Γκαβριίλ Ίλιτς Μιάσνικοφ, Περμ 1917
Paul Avrich
Μπολσεβίκικη αντιπολίτευση στον Λένιν: Ο Γκ. Τ. Μιάσνικοφ και η Εργατική Ομάδα
1ο μέρος
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ο Λένιν βρισκόταν στην εξουσία, από τον Οκτώβριο του 1917 μέχρι το θάνατό του τον Ιανουάριο του 1924, διαμορφώθηκαν διάφορες ομάδες στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα –οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές και η Εργατική Αντιπολίτευση είναι οι πιο γνωστές– οι οποίες άσκησαν κριτική στην ηγεσία των Μπολσεβίκων για εγκατάλειψη των αρχών της επανάστασης. Η επανάσταση, όπως είχε σκιαγραφηθεί από τον Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση και σε άλλα έργα, είχε υποσχεθεί την καταστροφή του συγκεντρωτικού γραφειοκρατικού κράτους και την αντικατάστασή του από μια νέα κοινωνική τάξη, κατά το πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας του 1871, στην οποία θα πραγματοποιούνταν η άμεση δημοκρατία των εργατών. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του «κράτους Κομμούνα», όπως το ονόμασε ο Λένιν, θα ήταν η απόρριψη της γραφειοκρατικής εξουσίας. Οι ίδιοι οι εργάτες θα διαχειρίζονταν την κυβέρνηση μέσω οργανώσεων βάσης, των οποίων τα σοβιέτ αποτελούσαν το κυριότερο παράδειγμα. Ο εργατικός έλεγχος, μέσω των εργοστασιακών επιτροπών και των συνδικάτων, θα λειτουργούσε με παρόμοιο τρόπο στην οικονομική ζωή, αντικαθιστώντας την ιδιωτική ιδιοκτησία και διαχείριση με ένα σύστημα εργοστασιακής δημοκρατίας και αυτοδιοίκησης, στο οποίο η βάση θα διαμόρφωνε τη μοίρα της. Θα γίνονταν λάθη, παραδέχτηκε ο Λένιν, αλλά οι εργάτες θα μάθαιναν από την εμπειρία. «Το κυριότερο», ανέφερε, «είναι να εμπνεύσουμε στους καταπιεζόμενους και στους εργαζόμενους εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους». Αυτό ήταν το όραμα του Λένιν πριν από τον Οκτώβριο.[1] Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, ωστόσο, είδε τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία. Μέσα σε μια νύχτα, οι Μπολσεβίκοι μετατράπηκαν από επαναστατικό σε κυβερνητικό κόμμα, από μια οργάνωση που ενθάρρυνε την αυθόρμητη δράση ενάντια στους υπάρχοντες θεσμούς σε μια οργάνωση που προσπαθούσε να την περιορίσει. Καθώς περνούσε ο καιρός, επιπλέον, αντιμετώπιζαν μια αυξανόμενη σειρά από δυσκολίες –εμφύλιος πόλεμος, οικονομική αποδιοργάνωση, αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, καθαρή φυσική εξάντληση– που απειλούσαν την ίδια την επιβίωσή τους. Ο Λένιν και η Κεντρική Επιτροπή προσπάθησαν να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα που συνωστίζονταν γύρω τους. Κατά τη διαδικασία αυτή, οι θεωρίες τροποποιήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν, οι αρχές παραβιάστηκαν ή μπήκαν στο ράφι. Η διατήρηση της εξουσίας επισκίασε όλους τους άλλους στόχους. Το κόμμα της αντιπολίτευσης και της εξέγερσης είχε γίνει το κόμμα της πειθαρχίας και της τάξης.[2]
Κάτω από αυξανόμενες πιέσεις, η ηγεσία των Μπολσεβίκων ανέλαβε έναν όλο και πιο δικτατορικό ρόλο. Ο ένας μετά τον άλλο, οι στόχοι του 1917 –προλεταριακή δημοκρατία, κοινωνική ισότητα, εργατική αυτοδιαχείριση– παραμερίστηκαν. Οι θεσμοί της νέας κοινωνίας αναδιαμορφώθηκαν σε ένα αυταρχικό καλούπι και κατασκευάστηκε ένα νέο γραφειοκρατικό οικοδόμημα, συνοδευόμενο από τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία. Στην κυβέρνηση και το κόμμα, στη βιομηχανία και το στρατό, η ιεραρχία και τα προνόμια αποκαταστάθηκαν. Τη συλλογική διαχείριση των εργοστασίων ο Λένιν αντικατέστησε με τη διοίκηση ενός ατόμου και την αυστηρή εργασιακή πειθαρχία. Επανέφερε υψηλότερες αμοιβές για τους ειδικούς και τους διευθυντές, μαζί με τις αμοιβές με το κομμάτι και άλλα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που είχαν απορριφθεί. Τα Σοβιέτ, τα συνδικάτα και οι εργοστασιακές επιτροπές μετατράπηκαν σε εργαλεία του κρατικού μηχανισμού. Η εξουσία συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο στα χέρια μιας κομματικής ελίτ.
Τέτοιες πολιτικές δεν θα μπορούσαν να μην προκαλέσουν αντιδράσεις. Τι σχέση είχαν με τους αρχικούς στόχους του κόμματος; Γι’ αυτό είχε γίνει η επανάσταση; Ερωτήματα αυτού του είδους προβλημάτιζαν έναν αυξανόμενο αριθμό στελεχών των μπολσεβίκων. Μη μπορώντας να παραμείνουν σιωπηλοί, οι αντιφρονούντες στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος ύψωσαν τη φωνή τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ανάμεσά τους ήταν και ο Γκαβριίλ Ίλιτς Μιάσνικοφ, ένας μεταλλεργάτης από τα Ουράλια και μπολσεβίκος από το 1906. Ένας από τους πιο δυναμικούς από τους πρώτους αντιπολιτευόμενους, είναι επίσης ένας από τους πιο άγνωστους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1920, αναδείχθηκε στο προσκήνιο ως επικριτής της πολιτικής του Λένιν, θέτοντας ερωτήματα υψίστης σημασίας: Ποιος θα αποφασίσει τι είναι προς το συμφέρον των εργατών; Ποιες μέθοδοι είναι επιτρεπτές για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των επαναστατών; Σε ποιο σημείο η ειλικρινής κριτική σε αξιωματούχους του κόμματος γίνεται «παρέκκλιση» ή ανυπακοή; Ο Μιάσνικοφ, βλέποντας τις βαθύτερες επαναστατικές του φιλοδοξίες να ματαιώνονται, ανέπτυξε μια διεξοδική και διεισδυτική κριτική της υπό διαμόρφωση δικτατορίας, υποδεικνύοντας κινδύνους των οποίων οι πλήρεις συνέπειες δεν ήταν ακόμη εμφανείς.
Η κριτική του Μιάσνικοφ έγινε το επίκεντρο μιας έντονης αντιπαράθεσης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στο ενδέκατο όσο και στο δωδέκατο συνέδριο του κόμματος, δεχόμενος τα πυρά σχεδόν όλων των επιφανών ηγετών του κόμματος, πάνω απ’ όλα του ίδιου του Λένιν. Η συζήτηση, επιπλέον, είχε διεθνείς επιπτώσεις, εμπλέκοντας την Κομμουνιστική Διεθνή καθώς και ξένα κόμματα και οργανώσεις[3].
Ο Μιάσνικοφ, λοιπόν, αξίζει μεγαλύτερης προσοχής από όση έχει λάβει μέχρι σήμερα από τους δυτικούς ιστορικούς[4]. Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι μόνο να αφηγηθεί την ιστορία του με τις κατάλληλες λεπτομέρειες, αλλά και να τη συσχετίσει με τα ευρύτερα ζητήματα που περιβάλλουν την εμφάνιση της δικτατορίας των Μπολσεβίκων. Ο Μιάσνικοφ, είναι αλήθεια, ήταν μια δευτερεύουσα μορφή στη γκαλερί των πορτραίτων της επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα γενναίο και πολυδιάστατο άτομο και αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστός. Πρόσθεσε μια ισχυρή προλεταριακή φωνή στη συζήτηση για την έννοια του σοσιαλισμού. Αλλά αυτό που προσδίδει στην ιστορία του ιδιαίτερη οδυνηρότητα είναι ότι ήταν ένας αφοσιωμένος επαναστάτης, ένας μπολσεβίκος με μακρά θητεία, ο οποίος αγαπούσε τα ιδανικά του Οκτώβρη και τελικά τα είδε να διακυβεύονται και να συντρίβονται. Η ήττα του, κατά μία έννοια, συμβόλιζε την ήττα της ίδιας της επανάστασης.
Για τα πρώτα χρόνια του Μιάσνικοφ ελάχιστα είναι γνωστά. Ξεκίνησε τη ζωή του το 1889, καταγόμενος από τα Ουράλια, τα οποία είχαν μια παράδοση αγωνιστικότητας της εργατικής τάξης που έφτανε μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο ίδιος είχε μαχητική ιδιοσυγκρασία και συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1905.[5] Μόλις δεκαέξι ετών τότε, βοήθησε στην οργάνωση ενός εργατικού Σοβιέτ στο μεγάλο εργοστάσιο μετάλλου στο οποίο εργαζόταν, στην Μοτοβίλιχα, ένα χωριό στον ποταμό Κάμα, λίγα χιλιόμετρα πάνω από το Περμ.[6] Τον επόμενο χρόνο εντάχθηκε στο κόμμα των Μπολσεβίκων. Συνελήφθη αμέσως μετά, φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου εξέτισε συνολικά επτάμισι χρόνια καταναγκαστικής εργασίας.[7] Ο Μιάσνικοφ αποδείχθηκε πεισματάρης κρατούμενος. Χτυπήθηκε για ανυπακοή, πέρασε εβδομήντα πέντε ημέρες σε απεργία πείνας και δραπέτευσε τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ μετά από κάθε φυγή επανεντασσόταν στην μπολσεβίκικη παρανομία. Δεν είναι περίεργο που απέκτησε φήμη για το σθένος και την αφοσίωσή του! Τολμηρός, αποφασισμένος, ανυποχώρητος, άνθρωπος με πάθος και θυελλώδη ενεργητικότητα, παρουσίαζε ήδη εκείνα τα γνωρίσματα του χαρακτήρα που θα τον έφερναν αντιμέτωπο με την κομματική ιεραρχία.
Ήταν προσηλωμένος στις αρχές του, ανεξάρτητος, ανυποχώρητος, ένας θυελλώδης αετός της επαναστατικής μαχητικότητας, ο οποίος, με τα μακριά μαλλιά και τα γένια του και τα διαπεραστικά μάτια του, συνδύαζε τις ιδιότητες ενός σκληρού εργάτη αγωνιστή με εκείνες ενός οραματιστή και ρομαντικού. Σφραγισμένος με τη νοοτροπία ενός Παλαιού Πιστού –αναρωτιέται κανείς αν, όπως ο Σλιάπνικοφ της Εργατικής Αντιπολίτευσης, προερχόταν από σχισματικό υπόβαθρο– είχε την τάση να βλέπει τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα με όρους ηθικής απολυτότητας. Για το υπόλοιπο της ζωής του διατήρησε μια στάση αιρετικού φονταμενταλισμού, απορρίπτοντας κάθε αλλοίωση των επαναστατικών ιδεωδών.[8]
Επιστρέφοντας από την εξορία, ο Μιάσνικοφ συνέχισε την παράνομη δραστηριότητά του. Με την κατάρρευση της απολυταρχίας τον Φεβρουάριο του 1917, ρίχτηκε στην επανάσταση στη γενέτειρά του, σχηματίζοντας μια εργατική επιτροπή στο εργοστάσιο Μοτοβιλίχα και συμμετέχοντας τόσο στο Σοβιέτ του Περμ όσο και στην τοπική μπολσεβίκικη οργάνωση. Τον Οκτώβριο του 1917 έλαβε μέρος στην κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους στα Ουράλια. Τρεις μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1918, στάλθηκε ως αντιπρόσωπος από την επαρχία Περμ στο Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ, στο οποίο εγκρίθηκε η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης.[9] Αμέσως μετά επήλθε η πρώτη γνωστή ρήξη του με τον Λένιν∙ συμμάχησε με την φράξια των Αριστερών Κομμουνιστών και αντιτάχθηκε στην επικύρωση της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Τον Μάιο του 1918, σε μια πανδημοτική συνδιάσκεψη του κόμματος στο Περμ, ο Μιάσνικοφ μίλησε εναντίον της συνθήκης. Πεπεισμένος ότι μια ευρωπαϊκή επανάσταση ήταν επικείμενη και ότι χωρίς αυτήν το μπολσεβίκικο καθεστώς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, τάχθηκε υπέρ ενός «επαναστατικού πολέμου» που θα ξεσήκωνε το προλεταριάτο της Δύσης και θα επέφερε την οριστική καταστροφή του καπιταλισμού.[10]
Ο Μιάσνικοφ, ωστόσο, συσπειρώθηκε πίσω από τον Λένιν το καλοκαίρι του 1918, όταν η εντατικοποίηση του εμφυλίου πολέμου επέφερε την εξασθένιση των Αριστερών Κομμουνιστών και την αποκατάσταση της ενότητας του κόμματος. Μέλος πλέον του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων, απέκτησε κάποια φήμη για τον ρόλο του στην εκκαθάριση της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την εκτέλεση του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ, του μικρότερου αδελφού του τσάρου, ο οποίος είχε απελαθεί στο Περμ. Τη νύχτα της 12ης προς 13η Ιουλίου 1918, μια ομάδα εργατών, με επικεφαλής τον Μιάσνικοφ, έφτασε στο διαμέρισμα του Μιχαήλ με πλαστά έγγραφα της επαρχιακής Τσέκα. Ξύπνησαν τον Μεγάλο Δούκα, τον οδήγησαν μαζί με τον Άγγλο γραμματέα του, Νίκολας Τζόνσον, στο εργοστάσιο Μοτοβιλίχα και εκεί τους εκτέλεσαν.[11]
Δεν είναι σαφές αν ο Μιάσνικοφ προχώρησε στην εκτέλεση με δική του πρωτοβουλία ή αν ενήργησε κατόπιν εντολών από ανώτερη αρχή. Η Βέρα Κορνούχοβα, γραμματέας της Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος του Περμ, κατέθεσε στη συνέχεια ότι ο Μιάσνικοφ ήταν «ένας αιμοδιψής και οργισμένος άνθρωπος και όχι εντελώς λογικός», υπονοώντας ότι μόνο αυτός ήταν υπεύθυνος για την πράξη.[12] Ωστόσο, το γεγονός ότι, αμέσως μόλις πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση, ο Μιάσνικοφ έφυγε για τη Μόσχα και αναφέρθηκε απευθείας στον Λένιν, υποδηλώνει ότι είχε ενεργήσει βάσει οδηγιών. Τέσσερις ημέρες αργότερα, θα μπορούσε να προστεθεί, ο τσάρος και η οικογένειά του εκτελέστηκαν, με εντολή των Μπολσεβίκων, στην πόλη Αικατερίνμπουργκ των Ουραλίων.
