Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2025 15:04

Θέσεις για την τρέχουσα κατάσταση

Έργο του Ρέντκο Κλίμεντ του 1924

 

 

Αριστεροί Κομμουνιστές

 

Θέσεις για την τρέχουσα κατάσταση

 

 

Από τους συντάκτες του Κομμουνίστ.

 

Κάθε σύντροφος που παρακολουθεί στενά τη ζωή του κόμματος θα γνωρίζει ότι στις αρχές του τρέχοντος έτους προέκυψαν σοβαρές διαφωνίες στις γραμμές του κόμματος σχετικά με το ζήτημα της σύναψης ειρήνης με τη Γερμανία.

Οι διαφορές αυτές συζητήθηκαν δύο φορές από την Κεντρική Επιτροπή μαζί με τους υπεύθυνους εργαζομένους του κόμματος: την πρώτη φορά στις 20 (7) Ιανουαρίου και τη δεύτερη, στις 3 Φεβρουαρίου (21 Ιανουαρίου) του 1918. Σε αυτές τις συνεδριάσεις εμφανίστηκαν δύο βασικές τάσεις, από τις οποίες η μία, η «δεξιά», υποστήριζε την ταχεία σύναψη ειρήνης με τους τότε προσφερόμενους όρους, χωρίς να φτάσει το ζήτημα μέχρι τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, και η άλλη, η «αριστερά», ζητούσε την απόρριψη αυτών των όρων και τη διεξαγωγή επαναστατικού πολέμου. Μια ενδιάμεση τάση ήταν κατά της υπογραφής μιας ειρήνης με προσαρτήσεις, αλλά και κατά της συνέχισης του πολέμου.

Όπως είναι γενικά γνωστό, στην αρχή επικράτησε αυτή η ενδιάμεση θέση. Μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης –της απάντησης στην τακτική να σταματήσει ο πόλεμος χωρίς να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης– το ζήτημα τέθηκε ξανά στην ημερήσια διάταξη της Κεντρικής Επιτροπής και τελικά πάρθηκε η απόφαση ότι πρέπει να υπογραφεί ειρήνη. Ως αποτέλεσμα, η μειοψηφία, που επέμενε στην αποδοχή του πολέμου κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού, εγκατέλειψε την Κ.Ε. και στη συνέχεια οι σύντροφοι που ακολουθούσαν αυτή την τάση εγκατέλειψαν υπεύθυνες θέσεις στα όργανα της σοβιετικής εξουσίας.

Οριστική λύση σε αυτές τις διαφορές στην αρχική τους μορφή δόθηκε από το συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαρτίου και το συνέδριο των Σοβιέτ που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαρτίου. Το συνέδριο του κόμματος, με πλειοψηφία 28 προς 12 με 4 αποχές, ενέκρινε την τακτική της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής και αναγνώρισε την επιβεβαίωση της ειρήνης ως αναπόφευκτη. Το συνέδριο των Σοβιέτ επικύρωσε την ειρήνη με σημαντική πλειοψηφία.

Η ομάδα των αριστερών μπολσεβίκων που εξέδιδε την εφημερίδα Κομμουνιστής στην Πετρούπολη, η μειοψηφική ομάδα στο συνέδριο του κόμματος, θεώρησε ωστόσο λάθος να μην μιλήσει καθόλου στο συνέδριο των Σοβιέτ. Σε αυτό το συνέδριο κατατέθηκε ένα ψήφισμα στο όνομα 58 αντιπροσώπων και 10 μελών της Ts.I.K.[1], στο οποίο οι αριστεροί κομμουνιστές δήλωναν ότι δεν μπορούσαν να ψηφίσουν υπέρ της επικύρωσης της ειρήνης, καθώς τη θεωρούσαν εξαιρετικά επιζήμια για την υπόθεση της ρωσικής επανάστασης και του διεθνούς προλεταριάτου. Ωστόσο, σεβόμενοι την κομματική πειθαρχία, δεν θα ψήφιζαν κατά, αλλά θα απείχαν από την ψηφοφορία.

Μετά την επικύρωση της ειρήνης φάνηκε, από τη μία πλευρά, ότι οι διαφορές στο κόμμα έχασαν τον λόγο ύπαρξής τους, αφού η επικύρωση της ειρήνης, το μοναδικό σημείο που θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις, είχε γίνει ένα ολοκληρωμένο και αναντίρρητο γεγονός. Αλλά από την άλλη πλευρά, η υπογραφή της ειρήνης έθετε τις βάσεις για την εμφάνιση νέων διαφορών. Η υπογραφή της ειρήνης δεν μπορούσε να είναι μια απλή νομική πράξη· ήταν ένα γεγονός που άλλαξε ριζικά το σύνολο της πολιτικής και οικονομικής τοποθέτησης. Στα επιχειρήματα γύρω από τη σύναψη της ειρήνης, εκδηλώθηκαν δύο διαφορετικές απόψεις για τα καθήκοντα του ρωσικού προλεταριάτου, δύο εκτιμήσεις της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης. Η ίδια η σύναψη της ειρήνης έθεσε τη ρωσική επανάσταση σε ένα σταυροδρόμι. Η κομματική πλειοψηφία έχει αρχίσει να ακολουθεί έναν πολιτικό δρόμο, ενώ η κομματική μειοψηφία –η αριστερή, προλεταριακή-κομμουνιστική πτέρυγα– ακολουθεί έναν άλλο.

Είναι ακόμη δύσκολο να πούμε πόσο οι δύο δρόμοι θα αποκλίνουν ακόμη περισσότερο. Είναι πιθανό οι διαφορές να αμβλυνθούν κατά τη διάρκεια συντροφικών συζητήσεων. Είναι επίσης πιθανό ότι θα γίνουν ακόμα βαθύτερες. Σε κάθε περίπτωση, η αριστερή πτέρυγα δεν θεωρεί απαραίτητο ή χρήσιμο να τις αποκρύψει. Με αυτό το σκεπτικό, το περιφερειακό γραφείο της Μόσχας του ΡΚΚ, το οποίο συντάσσεται με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, άνοιξε τις σελίδες του περιοδικού του που εκδίδεται τώρα για να συζητηθούν αυτές οι διαφορές[2]. Οι θέσεις που τυπώνονται παρακάτω αντιπροσωπεύουν τις απόψεις της συντακτικής επιτροπής για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα της ρωσικής εργατικής τάξης. (Οι θέσεις αυτές διαβάστηκαν και συζητήθηκαν στην κοινή συνεδρίαση της ομάδας των αριστερών κομμουνιστών και των συντρόφων ηγετών του κομματικού κέντρου, στις 4 Απριλίου 1918).

 

1. Με τη σύναψη μιας ειρήνης με προσαρτήσεις με τη Γερμανία έκλεισε η προηγούμενη περίοδο της ρωσικής επανάστασης και ανοίγει ένα νέο στάδιο γι’ αυτήν. Ως συνέπεια της αντίφασης μεταξύ του γερμανικού ιμπεριαλισμού και της επανάστασης των Ρώσων εργατών και αγροτών, τα επαναστατικά διεθνή αιτήματα αντιπαρατέθηκαν στα προσαρτητικά σχέδια των ιμπεριαλιστών. Αυτή η αντιπαράθεση από μόνη της παρήγαγε μια όξυνση της ταξικής πάλης στην Αυστρία και τη Γερμανία, η οποία αμβλύνθηκε προσωρινά όταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ανέλαβε αποφασιστική δράση εναντίον της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Η γερμανική επίθεση, το γερμανικό τελεσίγραφο και η ειρήνη με προσαρτήσεις ήταν μορφές και όπλα αυτής της επίθεσης.

