Καρτποστάλ που απεικονίζει στνταγματικούς επαναστάτες
Ashkan Rezvani-Naraghi
Μια επανάσταση χωρίς δρόμους: Η παραγωγή πολιτικών δημόσιων χώρων κατά τη συνταγματική επανάσταση του Ιράν το 1905-06
Το 1905-1906, η πρώτη επανάσταση στη σύγχρονη ιστορία του Ιράν άλλαξε τη δομή της εξουσίας στη χώρα. Το κίνημα αυτό, γνωστό ως Συνταγματική Επανάσταση, ήταν ένας πανεθνικός πολιτικός αγώνας για την εδραίωση του κράτους δικαίου και τον περιορισμό της εξουσίας της μοναρχίας των Χαζάρων (1796-1925). Η Συνταγματική Επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του Κοινοβουλίου, το οποίο δέσμευσε την εξουσία της αυλής με τους συνταγματικούς νόμους. Αν και η επανάσταση αυτή αποτελεί ένα καλά μελετημένο θέμα στις ιρανικές σπουδές, η χωροταξία της απουσιάζει από τις έρευνες αυτές. Δεν υπάρχει ανάλυση των πολιτικών δημόσιων χώρων του λαού κατά τους μήνες της επανάστασης.
Όπως καταδεικνύει το άρθρο αυτό, η Ιρανική Συνταγματική Επανάσταση μπορεί να ονομαστεί κίνημα χωρίς δρόμους και πλατείες. Οι κάτοικοι της Τεχεράνης, της πρωτεύουσας, και άλλων μεγάλων πόλεων της χώρας δεν χρησιμοποίησαν τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες των πόλεών τους ως κύριους χώρους διαμαρτυρίας. Αντιθέτως, οι ιεροί χώροι μετατράπηκαν σε πολιτικές πλατφόρμες για τις διαμαρτυρίες του λαού κατά της μοναρχίας των Χαζάρων. Στην Τεχεράνη, δύο κύρια τζαμιά και ένα ιερό αγίου έξω από την πόλη μετατράπηκαν σε πρωταρχικούς πολιτικούς δημόσιους χώρους του λαού. Επιπλέον, μετά τις επιθέσεις του κράτους κατά των διαδηλωτών σε αυτούς τους χώρους, ο κόσμος μεταφέρθηκε στον κήπο της βρετανικής πρεσβείας και συνέχισε τις διαμαρτυρίες του εκεί.
Αυτό το άρθρο υποστηρίζει ότι η επιλογή των ιερών χώρων από τον κόσμο ήταν στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική διαμόρφωση της ιρανικής κοινωνίας των πόλεων και τα κοινά πλαίσια αντιπαράθεσης στην αλλαγή του αιώνα. Οι ιεροί χώροι ήταν οι μοναδικές τοποθεσίες που μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ενωμένο κοινωνικό σύνολο μέσα από την κατακερματισμένη κοινωνία των πόλεων. Ήταν χώροι που μπορούσαν να υπερβούν τις διαμάχες των φατριών και τις κοινοτικές συγκρούσεις και να ενώσουν τους ανθρώπους για ένα γενικότερο καλό.
Μέσω αυτής της εξέτασης, η εργασία ακολουθεί δύο πρωταρχικούς στόχους. Πρώτον, αμφισβητεί την αυτονόητη αντίληψη ότι οι δρόμοι και οι πλατείες είναι τα κύρια πεδία πολιτικών αγώνων. Καταδεικνύει ότι η χωροθέτηση των κοινωνικών κινημάτων και η διαμόρφωση της κοινωνίας των πόλεων είναι βαθιά αλληλένδετες. Δεύτερον, η εργασία επιδιώκει να διερευνήσει τους λόγους για τις χωρικές επιλογές του κόσμου κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Μελετώντας την κοινωνική διαμόρφωση της ιρανικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, υποστηρίζει ότι η παραγωγή πολιτικών δημόσιων χώρων ήταν στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική σύνθεση των ιρανικών πόλεων.
Ωστόσο, πριν συνεχίσουμε με την κύρια συζήτηση, μερικά λόγια σχετικά με το θεωρητικό πλαίσιο αυτού του άρθρου βοηθούν να εντάξουμε τα κύρια ευρήματά του σε έναν θεωρητικό διάλογο. Το παρόν άρθρο εξετάζει τους πολιτικούς δημόσιους χώρους ως κοινωνικά προϊόντα. Υιοθετώντας μια λεφεβριανή οπτική γωνία, υποστηρίζει ότι οι πολιτικοί δημόσιοι χώροι παρέχουν στους ανθρώπους χώρους αναπαράστασης. Ενώ οι χώροι αυτοί είναι προϊόντα του συλλογικού πολιτικού αγώνα των ανθρώπων, ταυτόχρονα, εκπροσωπώντας τους ανθρώπους, παρέχουν στους ανθρώπους φυσικά πεδία για να συμπεριληφθούν στην πολιτική αρένα. Κατά συνέπεια, αυτή η ανάγνωση των πολιτικών δημόσιων χώρων συνδέεται στενά με την έννοια του δικαιώματος στην πόλη. Η ικανότητα κατάληψης δημόσιων χώρων και η μετατροπή τους σε χώρους διαμαρτυρίας και πλατφόρμες εκπροσώπησης αποτελεί κομβική πτυχή του δικαιώματος στην πόλη.[1] Σύμφωνα με τα λόγια του Don Mitchell, αυτό που καθιστά έναν χώρο δημόσιο είναι όταν η «μία ή η άλλη ομάδα καταλαμβάνει τον χώρο και με τη δράση της τον καθιστά δημόσιο. Η ίδια η πράξη της εκπροσώπησης της ομάδας κάποιου [...] σε ένα ευρύτερο κοινό δημιουργεί ένα χώρο εκπροσώπησης».[2] Ωστόσο, όπως καταδεικνύω στο παρόν κείμενο, αυτή η αναπαράσταση και η διαδικασία παραγωγής πολιτικών δημόσιων χώρων συνδέονται στενά με τις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών. Η συγκεκριμένη διαμόρφωση της κάθε κοινωνίας σε κάθε δεδομένη στιγμή μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικές εκφάνσεις πολιτικών δημόσιων χώρων. Θα ήταν παραπλανητικό να γενικεύσουμε ορισμένες μορφές χώρου πέρα από ιστορικά, γεωγραφικά και κοινωνικά όρια και να υποθέσουμε ότι, για παράδειγμα, οι δρόμοι και οι πλατείες είναι καθολικά επικρατούντες χώροι διαμαρτυρίας.
Το κείμενο συνεχίζει με την εξέταση της ιρανικής αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και παρουσιάζει τους κύριους παράγοντες της επανάστασης. Στη συνέχεια, με τη λεπτομερή ανασκόπηση των γεγονότων του 1905-1906 μέσω των αφηγήσεων αυτόπτων μαρτύρων, το κείμενο επιδιώκει να εντοπίσει διάφορους τόπους διαμαρτυρίας κατά τους μήνες της επανάστασης στην Τεχεράνη. Τέλος, το κείμενο παρουσιάζει μια ανάλυση της παραγωγής πολιτικών δημόσιων χώρων κατά τη διάρκεια της Συνταγματικής Επανάστασης με βάση τις ιδιαιτερότητες της ιρανικής αστικής κοινωνίας. Καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι χώροι ήταν οι μοναδικοί τόποι που μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο κατά του κράτους.
Η κατακερματισμένη κοινωνία των πόλεων του 19ου αιώνα
Η αστική κοινωνία του Ιράν τον 19ο αιώνα ήταν σε μεγάλο βαθμό αταξική και κατατμημένη.[3] Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αστικές κοινωνίες της εποχής, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί η ιρανική κοινωνία σε ευρείες τάξεις με βάση κοινά οικονομικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας μια μαρξιστική ορολογία, δεν υπήρχε σημαντική ταξική συνείδηση στην ιρανική αστική κοινωνία του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του αιώνα.[4] Αντίθετα, ο αστικός πληθυσμός αποτελούνταν από πολλές μικρότερες κοινότητες. Τα μέλη κάθε κοινότητας μοιράζονταν μια κοινή κοινωνική ταυτότητα, όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η διάλεκτος, η θρησκευτική ένταξη, το επάγγελμα ή η θρησκεία.[5] Οι κοινότητες αυτές ήταν ημιανεξάρτητες και κοινωνικά κλειστές οντότητες με τις δικές τους συγκεκριμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και χώρους.
