όπου, όπως είπε αργότερα, «απέκτησε μια γυναίκα και κάποιες ιδέες».[9] Ήταν παρών στο ιδρυτικό συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο το 1921 και έμαθε μεγάλο μέρος του μαρξισμού του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[10] Φτάνοντας μετά τις καταλήψεις των ιταλικών εργοστασίων, τα άρθρα και τα δοκίμιά του αντανακλούν την εμβάθυνσή του στις συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της ηγεμονίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Μαριάτεγκι είδε από πρώτο χέρι πώς η πολιτική αδυναμία της αστικής τάξης και οι αμφιταλαντεύσεις του ρεφορμισμού θα μπορούσαν να επιτρέψουν την εμφάνιση του φασισμού – και αυτά θα ήταν τα κεντρικά θέματα στις διαλέξεις και τα μαθήματα για την παγκόσμια κατάσταση που έδωσε στο Universidad Populares μετά την επιστροφή του στο Περού,[11] καθώς και σε μια επακόλουθη σειρά άρθρων σε διάφορες εφημερίδες το 1923-4, που δημοσιεύτηκαν αργότερα υπό τον τίτλο «Σχήματα και πτυχές της διεθνούς ζωής»[12].

Έχουν γραφτεί πολλά για τις διάφορες επιρροές στον μαρξισμό του Μαριάτεγκι, και η άπληστη ανάγνωση και κριτική ενός ευρέος φάσματος Ευρωπαίων συγγραφέων τον ενθάρρυνε σε αυτό. Το βασικό σημείο, ωστόσο, είναι ότι τα σύγχρονα γραπτά του δείχνουν μια πολύ σαφή αναγνώριση της παγκόσμιας ιστορικής σημασίας της μπολσεβίκικης επανάστασης του 1917 και έναν συνεπή θαυμασμό για τον Λένιν∙ μια αφοσιωμένη ανάγνωση των τρεχουσών μαρξιστικών συζητήσεων∙ και ταυτόχρονα έναν συνεπή προβληματισμό για τη δική του πραγματικότητα από την προοπτική όχι τόσο της Ευρώπης όσο της διεθνούς κατάστασης:

«Η επιμονή του Μαριάτεγκι στην ανάγκη μιας διεθνιστικής προοπτικής δεν είναι τόσο η άρνηση του εθνικισμού όσο η αντικατάστασή του... Είναι μια διαλεκτική άρνηση, αλλά όχι με την έννοια ότι καταδικάζει ή αποκλείει τον εθνικισμό ως ιστορική αναγκαιότητα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.»[13]

Επέστρεψε από την Ευρώπη το 1923 ως «πεπεισμένος και αφοσιωμένος μαρξιστής» («Marxista convicto y confeso») με μια ανεπτυγμένη κριτική της εκδοχής του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία περίμενε παθητικά την εξέλιξη του καπιταλισμού για να ανοιχτεί αυτόματα ο δρόμος προς το σοσιαλισμό.[14] Τι σήμαινε αυτό για τον ίδιο, φάνηκε στις δραστηριότητες που θα απορροφούσαν τα υπόλοιπα εξήμισι χρόνια της ζωής του. Πρώτον, η έκδοση του Amauta, ενός περιοδικού που θα παρείχε μια πλατφόρμα για πολιτική συζήτηση μεταξύ όλων των ρευμάτων σκέψης στο σοσιαλιστικό κίνημα στο Περού και πέραν αυτού, και δεύτερον η επεξεργασία των βασικών ιδεών που θα τον διαμόρφωναν ως συνδικαλιστή και κομματικό οργανωτή στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

 

Επτά δοκίμια

Το βασικό έργο του Μαριάτεγκι, που δημοσιεύτηκε σε διάφορα στάδια στο περιοδικό του Amauta, είναι τα Επτά δοκίμια.[15] Τα κεντρικά θέματα της ανάλυσής του για την ιστορία και την κοινωνία του Περού αναπτύσσονται σε μια πρωτοποριακή υλιστική περιγραφή που υπερβαίνει κάθε προηγούμενο ιστορικό έργο, ενώ παράλληλα θέτει το πλαίσιο του ακτιβισμού του και του πολιτικού έργου που θα απορροφήσει τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Πρόκειται για ένα βιβλίο που βασίζεται στη δουλειά πολλών ετών, το οποίο επιβεβαιώνει ότι η οικονομία πρέπει να αποτελεί το θεμέλιο μιας μαρξιστικής κατανόησης, αλλά αναπτύσσει επίσης τις ανησυχίες και τα ερωτήματα που ο Μαριάτεγκι αναγνώρισε ως κεντρικά για την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της περουβιανής ιστορίας. Αυτά θα διαμορφώσουν τις οργανωτικές του μεθόδους, τη διερεύνηση της ταξικής πάλης και τον ορισμό της εθνικής πραγματικότητας. Για ορισμένους σχολιαστές, εχθρικούς κατ’ αρχήν προς τη διαλεκτική του μέθοδο, αυτός ο ορισμός κατατάσσει τον Μαριάτεγκι στο στρατόπεδο του επαναστατικού εθνικισμού στην καλύτερη περίπτωση. Για άλλους, παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα είδος ανορθολογισμού που διαψεύδει την επιμονή του να εντοπίζει την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες. Και για τους λειτουργούς της Κομιντέρν στα τέλη της δεκαετίας του 1920, που ακολουθούσαν την υπεραριστερή «στρατηγική τάξη εναντίον τάξης» του Στάλιν, υποδήλωνε ότι ο Μαριάτεγκι ήταν ένοχος ετεροδοξίας και απειθαρχίας. Ωστόσο, καμία από αυτές τις κρίσεις δεν δικαιολογείται από το έργο του, ούτε από τα θεωρητικά του κείμενα ούτε από την πρακτική του ενασχόληση με τα όργανα της ταξικής πάλης.