 

2. Στις αρχές Μαρτίου η προλεταριακή και αγροτική επανάσταση βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιλογή: αποδοχή ή απόρριψη της μάχης. Η αποφασιστική πλειοψηφία των εργατικών, στρατιωτικών και αγροτικών οργανώσεων πήρε τη δεύτερη επιλογή. Εκπρόσωποι διαφόρων στοιχείων αποτελούσαν αυτή την πλειοψηφία. Υπήρχαν πρώτα οι κουρασμένες και εξασθενημένες μάζες των στρατιωτών. Δεύτερον, υπήρχαν κάποιοι εργάτες της βόρειας βιομηχανικής περιοχής της Ρωσίας, όπου ο αποχωρισμός από τις νότιες πηγές πρώτων υλών, όπως ο άνθρακας και ο σίδηρος, είχε συνδυαστεί με τη γενική αγροτική αναστάτωση για να δημιουργήσει πείνα, μεγαλύτερη κάμψη της βιομηχανίας, ανεργία και διατάραξη της κανονικής πορείας της παραγωγικής εργασίας. Αυτό είχε οδηγήσει στην υπονόμευση του ταξικού χαρακτήρα του προλεταριάτου (αποδυνάμωση της ταξικής του συνείδησης και ενότητας) ή, εν πάση περιπτώσει, στην υποχώρηση της μαχητικότητάς του ως τάξης. Τέλος, υπήρχαν οι εκπροσωπούμενοι αγρότες της βόρειας και κεντρικής βιομηχανικής περιοχής, εξαντλημένοι από τον πόλεμο, την κακή σοδειά, τις δυσκολίες εφοδιασμού και την αναστάτωση της αστικής βιομηχανίας. Οι εργάτες και οι αγρότες των οικονομικά πιο ενεργών και καλύτερα σιτιζόμενων περιοχών του νότου, της νοτιοδυτικής χώρας και των Ουραλίων, ωστόσο, ήταν στην πλειοψηφία τους υπέρ της αποδοχής της μάχης, αλλά δεν επικράτησαν. Για να διατηρηθεί ο βιομηχανικός βορράς, ο οποίος μέχρι τότε βρισκόταν στο επίκεντρο της επανάστασης, συνήφθη ειρήνη με κόστος τον διαχωρισμό του βιομηχανικού βορρά από τον σιτοπαραγωγό και βιομηχανικό νότο.

 

3. Θα ήταν γελοίο να διακηρύξουμε, όπως οι αριστεροί SRs, μια «μη αποδοχή επί της αρχής» αυτής της ειρήνης. Η σύναψη αυτής της ειρήνης, ως νίκη των καθυστερημένων και εξαντλημένων τμημάτων των εργατών και των αγροτών, είναι ένα αντικειμενικό γεγονός που δημιουργεί μια νέα αντικειμενική κατάσταση, ένα νέο σύνολο συνθηκών για την οικονομική δραστηριότητα, έναν νέο συνδυασμό ταξικών δυνάμεων. Ο διαχωρισμός της «Μεγάλης Ρωσίας» από τη Δυτική Ουκρανία, η απειλούμενη απομόνωση από τις περιοχές Γιεκατερίνοσλαβ και Ντόνετς, η εκκένωση της Πετρούπολης – αυτά είναι αντικειμενικά γεγονότα της οικονομικής ζωής. Οι παραχωρήσεις οικονομικού χαρακτήρα που θα απαιτήσουν οι ξένοι ιμπεριαλιστές με βάση τη συνθήκη ειρήνης που θα συναφθεί στο Μπρεστ Λιτόφσκ μπορεί επίσης να έχουν ισχυρή επίδραση στις οικονομικές συνθήκες. Τέλος, η εδραίωση στις μάζες μιας παθητικής «ψυχολογίας της ειρήνης» είναι ένα αντικειμενικό γεγονός της πολιτικής κατάστασης.

Όμως, αν και λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση που δημιούργησε η ειρήνη του Μπρεστ, οι προλετάριοι κομμουνιστές δεν μπορούν να βασιστούν αποκλειστικά σε αυτά τα γεγονότα, δεν μπορούν να υιοθετήσουν το επίπεδο συνείδησης ενός καθυστερημένου, παθητικού, αδρανούς τμήματος ενός από τα τμήματα του ρωσικού προλεταριάτου ή της αγροτιάς. Καθορίζουν τα καθήκοντά τους με βάση τα συμφέροντα των εργατών της Ρωσίας συνολικά, συνδέοντας αυτά τα καθήκοντα με το αναπτυσσόμενο διεθνές επαναστατικό κίνημα. Η βασική κατεύθυνση της πολιτικής τους γραμμής δεν είναι η πάση θυσία διατήρηση των κατακτήσεων που έχουν γίνει από τους εργάτες και τους αγρότες στο σημερινό κατακερματισμένο έδαφος της σοβιετικής δημοκρατίας, γιατί αυτή η κατάσταση στην πράξη σημαίνει τη θυσία αυτών των κατακτήσεων στο καθυστερημένο έδαφος της Ρωσίας και τον μικροαστικό μετασχηματισμό του σημερινού σοβιετικού κράτους. Η γραμμή τους είναι η ανάπτυξη και η ενίσχυση ολόκληρης της Ρωσίας ως μαχητικού τμήματος της διεθνούς εργατικής επανάστασης ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό.

 

4. Η σύναψη από τη Σοβιετική Δημοκρατία μιας ειρήνης με προσαρτήσεις με τη Γερμανία έχει αναμφίβολα αποδυναμώσει προσωρινά τις δυνάμεις της διεθνούς επανάστασης και έχει ενισχύσει τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Όμως οι βασικές δυνάμεις της διεθνούς επανάστασης εξακολουθούν να αναπτύσσονται και θα χαράξουν οι ίδιες ένα δρόμο μέσα από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν, αξιοποιώντας κάποια αποτελέσματα της σύναψης της ειρήνης ως παράγοντες ενίσχυσης του επαναστατικού κινήματος.

Η σύναψη της ειρήνης έχει προς το παρόν αποδυναμώσει την προσπάθεια των ιμπεριαλιστών για μια διεθνή αναδιανομή των εδαφών. Από τη σκοπιά τους, η Ρωσία έχει απορριφθεί ως κέντρο της παγκόσμιας επανάστασης. Ο φόβος για την επιρροή της δεν ωθεί πλέον τόσο έντονα τους αντιμαχόμενους ιμπεριαλιστές τον ένα στην αγκαλιά του άλλου. (Η Ρωσία) έχει επίσης ηττηθεί ως στρατιωτική οντότητα. Ως εκ τούτου, έχει ανοίξει η δυνατότητα για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές να ρίξουν όλες τους τις δυνάμεις προς τη Δύση και να αγωνιστούν για την πλήρη νίκη επί των ιμπεριαλιστών των δυνάμεων της Αντάντ. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους πρέπει, ενόψει της επικείμενης διχοτόμησης της Ρωσίας και του κινδύνου ήττας που τους απειλεί, να καταβάλουν όλες τις προσπάθειές τους για να αντισταθούν και να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους αντισταθμιστικές προσαρτήσεις στην Άπω Ανατολή και στην Τουρκία. Για να ενισχύσουν αυτές τις κατακτήσεις, πρέπει να προσπαθήσουν να επικρατήσουν σε ένα αποφασιστικό πεδίο του πολέμου. Κατά συνέπεια, η σύναψη της ειρήνης έχει ήδη οδηγήσει σε όξυνση της αντιπαλότητας μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

 

5. Η σύναψη μιας ειρήνης με προσαρτήσεις στην παρούσα στιγμή έχει αναμφίβολα περιορίσει έντονα την ανάπτυξη των ψυχολογικών προϋποθέσεων για τη διεθνή επανάσταση, οι οποίες ωρίμαζαν πριν από την άνοιξη του 1918. Αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει, και εν μέρει προώθησε, την ανάπτυξη των υλικών αντιφάσεων που αποτελούν την κύρια βάση ενός επαναστατικού ξεσπάσματος. Η καθυστέρηση της επανάστασης να εκδηλωθεί θα την κάνει αναμφίβολα να πάρει ισχυρότερες και πιο βίαιες μορφές.

