Παρασκευή, 04 Δεκεμβρίου 2015 11:46

Παρίσι: το πλαίσιο της ισλαμοφοβίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης

Jad Krasnyy

 

Έχει πλέον αποδειχθεί ότι όλοι οι δράστες των αποτρόπαιων επιθέσεων του Νοεμβρίου του 2015 στο Παρίσι, όπως και εκείνοι των επιθέσεων στο Charlie Hebdo τον Ιανουάριο, γεννήθηκαν και έζησαν στη Γαλλία. Είναι σημαντικό για μας να κατανοήσουμε το εσωτερικό γαλλικό πλαίσιο στο οποίο συνέβησαν αυτές οι επιθέσεις.

Οι αποκρουστικές αλλά αναμεμνόμενες αντιδράσεις ισλαμοφοβίας σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Γαλλία, έρχονται μόνο να προστεθούν στην πολιτική και κοινωνικοοικονομική διάκριση την οποία οι Γάλλοι Μουσουλμάνοι έχουν υπομείνει για δεκαετίες.

Το γαλλικό κράτος, προβάλλοντας το επιχείρημα της αφοσίωσής του στην laïcité (που μπορεί να μεταφραστεί κατά προσέγγιση ως εκκοσμίκευση) δεν δημοσιεύει και δεν αναγνωρίζει εθνοτικές στατιστικές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η εθνοτική περιθωριοποίηση είναι απούσα στη γαλλική κοινωνία.

Οι Γάλλοι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν αφρικανική καταγωγή (βορειοαφρικανικές αραβικές χώρες, καθώς χώρες και της υποσαχάριας Αφρικής), αντιμετωπίζουν εκτεταμένες διακρίσεις, με τα ποσοστά της ανεργίας και της φτώχειας να είναι τρεις φορές υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, και με ετήσιο εισόδημα 30% χαμηλότερο.

Επιπλέον, ενώ οι Γάλλοι Μουσουλμάνοι αποτελούν το 8% του συνολικού πληθυσμού, υπολογίζεται ότι αποτελούν το ποσοστό 50 έως 70% του πληθυσμού των φυλακών.

Αυτοί οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες περιλαμβάνουν επίσης τον γεωγραφικό διαχωρισμό, καθώς ένα υψηλό ποσοστό των Γάλλων Μουσουλμάνων - μαζί με τους μετανάστες από άλλες χώρες - ζουν στα προάστια των μεγαλύτερων αστικών περιοχών, στις λεγόμενες «ευαίσθητες αστικές ζώνες» (SUZs).

Αυτές οι γειτονιές χαρακτηρίζονται από ένα ποσοστό κατοίκων από οικογένειες μεταναστών μεγαλύτερο συγκριτικά με τον εθνικό μέσο όρο, υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, υψηλότερα ποσοστά εργατικών κατοικιών, καθώς και υψηλότερα ποσοστά φτώχειας.

Όλες οι γειτονιές που είδαν τις εξεγέρσεις της νεολαίας το Νοέμβριο του 2005 είχαν ταξινομηθεί ως SUZs. Σύμφωνα με μια γαλλική έκθεση των μυστικών υπηρεσιών (DGSE), οι νέοι που πήραν μέρος στις αστικές εξεγέρσεις ήταν «κάτοικοι με ένα ισχυρό ταυτοτικό συναίσθημα, η βάση του οποίου ήταν όχι μόνο η εθνοτική ή η γεωγραφική καταγωγή τους, αλλά και ο κοινωνικός αποκλεισμός τους από τη γαλλική κοινωνία».

Να προσθέσουμε σ’ αυτό το υλικό πλαίσιο μια ισχυρή ιδεολογική επίθεση από το γαλλικό κράτος και τη γαλλική δεξιά πτέρυγα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ο νόμος του 2004 που απαγορεύει να φοριέται η ισλαμική μαντίλα σε δημόσια σχολεία στο όνομα της laïcité, η δημιουργία το 2007 από τον πρόεδρο της Δεξιάς Νικολά Σαρκοζί ενός «Υπουργείου Μετανάστευσης, Εθνικής Ταυτότητας και Ολοκλήρωσης», καθώς και πολλά παραδείγματα «καθημερινού ρατσισμού» από τους πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εντάσσονται σε μια προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα «μουσουλμανικό πρόβλημα».

Η προσέγγιση επίσης της μετανάστευσης από την άποψη της «ενσωμάτωσης», υποκρύπτει το μήνυμαότι υπάρχει κάτι έμφυτο στο Ισλάμ που αποτρέπει την «ενσωμάτωση» των Γάλλων Μουσουλμάνων στη γαλλική κοινωνία και την αποδοχή απ’ αυτούς των λεγόμενων «Δημοκρατικών αξιών».

Αυτό χρησιμεύει για να δημιουργηθούν αντιθέσεις μεταξύ των απλών ανθρώπων που έχουν κοινό συμφέρον στον αγώνα κατά της άρχουσας τάξης, αποκρύπτοντας κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες πίσω από ένα κατασκευασμένο πολιτιστικό προπέτασμα καπνού.