Για το υπόλοιπο του εμφυλίου πολέμου ο Μιάσνικοφ παρέμεινε πιστός μπολσεβίκος. Μέχρι το 1920 ήταν πρόεδρος της επαρχιακής κομματικής επιτροπής του Περμ, έχοντας ηγηθεί του τμήματος αγκιτάτσιας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ήταν αντιπρόσωπος στην Ένατη Συνδιάσκεψη του κόμματος, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα, όπου μίλησε για το έργο της προπαγάνδας στο κόμμα.[13] Δεν άσκησε, όπως αρκετοί άλλοι αντιπρόσωποι στη συνδιάσκεψη, κριτική στην ηγεσία του κόμματος. Ωστόσο, έβραζε από δυσαρέσκεια. Τον προβλημάτιζαν βαθιά οι ολιγαρχικές τάσεις στο εσωτερικό του κόμματος, η διολίσθηση προς τον αυταρχισμό και την εξουσία των ελίτ, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε σημαντικά από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ήταν απογοητευμένος από την αυξανόμενη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής, την απομάκρυνση της ηγεσίας από τη βάση, και την καταστολή της τοπικής πρωτοβουλίας και της συζήτησης. Εξίσου ενοχλητική, αν και δεν ύψωσε ακόμη τη φωνή του σε δημόσια διαμαρτυρία, θεωρούσε την εισαγωγή της εργασιακής πειθαρχίας στα εργοστάσια, μαζί με την ανάδειξη τεχνικών ειδικών σε θέσεις εξουσίας και την αντικατάσταση του εργατικού ελέγχου από τη μονοπρόσωπη διοίκηση και τη γραφειοκρατική διαχείριση.
Για τον Μιάσνικοφ όλα αυτά αντιπροσώπευαν μια κατάφωρη παραβίαση των μπολσεβίκικων υποσχέσεων, μια εγκατάλειψη των κατακτήσεων του Οκτώβρη. Αναρωτήθηκε, τι είχαν κερδίσει οι εργάτες με την αναβίωση της ιεραρχίας και της πειθαρχίας; Με τον ταξικό εχθρό να διοικεί και πάλι τα εργοστάσια, τι είχε γίνει η εργατική εξουσία;[14] Ο Μιάσνικοφ ήταν ένας άκαμπτος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την εγκατάλειψη των αρχών της προλεταριακής δημοκρατίας που είχαν διακηρυχθεί το 1917. Πίστευε ψυχή τε και σώματι στην επανάσταση. Ο κεντρικός σκοπός της επανάστασης, όπως τον έβλεπε ο Μιάσνικοφ, ήταν να καταργήσει τις καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης και έτσι να απελευθερώσει τη δημιουργική ενέργεια των εργατών και να δημιουργήσει συνθήκες για την αξιοπρέπεια και την ισότητά τους. Για τον Μιάσνικοφ, η πορεία στην οποία είχε τώρα μπει ο Λένιν δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε σκόπιμη. Αμέσως μετά την Ένατη Συνδιάσκεψη του Κόμματος, ο Μιάσνικοφ άρχισε να μιλάει. Επιστρέφοντας στα Ουράλια, διαμαρτυρήθηκε ανοιχτά και έντονα για όλη την τάση ή την πολιτική των Μπολσεβίκων και την απομάκρυνσή της από τη γραμμή του 1917. Επιτέθηκε εναντίον της ανόδου του γραφειοκρατισμού στο κόμμα, της αυθαιρεσίας και της αυταρχικότητας των κομματικών αξιωματούχων και του αυξανόμενου αριθμού μη εργατών στις τάξεις του κόμματος και σε θέσεις εξουσίας. Καταφερόταν ενάντια σε κάθε προσαρμογή στην παλιά τάξη πραγμάτων, σε κάθε διατήρηση των καπιταλιστικών μορφών και μεθόδων.
Ο Μιάσνικοφ προσπάθησε να επαναφέρει το κόμμα στην αρχική του πορεία. Τίποτα λιγότερο από μια καθαρή εκκαθάριση της αστικής τάξης, με την ανισότητα και την αδικία της, την υποταγή και τον εξευτελισμό των εργαζομένων, δεν θα ικανοποιούσε τη δίψα του για χιλιαστική αλλαγή. Ζήτησε την υλοποίηση του προγράμματος του 1917 -αντιγραφειοκρατικό, εξισωτικό και διεθνιστικό- όπως το είχε περιγράψει ο ίδιος ο Λένιν στο βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση». Η πρόοδος προς το σοσιαλισμό εξαρτιόταν από την εσωτερική δημοκρατία στο εσωτερικό του κόμματος, τη μεγαλύτερη τοπική αυτονομία και λαϊκή πρωτοβουλία και την αποκατάσταση της εξουσίας των σοβιέτ. Εξαρτιόταν από τη συμμετοχή της εργατικής τάξης, μη κομμουνιστικής καθώς και κομμουνιστικής, σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και οικονομικής ζωής.
Πολλά από αυτά που έλεγε ο Μιάσνικοφ απηχούσαν ιδέες που είχαν ήδη εκφραστεί από τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές και την Εργατική Αντιπολίτευση. Μοιραζόταν με αυτούς τους διαφωνούντες μια κοινή προοπτική αριστερού ιδεαλισμού, μια κοινή δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της ηγεσίας των Μπολσεβίκων, μια κοινή απέχθεια για ολόκληρο το αυταρχικό πρόγραμμα που είχε υιοθετήσει το καθεστώς, υπό την καθοδήγηση του Λένιν. Ωστόσο, ο Μιάσνικοφ ακολούθησε το δικό του δρόμο. Παρά τις μεταγενέστερες κατηγορίες ότι υπήρξε «ενεργό μέλος» της Εργατικής Αντιπολίτευσης[15], δεν συνδέθηκε, εκτός από κάποιες εφήμερες επαφές, με την ομάδα αυτή[16].
Ο Μιάσνικοφ, προς το παρόν, παρέμεινε μια μονοπρόσωπη αντιπολίτευση. Πάντα ανεξάρτητος στις απόψεις του, διέφερε τόσο από τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές όσο και από την Εργατική Αντιπολίτευση σε σημαντικά σημεία και τους ξεπέρασε με τη σαρωτική φύση της επίθεσής του στην κομματική ιεραρχία. Ήταν ένας από τους λίγους μπολσεβίκους εκείνη την εποχή που υποστήριξε την υπόθεση της αγροτιάς, ιδιαίτερα των φτωχότερων στοιχείων της, υποστηρίζοντας τη δημιουργία αγροτικών συνδικάτων∙ γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι έτρεφε σοσιαλεπαναστατικές συμπάθειες.[17] Κατά τη διάρκεια της διαμάχης για τα συνδικάτα, εξάλλου, δεν προσχώρησε σε καμία από τις αντιμαχόμενες πλατφόρμες, λιγότερο απ’ όλες σε εκείνη του Λένιν και των υποστηρικτών του, όπως λανθασμένα υποστήριξε ο Σλιάπνικοφ[18]. Για τον Μιάσνικοφ, αντίθετα, τα συνδικάτα είχαν ξεπεράσει τη χρησιμότητά τους, λόγω της ύπαρξης των Σοβιέτ. Τα Σοβιέτ, υποστήριξε με αναρχοσυνδικαλιστική λογική, ήταν επαναστατικά και όχι ρεφορμιστικά όργανα. Σε αντίθεση με τα συνδικάτα, δεν αγκάλιαζαν απλώς το ένα ή το άλλο τμήμα του προλεταριάτου, αυτό ή εκείνο το επάγγελμα ή τη δουλειά, αλλά «όλους τους εργάτες», και μάλιστα κατά μήκος των «γραμμών παραγωγής» και όχι της ειδικότητας. Τα συνδικάτα θα έπρεπε επομένως να διαλυθούν, πρότεινε ο Μιάσνικοφ, μαζί με τα Συμβούλια Εθνικής Οικονομίας, τα οποία ήταν γεμάτα «γραφειοκρατισμό και διοικητισμό»· η διοίκηση της βιομηχανίας, είπε, θα έπρεπε να ανατεθεί στα εργατικά σοβιέτ[19].
Οι ανορθόδοξες δηλώσεις του Μιάσνικοφ προκάλεσαν την οργή των κομματικών αρχών. Με εντολή της Κεντρικής Επιτροπής, μεταφέρθηκε («εξορίστηκα για σωφρονισμό», όπως το έθεσε ο ίδιος) από τα Ουράλια στην Πετρούπολη, όπου μπορούσε να βρίσκεται υπό επίβλεψη[20]. Αυτό συνέβη το φθινόπωρο του 1920. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε κερδηθεί και η ατμόσφαιρα στην παλιά πρωτεύουσα φαινόταν εορταστική. Μια πιο προσεκτική ματιά, ωστόσο, αποκάλυπτε μια διάχυτη δυσαρέσκεια. Η «κόκκινη Πετρούπολη», σημείωσε ο Μιάσνικοφ, ήταν ένα «χωριό Ποτέμκιν». Πίσω από τη βιτρίνα της νίκης διαφαινόταν μια σοβαρή κρίση. Η επιρροή των Μπολσεβίκων μεταξύ των εργατών μειωνόταν γρήγορα. Στο εσωτερικό του κόμματος, η ευνοιοκρατία και η διαφθορά ήταν διάχυτες. Το ξενοδοχείο Αστόρια, όπου ζούσαν πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ήταν ο τόπος της ακολασίας, ενώ οι απλοί πολίτες στερούνταν τα απολύτως απαραίτητα. Τοποθετημένος σε μια κομματική μονάδα που είχε αναλάβει την αναζήτηση τροφίμων, ο Μιάσνικοφ διαπίστωσε ότι οι συνάδελφοί του δεν ήταν «αρτοσυλλέκτες» αλλά «αρτοφάγοι» και ότι ένας νέος τύπος κομμουνιστή αναδυόταν, ο υποτακτικός καριερίστας που «ξέρει πώς να ευχαριστεί τους ανωτέρους του».[21]
Στην αρχή ο Μιάσνικοφ δίστασε να διαμαρτυρηθεί. Σύντομα όμως άρχισε να μιλάει ξανά. Ο Ζινόβιεφ, ο πρόεδρος του κόμματος στην Πετρούπολη, απάντησε με απειλές. Κάποια στιγμή προειδοποίησε τον Μιάσνικοφ να σταματήσει να διαμαρτύρεται «αλλιώς θα σε διαγράψουμε από το κόμμα, Είσαι είτε Εσέρος είτε άρρωστος».[22] Αλλά ο Μιάσνικοφ αρνήθηκε να σωπάσει. Ο παρατεταμένος αγώνας του κατά της τσαρικής τάξης τού είχε δώσει μια γεύση για την ελευθερία του λόγου που δεν ήθελε να θυσιάσει, ακόμη και για χάρη της κομματικής πειθαρχίας. Στηλίτευε την καταστολή της κριτικής από την Κεντρική Επιτροπή. Οι κομμουνιστές που τολμούσαν να εκφράσουν μια ανεξάρτητη γνώμη, διαμαρτυρόταν, στιγματίζονταν ως αιρετικοί και αντεπαναστάτες. «Νομίζετε ότι είστε εξυπνότεροι από τον Ίλιτς! [Λένιν]» τους έλεγαν.[23] Καθώς ο Μιάσνικοφ, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, συνέχισε να μιλάει, προστέθηκαν και άλλες φωνές δυσαρεστημένων. Στις αρχές του 1921, η εργατική τάξη της Πετρούπολης βρισκόταν σε αναβρασμό. Τον Φεβρουάριο, το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο απεργούσε και οι εκπρόσωποι του κόμματος συχνά αποκλείονταν από τις συνελεύσεις των εργατών. Μέχρι το τέλος του μήνα, η πόλη βρισκόταν στα πρόθυρα γενικής απεργίας. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο, ήρθε η εξέγερση της Κρονστάνδης. Ο Μιάσνικοφ επηρεάστηκε βαθιά. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς Συγκεντρωτιστές και την Εργατική Αντιπολίτευση, αρνήθηκε να καταγγείλει τους εξεγερμένους. Ούτε θα συμμετείχε στην καταστολή τους, αν είχε κληθεί να το κάνει. Διότι απέδωσε την εξέγερση στο «καθεστώς εντός του κόμματος». «Αν κάποιος τολμήσει να έχει το κουράγιο των πεποιθήσεών του», δήλωνε ο Μιάσνικοφ, είναι είτε ιδιοτελής είτε, ακόμη χειρότερα, αντεπαναστάτης, μενσεβίκος ή Εσέρος. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κρονστάνδης. Όλα ήταν ωραία και ήσυχα. Τότε ξαφνικά, χωρίς να ειπωθεί λέξη, χτύπησε κατάμουτρα: «Τι είναι η Κρονστάνδη; Μερικές εκατοντάδες κομμουνιστές πολεμούν εναντίον μας». Τι σημαίνει αυτό; Ποιος φταίει αν οι κυρίαρχοι κύκλοι δεν έχουν κοινή γλώσσα όχι μόνο με τις μη κομματικές μάζες αλλά και με τους απλούς κομμουνιστές; Τόσο πολύ παρεξηγούν ο ένας τον άλλον, ώστε πιάνουν τα όπλα. Τι είναι λοιπόν αυτό; Είναι ο γκρεμός, η άβυσσος.[24]
