Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2025 16:46

Ο πιο αδιάλλακτος των Μπολσεβίκων: Ο Γκαβρίλ Μιάσνικοφ, η Εργατική Ομάδα και ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης

Ο Μιάσνικοφ (τρίτος από αριστερά) μαζί με μπολσεβίκους του Περμ, του 1918

 

 

Tommy Lawson

 

Ο πιο αδιάλλακτος των Μπολσεβίκων: Ο Γκαβρίλ Μιάσνικοφ, η Εργατική Ομάδα και ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης

 

 

Γκαβριίλ Ιλίτς Μιάσνικοφ είναι το όνομα ενός μπολσεβίκου που συχνά ξεχνιέται. Εργάτης μετάλλου από τα Ουράλια, ο Μιάσνικοφ ήταν πάντα ένας αδιάλλακτος επαναστάτης. Η ζωή του αντιπροσώπευε με πολλούς τρόπους τα καλύτερα στοιχεία του επαναστατικού σοσιαλισμού: βοήθησε στην ίδρυση εργοστασιακών επιτροπών και Σοβιέτ και συμμετείχε στην εκτέλεση του αδελφού του Τσάρου, του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ. Ήταν σύμμαχος και επικριτής του Λένιν και του Τρότσκι, σφοδρός εχθρός του Ζινόβιεφ, φίλος του Καρλ Κορς, της Ρουθ Φίσερ και των Γάλλων Αναρχοσυνδικαλιστών. Διαγράφηκε από το μπολσεβίκικο κόμμα, χαρακτηρίστηκε τρελός, βασανίστηκε και στάλθηκε στην εξορία. Όπως τόσοι άλλοι επαναστάτες, ο Μιάσνικοφ τελείωσε τις μέρες του σε μια σταλινική φυλακή.

Οι πεποιθήσεις του Γκαβρίλ τον έφεραν σε διαρκή αντιπαράθεση με την εξουσία. Πίστευε ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αποφασίζει τι ήταν σωστό για την εργατική τάξη, παρά μόνο οι ίδιοι οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένου και του κόμματός του. Ήταν ο ιδρυτής της Εργατικής Ομάδας του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μιας μικρής αντιπολίτευσης μέσα στους Μπολσεβίκους που σχημάτισε το δικό της κόμμα όταν διαγράφηκε. Η Εργατική Ομάδα συχνά επισκιάζεται από την κληρονομιά της Εργατικής Αντιπολίτευσης, των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών και της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Είναι ίσως ελάχιστα γνωστή, δεδομένης της περιθωριακής σχέσης της ομάδας με τα υψηλά επίπεδα του νέου σοβιετικού κράτους, ωστόσο η ιστορία της Εργατικής Ομάδας αποδεικνύει τη σημασία της για τη ρωσική εργατική τάξη στον πρώιμο αγώνα της κατά της κομμουνιστικής απολυταρχίας. Ενώ οι άλλες αντιπολιτεύσεις εξακολουθούσαν να ψελλίζουν τις επικρίσεις τους στις κομματικές συνεδριάσεις, η Εργατική Ομάδα βρισκόταν στα εργοστάσια καλώντας τους εργάτες σε δράση.

Σε αντίθεση με τις άλλες αντιπολιτεύσεις, η Εργατική Ομάδα χαρακτηριζόταν από τη σχεδόν αποκλειστικά προλεταριακή σύνθεσή της και την πρώιμη, ξεκάθαρη αντίθεσή της στον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος. Το πιο σημαντικό, έβλεπαν στην κινητοποίηση των ίδιων των εργατών ως την μοναδική δύναμης ικανή να αμφισβητήσει την εκφυλιστική κατάσταση τόσο στο εξωτερικό όσο και στη Ρωσία. Εξετάζοντας τη ζωή του Μιάσνικοφ, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα χρονολογικό πλαίσιο που τον καθιστά μια σημαντική, αν και υποτιμημένη, ανεξάρτητη προσωπικότητα στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό μας επιτρέπει επίσης να διερευνήσουμε την ευρύτερη επαναστατική κατάσταση, ζωγραφίζοντας μια εικόνα που αναδεικνύει σημεία καμπής και πολιτικά διδάγματα για τους σύγχρονους επαναστάτες.

 

Μια ζωή που άγγιξε πολλά επαναστατικά νήματα:

Ο Γκαβρίλ Μιάσνικοφ (Gavril Miasnikov και εναλλακτική γραφή Gavril Ilyich Myasnikov / Гаврии́л Ильи́ч Мяснико́в) γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1889 στην πόλη Τσίστοπολ της Ρωσίας. Λίγα είναι γνωστά για τον Μιάσνικοφ πριν γίνει 16 ετών το 1905· την ίδια χρονιά με την πρώτη πρόβα της Ρωσικής Επανάστασης. Εργαζόταν ήδη σε ένα εργοστάσιο στην πόλη Περμ, που βρίσκεται στα Ουράλια. Τα Ουράλια είναι μια ορεινή περιοχή που εκτείνεται από τα βόρεια προς τα νότια στη δυτική Ρωσία. Εκεί ο Μιάσνικοφ είχε μαθητεύσει ως μεταλλεργάτης. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1905, βοήθησε στη δημιουργία ενός τοπικού σοβιέτ στη Μοτοβιλίχα, μια από τις μεγαλύτερες συνοικίες του Περμ και βάση των βιομηχανιών μεταλλουργίας. Το 1906 προσχώρησε στην μπολσεβίκικη παράταξη του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, αλλά συνελήφθη αμέσως κατά τη διάρκεια της τσαρικής καταστολής και εξορίστηκε στη Σιβηρία. Θα παραμείνει εκεί για επτά χρόνια, περνώντας τα τέλη της εφηβείας του και τις αρχές των είκοσι του χρόνων κάνοντας σκληρή εργασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχε μια απίστευτη αντιπολιτευτική στάση απέναντι στην κατάσταση. Κατά τη διάρκεια των επτά ετών ο Γκαβριίλ έκανε απεργία πείνας για συνολικά εβδομήντα πέντε ημέρες, ξυλοκοπούνταν συνεχώς επειδή αντιδρούσε στους φρουρούς και κατάφερε να δραπετεύσει τρεις φορές. Κάθε φορά κατάφερνε να επανενταχθεί στην υπόγεια δράση των Μπολσεβίκων, μόνο και μόνο για να συλληφθεί ξανά και ξανά.

Το 1917, ο Μιάσνικοφ βγήκε απ’ τη φυλακή και βρισκόταν στο σπίτι του, δουλεύοντας στα εργοστάσια της Μοτοβιλίχα, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φεβρουαρίου. Για άλλη μια φορά, ρίχτηκε στη δράση και βοήθησε στη δημιουργία εργοστασιακών επιτροπών και στην επανίδρυση του τοπικού Σοβιέτ, στο οποίο εξελέγη αντιπρόσωπος. Από εκεί στάλθηκε ως αντιπρόσωπος στο Τρίτο Εθνικό Συνέδριο των Σοβιέτ, που πραγματοποιήθηκε στις 10-18 Ιανουαρίου 1918. Εκπροσωπώντας την περιοχή των Ουραλίων, ο Μιάσνικοφ ψήφισε μαζί με άλλους επαναστάτες για τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και την καθιέρωση των Σοβιέτ ως μοναδικής πολιτικής εξουσίας σε ολόκληρη τη Ρωσία.

Λίγο μετά το Τρίτο Συνέδριο η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραψε τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η συνθήκη αυτή παραχώρησε τον έλεγχο μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, συμπεριλαμβανομένων των κρατών της Βαλτικής, της Πολωνίας, της Εσθονίας, της Λευκορωσίας, της Φινλανδίας, της Λετονίας και της Ουκρανίας, στον γερμανικό έλεγχο, προκειμένου να επιτευχθεί διακοπή των μαχών. Η λογική ήταν ότι αυτό θα έδινε μια «ανάσα» για την εδραίωση της σοβιετικής εξουσίας. Η απώλεια της Ουκρανίας, ωστόσο, σήμαινε ότι η πιο εύφορη περιοχή της ρωσικής αυτοκρατορίας έπεσε στα χέρια του εχθρού και τη συντριβή των νεοσύστατων Σοβιέτ της.

Σε αυτό το σημείο ο Μιάσνικοφ αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως μαχητής της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος. Κατά τη διάρκεια ενός περιφερειακού συνεδρίου του κόμματος στο Περμ, μίλησε ανοιχτά κατά της συνθήκης (Avrich, Bolshevik Opposition to Lenin). Οι θέσεις του ευθυγραμμίστηκαν με τους «αριστερούς κομμουνιστές», όπως ο Μπουχάριν, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η Συνθήκη ήταν συνθηκολόγηση με τον ιμπεριαλισμό και θα αποθάρρυνε την παγκόσμια επανάσταση. Το Αριστερο-Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα είχε παρόμοια θέση· στην πραγματικότητα ήταν τόσο ανένδοτο σε αυτήν που παραιτήθηκε από τη νεοσύστατη σοβιετική κυβέρνηση και ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον των Μπολσεβίκων. Πριν από αυτό, το Αριστερό-ΣΕΚ ήταν το μόνο κόμμα που μοιραζόταν την εξουσία με τους Μπολσεβίκους. Οι αναρχικοί σε γενικές γραμμές υποστήριζαν επίσης μια θέση αμυντικού επαναστατικού πολέμου. Υπήρχαν, βέβαια, αποχρώσεις μεταξύ των διαφόρων επαναστατών που ήταν κατά του Μπρεστ-Λιτόφσκ· ορισμένοι πίστευαν ότι ο Κόκκινος Στρατός έπρεπε να σταλεί στη Γερμανία για να βοηθήσει αμέσως στην ανατροπή του Κάιζερ. Άλλοι, όπως ο Στούκοφ και πολλοί αναρχικοί, πίστευαν ότι μόνο ο λαός με τα όπλα θα μπορούσε να αντισταθεί στην ξένη εισβολή σε έναν αμυντικό αντάρτικο πόλεμο (Avrich, Anarchists in the Russian Revolution). Για αυτούς τους επαναστάτες ήταν ζωτικής σημασίας οι ίδιοι οι εργάτες να είναι οπλισμένοι και όχι ένας μόνιμος στρατός. Αυτή η θέση ήταν που οδήγησε τον αναρχικό Ναμπάτ στην Ουκρανία να ενθαρρύνει το αντάρτικο μοντέλο του Επαναστατικού Στρατού, στο οποίο συμμετείχαν και οι αριστεροί ΣΕ (Avrich, Anarchists in the Russian Revolution). Σε ορισμένες περιοχές, όπως η Σιβηρία, τα τοπικά Σοβιέτ αρνήθηκαν ακόμη και να αναγνωρίσουν τη συνθήκη, δηλώνοντας απεναντίας ότι εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε πόλεμο! (Liebman, Leninism Under Lenin). Ο ίδιος ο Μιάσνικοφ ανήκε στην τάση «λαός στα όπλα», υποστηρίζοντας την αντίθεσή του στην υπογραφή της συνθήκης υπέρ του αντάρτικου «επαναστατικού πολέμου».

Το 1918, ο Μιάσνικοφ απέκτησε μεγαλύτερη φήμη. Στις 12 Ιουλίου οδήγησε μια ομάδα συναδέλφων του στα διαμερίσματα του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ, του μικρότερου αδελφού του Τσάρου. Παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα της «Τσεκά», συνέλαβαν και στη συνέχεια εκτέλεσαν τον Δούκα. Ο τοπικός πρόεδρος του παραρτήματος του κόμματος στο Περμ κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές ως αυτοδικία, αλλά υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για «μυστική αποστολή» που είχε ανατεθεί στον Γκαβριίλ από τον ίδιο τον Λένιν. (Avrich, Bolshevik Opposition to Lenin) Μάλιστα, ο Μιάσνικοφ έγραψε ένα βιβλίο σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεση του Δούκα. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί από τα ρωσικά.

Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για τη δράση του Μιάσνικοφ κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι επανήλθε στη γραμμή της κομματικής πειθαρχίας και πιθανώς παρέμεινε στο Περμ συνεχίζοντας την κομματική δουλειά στα εργοστάσια. Βγαίνοντας από το απόλυτο χάος του αγώνα κατά της αντίδρασης το 1920, η κατάσταση στη Ρωσία είχε γίνει απίστευτα δύσκολη: η παραγωγή είχε καταστραφεί, μάζες εργατών είχαν εγκαταλείψει τις πόλεις, η οικονομία λειτουργούσε μετά βίας. Τα Σοβιέτ είχαν γίνει «κούφια περιβλήματα». Όχι μόνο πολλά είχαν πάψει να συνεδριάζουν, αλλά και όσα συνεδρίαζαν συνεδρίαζαν σε πολύ αραιά διαστήματα. Συμμετείχαν πολύ λιγότεροι εργάτες και πολλοί από τους πιο πολιτικά ενεργούς είχαν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο. Μεταξύ 1917 και 1920, 7,5 εκατομμύρια Ρώσοι πέθαναν από το κρύο, την πείνα και τη φτώχεια, σε σύγκριση με τα τέσσερα εκατομμύρια που πέθαναν από τις μάχες κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (Liebman, Leninism Under Lenin) Για την πλειοψηφία του μπολσεβίκικου κόμματος, μια τέτοια κατάσταση σήμαινε ότι βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα δίλημμα· μόνο η δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος ως «πρωτοπόρα στοιχεία» της τάξης μπορούσε να φέρει πειθαρχία στους αγρότες, τους μικροαστούς και τα μη μπολσεβίκικα στοιχεία μεταξύ των εργατών. Αυτό θεωρήθηκε ως η μόνη ενδιάμεση λύση για να διασφαλιστεί ο σοσιαλισμός μέχρι η επανάσταση να εξαπλωθεί στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες.