Τα επτά δοκίμια του τίτλου καλύπτουν τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τον τοπικισμό και (το μεγαλύτερο δοκίμιο) την ανάπτυξη της περουβιανής λογοτεχνίας. Τα τρία βασικά κομμάτια, ωστόσο, με τα οποία αρχίζει το έργο, παρέχουν μια ιστορική αφήγηση που τροφοδοτεί και εξηγεί την πολιτική του στρατηγική. Διότι ο Μαριάτεγκι ήταν πάντοτε, πρώτα και κύρια, ένας στρατηγιστής της επανάστασης – και τα γραπτά του το θεμέλιο και η εξήγηση αυτής της στρατηγικής. Αναλύοντας την περουβιανή οικονομία, αντιπαραβάλλει το αποικιοκρατικό οικονομικό σύστημα με ό,τι προηγήθηκε. Υπό την ισπανική αυτοκρατορική κυριαρχία, το Περού ήταν πηγή ορυκτού πλούτου, ενώ ο πληθυσμός του ήταν εγκλωβισμένος σε ένα σύστημα ανελέητης εκμετάλλευσης στο πλαίσιο μιας δομής αυταρχικού ελέγχου με επίκεντρο την κυρίαρχη αποικιακή τάξη. Οι θρησκευτικοί και κοσμικοί θεσμοί του τροφοδοτούνταν από μια ιδεολογία φυλετικής ανωτερότητας («pura sangre» – καθαρό αίμα), η οποία νομιμοποιούσε την εκμετάλλευση. Ήταν κεντρικό στοιχείο του οράματος του Μαριάτεγκι ότι αυτό ερχόταν σε δραματική αντίθεση με την προ-αποικιακή κοινωνία των Ίνκας, η οποία ήταν δομημένη γύρω από το σύστημα άιγιου των συλλογικοτήτων που βασιζόταν στη συγγένεια. Οι επικριτές έσπευσαν να επισημάνουν ότι αυτές οι κοινοτικές οργανώσεις λειτουργούσαν στο πλαίσιο μιας συγκεντρωτικής θεοκρατίας που ήταν επίσης ιδιαίτερα καταπιεστική. Ο Μαριάτεγκι το αναγνωρίζει αυτό σε μια εκτενή υποσημείωση στο δοκίμιο «Το πρόβλημα του Ινδιάνου»[16] – και παραδέχεται ότι οι παραδόσεις αυτές υπέστησαν διαταραχές και μετασχηματισμούς μέσα σε τρεις αιώνες αποικιοκρατίας.

Το επιχείρημά του, ωστόσο, είναι ότι υπάρχει μια πολιτισμική και ιδεολογική συνέχεια που εξασφάλισε τη διατήρηση μιας συλλογικής συνείδησης στις αυτόχθονες κοινότητες του Περού. Για τον Μαριάτεγκι αυτή η παράδοση της συλλογικής αλληλεγγύης συντονίζεται με τις σοσιαλιστικές ιδέες, και είναι καθήκον των σοσιαλιστών σε αυτή την κοινωνία να αξιοποιήσουν αυτή τη σύνθεση. Η σημασία αυτού του «φυσικού σοσιαλισμού», όπως τον περιέγραψε ο ίδιος ο Μαριάτεγκι, ωστόσο, δεν οφείλεται σε κάποιο ρομαντικό νατιβισμό, σε κάποια αίσθηση εκ μέρους του Μαριάτεγκι ότι ο σοσιαλισμός ήταν αποτέλεσμα πολιτισμικών διεργασιών. Επέμενε ξανά και ξανά ότι τα εθνοτικά χαρακτηριστικά ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με την τάξη – και ότι η κοινότητα των αυτοχθόνων καθοριζόταν από τις οικονομικές της σχέσεις με την άρχουσα τάξη.

Όταν το Περού κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ισπανία, η δομή αυτή διατηρήθηκε –και μάλιστα ενισχύθηκε– όπως περιγράφει στο εισαγωγικό δοκίμιο, «Η δομή και η εξέλιξη της οικονομίας». Ο αγώνας για την ανεξαρτησία καθοδηγήθηκε από μια αναδυόμενη αστική τάξη που ανυπομονούσε να σπάσει το ισπανικό εμπορικό μονοπώλιο παρά να αμφισβητήσει την οικονομική εξάρτηση από το εξωτερικό εμπόριο συνολικά. Η άρχουσα τάξη που προέκυψε από τους πολέμους για την ανεξαρτησία οικοδόμησε τη νέα οικονομία γύρω από το γκουανό, το φυσικό λίπασμα που εναποθέτουν τα θαλασσοπούλια στα παράκτια νησιά, το οποίο εξήχθη αποκλειστικά στη Βρετανία. Και το αποικιοκρατικό σύστημα εκμετάλλευσης, ιδίως στις ορεινές περιοχές, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε από τις νέες συνθήκες, αλλά ενισχύθηκε και αργότερα αξιοποιήθηκε ως πηγή φτηνής και ευέλικτης εργασίας. Αυτή η κοινωνικοοικονομική δομή ορίζεται στα δοκίμια που ακολουθούν –«Το πρόβλημα του Ινδιάνου» και «Το πρόβλημα της γης» – ως γκαμοναλίσμο:

«[Ο όρος γκαμοναλίσμο] προσδιορίζει ένα ολόκληρο φαινόμενο. Περιλαμβάνει μια εκτεταμένη ιεραρχία αξιωματούχων, μεσαζόντων, πρακτόρων, παρασίτων. Ακόμα και ο αφομοιωμένος Ινδιάνος μετατρέπεται σε εκμεταλλευτή της ίδιας του της φυλής, όταν θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία του. Ο κεντρικός παράγοντας του φαινομένου είναι η ηγεμονία της μεγάλης ιδιοκτησίας στην πολιτική και στον μηχανισμό του κράτους.»[17]

Βασίζεται σε μορφές δουλείας και δουλείας χρέους, που δικαιολογούνται από ρατσιστικά στερεότυπα – ένα σαφές παράδειγμα της διαπλοκής φυλής και τάξης. Η κρίσιμη συνέπεια αυτής της ανάλυσης ήταν ότι η οικονομία μετά την ανεξαρτησία αναπτύχθηκε σε υποταγή στα εξωτερικά συμφέροντα και διατήρησε τις μορφές και τις δομές της αποικιακής εκμετάλλευσης. Η περουβιανή αστική τάξη, στην εποχή του γκουανό και αργότερα, όταν ο δυναμικός τομέας της οικονομίας μεταφέρθηκε στα ορυχεία και τα παράκτια αγροτικά κτήματα μετά τον πόλεμο του Ειρηνικού, παρέμεινε εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο. Δεν είχε κανένα δικό της ανεξάρτητο εθνικό σχέδιο. Και στη διερεύνηση της εκπαίδευσης, της θρησκείας και του πολιτισμού ο Μαριάτεγκι διαπίστωσε τον ίδιο χαρακτηριστικό παρασιτισμό και την έλλειψη ανεξαρτησίας – αν και εντόπισε επίσης τα σημεία αντίστασης και αγώνα, είτε στην ιστορία της εξέγερσης των ιθαγενών είτε στον απόηχο στο Περού (έστω και αχνό) του κινήματος της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης που είχε ξεκινήσει στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1918.

Αν και τα Επτά δοκίμια προσέφεραν μια αρκετά ολοκληρωμένη ανάλυση, καθένα από αυτά προοριζόταν σαφώς ως βάση για μια βαθύτερη και εκτενέστερη διερεύνηση, η οποία εμποδίστηκε από τον πρόωρο θάνατο του Μαριάτεγκι. Αποτελούσαν όμως μέρος ενός πολιτικού σχεδίου, παρά ενός θεωρητικού, με την έννοια ότι τα συμπεράσματα εξήχθησαν από αυτά στην επαναστατική πρακτική.