Η αύξηση της πάλης μεταξύ των συμμαχιών των ιμπεριαλιστών εξαντλεί τους διαλυμένους οικονομικούς πόρους των αντιμαχόμενων δυνάμεων˙ οδηγεί τόσο σε μια νέα καταστροφή του «ανθρώπινου υλικού» όσο και σε μια κατακόρυφη γενική οικονομική παρακμή. Η όξυνση των υλικών αντιθέσεων στη βάση της επισιτιστικής και γεωργικής κρίσης στις Κεντρικές Δυνάμεις (ιδιαίτερα στην Αυστρία) δεν μπορεί να συγκρατηθεί σε μεγάλο βαθμό από την κατάληψη της Ουκρανίας, αφού στην πιο κρίσιμη φάση –την άνοιξη του 1918– το γερμανικό κεφάλαιο δεν θα μπορέσει να αποσπάσει από εκεί τους αναγκαίους πόρους τροφίμων και αγαθών. Η κατάληψη της Ουκρανίας γίνεται τη στιγμή που τελειώνουν οι επιτάξεις σιτηρών (οι οποίες ήταν ούτως ή άλλως ανεπιτυχείς), στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου, και τη στιγμή που τα εργοστάσια και τα ορυχεία στερούνται το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, τον οπτάνθρακα, την ξυλεία, τα καύσιμα κ.λπ. και οι σιδηρόδρομοι τον άνθρακα και το σιδηροδρομικό υλικό. Ταυτόχρονα, η γερμανική πολιτική των προσαρτήσεων στο ανατολικό μέτωπο προκαλεί μια σειρά από εθνικές συγκρούσεις τόσο στα γερμανικά «άμεσα μετόπισθεν» (Πολωνία, Ουκρανία, Λετονία, Εσθονία), στην καρδιά του αυστριακού εθνικού μπλοκ (Γαλικία, Βοημία), όσο και στην ίδια τη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η σύναψη της ειρήνης έχει αρνητική επίδραση στην πνευματική και ψυχολογική ανάπτυξη της διεθνούς επανάστασης. Η επιρροή της ρωσικής επανάστασης στο διεθνές εργατικό κίνημα αποδυναμώνεται από τη συνθηκολόγησή της με τον διεθνή ιμπεριαλισμό (το τέλος της επαναστατικής προπαγάνδας στο μέτωπο, η απόρριψη της πολιτικής της αποκάλυψης του διεθνούς ιμπεριαλισμού, η ενδεχομένως «μετριοπαθής» πορεία της εσωτερικής πολιτικής στη Ρωσία). Ούτε οι απόπειρες διπλωματικών ελιγμών του σοβιετικού κράτους μπορούν να εμπνεύσουν το διεθνές προλεταριάτο, αφού αποδεικνύουν όχι τη δύναμη αλλά την αδυναμία της επανάστασης. Το ίδιο το γεγονός της σύναψης μιας ειρήνης με προσαρτήσεις ενισχύει τις αμυντικές τάσεις στα καθυστερημένα τμήματα του διεθνούς προλεταριάτου. Στη Γερμανία οι ιμπεριαλιστές είναι σε θέση να προβάλλουν αυτή την ειρήνη και να υπόσχονται στους εργάτες ειρήνη και ψωμί ως αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών νικών. Τους εκφοβίζουν με το παράδειγμα της ρωσικής ήττας και «κατάρρευσης». Στη Γαλλία και τη Βρετανία προτρέπουν τους εργάτες τους ενάντια στο γερμανικό προλεταριάτο που «πρόδωσε» τη ρωσική επανάσταση. Στην Αμερική αναπτύσσεται η αμυντικιστική αγκιτάτσια και χρησιμοποιεί κατάφωρα το σύνθημα της υπεράσπισης της ρωσικής επανάστασης από τη γερμανική κατάκτηση.

Αλλά ταυτόχρονα, η εξάπλωση της παγκόσμιας σφαγής καταστρέφει τις ελπίδες για ειρήνη που συνεπήραν τις εργαζόμενες μάζες το φθινόπωρο του 1917. Η εξαιρετικά ξεκάθαρη αποκάλυψη της πολιτικής των προσαρτήσεων των κυρίαρχων τάξεων και των κοινωνικών τους εκπροσώπων κατά τη στιγμή της σύναψης της ειρήνης αποκαλύπτει τις υποκείμενες τάσεις του αμυντισμού και της εμφύλιας ειρήνης. Προετοιμάζει την κατάρρευση των τελευταίων αναστολών που συγκρατούν τις εργατικές μάζες από τη δράση.

Η πιο κρίσιμη στιγμή στην ανάπτυξη των αντιφάσεων που φέρνει το σύνολο του ιμπεριαλιστικού συστήματος και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι κοντά. Κατά τη διάρκεια αυτής της άνοιξης και του καλοκαιριού πρέπει να αρχίσει η κατάρρευση του ιμπεριαλιστικού συστήματος, μια νίκη του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην τρέχουσα φάση του πολέμου μπορεί μόνο να αναβάλει αυτή την κατάρρευση και να αυξήσει την έντασή της όταν συμβεί.

 

6. Οι υπολογισμοί των Γερμανών ιμπεριαλιστών για τη σύναψη ειρήνης με τη Σοβιετική Δημοκρατία έχουν ως εξής. Πρώτον, φάνηκε συμφέρουσα η αναβολή της προσάρτησης της βόρειας Ρωσίας, η άμεση ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και η άμεση κατάληψη της οικονομίας της βόρειας Ρωσίας: αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη δυσκολία οργάνωσης της οικονομίας και των προμηθειών στο βορρά και στην απουσία ισχυρών αστικών παραγόντων που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την κατοχική δύναμη (π.χ. η ουκρανική Κεντρική Ράντα). Δεύτερον, ήταν σημαντικό να υποταχθεί και να αξιοποιηθεί για τις ανάγκες της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας ο σιτηροπαραγωγός και βιομηχανικός νότος. Τρίτον, αποκόπτοντας το βορρά από το νότο και δημιουργώντας έτσι μια φυσική οικονομική παρακμή στο βορρά, εκμεταλλευόμενος τον έλεγχο των πηγών των πρώτων υλών και των σιτηρών που τροφοδοτούν το βορρά και ασκώντας στρατιωτική πίεση στα κατακτημένα στρατηγικά σημεία του βορρά και στις νέες μερικές προσαρτήσεις, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός στην πραγματικότητα υπολόγιζε να υποτάξει το βορρά στα πλοκάμια του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου, καταστρέφοντας τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής επανάστασης και υπονομεύοντας έτσι εσωτερικά, από το κέντρο, τη σοβιετική εξουσία. Ο βαθμός σφοδρότητας, ο κρυφός ή ανοιχτός χαρακτήρας της επίθεσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού στη σοβιετική δημοκρατία θα εξαρτηθεί από διάφορες περιστάσεις: από τη θέση στο πεδίο του πολέμου, από την εσωτερική κατάσταση στο εσωτερικό των Κεντρικών Δυνάμεων, από την αποφασιστικότητα της αντίστασης που θα προβάλει τόσο το σοβιετικό κράτος όσο και οι επαναστατικές τάξεις τόσο στο νότο όσο και στην κατεχόμενη βορειοδυτική Ρωσία.