Στο Όγδοο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα μεταξύ 18ης και 30ης Μαρτίου 1918, ο Λένιν παραδέχτηκε ότι «τα Σοβιέτ... είναι στην πραγματικότητα όργανα διακυβέρνησης του εργαζόμενου λαού από το προωθημένο τμήμα του προλεταριάτου και όχι από τον εργαζόμενο λαό στο σύνολό του.» Αυτό ήταν το ίδιο συνέδριο στο οποίο ο Ζινόβιεφ είχε δηλώσει ότι «η δικτατορία της εργατικής τάξης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της δικτατορίας της πρωτοπορίας της, του Κομμουνιστικού Κόμματος» (Liebman, Leninism Under Lenin). Αυτή η θεωρητική παραδοχή φαίνεται να αντανακλάται στη μεταβαλλόμενη φύση της κομματικής βάσης. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1920 από το σύνολο των 35.226 μελών του κόμματος, 6441 μέλη ανήκαν στον Κόκκινο Στρατό (μόνο 2.500 από αυτά ήταν εν ενεργεία στρατιώτες), 9.684 εργάζονταν στην κυβερνητική διοίκηση, 1930 ήταν κομματικοί οργανωτές και 1042 ήταν συνδικαλιστικά στελέχη και λογιστές! (Pirani, The Russian Revolution in Retreat) Σχεδόν 20.000 μέλη από τα 35.000 δεν συμμετείχαν άμεσα στην παραγωγική διαδικασία. Η υλική βάση του κόμματος είχε αρχίσει να μετατοπίζεται προς τη διαιώνιση των δικών του συμφερόντων, ταυτισμένων με το σοβιετικό κράτος, παρά με εκείνα των εργατών. Ακόμα και ο Τρότσκι είχε εντοπίσει ότι τέτοιες τάσεις υπήρχαν από την αρχή της επανάστασης, αλλά τώρα ο ιδεολογικός εκφυλισμός του κόμματος είχε αρχίσει στα σοβαρά. Ωστόσο, δεν το είχαν αντιμετωπίσει όλοι οι επαναστάτες αυτό ως αναπόφευκτο.

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του Ένατου Συνεδρίου του Κόμματος τον Μάρτιο του 1920, ο Μιάσνικοφ είχε αναλάβει τη διεύθυνση του τμήματος προπαγάνδας του παραρτήματος του Περμ και είχε προαχθεί στην τοπική κομματική επιτροπή. Στο ένατο συνέδριο ο Μιάσνικοφ συνειδητοποίησε το επίπεδο εκφυλισμού που είχε επιτευχθεί στο ίδιο το Κόμμα. Κατά τη διάρκεια του αιώνα που μεσολάβησε από τη ρωσική επανάσταση, οι θεωρητικοί έχουν επισημάνει πολλές ημερομηνίες ως τη «στιγμή της πτώσης» της μπολσεβίκικης επανάστασης, προτείνοντας τόσες αιτίες όσες και οι στιγμές. Για όσους είναι πιο προσηλωμένοι στις ιδέες της αυτοδιαχείρισης, αυτό εντοπίζεται ήδη από το Πρώτο Συνέδριο των Οικονομικών Συμβουλίων το 1918 ή την εισαγωγή της μονοπρόσωπης διοίκησης και του τεϋλορισμού (1920). Για άλλους οι διεθνείς παράγοντες είναι η καθοριστική στιγμή, όπως η ήττα της Δράσης του Μάρτη στη Γερμανία (‘21), η καταστολή της Κρονστάνδης (το ‘21), η απαγόρευση των φατριών (το ‘21) μέχρι την αποπομπή του Τρότσκι από την ΕΣΣΔ το 1927.

Η άποψη του Μιάσνικοφ ωστόσο ήταν μοναδική· προσδιόρισε το Ένατο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος το 1920 ως την αρχή του τέλους της επανάστασης. Με τα δικά του λόγια:

«Η επίθεση της παγκόσμιας αστικής τάξης εναντίον του ρωσικού προλεταριάτου είχε μετατοπίσει την ισορροπία στους συσχετισμούς μεταξύ των ταξικών δυνάμεων και τη μετέφερε από το προλεταριάτο στη μικροαστική τάξη. Αυτό είναι που παρήγαγε αυτό το μικροαστικό πραξικόπημα. Η απόφαση του 9ου Συνεδρίου του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) διέλυσε τα λίγα Σοβιέτ των εργατικών βουλευτών που υπήρχαν ακόμα. Το προλεταριάτο υποβιβάστηκε από τη θέση του ως κυρίαρχη τάξη· τα Σοβιέτ των εργατικών και αγροτικών βουλευτών, ο ακρογωνιαίος λίθος της επανάστασης του Νοέμβρη, ο «ουσιαστικός πυρήνας του εργατικού κράτους» (Πρόγραμμα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος [Μπολσεβίκων]), διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τη γραφειοκρατία». (Miasnikov, “Draft Platform for the Communist Workers' International”)

Ο Μιάσνικοφ αντιλαμβανόταν ότι η γραφειοκρατία είχε καταλάβει την εξουσία και είχε καθιερώσει την εξουσία του Κόμματος επάνω στην εξουσία της εργατικής τάξης. Όταν ο Γκαβρίλ επέστρεψε στο Περμ από το 9ο Συνέδριο, ξεκίνησε πόλεμο ενάντια στη γραφειοκρατία του κόμματος, καταγγέλλοντας ανοιχτά τις ατέλειες των Μπολσεβίκων τόσο στον κομματικό του πυρήνα όσο και στους συναδέλφους του στα εργοστάσια. Στη σκέψη του Μιάσνικοφ, μόνο η διαφάνεια και η λογοδοσία μπορούσαν να εγγυηθούν τη σοβιετική δημοκρατία.

Έτσι, ήταν στο τέλος του εμφυλίου πολέμου που ο Μιάσνικοφ αναδείχθηκε πραγματικά ως επαναστάτης. Από εκείνη την εποχή, απαιτούσε την αποκατάσταση της κομματικής δημοκρατίας, η οποία είχε ήδη περιοριστεί σημαντικά, την πλήρη αυτονομία των Σοβιέτ και την ελευθερία του λόγου. Παρόμοια αιτήματα, αλλά πολύ πιο οργανωμένα, είχαν ήδη διατυπώσει η Εργατική Αντιπολίτευση και οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές. Αυτές οι δύο ομάδες υπήρξαν τα σημαντικότερα οργανωμένα ρεύματα του κόμματος. Άλλες ιδέες έρχονταν και έφευγαν, όπως το «Σοβιετικό Κόμμα» του Πενιούτσκιν που σχηματίστηκε το 1921 και διαλύθηκε αμέσως από την Τσεκά, τη σοβιετική μυστική αστυνομία. Ο Μιάσνικοφ ωστόσο αρνήθηκε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε από αυτά τα ρεύματα για διάφορους λόγους. Η Εργατική Αντιπολίτευση βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (Σλιάπνικοφ, Μεντβέντεφ, Λουτοβίνοφ) και οι εκπρόσωποί της ήταν διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, όπως η Κολλοντάι. Η κύρια πλατφόρμα της αντιπολίτευσής τους ήταν ότι τα συνδικάτα θα έπρεπε να διαχειρίζονται την οικονομική παραγωγή. Ο Λένιν απέρριψε τις ιδέες τους ως «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση». Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι αναρχοσυνδικαλιστές ήταν αντίθετοι με τα Συνδικάτα και, αντίθετα, επικεντρώνονταν στην οικοδόμηση των εργοστασιακών επιτροπών!

Εκπροσωπώντας τους άλλους κύριους αντιπολιτευόμενους, τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές, ο Μίσα Σαπίρο υποστήριξε ότι το πρόγραμμα της Εργατικής Αντιπολίτευσης απλώς έπαιρνε τον έλεγχο της παραγωγής από τα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας και τον έδινε στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (Ciliga, Lenin). Δεν είχε νόημα αν οι ίδιοι οι εργάτες δεν έλεγχαν την παραγωγή. Ένας άλλος Δημοκρατικός Συγκεντρωτιστής, ο Βαλεριάν Οσίνκι, είχε προειδοποιήσει το 1918: «Αν το ίδιο το προλεταριάτο δεν ξέρει πώς να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική οργάνωση της εργασίας – κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό για το ίδιο ... η σοσιαλιστική οργάνωση πρέπει να εγκαθιδρυθεί από το ίδιο το προλεταριάτο, αλλιώς δεν θα εγκαθιδρυθεί καθόλου, θα εγκαθιδρυθεί κάτι άλλο – ο κρατικός καπιταλισμός». (Κομμουνιστής, Νο 2 Απρίλιος 1918)[1] Παρά τις προειδοποιήσεις αυτές, οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές είχαν ελάχιστα να προσφέρουν. Η πλατφόρμα τους βασιζόταν εξ ολοκλήρου στην ανανέωση της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα. Ο ίδιος ο Οσίνκι κατέληξε να εκτελεστεί σε μια εκκαθάριση του κόμματος το 1938.

Εκείνη την εποχή, η κύρια διαμάχη του Μιάσνικοφ με την Εργατική Αντιπολίτευση αφορούσε το συνδικαλιστικό ζήτημα. Η θέση του για τα συνδικάτα σε αυτό το στάδιο ήταν μάλλον διφορούμενη· σε ένα άρθρο με τίτλο «Τα ίδια, μόνο με διαφορετικό τρόπο» (1920), επέκρινε τα συνδικάτα ως μη αντιπροσωπευτικά των συμφερόντων όλων των εργατών, αλλά μόνο των εργατών που συγκεντρώνονταν σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία ή επάγγελμα. Τα συνδικάτα δεν είχαν παίξει ποτέ τεράστιο ρόλο στη ρωσική κοινωνική ζωή, και τώρα, μετά την επανάσταση, βρέθηκαν να μην έχουν τίποτα χρήσιμο να κάνουν. Σε αυτό το σημείο δεν έβλεπε κανένα σημαντικό ρόλο γι’ αυτά ούτε στη διαχείριση της παραγωγής, όπως πρότεινε η Εργατική Αντιπολίτευση, ούτε ως «ιμάντα μεταβίβασης» προς το κόμμα, ούτε ως αμυντικό μηχανισμό για τους εργάτες ενάντια στη γραφειοκρατία, όπως τα θεωρούσε ο Λένιν. Αντίθετα, υποστήριζε τη διατήρηση των συνδικάτων καθαρά στη μάλλον αδύναμη βάση ότι οι ξένοι σοσιαλιστές θα ήταν αντίθετοι στη διάλυσή τους.

Στην ανάλυσή του για τον πρακτικό ρόλο των συνδικάτων, η θέση του Μιάσνικοφ έχει συνδεθεί με εκείνη των Γερμανών κομμουνιστών του υπεραριστερού KAPD. Αν και επιφανειακά παρόμοιες, οι κριτικές που διατυπώθηκαν από τους Γερμανούς έγιναν κάτω από μάλλον διαφορετικές συνθήκες και για μάλλον διαφορετικούς λόγους από ό,τι του Μιάσνικοφ. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής επανάστασης τα συνδικάτα, πολύ πιο ενσωματωμένα στο κράτος και την κοινωνία, ήταν σε μεγάλο βαθμό αντεπαναστατικές οργανώσεις. Κινητοποιούσαν τους εργάτες για την υπεράσπιση της σοσιαλδημοκρατίας (και συνεπώς του καπιταλιστικού κράτους) και για την υπεράσπιση κλαδικών συμφερόντων και όχι του προλεταριάτου στο σύνολό του. Τα παραδοσιακά συνδικάτα είχαν διαμορφωθεί από τη φύση της ύπαρξής τους στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ή έτσι έλεγε το επιχείρημα· ο ρόλος του συνδικάτου ήταν να διαπραγματεύεται μεταξύ του Κεφαλαίου και της Εργασίας - ως εκ τούτου, τα συνδικάτα και οι ηγέτες τους είχαν εγγενές συμφέρον να διατηρήσουν τη σχέση μισθού-εργασίας. Η θέση του KAPD ήταν επομένως να απέχει από τη συμμετοχή του στα συνδικάτα. Ο Μιάσνικοφ, ωστόσο, πίστευε ότι οι κομμουνιστές θα έπρεπε να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε αυτά όσο ο διεθνής καπιταλισμός δεν είχε ξεπεραστεί. Κατά την άποψη του KAPD, οι εργοστασιακές επιτροπές, οι οποίες σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της επαναστατικής εξέγερσης, βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τα συνδικάτα, και επιδίωξαν να οργανώσουν αυτές τις επιτροπές στην AAUD –που ουσιαστικά παρέμενε ένα συνδικάτο, αλλά βασιζόταν στους χώρους εργασίας και όχι στο επάγγελμα ή τη βιομηχανία– και να συσπειρώσουν όλους τους εργάτες κατά τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα. Ο Λένιν ασκούσε σφοδρή κριτική σε αυτόν τον συνδικαλιστικό αποχωρισμό στη μπροσούρα του Αριστερός Κομμουνισμός, που απευθυνόταν όχι μόνο στο KAPD αλλά και στους Άγγλους και Ιταλούς αριστερούς κομμουνιστές και υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές θα έπρεπε να συμμετέχουν στα συνδικάτα αντί να παραδίδουν την επιρροή πάνω στη μάζα των εργατών σε ρεφορμιστές ηγέτες.

Όσον αφορά το αγροτικό ζήτημα, ο Μιάσνικοφ υποστήριξε μια θέση που βρισκόταν μεταξύ των αναρχικών και της Δεξιάς Αντιπολίτευσης. Όπως και οι αναρχικοί, πίστευε ότι οι αγρότες θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να σχηματίζουν τα δικά τους συνδικάτα και να υπερασπίζονται τα συλλογικά τους συμφέροντα, ενισχύοντας έτσι τις τάσεις τους προς τη συνεργασία και την αλληλεγγύη (πειθαρχώντας παράλληλα ή αποτρέποντας την εμφάνιση πλούσιων αγροτών μέσω της σοβιετικής πολιτικής). Υποστήριζε ότι οι αγρότες θα μπορούσαν να κερδηθούν μόνο αργά, όχι με την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση ή με το να τους επιτραπεί να γίνουν υπερβολικά πλούσιοι, αλλά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αργή απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να κάνει τη ζωή τους ευκολότερη,

Αναφέρω ένα απόσπασμα:

«Η σοσιαλιστική μας επανάσταση θα καταστρέψει τη μικροαστική παραγωγή και ιδιοκτησία όχι με την ανακήρυξη της κοινωνικοποίησης, της ιδιοκτησίας των τοπικών δήμων, της εθνικοποίησης, αλλά με τη συνειδητή και συνεπή πάλη των σύγχρονων μεθόδων παραγωγής σε βάρος των ξεπερασμένων, μειονεκτικών μεθόδων, με τη σταδιακή εισαγωγή του σοσιαλισμού. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία του άλματος από την καπιταλιστική αναγκαιότητα στη σοσιαλιστική ελευθερία». (Miasnikov, “Manifesto of the Workers’ Group of the Russian Communist Party”)

Σε αυτό το στάδιο, ο Μιάσνικοφ πρότεινε επίσης ότι τελικά, η παραγωγή και η κατανάλωση θα ήταν καλύτερα διαχειρίσιμες από ανεξάρτητα Σοβιέτ, που θα επέτρεπαν την πλήρη ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι και της εκλογικής συμμετοχής όλων των εργατικών κομμάτων.