Προφανώς ήταν λάθος να φέρουν τον Μιάσνικοφ στην Πετρούπολη. Η Κεντρική Επιτροπή, αναγνωρίζοντας το λάθος της, τον διέταξε να επιστρέψει στα Ουράλια. Ο Μιάσνικοφ συμμορφώθηκε. Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη, ωστόσο, συνέχισε την αγκιτατόρικη του δράση, δημιουργώντας μια εστία αναταραχής στην τοπική κομματική οργάνωση. Τον Μάιο του 1921, εξάλλου, έσκασε μια βόμβα με τη μορφή υπομνήματος προς την Κεντρική Επιτροπή, ζητώντας σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Συντριπτικό κατηγορητήριο για τους κομμουνιστές ηγέτες, τις θεωρίες και τις μεθόδους τους, το υπόμνημα απαιτούσε την κατάργηση της θανατικής ποινής, την εξάλειψη των γραφειοκρατικών μορφών οργάνωσης και τη μεταφορά της βιομηχανικής διοίκησης στα σοβιέτ των παραγωγών –αντιπαραθέτοντας την επαναστατική αρχή στις σκοπιμότητες που προωθούσε η Κεντρική Επιτροπή.[25]
Το πιο εντυπωσιακό αίτημα του μνημονίου ήταν η απεριόριστη ελευθερία του Τύπου. Επικρίνοντας το Δέκατο Συνέδριο του κόμματος για την καταστολή της συζήτησης, ο Μιάσνικοφ ζήτησε ελευθερία του Τύπου για όλους, «από τους μοναρχικούς μέχρι τους αναρχικούς», όπως το έθεσε,[26] μια φράση που θα είχε αντίκτυπο στην πολεμική που ακολούθησε. Ο Μιάσνικοφ ήταν ο μόνος μπολσεβίκος που διατύπωσε ένα τέτοιο αίτημα. Είδε την ελευθερία του Τύπου ως το μόνο μέσο για τον περιορισμό των καταχρηστικών τάσεων της εξουσίας και για τη διατήρηση της εντιμότητας και της αποτελεσματικότητας μέσα στο κόμμα. Καμία κυβέρνηση, συνειδητοποίησε, δεν μπορούσε να αποφύγει τα λάθη και τη διαφθορά όταν οι κριτικές φωνές φιμώνονταν.[27]
Στα Ουράλια, εν τω μεταξύ, ο Μιάσνικοφ διεξήγαγε μια έντονη εκστρατεία για να φέρει τις ιδέες του κοντά στους εργάτες. Επανειλημμένα μιλούσε ενάντια στη δικτατορική συμπεριφορά των αξιωματούχων του κόμματος και στην αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας στο κέντρο. Για να αποτρέψει τη χειροτέρευση της κατάστασης, απηύθυνε έκκληση για την άμεση αναβίωση της δημοκρατίας εντός του κόμματος και για μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας των Σοβιέτ. Προειδοποίησε ότι η εκτόπιση των Σοβιέτ από τον κομματικό μηχανισμό, σε συνδυασμό με την τάση συγκεντρωτισμού στο εσωτερικό του κόμματος, αποτελούσε κίνδυνο για την υλοποίηση του σοσιαλισμού.
Η κριτική του Μιάσνικοφ προκάλεσε εξέγερση στην κομματική οργάνωση των Ουραλίων. Άνθρωπος με χαρακτήρα που μαγνήτιζε και πρόδηλη ειλικρίνεια, κέρδισε οπαδούς τόσο στο Περμ όσο και στο Μοτοβιλίχα, καζάνια της προλεταριακής δυσαρέσκειας. Οι τοπικοί μπολσεβίκοι αξιωματούχοι θορυβήθηκαν. Τον Μάιο του 1921, λίγο μετά την αποστολή του υπομνήματός του από τον Μιάσνικοφ στην Κεντρική Επιτροπή, η Επαρχιακή Επιτροπή του Περμ του απαγόρευσε να προπαγανδίζει τις απόψεις του στις κομματικές συγκεντρώσεις. Αλλά ο Μιάσνικοφ αρνήθηκε να σταματήσει. Στις 21 Ιουνίου μίλησε σε μια επαρχιακή κομματική συνδιάσκεψη στο Περμ, καυτηριάζοντας τόσο την Κεντρική Επιτροπή όσο και την Επαρχιακή Επιτροπή.[28] Ένα μήνα αργότερα, στις 27 Ιουλίου, προχώρησε ακόμη περισσότερο, δημοσιεύοντας μια μπροσούρα με τίτλο Μπόλνιε βοπρόσι (Ερωτήματα που προκαλούν προβληματισμό), στην οποία επανέλαβε τα αιτήματα του υπομνήματός του, κυρίως για την ελευθερία της κριτικής. «Η σοβιετική κυβέρνηση», δήλωσε με τόλμη, «θα πρέπει να συντηρεί τους αντιφρονούντες με δικά της έξοδα, όπως έκαναν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες».[29] Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή του Περμ δεν είχε μείνει άπραγη, Μετά την ομιλία του Μιάσνικοφ στις 21 Ιουνίου, έκανε έκκληση στην Κεντρική Επιτροπή να διερευνήσει τη συμπεριφορά του. Στις 29 Ιουλίου, δύο ημέρες μετά την εμφάνιση της Μπόλνιε βοπρόσι, το Όργκμπυρο συγκρότησε μια ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Μπουχάριν, Π. Α. Ζιλούισκι και Α. Α. Σολτς, για να εξετάσει το θέμα.[30] Ο Μπουχάριν βρήκε το υπόμνημα του Μιάσνικοφ αρκετά ενδιαφέρον για να το διαβιβάσει στον Λένιν. Έτσι ο Λένιν ενεπλάκη στην υπόθεση.
Ο Λένιν έριξε μια ματιά στο υπόμνημα. Την 1η Αυγούστου, έγραψε στον Μιάσνικοφ ένα σύντομο σημείωμα, προσκαλώντας τον στο Κρεμλίνο για μια συζήτηση. «Τι είδους ελευθερία θέλετε;» ρωτούσε ο Λένιν. «Για τους Εσέρους και τους Μενσεβίκους; Για όλους μαζί; Στο υπόμνημά σας δεν είναι σαφές.»[31] Στις 5 Αυγούστου, ο Λένιν συνέχισε με μια μακροσκελή επιστολή. Μέχρι τότε είχε διαβάσει τόσο το μνημόνιο όσο και το Μπόλνιε βοπρόσι. Είδε κάποια αλήθεια στις επικρίσεις του Μιάσνικοφ. Ο άνθρωπος, αν και αφελής, ήταν σαφώς ειλικρινής. Ήταν επίσης παλιός μπολσεβίκος, βετεράνος των τσαρικών φυλακών, ήρωας της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Ο Λένιν αισθάνθηκε ότι του όφειλε μια απάντηση. Ήλπιζε, ταυτόχρονα, να τον συνετίσει. Απευθυνόμενος σε αυτόν ως «Σύντροφε Μιάσνικοφ» και κλείνοντας «με κομμουνιστικούς χαιρετισμούς», ο τόνος του ήταν φιλικός αλλά αυστηρός. Σαν δάσκαλος, μιλούσε πότε με συμπάθεια και πότε με συγκατάβαση στον δύστροπο μαθητή του.
Ο Λένιν προσπάθησε να πείσει τον Μιάσνικοφ ότι η ελευθερία του Τύπου, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, θα ενίσχυε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Ο Λένιν απέρριπτε την «ελευθερία» αφηρημένα. Ελευθερία για ποιον; ρώτησε. Κάτω από ποιες συνθήκες; Για ποια τάξη; «Εμείς δεν πιστεύουμε στα “απόλυτα”. Γελάμε με την “καθαρή δημοκρατία”. Η ελευθερία του Τύπου», υποστήριξε ο Λένιν, θα σήμαινε «ελευθερία πολιτικής οργάνωσης για την αστική τάξη και τους πιο πιστούς υπηρέτες της, τους μενσεβίκους και τους Εσέρους». Οι καπιταλιστές είναι ακόμα ισχυροί, υποστήριξε, ισχυρότεροι από τους κομμουνιστές. Σκοπεύουν να μας συντρίψουν. Το να τους δώσουμε την ελευθερία του Τύπου θα διευκόλυνε αυτό το έργο. Αλλά εμείς δεν θα το κάνουμε. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να αυτοκτονήσουμε.[32] Η ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με τον Λένιν, ήταν ένα «αντικομματικό, αντιπρολεταριακό σύνθημα». Ο Λένιν απέδωσε την υποστήριξή του από τον Μιάσνικοφ σε έναν νευρικό κλονισμό σε συνδυασμό με την αδυναμία κατανόησης της μαρξιστικής θεωρίας. Μη έχοντας υιοθετήσει μια ταξική ανάλυση, ο Μιάσνικοφ είχε κάνει μια «συναισθηματική» εκτίμηση της υπάρχουσας κρίσης. Αντιμέτωπος με τις αντιξοότητες, είχε υποκύψει στον πανικό και την απελπισία. Ο Λένιν προέτρεψε τον Μιάσνικοφ να συνέλθει, να ηρεμήσει και να σκεφτεί τα πράγματα. Μετά από νηφάλιο προβληματισμό, ήλπιζε ο Λένιν, θα αναγνώριζε τα λάθη του και θα επέστρεφε στη χρήσιμη κομματική εργασία.[33]
Ο Μιάσνικοφ δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα του Λένιν. Συνέταξε μια σκληρή απάντηση. Υπενθυμίζοντας στον Λένιν τα επαναστατικά του διαπιστευτήρια, έγραψε: «Λέτε ότι θέλω την ελευθερία του Τύπου για την αστική τάξη. Αντίθετα, θέλω την ελευθερία του Τύπου για μένα, έναν προλετάριο, μέλος του κόμματος εδώ και δεκαπέντε χρόνια», και όχι στο εξωτερικό αλλά μέσα στη Ρωσία, αντιμετωπίζοντας κίνδυνο και σύλληψη. Ο Μιάσνικοφ διηγήθηκε την εμπειρία του στις τσαρικές φυλακές, τις απεργίες πείνας, τους ξυλοδαρμούς και τις αποδράσεις του. Σίγουρα είχε κερδίσει λίγη ελευθερία του Τύπου, «μέσα στο κόμμα τουλάχιστον. Ή μήπως πρέπει να αποχωρήσω μόλις διαφωνήσω μαζί σας στην εκτίμηση των κοινωνικών δυνάμεων;». Αν είναι έτσι, αυτός είναι ένας χοντροκομμένος τρόπος διευθέτησης των διαφωνιών. «Λέτε», συνέχισε ο Μιάσνικοφ, «ότι πρέπει να σπάσουν τα δόντια της αστικής τάξης».
«Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ σηκώνετε το χέρι σας ενάντια στον καπιταλιστή, δίνετε ένα χτύπημα στον εργάτη. Ξέρετε πολύ καλά ότι για λόγια όπως αυτά που ξεστομίζω τώρα εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, εργάτες μαραζώνουν στη φυλακή. Το ότι εγώ ο ίδιος παραμένω ελεύθερος οφείλεται μόνο στο ότι είμαι παλιός κομμουνιστής, έχω υποφέρει για τις πεποιθήσεις μου και είμαι γνωστός στη μάζα των εργατών. Αν δεν υπήρχε αυτό, αν ήμουν ένας συνηθισμένος μηχανικός από το ίδιο εργοστάσιο, πού θα ήμουν τώρα; Σε μια φυλακή της Τσεκά ή, το πιθανότερο, να με έκαναν να “δραπετεύσω”, όπως ακριβώς έκανα τον Μιχαήλ Ρομανόφ να “δραπετεύσει”. Για άλλη μια φορά λέω: Εσείς σηκώνετε το χέρι σας ενάντια στην αστική τάξη, αλλά εγώ είμαι αυτός που φτύνει αίμα, και εμείς, οι εργάτες, είμαστε αυτοί των οποίων τα δόντια σπάνε».[34]
Σε αυτό το σημείο ο Λένιν διέκοψε την αλληλογραφία. Την 1η Αυγούστου έστειλε τηλεγράφημα στην επαρχιακή κομματική επιτροπή του Περμ, ζητώντας να διαβαστεί η επιστολή του προς τον Μιάσνικοφ, μαζί με το υπόμνημα του Μιάσνικοφ και το Μπόλνιε βοπρόσι, ενώπιον των μελών της, καθώς και ενώπιον της περιφερειακής επιτροπής της Μοτοβιλίχα.[35] Ο σκοπός του Λένιν, φαίνεται ξεκάθαρα, ήταν να καταδείξει το παράλογο της θέσης του Μιάσνικοφ και να δικαιολογήσει τις προσπάθειες του κόμματος να τον περιορίσει. Ο Μιάσνικοφ, ωστόσο, δεν θα υποτάσσονταν. Στα μέσα Αυγούστου οργάνωσε αποχώρηση της αντιπροσωπείας της Μοτοβιλίχα από το συνέδριο του κόμματος στο Περμ, παραδίδοντας σημείωμα διαμαρτυρίας στην επαρχιακή κομματική επιτροπή, η οποία προσπαθούσε να τον φιμώσει[36].