Το κάλεσμά του προς τους εργάτες την 1η Μαΐου του 1924 αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της στρατηγικής του.[18] Καλώντας σε ένα «ενιαίο μέτωπο», τόνισε ότι «είμαστε ακόμα πολύ λίγοι για να χωριστούμε σε διαφορετικά μέρη». Στο κίνημα της εργατικής τάξης η επιρροή ενός παρακμάζοντος αναρχισμού ήταν ακόμα σημαντική, δημιουργώντας μια καχυποψία απέναντι στα επαναστατικά κόμματα∙ μεταξύ των φοιτητών και των κοινωνικών κινημάτων, η επιρροή του δημοκρατικού εθνικισμού του Χάγια ήταν ακόμα σημαντική∙ και στον κόσμο της Σιέρρα, όπου η αντίσταση ήταν το υλικό της καθημερινής ζωής, άλλες, πιο τοπικές, παραδόσεις παρείχαν τα σημεία αναφοράς. Και όμως, όπως θα τόνιζε όλο και περισσότερο ο Μαριάτεγκι στις μελέτες του για την περουβιανή πραγματικότητα, και ιδίως στα Επτά δοκίμια, αυτός ο ιδεολογικός διαχωρισμός ερχόταν σε αντίθεση με τον ρόλο που έπαιζε ο καθένας σε μια ενιαία οικονομική δομή ενταγμένη στη διεθνή αγορά.

«Το κίνημα της εργατικής τάξης σε αυτή τη χώρα είναι ακόμη πολύ νέο για να σκεφτούμε να το διαιρέσουμε ή να το διασπάσουμε. Πριν έρθει η ώρα της διαίρεσης, και υποθέτω ότι είναι αναπόφευκτη, έχουμε να κάνουμε πολύ κοινή δουλειά, σε πνεύμα αλληλεγγύης. Πρέπει να αφυπνίσουμε στο περουβιανό προλεταριάτο μια ταξική συνείδηση και ένα αίσθημα για την τάξη του∙ και αυτό είναι ένα καθήκον για σοσιαλιστές και κομμουνιστές, κομμουνιστές και ελευθεριακούς εξίσου. Εναπόκειται σε όλους μας να κερδίσουμε τους εργάτες μακριά από τους “επίσημους εκπροσώπους” τους και να αγωνιστούμε μαζί ενάντια στην καταστολή. Εναπόκειται σε όλους μας να υπερασπιστούμε τον εργατικό τύπο και την εργατική οργάνωση. Εναπόκειται σε όλους μας να υποστηρίξουμε τα αιτήματα της καταπιεσμένης και υποδουλωμένης αυτόχθονης φυλής. Και καθώς θα εκπληρώνουμε αυτές τις ιστορικές ευθύνες, θα κάνουμε το βασικό μας καθήκον, οι δρόμοι μας θα συγχωνεύονται και θα κινούνται μαζί, όποιοι κι αν είναι οι τελικοί μας στόχοι.»[19]

Οποιαδήποτε σοσιαλιστική στρατηγική πρέπει αναγκαστικά να οικοδομήσει ένα ενιαίο μέτωπο δυνάμεων, ενώ στο πλαίσιο αυτής της ενότητας η πολιτική συζήτηση θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να προωθεί την κεντρική θέση των μαρξιστικών ιδεών. Αλλά ήταν σαφές ότι ο Μαριάτεγκι ήταν εξαιρετικά προσεκτικός να αποφύγει τη σεχταριστική διάσπαση. Στην πραγματικότητα λειτουργούσε με συνέπεια με τις θέσεις που υιοθετούσε σε αυτό το στάδιο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αν και, όπως υποδηλώνει ο Messeguer, μπορεί να μην είχε επίγνωση των συζητήσεων που διεξάγονταν στην Κομιντέρν. Αυτή η επιδίωξη για ενότητα εξηγεί επίσης τη συνεχιζόμενη σχέση του με τον Χάγια ντε λα Τόρρε και το νεοσύστατο Περουβιανό Εθνικιστικό Κόμμα του, που αργότερα μετατράπηκε σε Apra. Ήταν μια συμμαχία που συνεχίστηκε με την ίδρυση του Amauta το 1926 και διήρκεσε μέχρι την οριστική ρήξη με την ομάδα του Χάγια το 1928.

Δεν ήταν τυχαίο, επομένως, ότι στο εξαιρετικά γεμάτο έτος 1928 ο Μαριάτεγκι ίδρυσε τον Νοέμβριο την εφημερίδα Labour ως εφημερίδα του αναπτυσσόμενου κινήματος της εργατικής τάξης. Αυτό έγινε σε σαφή πρόβλεψη του σχηματισμού του Περουβιανού Εργατικού Κογκρέσου (CGTP), στην ίδρυση του οποίου θα είχε κεντρικό ρόλο τον Μάιο του επόμενου έτους. Μέχρι τότε το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν από περίπου 58.000 βιομηχανικούς εργάτες (κυρίως στη Λίμα, αλλά και στη νότια πόλη Κούσκο) και περίπου 28.000 ανθρακωρύχους. Περίπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού των πόλεων ήταν οργανωμένο σε συνδικάτα· στα ορυχεία, η δημιουργία συνδικάτων ήταν πολύ πιο δύσκολη, καθώς οι ξένες εταιρείες εξόρυξης απέλυαν αμέσως (ή και χειρότερα) όποιον επιχειρούσε να ιδρύσει συνδικάτο.[20] Ήταν κρίσιμο, ωστόσο, να αναγνωριστεί ότι περίπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι παρέμεναν στις αγροτικές και αυτόχθονες κοινότητες ή ήταν πρόσφατοι μετανάστες στη γεωργία ή ακόμη και στα ορυχεία.[21] Οι επιπτώσεις αυτής της κοινωνικής δομής στην πολιτική οργάνωση αποτελούσαν κεντρικό και επαναλαμβανόμενο θέμα στα γραπτά του Μαριάτεγκι στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Διότι ενώ, ως μαρξιστής που γνώριζε και διάβαζε τον Λένιν, ο Μαριάτεγκι αναγνώριζε τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης, υποστήριζε με θέρμη ότι ένα σοσιαλιστικό κίνημα στο Περού θα έπρεπε αναγκαστικά να ασχοληθεί με το ζήτημα της οικοδόμησης ενός ενιαίου μετώπου αγώνα που θα μπορούσε να αγκαλιάσει και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων σε αυτή την κοινωνία. Η επιμονή του σε αυτό το κεντρικό ζήτημα ήταν αυτό που παρήγαγε την ιδιαίτερη και πρωτότυπη συμβολή του Μαριάτεγκι στην ανάπτυξη του μαρξισμού στη Λατινική Αμερική.