Τέλος, σε αντίθεση με την Εργατική Αντιπολίτευση και τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές, ο Μιάσνικοφ δεν επιδίωξε την επίλυση αυτών των λαθών του κόμματος μόνο με εσωτερική πολιτική συζήτηση. Σύμφωνα με την καλύτερη παράδοση των επαναστατών στράφηκε στην κινητοποίηση των εργατών. Συνέχισε να μιλάει ανοιχτά στο εργοστάσιό του και στο τοπικό Σοβιέτ για τα προβλήματα του κόμματος, διατηρώντας παράλληλα την πίστη του στους Μπολσεβίκους. Για τον λόγο αυτό, ανακλήθηκε στην Πετρούπολη το 1921, ώστε να μπορεί να βρίσκεται υπό το βλέμμα της κομματικής ηγεσίας. Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι δεν ήταν όλα όπως φαίνονταν:

Αναφέρω ένα απόσπασμα:

«Όταν ήρθα στην Πετρούπολη, η πόλη βρισκόταν σε εορταστική διάθεση... Η βιομηχανία της Πετρούπολης είχε αρχίσει να αναπνέει ελεύθερα κ.λπ. Αλλά αυτό ήταν μόνο τα χωριά του Ποτέμκιν*. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, άρχισα να βλέπω ότι... δεν ήταν όλα καλά στην Πετρούπολη. Οι μύλοι και τα εργοστάσια απεργούσαν συνεχώς, η κομμουνιστική επιρροή ήταν ελάχιστη και οι εργάτες δεν είχαν καμία αίσθηση συμμετοχής στην κυβέρνηση. Φαινόταν απομακρυσμένη και δεν ήταν δική τους. Για να πάρουν κάτι από αυτήν, έπρεπε να ασκήσουν πίεση· χωρίς πίεση δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα...». (Παρατίθεται στο G.P Maximoff, The Guillotine at Work)

Ο Μιάσνικοφ αναφέρεται εδώ στο εκκολαπτόμενο απεργιακό κύμα των αρχών του 1921. Η επιρροή των Μπολσεβίκων είχε αρχίσει να φθίνει και ορισμένοι εργάτες άρχισαν να προσβλέπουν στην αγωνιστική δράση των αριστερών Μενσεβίκων, των αριστερών ΣΕ και των αναρχικών. Ο Λένιν, που προηγουμένως ήταν πιο προσεκτικός στην πολιτική του, άρχισε να συγχέει αυτές τις ομάδες με τους αντεπαναστάτες προκειμένου να δικαιολογήσει την καταστολή τους (Liebman, Leninism Under Lenin). Αλλά παρά την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης, το απεργιακό κύμα συνεχίστηκε.

Αναφέρω ένα απόσπασμα:

«Στη Μόσχα, στην Πετρούπολη, στην περιοχή των Ουραλίων, σε όλα τα εργοστάσια, οι εργάτες δείχνουν τώρα έντονη δυσπιστία απέναντι στους κομμουνιστές. Συγκεντρώνονται μη κομματικές ομάδες... αλλά μόλις πλησιάζει ένας κομμουνιστής, οι ομάδες διασκορπίζονται ή αλλάζουν θέμα. Τι σημαίνει αυτό; Στο εργοστάσιο Ιζόρσκι οι εργάτες έδιωξαν όλους τους κομμουνιστές από τη συνέλευσή τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εργάζονται στο εργοστάσιο! Την παραμονή ακριβώς μιας γενικής ουσιαστικά απεργίας στην Πετρούπολη (αυτή που προηγήθηκε αμέσως της Κροστάνδης) δεν ξέραμε καν ότι αυτή η απεργία επρόκειτο να γίνει, παρόλο που είχαμε κομμουνιστές σε κάθε τμήμα». (Μιάσνικοφ, όπως αναφέρεται στο G.P Maximoff, The Guillotine at Work,)

Αν και αυτά τα αποσπάσματα θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν να πρόκειται για κάποιον που ενδιαφέρεται να ενθαρρύνει την εξέγερση κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος, αξίζει να θυμηθούμε τη βαθιά αφοσίωση του Μιάσνικοφ στους Μπολσεβίκους εκείνη την εποχή. Έψαχνε έναν τρόπο να διορθώσει τη διάσταση ανάμεσα στο Κόμμα και τους εργάτες, όχι να την μεγαλοποιήσει. Ο Μιάσνικοφ σημείωσε ακόμη ότι οι εργάτες είχαν δώσει στους «κομμουνιστικούς πυρήνες» στα εργοστάσια το παρατσούκλι «κομμουνιστικοί ντετέκτιβ». Είναι σαφές ότι το 1921, το επίπεδο της δυσπιστίας απέναντι στους Μπολσεβίκους και τις μεθόδους τους είχε ήδη γίνει βαθύ. Ο ίδιος πίστευε ότι οι ίδιες μέθοδοι που είχαν χρησιμοποιηθεί για την καταστολή της αστικής τάξης το 1918-1920 είχαν τώρα αναπτυχθεί εναντίον των εργατών,

Αναφέρω ένα απόσπασμα:

«Το να συντρίψεις τη διεθνή αστική τάξη , είναι πολύ καλό, αλλά το πρόβλημα είναι ότι σηκώνεις το χέρι σου ενάντια στην αστική τάξη και χτυπάς τον εργάτη. Ποια τάξη προμηθεύει τώρα τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που συλλαμβάνονται με την κατηγορία της αντεπανάστασης;» (Παρατίθεται στο G.P Maximoff, The Guillotine at Work)

Αντί λοιπόν να σιωπήσει, ο Γκαβρίλ κατήγγειλε την τοπική ηγεσία του κόμματος ότι ζούσε πλουσιοπάροχα, ενώ οι εργάτες της Πετρούπολης πεινούσαν! Υποτίθεται ότι το Κόμμα έπρεπε να διατηρήσει μια απόλυτη δικτατορία για να κρατήσει τις μάζες χορτάτες, και όμως μια δυσανάλογα μεγάλη ποσότητα τροφίμων έβρισκε το δρόμο της στα χέρια των στελεχών του κόμματος. Ειδικά ο Ζινόβιεφ ήταν αυτός με τον οποίο ο Μιάσνικοφ είχε εξοργιστεί, αηδιασμένος από την ακολασία και τη διαφθορά του:

Αναφέρω ένα απόσπασμα:

«Η βάση του κόμματος επιτρέπεται να μιλάει για τα μικροαμαρτήματα, τις πολύ μικρές αμαρτίες, αλλά πρέπει να σιωπά κανείς για τα μεγαλύτερα. Υπευθυνότητα ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής; Αλλά εκεί υπάρχει ο σύντροφος Ζινόβιεφ, που είναι ένα από τα “παιδιά”». (Παρατίθεται στο G.P Maximoff, The Guillotine at Work)

Σύμφωνα με τον Μιάσνικοφ, ενώ οι εργάτες της Πετρούπολης πεινούσαν, ο Ζινόβιεφ και η τοπική κομματική επιτροπή είχαν κλειστεί σε ένα ξενοδοχείο και είχαν κάνει υπερβολές. Έπιναν, διασκέδαζαν, έτρωγαν πολύ περισσότερο από ό,τι ο μέσος εργάτης είχε πρόσβαση και έκαναν κατάχρηση της χρήσης των ιδιωτικών μεταφορικών μέσων που ανήκαν στο κόμμα και κυκλοφορούσαν στην πόλη. Ως κομμουνιστής, ο Μιάσνικοφ ήθελε η κομματική επιτροπή να λογοδοτεί στους εργάτες.

Με τη σειρά του, ο Ζινόβιεφ εξοργίστηκε με την απειθαρχία του Μιάσνικοφ. Μπροστά σε μια διάσκεψη τριών κομματικών περιφερειών είπε στον Μιάσνικοφ: «Καλύτερα να σταματήσεις να μιλάς αλλιώς θα πρέπει να σε διαγράψουμε από το κόμμα. Είσαι είτε σοσιαλεπαναστάτης είτε άρρωστος». Οι δύο τους θα τσακώνονταν μεταξύ τους για πολλά χρόνια στο μέλλον.

Τον Μάρτιο του 1921, ο Μιάσνικοφ βρέθηκε εντελώς μόνος. Ακριβώς όπως είχε υποστηρίξει τους απεργούς εργάτες της Πετρούπολης, ήταν σχεδόν ο μόνος ανάμεσα στους μπολσεβίκους (εξαιρούνται τα μέλη του κόμματος στην ίδια τη Ναυτική Βάση της Κρονστάνδης) που αρνούνταν να καταγγείλει την εξέγερση της Κρονστάνδης. Ο Τρότσκι κατήγγειλε ότι οι ναύτες του 1921 δεν ήταν οι ναύτες του 1917, ότι παρακινήθηκαν από αντεπαναστατικές συνωμοσίες. Αλλά όπως ρωτούσε με νόημα ο Βίκτορ Σερζ, «το κόμμα του 1921, ήταν το ίδιο με εκείνο του 1918;». (Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary). Η θέση του Μιάσνικοφ τον διαχώρισε ακόμη και από την Εργατική Αντιπολίτευση, η οποία κινητοποιήθηκε για να πολεμήσει εναντίον των εξεγερμένων.

Ενώ η Εργατική Αντιπολίτευση, μαζί με τους άλλους μπολσεβίκους, πολεμούσε τους ίδιους τους συντρόφους της και, στην πραγματικότητα, σφράγιζε τη μοίρα της, ο Μιάσνικοφ έγραφε σε εφημερίδες σε όλη τη χώρα διακηρύσσοντας ότι η εξέγερση αντιπροσώπευε τη βαθιά ανάγκη για μεταρρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των Σοβιέτ και του Κόμματος. Ο Λένιν σχολίασε ότι η εξέγερση ήταν μια «λάμψη που φωτίζει» (Lenin, Kronstadt), ωστόσο οι μόνες λύσεις που έδωσε ήταν γραφειοκρατικές. Ταλαιπωρημένοι από προβλήματα σε όλα τα μέτωπα, πολλοί επαναστάτες τόσο στη Ρωσία όσο και στο εξωτερικό έδειχναν κατανόηση για τους λόγους για τους οποίους οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν αυταρχικές μεθόδους για να κρατηθούν στην εξουσία – αλλά η καταστολή της Κρονστάνδης ήταν κάτι άλλο. Ο ίδιος ο κομματικός Τύπος έλεγε απροκάλυπτα ψέματα για τα αιτήματα των εργατών και των ναυτών και η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους εξεγερμένους.

Μέχρι τώρα, η ηγεσία του κόμματος ήταν εξοργισμένη με τον Μιάσνικοφ· είχε αποδειχθεί ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, και έτσι τον έστειλε πίσω στην πατρίδα του. Η ηγεσία πίστευε ότι θα τους δημιουργούσε λιγότερα προβλήματα στο Περμ απ’ ό,τι στην Πετρούπολη, όπου υπήρχε ήδη τόσο μεγάλη εξέγερση. Έτσι, μετά την επιστροφή του στα Ουράλια, ο Μιάσνικοφ έπιασε δουλειά, ξεσηκώνοντας τον τοπικό του κομματικό πυρήνα σε εξέγερση κατά της κεντρικής εξουσίας και ξεσηκώνοντας τους εργάτες στα εργοστάσια. Ένα βασικό αίτημα έγινε η ελευθερία του λόγου. Αυτό προκάλεσε την οργή του Λένιν· ομολογουμένως, κατά τη γνώμη του Σερζ, ο Γκαβρίλ είχε διατυπώσει αυτό το αίτημα με φιλελεύθερο τρόπο· ήθελε ελευθερία λόγου για «όλους, από τους αναρχικούς στο ένα άκρο μέχρι τους μοναρχικούς στο άλλο» (Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary).

Ο Μιάσνικοφ πίστευε ότι οι εργάτες δεν θα εξαπατούνταν από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, εάν ακόμη και στους Λευκούς επιτρεπόταν να διαδίδουν τις ιδέες τους. Καταγγέλθηκε, κάπως δίκαια, ως ιδεαλιστής. Ο Λένιν του απηύθυνε προσωπική επιστολή με ημερομηνία 1η Αυγούστου 1921: «Ελευθερία του Τύπου στην ΡΣΣΔ που περιβάλλεται παντού από αστούς εχθρούς σημαίνει ελευθερία για τους αστούς.... Δεν θέλουμε να αυτοκτονήσουμε». Ούτε καν οι αναρχικοί δεν υποστήριζαν την ελευθερία του Τύπου για τους αστούς. Ωστόσο, γρήγορα μεταστράφηκε στην αναγνώριση της ταξικής βάσης του αιτήματος – και εξακολουθούσε να θεωρεί ότι όλα τα επαναστατικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις άξιζαν την ελευθερία του Τύπου. Ο Γκαβρίλ ανταπάντησε στον Λένιν σε μια δημόσια επιστολή: «Λέτε ότι θέλω ελευθερία του Τύπου για την αστική τάξη. Αντίθετα, θέλω την ελευθερία του Τύπου για μένα, έναν προλετάριο, μέλος του κόμματος εδώ και δεκαπέντε χρόνια!».

Ο Μιάσνικοφ αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο.

Αναφέρω χαρακτηριστικά:

«Ένας ιδιαίτερος τύπος κομμουνιστή εξελίσσεται. Είναι πρόθυμος, λογικός, και αυτό που μετράει περισσότερο, ξέρει πώς να ευχαριστεί τους ανωτέρους του, πράγμα που αρέσει πάρα πολύ στους τελευταίους. Το αν αυτός ο κομμουνιστής έχει επιρροή ανάμεσα στους εργάτες τον απασχολεί ελάχιστα. Το μόνο που μετράει είναι να είναι ευχαριστημένοι οι ανώτεροί του». (Παρατίθεται στο G.P Maximoff, The Guillotine at Work)

Σύντομα μετά τη διαμάχη του με τον Λένιν, ο Μιάσνικοφ άρχισε να οργανώνει επίσημα την αντιπολίτευσή του μέσα στο κόμμα. Σε αυτό το στάδιο το κόμμα είχε ήδη απαγορεύσει τις φράξιες. Η Κρονστάνδη είχε γίνει κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου του κόμματος, όπου αντιμέτωπο με εξεγέρσεις σε όλη τη χώρα το κόμμα είχε αποφασίσει να υποταχθεί σε αυστηρή εκτελεστική πειθαρχία. Η παρανοϊκή προσκόλληση στην εξουσία είχε επιδεινωθεί από την αποτυχία της Δράσης του Μάρτη στη Γερμανία, η οποία θεωρούνταν από πολλούς ως η τελευταία ελπίδα για επανάσταση στο εξωτερικό.