Η ενέργεια αυτή σφράγισε τη μοίρα του Μιάσνικοφ. Στις 22 Αυγούστου, το Όργκμπυρο της Κεντρικής Επιτροπής, αφού άκουσε την έκθεση της επιτροπής που εξέταζε τις δραστηριότητες του Μιάσνικοφ, κήρυξε τις απόψεις του «ασυμβίβαστες με τα συμφέροντα του κόμματος» και του απαγόρευσε να τις διαδίδει σε μελλοντικές συγκεντρώσεις[37]. Ωστόσο, ακόμη και τώρα αρνιόταν να υποχωρήσει. Αψηφώντας την Κεντρική Επιτροπή, επέστρεψε στα Ουράλια και συνέχισε την αγωνιστική του δράση. Στα τέλη Αυγούστου εμφανίστηκε ενώπιον μιας γενικής συνέλευσης των μελών του κόμματος της Μοτοβιλίχα και κατάφερε να τους κερδίσει με το μέρος του. Υιοθετώντας ψήφισμα κατά της μομφής που επέβαλε το Όργκμπυρο στον Μιάσνικοφ, χαρακτήρισαν τη μετάθεσή του στη Μόσχα ως μια μορφή «εξορίας» και απαίτησαν να του επιτραπεί «πλήρης ελευθερία του λόγου και της ελευθεροτυπίας εντός του κόμματος».[38]
Διεκδικώντας το δικαίωμά του στην ελεύθερη έκφραση, ο Μιάσνικοφ, τον Νοέμβριο του 1921, δημοσίευσε σε μορφή φυλλαδίου το υπόμνημά του προς την Κεντρική Επιτροπή μαζί με το Μπόλνιε βοπρόσι, την επιστολή του Λένιν της 5ης Αυγούστου, την απάντησή του σε αυτήν, την απόφαση του Όργκμπυρο της 22ας Αυγούστου και το ψήφισμα της κομματικής οργάνωσης Μοτοβιλίχα κατά της απόφασης αυτής.[39] Με την ένδειξη «μόνο για τα μέλη του κόμματος» και τυπωμένο σε μόλις 500 αντίτυπα, το φυλλάδιο προοριζόταν από τον Μιάσνικοφ όχι ως ένας καταστατικός χάρτης εξέγερσης, αλλά ως ένα μέσο για τη συζήτηση των απόψεών του ενόψει του Ενδέκατου Συνεδρίου του κόμματος, το οποίο είχε προγραμματιστεί να συνέλθει την επόμενη άνοιξη. Παράλληλα, ο Μιάσνικοφ προσπάθησε να συσπειρώσει τους υποστηρικτές του στη Μοτοβιλίχα και το Περμ πίσω από το πρόγραμμά του. Στις 25 Νοεμβρίου, εξάλλου, έγραψε στον Μπ. Α. Κούρζνερ, έναν συμπαθούντα στην Πετρούπολη, προτρέποντας σε μια εκστρατεία αγκιτάτσιας για την προετοιμασία του συνεδρίου του κόμματος. «Πρέπει να ενώσουμε όλα τα αντιφρονούντα στοιχεία του κόμματος κάτω από μια ενιαία σημαία», δήλωσε.[40] Ο Μιάσνικοφ παρακολουθούνταν πλέον από την Τσεκά και η επιστολή του προς τον Κούρζνερ υποκλάπηκε. Για τον Λένιν, αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έχοντας καταπνίξει την Εργατική Αντιπολίτευση με μεγάλη δυσκολία, φοβόταν την εμφάνιση μιας ακόμη ομάδας μέσα στο κόμμα που ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε τα πραγματικά συμφέροντα του προλεταριάτου. «Πρέπει να αφιερώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στην αγκιτάτσια του Μιάσνικοφ», έγραψε στον Μολότοφ στις 5 Δεκεμβρίου, «και να αναφέρουμε σχετικά στο Πολιτικό Γραφείο δύο φορές το μήνα».[41] Εν τω μεταξύ, για να αντιμετωπίσει τον Μιάσνικοφ, το Όργκμπυρο σχημάτισε μια νέα επιτροπή, της οποίας ο Μολότοφ, καταγόμενος κι ο ίδιος από το Περμ, ήταν μέλος.
Τότε άρχισαν για τον Μιάσνικοφ οι δοκιμασίες που δεν τελείωσαν ποτέ. Στις 15 Φεβρουαρίου 1922, η επιτροπή του Όργκμπυρο, αφού ολοκλήρωσε την έρευνά της, συνέστησε την αποπομπή του από το κόμμα. Η σύσταση αυτή παραπέμφθηκε στο Πολιτικό Γραφείο, το οποίο, στις 20 Φεβρουαρίου, αποφάσισε τη διαγραφή του Μιάσνικοφ για «επανειλημμένες παραβιάσεις της κομματικής πειθαρχίας» και κυρίως για την προσπάθεια οργάνωσης μιας παράταξης μέσα στο κόμμα, αντίθετα με την απόφαση για την ενότητα του κόμματος που είχε εγκριθεί από το Δέκατο Συνέδριο. Το Πολιτικό Γραφείο, ωστόσο, πρόσθεσε την επιφύλαξη ότι, εάν ο Μιάσνικοφ διορθώσει τη συμπεριφορά του, θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση επανένταξης μετά από ένα χρόνο[42]. Για πρώτη φορά, λοιπόν, επιβλήθηκε η ποινή που προέβλεπε το Δέκατο Συνέδριο για τον φραξιονισμό. Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση, εξάλλου, εκτός από εκείνη του Σ.Α. Λοζόφσκι το 1918, ο οποίος όμως επανεντάχθηκε τον επόμενο χρόνο, όπου ο Λένιν απέβαλε πραγματικά έναν γνωστό μπολσεβίκο με μακρά πορεία[43].
Την επόμενη μέρα, στις 21 Φεβρουαρίου 1922, ο Λένιν έδωσε εντολή στον Κάμενεφ και τον Στάλιν να δημοσιεύσουν την επιστολή του προς τον Μιάσνικοφ, ή τουλάχιστον σημαντικά αποσπάσματα, για να αποδείξουν ότι, πριν διαγράψει τον Μιάσνικοφ, είχε προσπαθήσει να τον λογικέψει.[44] Γιατί υπήρχε ακόμα μεγάλη απροθυμία στο κόμμα να ληφθούν ακραία μέτρα εναντίον παλιών μελών, ειδικά εναντίον ενός με τη φήμη του Μιάσνικοφ για το θάρρος και την αφοσίωσή του. Ο ίδιος ο Λένιν συμμεριζόταν αυτούς τους δισταγμούς, Ωστόσο, η υπομονή του με τον Μιάσνικοφ είχε εξαντληθεί. Η Ρωσία βρισκόταν μόνη της σε έναν εχθρικό κόσμο, περικυκλωμένη από εχθρούς από όλες τις πλευρές. Η προσδοκώμενη επανάσταση δεν είχε ξεσπάσει στη Δύση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν αισθανόταν ότι το να επικρίνει κανείς την Κεντρική Επιτροπή, το να ζητά δημοκρατικές διαδικασίες, ήταν σαν να έπαιζε το παιχνίδι των αντεπαναστατών. Επιπλέον, αν γίνονταν δεκτά τα αιτήματα του Μιάσνικοφ, αν επιτρεπόταν η ελευθερία του Τύπου και οι ελεύθερες εκλογές στα σοβιέτ, το κόμμα θα σαρωνόταν από την εξουσία και θα ακολουθούσε αναπόφευκτα μια αντίδραση, της οποίας τα πρώτα θύματα θα ήταν οι Μπολσεβίκοι, συμπεριλαμβανομένου του Μιάσνικοφ. Αυτή ήταν η θέση του Λένιν.[45] Για τον Μιάσνικοφ, η «υπεράσπιση της επανάστασης» του Λένιν ήταν στην πραγματικότητα η υπεράσπιση του μονοπωλίου της ηγεσίας στην εξουσία. Στην απαίτηση του Λένιν για κομματική ενότητα έβλεπε μια δικαιολογία για να φιμωθεί η διαφωνία. Ο Μιάσνικοφ επέμενε στην κριτική του. Στις 26 Φεβρουαρίου 1922, λιγότερο από μια εβδομάδα μετά τη διαγραφή του από το κόμμα, ενώθηκε με μια ομάδα διαφωνούντων, μεταξύ των οποίων ο Σλιάπνικοφ, ο Μεντβέντεφ και η Κολλόνταϊ της Εργατικής Αντιπολίτευσης, για να καταθέσουν μια αναφορά στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αυτή η αναφορά, γνωστή ως Έκκληση των Είκοσι Δύο, προκλήθηκε εν μέρει από την αποπομπή του Μιάσνικοφ. Με έντονες εκφράσεις κατήγγειλε την Κεντρική Επιτροπή για φίμωση της κριτικής, περιφρόνηση της εργατικής δημοκρατίας και αποδοχή μη εργατών στο κόμμα σε τέτοιο αριθμό ώστε να αλλοιώνεται ο προλεταριακός χαρακτήρας του. Στις 4 Μαρτίου, μετά από σύσταση ειδικής επιτροπής, στα μέλη της οποίας περιλαμβάνονταν ο Βασίλ Κολάροφ από τη Βουλγαρία, η Κλάρα Τσέτκιν από τη Γερμανία και ο Μαρσέλ Κασέν από τη Γαλλία, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν έκρινε τις καταγγελίες αυτές αβάσιμες. Υποστηρίζοντας τον Λένιν και την Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων, απέρριψε την Έκκληση των Είκοσι Δύο ως «όπλο εναντίον του κόμματος και της προλεταριακής δικτατορίας».[46] Στην πατρίδα του ο Μιάσνικοφ ήταν επίσης απασχολημένος. Στο εργοστάσιό του στη Μοτοβιλίχα εξασφάλισε την εκλογή μιας νέας εργατικής επιτροπής, με αντιλενινιστική πλειοψηφία. Μια γενική συνέλευση της κομματικής οργάνωσης της Μοτοβιλίχα, προφανώς με δική του παρότρυνση, πέρασε ένα ψήφισμα που ενέκρινε την Έκκληση των Είκοσι Δύο, και ένας κομματικός πυρήνας, στις 22 Μαρτίου, εξέδωσε μια καταγγελία των αστών διευθυντών και των «γραφειοκρατών ηγετών»[47].