Ήταν οι συλλογικές παραδόσεις και η φυσική αλληλεγγύη των αυτόχθονων κοινοτήτων, όπως τις περιέγραψε, που θα εξασφάλιζαν την απήχηση των σοσιαλιστικών ιδεών στις ιδιαίτερες συνθήκες του Περού. Αλλά αυτή η σύνδεση θα μπορούσε να γίνει συνειδητά και σκόπιμα μόνο από τους μαρξιστές. Με αυτό το ζήτημα θα ασχολούνταν στα δοκίμια που συγκεντρώθηκαν στο Peruanicemos el Perú,[22] αν και συζητήθηκε και αντιπαρατέθηκε στις σελίδες του Amauta καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του. Όπως υποστήριξε σε μια συζήτηση με τον κορυφαίο διανοούμενο των Απρίστα Λουίς Αλμπέρτο Σάντσεζ το 1927:

«Κανείς... δεν μπορεί να εκπλαγεί από τη σύγκλιση του ινδιχενισμού [αυτοχθονισμού] και του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός οργανώνει και καθορίζει τα αιτήματα των μαζών, των εργατικών τάξεων. Και στο Περού αυτές οι μάζες είναι κατά τα τέσσερα πέμπτα αυτόχθονες. Έτσι, ο σοσιαλισμός μας πρέπει να δηλώσει την αλληλεγγύη του στους αυτόχθονες.»[23]

Η πεποίθηση του Μαριάτεγκι ότι ο επαναστατικός σοσιαλισμός πρέπει αναγκαστικά να συνδέεται με τις τοπικές παραδόσεις και συνθήκες ήταν αυτή που πολύ σύντομα θα τον έφερνε σε αντιπαράθεση με την Κομμουνιστική Διεθνή. Ωστόσο, αν ο Μαριάτεγκι επέμενε στην «εθνικοποίηση» –ή μάλλον στην προσαρμογή του μαρξισμού στην πραγματική ιστορική εμπειρία κάθε κοινωνίας–, παρέμενε εμφατικά διεθνιστής στις προοπτικές του και αφοσιωμένος απαρέγκλιτα στην οικοδόμηση του συνδικαλιστικού κινήματος καθώς και, την ίδια υπερδραστήρια χρονιά, στη δημιουργία ενός Περουβιανού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο οποίο, για άλλη μια φορά, θα έπαιζε ηγετικό ρόλο. Ωστόσο, αυτό θα τον έφερνε και πάλι σε σύγκρουση με την Κομιντέρν και τους εκπροσώπους της στη Λατινική Αμερική.

Η περίοδος μεταξύ των αρχών του 1929 και του θανάτου του τον Απρίλιο του 1930 επισκιάστηκε από τα σύννεφα μιας διαφωνίας με την Κομμουνιστική Διεθνή.[24] Στις αρχές του 1929 ένας εκπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς επισκέφθηκε το Περού για να καλέσει την ομάδα του Μαριάτεγκι να στείλει αντιπροσώπους σε δύο επερχόμενα συνέδρια – το συνδικαλιστικό συνέδριο στο Μοντεβιδέο και το πρώτο συνέδριο των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Λατινικής Αμερικής, που θα γινόταν στο Μπουένος Άιρες τον Μάιο και τον Ιούνιο. Ο ίδιος ο Μαριάτεγκι δεν μπόρεσε να ταξιδέψει σε κανένα από τα δύο συνέδρια –η οστεομυελίτιδα που συνόδευε τη σύντομη ζωή του επιδεινωνόταν– αλλά προετοίμασε την τετραμελή αντιπροσωπεία που συμμετείχε. Ανάμεσά τους ήταν ο Ούγκο Πέσκε, ο νεαρός γιατρός που αργότερα θα έκανε μεγάλη εντύπωση στον νεαρό Τσε Γκεβάρα και θα του πρότεινε να διαβάσει για πρώτη φορά τον Μαρξ, και ο Χούλιο Πορτοκαρρέρο, ένας νεαρός εργάτης από το σημαντικό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Vitarte στη Λίμα. Ο Πορτοκαρρέρο εξελέγη μάλιστα στο εκτελεστικό όργανο της Λατινοαμερικανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (CSLA). Ωστόσο, «σε κάποιο βαθμό οι συναντήσεις αυτές αντιπροσώπευαν μια αναμέτρηση μεταξύ του δρόμου που ακολουθούσε ο περουβιανός πυρήνας και της επίσημης γραμμής της Κομιντέρν.»[25]

Φαινομενικά, η διαμάχη επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν το νέο κόμμα θα ονομαζόταν «σοσιαλιστικό» ή «κομμουνιστικό». Μέχρι τέλους ο Μαριάτεγκι ήταν ανένδοτος ότι θα έπρεπε να είναι σοσιαλιστικό κόμμα και αντιστάθηκε στις αυξανόμενες πιέσεις της Κομιντέρν. Δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή αμφιβολία για τον χαρακτήρα του νέου κόμματος. Το καταστατικό του δήλωνε την ένταξη του κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη δέσμευσή του σε αυτό που περιέγραφε ως «μαχητικό λενινισμό». Το πρόγραμμα έξι σημείων του ήταν εξίσου ασυμβίβαστο. Υποστήριζε την απαλλοτρίωση των γαιοκτημάτων και την αναδιανομή τους σε κοινοτικές οργανώσεις ή μικρούς αγρότες, με εγγυήσεις τεχνικής και οικονομικής υποστήριξης. Ζητούσε την απαλλοτρίωση όλων των ξένων επιχειρήσεων καθώς και εκείνων που ανήκαν στο μεγάλο περουβιανό κεφάλαιο. Απαιτούσε την άμεση αποκήρυξη του εξωτερικού χρέους και όλων των ιμπεριαλιστικών ελέγχων και ζητούσε την άμεση θέσπιση του οκτάωρου, καθώς και τον άμεσο εξοπλισμό των εργατών και των αγροτών και τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας μέσα στις πολιτοφυλακές.

Το έκτο σημείο του ζητούσε την εγκαθίδρυση «εργατικών, αγροτικών και στρατιωτικών δήμων» ως όργανα εξουσίας στη νέα κοινωνία.[26] Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε αυτό να χαρακτηριστεί ως ρεφορμιστικό πρόγραμμα, και ακόμη λιγότερο ως πρόγραμμα χωρίς σαφή επαναστατική έμπνευση. Το γεγονός ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν καλούσε σε σοβιέτ αλλά σε δήμους δεν επηρέαζε το γεγονός ότι αυτά ήταν σαφώς όργανα εργατικής εξουσίας παρόμοια σε χαρακτήρα και δομή με τα σοβιέτ.