Οι κοινοτικοί δεσμοί και οι κοινωνικές συναναστροφές των ανθρώπων ήταν ισχυρότερες από τα κοινά οικονομικά τους συμφέροντα και εμπόδιζαν τη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης.[6] Η Nikki Keddie χρησιμοποιεί τον όρο «κάθετες τάξεις» για να περιγράψει τον ιρανικό πληθυσμό του 19ου αιώνα. Στις «κάθετες διαιρέσεις στην κοινωνία», οι ομοιογενείς ομάδες αποτελούνταν ταυτόχρονα από πλούσιους και φτωχούς ανθρώπους. Οι κοινωνικο-χωρικές διαιρέσεις των τάξεων δεν βασίζονταν σε οικονομικές αξίες. Αντίθετα, η θρησκεία, η θρησκευτική ένταξη, οι επαγγελματικές σχέσεις, η εθνοτική καταγωγή, η γλώσσα κ.ο.κ. ήταν οι κύριοι παράγοντες για την παραγωγή των κάθετων τάξεων και των χωρικών τους διαμορφώσεων.[7]
Η αντιπαράθεση πλούσιων και φτωχών ανθρώπων στις ίδιες κοινότητες εκδηλώθηκε χωρικά με τη συνύπαρξή τους στις γειτονιές των πόλεων.[8] Ως αποτέλεσμα, οι ιρανικές πόλεις αποτελούνταν από πολλές μικρότερες συνοικίες. Οι συνοικίες ήταν μικρότερα τμήματα της πόλης με λίγο πολύ ομοιογενή πληθυσμό. Κάθε συνοικία ήταν σαν μια κοινότητα της οποίας τα μέλη είχαν μια πολύ παρόμοια κοινωνική ταυτότητα. Σύμφωνα με τα λόγια του Hambly, οι συνοικίες λειτουργούσαν ως «urbs in urbe».[9] Ήταν «αυτάρκεις»[10] μονάδες με αγορές για τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων τους, λουτρά, θρησκευτικά κτίρια, γυμναστήρια και καφενεία.[11]
Ο κατακερματισμένος χαρακτήρας της κοινωνίας των πόλεων είχε και ένα μειονέκτημα. Ένα κοινό χαρακτηριστικό της προνεωτερικής αστικής ζωής στις ιρανικές πόλεις ήταν η αντιπαλότητα μεταξύ διαφορετικών συνοικιών. Η Lambton την αποκαλεί «φατριαστική διαμάχη»[12] και ο Abrahamian χρησιμοποιεί τον όρο «κοινοτικές συγκρούσεις».[13] Μερικές φορές, η αντιπαλότητα εκδηλωνόταν με περιστασιακές μάχες μεταξύ των συνοικιών. Λόγω των θρησκευτικών συγκρούσεων, των εθνικών εχθροπραξιών, του θρησκευτικού σεχταρισμού και άλλων παρόμοιων, οι συνοικίες συχνά δυσκολεύονταν να συμβιώσουν ειρηνικά μεταξύ τους.[14] Ως αποτέλεσμα, η απουσία ευρύτερων κοινωνικών τάξεων «είχε εκτεταμένες πολιτικές συνέπειες· διότι, όσο η κεντρική κυβέρνηση δεν αντιμετώπιζε πανεθνικές δυνάμεις, η δυναστεία των Χαζάρων ήταν σε θέση να κυριαρχήσει στην κοινωνία»[15] και να κυβερνήσει τον κατακερματισμένο αστικό πληθυσμό.

Ομάδα συνταγματικών στους κήπους της Βρετανικής Πρεσβείας στην Τεχεράνη
Η διαμόρφωση της μεσαίας τάξης των ιδιοκτητών
Ωστόσο, προς το τέλος του 19ου αιώνα, οι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί της ιρανικής κοινωνίας οδήγησαν σε ένα πρωτοφανές φαινόμενο. Μια «μικρή καπιταλιστική τάξη»[16], αποτελούμενη από εμπόρους και γαιοκτήμονες, σχηματίστηκε σταδιακά. Παρά τις κοινοτικές τους διασυνδέσεις, μπορούσαν να υπερβούν τα παλιά κοινοτικά όρια και να δράσουν ως ενιαίο σώμα. Ο Abrahamian την αποκαλεί ιδιοκτήτρια μεσαία τάξη και διευρύνει τον ορισμό της ώστε να περιλαμβάνει εμπόρους, γαιοκτήμονες, καταστηματάρχες παζαριών και ιδιοκτήτες εργαστηρίων[17]. Αδιαφορώντας για τον κοινωνικό κατακερματισμό, η νεοσύστατη τάξη μπορούσε να κινητοποιήσει τους πόρους της προς την επίτευξη κοινών στόχων και να φέρει τις κοινότητές της πιο κοντά τη μία στην άλλη.[18]
Η μεσαία τάξη των ιδιοκτητών αναπτύχθηκε παράλληλα με τον σταδιακό μετασχηματισμό της ιρανικής κοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η αναζωογόνηση του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου ήταν ένας από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης αυτής της τάξης.[19] Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου ήταν εντυπωσιακή, καθώς δωδεκαπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με το μεγαλύτερο μέρος του να ανήκει στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα.[20] Οι Ιρανοί έμποροι κατάφεραν να αποκτήσουν το μονοπώλιο του εμπορίου.[21] Επιπλέον, οι έμποροι συνοδευόμενοι από τους παραδοσιακούς γαιοκτήμονες άρχισαν να επενδύουν σε εμπορευματοποιημένες καλλιέργειες για εξαγωγή ως πρώτη ύλη. Ως αποτέλεσμα, προς τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η γραμμή μεταξύ των γαιοκτημόνων και των εμπόρων έγινε δυσδιάκριτη. Οι έμποροι κατείχαν τεράστια κεφάλαια, τεράστιες γεωργικές εκτάσεις και ακόμη και χωριά.[22]
Σε αντίθεση με τις συνεχείς οικονομικές βελτιώσεις των εμπόρων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η οικονομική θέση της αυλής των Χαζάρων (της κυβερνώσας δυναστείας) επιδεινώθηκε.[23] Η κρίση αυτή ανάγκασε το κεντρικό κράτος να συνάψει δάνεια με τη Βρετανία και τη Ρωσία. Τα δάνεια αυτά συνοδεύονταν συνήθως με σημαντικές παραχωρήσεις προς τους δανειστές με τη μορφή μονοπωλίων στο εμπόριο συγκεκριμένων προϊόντων ή αναμόρφωσης της τελωνειακής διοίκησης. Οι παραχωρήσεις αυτές μπορούσαν να πλήξουν σοβαρά τους εμπόρους.[24]
Ως αποτέλεσμα, προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται στις μεγάλες ιρανικές πόλεις σημάδια σύγκρουσης μεταξύ της αυλής των Χαζάρων και της μεσαίας τάξης των ιδιοκτητών. Η εύπορη μεσαία τάξη είχε μεγάλους δεσμούς με τους θρησκευτικούς κληρικούς (’ουλαμά). Οι τελευταίοι θεωρούνται συνήθως ως οι ηγέτες των μαζών. Οι ’ουλαμά ήταν η ηγετική ομάδα που μπορούσε να ενθαρρύνει τις διάφορες κοινότητες να εξεγερθούν εναντίον του κράτους. Ήταν η μόνη κοινωνική ομάδα που είχε συνεχή καθημερινή αλληλεπίδραση με τους απλούς ανθρώπους. Μέσω των καθημερινών κηρυγμάτων τους μετά την ώρα της προσευχής στα τζαμιά, είχαν την ευκαιρία να απευθύνονται στους ανθρώπους για διάφορα θρησκευτικά, κοινωνικά, ακόμη και πολιτικά ζητήματα. Κατά τη διάρκεια των μηνών της επανάστασης, οι στενοί δεσμοί των ’ουλαμά και της εύπορης μεσαίας τάξης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση των μαζών. Αυτοί οι δύο συνεργάστηκαν παράλληλα για να φέρουν τις διάφορες κοινότητες των πόλεων κοντά τη μία στην άλλη και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο κοινό ενάντια στην εξουσία της αυλής.

Συνταγματική στους κήπους της βρετανικής πρεσβείας σε συλλογική κουζία
Η συνταγματική επανάσταση και τα γεγονότα του 1905-1906
Η λαϊκή δυσαρέσκεια για την Αυλή των Χαζάρων έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα έτη 1905 και 1906 πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις στην Τεχεράνη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Στην πρωτεύουσα, τρία κύρια επεισόδια διαμάχης γονάτισαν τη μοναρχία και ανάγκασαν την αυλή να ενδώσει στα αιτήματα των διαδηλωτών. Με βάση τις αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων την εποχή της επανάστασης, η παρούσα ενότητα επικεντρώνεται σε αυτά τα επεισόδια και εξετάζει τη χωρικότητα των διαδηλώσεων στην πόλη.