Η κατάσταση οξύνθηκε στο ενδέκατο συνέδριο του κόμματος, το οποίο ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου και ήταν το τελευταίο στο οποίο συμμετείχε ο Λένιν. Ο Μιάσνικοφ δέχτηκε έντονη κριτική∙ ο Μολότοφ, ο Τρότσκι και ο Λένιν μίλησαν όλοι εναντίον του. Επί έξι μήνες, παραπονέθηκε ο Μολότοφ, η Κεντρική Επιτροπή είχε εμπλακεί σε «συζητήσεις, διαβουλεύσεις, ανταλλαγές απόψεων» με τον Μιάσνικοφ, σε μια προσπάθεια να τον πείσει να αποδεχτεί τη «γενική γραμμή του κόμματος». Όλα μάταια. Ο Μολότοφ ζήτησε εκκαθάριση του κόμματος για να απομακρυνθούν τέτοια «ασταθή» στοιχεία από τις τάξεις του.[48] Ο Τρότσκι, ενεργώντας ως κύριος εισαγγελέας, καταφέρθηκε εναντίον του Μιάσνικοφ για παροχή βοήθειας και ενθάρρυνσης στον εχθρό. Δεν ήταν τυχαίο, δήλωσε, ότι η πολωνική κυβέρνηση είχε μεταδώσει αποσπάσματα από το φυλλάδιο του Μιάσνικοφ ή ότι ο Τσερνόφ, ο Μιλιούκοφ και ο Μάρτοφ το είχαν αναφέρει στα κύρια άρθρα των εφημερίδων τους. Τέτοιου είδους αντικομματικά φυλλάδια –η Εργατική Αντιπολίτευση της Κολλοντάι ήταν ένα άλλο– έδωσαν τροφή στο μύλο εκείνων που θα σήκωναν και πάλι το λάβαρο της Κρονστάνδης –«μόνο της Κρονστάνδης»![49] Ο Λένιν, μιλώντας μετά τον Τρότσκι, αναγνώρισε το δικαίωμα των υπογραφόντων την Έκκληση των Είκοσι Δύο να απευθύνουν αναφορά στην Κομμουνιστική Διεθνή∙ δεν είχαν όμως κανένα δικαίωμα, επέμεινε, να διαμαρτυρηθούν για λογαριασμό του Μιάσνικοφ, ο οποίος είχε παραβιάσει τις αποφάσεις του Δέκατου Συνεδρίου του Κόμματος. Ο Λένιν αναφέρθηκε στην αλληλογραφία του με τον Μιάσνικοφ: «Είδα ότι ο άνθρωπος είχε ικανότητες, ότι άξιζε τον κόπο να συζητήσουμε τα πράγματα μαζί του. Αλλά έπρεπε να του πει κανείς ότι αν επέμενε να ασκεί κριτική με τον ίδιο τρόπο δεν θα γινόταν ανεκτό».[50]
Ο Μιάσνικοφ δεν βρήκε υπερασπιστές στο συνέδριο. Όμως ένας αντιπρόσωπος, ο Β. Β. Κοσιόρ, υποστήριξε ότι ο Λένιν είχε υιοθετήσει λανθασμένη προσέγγιση στο ζήτημα της διαφωνίας. Αν κάποιος, είπε ο Κοσιόρ, είχε το θάρρος να επισημάνει τις ελλείψεις στην κομματική δουλειά, χαρακτηριζόταν ως αντιπολιτευόμενος, του αφαιρούσαν τις αρμοδιότητες, τον έθεταν υπό παρακολούθηση και –αναφερόμενος στον Μιάσνικοφ– τον απέβαλαν ακόμη και από το κόμμα. Το κόμμα, προειδοποίησε ο Κοσιόρ, αποξενωνόταν από τους εργάτες.[51]
Μετά τον Κοσιόρ, ο Σλιάπνικοφ και ο Μεντβέντεφ της Εργατικής Αντιπολίτευσης υπερασπίστηκαν την έκκληση των Είκοσι Δύο, εξήγησαν ότι είχαν πάει στην Κομιντέρν, επειδή η ηγεσία είχε απορρίψει τα παράπονά τους. Δεν είχαν σχηματίσει ξεχωριστή φράξια, επέμειναν, ούτε είχαν ξεκινήσει συνωμοσία εναντίον της Κεντρικής Επιτροπής. Μια ιδιωτική συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί, παραδέχτηκε ο Μεντβέντεφ, για να συνταχθεί η έκκληση. «Ο Μιάσνικοφ ήταν εκεί μαζί σας», διέκοψε μια φωνή από το βήμα. Ναι, αναγνώρισε ο Μεντβέντεφ, αλλά ο στόχος μας ήταν να μεταρρυθμίσουμε το κόμμα, όχι να το διχάσουμε.[52]
Το συνέδριο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Κομιντέρν, συγκρότησε μια επιτροπή, αποτελούμενη από τους Ντζερζίνσκι, Ζινόβιεφ και Στάλιν, για να διερευνήσει το θέμα. Στις 2 Απριλίου, την τελευταία ημέρα του συνεδρίου, η επιτροπή παρέδωσε την έκθεσή της σε κλειστή συνεδρίαση. Κρίνοντας τους υπογράφοντες την έκκληση ένοχους για την οργάνωση φράξιας, συνέστησε την αποπομπή από το κόμμα πέντε από αυτούς, του Σλιάπνικοφ, του Μεντβέντεφ και της Κολλοντάι, μαζί με δύο λιγότερο γνωστούς από την Εργατική Αντιπολίτευση, τον Φ. Α. Μίτιν και τον Ν. Β. Κούζνετσοφ. Το συνέδριο, ωστόσο, επέλεξε να αποβάλει μόνο τον Μίτιν και τον Κούζνετσοφ, αφήνοντας τους τρεις πρώτους με μια προειδοποίηση.[53] Ο Μιάσνικοφ δεν έφυγε ανενόχλητος. Λίγο μετά το συνέδριο τέθηκε υπό κράτηση από την GPU, και έγινε ο πρώτος εξέχων κομμουνιστής πολιτικός κρατούμενος στη Σοβιετική Ρωσία. Αλλά ούτε αυτό ήταν το μόνο. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής του έγινε μια απόπειρα «απόδρασης» του, όπως είχε προβλέψει στην επιστολή του προς τον Λένιν. Κατά κάποιο τρόπο το σχέδιο απέτυχε: τρεις πυροβολισμοί έπεσαν εναντίον του, αλλά δεν βρήκαν στόχο. Χαρακτηριστικό είναι ότι, μόλις τον έβαλαν πίσω από τα κάγκελα, ο Μιάσνικοφ κήρυξε απεργία πείνας, όπως είχε κάνει στο παρελθόν επί τσάρου. Δώδεκα ημέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.[54]
Από το σημείο αυτό ο Μιάσνικοφ παρέμεινε υπό συνεχή παρακολούθηση. Για τις δραστηριότητές του κατά το υπόλοιπο του 1922 δεν είναι τίποτα γνωστό. Στις αρχές του 1923, ωστόσο, είχε και πάλι προβλήματα με τις αρχές. Ο Μιάσνικοφ ζούσε πλέον στη Μόσχα. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη διαγραφή του από το κόμμα και, σύμφωνα με τον όρο της διαγραφής, υπέβαλε αίτηση στην Κεντρική Επιτροπή για επανένταξη. Το αίτημά του απορρίφθηκε. Ο Μιάσνικοφ προσέφυγε στη συνέχεια στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, η οποία, στις 27 Μαρτίου 1923, αποφάνθηκε ότι, χωρίς να έχει διορθώσει τους τρόπους του, συνέχισε να εκφράζει απόψεις τις οποίες θα ενέκρινε ένας «πράκτορας της αστικής τάξης που επιδιώκει να δημιουργήσει σχίσμα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα»[55].
Ο Μιάσνικοφ πήγε μάλιστα ακόμη παραπέρα. Τις πρώτες εβδομάδες του 1923, οργάνωσε, όπως ο Λένιν φοβόταν εξ αρχής, μια παράνομη αντιπολίτευση. Την ονόμασε, παρά την αποπομπή του, «Εργατική Ομάδα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος» και ισχυρίστηκε ότι αυτή, και όχι η ηγεσία των Μπολσεβίκων, αντιπροσώπευε την αυθεντική φωνή του προλεταριάτου. Στο εγχείρημα αυτό συμμετείχαν ο Π. Μπ. Μοϊσέεφ, μπολσεβίκος από το 1914, και ο Ν. Β. Κούζνετσοφ, που ήταν πριν στην Εργατική Αντιπολίτευση και ο οποίος, όπως είδαμε, είχε διαγραφεί από το κόμμα στο Ενδέκατο Συνέδριο για το ρόλο του στην Έκκληση των Είκοσι Δύο. Οι τρεις άνδρες, όλοι εργάτες, συγκροτήθηκαν ως το «Προσωρινό Κεντρικό Οργανωτικό Γραφείο» της ομάδας, της οποίας ο Μιάσνικοφ ήταν ο πραγματικός ιδρυτής και καθοδηγητής. Η πρώτη τους ενέργεια, τον Φεβρουάριο του 1923, ήταν να συντάξουν μια δήλωση αρχών εν όψει του δωδέκατου συνεδρίου του κόμματος, που είχε προγραμματιστεί να συνέλθει τον Απρίλιο. Αυτό πήρε τη μορφή ενός μακροσκελούς κειμένου, του «Μανιφέστου της Εργατικής Ομάδας του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος», βασισμένου σε ένα αδημοσίευτο φυλλάδιο του Μιάσνικοφ με τίτλο Τρεγιόζνιε βοπρόσι (Ανησυχητικά Ερωτήματα), το οποίο αποτελούσε επικαιροποιημένη έκδοση του υπομνήματός του τού 1921 και του Μπόλνιε βοπρόσι. Ο Μιάσνικοφ ήταν έτσι ο κύριος συγγραφέας του μανιφέστου, ενώ οι Κούζνετσοφ και Μοϊσέγιεφ περιορίστηκαν στη συντακτική επιμέλεια[56].
Το μανιφέστο συνόψιζε το πρόγραμμα των προηγούμενων γραπτών του Μιάσνικοφ: αυτοδιάθεση και αυτοδιαχείριση των εργατών, απομάκρυνση των αστών ειδικών από τις θέσεις διοίκησης, ελευθερία συζήτησης στο κόμμα και εκλογή νέων σοβιέτ με επίκεντρο τα εργοστάσια. Όπως και προηγουμένως, ο Μιάσνικοφ διαμαρτυρόταν για τη διοικητική αυταρχικότητα, την επέκταση της γραφειοκρατίας, την υπεροχή των μη εργαζομένων στο κόμμα και την καταστολή της τοπικής πρωτοβουλίας και συζήτησης. Κατηγόρησε την ηγεσία του κόμματος ότι δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στους εργάτες, στο όνομα των οποίων δήλωνε ότι κυβερνούσε.
Υπήρξαν, ωστόσο, ορισμένες αλλαγές. Πρώτον, η άποψη του Μιάσνικοφ για τις πολιτικές ελευθερίες είχε περιοριστεί από το 1921. Ενώ η ελευθερία του λόγου και του Τύπου παρέμενε υψηλή προτεραιότητα, θα περιοριζόταν στους χειρώνακτες εργάτες. «Ας σιωπήσει η αστική τάξη», διακήρυττε το μανιφέστο, «αλλά ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα του ελεύθερου λόγου για τον προλετάριο, ο οποίος έχει υπερασπιστεί την εξουσία του με το αίμα του;». Όσο για τους καθηγητές, τους δικηγόρους και τους γιατρούς, η καλύτερη πολιτική ήταν να «τους σπάσουμε τα μούτρα».[57] Ο Μιάσνικοφ, επιπλέον, κατήγγειλε τη Νέα Οικονομική Πολιτική, που εγκαινιάστηκε το 1921, ως εγκατάλειψη των στόχων του Οκτώβρη και ως ξεπούλημα στην αστική τάξη. Ο πολλαπλασιασμός των γραφειοκρατών και των επιχειρηματιών, με μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας και διαφθοράς, τον γέμιζε αηδία. Ήταν ένα μισητό και ανυπόφορο θέαμα, ένα σύμβολο της φθοράς της επανάστασης, της παρακμής του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Παρά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, τα χειρότερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είχαν διατηρηθεί: μισθωτή δουλεία, διαφορές εισοδήματος και θέσης, ιεραρχική εξουσία, γραφειοκρατία. Τα αρχικά «ΝΕΠ», υποστήριζε το μανιφέστο, σήμαιναν «Νέα Εκμετάλλευση του Προλεταριάτου».[58]
2ο μέρος
Για τον Μιάσνικοφ η ΝΕΠ ήταν ένα σοκ. Τη θεώρησε ως συνέχεια της υποχώρησης από τον σοσιαλισμό που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Οι ρίζες της μπορούσαν να εντοπιστούν στο ένατο συνέδριο του κόμματος, το οποίο είχε εγκρίνει τη μονοπρόσωπη διοίκηση και την απασχόληση τεχνικών ειδικών. Με αυτή την ενέργεια, όπως το έβλεπε ο Μιάσνικοφ, ο Λένιν είχε στερήσει από τους εργάτες την πιο θεμελιώδη επαναστατική τους κατάκτηση, τον κύριο μοχλό με τον οποίο μπορούσαν να προωθήσουν την υπόθεσή τους. «Η οργάνωση της βιομηχανίας από το Ένατο Συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος», διακήρυττε το μανιφέστο, είχε προχωρήσει με «καθαρά γραφειοκρατικό τρόπο» και «χωρίς την άμεση συμμετοχή της εργατικής τάξης».[59] Το μανιφέστο απαιτούσε να περάσει η διοίκηση της βιομηχανίας στους ίδιους τους εργάτες, ξεκινώντας από τους εργάτες σε κάθε εργοστάσιο. Κατήγγειλε τους γραφειοκράτες και τους απαράτσικι, για τους οποίους λέξεις όπως «αλληλεγγύη» και «αδελφοσύνη» ήταν κενά συνθήματα και οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνο για την αύξηση των προνομίων και της εξουσίας τους. Τους επιτέθηκε σε κάθε τους βήμα –την αυθάδεια και την υποκρισία τους, την περιφρόνησή τους για τους απλούς εργάτες, την ευσεβή εκφορά σοσιαλιστικών φράσεων, που διαψεύδονται από τις αστικές φιλοδοξίες και τον τρόπο ζωής τους.
Στην έντονη προκατάληψη κατά της διανόησης, σε συνδυασμό με την περιφρόνηση που έδειχνε για τους διευθυντές και τους γραφειοκράτες, ο Μιάσνικοφ έμοιαζε με τον Γιαν Βάκλαβ Μαχάισκι, έναν Πολωνό ριζοσπάστη, ο οποίος, στις αρχές του αιώνα, είχε προβλέψει την εμφάνιση, στο όνομα του σοσιαλισμού, μιας νέας τάξης διανοουμένων και ειδικών, που θα ήθελε να κατακτήσει την εξουσία στις πλάτες των εργατών.[60] Ο Μιάσνικοφ στιγματίστηκε έτσι με τη στάμπα του «μαχαϊσκισμού».[61] Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι είχε ακούσει ποτέ για τον Μαχάισκι, πολύ περισσότερο ότι είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του, αλλά οι ομοιότητες μεταξύ τους είναι αναμφισβήτητες. Για τους γραφειοκράτες και τους διανοούμενους η περιφρόνηση του Μιάσνικοφ ήταν απεριόριστη. Χαρακτήρισε την ιεραρχία των Μπολσεβίκων ως «ολιγαρχική κάστα», ως «αυταρχική ομάδα διανοουμένων», ως «διευθυντική αδελφότητα» που κρατούσε τα ηνία της βιομηχανίας και της κυβέρνησης στα χέρια της. Αν συνεχιστεί η παρούσα πορεία, προειδοποιούσε στο μανιφέστο, «αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο της μετατροπής της προλεταριακής εξουσίας σε εξουσία μιας σταθερά παγιωμένης κλίκας που εμπνέεται από την αποφασιστικότητα να διατηρήσει τόσο την πολιτική όσο και την οικονομική εξουσία στα χέρια της –φυσικά υπό το πρόσχημα των ευγενέστερων σκοπών: “προς το συμφέρον” του προλεταριάτου, της παγκόσμιας επανάστασης και άλλων ευγενών ιδεών!»[62]
Τι έπρεπε τότε να γίνει; Για τον Μιάσνικοφ ο εκφυλισμός της επανάστασης μπορούσε να ανακοπεί μόνο με την αποκατάσταση της προλεταριακής δημοκρατίας. Παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του στην πρωτοβουλία και την ικανότητα των εργατών, της τάξης από την οποία και ο ίδιος προερχόταν. Τα ελαττώματα του καθεστώτος δεν μπορούσαν πλέον να διορθωθούν από την ηγεσία των Μπολσεβίκων. Οι διορθώσεις, μάλλον, έπρεπε να προέλθουν από τη βάση της εργατικής τάξης, κομματική και μη. Χωρίς τη συμμετοχή των εργατών σε κάθε τομέα, επέμενε, η επίτευξη του σοσιαλισμού θα ήταν αδύνατη. Ο Λένιν, αντίθετα, στερούμενος την πίστη του Μιάσνικοφ στη μαζική πρωτοβουλία, προσκολλήθηκε σε διοικητικές λύσεις, απορρίπτοντας κάθε πρόταση που θα επέτρεπε να φυσήξει ένας δημοκρατικός αέρας μέσα από τον κομματικό μηχανισμό. Αυτό το θεωρούσε πιο επικίνδυνο από τον ίδιο τον γραφειοκρατισμό. Βασίστηκε, μέχρι τέλους, στους γραφειοκράτες για τη μεταρρύθμιση της γραφειοκρατίας, βάζοντας το ένα τμήμα του μηχανισμού εναντίον του άλλου.