Με τις άλλες κομματικές φράξιες εκτός νόμου, ο Γκαβρίλ ήξερε ότι έπαιζε με τη φωτιά. Παρ’ όλα αυτά, άρχισε να βρίσκει συμμάχους για αυτό που θα γινόταν η «Εργατική Ομάδα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος». Η ιδέα της φράξιας ήταν ότι σκόπευε να είναι νόμιμη, με νόμιμη δράση και μια πιστή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του κόμματος. Βρήκε φίλους κυρίως μεταξύ των πρώην μελών της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Υπήρχε όμως μια βασική διαφορά· ήταν σχεδόν αποκλειστικά οι πραγματικοί εργάτες της φράξιας και όχι οι διανοούμενοι ή οι συνδικαλιστές γραφειοκράτες.

Τον Φεβρουάριο του 1922, ο Μιάσνικοφ διαγράφηκε από το κόμμα των Μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, ήταν το πρώτο άτομο που διαγράφηκε από το κόμμα μετά την απαγόρευση των φραξιών. Παρά τις διαφορές τους, ο Σλιάπνικοφ ήταν ένας από τους λίγους μπολσεβίκους που τον υπερασπίστηκαν.

Λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, ο Σλιάπνικοφ συνέταξε την «Έκκληση των 22», την οποία υπέγραφε και ο Μιάσνικοφ. Είκοσι δύο αντιπολιτευόμενοι, όλοι παλαιά μέλη του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ξεπέρασαν τα όρια της ίδιας τους της οργάνωσης, απευθύνοντας μια ανοιχτή επιστολή στο εκτελεστικό όργανο της Κομιντέρν. Η επιστολή επιτέθηκε στη στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου, υποστηρίζοντας ότι αντανακλούσε τη νέα σύνθεση του Κόμματος «40% εργάτες και 60% μη προλετάριοι». Παραπονέθηκαν επίσης ότι όλες οι επικρίσεις των αντιπολιτευόμενων, που αποσκοπούσαν στο να «φέρουν τις προλεταριακές μάζες πιο κοντά στην κυβέρνηση [έχουν] χαρακτηριστεί ως «αναρχοσυνδικαλισμός» και οι υποστηρικτές τους διώκονται και δυσφημίζονται». Αυτό ήταν εν μέρει μια αναφορά στον ίδιο τον Μιάσνικοφ. Επιπλέον, ο εργατικός αυθορμητισμός καταστέλλεται, τα μέλη του κόμματος δεν είχαν πάντα τη δυνατότητα να εκλέγουν την ηγεσία τους και, τέλος, οι εργάτες που αηδίαζαν από τον καριερισμό που ήταν ήδη εμφανής εγκατέλειπαν το κόμμα. (Σλιάπνικοφ κ.ά., Έκκληση των 22 [“Appeal of the 22, Shliapnikov, Kollontai, Miasnikov etc”])

Αν και η επιτροπή της Κομιντέρν απέρριψε την έκκληση, οι εργάτες στο Περμ δεν το έκαναν. Στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν ο Μιάσνικοφ, εξελέγη μια νέα εργατική επιτροπή, με μια πλειοψηφία που ακολουθούσε αντιπολιτευτική γραμμή. Πέρασαν μάλιστα ένα ψήφισμα υπέρ της προσφυγής των 22. Επιπλέον, ένα τμήμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος εξέδωσε επίσης δημόσια καταγγελία κατά της κομματικής ηγεσίας και της γραφειοκρατίας στο καθεστώς.

Η έκκληση των 22 και τα «παραπτώματα» του Μιάσνικοφ συζητήθηκαν στο 11ο Συνέδριο του Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 27 Μαρτίου και 2 Απριλίου 1922. Οι Είκοσι Δύο δέχτηκαν επίπληξη και δύο από αυτούς διαγράφηκαν από το Κόμμα. Ο Τρότσκι δήλωσε ότι ο Μιάσνικοφ είχε «δώσει βοήθεια στον εχθρό» δημοσιεύοντας τις κριτικές του για το Κόμμα. Μετά το Συνέδριο, ο Μιάσνικοφ συνελήφθη από την GPU, ο πρώτος μπολσεβίκος φυλακισμένος στη Σοβιετική Ένωση. Κατά τη διάρκεια της σύλληψης ένας πράκτορας προσπάθησε να τον δολοφονήσει, αλλά απέτυχε. Μόλις βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα, ο Μιάσνικοφ κήρυξε αμέσως απεργία πείνας. Απελευθερώθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. (Avrich, Bolshevik Opposition to Lenin).

Μετά την αποφυλάκισή του, ο Μιάσνικοφ επέστρεψε στη Μόσχα. Εκεί άρχισε να συγκροτεί στα σοβαρά την Εργατική Ομάδα. Μια χούφτα εργάτες, μεταξύ των οποίων και ο Κουζνετσόφ, που είχαν διαγραφεί από το ενδέκατο συνέδριο επειδή υπέγραψαν την έκκληση, συμμετείχαν στην διαμόρφωση της Εργατικής Ομάδας ως παράνομης οργάνωσης. Οι παραπάνω απόπειρες για νόμιμη αντιπολίτευση είχαν επιβάλει τη μυστική στρατηγική, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Μιάσνικοφ και τη νέα Εργατική Ομάδα να έχουν επιρροή στη ζωή του μπολσεβίκικου κόμματος. Η εφημερίδα τους, «Ο δρόμος των εργατών προς την εξουσία», διανεμήθηκε κυρίως μεταξύ των εργατών των εργοστασίων, αλλά κυκλοφόρησε επίσης μεταξύ τμημάτων του κόμματος. Η Εργατική Ομάδα πραγματοποίησε μυστικές συναντήσεις με υπόγεια μέλη της Εργατικής Αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον Σλιάπνικοφ. Αρχικά τους έφεραν σε επαφή οι διασυνδέσεις στην Ένωση Εργατών Μετάλλου. Ενώ οι ακτιβιστές και των δύο αντιπολιτεύσεων εργάζονταν συχνά μαζί στο χώρο του εργοστασίου, αγωνίζονταν να βρουν πολιτική συμφωνία. Ο Σλιάπνικοφ επέπληττε τον Μιάσνικοφ για την ίδρυση ουσιαστικά ενός «ξεχωριστού κόμματος», ενώ ο Μιάσνικοφ θεωρούσε ότι η Εργατική Αντιπολίτευση ήταν πολύ άτολμη μπροστά στην αυταρχική ηγεσία του κόμματος.

Διαφωνούσαν επίσης ριζικά στο διαφαινόμενο πολιτικό ζήτημα της αναδιοργάνωσης της παραγωγής, κεντρικό θέμα στα πολιτικά προγράμματα και των δύο ομάδων. Όπως σημείωσε η ιστορικός Barbara Allen, βιογράφος του Σλιάπνικοφ: «Ο Μιάσνικοφ υποστήριζε τα σοβιέτ, η Εργατική Αντιπολίτευση υποστήριζε τα συνδικάτα. Ο Σλιάπνικοφ επέκρινε δριμύτατα το σχέδιο του Μιάσνικοφ για διαχείριση μέσω σοβιέτ, λέγοντας ότι στην ουσία σήμαινε την “οργάνωση αγροτικών συνδικάτων”». (Barbara Allen, Alexander Shlyapnikov, 1885-1937: Life of an Old Bolshevik) Ανησυχούσε ότι αν τα Σοβιέτ διοικούσαν την παραγωγή, δεδομένου του συντριπτικού αριθμού των αγροτών στη Ρωσία, το κράτος θα βρισκόταν υπό την ταξική τους κυριαρχία και όχι υπό την κυριαρχία της εργατικής τάξης. Αυτές οι θεμελιώδεις διαφορές κράτησαν τις δύο ομάδες χωριστές, αν και όταν η Εργατική Αντιπολίτευση κατέρρευσε εντελώς, πολλοί θα έβρισκαν το δρόμο τους προς την Εργατική Ομάδα. Μεταξύ αυτών ήταν ο Μιχαήλ Μιχαήλοφ· από την αεροδιαστημική βιομηχανία, ο Α.Ι. Μεντβέντεφ, ο Γκ.Β. Σοχάνοφ και ο Κ.Ντ. Ραντζιβίλοφ. (Pirani, The Russian Revolution in Retreat, 1920-24) Πολλά από τα μέλη της Εργατικής Αντιπολίτευσης που μετακινήθηκαν προς την Εργατική Ομάδα το έκαναν επειδή η Εργατική Ομάδα αποτελούσε έναν αριστερό πόλο έλξης, ενώ η Αντιπολίτευση μετακινήθηκε προς τα δεξιά για να προσαρμοστεί στις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής.

Την επόμενη χρονιά, πριν από το δωδέκατο συνέδριο του κόμματος, που πραγματοποιήθηκε από τις 17 έως τις 25 Απριλίου 1923, ο Μιάσνικοφ συνέταξε το «Μανιφέστο της Εργατικής Ομάδας του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος». Σε αυτό η Εργατική Ομάδα επέκρινε όχι μόνο τη γραφειοκρατία στη Ρωσία, τον εκφυλισμό του Κόμματος και τη Νέα Οικονομική Πολιτική (την αποκαλούσαν «νέα εκμετάλλευση του προλεταριάτου»), αλλά και τις στρατηγικές και τις τακτικές της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αυτό ήταν το πρώτο συνέδριο του Κόμματος που πραγματοποιήθηκε μετά την αναπηρία του Λένιν από εγκεφαλικό επεισόδιο και αποτέλεσε κομβικό σημείο καμπής στην ιστορία του Κόμματος.

Το κλειδί για κάθε πιθανότητα διάσωσης της ρωσικής επανάστασης ήταν η εξάπλωση του επαναστατικού κύματος πέρα από τα διεθνή σύνορα. Η επαναστατική Ρωσία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει απομονωμένη. Για το σκοπό αυτό, οι Μπολσεβίκοι είχαν ιδρύσει την Τρίτη Διεθνή. Με σκοπό να φέρει κοντά επαναστατικές σοσιαλιστικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων επαναστατών συνδικαλιστών), σπάζοντας με τον ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς, οι Μπολσεβίκοι ήλπιζαν ότι η Τρίτη θα αποτελούσε ένα κρίσιμο όπλο για τη διάδοση της επανάστασης.

Ωστόσο, καθώς η ρωσική επανάσταση απομονωνόταν, η Κομιντέρν άρχισε να επιβάλλει γρήγορα τα ρωσικά συμφέροντα έναντι εκείνων των άλλων εθνικών τμημάτων. Το επαναστατικό κύρος των Ρώσων συνέβαλε μόνο στην κλιμάκωση της εξουσίας τους έναντι των ξένων τμημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, σε αυτό αντιτάχθηκαν πιο έντονα το γερμανικό και το ιταλικό τμήμα, ενώ οι επαναστατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η ισπανική CNT, είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν σχεδόν από την αρχή (αντ’ αυτού δημιούργησαν τη δική τους Διεθνή, την IWA). Ο Γερμανός αριστερός κομμουνιστής Πφέμφερτ προειδοποίησε: «Αν η Τρίτη Διεθνής παρουσιαστεί ως όργανο της κεντρικής εξουσίας μιας συγκεκριμένης χώρας, τότε θα φέρει μέσα της το σπόρο του θανάτου και θα αποτελέσει εμπόδιο για την παγκόσμια επανάσταση». (Pfemfert, Lenin’s Infantile Disorder)

Τι έκανε λοιπόν ο Γκαβρίλ και η Εργατική Ομάδα για την Κομιντέρν γενικότερα; Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι υποστήριζε την οργάνωση και τη στρατηγική της. Αλλά έβλεπαν το ρόλο που ήρθε να εκπληρώσει παρόμοια με τον τρόπο που το έκαναν οι Γερμανοί· η Τρίτη Διεθνής, με το να δεθεί τόσο στενά με το καθεστώς στη Ρωσία, οι στρατηγικές, οι τακτικές και οι κανόνες των Μπολσεβίκων έφτασαν να εκπροσωπούν τα συμφέροντα του ρωσικού κράτους και όχι των επαναστατών εργατών του κόσμου. Ο Μιάσνικοφ επεσήμανε:

«Η Τρίτη Διεθνής, γεννημένη μέσα στα βάσανα των πολέμων και των επαναστάσεων, είχε στα χέρια της όλα τα συστατικά που χρειαζόταν για να την καταστήσουν ηγεσία του προλεταριάτου, αλλά, αφού δέθηκε με τη μοίρα της Νοεμβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, έγινε η Διεθνής της γραφειοκρατίας, της οποίας τα ιδανικά και τις ειδικές μεθόδους σύντομα υιοθέτησε. Αγωνίζεται ενάντια στην αστική τάξη και τη Δεύτερη Διεθνή, όχι για ένα εργατικό κράτος, αλλά για τον κρατικό καπιταλισμό, για ένα κράτος και μια γραφειοκρατική διακυβέρνηση με μονοκομματικό διοικητικό σύστημα. Επιδιώκει την ανατροπή της αστικής τάξης για να την αντικαταστήσει, όχι με το οργανωμένο προλεταριάτο ως τάξη, αλλά με τη γραφειοκρατία». (Miasnikov, “Manifesto of the Workers Group”)

Η τακτική του «Ενιαίου Μετώπου», που υιοθετήθηκε το 1921, μετά την αποτυχία της Γερμανικής Επανάστασης, προκάλεσε ιδιαίτερη οργή στον Γκαβρίλ. Κατακεραύνωσε το εκτελεστικό όργανο της Κομιντέρν επειδή συνέστησε στους Γερμανούς κομμουνιστές να συνάψουν ειρήνη με τους ίδιους σοσιαλδημοκράτες που είχαν δολοφονήσει τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ. «Η τακτική που πρέπει να οδηγήσει το εξεγερμένο προλεταριάτο στη νίκη δεν μπορεί να είναι αυτή του σοσιαλιστικού ενιαίου μετώπου... Το ρωσικό προλεταριάτο κέρδισε, όχι συμμαχώντας με τους σοσιαλεπαναστάτες, τους λαϊκιστές και τους μενσεβίκους, αλλά αγωνιζόμενο εναντίον τους». Συνεχίζει ότι «η συνεργασία με... τους εχθρούς της εργατικής τάξης... βρίσκεται σε ανοιχτή αντίθεση με την εμπειρία της ρωσικής επανάστασης». Αυτό δεν ήταν απλώς μια κοινοτοπία· μάλλον, ο Μιάσνικοφ επεσήμαινε ότι, επιβάλλοντας γενικούς κανόνες βασισμένους στη ρωσική εμπειρία, η Κομιντέρν καθιέρωνε ένα δόγμα που θα είχε αρνητικές συνέπειες για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.