Το πρώτο επεισόδιο ξεκίνησε ως αντίδραση στην κακομεταχείριση των εμπόρων από τους Βέλγους τελωνειακούς υπαλλήλους, ιδίως από τον επικεφαλής του τμήματος, τον Μεσιέ Νω. Οι έμποροι απηύθυναν έκκληση στον πρωθυπουργό για τη βοήθειά του. Αφού απορρίφθηκαν και προσβλήθηκαν από τον πρωθυπουργό σε μια ιδιωτική συνάντηση, οι έμποροι της Τεχεράνης αποφάσισαν να αναλάβουν δράση και να διαμαρτυρηθούν δημοσίως για τους άδικους δασμούς των τελωνείων. Πριν από αυτό το γεγονός, οι ασεβείς τρόποι του Νω είχαν κάνει τους ’ουλαμά της Τεχεράνης να υψώσουν τη φωνή τους εναντίον του.[25] Κατά συνέπεια, όταν στις 25 Απριλίου 1905, οι έμποροι αποφάσισαν να κλείσουν τα καταστήματά τους, να εγκαταλείψουν την πόλη και να συγκεντρωθούν σε ένα ιερό ενός αγίου –το ιερό του Σαχ ’Αμπντ αλ-’Αζίμ– έξω από την πόλη, οι ’ουλαμά υποστήριξαν την απόφασή τους και τους έδωσαν τις απαραίτητες οδηγίες. Οι έμποροι προέβαλαν τρία βασικά παράπονα, όλα σχετικά με τους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους κανονισμούς τους. Δεδομένου ότι η διαμαρτυρία αυτή έλαβε χώρα λίγο πριν από το ταξίδι του βασιλιά στην Ευρώπη, οι έμποροι κατευνάστηκαν και επέστρεψαν στην πόλη όταν ο διάδοχος του θρόνου τους υποσχέθηκε την ικανοποίηση των αιτημάτων τους μετά την επιστροφή του βασιλιά.[26]
Στο πλαίσιο του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, η δράση των εμπόρων και η συγκέντρωσή τους στο ιερό του αγίου ονομάζεται μπαστ νισινί. Αρχικά, το μπαστ ήταν ένα απαραβίαστο καταφύγιο για τους ανθρώπους, τους μπαστί, οι οποίοι διέφευγαν από τη δίωξη. Μπαίνοντας στον τόπο του μπαστ, συνήθως έναν ιερό χώρο, ο εγκληματίας μπορούσε να παραμείνει ασφαλής μέχρι να του δοθεί χάρη. Η ιερότητα του άδυτου αποτελούσε εμπόδιο για τις κυβερνητικές δυνάμεις να εισέλθουν στο ιερό και να συλλάβουν τον εγκληματία.[27] Σύμφωνα με τα λόγια του Eshaghi, τα ιερά λειτουργούσαν ως «μια κυβέρνηση μέσα στην κυβέρνηση».[28]
Ωστόσο, η πράξη των εμπόρων ήταν διαφορετική από την πράξη ενός εγκληματία που αναζητούσε καταφύγιο μέσα στο μπαστ. Το μπαστ των εμπόρων ήταν μια μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας κατά του κράτους. Ως τόπος διαμαρτυρίας, το άδυτο ήταν κάτι περισσότερο από ένα καταφύγιο ενάντια στην τυραννία του κράτους∙ ήταν ένα βήμα για τους εμπόρους να αντιμετωπίσουν το κράτος και να επιδιώξουν τους πολιτικούς τους στόχους. Δεδομένου ότι το ιερό ήταν ο σημαντικότερος προορισμός προσκυνήματος για τους πολίτες της Τεχεράνης, οι έμποροι μπορούσαν να ανακοινώσουν δημοσίως τα αιτήματά τους και να αναζητήσουν πιθανούς συμμάχους. Όσο βρίσκονταν στο μπαστ, υπήρχε η ένδειξη ότι υπήρχε ένα άλυτο ζήτημα μεταξύ του κράτους και των εμπόρων, το οποίο θα μπορούσε να έχει πολιτικό κόστος για το κράτος. Ως αποτέλεσμα, το κράτος προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα γρήγορα και να αποτρέψει τη διάδοση της είδησης αυτού του γεγονότος στις άλλες πόλεις του Ιράν, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερες διαμαρτυρίες σε ολόκληρη τη χώρα.[29]
Το κράτος δεν ικανοποίησε τα αιτήματα των εμπόρων μετά την επιστροφή του βασιλιά. Κατά συνέπεια, τον Δεκέμβριο του 1905, ξέσπασε το δεύτερο επεισόδιο διαμάχης σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η διαμαρτυρία ξεκίνησε όταν ο κυβερνήτης της Τεχεράνης κάλεσε μια ομάδα εμπόρων ζάχαρης και τους ζήτησε να μειώσουν τις τιμές τους, ένα αίτημα που δεν έτυχε θετικής ανταπόκρισης και κατέληξε σε σωματική τιμωρία των εμπόρων. Η αντίδραση ήταν τεράστια∙ οι έμποροι έκλεισαν τα καταστήματά τους και συγκεντρώθηκαν στο Σαχ Τζαμί στο παζάρι. Την επόμενη ημέρα, το πλήθος μεγάλωσε∙ σύντομα, οι κορυφαίοι ’ουλαμά, ο Ταμπαταμπά’ί και ο Μπεχμπεχανί, και άλλοι κληρικοί της πόλης συνοδευόμενοι από διάφορες ομάδες φοιτητών θεολογίας ενώθηκαν με τους εμπόρους. Το αίτημα ήταν σαφές: απόλυση του κυβερνήτη και συνάντηση με τον μονάρχη για να του δηλώσουν απευθείας τα αιτήματά τους. Ωστόσο, τη νύχτα, οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα στο τζαμί δέχθηκαν επίθεση από στρατιωτικές δυνάμεις. Η επίθεση διέλυσε τον κόσμο από το τζαμί.[30]
Εκείνη τη νύχτα, μετά από πρόταση του Ταμπαταμπά’ί, οι κορυφαίοι ’ουλαμά αποφάσισαν να φύγουν από την πόλη και να πάνε σε ένα μπαστ στο ιερό του Σαχ ’Αμπντ αλ-’Αζίμ. Την επόμενη ημέρα, οι περισσότεροι από τους επιφανείς ’ουλαμά της Τεχεράνης, ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών θεολογίας και ορισμένοι έμποροι[31] εγκατέλειψαν την πόλη για το ιερό. Αυτή τη φορά, το μπαστ ήταν πολύ μεγαλύτερο- διήρκεσε ένα μήνα και ο αριθμός των μπαστί έφτασε τις δύο χιλιάδες. Επιφανείς έμποροι της πόλης κάλυψαν όλα τα έξοδα και παρείχαν τις καθημερινές ανάγκες των διαδηλωτών. Οι διαπραγματεύσεις με την αυλή ήταν επιτυχείς∙ αφού έλαβαν το επίσημο κείμενο του βασιλιά, στις 12 Ιανουαρίου 1906, οι ’ουλαμά και οι άλλοι μπαστί επέστρεψαν στην Τεχεράνη και έτυχαν θερμής λαϊκής υποδοχής.[32]
Για άλλη μια φορά, η αυλή δεν τήρησε τον λόγο της, και σύντομα ξέσπασε το τρίτο επεισόδιο. Το καλοκαίρι του 1906, η πίεση του κράτους προς τους αγωνιστές και το λαό αυξήθηκε σημαντικά. Μια απαγόρευση κυκλοφορίας εμπόδισε τους ’ουλαμά να πραγματοποιήσουν τις βραδινές συγκεντρώσεις τους στα τζαμιά για να καταγγείλουν το κράτος. Ορισμένοι αγωνιστές συνελήφθησαν και εξορίστηκαν μακριά από την πρωτεύουσα ή ακόμη και πέθαναν υπό ύποπτες συνθήκες. Μία από αυτές τις συλλήψεις πυροδότησε το τρίτο επεισόδιο. Στις 10 Ιουλίου 1906, οι δυνάμεις του κράτους συνέλαβαν έναν από τους επιφανείς ιεροκήρυκες και αγωνιστές της πόλης. Η σύλληψή του έγινε γρήγορα αφορμή για συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών μιας κοντινής θεολογικής σχολής που συνοδεύονταν από απλούς ανθρώπους εναντίον των κρατικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα το θάνατο ενός φοιτητή και τον τραυματισμό ενός άλλου.