Αν όμως υπήρχε τόσο μικρή ιδεολογική διαφορά, γιατί ο Μαριάτεγκι επέμεινε τόσο πεισματικά στην ετικέτα του «σοσιαλιστικού»; Κατά την άποψή μου, υπάρχουν διάφοροι λόγοι, αλλά όλοι συνδέονται με την αίσθησή του ότι στο πλαίσιο του επαναστατικού μαρξισμού κάθε εθνικός αγώνας πρέπει να βρει την ιδιαίτερη άρθρωση του τοπικού και του διεθνούς. Αυτή ήταν σαφώς μια αρχή του Μαριάτεγκι. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι είχε συλληφθεί για λίγο και φυλακιστεί στις αρχές του 1928 μετά την «ανακάλυψη» από τον πρόεδρο Λεγκία μιας «κομμουνιστικής συνωμοσίας» για την ανατροπή του καθεστώτος του. Η πραγματικότητα της συνωμοσίας μπορούσε να αμφισβητηθεί έντονα, αλλά παρείχε την αφορμή για μια κατασταλτική απάντηση. Ίσως ο Μαριάτεγκι να ήθελε να αποφύγει μια παρόμοια αντίδραση στην ίδρυση του κόμματός του, το οποίο, όπως ήλπιζε, θα λειτουργούσε κατά το δυνατόν νόμιμα.[27] Πέρα από αυτό, ωστόσο, και με πολύ πιο θεμελιώδη σημασία, ήταν η αντίληψή του για το «ενιαίο μέτωπο». Το κόμμα, όπως έδειξε ξεκάθαρα το ιδρυτικό του πρόγραμμα, είχε σκοπό να απευθυνθεί στους εργάτες, στους αγρότες και στις κοινότητες των αυτοχθόνων, καθώς και στα αντιιμπεριαλιστικά τμήματα των μεσαίων τάξεων.

Αυτά τα τελευταία στρώματα ήταν άνθρωποι στους οποίους η Apra του Χάγια ντε λα Τόρρε είχε απευθυνθεί, με κάποια επιτυχία, στις αρχές της δεκαετίας – και χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα της «ενότητας» με τον Μαριάτεγκι. Οι σελίδες του περιοδικού Amauta ήταν ένα ανοιχτό φόρουμ στο οποίο οι υποστηρικτές της Apra συμμετείχαν ελεύθερα. Αλλά το κύριο άρθρο του Μαριάτεγκι «Aniversario y Balance» του Σεπτεμβρίου 1928 στο περιοδικό σηματοδότησε μια σαφή και οριστική ρήξη με τους Απρίστας:

«Το Amauta εισέρχεται τώρα στη δεύτερη περίοδό του, όταν δεν χρειάζεται πλέον να περιγράφει τον εαυτό του ως πρωτοποριακό ή αριστερό περιοδικό. Για να είναι πιστό στην επανάσταση, αρκεί να είναι σοσιαλιστικό... Η ίδια η λέξη επανάσταση μπορεί να προσφερθεί για ασάφειες. Το νόημά της πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Η λατινοαμερικάνικη επανάσταση δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από ένα στάδιο, μια φάση της παγκόσμιας επανάστασης. Θα είναι, πολύ απλά, μια σοσιαλιστική επανάσταση.»[28]

Η ανακοίνωση του Χάγια από το Μεξικό το 1928 για τη δημιουργία ενός δικού του κόμματος προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Μαριάτεγκι. Μέχρι τότε είχε θεωρήσει την Apra ως ένα «μέτωπο» με το οποίο ήταν ακόμη δυνατή η κοινή δουλειά, παρά τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση και το διευρυνόμενο ιδεολογικό χάσμα. Ο σχηματισμός του κόμματος, ωστόσο, επιτάχυνε τα πράγματα – ο Μαριάτεγκι είχε καταστήσει σαφείς τις επικρίσεις του για την Apra στο Amauta και αλλού. Ενώ η Apra υποστήριζε τη δυνατότητα ενός πλατιού μετώπου σε συμμαχία με στοιχεία της αστικής τάξης, η διατύπωση του Μαριάτεγκι για τη φύση του ενιαίου μετώπου υποστήριζε ξεκάθαρα την ενότητα των εργατικών τάξεων και των αυτόχθονων κοινοτήτων με επικεφαλής τους σοσιαλιστές. Ο Χάγια ντε λα Τόρρε, αντίθετα, υποστήριζε πάντα ότι η καθυστέρηση του Περού σήμαινε ότι η ηγεσία έπρεπε αναγκαστικά να περάσει σε στοιχεία της μεσαίας τάξης και στον προοδευτικό στρατό. Ενώ αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσαν να διατυπωθούν στο πλαίσιο μιας ευρείας κίνησης αγωνιστών, ο Μαριάτεγκι μπορεί κάλλιστα να έβλεπε την οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού κόμματος ως μικρότερη προτεραιότητα. Τώρα, ωστόσο, το σοσιαλιστικό όραμα του ενιαίου μετώπου που πρόβαλε απαιτούσε μια σαφή πολιτική έκφραση.

Η συνεπής και δηκτική κριτική του Μαριάτεγκι στον μαρξισμό και τον ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς παρείχε το πολιτικό υπόβαθρο γι’ αυτό. Οι μελέτες του για την περουβιανή οικονομία, ιδίως στα Επτά δοκίμια, διερεύνησαν τις συνέπειες της αδυναμίας της περουβιανής αστικής τάξης και της ανικανότητάς της να φέρει σε πέρας ένα ανεξάρτητο εθνικό σχέδιο. Τα καθήκοντα της οικονομικής εξέλιξης και ανάπτυξης θα έπρεπε επομένως να πραγματοποιηθούν από ένα σοσιαλιστικό κίνημα. Η έννοια του ενιαίου μετώπου και η σαφώς εξελισσόμενη θεωρία της «διαρκούς επανάστασης», αν και ποτέ δεν διατυπώθηκε με αυτούς τους όρους, φαινόταν να υποδηλώνουν τουλάχιστον κάποια κατανόηση του Λέον Τρότσκι – και φαίνεται ότι υπήρξε κάποια άμεση επαφή μεταξύ του Μαριάτεγκι και των τροτσκιστικών ομάδων γύρω από τον Ναβίλ κατά τη διάρκεια του 1929.

Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός λόγος για τη βαθιά και αυξανόμενη εχθρότητα των εκπροσώπων της Κομιντέρν στη Λατινική Αμερική. Αντίθετα, προέκυψε κατά κύριο λόγο από την αντίσταση του Μαριάτεγκι να ονομαστεί το κόμμα του κομμουνιστικό. Και αυτό με τη σειρά του φαίνεται ότι ερμηνεύτηκε ως ένδειξη μιας βαθύτερης παρέκκλισης, που έδινε προτεραιότητα στη φυλή έναντι της τάξης και του έθνους έναντι του διεθνούς κινήματος. Η απάντηση του Μαριάτεγκι ήταν να στείλει μαζί με τους Περουβιανούς αντιπροσώπους στο συνέδριο του Μαΐου-Ιουνίου τρία βασικά κείμενα που αντιμετώπιζαν αυτά τα πεδία ανησυχίας: «Το πρόβλημα της φυλής στη Λατινική Αμερική», «Η αντιιμπεριαλιστική προοπτική» και «Προϋποθέσεις και εξελίξεις της ταξικής πάλης».[29]

 

Οι τελευταίες μέρες

Από την εποχή που δούλευε στη La Razón, ο Μαριάτεγκι υπήρξε ακούραστος αγωνιστής, οργανωτής, συγγραφέας και, μέσω του Amauta, δημιουργός μιας πλατφόρμας σοσιαλιστικού διαλόγου. Καθώς η δεκαετία του 1920 πλησίαζε στο τέλος της, το επίπεδο της δραστηριότητάς του δεν μειώθηκε, παρά την επιδείνωση της φυσικής του κατάστασης και τις αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες στο σπίτι. Τα βράδια της Τετάρτης στο σπίτι του στην Κάγιε Ουάσινγκτον, στη Λίμα, έφερνε το κίνημα κοντά του – και ο σεβασμός που είχε κερδίσει εξασφάλιζε ότι το κίνημα τον επισκεπτόταν. Η αλληλογραφία του –εκτός από τα εκατοντάδες άρθρα, κριτικές και έγγραφά του– φανερώνει έναν αγωνιστή που ασχολείτο τόσο με τους συντρόφους σε άλλες περιοχές της ηπείρου όσο και με εκείνους στο Περού.[30] Ο ακρωτηριασμός του δεξιού του ποδιού σήμαινε ότι θα ασκούσε τη δραστηριότητά του αυτή την τελευταία περίοδο από αναπηρικό καροτσάκι.

Οι επιστολές του από αυτή την περίοδο προς τον φίλο του Σάμουελ Γκλούσμπεργκ στο Μπουένος Άιρες, αποκαλύπτουν ότι οι πολιτικές εντάσεις στο Περού γίνονταν όλο και πιο δύσκολες για να τις διαχειριστεί και οι πιέσεις που του ασκούνταν ολοένα και μεγαλύτερες· λίγο πριν από τον θάνατό του άρχισε να κανονίζει να μετακομίσει στο Μπουένος Άιρες, όπου αισθανόταν ότι η ατμόσφαιρα θα ήταν λιγότερο πιεστική και θα αισθανόταν λιγότερο την απομόνωσή του. Τον Μάιο-Ιούνιο του 1929, ωστόσο, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει και ήταν οι Πέσκε και Πορτοκαρρέρο που θα παρουσίαζαν και πάλι τα κείμενά του στην Κομιντέρν.

Όμως η παγερή υποδοχή που είχε τύχει η δημοσίευση των Επτά Δοκιμίων του έδωσε στον Μαριάτεγκι μια αίσθηση της εχθρότητας που θα μπορούσαν να συναντήσουν οι ιδέες του στη διάσκεψη. Ο Κοντοβίγια, γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αργεντινής και εκπρόσωπος της Κομιντέρν στη διάσκεψη, υποστήριξε με δριμύτητα ότι η ανάλυση του Μαριάτεγκι για την ιδιαιτερότητα της κατάστασης στο Περού αποτελούσε υποχώρηση στον εθνικισμό. Το Περού, υποστήριξε, περιγραφόταν περισσότερο από επαρκώς από τη γενική θέση για τα ημιαποικιακά έθνη, και κατ’ επέκταση δεν θα μπορούσε επομένως να αποτελέσει εξαίρεση στη γενική «στρατηγική τάξη εναντίον τάξης» που καθόριζε η Τρίτη Διεθνής.

Ωστόσο, τα κείμενα του Μαριάτεγκι δεν υποστήριζαν τον περουβιανό εξαιρετισμό∙ συζητούσαν την εφαρμογή της επαναστατικής στρατηγικής στις ιδιαίτερες συνθήκες του Περού. Έτσι, το έγγραφό του «Η αντιιμπεριαλιστική προοπτική» είναι μια σφοδρή καταδίκη του αντιιμπεριαλισμού της Apra, επειδή «ακόμη και αν ήταν σε θέση να κινητοποιήσει την εθνική αστική τάξη και τις αγροτικές μάζες (μια πιθανότητα που έχουμε αποκλείσει) αυτό δεν θα ακύρωνε τις ταξικές συγκρούσεις». Χρησιμοποιεί την εμπειρία της Μεξικανικής Επανάστασης του 1910-17 (για την οποία έγραψε εκτενώς) ως προειδοποίηση. Στο Μεξικό το επαναστατικό κίνημα που εκπροσωπήθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο από τον Εμιλιάνο Ζαπάτα είχε δημιουργήσει ένα αστικό εθνικιστικό καθεστώς, του οποίου η πρώτη πράξη ήταν να επιτεθεί στους επαναστάτες αγρότες. Ο Μαριάτεγκι υποστήριξε: «Η αποστολή μας είναι να εξηγήσουμε στις μάζες πώς μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να προσφέρει πραγματική αντίσταση στην προέλαση του ιμπεριαλισμού». Είναι δύσκολο από αυτή την απόσταση να καταλάβει κανείς γιατί αυτή η θέση προκάλεσε τέτοια αντίθεση από τον Κοντοβίγια και άλλους. Αλλά στο πλαίσιο της σταλινικής στροφής της Τρίτης Διεθνούς προς μια υπεραριστερή πολιτική αντιμετώπισης όλων των μη κομμουνιστών ως αντεπαναστατών, ακόμη και «σοσιαλφασιστών», γίνεται ευκολότερο να το καταλάβουμε.

Η δεύτερη εργασία του Μαριάτεγκι για το «πρόβλημα της φυλής» συνάντησε εξίσου πεισματική αντίδραση. Επιστρέφοντας στα επιχειρήματα που είχε διατυπώσει στα Επτά δοκίμια και αλλού, ο Μαριάτεγκι υπενθύμισε στο συνέδριο ότι τα τέσσερα πέμπτα του εργατικού δυναμικού του Περού εξακολουθούσαν να είναι αγρότες ή μισό-αγρότες εργάτες (π.χ. στα ορυχεία) με αντικρουόμενες πεποιθήσεις. Με την κινητοποίηση της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης που εμπεριέχεται στις αυτόχθονες παραδόσεις, υποστήριξε, ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να ριζώσει στην πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων στο Περού. Η γραμμή της Κομιντέρν, αντίθετα, το αντιμετώπιζε ως εθνικό ζήτημα και υποστήριζε την «αυτοδιάθεση των αυτοχθόνων λαών». Ήταν ειρωνικό το γεγονός ότι η επιμονή του Μαριάτεγκι στη διαπλοκή της φυλής και της τάξης, και ότι η κατάσταση των αυτόχθονων πληθυσμών έπρεπε να γίνει κατανοητή σε τελική ανάλυση με όρους οικονομίας, επρόκειτο να απορριφθεί στο όνομα του μαρξισμού!