Για τον Μιάσνικοφ τέτοιες θεραπείες ήταν άχρηστες, καθώς απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Ήταν πεπεισμένος ότι η πραγματική μεταρρύθμιση ήταν δυνατή μόνο από τα κάτω. Καλώντας σε μια ολομέτωπη επίθεση κατά του καπιταλισμού, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, καταδίκασε την πολιτική του «ενιαίου μετώπου» που προωθούσε η Κομμουνιστική Διεθνής, απορρίπτοντας τη συνεργασία με μετριοπαθείς σοσιαλιστές και τον αγώνα για περιορισμένα οικονομικά οφέλη. Οι μερικές μεταρρυθμίσεις, επέμεινε, θα μπορούσαν μόνο να αποδυναμώσουν την επαναστατική ορμή του προλεταριάτου και να το αποπροσανατολίσουν από την αποστολή του να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. «Η εποχή που η εργατική τάξη μπορούσε να βελτιώσει την υλική και νομική της κατάσταση με απεργίες και κοινοβουλευτική δράση έχει περάσει ανεπιστρεπτί», διακήρυττε το μανιφέστο. Για να βάλει τέλος στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, το προλεταριάτο «πρέπει να αγωνιστεί όχι για κάποιες επιπλέον δεκάρες, όχι για μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα. Αυτό ήταν κάποτε απαραίτητο, αλλά τώρα είναι ο αγώνας για την εξουσία». Κανένας συμβιβασμός με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν πρέπει να γίνει ανεκτός. Οι εργάτες των προηγμένων βιομηχανικών χωρών πρέπει να πιέσουν για μια κοινωνική επανάσταση, όχι στο μακρινό μέλλον, αλλά «τώρα, σήμερα, αύριο». «Κρούστε τον κώδωνα του κινδύνου! Συσπειρωθείτε για τη μάχη! ... Με όλη μας τη δύναμη και την ενεργητικότητα πρέπει να καλέσουμε το προλεταριάτο όλων των χωρών σε έναν εμφύλιο πόλεμο, έναν ανελέητο και αιματηρό πόλεμο».[63]
Η μάχη, ωστόσο, πρέπει να ξεκινήσει από το εσωτερικό της χώρας. Στο μανιφέστο του, ο Μιάσνικοφ αναρωτιόταν αν το ρωσικό προλεταριάτο δεν θα μπορούσε να αναγκαστεί «να ξεκινήσει εκ νέου τον αγώνα –και ίσως έναν αιματηρό– για την ανατροπή της ολιγαρχίας».[64] Δεν σκεφτόταν όμως μια άμεση εξέγερση. Επιδίωκε, μάλλον, να συσπειρώσει τους εργάτες, κομμουνιστές και μη, για να πιέσουν για την εξάλειψη του γραφειοκρατισμού και την αναβίωση της προλεταριακής δημοκρατίας. Εντός του κόμματος υπερασπιζόταν το δικαίωμα να σχηματίζονται φράξιες και να καταρτίζονται πλατφόρμες, παρά τις αποφάσεις του Δέκατου Συνεδρίου. «Αν η κριτική δεν έχει μια ξεχωριστή οπτική», έγραφε στον Ζινόβιεφ, «μια πλατφόρμα πάνω στην οποία να συσπειρώνεται η πλειοψηφία των μελών του κόμματος, πάνω στην οποία να αναπτύσσεται μια νέα πολιτική σε σχέση με αυτό ή εκείνο το ζήτημα, τότε δεν είναι πραγματικά κριτική αλλά μια απλή συλλογή λέξεων, τίποτα άλλο παρά φλυαρία».[65] Ο Μιάσνικοφ προχώρησε ακόμη παραπέρα, αμφισβητώντας το ίδιο το μονοπώλιο της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Κάτω από μια μονοκομματική δικτατορία, υποστήριξε, οι εκλογές παρέμεναν «μια κενή τυπικότητα». Το να μιλάει κανείς για «εργατική δημοκρατία» επιμένοντας όμως στη μονοκομματική κυβέρνηση, είπε στον Ζινόβιεφ, ήταν σαν να περιπλέκεται σε μια αντίφαση, μια «αντίφαση στους όρους».[66]
Αυτό ήταν το περιεχόμενο της διακήρυξης της Εργατικής Ομάδας. Μέχρι την άνοιξη του 1923 κυκλοφορούσε παράνομα σε εκτυπωμένη μορφή. Αντίγραφα διέρρεαν από τα σύνορα στην Πολωνία, όπου, όπως και με το μνημόνιο του Μιάσνικοφ το 1921, αποσπάσματα μεταδόθηκαν από την κυβέρνηση. Στο Βερολίνο προσέλκυσε την προσοχή της μενσεβίκικης παροικίας, το περιοδικό της οποίας, Σοτσιαλιστίτσεσκι βέστνικ, χαιρέτισε την Εργατική Ομάδα ως «έντιμα μπολσεβίκικα στοιχεία που βρήκαν το θάρρος να υψώσουν το λάβαρο της κριτικής».[67]
Και στο εσωτερικό της Ρωσίας, το μανιφέστο είχε τα αποτελέσματά του, προσελκύοντας νέες στρατολογήσεις στην Εργατική Ομάδα. Μέχρι το καλοκαίρι η ομάδα είχε περίπου 300 μέλη στη Μόσχα, όπου είχε το κέντρο της, καθώς και αρκετούς οπαδούς σε άλλες πόλεις. Πολλοί ήταν παλιοί μπολσεβίκοι και όλοι, ή σχεδόν όλοι, ήταν εργάτες.[68] Εκτός από τους τρεις ιδρυτές (Μιάσνικοφ, Κούζνετσοφ και Μοϊσέεφ), τα πιο ενεργά μέλη της ήταν ο Ι. Μαχ, ο Σ. Ια. Τιούνοφ, Β. Π. Ντεμίντοφ, Μ, Κ. Μπερζίνα, Ι. Μ. Κοτόφ, Γκ. Β. Σοχάνοφ, και Α. Ι. Μεντβέντεφ (δεν πρέπει να συγχέεται με αυτόν της Εργατικής Αντιπολίτευσης Σ. Π. Μεντβέντεφ). Ο Μαχ, ένας παλιός μπολσεβίκος από το Χάρκοβο, ήταν αντιπρόσωπος στο δέκατο συνέδριο του κόμματος. Ο Τιούνοφ, ο οποίος εντάχθηκε στο κόμμα το 1917 και ήταν πιο μορφωμένος από τους συντρόφους του, ήταν ισχυρογνώμων, αποφασιστικός και «δεν στερούνταν νετσαγιεφικών χαρακτηριστικών», σύμφωνα με τον Άντε Τσίλιγκα, τον Γιουγκοσλάβο κομμουνιστή αντιφρονούντα, ο οποίος τον συνάντησε στη συνέχεια στη φυλακή.[69] Αρκετοί από αυτούς ήταν άλλοτε μέλη της Εργατικής Αντιπολίτευσης, όπως ο Μαχ, ο Κούζνετσοφ, ο Ντεμίντοφ και η Μπαρζίτια, μπολσεβίκα από το 1907 και μία από τις λίγες γυναίκες μέλη της ομάδας.[70] Όλοι συμμερίζονταν τις απόψεις του Μιάσνικοφ για τον εκφυλισμό του κόμματος και της επανάστασης και τρεις, εκτός από τον Μιάσνικοφ, είχαν υπογράψει την Έκκληση των Είκοσι Δύο: ο Κούζνετσοφ, ο Σοχάνοφ και ο Μεντβέντεφ. Ο Κούζνετσοφ, μάλιστα, θεωρούσε τους εργάτες και την ηγεσία των Μπολσεβίκων ως «αντίθετες δυνάμεις». Στους ανακριτές της GPU δήλωσε αργότερα,
«Βλέπουμε πώς τα ανώτερα επίπεδα της κομματικής γραφειοκρατίας, οι χθεσινοί μας σύντροφοι, δυσπιστούν απέναντί μας όλο και περισσότερο, μας φοβούνται όλο και περισσότερο. Μας θεωρούν αυτοαποκαλούμενους προλετάριους, πολιτικά αναλφάβητους και αδαείς ανθρώπους και χρησιμοποιούν λέξεις όπως “προλεταριάτο” και “εργάτης” απλώς ως ρητορική, ως “βιτρίνα”».[71]
Η εμφάνιση της Εργατικής Ομάδας δεν πέρασε απαρατήρητη. Είχε εξέχουσα θέση στο δωδέκατο συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1923, το οποίο συγκλήθηκε απουσία του Λένιν, ο οποίος είχε υποστεί μια σειρά από εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν παράλυτο και χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Την παραμονή του συνεδρίου, κυκλοφόρησε μια «ανώνυμη πλατφόρμα» που καλούσε «όλα τα έντιμα προλεταριακά στοιχεία», τόσο εντός όσο και εκτός του κόμματος, να ενωθούν στη βάση του μανιφέστου της Εργατικής Ομάδας.[72] Η συγγραφή αυτού του κειμένου, το οποίο κατήγγειλε την τριανδρία των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν και απαιτούσε την απομάκρυνσή τους από την Κεντρική Επιτροπή, προφανώς ανήκε στην Εργατική Ομάδα και ίσως στον ίδιο τον Μιάσνικοφ.[73]
Κατά την απουσία του Λένιν, το έργο του αναθεματισμού της Εργατικής Ομάδας έπεσε στους Τρότσκι, Ράντεκ και Ζινόβιεφ. Ο Τρότσκι, καταγγέλλοντας το μανιφέστο του Μιάσνικοφ, υπενθύμισε «την παλιά θεωρία του ξεχασμένου πια Μαχάισκι» ότι «στο σοσιαλισμό το κράτος θα είναι ο μηχανισμός εκμετάλλευσης για την εργατική τάξη». Ο Ράντεκ μίλησε με περιφρόνηση για την «υπερφίαλη φόρμουλα» του Μιάσνικοφ περί ελευθερίας του Τύπου. Ο Ζινόβιεφ δήλωσε ότι «κάθε κριτική της κομματικής γραμμής, ακόμη και μια λεγόμενη αριστερή κριτική, είναι τώρα αντικειμενικά μια μενσεβίκικη κριτική». Ο Μιάσνικοφ, πρόσθεσε, υποστηρίζει ότι «ο εργάτης είναι εναντίον μας και εμείς είμαστε εναντίον του». Μια τέτοια αντίληψη είναι «ανοησία» . «Προσωπικά ενοχλήθηκα από αυτόν για σχεδόν ένα χρόνο. Ο Βλαντιμίρ Ιλίτς ασχολήθηκε με τον Μιάσνικοφ, του έγραφε, συζητούσε μαζί του». Μια ειδική επιτροπή, της οποίας ο Μπουχάριν ήταν μέλος, προσπάθησε να τον μεταπείσει. Χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μιάσνικοφ «πρόδωσε το κόμμα μας». Όποια και αν ήταν τα λάθη του, επέμενε ο Ζινόβιεφ, το κόμμα είχε εκδιώξει την παλιά άρχουσα ελίτ από την εδραιωμένη εξουσία της. Η «ηγεμονία του προλεταριάτου επιβίωσε κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες και θα συνεχίσει να επιβιώνει, ελπίζω, μέχρι το τέλος (χειροκρότημα)».[74]
Ο Μιάσνικοφ είχε γίνει ένα ανυπόφορο αγκάθι στη σάρκα της ηγεσίας. Στις 25 Μαΐου 1923, ένα μήνα μετά το δωδέκατο συνέδριο του κόμματος, συνελήφθη από την GPU. Υποβαλλόμενος σε ανάκριση, επανέλαβε την κριτική του για τη γραφειοκρατία ως κυνική, αδίστακτη και ιδιοτελή[75].