Το πλήθος μετέφερε τη σορό του φοιτητή στο Τζαμί της Παρασκευής [Ματζντίντε-ε Τζαμέχ] στο παζάρι και, σύντομα, οι περισσότεροι ’ουλαμά της πόλης συνοδεύονταν από ένα τεράστιο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο τζαμί. Τα καταστήματα έκλεισαν και ο κόσμος του παζαριού συγκεντρώθηκε επίσης εκεί. Για άλλη μια φορά, οι ακτιβιστές χρησιμοποίησαν αυτή τη συγκέντρωση για να κινηθούν κατά της κεντρικής κυβέρνησης. Για τις επόμενες δύο ημέρες, 11 και 12 Ιουλίου, τα παζάρια παρέμειναν κλειστά και ο κόσμος συγκεντρώθηκε για να διαμαρτυρηθεί στο τζαμί. Οι έμποροι υφασμάτων έστησαν μια σκηνή στο προαύλιο του τζαμιού και έφεραν όλα τα απαραίτητα έπιπλα για το μπαστ. Οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν τα ματωμένα ρούχα του σκοτωμένου φοιτητή ως σημαία. Σχημάτισαν πένθιμες πομπές που κυκλοφόρησαν στα παζάρια, μπήκαν στο Σαχ Τζαμί και επέστρεψαν στο Τζαμί της Παρασκευής.
Ωστόσο, στις 12 Ιουλίου, οι στρατιωτικές δυνάμεις εμπόδισαν την πορεία της πένθιμης πομπής στο παζάρι, με αποτέλεσμα να πυροβολήσουν προς το πλήθος και να σκοτώσουν διαδηλωτές. Ο κόσμος υποχώρησε στο Τζαμί της Παρασκευής και οι στρατιωτικές δυνάμεις πολιόρκησαν το τζαμί. Το κράτος απείλησε τους ’ουλαμά, δηλώνοντας ότι αν οι καταστηματάρχες δεν άνοιγαν τα καταστήματά τους την επόμενη ημέρα, θα εισέβαλαν στο τζαμί και θα διέλυαν το πλήθος με τη βία. Για να αποτρέψουν περαιτέρω αιματοχυσία, οι ’ουλαμά προέτρεψαν τον κόσμο να εγκαταλείψει το τζαμί και να ανοίξει ξανά το παζάρι, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν στο μπαστ για να πετύχουν τους στόχους τους.
Την επόμενη ημέρα, το παζάρι επέστρεψε στη συνηθισμένη του ρουτίνα∙ ωστόσο, υπήρχε έντονη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στην πόλη. Για δύο ημέρες, στις 13 και 14 Ιουλίου, το κράτος απέκλεισε τη ροή του νερού προς το τζαμί. Επιπλέον, εμπόδισε τους ανθρώπους να εισέλθουν στο τζαμί και να εισάγουν κρυφά τρόφιμα ή νερό. Στις 14 Ιουλίου, οι ’ουλαμά δήλωσαν ότι θα εγκατέλειπαν την πόλη και τη χώρα και θα πήγαιναν στις ιερές πόλεις του οθωμανικού Ιράκ, αν το κράτος εγγυόταν την ασφάλειά τους. Λαμβάνοντας την εγγύηση του κράτους, την επόμενη ημέρα ένα τεράστιο καραβάνι των ’ουλαμά συνοδευόμενο από τις οικογένειες και τους ακολούθους τους έφυγε από την πόλη. Υπολογίζεται ότι περίπου χίλιοι άνθρωποι έφυγαν από την Τεχεράνη∙ ωστόσο, μπλόφαραν και πήγαν στην Κομ, μια πόλη νότια της Τεχεράνης, αντί να εγκαταλείψουν τη χώρα.[33]
Δύο ημέρες μετά την αναχώρηση των ’ουλαμά για την Κομ, δύο έμποροι πήγαν στη βρετανική πρεσβεία και ζήτησαν άδεια να εισέλθουν στην πρεσβεία που βρισκόταν μέσα στην πόλη.[34]
Μια πρώτη ομάδα εννέα εμπόρων εισήλθε στην πρεσβεία τη νύχτα της 16ης Ιουλίου. Σύντομα, η είδηση διαδόθηκε στην πόλη και οι έμποροι, οι φοιτητές της θεολογίας, οι τεχνίτες του παζαριού και άλλοι έκλεισαν τα καταστήματά τους και άφησαν τις σχολές τους για να συγκεντρωθούν στην πρεσβεία. Μέσα σε λίγες μέρες, ο αριθμός των ανθρώπων μέσα στον κήπο της πρεσβείας έφτασε τις 14.000.[35]
Όπως και στο προηγούμενο επεισόδιο, οι μεγάλοι έμποροι της πόλης κάλυπταν όλες τις οικονομικές ανάγκες των μπαστί. Επιπλέον, η διανόηση, οι φοιτητές και τα μέλη των μυστικών εταιρειών μετέτρεψαν την πρεσβεία σε σχολή πολιτικών επιστημών διαπαιδαγωγώντας τους ανθρώπους σε διάφορα πολιτικά ζητήματα.[36]
Σε αυτή τη χρονική στιγμή, οι διαδηλωτές απαίτησαν τη δημιουργία Κοινοβουλίου και συνταγματικού νόμου, ώστε να μπορέσουν να περιορίσουν τον απόλυτο δεσποτισμό της αυλής των Χαζάρων. Επιπλέον, ζήτησαν την αποπομπή του πρωθυπουργού, την επιστροφή των ’ουλαμά και αποζημιώσεις στις οικογένειες των μαρτύρων. Τελικά, στις 5 Αυγούστου 1906, η αυλή ενέδωσε στα αιτήματα των διαδηλωτών και ο βασιλιάς εξέδωσε τη βασιλική διακήρυξη και συμφώνησε στη συνταγματική μοναρχία. Μετά από μερικές ημέρες παλινδρομήσεων μεταξύ των διαδηλωτών και της αυλής σχετικά με την ακριβή διατύπωση της διακήρυξης, το πλήθος αποχώρησε τελικά από την πρεσβεία στις 10 Αυγούστου 1906, μετά από 25 ημέρες του μπαστ.[37]
Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών επεισοδίων διαμάχης, οι κύριοι ιεροί χώροι της Τεχεράνης, δύο τζαμιά και ένας ιερός προσκυνήματος, καθώς και ο κήπος της βρετανικής πρεσβείας αποτέλεσαν τα βασικά πεδία για την πολιτική κινητοποίηση των απλών ανθρώπων. Το 1905-1906, οι διαμαρτυρίες δεν περιορίστηκαν στην Τεχεράνη. Πολυάριθμες περιπτώσεις διαμαρτυρίας σημειώθηκαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Σε αυτές τις πόλεις διακρίνεται ο ίδιος τύπος πολιτικών δημόσιων χώρων. Παρόμοια με τις διαμαρτυρίες στην Τεχεράνη, τα κύρια τζαμιά και οι ιεροί προσκυνήματος άλλων πόλεων αποτέλεσαν τους κύριους χώρους διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Ως μερικά παραδείγματα, το τέμενος Γκοχαρσάντ στη Μάσχαντ και το ιερό Σαχ-ι Τσιράγ στο Σιράζ[38] μετατράπηκαν σε πρωταρχικούς τόπους διαμαρτυρίας του λαού κατά τους μήνες της επανάστασης.
Η επόμενη ενότητα καταδεικνύει πώς αυτές οι συγκεκριμένες χωρικές επιλογές και η παραγωγή πολιτικών δημόσιου χώρου στις αρχές του 20ού αιώνα στο Ιράν ήταν στενά εναρμονισμένες με την ειδική διαμόρφωση της ιρανικής κοινωνίας των πόλεων εκείνη την εποχή.

Προετοιμασία γεύματος στους κήπους της βρετανικής πρεσβείας
Από τους ιερούς χώρους στους πολιτικούς δημόσιους χώρους
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ιρανική κοινωνία των πόλεων του 19ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα κατακερματισμένη. Στις πόλεις, οι κοινότητες αυτές είχαν τις συγκεκριμένες γειτονιές τους και απέφευγαν να αναμειγνύονται μεταξύ τους. Κάθε γειτονιά φιλοξενούσε διάφορους κοινωνικούς χώρους, όπως καφενεία, γυμναστήρια, λουτρά και τζαμιά της γειτονιάς. Αυτοί οι χώροι ήταν έντονα χρωματισμένοι με κοινοτικές ταυτότητες∙ δεν ανήκαν στο σύνολο του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να επιλέξουν ένα μόνο τζαμί ή οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό χώρο σε επίπεδο γειτονιάς για να εκπροσωπήσει το κίνημα. Αν το έκαναν, η διαμαρτυρία τους θα χαρακτηριζόταν ως κοινοτική διαμαρτυρία και όχι ως δημόσιο ζήτημα.