 

7. Εκτός από την επίθεση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, η Σοβιετική Δημοκρατία απειλείται με επίθεση από τον συνασπισμό της Αντάντ. Τα σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού στο άμεσο μέλλον θα αποσκοπούν στην υπαγωγή της οικονομίας της βόρειας Ρωσίας στην εσωτερική επιρροή του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου με εκβιασμούς της Σοβιετικής Δημοκρατίας, με απόπειρες ευνουχισμού του επαναστατικού της περιεχομένου, αλλά όχι με την άμεση ανατροπή της. Τα σχέδια του αγγλογαλλικού και ιαπωνικού ιμπεριαλισμού θα κατευθύνονται προς την ημικατοχή, την ημι-αποκατάσταση μιας αστικής-συμβιβαστικής τάξης σε ξεχωριστές περιοχές της Άπω Ανατολής, στην υπαγωγή αυτών των περιοχών στον έλεγχο του κεφαλαίου της Αντάντ μέσω των Ρώσων μικροαστών πρακτόρων τους (των ντεφενσιστών και των Καντέτ). Το τελευταίο σημείωμα των «Συμμάχων» για το ζήτημα των διαγραφέντων χρεών δείχνει, παρεμπιπτόντως, ότι και το αγγλογαλλικό κεφάλαιο τείνει να προσπαθήσει να υποτάξει τη σοβιετική δημοκρατία (όπως και η Γερμανία) στον δικό του έλεγχο στο εσωτερικό. Τέλος, οι προσπάθειες του αμερικανικού κεφαλαίου ισοδυναμούν με την υπαγωγή της σοβιετικής δημοκρατίας στην επιρροή του αμερικανικού κεφαλαίου μέσω της σοβιετικής εξουσίας και όχι όπως η Γερμανία με το παιχνίδι της εξάντλησής της. Το αμερικάνικο κεφάλαιο υπολογίζει στην περίπτωση αυτή στην εξασφάλιση για τον εαυτό του μιας υγιούς αγοράς αγροτών απαλλαγμένων από τη δουλοπαροικία, στη δημιουργία στη Ρωσία μιας βαριάς βιομηχανίας ενωμένης σε τραστ και στην αντιπαράθεση της βιομηχανικής και αγροτικής αστικής δημοκρατίας που οραματίζεται για τη Ρωσία με τους ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών – τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Συνολικά, η κατάσταση της σοβιετικής δημοκρατίας είναι τώρα τέτοια που, όντας υπό την απειλή άμεσης επίθεσης από τον ιμπεριαλισμό από όλες τις πλευρές, δεν μπορεί ακόμη να εφαρμόσει μια πολιτική γενικής ανοιχτής επίθεσης, αλλά μπορεί και πρέπει να προετοιμαστεί γι’ αυτήν ανά πάσα στιγμή, εφαρμόζοντας προς το παρόν μια πολιτική συστηματικής αντίστασης και ενεργού αντιπαράθεσης στις επιβουλές των ιμπεριαλιστών όλων των χωρών και αποχρώσεων.

 

8. Η οικονομική κατάσταση και οι ταξικές ομαδοποιήσεις στη Ρωσία μετά τη σύναψη της ειρήνης έχουν αλλάξει. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε θα δώσει τη βάση για δύο αντίθετες τάσεις (την αποδυνάμωση και την ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων), από τις οποίες η πρώτη ενισχύεται άμεσα από τη σύναψη της ειρήνης και μπορεί να επικρατήσει για το άμεσο μέλλον.

Η μερική διάλυση της περιοχής της Πετρούπολης ολοκληρώνει τη ραγδαία παρακμή της, η οποία ήταν εμφανής ήδη από την άνοιξη του 1917 και ήταν συνέπεια της οικονομικής «τεχνητής» βιομηχανίας της Πετρούπολης σε μια περίοδο πολέμου και διακοπής των θαλάσσιων επικοινωνιών. Η ειρήνη προοριζόταν να σώσει την «κόκκινη» πρωτεύουσα, αλλά έσωσε μόνο την περιοχή της Πετρούπολης και τη σκότωσε ως επαναστατική δύναμη. Η αποδιοργάνωση της παραγωγής, η ανεργία, η παρακμή του προλεταριάτου και η μείωση της ταξικής του μαχητικότητας αυξήθηκαν. Η Πετρούπολη έχασε τη σημασία της ως κύριο οικονομικό και επαναστατικό κέντρο.

Η σύναψη της ειρήνης με προσαρτήσεις υπονομεύει, αν και σε μικρότερο βαθμό, την άλλη προοδευτική βιομηχανική περιοχή, την περιοχή της Μόσχας, όπου η εργατική τάξη θα αποδυναμωθεί επίσης από τη διακοπή των προμηθειών μετάλλων, άνθρακα, σιτηρών και τη συνεπακόλουθη ανεργία και την παρακμή.

Η σύναψη μιας ειρήνης με προσαρτήσεις έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση και στην πολιτική δραστηριότητα (μαχητικότητα) της κουρασμένης και πεινασμένης φτωχής αγροτιάς των βόρειων και κεντρικών βιομηχανικών επαρχιών. Η διακοπή της αστικής βιομηχανίας, η παύση των προμηθειών σιτηρών από το νότο και ο τερματισμός της μετανάστευσης για εργασία προς τη νότια Ρωσία θα δημιουργήσουν φτωχοποίηση και παρακμή. Από την άλλη πλευρά, η προλεταριοποίηση της αγροτιάς θα προκαλέσει εν μέρει επαναστατικές παρορμήσεις και μίσος για τους Γερμανούς κατακτητές.

Η φτωχή και «εργαζόμενη» αγροτιά των αγροτικών επαρχιών, που είναι απασχολημένη με τη διανομή της γης και δεν είχε ευκαιρίες στην περίοδο της αποσύνθεσης της αστικής δομής και της πτώσης των παραγωγικών δυνάμεων όλων των χωρών, να οργανώσει μια ισχυρή ιδιωτική αγροτική οικονομία, θα συνεχίσει να υποστηρίζει τη σοβιετική εξουσία.

Η εξορυκτική και εργοστασιακή περιοχή των Ουραλίων, που συνδέεται με τα Πριουράλε [δυτική περιοχή των Ουραλίων], τη Δυτική Σιβηρία και τα βιομηχανικά τους κέντρα, αποτελεί μια συγκριτικά υγιή οικονομική περιοχή, η οποία, είναι αλήθεια, χαρακτηρίζεται έντονα από μικροαστικά στρώματα και υπόκειται επίσης στις επιπτώσεις της γενικής οικονομικής αναστάτωσης. Ανάμεσα στους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες αυτών των περιοχών η εργατική και αγροτική επανάσταση και η σοβιετική εξουσία θα βρουν επίσης υποστήριξη.

Το προλεταριάτο του νότου, που σήκωσε όλο το βάρος της ήττας της αστικής εξέγερσης στο νότο και που τώρα δείχνει την πιο αποφασιστική αντίσταση στη γερμανική κατοχή, πρέπει, παρά την καταστροφή και την εξάντληση, χάρη ακριβώς στην ταξική του διαπαιδαγώγηση μέσα στη φωτιά του εμφυλίου πολέμου, να διατηρήσει σημαντική ταξική μαχητικότητα. Μαζί με την ουκρανική φτωχή αγροτιά, η οποία απειλείται από την επιστροφή των γαιοκτημόνων και από τη γερμανική και χαϊνταμάκικη[3] ληστεία, αποτελεί ένα σταθερό στήριγμα για μια εξέγερση ενάντια στους ιμπεριαλιστές κατακτητές και τα ουκρανικά αστικά τσιράκια τους.

Η φτωχή αγροτιά της Βορειοδυτικής Ρωσίας που δε ζει στη Μαύρη Γη[4] ως αποτέλεσμα της ακόμα πιο καταστροφικής επίδρασης των γερμανικών επιτάξεων στην οικονομία της, θα δώσει επίσης, και ήδη δίνει, δυνάμεις για τον αγώνα με τους κατακτητές και τους γαιοκτήμονες που εγκαθίστανται ξανά. Ένας θετικός παράγοντας είναι η πλήρης αποστράτευση του παλιού στρατού, η οποία έστειλε πίσω εκατομμύρια ανθρώπους στην παραγωγική εργασία, η οποία συμβάλλει στην τόνωση της οικονομίας στην ύπαιθρο, την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας στην ύπαιθρο και την εξάλειψη της σάπιας αποσύνθεσης των ανενεργών στρατιωτικών μονάδων. Μόλις τώρα αρχίζουμε να νιώθουμε την ευνοϊκή επίδραση για τη βιομηχανία του de facto τερματισμού του ιμπεριαλιστικού πολέμου (από τον Οκτώβριο του 1917) και της αποστράτευσης που ξεκίνησε ταυτόχρονα.