Παραθέτω:

«Η Κομιντέρν απαιτεί από τα κομμουνιστικά κόμματα όλων των χωρών να ακολουθούν πάση θυσία την τακτική του σοσιαλιστικού ενιαίου μετώπου, πρόκειται για μια δογματική απαίτηση που παρεμποδίζει την επίλυση πρακτικών καθηκόντων σύμφωνα με τις συνθήκες κάθε χώρας και αναμφίβολα βλάπτει ολόκληρο το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου». (Miasnikov, “Manifesto of the Workers Group”)

Ο Μιάσνικοφ στόχευε ιδιαίτερα τον παλιό του εχθρό τον Ζινόβιεφ: «Βλέπετε, ο ίδιος ο σύντροφος Ζινόβιεφ, που πριν λίγο καιρό μας καλούσε να συνεργαστούμε για τον ενταφιασμό της Δεύτερης Διεθνούς, τώρα μας προσκαλεί σε γαμήλιο γλέντι μαζί της». (Miasnikov, “Manifesto of the Workers Group”). Σύντομα, όλα τα κόμματα που συνδέονταν με την Κομιντέρν διατάχθηκαν να συμμετέχουν στο κοινοβούλιο, ανεξάρτητα από το εθνικό πλαίσιο. Όπως επεσήμανε ο διάσημος Γερμανός αστρονόμος και μαρξιστής Άντον Πάνεκουκ, αυτό σήμαινε ότι «οι δυσαρεστημένες σοσιαλιστικές ομάδες παρακινήθηκαν να ενταχθούν στη Διεθνή της Μόσχας, προσελκυόμενες από τον νέο οπορτουνιστικό κοινοβουλευτισμό της». (Pannekoek, Workers Councils)

Έτσι, το 1922, το γερμανικό KAPD απορρίφθηκε από την Κομιντέρν επειδή αρνήθηκε την εντολή να συγχωνευτεί με το KPD, την ίδια οργάνωση από την οποία μόλις είχε εκδιωχθεί! Αυτοί οι υπεραριστεροί κομμουνιστές αρνήθηκαν να συμμορφωθούν και, στα πλαίσια της απελπισίας τους να διατηρήσουν το ευρωπαϊκό επαναστατικό κύμα, ίδρυσαν μια «Κομμουνιστική Εργατική Διεθνή» το 1922. Ωστόσο, αυτή υπήρχε σε μεγάλο βαθμό μόνο στα χαρτιά, καθώς μόνο οι γερμανικές και ολλανδικές κομμουνιστικές οργανώσεις προσχώρησαν (Richard Gombin, The Radical Tradition). Μέσα σε λίγα χρόνια, η Κομιντέρν θα ενορχήστρωνε επίσης την ανατροπή της ηγεσίας του ιταλικού τμήματος από το εξωτερικό. Με μια σειρά από αμφίβολους ελιγμούς, όπως η απειλή να απολυθεί οποιοσδήποτε κομματικός οργανωτής πληρωνόταν με μισθό από το κόμμα, ο Γκράμσι και οι άνθρωποι της Κομιντέρν έπεσαν με αλεξίπτωτο και η πλειοψηφούσα αριστερή παράταξη ουσιαστικά φιμώθηκε.

Ο εκφυλισμός που επιβλήθηκε στις θέσεις της Κομιντέρν από τη διεθνή κατάσταση είχε ακόμη περισσότερες προεκτάσεις από τους απλούς πολιτικούς ελιγμούς και τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των κομμουνιστών. Ο αντιιμπεριαλισμός πήρε προτεραιότητα έναντι της επανάστασης της εργατικής τάξης, προκειμένου να εξασφαλιστούν στους Ρώσους οι εμπορικές συμφωνίες και να αποδυναμωθούν τα ξένα στρατιωτικά συμφέροντα. Όταν ο Ατατούρκ σφαγίασε μέλη του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1921, το σοβιετικό καθεστώς παρακολουθούσε σιωπηλά. Το 1922, η σοβιετική κυβέρνηση σύναψε μια μυστική συμφωνία με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, σύμφωνα με την οποία ιδρύθηκε στη Ρωσία μια σχολή εκπαίδευσης για Γερμανούς αξιωματικούς και αρκετά εργοστάσια που παρήγαγαν οβίδες και άρματα μάχης για τον γερμανικό στρατό. (Liebman, Leninism Under Lenin) Οι υλικές περιστάσεις είχαν αναγκάσει τους Μπολσεβίκους· αλλά το να παίζεις και με τις δύο πλευρές ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι που συνεπαγόταν τη θυσία πολλών διεθνών κινημάτων για τα ρωσικά συμφέροντα.

Αργότερα το 1922, με τον Γκαβρίλ να έχει διαγραφεί από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, η Εργατική Ομάδα άρχισε να κυκλοφορεί μια Πλατφόρμα. Απαιτούσαν την αποπομπή των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν από την Κεντρική Επιτροπή. (Avrich, Bolshevik Opposition to Lenin) Με την απουσία του Λένιν, εκείνοι που αγωνίστηκαν πιο σκληρά για να φιμώσουν την κριτική της Εργατικής Ομάδας ήταν ο Τρότσκι και ο Ζινόβιεφ. Η παράνοια που ξεσήκωσαν είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Γκαβρίλ και στη συνέχεια να εξοριστεί στη Γερμανία.

Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα δεν μπορούσε να εμποδίσει τη διανομή αντιγράφων του μανιφέστου της Εργατικής Ομάδας σε όλη τη Ρωσία, ακόμη και διεθνώς. Η μικρή ομάδα άρχισε να μεγαλώνει· σχεδόν 300 μέσα σε λίγους μόνο μήνες, ενώ σχεδόν κάθε μέλος ήταν «παλιός μπολσεβίκος» που είχε εγκαταλείψει το κόμμα. Σχεδόν όλοι τους ήταν εργάτες που εξακολουθούσαν να δουλεύουν στην παραγωγή. Η Εργατική Ομάδα είχε ως επί το πλείστον την έδρα της στα εργοστάσια, όπου αγωνιζόταν και συμμετείχε ενεργά στα όλο και πιο συχνά απεργιακά κύματα αντίστασης των εργαζομένων. Ενώ ορισμένα εναπομείναντα τμήματα της Εργατικής Αντιπολίτευσης συμμετείχαν στις απεργίες, ο Ισαάκ Ντόιτσερ σημειώνει ότι η Εργατική Ομάδα ήταν η σημαντικότερη οργάνωση που συμμετείχε στην αγωνιστική δράση. Κάποια στιγμή, κέρδισαν ακόμη και την εμπιστοσύνη ενός ολόκληρου φρουραρχείου του Κόκκινου Στρατού στο Κρεμλίνο, το οποίο η κυβέρνηση μετακίνησε αμέσως στο Σμόλενσκ (Avrich, Bolshevik Opposition to Lenin). Σε αντίθεση με άλλες παρατάξεις, η Εργατική Ομάδα έχτισε τη στρατηγική της πάνω στη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούσαν να κερδίσουν την ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ούτε θα έλυνε έτσι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ρωσία. Η ιδιότητα του μέλους επιτρεπόταν όχι μόνο σε εργάτες, αλλά και σε αντιφρονούντα μέλη του Μπολσεβίκικου Κόμματος επιτρεπόταν επίσης η «διπλή κάρτα» και στις δύο οργανώσεις. Σε αντίθεση με τις άλλες αντιπολιτεύσεις που είχαν συντριβεί, η Εργατική Ομάδα αντλούσε από την εμπειρία πολλών μελών της κατά την περίοδο που δρούσαν παράνομα μαζί με τους Μπολσεβίκους στον αγώνα κατά του Τσάρου. Ένα μείγμα δημόσιας και παράνομης δράσης της επέτρεψε να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά από τις νόμιμες ομάδες, οι οποίες υπέστησαν διώξεις από την GPU.

Ο αντιφρονούντας Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Τσίλιγκα συνόψισε την Εργατική Ομάδα και τις θέσεις της ως εξής:

«Έχοντας θέσει ως βάση του προγράμματός της το σύνθημα του Μαρξ για την 1η Διεθνή: “Η απελευθέρωση των εργατών πρέπει να είναι καθήκον των ίδιων των εργατών”, η Εργατική Ομάδα κήρυξε από την αρχή τον πόλεμο στη λενινιστική αντίληψη της «δικτατορίας του κόμματος» και της γραφειοκρατικής οργάνωσης της παραγωγής, που διακήρυξε ο Λένιν κατά την αρχική περίοδο της παρακμής της επανάστασης. Ενάντια στη λενινιστική γραμμή, απαίτησαν την οργάνωση της παραγωγής από τις ίδιες τις μάζες, ξεκινώντας από τις εργοστασιακές συλλογικότητες. Πολιτικά, η Εργατική Ομάδα απαιτούσε τον έλεγχο της εξουσίας και του κόμματος από τις εργατικές μάζες. Οι τελευταίες, οι πραγματικοί πολιτικοί ηγέτες της χώρας, έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να αφαιρούν την εξουσία από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, ακόμα και από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν έκριναν ότι αυτό το κόμμα δεν υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους». (Ciliga, Lenin)

Ενώ ήταν εξόριστος στη Γερμανία, ο Μιάσνικοφ ήρθε σε επαφή με το KAPD, όπου συνειδητοποίησαν ότι τόσο η Εργατική Ομάδα όσο και οι Γερμανοί Αριστεροκομμουνιστές είχαν παρόμοιες θέσεις σε πολλά ζητήματα. Επαφές έγιναν επίσης με την αριστερή πτέρυγα του KPD που ήταν το επίσημο μέλος της Κομιντέρν. Προσπάθησε μάλιστα να πείσει τον Αρκάντι Μάσλοφ του KPD να ενταχθεί στο εξωτερικό γραφείο της Εργατικής Ομάδας. Ο Μάσλοφ αρνήθηκε, ωστόσο τόσο το KAPD όσο και η αριστερή πτέρυγα του KPD συμφώνησαν να βοηθήσουν μελλοντικά στην έκδοση εντύπων της Εργατικής Ομάδας, παρόλο που αυτά ήταν απαγορευμένα στη Ρωσία.

Με τον Μιάσνικοφ στη Γερμανία, στις αρχές του 1923, ο Ν.Β. Κουζνετσόφ εξελέγη στην ηγεσία της Εργατικής Ομάδας. Πραγματοποίησε συναντήσεις με πολλά πρώην μέλη της Εργατικής Αντιπολίτευσης, προσπαθώντας να τα κερδίσει. Από τη Γερμανία, ο Μιάσνικοφ προειδοποίησε τον Κουζνετσόφ ότι οι αντιπολιτευόμενοι που προσπαθούσαν να προσεταιριστούν θα έπρεπε να κατανοήσουν ότι ο πρώην σύμμαχός του, ο Σλιάπνικοφ, ήταν αδύναμος και ότι, αυτή τη στιγμή, πιθανότατα θα παρέδιδε τα διαφωνούντα μέλη της Εργατικής Ομάδας στην ηγεσία του κόμματος. (Barbara Allen, Alexander Shlyapnikov, 1885-1937: Life of an Old Bolshevik) Ο Κουζνετσόφ προσπάθησε επίσης να προσεταιριστεί την Αλεξάνδρα Κολλοντάι, αλλά είχε πολύ λίγη τύχη στο να στρατολογήσει κάποιον που δεν ήταν καθαρά προλετάριος. Αυτό πιθανώς ενισχύθηκε και από τα απίστευτα πλέον έντονα επίπεδα παρακολούθησης από την GPU.

Μέσα στην χρονία, ένα νέο κύμα μεγάλων απεργιών εξαπλώθηκε στα βιομηχανικά κέντρα της Ρωσίας, όπου η Εργατική Ομάδα άρχισε να αγωνίζεται για πολιτικές ελευθερίες και προλεταριακή δημοκρατία. Γι’ αυτό, το Μπολσεβίκικο Κόμμα τις χαρακτήρισε «αντικομμουνιστικές» και διέταξε την GPU να τις συντρίψει. Ο Τρότσκι συμφώνησε δημοσίως με αυτό, παρά το γεγονός ότι ιδιωτικά διατηρούσε αλληλογραφία με ορισμένα μέλη της Εργατικής Ομάδας. Όταν η GPU εντόπιζε έναν ηγέτη της Εργατικής Ομάδας, είτε συλλαμβάνονταν είτε απολύονταν αυτομάτως από τη δουλειά του και διαγράφονταν από το κόμμα και τα συνδικάτα.

Σε απάντηση, οι εργάτες στα εργοστάσια, ακόμη και οι απλοί εργαζόμενοι στα τοπικά παραρτήματα του κόμματος, συχνά διαμαρτύρονταν. Όπως σημειώνει ο Simon Pirani, ακόμη και η διαμαρτυρία σε αυτό το στάδιο ήταν εξαιρετικά γενναία, δεδομένου του πόσο σοβαρή είχε γίνει η καταστολή της GPU. Εργατικοί ακτιβιστές, ανεξάρτητοι και όσοι ανήκαν σε κόμματα της αντιπολίτευσης συχνά συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν. Για ένα ενδεικτικό παράδειγμα, πριν από την εκτέλεσή της το 1921, η αναρχική Φάνια Μπαρόν είχε ριχτεί στη φυλακή Μπουτίρκι μαζί με Αριστερούς-ΣΕ, Αριστερούς Μενσεβίκους και ανεξάρτητους ακτιβιστές. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν συλληφθεί για την αγωνιστικότητά τους στο εργατικό κίνημα. Οι κρατούμενοι κρατούνταν σε απομόνωση και ξυλοκοπούνταν. Οι γυναίκες στεγάζονταν μαζί με άνδρες κοινούς εγκληματίες. Ένα ιδιαίτερα φρικτό βασανιστήριο ήταν η πρακτική να γδύνουν τους κρατούμενους, να τους τοποθετούν σε μια «τρύπα» έξω - από την οποία δεν μπορούσαν να βγουν, στη συνέχεια να τους ρίχνουν κρύο νερό και να τους αφήνουν όλη τη νύχτα στην παγωνιά. Τα αποσπάσματα εικονικών εκτέλεσεων ήταν μια άλλη συνήθης τεχνική βασανιστηρίων. Ενώ ο αριθμός των συλληφθέντων εργατικών ακτιβιστών μπορεί να μην ήταν αστρονομικός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εκφοβισμός αυτός είχε αντίκτυπο στον περιορισμό της εργατικής διαφωνίας.

Ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο, η Εργατική Ομάδα προσπάθησε όχι μόνο να στρατολογήσει, αλλά και να οργανώσει και να ενεργοποιήσει τους πιο γενναίους και ταξικά συνειδητοποιημένους εργάτες. Ήταν πιο πρόθυμοι να συμπεριλάβουν ομάδες όπως τα εκατοντάδες μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος από τα εργοστάσια της Μόσχας που είχαν ήδη εκδιωχθεί επειδή υποστήριζαν και συμμετείχαν σε απεργίες. Αυτοί ήταν εργάτες με ταξική συνείδηση που πετάχτηκαν πίσω στη μάζα από την ηγεσία του κόμματος. Εάν το κόμμα δεν οργάνωνε τους εργάτες, τότε η Εργατική Ομάδα θα το προσπαθούσε.

Όπως και να ’χει, η Εργατική Ομάδα κατόρθωσε να δημιουργήσει μια βάση στη βιομηχανία. βασικά μέρη ήταν τα Ρωσο-αμερικανικά εργοστάσια κατασκευής εργαλείων, το γαλακτοκομείο Γκοσμόλοκο, το μηχανολογικό εργοστάσιο Οκτιάμπρ στο Μπάουμαν και τα εργοστάσια Βαρέων Πυροβόλων της Μόσχας. (Simon Pirani, The Russian Revolution in Retreat, 1920-24)

Ο Μιάσνικοφ θέλησε τελικά να επιστρέψει στη Ρωσία. Αργότερα το 1923 επικοινώνησε με τον Ζινόβιεφ για να ρωτήσει αν η παρουσία του στη Ρωσία θα ήταν ανεκτή. Έλαβε την εγγύηση ότι θα ήταν ασφαλής, αλλά κατά την άφιξή του στη Ρωσία, συνελήφθη αμέσως από την GPU. Ο «σιδερένιος Φέλιξ» Ντζερζίνσκι, επικεφαλής της GPU, ήταν εκεί για να επιβλέψει προσωπικά τη σύλληψη του Μιάσνικοφ.

Στις 28 Σεπτεμβρίου συνελήφθησαν επίσης άλλα είκοσι οκτώ μέλη της Εργατικής Ομάδας. Οι 14 από αυτούς απελάθηκαν από τη χώρα, ενώ στους άλλους 14 επιβλήθηκε επίπληξη. Οι περισσότεροι από αυτούς που απελάθηκαν από τη χώρα αποτελούσαν την ηγεσία της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένου του Κουζνετσόφ. Η τελική καταστολή από την GPU προκλήθηκε από το κάλεσμα της Εργατικής Ομάδας για μονοήμερη γενική απεργία και μαζική διαδήλωση στη Μόσχα. Σχεδίαζαν να ηγηθούν της πορείας επιδεικνύοντας ένα γιγαντιαίο πανό με το πορτρέτο του Λένιν, απαιτώντας την επιστροφή στις ριζοσπαστικές θέσεις του 1917.

Την επομένη της σύλληψης του Μιάσνικοφ, ο Σλιάπνικοφ πέρασε από το διαμέρισμά του για μια τυχαία επίσκεψη και συνελήφθη επίσης επί τόπου από αρκετούς πράκτορες της GPU που περίμεναν να δουν ποιος άλλος θα εμφανιστεί. (Allen, Alexander Shlyapnikov, 1885-1937: Life of an Old Bolshevik) Αφέθηκε ελεύθερος λίγες μέρες αργότερα, αλλά τον Μιάσνικοφ περίμενε μια πολύ πιο σκοτεινή μοίρα. Καθώς βρέθηκε και πάλι υπό κράτηση, κήρυξε αμέσως απεργία πείνας. Μέσα σε δέκα ημέρες, η GPU υπονόμευσε τη διαμαρτυρία του με αναγκαστική σίτιση. Σε μια επιστολή προς έναν σύντροφο, ο Μιάσνικοφ σημείωσε: «Μόλις πρόσφατα η «Πράβντα» χαρακτήρισε την ίδια μεταχείριση στην Πολωνία ως την πιο βάρβαρη και εξωφρενική διαδικασία. Αλλά αυτό φαίνεται να αναφέρεται μόνο στην πολωνική αστική τάξη. Όταν εφαρμόζεται, ωστόσο, στο Τομσκ δεν είναι εξωφρενική, αλλά το άνθος της προλεταριακής κομμουνιστικής κουλτούρας». Τη δέκατη τρίτη ημέρα της απεργίας πείνας του, η GPU τον έσυρε από το κρεβάτι του στις δύο τα ξημερώματα. Τον μετέφεραν κατευθείαν στο ψυχιατρείο, όπου τον έκριναν «τρελό» για την πολιτική του αντίθεση στο καθεστώς.

Αναφέρω χαρακτηριστικά:

«Πράγματι, τέτοιες διαδικασίες δεν εφαρμόζονται ούτε από τους φασίστες της Πολωνίας. Δεν έχουν φτάσει ακόμα τόσο μακριά, αλλά εδώ το σύνθημα είναι: Όποιος διαμαρτύρεται είναι τρελός και ανήκει στους τρελούς! Ιδιαίτερα όταν ανήκει στην εργατική τάξη και είναι κομμουνιστής εδώ και 20 χρόνια. Οι φασίστες δεν φαίνονται ακόμα ώριμοι για αυτό το είδος προλεταριακής ηθικής». (Παρατίθεται στο Letters from Russian Prisons)

Η τακτική του στιγματισμού των διαφωνούντων θα ανθούσε στη Σοβιετική Ένωση καθώς το καθεστώς γινόταν πιο αυταρχικό.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς Paul Avrich και Simon Pirani, αυτή ήταν η συντριβή της Εργατικής Ομάδας. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν το αντίθετο. Η Εργατική Ομάδα διατηρούσε ένα γραφείο στην εξορία για αρκετά χρόνια, το οποίο διηύθυνε η Κάτε Ρουμάνοβα. Το 1924, η GPU συνέλαβε μια ομάδα στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού επειδή συναντήθηκαν και συζήτησαν με μέλη της Εργατικής Ομάδας, η οποία είχε απαγορευτεί από τη Μόσχα και είχε τεθεί εκτός νόμου. (Hebbes, The Communist Left in Russia After 1920) Ο Hebbes απαριθμεί επίσης μια σειρά από περιστατικά που αφορούσαν την Εργατική Ομάδα το 1924. Σε αυτά περιλαμβάνεται μια διαδήλωση στις 7 Νοεμβρίου στη Μόσχα, όπου όλοι οι συμμετέχοντες συνελήφθησαν. Στις 8 Δεκεμβρίου, η ομάδα δημοσίευσε ένα φυλλάδιο που επιβεβαίωνε ότι 11 από τα μέλη της, που είχαν συλληφθεί χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες, είχαν ξεκινήσει απεργία πείνας στα Ουράλια. Απαιτούσαν να δημοσιοποιηθούν οι λόγοι της σύλληψης και να διεξαχθεί δημόσια δίκη. Στις 27 Δεκεμβρίου, τα μέλη της Εργατικής Ομάδας εξορίστηκαν στο Τσαρντίνσκ υπό την επιτήρηση της GPU. Τέλος, ένας αριθμός στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού συνελήφθησαν από την GPU κατηγορούμενοι για «συνωμοσία» για τη σύνταξη εγγράφων που αναφέρονταν στη ΝΕΠ ως «Νέα Εκμετάλλευση του Προλεταριάτου» (σύνθημα της Εργατικής Ομάδας) και δήλωναν την αλληλεγγύη τους στη διωκόμενη Εργατική Ομάδα. Η μονάδα αυτή διαλύθηκε και οι αντιφρονούντες μεταφέρθηκαν στο Σμόλενσκ.

Το 1928, η Εργατική Ομάδα κατάφερε να διοργανώσει μια μυστική διάσκεψη στη Μόσχα. Τα εναπομείναντα μέλη ψήφισαν μια πρόταση που είχε συντάξει η λεγόμενη Ομάδα των Δεκαπέντε, με επικεφαλής τον Σαπρόνοφ (πρώην μέλος της ομάδας των Δημοκρατικών Συγκεντρωτιστών). Η πρόταση πρότεινε στα μέλη της Ομάδας των Δεκαπέντε, της Εργατικής Ομάδας και στα ελάχιστα εναπομείναντα μέλη της Εργατικής Αντιπολίτευσης να ενωθούν γύρω από μια κοινή πλατφόρμα (η οποία ήταν εξαιρετικά παρόμοια με όλες τις θέσεις της Εργατικής Ομάδας) και να σχηματίσουν ένα ενιαίο Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα. Το ψήφισμα δεν υιοθετήθηκε, ωστόσο η συνδιάσκεψη συμφώνησε να μετατρέψει το κεντρικό γραφείο της Εργατικής Ομάδας σε «οργανωτικό γραφείο για το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της ΕΣΣΔ» (Oliver, The Bolshevik Left and Workers Power). Δεδομένου ότι τα κείμενα της Εργατικής Ομάδας εκτός Ρωσίας μετά από αυτό το συνέδριο αρχίζουν να αναφέρονται στα Κομμουνιστικά Εργατικά Κόμματα της ΕΣΣΔ, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό το συνέδριο πράγματι πραγματοποιήθηκε. Ακόμη και αν ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν πολύ μικρός. Επίσης, η Ομάδα κατάφερε να εκδίδει τον Εργατικό Δρόμο προς την Εξουσία μέχρι το 1930, καθώς και μια σειρά από άρθρα που εμφανίστηκαν στον Τύπο τόσο του KAPD όσο και της Sylvia Pankhurts, «Workers Dreadnaught» στη Βρετανία.

Σύμφωνα με τον Τσίλιγκα, υπήρχαν επίσης στοιχεία για ακτιβιστές της Εργατικής Ομάδας στη φυλακή της Βορκουτά, μιας πόλης με ανθρακωρυχεία που βρίσκεται βόρεια του Αρκτικού Κύκλου και πιθανώς το πιο κρύο μέρος της Ευρώπης. 25 άτομα από την Εργατική Ομάδα, τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές και τους τροτσκιστές ενώθηκαν γύρω από ένα πρόγραμμα που παρουσίασε η Εργατική Ομάδα και σχημάτισαν την Ομοσπονδία Αριστερών Κομμουνιστών μεταξύ 1933-37. Το κείμενο Πλατφόρμα των Δεκαπέντε, Την παραμονή του Θερμιδόρ δημοσιεύτηκε διεθνώς από την ομάδα του μαρξιστή φιλοσόφου Καρλ Κορς, Kommunistische Politik (Oliver, The Bolshevik Left and Workers Power).

Αν και η Εργατική Ομάδα συνέχισε να υπάρχει στην αντίσταση από το 1923 και μετά, η «αντιπολίτευση» που έμελλε να παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο της αντίστασης ήταν αυτή του Τρότσκι και της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Η Αριστερή Αντιπολίτευση, που σχηματίστηκε το 1923, χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να αναπτύξει μια βάση, η οποία συγκροτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα διαλυμένα απομεινάρια των προηγούμενων αντιπολιτεύσεων, τους αντιφρονούντες εργάτες, και στη συνέχεια όσους, όπως ο Τρότσκι, ήταν δυσαρεστημένοι μέσα στη γραφειοκρατία. Το 1926 η Αριστερή Αντιπολίτευση ενώθηκε για λίγο με τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ, σχηματίζοντας την Ενωμένη Αντιπολίτευση. Στα τέλη του 26, ο Τρότσκι διαγράφηκε από το Πολιτικό Γραφείο μαζί με τον Κάμενεφ, και το 1927 ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ και 8.000 άλλοι αντιπολιτευόμενοι διαγράφηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1929, ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση.

Μέχρι να συγκροτηθεί η Αριστερή Αντιπολίτευση, το παράθυρο για πρακτική αντίσταση στον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος είχε ουσιαστικά κλείσει. Η Αριστερή Αντιπολίτευση προσέφερε κάποια αντίσταση, σίγουρα αρκετή για να εκκαθαρίσει η γραφειοκρατία το κόμμα μετά την εκδίωξη του Τρότσκι από την ΕΣΣΔ το 1929. Ωστόσο, η ηγεσία της Αριστερής Αντιπολίτευσης αμφισβητούσε την κυρίαρχη τάση με έναν τρόπο σε μεγάλο βαθμό εσωτερικό στο κόμμα, ο οποίος για τον Μιάσνικοφ, στην πράξη ισοδυναμούσε με σχεδόν παθητική επιδοκιμασία του όλο και πιο αντεπαναστατικού καθεστώτος. Βέβαια, ο ίδιος δεν έβλεπε καμία τεράστια διαφορά. Στην εισαγωγή της Τελευταίας Εξαπάτησης, ασκούσε πολεμική:

«Η Πλατφόρμα των 83 (οι τροτσκιστές και οι ζινοβιεφικοί) επικρίνει τη “θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα” και προτείνει, αντί για το πενταετές σχέδιο του Στάλιν με την αύξηση της βιομηχανικής ανάπτυξης κατά 9%, το δικό της διεθνιστικό πενταετές σχέδιο με στόχο την ανάπτυξη κατά 20%. Φαίνεται ότι η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 20% είναι Διεθνισμός, ενώ η αύξηση κατά 9% είναι “το είδος του συντηρητισμού που είναι χαρακτηριστικό του μικροεθνικιστικού πνεύματος”». (Miasnikov, “The Latest Deception”)

Η ίδια η Αριστερή Αντιπολίτευση ήταν κατακερματισμένη, με την εσωτερική συζήτηση να επικεντρώνεται γύρω από τη μορφή που θα έπαιρνε η «σοσιαλιστική συσσώρευση». Ο Μπουχάριν και η λεγόμενη «Δεξιά Αντιπολίτευση» υποστήριζαν μια πιο σταθερή προσέγγιση, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της αγοράς για την ανάπτυξη του γεωργικού πλεονάσματος, ενώ η Αριστερά υποστήριζε την κολεκτιβοποίηση μεγάλης κλίμακας και τις μαζικές επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία. Η «κεντρώα» παράταξη του Στάλιν έκανε ζιγκ-ζαγκ μεταξύ των δύο θέσεων, ενώ παράλληλα παγίωνε τη γραφειοκρατία και τον έλεγχό της στο «σοβιετικό» καθεστώς. Όταν τελικά ο Στάλιν εδραίωσε τον έλεγχο του κέντρου επί του κόμματος και άρχισε τη μαζική αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, πολλοί κομμουνιστές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών πρώην τροτσκιστών, επέστρεψαν σε μια θέση υπέρ του καθεστώτος. Μη έχοντας σαφή ανάλυση της ταξικής φύσης της Σοβιετικής Ένωσης, σε αντίθεση με τους πρώιμους αριστερούς κομμουνιστές, όπως η Εργατική Ομάδα, κατέληξαν να πιστεύουν ότι η ΕΣΣΔ εξακολουθούσε να είναι κατά κάποιο τρόπο ακόμα επαναστατική.