Αντίθετα, τα δύο κεντρικά τζαμιά της Τεχεράνης, το Σαχ και το Τζαμί της Παρασκευής, δεν ανήκαν σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας. Ήταν τα μόνα τζαμιά που μπορούσαν να απεθυνθούν στο κοινό. Τοποθετημένα στο παζάρι, την επιχειρηματική συνοικία και την πιο πολυσύχναστη περιοχή της Τεχεράνης κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα τζαμιά αυτά ανήκαν στο σύνολο του σιιτικού πληθυσμού της πόλης. Το Σαχ Τζαμί ήταν το μεγαλύτερο τζαμί της Τεχεράνης, που χτίστηκε από τον Φατχ ‘Άλί Σαχ (1797-1834) ως απόδειξη του θρησκευτικού του πάθους.[39] Αντίστοιχα, το Τζαμί της Παρασκευής λειτουργούσε πέρα από μια συγκεκριμένη κοινότητα ή γειτονιά. Τα Τζαμιά της Παρασκευής σε όλες τις πόλεις ήταν χώροι για την πραγματοποίηση των προσευχών της Παρασκευής, οι οποίες αποτελούν ένδειξη ενότητας μεταξύ των μουσουλμάνων. Κατά συνέπεια, το Τζαμί της Παρασκευής της Τεχεράνης δεν ανήκε σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας.
Όταν το 1905 και το 1906 οι έμποροι και τα μέλη των συντεχνιών δέχτηκαν πρωτοφανείς πιέσεις λόγω των πολιτικών του κράτους, χρειάστηκε να διαμαρτυρηθούν σε χώρους που θα μπορούσαν να τους εκπροσωπήσουν όλους. Έπρεπε να διαμαρτυρηθούν ως ενιαίο σώμα, οπότε η επιλογή του χώρου τους ήταν κρίσιμη από αυτή την άποψη. Τα τζαμιά Σαχ και της Παρασκευής ήταν ιδανικές επιλογές∙ ήταν σχετικά ευρύχωρα, με τεράστιες κεντρικές αυλές που μπορούσαν να χωρέσουν μερικές χιλιάδες ανθρώπους. Δεν ανήκαν σε κάποια συγκεκριμένη κοινότητα και βρίσκονταν στο παζάρι, κοντά στα καταστήματα των εμπόρων και τα εργαστήρια των συντεχνιών. Το πιο σημαντικό, ήταν ιεροί χώροι. Με βάση την παράδοση του να κάνει κανείς μπαστ σε ιερούς τόπους, τα δύο τζαμιά μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην είσοδο των κυβερνητικών δυνάμεων και να αποτρέψουν τη σύλληψη όσων έβρισκαν άσυλο. Εν ολίγοις, το Σαχ και το Τζαμί της Παρασκευής ήταν χώροι για το κοινό∙ θα μπορούσαν να αποτελέσουν γνήσιους πολιτικούς δημόσιους χώρους.
Το ιερό ’Άμπντ αλ-’Αζίμ μπορεί να εξεταστεί μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Ήταν ιερό προσκύνημα για το σύνολο του σιιτικού μουσουλμανικού πληθυσμού της Τεχεράνης. Ακόμη και η τοποθεσία του τόνιζε την απομάκρυνσή του από τους κοινοτικούς δεσμούς∙ βρισκόταν πέντε μίλια νότια της πόλης. Κατά συνέπεια, όταν τον Δεκέμβριο του 1905 ο κόσμος έφυγε από την πόλη για να πάει στο ιερό του ’Άμπντ αλ-’Αζίμ, ήταν μια διευκρινιστική πράξη που ανακοίνωνε ότι το περιστατικό στο Σαχ Τζαμί δεν βασιζόταν σε παλιές καθιερωμένες κοινοτικές συγκρούσεις. Η συγκέντρωση στο ιερό, παρόμοια με εκείνη στα τζαμιά, ήταν η εκδήλωση μιας μεγαλύτερης κοινωνικής κρίσης∙ ήταν ένας χώρος για να ανακοινωθεί η πολιτική σύγκρουση μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας.
Ωστόσο, η συγκέντρωση του κόσμου στα τζαμιά της Παρασκευής και του Σαχ δεν εμπόδισε τις προσπάθειες του κράτους να «προσβάλει»[40] την ιερότητα αυτών των χώρων. Το κράτος παραβίασε το δικαίωμα των ανθρώπων που ζητούσαν άσυλο να παραμείνουν ασφαλείς σε ιερούς χώρους, επιτιθέμενο στα τζαμιά. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του δεύτερου επεισοδίου της διαμάχης, υπήρχε ένας συνεχής φόβος για μια επίθεση των στρατιωτικών δυνάμεων στο ιερό του ’Άμπντ αλ-’Αζίμ. Σε μια περίπτωση, οι δύο πλευρές έφτασαν πράγματι κοντά σε ένοπλη σύγκρουση.[41] Επιπλέον, οι χώροι αυτοί είχαν ένα κοινό μειονέκτημα. Δεν ήταν αρκετά μεγάλοι για να υποστηρίξουν το πολυήμερο μπαστ ενός πληθυσμού μεγαλύτερου από μερικές χιλιάδες. Η κεντρική αυλή του τζαμιού Σαχ έχει διαστάσεις 64 επί 64 μέτρα, δηλαδή περίπου 4.000 τετραγωνικά μέτρα. Αν κάθε άτομο στο πλήθος των διαδηλωτών καταλαμβάνει ένα τετραγωνικό μέτρο, η αυλή μπορεί να χωρέσει μόνο περίπου 4.000 άτομα όταν είναι γεμάτη. Το τζαμί της Παρασκευής είναι ακόμη μικρότερο. Η κεντρική του αυλή είναι 30 επί 40 μέτρα. Με βάση την ίδια λογική, η αυλή μπορεί να χωρέσει μόνο 1.200 άτομα. Ακόμα και αν οι άνθρωποι συνωστίζονταν σε όλους τους εσωτερικούς χώρους του τζαμιού και στις ταράτσες, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι στο τζαμί τις ημέρες από τις 10 έως τις 12 Ιουλίου 1906.[42]
Ως αποτέλεσμα, μετά τις επιθέσεις των στρατιωτικών δυνάμεων στα τζαμιά της Παρασκευής και του Σαχ και την αύξηση του αριθμού των διαδηλωτών, ο κόσμος χρειαζόταν ένα απαραβίαστο καταφύγιο που θα μπορούσε να φιλοξενήσει χιλιάδες ανθρώπους. Ελλείψει ενός τέτοιου δημόσιου χώρου στην πόλη, οι άνθρωποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν την πόλη∙ αυτό συνέβη τον Ιούλιο του 1906. Η αποχώρηση των ανθρώπων έγινε με δύο διαφορετικές μορφές. Πρώτον, οι ’ουλαμά, συνοδευόμενοι από τους ακολούθους και τις οικογένειές τους, έφυγαν κυριολεκτικά από την Τεχεράνη για την Κομ. Δεύτερον, 14.000 άνθρωποι (ορισμένες πηγές αναφέρουν 20.000[43]) εγκατέλειψαν την πόλη συμβολικά μπαίνοντας στον κήπο της βρετανικής πρεσβείας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο κήπος ήταν έδαφος μιας ξένης χώρας, οπότε το κράτος δεν μπορούσε να εισβάλει και να συλλάβει τους διαδηλωτές.[44] Ενώ στην περίπτωση των τζαμιών και του προσκυνήματος, οι χώροι αυτοί μετατράπηκαν από ιερούς χώρους σε πολιτικούς δημόσιους χώρους, στην περίπτωση της βρετανικής πρεσβείας και της αναχώρησης για την Κομ, οι χώροι διαμαρτυρίας και αντίστασης διαμορφώθηκαν μέσω της φυσικής απουσίας των πολιτών∙ οι άνθρωποι μποϊκοτάρισαν την πόλη. Η Τεχεράνη έχασε το κύριο εργατικό δυναμικό της∙ αυτό ήταν μια διαμαρτυρία μέσω της απουσίας τους. Ο πολιτικός δημόσιος χώρος διαμορφώθηκε μέσω της απουσίας των ανθρώπων.