 

9. Υπό αυτές τις συνθήκες, παρά την προσωρινή εξασθένιση των δυνάμεων της επανάστασης και παρά τη σοβαρή διεθνή κατάσταση της σοβιετικής δημοκρατίας, εντός των ορίων του σημερινού σοβιετικού κράτους δεν υπάρχει σοβαρή υποστήριξη για μια εξέγερση ούτε από τους μοναρχικούς ούτε από τα συμφιλιωτικά κόμματα.

Η οικονομία των γαιοκτημόνων και η πολιτική εξουσία της τάξης των γαιοκτημόνων έχουν καταρρεύσει· η αστική τάξη έχει ηττηθεί, δεν υπάρχει ισχυρή αγροτιά (ένα νέο στρώμα αγροτικής μικροαστικής τάξης δεν έχει προλάβει να σχηματιστεί, και το παλιό στρώμα εγκαταλείπει τη δομή υπό την πίεση των φτωχών του χωριού). Η υποστήριξη της μοναρχίας έχει εξαλειφθεί από τη δομή. Από την άλλη πλευρά, η μικροαστική τάξη των πόλεων και η αστική διανόηση έχουν επίσης καταστεί ανίσχυρες. Δεν υπάρχει καμία βάση για την αναβίωση της εξουσίας των συμφιλιωτικών κομμάτων, των μενσεβίκων και των εσέρων, που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να είναι μόνο ένα μεταβατικό στάδιο πριν από την παλινόρθωση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς και όχι την παλινόρθωση της αστικής τάξης. Ούτε υπάρχει κάποια βάση για οριστική παλινόρθωση της καπιταλιστικής και γαιοκτημονικής οικονομίας στις περιοχές που κατέλαβαν οι Γερμανοί.

Αντίθετα, υπάρχουν οι βάσεις για την ενίσχυση και την ανάπτυξη της δικτατορίας του προλεταριάτου και των φτωχών αγροτών και για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας που έχουν ξεκινήσει. Εκτός από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οι οποίοι ενισχύουν αυτή τη θετική τάση στην εξέλιξη της επανάστασης, οι ακόλουθες συνθήκες εξακολουθούν να είναι κρίσιμες. Πάνω απ’ όλα, η αρχική διαδικασία συντριβής της αστικής συμφιλιωτικής κρατικής οργάνωσης, των παλαιών σχέσεων παραγωγής και της υλικής ταξικής δύναμης της αστικής τάξης και των συμμάχων της έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Επιπλέον, η ταξική διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του δίνει ένα μεγάλο βαθμό ταξικής συνοχής, ενεργητικότητας και συνείδησης. Αντίστοιχα, οι πραγματικές κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν έχουν ενισχύσει τις επαναστατικές δυνάμεις και την ενεργητικότητα του προλεταριάτου για να αντισταθεί στην απειλή του εχθρού απέναντι σε αυτές τις κατακτήσεις. Η ενεργητική οργάνωση της παραγωγής με βάση τις σοσιαλιστικές αρχές πρέπει αφενός να ενισχύσει την οικονομική βάση του προλεταριάτου ως επαναστατικής δύναμης και αφετέρου να αποτελέσει γι’ αυτό ένα νέο σχολείο οργάνωσης και δραστηριότητας. Τέλος, η διατήρηση του δεσμού με το διεθνές και πανρωσικό προλεταριακό κίνημα αυξάνει επίσης την ταξική δραστηριότητα του προλεταριάτου και το διαφυλάσσει από την αποθάρρυνση και την εξάντληση. Αλλά ως αποτέλεσμα των άμεσων, των απευθείας συνεπειών της ειρήνης, του περιορισμού της ταξικής δραστηριότητας και της αυξημένης παρακμής του προλεταριάτου στα κύρια επαναστατικά κέντρα, ως αποτέλεσμα της αυξημένης ταξικής προσέγγισης ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες (οι οποίοι μετά την υπογραφή της ειρήνης υπό την πίεση των αιτημάτων και της επιρροής τους πρέπει να γίνουν προπύργιο της σοβιετικής εξουσίας), προκύπτει η ισχυρή πιθανότητα μιας τάσης παρέκκλισης της πλειοψηφίας του κομμουνιστικού κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας που καθοδηγείται από αυτό στο κανάλι της μικροαστικής πολιτικής νέου τύπου.

Σε περίπτωση που μια τέτοια τάση υλοποιηθεί, η εργατική τάξη θα πάψει να είναι ο ηγέτης και ο οδηγός της σοσιαλιστικής επανάστασης που εμπνέει τη φτωχή αγροτιά να καταστρέψει την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και των γαιοκτημόνων. Θα γίνει μια δύναμη που θα διαλυθεί στις τάξεις των μισοπρολεταριακών μικροαστικών μαζών, οι οποίες βλέπουν ως καθήκον τους όχι τον προλεταριακό αγώνα σε συμμαχία με το δυτικοευρωπαϊκό προλεταριάτο για την ανατροπή του ιμπεριαλιστικού συστήματος, αλλά την υπεράσπιση της μικροϊδιοκτήτριας πατρίδας από την πίεση του ιμπεριαλισμού. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός και μέσω του συμβιβασμού με τον τελευταίο. Σε περίπτωση απόρριψης της ενεργού προλεταριακής πολιτικής, οι κατακτήσεις της εργατικής και αγροτικής επανάστασης θα αρχίσουν να συσσωρεύονται σε ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού και μικροαστικών οικονομικών σχέσεων. Η «υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας» θα αποδειχθεί τότε στην πραγματικότητα ότι είναι η υπεράσπιση μιας μικροαστικής πατρίδας που υπόκειται στην επιρροή του διεθνούς κεφαλαίου.

 

10. Το κόμμα του προλεταριάτου βρίσκεται αντιμέτωπο με μια επιλογή μεταξύ δύο δρόμων. Ο ένας είναι ο δρόμος της διατήρησης και ενίσχυσης του τμήματος του σοβιετικού κράτους που έχει μείνει ανέπαφο, το οποίο είναι σήμερα από οικονομικής άποψης, λαμβάνοντας υπόψη τη μερική φύση της επαναστατικής διαδικασίας, μόνο ένας μεταβατικός οργανισμός προς το σοσιαλισμό (ενόψει της ελλιπούς εθνικοποίησης των τραπεζών, της καπιταλιστικής μορφής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, της κυριαρχίας στην ύπαιθρο της οικονομίας της μικρής κλίμακας και της μικροϊδιοκτησίας και των προσπαθειών των αγροτών να λύσουν το ζήτημα της γης με το μοίρασμα της γης). Αλλά από πολιτική άποψη αυτός ο δρόμος μπορεί, κάτω από το κάλυμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου που υποστηρίζεται από τους φτωχούς αγρότες, να μετατραπεί σε όργανο της πολιτικής κυριαρχίας των μισοπρολεταριακών μικροαστικών μαζών και να αποδειχθεί μόνο ένα μεταβατικό στάδιο προς την πλήρη κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Αυτός ο δρόμος –στα λόγια– μπορεί να δικαιολογηθεί από την προσπάθεια να διασωθούν πάση θυσία οι επαναστατικές δυνάμεις της σοβιετικής εξουσίας, έστω και μόνο στη «Μεγάλη Ρωσία», για τη διεθνή επανάσταση. Σε αυτή την περίπτωση όλες οι προσπάθειες θα κατευθυνθούν προς την ενίσχυση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της «οργανικής οικοδόμησης», απορρίπτοντας παράλληλα τη συνέχιση της συντριβής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και προωθώντας ακόμη και τη μερική τους παλινόρθωση.

 

11. Το πιθανό οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα που θα προταθεί σε περίπτωση που ακολουθηθεί με συνέπεια αυτή η πορεία, ορισμένα μέρη του οποίου μπορεί να προταθούν από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και εν μέρει και από την κομματική πλειοψηφία, έχει ως εξής.