Ενώ η Αριστερή Αντιπολίτευση γνώρισε την άνοδο και την πτώση της, ο Μιάσνικοφ παρέμεινε φυλακισμένος. Το 1927 αποφυλακίστηκε από τη φυλακή-άσυλο, υπό τον όρο να απέχει από την πολιτική δραστηριότητα. Πάντα αδιάλλακτος, συμμετείχε σχεδόν αμέσως σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Υποτίθεται ότι πληροφορήθηκε ότι η GPU θα τον συλλάμβανε για άλλη μια φορά και διέφυγε μέσα στη νύχτα, παίρνοντας μαζί του μόνο έναν μικρό χαρτοφύλακα με έγγραφα. Ωστόσο, στη λεγόμενη «Τελευταία διαθήκη» του (το αντίγραφο μιας κατάθεσης στη NKVD), ο Γκαβρίλ υποστηρίζει ότι το Κεντρικό Γραφείο της Εργατικής Ομάδας του ζήτησε να φύγει από τη χώρα, δεδομένου ότι είχε δημοσιεύσει ένα νέο ανατρεπτικό φυλλάδιο που είχε γράψει, εξαγάγει λαθραία και δημοσιεύσει κοντά στο τέλος της φυλάκισής του. Θεωρητικά, του ανατέθηκε ο ρόλος να υπηρετήσει ως ο νέος διεθνής αντιπρόσωπος της ομάδας. Έδεσε τα έγγραφα της Εργατικής Ομάδας στο χέρι του μέσα σε έναν υδατοστεγή χαρτοφύλακα και διέσχισε κολυμπώντας ένα ποτάμι μέσα στη νύχτα για να περάσει τα σύνορα. Η διαφυγή του τον οδήγησε στην Περσία, όπου παρενοχλούνταν συνεχώς από την αστυνομία. Κάποια στιγμή συνελήφθη από τις αρχές, οι οποίες παρέδωσαν τα περισσότερα από τα έγγραφα που διέσωσε στη σοβιετική αστυνομία. Κατάφερε να κρατήσει έναν μικρό αριθμό, αλλά κι αυτά τελικά εκλάπησαν από επιδρομή της KGB στο διαμέρισμά του.

Σύμφωνα με τον Malcolm Archibald, ο οποίος μετέφρασε την «Τελευταία διαθήκη» [“The Last Testament of the Left Communist Gavriil Miasnikov”] του Μιάσνικοφ, τα κατεστραμμένα έγγραφα περιλάμβαναν τα εξής: «Σχετικά με τις τάξεις στη σύγχρονη Ρωσία», «Σύντομη κριτική της θεωρίας και της πρακτικής του VKP(b) [Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι)] και της Κομιντέρν», και «Η ταξική θεωρία του κράτους της ΕΣΣΔ». Υπήρχαν επίσης ορισμένες επιστολές αλληλογραφίας με τον Ζινόβιεφ, τον Μπουχάριν και μια απάντηση σε ένα βιβλίο που έγραψε ο Σορίν για την Ομάδα Εργατών. Τελικά, μεγάλο μέρος της τεκμηριωμένης ιστορίας της Εργατικής Ομάδας χάθηκε. Άλλα κείμενα, όπως η αυτοβιογραφία του, ένα κείμενο σε μορφή βιβλίου σχετικά με το γιατί σκότωσε τον πρίγκιπα Ρομανόφ, το «Λικβινταρισμός και Μαρξισμός» και το «Νίκες και ήττες του ρωσικού προλεταριάτου, ή Ποιος πρόδωσε τον Οκτώβρη’’ παραμένουν ενδεχομένως στα αρχεία της KGB, αμετάφραστα.

Βρίσκοντας το δρόμο για την Τουρκία, ο Μιάσνικοφ έζησε σε συνθήκες φτώχειας για αρκετά χρόνια, προσπαθώντας να διατηρήσει επαφή με άλλους Ρώσους εξόριστους μέσω επιστολών. Το 1929 κατάφερε να έρθει σε επαφή με τον Τρότσκι μέσω του γιου του Λεβ Σεντόφ, ο οποίος βρισκόταν τότε στην εξορία. Ο Γκαβρίλ και ο Τρότσκι συναντήθηκαν και ο Τρότσκι του δάνεισε κάποια χρήματα για να τον βοηθήσει να φτάσει στη Γαλλία και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Ο Μιάσνικοφ παρουσίασε στον Τρότσκι ένα νέο φυλλάδιο, «Η Τελευταία Εξαπάτηση», στο οποίο εξέθετε μια θεωρία ότι η ΕΣΣΔ ήταν κρατικοκαπιταλιστική. Ζήτησε από τον Τρότσκι να γράψει έναν πρόλογο, αλλά ο Τρότσκι αρνήθηκε. Μετά από αυτό, ο Τρότσκι δεν μιλούσε καν για πολιτική με τον Μιάσνικοφ. Για να λέμε την αλήθεια, κανένας από τους δύο δεν είχε μεγάλη αγάπη για τον άλλον· ο Τρότσκι είχε άλλωστε όχι μόνο βοηθήσει στη συντριβή της Εργατικής Ομάδας, αλλά ήταν και ο κύριος «κατήγορος» στην καταγγελία του Μιάσνικοφ κατά τη διάρκεια του 11ου Συνεδρίου του Κόμματος (με τη σειρά του ο Μιάσνικοφ αναφέρεται στον Τρότσκι ως «τον πιο σκληρό γραφειοκράτη»). Το μόνο πράγμα που είχαν πραγματικά κοινό οι δυο τους μέχρι τότε ήταν το μίσος τους για τον Στάλιν και η θέση τους στα αριστερά της Κομιντέρν.

Κατά την περίοδο της αντιπαράθεσής τους, ο Μιάσνικοφ και ο Τρότσκι είχαν καταλήξει σε μια παρόμοια ιδέα: την ίδρυση μιας νέας Διεθνούς για το συντονισμό της γνήσιας επαναστατικής δραστηριότητας. Το 1930, ο Μιάσνικοφ και τα απομεινάρια της Εργατικής Ομάδας οραματίστηκαν μια νέα «Κομμουνιστική Εργατική Διεθνή». Αυτή είχε σκοπό να ενώσει όλα τα επαναστατικά κομμουνιστικά στοιχεία που δεν είχαν υποκύψει στο πρόγραμμα της Τρίτης. Για την Εργατική Ομάδα και τη θεωρητική τους Διεθνή, η ΕΣΣΔ θα αναγνωριζόταν ως κρατικοκαπιταλιστική και καλούσαν για την ανατροπή της από τους προλετάριους σε «έναν άλλο Νοέμβριο». Ωστόσο, με έναν κάπως αντιφατικό τρόπο, ο Μιάσνικοφ πίστευε ότι υπήρχε ταυτόχρονα η δυνατότητα μεταρρύθμισης στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό όμως θα εξαρτιόταν από την ανεξάρτητη εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού σε άλλες χώρες. Όπως θα αποδείκνυε η ιστορία, ωστόσο, ο Τρότσκι ήταν αυτός που κατάφερε να ιδρύσει μια νέα Τέταρτη Διεθνή, βασιζόμενος αντίθετα στην αντίληψή του για την ΕΣΣΔ ως «εκφυλισμένο εργατικό κράτος».

Οι λίγες λίρες που περίσσεψαν από τον Τρότσκι βοήθησαν σε κάποιο βαθμό τον Μιάσνικοφ να δραπετεύσει από την Τουρκία. Αλλά πολύ περισσότερη βοήθεια ήρθε από το εξωτερικό. Στη Γερμανία, δημιουργήθηκε μια επιτροπή για τη βοήθειά του, με επικεφαλής τον μαρξιστή φιλόσοφο Καρλ Κορς. Προσπάθησαν να του βρουν σπίτι στη Γερμανία, αλλά η κυβέρνηση δεν του χορηγούσε βίζα. Στη Γαλλία, ωστόσο, η Λουίζ Σελλιέ, επικεφαλής των συνδικάτων κατασκευών της CGT, υπέβαλε αίτηση στη γαλλική κυβέρνηση και κατάφερε να του εξασφαλίσει βίζα.

Ο Γκαβρίλ κατάφερε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Με την άφιξή του ήρθε σε επαφή με τον Προυντομό, τον εκδότη της αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας «L’Ouvrier Communiste». Ο Προυντομό τον έφερε σε επαφή με έναν άλλο αναρχικό ονόματι Ζιγκούλεφ-Ιρίνιν, ο οποίος του κανόνισε εργασία για να πλένει παράθυρα. Ο Ζιγκούλεφ-Ιρίνιν δημοσίευσε επίσης μερικά από τα γραπτά του Μιάσνικοφ στην εφημερίδα του, «Η Φωνή της Εργασίας». Διαφώνησαν για προσωπικά θέματα (ο Γκαβρίλ πίστευε ότι ο Ιρίνιν εργαζόταν για τη γαλλική μυστική υπηρεσία), και ο Γκαβρίλ επέστρεψε στη μεταλλουργία σε εργοστάσια, όπου έγινε μέλος της συνδικαλιστικής CGTU και συχνά συμμετείχε σε αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες και εκδηλώσεις. Ωστόσο, εξακολουθούσε να διατηρεί στενές επαφές με το κομμουνιστικό κίνημα. Δεν φαίνεται τόσο πιθανό ότι ο Μιάσνικοφ έγινε κανονικός αναρχοσυνδικαλιστής, καθώς διατήρησε σαφώς την μπολσεβίκικη πολιτική του, (για παράδειγμα, τη συνεπή υπεράσπιση της έννοιας του εργατικού κράτους), το πιθανότερο είναι ότι ένιωθε σαν στο σπίτι του ανάμεσα σε μια τάση που επικεντρωνόταν στη βιομηχανική οργάνωση σε επίπεδο βάσης.

Ζώντας και εργαζόμενος πλέον σε μια σταθερή τοποθεσία, ανέλαβε για λίγο τον ρόλο του επικεφαλής του Διεθνούς Γραφείου του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος όπως είχε πλέον μετονομαστεί, ωστόσο με τη συντριβή κάθε αντιπολίτευσης στη Ρωσία, η ομάδα δεν άντεξε για πολύ ακόμα. Τελείωσε το χειρόγραφο του «Η Τελευταία Εξαπάτηση» το 1931. Το φυλλάδιο περιείχε μια σειρά από νέες ιδέες· εκτός από το ότι περιέγραφε τη Σοβιετική Ένωση ως κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς, ο Μιάσνικοφ υποστήριζε ότι η εργατική τάξη είχε χάσει την εξουσία στο 8ο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος το 1920. Επισήμανε ότι από το 9ο, οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχίσει να συσσωρεύουν γραφειοκρατικές διευθετήσεις επί γραφειοκρατικών διευθετήσεων. Η ίδρυση της Επιθεώρησης Εργατών και Αγροτών ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Προοριζόμενη να περιορίσει τη διαφθορά, αντί γι’ αυτό η νέα Επιθεώρηση απλώς άσκησε νέες εξουσίες πάνω στους εργάτες και τους αγρότες και ανέπτυξε ιδιοτελή συμφέροντα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όπως πολλοί άλλοι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο είχαν τουλάχιστον εντοπίσει, η εφαρμογή της μονοπρόσωπης διοίκησης ήταν ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο. Ο Μιάσνικοφ συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η στιγμή που έσπασε πνευματικά με το Μπολσεβίκικο Κόμμα, αν και χρειάστηκαν χρόνια (και στην πραγματικότητα και η διαγραφή) για να σπάσει πρακτικά. Τέλος, αναλογιζόταν ότι η δημιουργία του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων ήταν λάθος. Αν και εκείνη τη στιγμή δεν φαινόταν απειλητικό, η δημιουργία ενός οργάνου πάνω από την Πανρωσική Σοβιετική Εκτελεστική Επιτροπή μετέφερε την εξουσία πάνω σε ολόκληρο το έθνος σε ένα όργανο που θα μπορούσε να γίνει απίστευτα ανεξέλεγκτο κατά τη διάρκεια μιας επαναστατικής υποχώρησης.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Μιάσνικοφ και η Εργατική Ομάδα, ίσως υπό την επιρροή της σύνδεσής τους με άλλες αριστερές κομμουνιστικές δυνάμεις στη Ρωσία, είχαν αλλάξει τη στάση τους σε μια σειρά από ζητήματα. Ενώ εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι τα Σοβιέτ έπρεπε να ελέγχουν την παραγωγή, δεν έπρεπε να ελέγχουν τη διανομή, η οποία έπρεπε να ανατεθεί στους συνεταιρισμούς. Επίσης, στα συνδικάτα θα έπρεπε να ανατεθούν οι «λειτουργίες του ελέγχου του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, που συνήθως ασκούνται από την Επιθεώρηση Εργατών και Αγροτών». Επιπλέον, το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων θα έπρεπε να καταργηθεί, καθώς ήταν «αντίγραφο καρμπόν των υπουργείων των αστικών κρατών».