Το ερώτημα είναι: πόσοι μπαστί υπήρχαν στον κήπο της βρετανικής πρεσβείας· Με άλλα λόγια, τι σημαίνουν 14.000 άνθρωποι στο πλαίσιο της Τεχεράνης των αρχών του 20ού αιώνα· Η πλησιέστερη έρευνα για τον πληθυσμό της Τεχεράνης στην εποχή της επανάστασης πραγματοποιήθηκε το 1922, 16 χρόνια αργότερα. Εκείνη τη χρονιά, η πόλη και τα περίχωρά της είχαν πληθυσμό 210.000 άτομα.[45] Με βάση αυτόν τον αριθμό, η Τεχεράνη είχε περίπου 200.000 κατοίκους την εποχή της επανάστασης, αν όχι λιγότερους. Το 1932, το κράτος διεξήγαγε άλλη μια έρευνα και αυτή τη φορά ο πληθυσμός κατηγοριοποιήθηκε με βάση διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Ο ανδρικός πληθυσμός μεταξύ 20 και 65 ετών αποτελούσε το 28% του συνολικού πληθυσμού.[46] Χρησιμοποιώντας την ίδια αναλογία, το 1906, στην Τεχεράνη ζούσαν περίπου 56.000 άνδρες μεταξύ 20 και 65 ετών. Υποθέτοντας ότι αυτές οι ηλικιακές ομάδες περιλάμβαναν την πλειονότητα των διαμαρτυρόμενων στην πρεσβεία, πάνω από το ένα τέταρτο του παραγωγικού ανδρικού πληθυσμού της πόλης βρισκόταν στη βρετανική πρεσβεία. Λαμβάνοντας υπόψη την υψηλότερη εκτίμηση των μπαστί σε 20.000 άτομα, αυτό θα σήμαινε ότι πάνω από το ένα τρίτο του παραγωγικού πληθυσμού της πόλης απουσίαζε. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί προέρχονταν από τα πιο εύπορα τμήματα της κοινωνίας, κυρίως από εμπόρους, καταστηματάρχες, τεχνίτες και φοιτητές. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την πολιτική και οικονομική πίεση που ασκούσε η απουσία τους στο κράτος. Τέλος, με βάση τις αφηγήσεις του Κασραβί και του Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σταδιακά σε όλη τη χώρα και ο κόσμος σε άλλες πόλεις ακολούθησε τους διαδηλωτές στην Τεχεράνη, γεγονός που πρόσθεσε επιπλέον πίεση στο κράτος.[47]
Συνοψίζοντας, στην Τεχεράνη των αρχών του 20ού αιώνα, ο θρησκευτικός λόγος ήταν η πρωταρχική δύναμη που μπορούσε να υπερβεί τα διάφορα κοινοτικά όρια και τους αντιπάλους, καθώς και να δημιουργήσει μια κοινή πολιτική αντίληψη μεταξύ των ανθρώπων. Η χωρική εκδήλωση αυτού του λόγου παρείχε στους ανθρώπους τις βασικές πλατφόρμες των πολιτικών αγώνων. Τα κύρια τζαμιά και ο ιερός τόπος προσκυνήματος της Τεχεράνης ανήκαν σε όλα τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και δεν ήταν χρωματισμένα από την κοινοτική ταυτότητα. Μπορούσαν να ”δημιουργήσουν” ένα κοινό που ξεπερνούσε τα κοινωνικά στρώματα και μπορούσαν να αναπαραστήσουν αυτό το κοινό χωρικά. Επιπλέον, η έννοια της ιερότητας αυτών των χώρων θεωρήθηκε ως εμπόδιο για τις κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτό το θρησκευτικό εμπόδιο ήταν ο λόγος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου ρεπερτορίου διαμάχης –μπαστ νισινί– στην ιρανική κοινωνία, στο οποίο οι άνθρωποι συνήθιζαν να καταλαμβάνουν ιερούς χώρους μέχρι να επιτύχουν τους στόχους τους. Ως αποτέλεσμα, οι ιεροί χώροι των ιρανικών πόλεων έγιναν πολιτικοί δημόσιοι χώροι. Υπήρξαν υποκατάστατα των δρόμων και των πλατειών των πόλεων ως κοινών τόπων πολιτικών αγώνων σε όλο τον κόσμο.
Μια αντίληψη που θεωρείται γενικά δεδομένη είναι ότι κάθε επανάσταση ή μεγάλο κοινωνικό κίνημα πρέπει να εξαρτάται από τους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων για τις χωρικές εκδηλώσεις του. Υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες για τον πολιτικό ρόλο των δρόμων και των πλατειών. Από τους δρόμους του Παρισιού κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας του 1871 έως την πλατεία Ταχρίρ κατά τη διάρκεια της Αιγυπτιακής Επανάστασης του 2011, οι δρόμοι και οι πλατείες θεωρούνται τα βασικά θεμέλια των πολιτικών αγώνων σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, όπως κατέδειξε η παρούσα εργασία, είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί η Ιρανική Συνταγματική Επανάσταση ένα κίνημα χωρίς δρόμους και πλατείες. Στην Τεχεράνη και σε άλλες κύριες πόλεις της χώρας, τα σημαντικότερα επεισόδια της διαμάχης σημειώθηκαν σε ιερούς χώρους, όπως τζαμιά και ιερά προσκυνήματα. Η Ιρανική Συνταγματική Επανάσταση προσθέτει ένα ζωτικό σύνολο παραδειγμάτων στο σύνολο των γνώσεων σχετικά με τη χωρικότητα των κοινωνικών κινημάτων και των δημόσιων χώρων. Δείχνει τη δυνατότητα εναλλακτικών μορφών πολιτικών δημόσιων χώρων και πλαισίων διαμάχης.
Η παρούσα εργασία εξέτασε τους πολιτικούς δημόσιους χώρους ως κοινωνικά προϊόντα. Υποστήριξε ότι, στην Τεχεράνη των αρχών του 20ού αιώνα, η παραγωγή αυτών των χώρων ήταν στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική διαμόρφωση της αστικής κοινωνίας. Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ιρανικός αστικός πληθυσμός ήταν ιδιαίτερα κατακερματισμένος σε πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες. Με όλες τις παραταξιακές συγκρούσεις τους, οι ομάδες αυτές δυσκολεύονταν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μεγάλοι ιεροί χώροι των ιρανικών πόλεων ήταν οι μοναδικές πλατφόρμες που ανήκαν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες και μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο κοινό από τα κοινωνικά τμήματα. Κατά συνέπεια, χωρίς τη διερεύνηση αυτών των κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, δεν είναι δυνατόν να παρασχεθεί ακριβής ανάλυση των ιρανικών πολιτικών για τον δημόσιο χώρο.
Η έννοια της κοινωνικής παραγωγής των δημόσιων χώρων ανοίγει ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων για τη διερεύνηση των χώρων των πολιτικών αγώνων. Οι δρόμοι και οι πλατείες χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους ως οι κυριότεροι φορείς πολιτικών δημόσιων χώρων. Κάθε κοινωνία μπορεί να παράγει τους μοναδικούς της πολιτικούς χώρους με βάση τις ιδιαιτερότητές της. Θα ήταν παραπλανητικό να αγνοήσουμε αυτές τις εναλλακτικές μορφές χωρικότητας και να αναζητήσουμε απλώς τους δρόμους και τις πλατείες ως χώρους των κοινωνικών κινημάτων σε διάφορα γεωγραφικά και ιστορικά περιβάλλοντα. Με την εξέταση μιας εναλλακτικής γεωγραφίας, η μελέτη της Ιρανικής Συνταγματικής Επανάστασης αποτελεί μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί η κατανόηση της χωρικότητας των κοινωνικών κινημάτων και να ανοίξουν νέες δυνατότητες για παρόμοιες έρευνες επί του θέματος. Δείχνει ότι οι εναλλακτικές γεωγραφίες και κοινωνίες μπορούν να παράγουν εναλλακτικές χωρικές και πολιτικές εκδηλώσεις.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Ashkan Rezvani-Naraghi, “A Street-less Revolution: The Production of Political Public Spaces during Iran’s 1905-06 Constitutional Revolution”, Dans Histoire urbaine, 2019/2 (νο 55), σσ. 91 -106. https://www.cairn.info/revue-histoire-urbaine-2019-2-page-91.htm.
Σημειώσεις
[1] Για ορισμένες εργασίες σχετικά με το θέμα, βλ: Don Mitchell, The Right to the City: Social Justice and the Fight for Public Space, Νέα Υόρκη, The Guilford Press, 2003· Henri Lefebvre, The Production of Space, μεταφρ. Donald Nicholson-Smith, Μάλντεν, Blackwell Publishing, 1991· του ίδιου, Writings on Cities, trans. Eleonore Kofman and Elizabeth Lebas, Μάλντεν, Blackwell Publishers, 1996· David Harvey, “The Right to the City”, στο Social Justice and the City, αναθεωρημένη έκδοση, Άτενς, The University of Georgia Press, 2009, σσ. 315-332· του ίδιου, Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution, Λονδίνο, Verso, 2012· Setha Low, On the plaza: The politics of public space and culture, Όστιν, University of Texas Press, 2000· eadem and Neil Smith, (εμπιμ.), The Politics of Public Space, Νέα Υόρκη, Routledge, 2006· Mustafa Dikeç, Badlands of the Republic: Space, Politics and Urban Policy, Μάλντεν, Blackwell Publishing, 2008· Mark Purcell, “Excavating Lefebvre: The Right to the City and Its Urban Politics of the Inhabitant”, GeoJournal, 58, 2002, σσ. 99-108· Philip Howell, “Public Space and the Public Sphere: Political Theory and the Historical Geography of Modernity”, Environment and Design, 11, 1993, σσ. 303-322· Margaret Kohn, Radical Space: Building the House of the People, Ίθακα, Cornell University Press, 2003.
[2] Έμφαση στο πρωτότυπο κείμενο: Don Mitchell, The Right to the City, ό.π., σελ. 35.