Παραδόξως, ο Μιάσνικοφ αφέθηκε ελεύθερος και του επετράπη να εγκαταλείψει τη χώρα. Επιβιβάστηκε σε ένα τρένο για τη Γερμανία, πιθανώς ως μέλος μιας σοβιετικής εμπορικής αποστολής, ένα μέσο που χρησιμοποιούσαν όχι σπάνια οι αρχές για να απαλλαγούν από τους αντιφρονούντες. Όμως ο Μιάσνικοφ δεν εγκατέλειψε τις διαμαρτυρίες του. Στο Βερολίνο δημιούργησε δεσμούς με το υπερ-ριζοσπαστικό Γερμανικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (KAPD) και με την αριστερή πτέρυγα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD), της οποίας ηγούνταν ο Αρκάντι Μάσλοφ και η Ρουθ Φίσερ∙ σε αυτούς μετέφερε, όπως θυμόταν η Φίσερ, «μια πολύ αποθαρρυντική εικόνα για την κατάσταση της ρωσικής εργατικής τάξης»[76].
Με τη βοήθεια αυτών των ομάδων, ο Μιάσνικοφ κατάφερε να δημοσιεύσει, σε μορφή φυλλαδίου, το μανιφέστο της Εργατικής Ομάδας[77], το οποίο προλογιζόταν από μια έκκληση, συνταγμένη από τους συνεργάτες του στη Μόσχα, «προς τους κομμουνιστές συντρόφους όλων των χωρών». Η έκκληση, σε σύντομη μορφή, ανακεφαλαίωνε τα κύρια σημεία του μανιφέστου. Παραθέτοντας την εναρκτήρια ομιλία του Μαρξ στην Πρώτη Διεθνή («η απελευθέρωση των εργατών πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργατών») και τη δεύτερη φράση της «Διεθνούς», κατέληγε με μια σειρά συνθημάτων που διακήρυτταν τους στόχους της Εργατικής Ομάδας: «Η δύναμη της εργατικής τάξης έγκειται στην αλληλεγγύη της. Ζήτω η ελευθερία του λόγου και του τύπου για τους προλετάριους! Ζήτω η σοβιετική εξουσία! Ζήτω η προλεταριακή δημοκρατία! Ζήτω ο κομμουνισμός!»[78]
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Μιάσνικοφ στη Γερμανία, η Εργατική Ομάδα, υπό τους Κούζνετσοφ και Μοϊσέεφ, συνέχισε να προπαγανδίζει τις απόψεις του. Ο Μοϊσέεφ σύντομα αποχώρησε από το Προσωρινό Κεντρικό Οργανωτικό Γραφείο, αλλά τη θέση του πήρε ο Μαχ. Στις 5 Ιουνίου 1923, η ομάδα πραγματοποίησε συνέδριο στη Μόσχα και εξέλεξε ένα Γραφείο της Μόσχας, αποτελούμενο είτε από τέσσερα είτε από οκτώ μέλη (οι πηγές διαφωνούν σε αυτό το σημείο). Σύμφωνα με τον Κούζνετσοφ, ιδρύθηκε επίσης ένα εξαμελές Προσωρινό Γραφείο της Κομσομόλ, και ο Μαχ, μέλος τόσο του Γραφείου της Μόσχας όσο και του Κεντρικού Γραφείου, αναφέρει ότι η ομάδα σχεδίαζε να εκδώσει ένα περιοδικό όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν[79].
Σε μικρή κλίμακα, επομένως, η ομάδα έπαιρνε την όψη ξεχωριστού κόμματος. Ενώ δήλωνε πίστη στο πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος και δεσμευόταν να αντισταθεί «σε όλες τις προσπάθειες ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας», δημιούργησε δεσμούς με δυσαρεστημένους εργάτες σε διάφορες πόλεις, άρχισε διαπραγματεύσεις με ηγέτες της διαλυμένης πλέον Εργατικής Αντιπολίτευσης (συμπεριλαμβανομένων των Κολλοντάι, Σλιάπνικοφ και Μεντβέντεφ) και προσπάθησε να σχηματίσει ένα Γραφείο Εξωτερικού στο οποίο ήλπιζε να προσελκύσει τόσο την Κολλοντάι, με τις διεθνείς επαφές και τις γνώσεις της στις γλώσσες, όσο και τον Μάσλοφ του KPD.[80] Από αυτές τις προσπάθειες δεν προέκυψε τίποτα. Σύμφωνα με μια αναφορά, ωστόσο, η ομάδα κέρδισε υποστήριξη εντός της φρουράς του Κόκκινου Στρατού που είχε καταλύσει στο Κρεμλίνο, ένας λόχος της οποίας έπρεπε να μεταφερθεί στο Σμολένσκ [Ν.Τ.: πόλη στα σύνορα με τη Λευκορωσία].[81]
Μια απροσδόκητη ευκαιρία για την ομάδα να επεκτείνει την επιρροή της ήρθε τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1923, όταν ένα κύμα απεργιών, που θύμιζε εκείνο του Φεβρουαρίου του 1921, σάρωσε τα βιομηχανικά κέντρα της Ρωσίας. Μια οικονομική κρίση –η λεγόμενη κρίση της ψαλίδας– είχε βαθύνει από τις αρχές του έτους, επιφέροντας περικοπές στους μισθούς και απολύσεις μεγάλου αριθμού εργατών. Οι συνακόλουθες απεργίες, που ξέσπασαν στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις, ήταν ένα αυθόρμητο και ανοργάνωτο φαινόμενο, που πυροδοτήθηκε από την επιδείνωση των συνθηκών. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τις συνδέουν με κάποια αντιπολιτευτική παράταξη. Η Εργατική Ομάδα, ωστόσο, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις αναταραχές για να εναντιωθεί στην ηγεσία του κόμματος. Εντείνοντας την αγωνιστικότητά της, εξέταζε το ενδεχόμενο να προκηρύξει μονοήμερη γενική απεργία και να οργανώσει μια μαζική διαδήλωση των εργατών, στα πρότυπα της Ματωμένης Κυριακής του 1905, με ένα πορτρέτο του Λένιν στην κεφαλή της[82].
Οι αρχές θορυβήθηκαν. Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο Μπουχάριν, οι απεργίες, σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες των διαφωνούντων ομάδων, επέστησαν την προσοχή «στην ανάγκη να μειωθούν οι τιμές, στην ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στους μισθούς, στην ανάγκη να αυξηθεί το επίπεδο της πολιτικής δραστηριότητας των μελών της κομματικής μας οργάνωσης».[83] Ταυτόχρονα, η Κεντρική Επιτροπή στιγμάτισε την Εργατική Ομάδα ως «αντικομμουνιστική και αντισοβιετική» και διέταξε την GPU να την καταστείλει. Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου είχαν γίνει έφοδοι στους χώρους συνεδριάσεών της, είχαν κατασχεθεί τα έντυπα και είχαν συλληφθεί οι ηγέτες της. Δώδεκα μέλη διαγράφηκαν από το κόμμα, ανάμεσά τους οι Μοϊσέεφ, Τιούνοφ, Μπερζίνα, Ντεμίντοφ, Κοτόφ και Σοχάνοφ, και δεκατέσσερις άλλα δέχτηκαν επίπληξη.[84]
Τι συνέβη με τον ίδιο τον Μιάσνικοφ; Στη Γερμανία από τον Ιούνιο, δεν συμμετείχε στην απεργιακή κινητοποίηση. Παρ’ όλα αυτά θεωρήθηκε επικίνδυνος. Το φθινόπωρο του 1923, λοιπόν, προσελκύστηκε πίσω στη Ρωσία με τη διαβεβαίωση του Ζινόβιεφ και του Κρεστίνσκι, του σοβιετικού πρεσβευτή στο Βερολίνο, ότι δεν θα τον ενοχλούσαν. Μόλις έφτασε στο έδαφος της πατρίδας του, τον έβαλαν αμέσως πίσω από τα κάγκελα. Η σύλληψη έγινε από τον ίδιο τον Ντζερζίνσκι, δείγμα της σοβαρότητας με την οποία η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την υπόθεση. Τον Ιανουάριο του 1924, ο Λένιν πέθανε. Μέχρι τότε η Εργατική Ομάδα είχε φιμωθεί. Ήταν το τελευταίο αντιπολιτευτικό κίνημα μέσα στο κόμμα που εκκαθαρίστηκε όσο ο Λένιν ήταν ακόμα ζωντανός. Ήταν επίσης η τελευταία ομάδα της βάσης που διαλύθηκε με τις ευλογίες όλων των κορυφαίων σοβιετικών ηγετών, οι οποίοι τώρα άρχισαν τον αγώνα τους για τη διαδοχή του Λένιν[85].
Ο Μιάσνικοφ πέρασε τα επόμενα τριάμισι χρόνια στη φυλακή, πρώτα στη Μόσχα και στη συνέχεια στο Τομσκ και στη Βιάτκα. Συνέχισε τις διαμαρτυρίες του, γράφοντας στον Στάλιν και στον Ζινόβιεφ, στον Μπουχάριν και στον Ρίκοφ. Στο Τομσκ κήρυξε απεργία πείνας, τη δεύτερη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του από τους Μπολσεβίκους. Ο στόχος της, εξήγησε σε μια επιστολή που στάλθηκε λαθραία στη Δύση, ήταν «να εξαναγκάσει σε επίσημη απαγγελία κατηγοριών και να ανοίξει δικαστική διαδικασία εναντίον μου ή να εξασφαλιστεί η απελευθέρωσή μου.»[86] Δεν πέτυχε τίποτα από τα δύο. Τη δέκατη ημέρα της απεργίας υποβλήθηκε σε βίαιη σίτιση. Ο Μιάσνικοφ αντιστάθηκε. Τη δέκατη τρίτη ημέρα οι δεσμοφύλακές του, ενισχυμένοι από την τοπική GPU, τον έσυραν από το κελί του και τον έβαλαν σε ψυχιατρείο, μια πράξη, όπως κατήγγειλε ο Μιάσνικοφ, η οποία «αποτελεί καλό παράδειγμα για τους φασίστες όλου του κόσμου». Πράγματι, πρόσθεσε, ούτε καν οι φασίστες δεν εφάρμοζαν τέτοιες μεθόδους. «Δεν έχουν φτάσει ακόμη τόσο μακριά, αλλά εδώ το σύνθημα είναι: Όποιος διαμαρτύρεται είναι τρελός και η θέση του είναι (ανάμεσα) στους τρελούς! Ιδιαίτερα όταν ανήκει στην εργατική τάξη και είναι κομμουνιστής εδώ και είκοσι χρόνια».[87] Επιστρέφοντας στο κελί του, ο Μιάσνικοφ κρατήθηκε σε απομόνωση. Κανείς δεν επιτρεπόταν να του μιλήσει, ούτε οι φύλακες ούτε οι συγκρατούμενοι του. Η σύζυγός του, Ντάια Γκριγκόριεβνα, και οι τρεις μικροί τους γιοι στάλθηκαν εν τω μεταξύ στην εξορία[88].
Το 1927, ο ίδιος ο Μιάσνικοφ εξορίστηκε στην αρμενική πρωτεύουσα Ερεβάν.[89] Βρισκόταν υπό αστυνομική επιτήρηση. Παρ’ όλα αυτά, στις 7 Νοεμβρίου 1928, στην ενδέκατη επέτειο της μπολσεβίκικης επανάστασης, συμμετείχε σε αντικυβερνητική διαδήλωση. Φοβούμενος τη σύλληψη, αποφάσισε να διαφύγει στο εξωτερικό. Έκοψε τα μαλλιά του, ξύρισε τη γενειάδα του και, γεμίζοντας τον χαρτοφύλακά του με χειρόγραφα και σημειώσεις, επιβιβάστηκε σε ένα τρένο για την Τζούλφα, μια πόλη στα περσικά σύνορα. Πλησιάζοντας στην Τζούλφα, πήδηξε από το τρένο και διέσχισε τον ποταμό Αράξη προς την Περσία, αλλά συνελήφθη αμέσως. Μετά από έξι μήνες στη φυλακή, απελάθηκε, χωρίς διαβατήριο ή βίζα, στην Τουρκία, όπου παρενοχλούνταν συνεχώς από την αστυνομία. Σε επιστολή του προς το ρωσικό τμήμα των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στο Σικάγο, που γράφτηκε από την Κωνσταντινούπολη στις 27 Νοεμβρίου 1929, περιέγραψε τις ατελείωτες διώξεις του: «Από το 1922 μέχρι σήμερα δεν έχω απαλλαγεί ποτέ από ευγενικές περιποιήσεις, άλλοτε της GPU, άλλοτε των τμημάτων πληροφοριών διαφόρων κυβερνήσεων».[90]
Η μοίρα του ήταν τόσο σκληρή που προσέγγισε τον σοβιετικό πρόξενο στην Τραπεζούντα για τους όρους επιστροφής του στη Ρωσία, αλλά δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία.[91] Την άνοιξη του 1929, ο Μιάσνικοφ άρχισε να αλληλογραφεί με τον Τρότσκι, ο οποίος είχε εξοριστεί στην Τουρκία εκείνο το έτος. Το γεγονός ότι ο Μιάσνικοφ το έκανε αυτό μπορεί να φανεί εκπληκτικό, καθώς ο Τρότσκι, λίγα χρόνια πριν, ήταν εκείνος που είχε ηγηθεί της επίθεσης εναντίον των αντιπολιτευόμενων. Μέχρι τότε, ωστόσο, ο Τρότσκι, όπως και ο Μιάσνικοφ, είχε διαγραφεί από το κόμμα και είχε εκδιωχθεί από τη χώρα. Και αυτός, έστω και καθυστερημένα, είχε υψώσει το λάβαρο της κομματικής δημοκρατίας ενάντια στη δικτατορία του μπολσεβίκικου μηχανισμού. Και παρόλο που αρνήθηκε ότι αυτό σήμαινε μια «δικαίωση του Μιάσνικοφ και των οπαδών του»[92], οι δύο άνδρες είχαν αρκετά κοινά σημεία για να ξεκινήσουν μια φιλική συζήτηση. Και οι δύο ήταν προσκολλημένοι σε μια αριστερή αντισταλινική πολιτική, τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές υποθέσεις. Όσον αφορά την Κίνα, για παράδειγμα, οι θέσεις τους ήταν σχεδόν ταυτόσημες[93].