Στην εξωτερική πολιτική η επιθετική τακτική της αποκάλυψης του ιμπεριαλισμού θα αντικατασταθεί από διπλωματικούς ελιγμούς του ρωσικού κράτους μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η σοβιετική δημοκρατία δεν θα συνάπτει μόνο εμπορικές συμφωνίες μαζί τους, αλλά μπορεί επίσης να σφυρηλατήσει οργανικούς δεσμούς τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς, αξιοποιώντας τη στρατιωτική και πολιτική τους υποστήριξη (συμφωνίες για βοήθεια από στρατιωτικούς εκπαιδευτές, πιθανόν η σύναψη χρεών με την παραδοχή του εσωτερικού ελέγχου στη χώρα, συμφωνίες για την ανάληψη κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών κ.λπ.)

Μια οικονομική πολιτική που θα ανταποκρίνεται σε μια τέτοια πορεία θα πρέπει να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση των συμφωνιών με τους καπιταλιστές εμπόρους, τόσο τους «ντόπιους» όσο και τους διεθνείς που στέκονται πίσω από την πλάτη τους, και με τους εκπροσώπους των «μεγάλων» στρωμάτων της υπαίθρου («συνεταιριστές»). Η αποεθνικοποίηση των τραπεζών, έστω και σε κρυφή μορφή, συνδέεται λογικά με αυτές τις συμφωνίες. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω του σχηματισμού ειδικών (ημι-ιδιωτικών, ημικρατικών) τραπεζών για επιμέρους κλάδους της βιομηχανίας (το καταστατικό της τράπεζας αλευρόμυλων έχει ήδη εγκριθεί), μέσω της διατήρησης της ετεροδικίας των λεγόμενων «συνεταιριστικών» τραπεζών, και μέσω της μετάβασης σε ένα σύστημα κεντρικού δημόσιου λογιστικού και της ενίσχυσης της καπιταλιστικής πίστωσης με κρατική και ημικρατική μορφή.

Στη θέση της μετάβασης από τις μερικές εθνικοποιήσεις στη γενική κοινωνικοποίηση της μεγάλης βιομηχανίας, οι συμφωνίες με τους «καπετάνιους της βιομηχανίας» θα πρέπει να οδηγήσουν στο σχηματισμό μεγάλων τραστ υπό την καθοδήγησή τους, τα οποία θα περιλαμβάνουν τους βασικούς κλάδους της βιομηχανίας και τα οποία με εξωτερική βοήθεια θα μπορούν να λάβουν τη μορφή κρατικών επιχειρήσεων. Ένα τέτοιο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής παρέχει μια κοινωνική βάση για την εξέλιξη προς την κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού και αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο προς αυτόν.

Μια πολιτική διεύθυνσης των επιχειρήσεων με βάση την αρχή της ευρείας συμμετοχής των καπιταλιστών και της ημι-γραφειοκρατικής συγκεντροποίησης συνοδεύεται φυσικά από μια εργατική πολιτική που στοχεύει στην εγκαθίδρυση μεταξύ των εργατών της πειθαρχίας που μεταμφιέζεται σε «αυτοπειθαρχία», την εισαγωγή της εργασιακής ευθύνης των εργατών (ένα σχέδιο αυτού του είδους έχει προταθεί από τους δεξιούς μπολσεβίκους), την εργασία με το κομμάτι, την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας κ.λπ.

Η μορφή του κρατικού ελέγχου των επιχειρήσεων θα πρέπει να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, της διακυβέρνησης από διάφορους κομισάριους, της στέρησης της ανεξαρτησίας των τοπικών Σοβιέτ και της απόρριψης στην πράξη του τύπου του «κράτους της Κομμούνας» που κυβερνάται από τα κάτω. Πολυάριθμα γεγονότα δείχνουν ότι μια συγκεκριμένη τάση προς αυτή την κατεύθυνση διαμορφώνεται ήδη (διάταγμα για τον έλεγχο των σιδηροδρόμων, άρθρα του Λάτσις κ.λπ.).

Στον τομέα της στρατιωτικής πολιτικής θα πρέπει να εμφανιστεί, και στην πραγματικότητα μπορεί να παρατηρηθεί ήδη, μια απόκλιση προς την επαναφορά της εθνικής (συμπεριλαμβανομένης της αστικής τάξης) στρατιωτικής θητείας (έκκληση του Τρότσκι και του Ποντβόισκι). Με τη δημιουργία στελεχών του στρατού, για την εκπαίδευση και την ηγεσία των οποίων χρειάζονται τους αξιωματικούς, χάνεται από τα μάτια μας το καθήκον της δημιουργίας ενός προλεταριακού σώματος αξιωματικών μέσω της ευρείας και σχεδιασμένης οργάνωσης των κατάλληλων σχολών και μαθημάτων. Με αυτόν τον τρόπο ανασυγκροτείται στην πράξη το παλιό σώμα αξιωματικών και η δομή διοίκησης των τσαρικών στρατηγών.

Υπό το κάλυμμα της αγκιτάτσιας «για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας», αυτές οι συνθήκες σημαίνουν την εισαγωγή της προπαγάνδας για μια μικροαστική πατρίδα και για εθνικό πόλεμο ενάντια στους Γερμανούς ιμπεριαλιστές.

 

12. Ο δρόμος που περιγράφεται παραπάνω, στο σύνολό του, και εξίσου οι τάσεις παρέκκλισης σε αυτόν τον δρόμο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υπόθεση του ρωσικού και διεθνούς προλεταριάτου. Ο δρόμος αυτός ενισχύει τον διαχωρισμό, που ξεκίνησε με την ειρήνη του Μπρεστ, της «μεγάλης ρωσικής» σοβιετικής δημοκρατίας από το πανευρωπαϊκό και διεθνές επαναστατικό κίνημα, συνδέοντάς το με το πλαίσιο ενός εθνικού κράτους με ένα μεταβατικό οικονομικό και ένα μικροαστικό πολιτικό καθεστώς.

Η εξωτερική πολιτική –με την αναπόφευκτη αδυναμία τόσο της σοβιετικής διπλωματίας όσο και της σοβιετικής επιρροής στην αρένα της διεθνούς ιμπεριαλιστικής πάλης– υποτάσσει τη σοβιετική δημοκρατία σε ιμπεριαλιστικούς δεσμούς, διαχωρίζοντάς την από τους δεσμούς με το επαναστατικό προλεταριάτο όλων των χωρών. Αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο τη διεθνή επαναστατική σημασία της σοβιετικής εξουσίας και της ρωσικής επανάστασης.

Στο εσωτερικό της χώρας θα ενισχύσει την οικονομική και πολιτική επιρροή της ρωσικής και διεθνούς αστικής τάξης, και κατά συνέπεια και τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και τις ομάδες της διανόησης που σαμποτάρουν τη σοβιετική εξουσία. Με την παγκόσμια παρακμή των παραγωγικών δυνάμεων οι παραχωρήσεις στην αστική τάξη δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια γρήγορη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας με καπιταλιστικό τρόπο. Ταυτόχρονα θα αφαιρέσουν τη δυνατότητα επίτευξης της πιο οικονομικής και σχεδιασμένης χρήσης των μέσων παραγωγής που έχουν απομείνει, η οποία είναι δυνατή μόνο με την πιο αποφασιστική κοινωνικοποίηση.

Η εισαγωγή της εργασιακής πειθαρχίας σε σχέση με την αποκατάσταση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στην παραγωγή δεν μπορεί ουσιαστικά να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά θα μειώσει την ταξική αυτονομία, τη δραστηριότητα και το βαθμό οργάνωσης του προλεταριάτου. Απειλεί την υποδούλωση της εργατικής τάξης και προκαλεί τη δυσαρέσκεια τόσο των καθυστερημένων τμημάτων όσο και της πρωτοπορίας του προλεταριάτου. Για να εφαρμοστεί αυτό το σύστημα με το έντονο ταξικό μίσος που επικρατεί μέσα στην εργατική τάξη ενάντια στους «καπιταλιστές και τους σαμποτέρ», το κομμουνιστικό κόμμα θα πρέπει να αντλήσει την υποστήριξή του από τη μικροαστική τάξη ενάντια στους εργάτες και έτσι να αυτοκαταργηθεί ως κόμμα του προλεταριάτου.

Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός της σοβιετικής δημοκρατίας και οι παρασκηνιακές συμφωνίες με αστούς και μικροαστούς εμπόρους μπορούν επίσης μόνο να προωθήσουν την πτώση της ταξικής δραστηριότητας και της συνείδησης του προλεταριάτου και την αποξένωση των εργαζομένων από το κόμμα.

Οι προσπάθειες επαναφοράς της γενικής στρατιωτικής θητείας, στο βαθμό που δεν είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, θα οδηγούσαν στην ουσία στον εξοπλισμό και την οργάνωση των μικροαστικών και αστικών αντεπαναστατικών δυνάμεων. Αυτό είναι ακόμη πιο σαφές όσον αφορά την αποκατάσταση του παλιού σώματος αξιωματικών και την επιστροφή των τσαρικών στρατηγών στη διοικητική εξουσία, στο βαθμό που η χρησιμοποίησή τους δεν συνοδεύεται από τις πιο δυναμικές προσπάθειες για τη δημιουργία προλεταριακών στελεχών ενός επαναστατικού σώματος αξιωματικών και την εγκαθίδρυση άγρυπνου ελέγχου επί του τσαρικού σώματος διοίκησης κατά τη μεταβατική περίοδο. Οι «εθνικές» (και όχι ταξικές) ένοπλες δυνάμεις με επικεφαλής τους παλιούς στρατηγούς δεν μπορούν να διαποτιστούν από το επαναστατικό ταξικό πνεύμα, και αναπόφευκτα θα εκφυλιστούν σε μια αποχαλινωμένη στρατιά και δεν μπορούν να αποτελέσουν στήριγμα για την ένοπλη επέμβαση του ρωσικού προλεταριάτου στη διεθνή επανάσταση.

Η παραπάνω πολιτική γραμμή μπορεί να ενισχύσει στη Ρωσία την επιρροή των εξωτερικών και εσωτερικών αντεπαναστατικών δυνάμεων, να καταστρέψει την επαναστατική ικανότητα της εργατικής τάξης και, αποκόπτοντας τη ρωσική επανάσταση από τη διεθνή, να έχει ολέθριες επιπτώσεις στα συμφέροντα και των δύο.

 

13. Οι προλετάριοι κομμουνιστές θεωρούν απαραίτητη μια διαφορετική πολιτική πορεία. Όχι μια πορεία συντήρησης μιας σοβιετικής όασης στο βορρά της Ρωσίας μέσω παραχωρήσεων που τη μετατρέπουν σε μικροαστικό κράτος. Όχι μια μετάβαση στην «οργανική εσωτερική εργασία» με την πεποίθηση ότι η «περίοδος οξυμένου» εμφυλίου πολέμου έχει τελειώσει.

Η περίοδος οξυμένου εμφυλίου πολέμου έχει τελειώσει μόνο με την έννοια ότι δεν υπάρχει προς το παρόν η ανάγκη για την ολοκληρωτική εφαρμογή των πιο σκληρών φυσικών μεθόδων επαναστατικής βίας. Μόλις η αστική τάξη συντριβεί και δεν είναι πλέον ικανή για ανοιχτή μάχη, οι «στρατιωτικές» μέθοδοι είναι σε μεγάλο βαθμό ακατάλληλες. Αλλά η οξύτητα της ταξικής αντίθεσης μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης δεν μπορεί να μειωθεί- όπως και πριν, η στάση του προλεταριάτου απέναντι στην αστική τάξη είναι η πλήρης απόρριψη, ο αφανισμός της ως τάξη. Ο τερματισμός της κρίσιμης περιόδου του εμφυλίου πολέμου δεν μπορεί να σημαίνει τη δυνατότητα συμφωνίας με τις εναπομείνασες δυνάμεις της αστικής τάξης, και η «οργανική οικοδόμηση» του σοσιαλισμού, που είναι αναμφίβολα το πιεστικό καθήκον της στιγμής, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τις προσπάθειες ολόκληρου του προλεταριάτου με τη συμμετοχή εξειδικευμένων τεχνικών εμπειρογνωμόνων και διαχειριστών, αλλά όχι με κάθε είδους συνεργασία με τα «εξειδικευμένα στοιχεία» ως τέτοια.

Η ρωσική εργατική επανάσταση δεν μπορεί να «σωθεί» εγκαταλείποντας το δρόμο της διεθνούς επανάστασης, αποφεύγοντας διαρκώς τη μάχη και υποχωρώντας μπροστά στην επίθεση του διεθνούς κεφαλαίου, κάνοντας παραχωρήσεις στο «ντόπιο κεφάλαιο».

Από αυτή την άποψη, τρία πράγματα είναι απαραίτητα: αποφασιστική ταξική διεθνιστική πολιτική, που θα συνδυάζει διεθνή επαναστατική προπαγάνδα με λόγια και έργα και ενίσχυση των οργανικών δεσμών με τον διεθνή σοσιαλισμό (και όχι με τη διεθνή αστική τάξη)· αποφασιστική αντίσταση σε κάθε παρέμβαση των ιμπεριαλιστών στις εσωτερικές υποθέσεις της Σοβιετικής Δημοκρατίας· άρνηση πολιτικών και στρατιωτικών συμφωνιών που καθιστούν τη Σοβιετική Δημοκρατία εργαλείο των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων.

Στη διεθνή οικονομική πολιτική επιτρέπονται μόνο οι εμπορικές συμφωνίες, τα δάνεια και η παροχή τεχνικών δυνάμεων – χωρίς την υποταγή του ρωσικού κεφαλαίου στην κυριαρχία και τον έλεγχο του ξένου χρηματιστικού κεφαλαίου.

Είναι απαραίτητο να ολοκληρωθεί η εθνικοποίηση των τραπεζών, τόσο με την εκτατική έννοια (κοινωνικοποίηση των «συνεργατικών» τραπεζών που εξακολουθούν να υπάρχουν και έχουν μείνει στο απυρόβλητο) όσο και με την εντατική έννοια (οργάνωση κεντρικής κοινωνικής λογιστικής και καταστροφή της καπιταλιστικής μορφής χρηματοδότησης). Η εθνικοποίηση των τραπεζών πρέπει να συνδυαστεί με την κοινωνικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και την πλήρη εξάλειψη των καπιταλιστικών και φεουδαρχικών επιβιώσεων στις σχέσεις παραγωγής που εμποδίζουν τη σχεδιασμένη, ευρεία οργάνωσή της. Ο έλεγχος των επιχειρήσεων πρέπει να ανατεθεί σε μικτά σώματα εργαζομένων και τεχνικού προσωπικού, υπό τον έλεγχο και την ηγεσία τοπικών οικονομικών συμβουλίων. Όλη η οικονομική ζωή πρέπει να υπαχθεί στην οργανωμένη επιρροή αυτών των συμβουλίων, εκλεγμένων από τους εργάτες χωρίς τη συμμετοχή των «εξειδικευμένων στοιχείων», αλλά με τη συμμετοχή των συνδικάτων του τεχνικού και υπαλληλικού προσωπικού των επιχειρήσεων.

(Τα ακόλουθα σημεία είναι απαραίτητα:)

Όχι συνθηκολόγηση με την αστική τάξη και τα μικροαστικά διανοούμενα τσιράκια της, αλλά ήττα της αστικής τάξης και τελική συντριβή του σαμποτάζ.

Η οριστική εκκαθάριση του αντεπαναστατικού τύπου και των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων.

Η εισαγωγή της εργασιακής επιστράτευσης των ειδικευμένων ειδικών και των διανοουμένων, η οργάνωση καταναλωτικών κοινοτήτων, ο περιορισμός της κατανάλωσης από τις ευημερούσες τάξεις και η δήμευση της πλεονάζουσας περιουσίας τους.