[3] Στο ανεκτίμητο βιβλίο του, ο Ervand Abrahamian, χρησιμοποιεί τον όρο κατακερματισμένη [fragmented] κοινωνία για να περιγράψει την ιρανική κοινωνία του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εδώ, προτιμώ να χρησιμοποιήσω τον όρο κατατμημένη [segmented] κοινωνία, καθώς ο κατακερματισμός [fragmentation] αναφέρεται στη διάσπαση ενός συνόλου σε κομμάτια. Η ιρανική κοινωνία του 19ου αιώνα δεν ήταν ένα σύνολο που θα κατακερματιζόταν [fragmented]. Αποτελούνταν από πολυάριθμα μικρότερα τμήματα: Ervand Abrahamian, Iran between two revolutions, Πρίνστον, Princeton University Press, 1983, σσ. 11, 35, 41, 58 και 161.
[4] Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί η κοινωνία με βάση την οικονομική θέση των ανθρώπων. Υπάρχουν διάφορες ταξινομήσεις για την ιρανική αστική κοινωνία του 19ου αιώνα. Ωστόσο, αυτές οι ταξινομήσεις αποτελούν αντικειμενική επιβολή των μελετητών για τις ταξικές δομές στον ιρανικό πληθυσμό του 19ου αιώνα και όχι υποκειμενική ταξική συνείδηση εκείνη την εποχή. Ervand Abrahamian, Iran between two revolutions, ό.π., σσ. 33-34∙ Ahmad Ashraf, “The roots of emerging dual class structure in nineteenth-century Iran”, Iranian Studies 14, τεύχος 1 /2, Χειμώνας – Άνοιξη, 1981, σ. 7∙ του ίδιου and Ali Banuazizi, “Class system v. classes in the Qajar period”, στο Encyclopædia Iranica, 15 Δεκεμβρίου 1992, στη διεύθυνση https://iranicaonline.org/articles/class-system-v (πρόσβαση 1 Ιουνίου 2016).
[5] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιρανική αστική κοινωνία του 19ου αιώνα, βλ: Ann K.S. Lambton, Islamic society in Persia, Οξφόρδη, University Press, 1954· Ervand Abrahamian, Iran between two revolutions, ό.π..· του ίδιου, A history of modern Iran, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 2008· Nikki R. Keddie, Qajar Iran and the rise of Reza Khan 1796-1925, Κόστα Μέσα, Mazda Publishers, 1999· του ίδιου, “Class structure and political power in Iran since 1796”, Iranian Studies 11, τεύχος 1/4, 1978, σσ. 305-330· Gavin R. G. Hambly, “The traditional Iranian city in the Qajar period”, στο Peter Avery, Gavin Hambly and Charles Melville (επιμ.), The Cambridge History of Iran: From Nadir Shah to the Islamic Republic, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 2007, τόμος 7, σσ. 542-589.
[6] Ervand Abrahamian, Iran between two revolutions, ό.π., σελ.36.
[7] Nikki R. Keddie, “Class structure and political”, ό.π., σελ. 305. Η Shirin Mahdavi χρησιμοποιεί τον όρο «ομάδες στάτους» αντί για κάθετες τάξεις, Shirin Mahdavi, “Everyday life in late Qajar Iran”, Iranian Studies, 45, νο. 3, Μάιος 2012, σελ. 356.
[8] Ahmad Ashraf and Ali Banuazizi, “Class system v. classes”, ό.π..
[9] Gavin R.G. Hambly, “The traditional Iranian city”,ό.π.., σελ. 566.
[10] Ό.π.
[11] Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα αυτό, βλ: Άχμαντ Άσραφ, «Βιζιγκιχά-γι ταριχί-γι σαχρνισινί νταρ Ιράν: Ντουρί-γι Ισλαμί [Τα ιστορικά χαρακτηριστικά της αστικοποίησης στο Ιράν: Ισλαμική εποχή]», Μουτάλι’τ-ι Τζαμι’χσιναχτί, νο. 4, Καλοκαίρι 1353 [1974], σσ. 38-41.
[12] Ann K.S. Lambton, Islamic society in Persia, ό.π, σελ. 15.
[13] Ervand Abrahamian, Iran between two revolutions, ό.π, σελ. 26.
[14] Για μερικά παραδείγματα, βλ: Hossein Mirjafari and J.R. Perry, “The Ḥaydarī-Ni‘matī conflicts in Iran”, Iranian Studies, 12, νο. 3/4, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1979, σσ. 135-162· Άχμαντ Άσραφ, «Βιζιγκιχά-γι ταριχί-γι σαχρνισινί...», ό.π., 28-33· Ervand Abrahamian, Iran between Two Revolutions, σελ. 26.
[15] Ervand Abrahamian, “Oriental despotism: The case of Qajar Iran”, International Journal of Middle East Studies, 5, νο. 1, Ιανουάριος 1974, σελ. 36.
[16] Guity Nashat, “From bazaar to market: Foreign trade and economic development in nineteenth-century Iran”, Iranian Studies, 14, νο. 1/2, Χειμώνας - Άνοιξη 1981, σελ. 53.
[17] Ervand Abrahamian, “The causes of the constitutional revolution in Iran”, International Journal of Middle East Studies, 10, νο. 3, Αύγουστος 1979, σελ. 388.
[18] Για διάφορες μελέτες που εξετάζουν το ρόλο των εμπόρων και της ιδιοκτήτριας μεσαίας τάξης, βλ: Ervand Abrahamian, “The causes of the constitutional revolution”, ό.π.· του ίδιου, Iran between two revolutions, ό.π.· Gad G. Gilbar, “The big merchants (tujjār) and the Persian Constitutional Revolution of 1906”, Asian and African Studies, 11, νο. 3, 1976-77, σσ. 275-303· Gad G. Gilbar, “Qajar dynasty viii. ‘Big merchants’ in the late Qajar period”, Encyclopedia Iranica, 20 Φεβρουαρίου 2015, http://www.iranicaonline.org/articles/qajar-big-merchants (πρόσβαση στις 17 Οκτωβρίου, 2015)· Gad G. Gilbar, “The opening up of Qājār Iran: Some economic and social aspects”, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, 49, νο. 1, 1986, σσ. 76-89· Guity Nashat, “From Bazaar to market”, ό.π.· Mohammad Reza Afshari, “The pishivaran and merchants in precapitalist Iranian society: An essay on the background and causes of the Constitutional Revolution”, International Journal of Middle East Studies, 15, νο. 2, Μάιος 1983, σσ. 133-155.
[19] Gad G. Gilbar, “The Persian economy in the mid-19th century”, Die Welt des Islams, New Series, 19, νο. 1/4, 1979, σελ. 201.
[20] Guity Nashat, “From bazaar to market”, ό.π., 61· Charles Issawi, An economic history of the Middle East and North Africa, Νέα Υόρκη, Columbia University Press, 1982, σσ. 23-7· Gad G. Gilbar, “The opening up of Qājār Iran”, ό.π., σελ. 76. Για τους λόγους αυτής της ανάπτυξης, βλ.: Guity Nashat, “From bazaar to market”, ό.π., σελ. 59· Hassan Hakimian, “Economy viii. in the Qajar period”, Encyclopedia Iranica, Δεκεμβρίου 1997, στη διεύθυνση http://www.iranicaonline.org/articles/hajj-sayyah (πρόσβαση 10 Σεπτεμβρίου 2015). Για την ιστορία και τον μετασχηματισμό του εμπορίου στη Μέση Ανατολή και το Ιράν και τον αντίκτυπο των αποικιοκρατικών δυνάμεων, βλ.: Charles Issawi, An economic history, ό.π.· Charles Issawi (ed.), The economic history of Iran 1800-1914, Σικάγο, The University of Chicago Press, 1971.
[21] Guity Nashat, “From bazaar to market”, ό.π., σελ. 74· Hassan Hakimian, “Economy”, ό.π.
[22] Gad G. Gilbar, “The opening up of Qājār Iran”, ό.π., σελ. 78-80· του ίδιου, “The Persian economy”, ό.π., σελ. 186· Guity Nashat, The origins of modern reform in Iran, 1870-80, Urbana, University of Ουρμπάνα Press, 1982, σελ. 10· του ίδιου, “From bazaar to market”, ό.π., σσ. 59 και 75· Nikki R., Keddie, “The economic history of Iran, 1800-1914, and its political impact: an overview”, Iranian Studies, 5, νο. 2/3, Άνοιξη - Καλοκαίρι 1972, σελ. 67.
[23] Gad G. Gilbar, “The opening up of Qājār Iran”, ό.π., σσ. 84-85.
[24] Του ίδιου, σσ. 86-88.
[25] Νωρίτερα εκείνο το έτος, είχε κυκλοφορήσει στην πόλη μια φωτογραφία του Νω που τον έδειχνε να παρευρίσκεται σε χορό με φορεσιά ‘ουλαμά. Είχε προσβάλει τους κληρικούς και τους ώθησε να κάνουν κήρυγμα εναντίον του στα τζαμιά τους.