Δυστυχώς, η γαλλική αριστερά έχει πέσει συχνά σε αυτή την παγίδα. Οι περισσότεροι στην αριστερά ενέκριναν το νόμο για τη μαντίλα το 2004, υποστηρίζοντας ότι η μαντίλα είναι σύμβολο καταπίεσης των γυναικών. Αγνόησαν το γεγονός ότι ο ίδιος ο νόμος είναι καταπιεστικός, γιατί εισάγει διακρίσεις σε βάρος του δικαιώματος της πρόσβασης στην εκπαίδευση για ορισμένα τμήματα των γυναικών.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν συζητήσεις στο εσωτερικό των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς γύρω από το ζήτημα της αποδοχής ως μέλη γυναικών με πέπλο. Αυτή η στάση, συχνά στο όνομα της laïcité, δείχνει ότι είναι εφικτό να χειραφετηθούν οι καταπιεσμένοι, παρά τη θέλησή τους, μέσα από κάποια ανώτερη, συγκαταβατική δύναμη η οποία μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τα συμφέροντά τους.

Αυτή η ρητορική έχει χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει το νόμο της μαντίλας, αλλά και τη δημιουργία των αποικιών του χτες και τους πρόσφατους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μια καθολική, υπεριστορική αξία στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται συνήθως η laïcité. Ήταν ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης εναντίον της απολυταρχιής αριστοκρατίας και της Καθολικής Εκκλησίας. Ο αγώνας ενάντια στην κυρίαρχη θρησκεία ήταν ένας εγγενής παράγοντας για την ανατροπή της παλιάς απολυταρχικής φεουδαρχικής τάξης.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα η laïcité είχε γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος της ιδεολογικής κυριαρχίας της νικηφόρας πλέον αστικής τάξης, ιδιαίτερα στη δημόσια εκπαίδευση. Και σήμερα χρησιμοποιείται ως δόγμα εναντίον των καταπιεσμένων θρησκευτικών μειονοτήτων.

Παρομοίως, και η ερμηνεία των θρησκευτικών ιδεών και πρακτικών πρέπει να τοποθετείται πάντοτε στο ιστορικό της πλαίσιο. Για παράδειγμα, μπορεί συχνά να είναι μια πράξη εξέγερσης και χειραφέτησης για μια νεαρή γυναίκα να φορέσει μαντίλα στη σημερινή Γαλλία.

Με δεδομένο το πλαίσιο που περιγράφεται παραπάνω, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί νεαροί Γάλλοι Μουσουλμάνοι αισθάνονται αποξενωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία. Αντιμετωπίζουν υλικές δυσκολίες, «γκετοποίηση» σε περιθωριοποιημένες γειτονιές, τη ρατσιστική ιδεολογική επίθεση που εξαπολύεται εναντίον τους και την παράλυση της αριστεράς η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ανίκανη να τους προσφέρει ένα ζωτικό χώρο πολιτικού αγώνα.

Σ’ αυτό προστίθεται η αιματηρή ιστορία της Γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία, το διεθνές πλαίσιο της αυξανόμενης ισλαμοφοβίας σε όλο τον δυτικό κόσμο, καθώς και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι κατά των χωρών με μουσουλμανική πλειοψηφία.

Είναι αυτό το ιστορικό πλαίσιο, το εσωτερικό και εξωτερικό προς τη Γαλλία, και όχι κάτι εγγενές στα ισλαμικά κείμενα ή τις πρακτικές, που μπορεί να εξηγήσει, πώς μερικοί από τους πιο ευάλωτους ψυχολογικά νέους Μουσουλμάνους μπορεί να οδηγηθούν να ενταχθούν στην ISIS στη Συρία, και να διαπράξουν τρομερές ωμότητες στη χώρα τους.

Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις μιας αναδυόμενης αντίστασης στην εκστρατεία των κυβερνώντων στις δήλωσεις που ακολούθησαν τις επιθέσεις. Η κύρια οργάνωση της άκρας αριστεράς, το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (NPA), απέρριψε τις εκκλήσεις για «εθνική ενότητα» με την άρχουσα τάξη και κατήγγειλε τον «ρατσισμό που πηγάζει από το κράτος στο όνομα των λεγόμενων δημοκρατικών αξιών».

Κι ακόμα πιο σημαντικό, μετά τις επιθέσεις εκατοντάδες αψήφησαν τις αστυνομικές απαγορεύσεις και συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι σε μια διαδήλωση κατά του ρατσισμού και υπέρ των προσφύγων, και χιλιάδες διαδήλωσαν στη Μασσαλία ενάντια στην ισλαμοφοβία και τον πόλεμο.

Η πανστρατιωτική απάντηση του γαλλικού κράτους δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράει τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνθήκες που επέτρεψαν στην ISIS να αναδειχθεί στην πρώτη θέση. Η αυξανόμενη καταπίεση και η ισλαμοφοβία στο εσωτερικό της χώρας το μόνο που θα κάνει είναι να επιταχύνει την περιθωριοποίηση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού της Γαλλίας.

Σε αυτή την μακάβρια προοπτική, η μοναδική ελπίδα βρίσκεται σε μια θαρραλέα αριστερά, ικανή να σπάσει τα ιδεολογικά και πρακτικά φράγματα που εμποδίζουν την ενωμένη πάλη όλων όσοι καταπιέζονται από τη γαλλική άρχουσα τάξη.

 

Μετάφραση: e la libertà

 

Πηγή: Jad Krasnyy, «Paris in context: Islamophobia and social marginalisation», Socialist Review, Δεκέμβριος 2015.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2019 13:47

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.