Η οργάνωση στην ύπαιθρο της επίθεσης των φτωχών αγροτών στους πλούσιους, η ανάπτυξη της κοινωνικοποιημένης γεωργίας μεγάλης κλίμακας και η υποστήριξη των μορφών καλλιέργειας της γης από τους φτωχούς αγρότες που αποτελούν μεταβάσεις προς την κοινωνικοποιημένη γεωργία.

Η επιλογή ορισμένων ισχυρών σημείων, ορισμένων υγιών κέντρων οργάνωσης της παραγωγής σε ορισμένα μέρη (π.χ. τα Ουράλια, η Δυτική Σιβηρία κ.λπ.) και η κατεύθυνση προς αυτά τεχνικών, επισιτιστικών και οικονομικών πόρων σε μεγάλη κλίμακα (για ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας) – και όχι με βάση τις μερίδες πείνας όπως γινόταν μέχρι τώρα.

Όχι εισαγωγή της εργασίας με το κομμάτι και επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, που σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας είναι παράλογες, αλλά εισαγωγή από τα τοπικά οικονομικά συμβούλια και τα συνδικάτα των προτύπων παραγωγής και της συντόμευσης της εργάσιμης ημέρας με αύξηση του αριθμού των βαρδιών και ευρεία οργάνωση της παραγωγικής κοινωνικής εργασίας.

Παραχώρηση ευρείας ανεξαρτησίας στα τοπικά Σοβιέτ και όχι έλεγχος των δραστηριοτήτων τους από κομισάριους που στέλνει η κεντρική εξουσία. Η σοβιετική εξουσία και το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να αναζητήσουν στήριξη στην ταξική αυτονομία των πλατιών μαζών, στην ανάπτυξη της οποίας πρέπει να στραφούν όλες οι προσπάθειες.

Στο θέμα της οργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων είναι απαραίτητα τα εξής: δημιουργία ενός στελεχιακού δυναμικού εκπαιδευτών και διοικητών ταχέως κινητοποιήσιμων μονάδων από εργάτες των εκκενωμένων περιοχών, οι οποίοι παραμένουν χωρίς παραγωγική απασχόληση· χρήση τσαρικών αξιωματικών για την εκπαίδευση αυτών των εκπαιδευτών, δημιουργία ενός προλεταριακού και επαναστατικού και όχι διανοούμενου και αστικού εφεδρικού σώματος αξιωματικών· εκπαίδευση σε στρατιωτικά ζητήματα μόνο εργατών και φτωχών αγροτών, οργάνωση πραγματικού ελέγχου των τσαρικών στρατηγών και προετοιμασία ενός ανώτερου επιτελείου διοίκησης από τους κομματικούς συντρόφους που έχουν ήδη στρατιωτική εμπειρία, αλλά δεν έχουν ακόμη θεωρητική εκπαίδευση.

 

14. Στην πρακτική τους στάση απέναντι στον εμφύλιο πόλεμο, οι προλετάριοι κομμουνιστές αντιτίθενται στην πραγματική παραβίαση της ειρήνης, οργανώνοντας αντάρτικες επιδρομές σε εκείνα τα τμήματα του μετώπου όπου τηρείται η ειρήνη. Αυτό θα σήμαινε μια ανοργάνωτη δράση από μια μειοψηφία εργατών ελλείψει μαζικής υποστήριξης. Αλλά είναι υπέρ όλων των μορφών προετοιμασίας και υποστήριξης των εξεγέρσεων στα μετόπισθεν στα κατεχόμενα εδάφη, υπέρ του πιο ενεργητικού αγώνα στα μέρη όπου συνεχίζεται η στρατιωτική δράση, υπέρ του σχηματισμού από τις κομματικές οργανώσεις αντάρτικων μονάδων που θα σταλούν στις γραμμές μάχης.

 

15. Οι προλετάριοι κομμουνιστές καθορίζουν τη στάση τους απέναντι στο μπολσεβίκικο κόμμα ως τη θέση της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και της πρωτοπορίας του ρωσικού προλεταριάτου, διατηρώντας πλήρη ενότητα με το κόμμα στο βαθμό που η πολιτική της πλειοψηφίας δεν προκαλεί αγεφύρωτη διάσπαση στις γραμμές του ίδιου του προλεταριάτου. Ορίζουν τη στάση τους απέναντι στη σοβιετική εξουσία ως μια θέση καθολικής υποστήριξης αυτής της εξουσίας σε περίπτωση ανάγκης – μέσω της συμμετοχής σε αυτήν, στο βαθμό που η επικύρωση της ειρήνης έχει αφαιρέσει από την ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ευθύνης για την απόφαση αυτή και έχει δημιουργήσει μια νέα αντικειμενική κατάσταση. Αυτή η συμμετοχή είναι δυνατή μόνο στη βάση ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, το οποίο θα αποτρέψει την εκτροπή της σοβιετικής εξουσίας και της κομματικής πλειοψηφίας στο μοιραίο μονοπάτι της μικροαστικής πολιτικής. Σε περίπτωση μιας τέτοιας παρέκκλισης η αριστερή πτέρυγα του κόμματος θα πρέπει να πάρει τη θέση μιας δραστήριας και υπεύθυνης προλεταριακής αντιπολίτευσης.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Kommunist. Ezenedel’nyi zurnal ekonomiki, politiki i obsenstvennosti. Organ Moskovskago Oblastnogo Byuro RKP (bol’sevikov) [Κομμουνιστής. Εβδομαδιαίο περιοδικό για οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Όργανο του περιφερειακού γραφείου Μόσχας του RCP(B)], τεύχος 1, 20 Απριλίου, 1918.

“The Left Communists’ Theses on the Current Situation (Russia, 1918)”, libcom.org, 28 Αυγούστου 2016, https://libcom.org/library/theses-left-communists-russia-1918. Αναδημοσίευση: “Theses on the Current Situation”, Marxist Internet Archive, 2021, https://www.marxists.org/history/ussr/publications/kommunist/april01/theses.htm

 

Σημειώσεις

[1] [Σ.τ.Μ.:] Πανρωσική (Πανενωσιακή) Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (Всероссийский Центральный Исполнительный Комитет – Βσεροσσίισκι Τσεντράλε Ισπολνιτέλνι Κομιτέτ), αναφέρεται συχνά ως VtsIK ή Ts.I.K.

[2] [Σ.τ.Μ.:] Οι «Θέσεις» των Αριστερών Κομμουνιστών συνοδευόταν από ένα εκτενές άρθρο του Νικολάι Οσίνσκι (μέλους της φράξιας των Αριστερών Κομμουνιστών), με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού» (Νικολάι Οσίνσκι, «Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού», e la libertà, 13 Ιουλίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/7535-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D).

[3] [Σ.τ.Μ.:] Οι Χαϊνταμάκοι (ουκρανικά: Гайдамаки) ήταν παραστρατιωτικές ομάδες Ουκρανών κοζάκων που αποτελούνταν από απλούς πολίτες (αγρότες, τεχνίτες) και ξεπεσμένους ευγενείς, οι οποίες συγκροτήθηκαν στο ανατολικό τμήμα του Πολωνο-Λιθουανικού Βασιλείου στις αρχές του 18ου αιώνα.

[4] [Σ.τ.Μ.:] «Η Κεντρική περιοχή της Μαύρης Γης, ή Chernozemie (Ρωσικά: Центрально-черноземная область, Центральная черноземная область, Центрально-черноземная полоса) είναι ένα τμήμα της ευρασιατικής ζώνης της Μαύρης Γης (του ιδιαίτερα έφορου εδάφους) που βρίσκεται στην Κεντρική Ρωσία και περιλαμβάνει την περιφέρεια Βορονέζ, την περιφέρεια Λίπετσκ, την περιφέρεια Μπέλγκοροντ, την περιφέρεια Ταμπόφ, την περιφέρεια Οριόλ και την περιφέρεια Κουρσκ.», “Central Black Earth Region”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Central_Black_Earth_Region.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:34