[26] Για τις λεπτομερείς περιγραφές αυτού του επεισοδίου διαμάχης και της συγκέντρωσης των εμπόρων στο ιερό, βλ: Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν [Η ιστορία της αφύπνισης του Ιράν], τόμος 1, Τεχεράνη, Ιτισαράτ-ι Μπουνιάντ-ι Φαρχάνγκ-ι Ιράν, 1357 [1978], σελ. 293-295· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, τόμος 1, Costa Mesa, Mazda Publishers, 2006, σσ. 46 και 62-64. Ο Άχμαντ Κασραβί χρονολογεί την αναχώρηση των εμπόρων εννέα ημέρες νωρίτερα, στις 16 Απριλίου.
[27] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μπαστ και το μπαστ νισινί, βλ.: Jean Calmard, “Bast”, Encyclopedia Iranica, ό.π., στη διεύθυνση http://www.iranicaonline.org/articles/bast-sanctuary-asylum (πρόσβαση 13 Οκτωβρίου 2015)· ‘Αμπάς Χαλισί (Σιραζί), Ταριχτσί-γι μπαστ βα μπαστνισινί [Η ιστορία του μπαστ και του μπαστ νισινί], Τεχεράνη, Ιντισαράτ-ι ‘ιλμί, 1366 [1988]· Peyman Eshaghi, “Quietness beyond political power: Politics of taking sanctuary (bast neshini) in the shi‘ite shrines of Iran”, Iranian Studies, 49, νο. 3, 2016, σσ. 493-514.
[28] Peyman Eshaghi, “Quietness beyond political power”, ό.π., σελ. 493.
[29] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 1, σελ. 295.
[30] Του ίδιου, τόμος 2, σσ. 331-339· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν [Η ιστορία της ιρανικής συνταγματικής επανάστασης], τόμος 2, Τεχεράνη, Ιντισαράτ-ι Σουχάν, 1383 [2004], σσ. 263-271· Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, Cambridge, The University Press, 1910, σσ. 112-113· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σσ. 73-76· Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά [Η ζωή του Γιαχιά], τόμος 2, Τεχεράνη, Ιντισαράτ-ι ‘Ατάρ, 1361 [1982], σσ. 10-14· Χασσάν Ι’ζάμ Κουντσί, Κιτάμπ-ι χατιράτ-ι μαν για ρουσάν σοντάν-ι ταρίχ-ι σαντ σάλιχ [Το βιβλίο των αναμνήσεών μου ή εξηγώντας εκατό χρόνια ιστορίας], τόμος 1, Τσαπχανιχιί Χιινταρί, 1342 [1963], σσ. 106-107.
[31] Οι Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί και Μεχντί Μαλεκζαντέχ αναφέρουν ότι μόνο λίγοι έμποροι προσχώρησαν στους διαδηλωτές και οι περισσότεροι από αυτούς δεν τόλμησαν να φύγουν από την πόλη. Αντίθετα, ο Edward G. Browne υποστηρίζει ότι οι έμποροι και οι "εμποροβιοτέχνες" είχαν ισχυρή παρουσία στο μπαστ: Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 2, σελ. 344· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π., σελ. 275· Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, σελ. 114.
[32] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος, 2, σσ. 340-367· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π., τόμος 2, σσ. 271-303· Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, ό.π., σσ. 113-114· Ahmad, Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, τόμος 1, σσ. 73-76· Χασσάν Ι’ζάμ Κουντσί, Κιτάμπ-ι χατιράτ-ι μαν..., ό.π., τόμος 1, σσ. 107-114.
[33] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 3, σσ. 478-500· Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά, ό.π., τόμος 2, σσ. 68-70· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π, τόμος 2, σσ. 352-364· Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, ό.π., σσ. 115-18· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σσ. 120-132· Χασσάν Ι’ζάμ Κουντσί, Κιτάμπ-ι χατιράτ-ι μαν..., τόμος 1, σσ. 121-126· Σαγίντ Άχμαντ Ταφρισί Χουχαϊνί (επιμ.), Ρουζναμέ-γι αχμπάρ-ι μασρουτιγιάτ βα ενκελάμπ-ι Ιράν [Το ημερολόγιο της Συνταγματικής Επανάστασης του Ιράν], Ιράτζ Αφσάρ, Τεχεράνη, Ιντισαράτ-ι Αμιρκαμπίρ, 1351 [1973], σσ. 23-26.
[34] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 3, σσ. 501-502 and 509· Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά, ό.π., τόμος 2, σσ. 71-72· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σσ. 134-5· Χασσάν Ι’ζάμ Κουντσί, Κιτάμπ-ι χατιράτ-ι μαν..., ό.π., τόμος 1, σελ. 127· Σαγίντ Άχμαντ Ταφρισί Χουσαϊνί (επιμ.), Ρουζναμέ-γι αχμπάρ-ι μασρουτιγιάτ βα ενκελάμπ-ι Ιράν, ό.π., σελ. 26.
[35] Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, ό.π., σελ. 119· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σελ. 145. Οι Γιαχιά Ντουλαταμπαντί και Μεχντί Μαλεκζαντέχ εκτιμούν ότι 20.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πρεσβεία: Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά, ό.π., τόμος 2, σελ. 73· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π., τόμος 2, σελ. 374.
[36] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 3, σσ. 514 και 534.
[37] Για τις λεπτομέρειες του μπαστ στο εσωτερικό της πρεσβείας, βλ.: Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 3, σσ. 509-568· Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά, ό.π., τόμος 2, σσ. 71-81 . Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, τόμος 2, σσ. 373-379· Edward G. Browne, The Persian revolution of 1905-1909, σσ. 118-121· Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σσ. 133-148· Σαγίντ Άχμαντ Ταφρισί Χουσαϊνί (επιμ.), Ρουζναμέ-γι αχμπάρ-ι μασρουτιγιάτ βα ενκελάμπ-ι Ιράν, ό.π., σσ. 26-41· Χασσάν Ι’ζάμ Κουντσί, Κιτάμπ-ι χατιράτ-ι μαν..., ό.π., τόμος 1, σσ. 127-135.
[38] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, ό.π., τόμος 2, σσ. 395-399.
[39] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Σαχ Τζαμί, βλ.: Χουσαΐν Καριμιγιάν, Τεχράν νταρ γκουζαστέχ βα χαλ [Η Τεχεράνη στο παρελθόν και το παρόν], Τεχεράνη, Ιντισαράτ-ι Ντανισγκάχ-ι Μιλλί, 1335 [1976], σσ. 201-203· Jennifer M. Scarce, ‘‘The Role of Architecture in the Creation of Tehran’’, στο Chahryar Adle and Bernard Hourcade (επιμ.), Téhéran capitale bicentenaire, Παρίσι, Institut Français de Recherche en Iran, 1992, σσ. 80-81 .
[40] Peyman Eshaghi, ‘‘Quietness beyond Political Power’’, ό.π., σελ. 494.
[41] Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, 2, σσ. 347-348.
[42] Ο Μεχντί Μαλεκζαντέχ υπερεκτιμά τον αριθμό των ανθρώπων στο τζαμί της Παρασκευής και υπολογίζει ότι συγκεντρώθηκαν εκεί 20.000 έως 30.000 άνθρωποι, κάτι που είναι εντελώς εξωπραγματικό.: Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π., τόμος 2, σελ. 358.
[43] Γιαχιά Ντουλαταμπαντί, Χαγιάτ-ι Γιαχιά, ό.π., τόμος 2, σελ. 73· Μεχντί Μαλεκζαντέχ, Ταρίχ-ι ενκελάμπ-ι μασρουτιγιάτ-ι Ιράν, ό.π., τόμος 2, σελ. 374.
[44] Για την ιστορία του μπαστ σε πρεσβείες και ξένα εδάφη, βλ.: Peyman Eshaghi, ‘‘Quietness beyond political power’’, ό.π., σελ. 499.
[45] Μπαλαντιγίχ Τεχράν, Σαρσουμαρί-γι νοφούς-ι σαχρ-ι Τεχράν: Νταρ σαναβάτ-ι 1262 βα 1270 βα 1301 βα 1311 [Η έρευνα του πληθυσμού της Τεχεράνης κατά τα έτη 1262 και 1270 και 1301 και 1311], Τεχεράνη, Ματμπα’έ-γι Ματζλίς, 1312 [1933], σελ. 16.
[46] Ό.π., σελ. 67.
[47] Ahmad Kasravi, History of the Iranian Constitutional Revolution, ό.π., τόμος 1, σελ. 138· Ναζίμ αλ-Ισλάμ Κερμανί, Ταρίχ-ι μπινταρί-γι Ιρανιάν, τόμος 3, σσ. 509-540.