Το 1934, η καταστολή ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά ο Μιάσνικοφ συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία και κατηγορήθηκε για «ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Γαλλίας». Τον διέταξαν να εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά ο γραμματέας της CGT παρενέβη και κατάφερε να ανατρέψει την απόφαση. Για τα επόμενα χρόνια μπαινόβγαινε στην αγορά εργασίας, απασχολούμενος κατά διαστήματα ως μηχανικός και εργαζόμενος σε εργοστάσιο βαφής υφασμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ολοκλήρωσε μια σειρά από έργα σχετικά με τη σοσιαλιστική μετάβαση, τη ρωσική επανάσταση και μια ιστορία του εργατικού κινήματος στη γενέτειρά του.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Γκαβρίλ συνελήφθη ενώ εργαζόταν. Υποτίθεται ότι είχε πάει στη σοβιετική πρεσβεία για να ρωτήσει για τους γιους του, αν και είναι επίσης πιθανό να προσπάθησε να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό για να πολεμήσει τους φασίστες. Όπως και να ’χει, αυτό δεν έγινε και τον κράτησαν υπό την επιτήρηση της Γκεστάπο – έτσι δραπέτευσε σε μια μη κατεχόμενη ζώνη, όπου συνελήφθη αμέσως από τη γαλλική αστυνομία! Τον κατηγόρησαν ότι δεν εγκατέλειψε τη χώρα όταν διατάχθηκε το 1941, και στη συνέχεια, όταν συνειδητοποίησαν ότι είχε λάβει νόμιμη χάρη, τον κατηγόρησαν για τρομοκρατία. Τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τουλούζη, πριν καταφέρει να δραπετεύσει τον Αύγουστο του 1943. Κρύφτηκε στο Παρίσι μέχρι την απελευθέρωση από το ναζιστικό καθεστώς.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, ο Γκαβρίλ έγινε φίλος με άλλους εξόριστους κομμουνιστές, όπως ο Βικτόρ Σερζ και η Ρουθ Φίσερ, και επίσης ξαναπαντρεύτηκε. Το τέλος της ζωής του Μιάσνικοφ, ωστόσο, είναι τραγικό. Το 1946 παρασύρθηκε πίσω στη Σοβιετική Ένωση από τις αρχές – αν και είναι επίσης πιθανό να τον απήγαγαν. Αν τον παρέσυραν, μπορεί να το έκαναν με την υπόσχεση να δει την πρώην σύζυγό του, Ντάια Γκριγκόριεβνα, και τους γιους του. Χωρίς να το γνωρίζει ο Μιάσνικοφ, είχαν ήδη πεθάνει πολεμώντας για τον Κόκκινο Στρατό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το θάνατό τους η πρώην σύζυγός του έπαθε νευρικό κλονισμό και πέρασε αρκετό καιρό σε άσυλο, όπου σιγά σιγά συνήλθε.

Ο Μιάσνικοφ δεν είπε στους φίλους του ότι έφευγε από τη Γαλλία, απλά επιβιβάστηκε σε ένα αεροπλάνο και επέστρεψε στη Μόσχα. Αμέσως συνελήφθη και στάλθηκε στη διαβόητη φυλακή Μπουτίρκι. Εκεί, έδωσε μια κατάθεση που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε ως «Τελευταία διαθήκη του αριστερού κομμουνιστή Γκαβρίιλ Μιάσνικοφ». Οι αρχές της Σοβιετικής Ένωσης ενημέρωσαν την εν διαστάσει Ρωσίδα σύζυγο του Μιάσνικοφ ότι είχε επιστρέψει στην ΕΣΣΔ και της είπαν ότι μπορούσε να τον επισκεφθεί στη φυλακή. Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι τον είχαν εκτελέσει, στις 16 Νοεμβρίου 1946, οι σοβιετικές αρχές. Τον δολοφόνησαν μια μέρα πριν εκείνη φτάσει να δει τον σύζυγό της.

 

Σκέψεις αναφορικά με την Εργατική Ομάδα

Είναι αναμφισβήτητα αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι η Εργατική Ομάδα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος στράφηκε με συνέπεια στα εναπομείναντα στρώματα των προλετάριων για την επίλυση των μαζικών ζητημάτων που αντιμετώπιζε. Για τον Μιάσνικοφ και την Εργατική Ομάδα, το προλεταριάτο, όσο μικρό κι αν ήταν, παρέμενε μια ενεργή δύναμη στην ιστορία, ικανή να αναδιαμορφώσει το κοινωνικό του περιβάλλον μέσω της δράσης. Πιθανότατα η Εργατική Ομάδα να ήταν τόσο έντονα προσηλωμένη σε αυτή τη μαρξιστική αντίληψη λόγω της ταξικής της σύνθεσης· έχοντας απόλυτη βάση στην εργατική τάξη, δεν ήταν τόσο πιθανό να πίστευε τις αφηρημένες διαβεβαιώσεις περί επαναστατικής αυθεντικότητας που ξεστόμιζαν οι διανοούμενοι και οι γραφειοκράτες. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της κριτικής του Μιάσνικοφ καθ’ όλη τη διάρκεια της Τελευταίας Εξαπάτησης επικεντρώνεται ακριβώς στο πώς η γραφειοκρατία χρησιμοποίησε την «κριτική και την αυτοκριτική» για να καλυφθεί από κάθε ουσιαστική δημοκρατική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, δεν ήταν μέσα από μια συνειδητή εξέλιξη που η Εργατική Ομάδα ήταν τόσο απόλυτα βασισμένη στην τάξη· ήταν μάλλον το πιο αυθόρμητο προϊόν της αναπτυσσόμενης αντίστασης μέσα στην ίδια την εργατική τάξη, που βρήκε τη φωνή της σε ηγετικές μορφές όπως ο Γκαβρίλ Μιάσνικοφ.

Είναι ενδιαφέρον ότι για μια ομάδα που υπέστη τόσες διώξεις, η Εργατική Ομάδα άργησε πολύ να ασκήσει σωστή κριτική στην Τσεκά/GPU. Ζήτησαν τελικά την «εκκαθάριση του θεσμού της μυστικής καταστολής των εργατών» ως μέρος ενός προγράμματος 8 σημείων στο φυλλάδιο του 1931 «Η τελευταία εξαπάτηση». Η κριτική που ασκούσαν στην GPU ήταν ωστόσο μάλλον αδύναμη, σε σύγκριση με άλλες οργανώσεις που αμφισβητούσαν την κυριαρχία της μυστικής αστυνομίας. Για παράδειγμα, ο αριστερός ΣΕ Ντουχόφσκι, κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου του ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος στο Κομισιράτο Εσωτερικών Υποθέσεων, είχε αναγνωρίσει ότι η χρήση της Τσεκά ήταν νόμιμη. Ωστόσο, άσκησε ευθεία κριτική στη μέθοδο της Τσεκά να τιμωρεί ομάδες ανθρώπων με βάση αφηρημένες έννοιες όπως η ταξική καταγωγή. Επέμενε ότι η προλεταριακή δικαιοσύνη εξακολουθούσε να απαιτεί την αντιμετώπιση των εγκλημάτων του ατόμου (Farber, Before Stalinism, The Rise and Fall of Soviet Democracy). Ως μέλος μιας επιτροπής που ενέκρινε τις εκτελέσεις της Τσεκά, ψήφιζε συχνά ενάντια στη θέληση των μπολσεβίκων ομολόγων του. Το γεγονός ότι η Τσεκά διοριζόταν από την κεντρική κυβέρνηση και όχι από τα ίδια τα Σοβιέτ έθετε τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω από την εργατική τάξη. Η ανεξάρτητη εξουσία που επενδύθηκε η Τσεκά μπορεί να αντιπαραβληθεί με την Kontrrazvedka του Επαναστατικού Στρατού της Ουκρανίας, που είχε παρόμοιο ρόλο. Όταν η δράση της Kontrrazvedka ξέφυγε από τον έλεγχο, ένα πολιτικό συνέδριο των Σοβιέτ απαίτησε τη μεταρρύθμισή της και τον περιορισμό του ρόλου της, και η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε αμέσως (Michael Malet, Nestor Makhno In the Russian Civil War). Αν και η μεταρρύθμιση αυτή ήταν σε διαφορετική κλίμακα από τη Ρωσία, καθώς εφαρμόστηκε μόνο στην Ουκρανία της Αριστερής Πλευράς, εντούτοις υποδηλώνει ότι ενώ οι κατασταλτικοί θεσμοί μπορεί να ήταν δικαιολογημένοι και μάλιστα αναπόφευκτοι, υπήρχαν ακόμη άλλες επιλογές όσον αφορά τη δομή και τους περιορισμούς τους.

Σε τίποτα δεν βοηθάει τη σημερινή εργατική τάξη η αποσιώπηση της καταπίεσης των εργατών από το καθεστώς των Μπολσεβίκων, είτε στις πρώτες μέρες του είτε κατά τη διάρκεια του Θερμιδόρ. Η αποσιώπηση των πρώιμων λαθών που εντοπίστηκαν από αγωνιστές όπως ο Μιάσνικοφ αποφεύγει να θέσει δύσκολα ερωτήματα που αναμφίβολα θα αντιμετωπίσουν τα μελλοντικά σοσιαλιστικά πειράματα. Σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να μαστίζεται από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, κάθε νέα σοσιαλιστική απόπειρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τουλάχιστον μια περίοδο απομόνωσης και εισβολής. Θα πρέπει να αντλήσουμε διδάγματα για το τι χρειάζεται για να αντέξουμε μέχρι η επανάσταση να ανοίξει τα διεθνή της φτερά. Μελετώντας το παρελθόν επιδιώκουμε να ασκούμε κριτική όχι μόνο στην αντεπανάσταση που θα μπορούσε να γίνει, αλλά και στην αντεπανάσταση που έγινε. Η ιστορία του Γκαβρίλ Μιάσνικοφ και της Εργατικής Ομάδας είναι μια ιστορία από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία. Ήταν ένα από τα πολλά νήματα της αντίστασης της εργατικής τάξης σε αυτό που έγινε το νέο κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς, το οποίο επιβλήθηκε με την κόψη του σπαθιού που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως όπλο από την ίδια την εργατική τάξη, το Κόμμα των Μπολσεβίκων.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Tommy Lawson, “The Most Intransigent of Bolsheviks: Gavril Miasnikov, the Workers Group and the Degeneration of the Russian Revolution”, libcom.org, 12 Σεπτεμβρίου 2021, https://libcom.org/history/most-intransigent-bolsheviks-gavril-miasnikov-workers-group-degeneration-russian-revolut.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Βιβλία:

Samuel Farber, Before Stalinism, The Rise and Fall of Soviet Democracy.

Barbara Allen, Alexander Shlyapnikov, 1885–1937: Life of an Old Bolshevik.

Marcel Liebman, Leninism Under Lenin.

G.P Maximoff, The Guillotine at Work.

Anton Pannekoek, Workers Councils.

Simon Pirani, The Russian Revolution in Retreat, 1920-24.

Isaac Deutzcher, The Prophet Armed.

Lenin, Trotsky et al, Kronstadt.

Anton Ciliga, Lenin.

Paul Avrich, Anarchists in the Russian Revolution.

Richard Gombin, The Radical Tradition.

Rosa Luxemburg, The Russian Revolution.

Michael Malet, Nestor Makhno In the Russian Civil War.

Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary.

International Committee for Political Prisoners, Letters from Russian Prisons, https://wdc.contentdm.oclc.org/digital/collection/russian/id/4762

 

Άθρα:

Michel Oliver, “The Bolshevik Left and Workers Power”, Internationalists. Internationalist Communist Tendency [Leftcom.org], 9 Ιουλίου 2010, https://www.leftcom.org/en/articles/2010-06-09/the-bolshevik-left-and-workers%E2%80%99-power [Michel Olivier, «Η ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, η Εργατική Αντιπολίτευση, τα παράνομα κινήματα της αντιπολίτευσης, η κρίση του κόμματος, η Κρονστάνδη και το τέλος της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία», e la libertà, 21 Ιουνίου 2021, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/7479-%CE%B7-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7,-1919-1928].

Franz Pfemfert, “Lenin’s Infantile Disorder”, Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/pfemfert/1920/08/07.htm

Paul Avrich, “Bolshevik Opposition To Lenin”, libcom.org, 7 Αυγούστου 2005, https://libcom.org/library/bolshevik-opposition-lenin-paul-avrich [Paul Avrich, «Μπολσεβίκικη αντιπολίτευση στον Λένιν: Ο Γκ. Τ. Μιάσνικοφ και η Εργατική Ομάδα», e la libertà, 1 Ιανουαρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9917-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%BF-%CE%B3%CE%BA-%CF%84-%CE%BC%CE%B9%CE%AC%CF%83%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%86-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1]

Kommunist, τεύχος 2, Απρίλιος 1918

Ian Hebbes, “The Communist Left in Russia After 1920”, libcom.org, 2 Σεπτεμβρίου 2007, https://libcom.org/library/communist-left-russia-after-1920-ian-hebbes

 

Κείμενα του Μιάσνικοφ:

“The Same, Only in a Different Way” [Δεκέμβριος 1920], libcom.org, 14 Αυγούστου 2014, https://libcom.org/library/same-only-different-way-gabriel-miasnikov

“Manifesto of the Workers’ Group of the Russian Communist Party” [Φεβρουάριος 1923], Marxists Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/miasnikov/1923/manifesto-workers-group/preface01.htm

“Draft Platform for the Communist Workers’ International” [Μάρτιος 1930], Internationalists. Internationalist Communist Tendency [Leftcom.org], 6 Δεκεμ,βρίου 2019, https://www.leftcom.org/en/articles/2019-12-06/miasnikov-s-draft-platform-for-the-communist-workers-international-1930

“The Latest Deception” [Οκτώβριος 1930], libcom.org, 5 Ιανουαρίου 2015, https://libcom.org/library/latest-deception-gabriel-miasnikov

“The Last Testament of the Left Communist Gavriil Miasnikov” [1945], libcom.org, 21 Αυγούστου 2016, https://libcom.org/library/last-testament-left-communist-gavriil-miasnikov [Γκαβρίιλ Μιάσνικοφ, «Η Τελευταία Διαθήκη (τα πρακτικά της ανάκρισης από την GPU)», e la libertà, 1 Ιανουαρίου 2025, https://www.elaliberta.gr/lenin-100-years/9919-%CE%B7-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-gpu]

“Appeal of the 22, Shliapnikov, Kollontai, Miasnikov etc” [1922], libcom.org, 3 Σεπτεμβρίου 2007, https://libcom.org/library/appeal-22-alexander-shliapnikov.

 

Σημειώσεις

[1] [Σ.τ.Μ.:] Νικολάι Οσίνσκι, «Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού», e la libertà, 13 Ιουλίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/7535-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D.

* [Σ.τ.Μ.:] Ο όρος «χωριά Ποτέμκιν» (ποτιομκίνσκιγε ντερέβνι / «потёмкинские деревни») αναφέρεται σε κατασκευές (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) οι οποίες λειτουργούν ως «βιτρίνες» που αποσκοπούν να παρουσιάσουν μια ψευδή και εξιδανικευμένη εικόνα για την απόκρυψη μιας θλιβερής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την παράδοση ο στρατάρχης Γκριγκόρι Ποτέμκιν (πρώην εραστή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄), για να εντυπωσιάσει την αυτοκράτειρα και τους ξένους επισκέπτες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην Κριμαία το 1787, έφτιαχνε ψεύτικες προσόψεις χωριών στις όχθες του ποταμού Δνείπερου, απ’ όπου περνούσαν. Μόλις η συνοδεία της αυτοκράτειρας περνούσε από αυτούς τους ψεύτικους οικισμούς, τους αποσυναρμολογούσαν και τους ξαναέστηναν πιο μακριά κατά μήκος της διαδρομής. “Potemkin village”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Potemkin_village.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:24