Η συνέπεια της διάσκεψης του Μπουένος Άιρες, δεδομένης της αυθεντίας των εκπροσώπων της Κομιντέρν, ήταν ότι η αυθεντία και η ηγεσία του Μαριάτεγκι δέχθηκαν άμεση επίθεση. Ο Εουντόσιο Ραβίνες, ένας δόλιος χαρακτήρας που είχε μετακινηθεί από την Apra στα γραφεία της Τρίτης Διεθνούς στο Παρίσι, στάλθηκε τώρα στο Περού για να εφαρμόσει τις αποφάσεις της διάσκεψης και να σχηματίσει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι επιστολές του Μαριάτεγκι προς τον Γκλούσμπεργκ αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο με κλονισμένη υγεία που απογοητευόταν όλο και περισσότερο από τα γεγονότα στην πατρίδα. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Μαριάτεγκι καλωσόρισε τον Ραβίνες όταν έφτασε στο Περού στις αρχές Μαρτίου του 1930 και συμφώνησε να του ανατεθεί η ηγεσία. Ένα μήνα αργότερα ο Μαριάτεγκι ήταν νεκρός και η πόλη της Λίμα σταμάτησε κάθε δραστηριότητα για πέντε λεπτά προς τιμήν του. Η κηδεία του ήταν μια μαζική επίδειξη της αγάπης που έτρεφαν γι’ αυτόν.

Μέχρι το Μάιο είχε σχηματιστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού – στη βάση ότι το σχέδιο του Μαριάτεγκι για ένα ενιαίο μέτωπο ήταν πολύ ευρύ, αποδεχόμενο διανοούμενους και μικροαστικά στοιχεία.[31] Μέσα σε ένα χρόνο, μια καταστροφική ένοπλη εξέγερση στα ορεινά εδάφη των αυτοχθόνων απομόνωσε τις κοινότητες και οδήγησε στην πιο σκληρή καταστολή. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, μεγάλο μέρος του υπομονετικού έργου του Μαριάτεγκι στο συνδικαλιστικό κίνημα είχε ανατραπεί και οι ιδέες του είχαν συστηματικά παραποιηθεί στη νέα γενιά. Μέχρι τότε, βέβαια, η Τρίτη Διεθνής είχε επιστρέψει σε πολλές από τις θέσεις του – χωρίς φυσικά να το αναγνωρίζει.

Ίσως είναι σκόπιμο να αφήσουμε τον τελευταίο λόγο στον Γκρέγκορι Ζινόβιεφ:

«Ο Μαριάτεγκι έχει λαμπρό μυαλό∙ είναι ένας πραγματικός δημιουργός. Δεν μοιάζει με Λατινοαμερικάνο∙ δεν λογοκλοπεί, δεν αντιγράφει, δεν παπαγαλίζει ό,τι λένε οι Ευρωπαίοι. Αυτό που δημιουργεί είναι δικό του.»[32]

Στην εποχή του, αυτή η πρωτοτυπία ήταν η καταστροφή του. Σήμερα, είναι ο λόγος για να ανακαλύψουμε ξανά το έργο του.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Mike Gonzalez, “José Carlos Mariátegui: Latin America’s forgotten Marxist”, International Socialism, τεύχος 116, καλοκαίρι 2007, http://isj.org.uk/jose-carlos-mariategui-latin-americas-forgotten-marxist/.

Mike Gonzalez, «Jose Carlos Mariategui; Marxista Latino americano», International Socialism, 20 Αυγούστου 2007, http://isj.org.uk/jose-carlos-mariategui-marxista-latino-americano/.

*

 

Σημειώσεις

[1] Yepes del Castillo, 1972, σσ. 41-42.

[2] Η εξέγερση στο Ουανκανέ το 1866 καταπνίγηκε τόσο βάναυσα ώστε δημιουργήθηκε μια «Εταιρεία Φίλων των Ινδιάνων» από λευκούς συμπαθούντες, οι πρόδρομοι των «ινδιχενιστικών» σχολών συγγραφέων και καλλιτεχνών των αρχών του 20ού αιώνα.

[3] Βλ. Garrett, 1973∙ Yepes del Castillo, 1972, κεφάλαιο 10∙ και Kapsoli, 1976.

[4] Βλ. Pflucker, 1978, καθώς και Pflucker, 1973, την προπτυχιακή της διατριβή για τη σημαντική αναρχική εφημερίδα La Protesta. Βλ. επίσης Kapsoli, 1976, και το έργο του Denis Sulmont γενικά, ιδίως Sulmont, 1978.

[5] Αυτό είναι το θέμα πολλών πρώιμων «ινδιχενιστικών» αφηγήσεων από συγγραφείς όπως ο Ciro Alegría.

[6] Ο Martínez de la Rosa αναφέρεται στο Checa, 1964, σελ. 116.

[7] Η Apra, η Λατινοαμερικάνικη Λαϊκή Επαναστατική Συμμαχία, κατέχει σήμερα την προεδρία του Περού στο πρόσωπο του Άλαν Γκαρσία. Υπήρξε, από τη στιγμή της ίδρυσής της ως κόμμα το 1924, ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Μαριάτεγκι, ιδίως όταν ο Μαριάτεγκι τελικά ήρθε σε ρήξη με τη Χάγια το 1928. Παρά τη ρήξη, πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς επιχείρησαν να διεκδικήσουν τον Μαριάτεγκι για τον Απρίσμο!

[8] Σύμφωνα με τον Redondez, 1982, ο Μαριάτεγκι είχε ήδη εισαχθεί στον μαρξισμό από κάποιον καθηγητή Μαούρτουα.

[9] Οι εμπειρίες του στην Ευρώπη, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό σε εφημερίδες και περιοδικά στην πατρίδα του, συγκεντρώθηκαν αργότερα ως La Escena Contemporánea, τόμος πρώτος των Obras Completas (Mariátegui, 1959) και τα ιταλικά γραπτά του ως Cartas de Italia¸ τόμος 15 της ίδιας συλλογής. Βλέπε επίσης Vanden, 1986. Ο κύριος συγγραφέας αυτής της πτυχής του έργου του Μαριάτεγκι είναι ο Ιταλός μελετητής Antonio Melis. Βλέπε για παράδειγμα Melis, 1994.

[10] Ενώ αναφέρει συχνά το όνομα του Antonio Gramsci σε σχέση με τις ιταλικές εμπειρίες του, δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε αυτόν, αν και η σύζυγος του Μαριάτεγκι ανέφερε αργότερα ότι οι δύο άνδρες είχαν μιλήσει αρκετές φορές.

[11] Οι διαλέξεις αυτές συγκεντρώνονται στο Historia de la Crisis Mundial, όγδοος τόμος του Mariátegui, 1959. Ορισμένες από αυτές είναι διαθέσιμες στα αγγλικά: “José Carlos Mariátegui”, Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/mariateg/works/.

[12] Τόμοι 16, 17 και 18 του Mariátegui, 1959 [Στα ελληνικά, βλ.. José Carlos Mariátegui, «Βιολογία του φασισμού», e la libertà, 2 Ιανουαρίου 2014, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/9360-%CE%B2%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D].

[13] Quijano, 1986, σσ. 44-45.

[14] Πιο πειστικά εκτίθεται στο Defensa del Marxismo (στον πέμπτο τόμο του Mariátegui, 1959), το οποίο στην πραγματικότητα δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά το θάνατό του.

[15] Siete Ensayos de Interpretación de la Realidad Peruana (Επτά δοκίμια για την ερμηνεία της περουβιανής πραγματικότητας), για να δώσουμε τον πλήρη τίτλο του, στον δεύτερο τόμο του Mariátegui, 1959. Υπάρχει επίσης μια αγγλική μετάφραση αυτού του έργου, Mariátegui, 1971. Jose Carlos Mariategui, Seven Interpretative Essays on Peruvian Reality. Στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/mariateg/works/7-interpretive-essays/index.htm. Στα ισπανικά: José Carlos Mariátegui, 7 Ensayos de Interpretación de la Realidad Peruana, 1928, Amauta, Lima – Perú. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/espanol/mariateg/1928/7ensayos/index.htm [José Carlos Mariátegui, Επτά δοκίμια για την ερμηνεία της περουβιανής πραγματικότητας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2008].

[16] Το δοκίμιο αυτό είναι σήμερα διαθέσιμο στο διαδίκτυο: Jose Carlos Mariategui, “The Problem of the Indian” στο Jose Carlos Mariategui, Seven…, ό.π. Στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/mariateg/works/7-interpretive-essays/essay02.htm. Στα ισπανικά: José Carlos Mariátegui, “El problema del indio” στο José Carlos Mariátegui, 7 Ensayos..., ό.π. Διαθέσιμο στο Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/espanol/mariateg/1928/7ensayos/index.htm. [Jose Carlos Mariategui, «Το ζήτημα του Ινδιάνου», στο Jose Carlos Mariategui, Επτά δοκίμια…», ό.π., σ. 59-73].

[17] Mariátegui, 1971, σελ. 27 [Στην ελληνική μετάφραση η παράγραφος αυτή παραλείπεται, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της σημείωσης 1 (του κεφαλαίου «Το ζήτημα του Ινδιάνου»), όπου αναφέρεται].

[18] “El Primero de Mayo y el Frente Único”, στο Ideología y Política, τόμος 13 του Mariátegui, 1959, σσ. 107-110.

[19] Mariátegui, 1959, τόμος 13, σελ. 108.

[20] Για μια εικόνα της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στα ορυχεία βλέπε τη μετάφραση του διάσημου μυθιστορήματος του Ciro Alegria Broad and Alien is the World (Alegria, 1983), το οποίο περιλαμβάνει αρκετά κεφάλαια που διαδραματίζονται στις περιοχές των ορυχείων (αυτά δεν περιλαμβάνονταν στις πρώτες μεταφράσεις).

[21] Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από το Chavarría, 1979, σελ. 156.

[22] Peruanicemos el Perú (Πρέπει να περουβιανοποιήσουμε το Περού), τόμος 11 του Mariátegui, 1959.

[23] Mariátegui, 1959, τόμος 13, σελ. 217.

[24] Ο Galindo, 1980, διερευνά λεπτομερώς αυτή τη σύγκρουση. Θα πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό με τις Σημειώσεις προς μια μαρξιστική ερμηνεία της περουβιανής ιστορίας του Μαρτίνεζ ντε λα Τόρρε (Torre, 1958). Ο Τόρρε ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μαριάτεγκι, ο οποίος διαχώρισε τη θέση του από το Κομμουνιστικό Κόμμα μετά το θάνατό του. Η δίτομη ιστορία του είναι ανεκτίμητη επειδή αναπαράγει τόσο πολύ πρωτογενές υλικό - φυλλάδια και μπροσούρες, καθώς και αλληλογραφία.

[25] Chavarría, 1979, σελ. 158.

[26] Galindo, 1980, σελ. 87.

[27] Αργότερα επέμεινε, για παράδειγμα, ότι η CGTP έπρεπε να καταχωρηθεί σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία του Λεγκία, παρά τον περιοριστικό της χαρακτήρα.

[28] «Μια επέτειος και ένας απολογισμός», τόμος 13 του Mariátegui, 1959, σελ. 247.

[29] Και οι τρεις εμφανίζονται στο πρώτο τμήμα του Ideología y Política, τόμος 13 του Mariátegui, 1959.

[30] Για την αλληλογραφία του, βλέπε Mariátegui, 1984.

[31] Chavarría, 1979, σσ. 165-167.

[32] Chavarría, 1979, σελ. 162.

* -

 

Βιβλιογραφία

Alegria, Ciro, 1983, Broad and Alien is the World (Merlin).

Chavarría, Jesús, 1979, José Carlos Mariátegui and the Rise of Modern Peru 18901930 (University of New Mexico Press).

Checa, Genaro Carnero, 1964, La Acción Escrita (Lima).

Galindo, Alberto Flores, 1980, La Agonía de Mariátegui (Desco).

Garrett, Gary R, 1973, “The Oncenio of Augusto B. Leguia: Middle Sector Government and Leadership in Peru, 1919-1930” (University of New Mexico).

Kapsoli, Wilfredo, 1969, “Luchas obreras en el Peru” (Lima).

Mariátegui, José Carlos, 1959, Obras Completas (Amauta, Lima).

Mariátegui, José Carlos, 1971, Seven Interpretive Essays on Peruvian Reality (University of Texas) [José Carlos Mariátegui, Επτά δοκίμια για την ερμηνεία της περουβιανής πραγματικότητας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2008].

Mariátegui, José Carlos, 1984, Correspondencia, σε δύο τόμους (Amauta).

Melis, Antonio, 1994, Leyendo Mariátegui (Lima).

Pflucker, Piedad Pareja, 1973, προπτυχιακή διπλωματική εργασία, Universidad Católica (Lima).

Pflucker, Piedad Pareja, 1978, Anarquismo y Sindicalismo en el Peru: 19041929 (Lima).

Quijano, Aníbal, 1986, Introducción a Mariátegui (ERA).

Redondez, Raimundo Prado, 1982, El Marxismo de Mariátegui (Amaru Editores).

Sulmont, Denis, 1978, El Movimiento Obrero en el Peru: 19001956 (Lima).

Torre, Ricardo Martínez de la, 1948, Apuntes para una Interpretación Marxista de la Historia Social del Perú, in two volumes (Lima).

Vanden, Harry, 1986, National Marxism: J C Mariátegui’s Thought and Politics (Boulder).

Yepes del Castillo, Ernesto, 1972, Perú 18201920: un Siglo de Desarrollo Capitalista (Lima).

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 02 Ιανουαρίου 2024 14:04

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.