Σε ορισμένα θέματα, ωστόσο, η συμφωνία αποδείχθηκε αδύνατη, κυρίως όσον αφορά τον ισχυρισμό του Μιάσνικοφ ότι η Ρωσία δεν ήταν πλέον «εργατικό κράτος». Αυτή την ιδέα ο Μιάσνικοφ την πρόβαλε σε ένα κείμενο που έστειλε στον Τρότσκι τον Αύγουστο του 1929, ζητώντας του να συνεισφέρει έναν πρόλογο.[94] Ο Τρότσκι αρνήθηκε, εμμένοντας στην πεποίθηση ότι, παρ’ όλες τις γραφειοκρατικές παραμορφώσεις της, η Ρωσία παρέμενε μια προλεταριακή δικτατορία. Το κείμενο του Μιάσνικοφ, το τελευταίο γνωστό έργο που βγήκε από την πένα του, ανέπτυξε τις βασικές ιδέες των προηγούμενων γραπτών του. Η γραφειοκρατία, δήλωνε, απηχώντας τον Μαχάισκι, «ολοκλήρωνε τη θριαμβευτική της πορεία». Είχε γίνει μια νέα εκμεταλλευτική τάξη, με τα δικά της συμφέροντα και τις δικές της φιλοδοξίες που διέφεραν δραστικά από εκείνες των εργατών. Κατά συνέπεια, η Σοβιετική Ρωσία είχε πάψει να είναι ένα εργατικό κράτος. Ήταν ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού, που κυβερνιόταν από μια γραφειοκρατική ελίτ.[95]
Ο Μιάσνικοφ θεωρούσε ότι ο κρατικός καπιταλισμός ήταν ιστορικά προοδευτικός στο βαθμό που οργάνωνε την οικονομία πιο αποτελεσματικά από ό,τι ο ιδιωτικός καπιταλισμός.[96] Παρόλα αυτά, οι εργάτες είχαν απολέσει τους καρπούς της επανάστασης και είχαν υποβιβαστεί σε «υποτελή τάξη». Για τον Μιάσνικοφ, η μόνη θεραπεία παρέμενε η αναβίωση της εργατικής δημοκρατίας. Αυτό θα συνεπαγόταν, όπως το έθεσε, «μια πολυκομματική μορφή διακυβέρνησης, που θα εξασφάλιζε όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, τόσο de facto όσο και de jure, στους προλετάριους, τους αγρότες και τους διανοούμενους». Η εχθρότητα του Μιάσνικοφ προς τους διανοούμενους είχε αμβλυνθεί από την εποχή του μανιφέστου της Εργατικής Ομάδας. Τώρα έκανε διάκριση μεταξύ γραφειοκρατών και αφεντικών, από τη μια πλευρά, και «έντιμων, προλεταριακής νοοτροπίας διανοουμένων», από την άλλη. Οι τελευταίοι, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τους εργάτες και τους αγρότες, πρέπει να προσπαθήσουν να ανατρέψουν την παρασιτική γραφειοκρατία. Τα επιμέρους μέτρα ήταν άχρηστα, επέμεινε ο Μιάσνικοφ. Μόνο η καταστροφή του κρατικού καπιταλισμού και της μονοκομματικής διακυβέρνησης θα μπορούσε να εξαλείψει το «γραφειοκρατικό κακό».[97]
Έτσι, ο Μιάσνικοφ, αφού ξεκίνησε το 1920 προσπαθώντας να μεταρρυθμίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα, κατέληξε απορρίπτοντάς το ως μη επανορθώσιμο. Τη θέση του θα έπαιρναν τα «Εργατικά Κομμουνιστικά Κόμματα της ΕΣΣΔ» –κόμματα, όπως τόνισε, στον πληθυντικό, σε αντίθεση με την υπάρχουσα μονοκομματική κυριαρχία. Ωστόσο, μια σειρά από ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα. Με ποια διαδικασία είχαν διαστρεβλωθεί οι στόχοι του μπολσεβικισμού; Πώς συνέβη μια επανάσταση που επρόκειτο να οδηγήσει στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας, σε μια αταξική και χωρίς κράτος κοινωνία, στην οποία η καταπίεση θα είχε πάψει να υφίσταται, να βυθιστεί στον βούρκο του γραφειοκρατισμού και της καταπίεσης; Σε ποιο βαθμό ο εκφυλισμός οφειλόταν σε συνθήκες που δεν μπορούσε κανείς να ελέγξει –στην απομόνωση της επανάστασης σε μια καθυστερημένη και φτωχή χώρα, στην καταστροφή που προκάλεσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, στις δυσκολίες διαχείρισης ενός διαφορετικού και απομονωμένου πληθυσμού εν μέσω επαναστατικών αναταραχών και εμφύλιων συγκρούσεων; Σίγουρα αυτοί οι παράγοντες ήταν σημαντικοί. Ο εκφυλισμός δεν θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο στη «γραφειοκρατία», και ακόμη λιγότερο στις μηχανορραφίες της ηγεσίας των Μπολσεβίκων. Άλλωστε, γιατί οι επαναστάτες που μισούσαν την αυταρχική τυραννία θα έπρεπε να έχουν οικοδομήσει μια δική τους καταπιεστική γραφειοκρατία; Δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο σε προηγούμενες επαναστάσεις; Μήπως όλες οι επαναστάσεις εκφυλίζονται όταν τα ιδανικά συγκρούονται με την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική πραγματικότητα;
Ο Μιάσνικοφ έριξε περιορισμένο φως σε αυτά τα ζητήματα. Επίσης, πρέπει να προστεθεί ότι ο ίδιος δεν ήταν απρόσβλητος από την κριτική. Εξιδανικεύοντας το προλεταριάτο, από τις τάξεις του οποίου είχε αναδυθεί, επέδειξε μια έντονη μισαλλοδοξία απέναντι στις μεσαίες τάξεις, μια μισαλλοδοξία που θα καταδίκαζε τη δική του εκδοχή του σοσιαλισμού αν είχε ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη. Παρ’ όλο τον αυταρχισμό και την ηθική τύφλωση του Λένιν, δεν ήταν άραγε προς τιμήν του ότι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τεχνικούς και άλλους μη προλετάριους και να τους επιστρατεύσει στο έργο της οικονομικής ανασυγκρότησης; Τι είναι, εν πάση περιπτώσει, ένα «εργατικό κράτος» και ποιον θα ωφελούσε; Σίγουρα είναι μια ελεύθερη κοινωνία όπου άτομα με διαφορετικό υπόβαθρο και συμφέροντα μπορούν να ζουν μαζί ως διαφορετικά ανθρώπινα όντα αντί για μονάδες ενός κόμματος ή μιας τάξης.
Για το υπόλοιπο της ζωής του η λατρεία του προλεταριάτου κυριάρχησε στη σκέψη του Μιάσνικοφ. Ούτε η απογοητευτική εμπειρία του στη Ρωσία ούτε η πικρία της ζωής των εμιγκρέδων μπόρεσαν να καταρρακώσουν τις μεγάλες του ελπίδες και τη φλογερή του πίστη στον τελικό θρίαμβο των εργατών. Μετά την απόρριψη από τον Τρότσκι, ωστόσο, έγινε μια απομονωμένη μορφή. Από την Κωνσταντινούπολη έλαβε άδεια να πάει στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1930, βρίσκοντας δουλειά στο παλιό του επάγγελμα σε ένα εργοστάσιο μετάλλων. Το 1931 δημοσίευσε το χειρόγραφό του για τη σοβιετική γραφειοκρατία υπό τον τίτλο Οτσερέντνοϊ όμπμαν (Η σημερινή εξαπάτηση). Δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Γάλλος μαρξιστής Λυσιέν Λορά εξέδωσε μια παρόμοια μελέτη, ο Τρότσκι έσπευσε να σημειώσει την ομοιότητα. Έγραψε ότι ο Λορά, «προφανώς αγνοούσε ότι ολόκληρη η θεωρία του είχε διατυπωθεί, μόνο που με πολύ περισσότερη φλόγα και λάμψη, πάνω από τριάντα χρόνια πριν από τον ρωσο-πολωνό επαναστάτη Μαχάισκι» και ότι, μόλις πρόσφατα, η ίδια ιδέα είχε διατυπωθεί από τον Μιάσνικοφ, ο οποίος υποστήριζε ότι «η δικτατορία του προλεταριάτου στη Σοβιετική Ρωσία έχει αντικατασταθεί από την ηγεμονία μιας νέας τάξης, της σοσιαλ-γραφειοκρατίας»[98].
Στο Παρίσι ο Μιάσνικοφ δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Σταδιακά, ωστόσο, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Έμαθε να μιλάει γαλλικά και παντρεύτηκε μια Γαλλίδα (αν και η Ντάια Γκριγκόριεβνα ήταν ακόμα ζωντανή). Γνώρισε δύο γνωστούς αριστερούς αντιπολιτευόμενους, τη Ρουθ Φίσερ και τον Βίκτορ Σερζ, οι οποίοι τον αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους.[99] Μέχρι το 1939, όταν τον είδε για τελευταία φορά η Φίσερ, φαινόταν αρκετά ικανοποιημένος. Κατά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μας λέει η Φίσερ, έκανε μετεκπαίδευση και αποφοίτησε ως μηχανικός.[100] Ήταν τότε πενήντα ετών.
Ο Μιάσνικοφ παρέμεινε στη Γαλλία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη συνέχεια, το 1946, εξαφανίστηκε. Οι φίλοι του στο Παρίσι, αναζητώντας να μάθουν τι είχε απογίνει, έμαθαν ότι είχε μεταφερθεί στη Ρωσία με σοβιετικό αεροπλάνο. Το αν επέστρεψε με τη θέλησή του ή αν απήχθη από την MVD δεν έχει εξακριβωθεί οριστικά. Η πιο αξιόπιστη μαρτυρία, που δόθηκε από τον Ρόι Μεντβέντεφ, έχει ως εξής. Στο τέλος του πολέμου ένας εκπρόσωπος της σοβιετικής κυβέρνησης ήρθε να δει τον Μιάσνικοφ και προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει. Ο Μιάσνικοφ αρχικά αρνήθηκε, ίσως ενθυμούμενος την εμπειρία του το 1923, όταν είχε δελεαστεί να επιστρέψει από τη Γερμανία με ψεύτικες υποσχέσεις. Τον διαβεβαίωσαν, ωστόσο, ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, ότι το παρελθόν είχε ξεχαστεί και ότι η άδεια να ζήσει ελεύθερα στη Μόσχα είχε δοθεί από την «ανώτατη αρχή», εννοώντας τον ίδιο τον Στάλιν. Ο Μιάσνικοφ, παρά τους ενδοιασμούς του, συμφώνησε τελικά να πάει. Όταν προσγειώθηκε στη Μόσχα, συνελήφθη στο αεροδρόμιο και μεταφέρθηκε στις φυλακές Μπούτιρκι.[101]
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα και τα παιδιά του Μιάσνικοφ είχαν γνωρίσει μια τραγωδία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Χίτλερ, και οι τρεις γιοι του είχαν καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό και χάθηκαν στο μέτωπο. Ως αποτέλεσμα, η Ντάια Γκριγκόριεβνα υπέστη νευρικό κλονισμό και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική. Βγήκε μετά από ένα χρόνο, αλλά δεν συνήλθε ποτέ πλήρως. Το 1946 ήρθε το τελικό σοκ. Την επισκέφθηκε η αστυνομία και την ενημέρωσε ότι ο σύζυγός της, τον οποίο είχε να δει είκοσι χρόνια, βρισκόταν στις φυλακές Μπούτιρκι και ότι θα της επιτρεπόταν να τον επισκεφθεί. Σαστισμένη από την είδηση, ζήτησε συμβουλές από φίλους. Τελικά, μετά από καθυστέρηση μιας εβδομάδας, πήγε στο Μπούτιρκι. Είχε έρθει πολύ αργά. Ο Μιάσνικοφ, της είπαν, είχε εκτελεστεί. Όταν το άκουσε αυτό, η Ντάια Γκριγκόριεβνα υπέστη άλλη μια ψυχική κατάρρευση και μεταφέρθηκε πίσω στο νοσοκομείο, όπου πέθανε λίγο αργότερα.[102]
Αυτή ήταν η μοίρα του Μιάσνικοφ και της οικογένειάς του. Για τα ιδανικά του πλήρωσε το υπέρτατο τίμημα. Ωστόσο, δεν έχει διαγραφεί από την ιστορική μνήμη. Όποια και αν ήταν τα λάθη του, και ήταν πολλά, η ηρωική του σταδιοδρομία, η άρνησή του να συμβιβάσει τις αρχές του τόσο υπό τον τσαρισμό όσο και υπό τον μπολσεβικισμό, αποτελούν επαρκή απόδειξη της επαναστατικής του ακεραιότητας. Τέτοιοι άνθρωποι σπάνια ξεχνιούνται. Ο ιστορικός της Ρωσίας, διερευνώντας τα χρόνια μετά το 1917, οδηγείται ξανά και ξανά σε αντιπολιτευόμενους σαν τον Μιάσνικοφ, στην κριτική τους στην επίσημη πολιτική και στην εναλλακτική τους πρόταση για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, το κεντρικό όραμα του Μιάσνικοφ –το όραμα της συμμετοχής των εργατών στη διοίκηση, της προλεταριακής και κομματικής δημοκρατίας, της ελευθερίας της συζήτησης και του διαλόγου– έχει επιβιώσει στην πρόσφατη σοβιετική διαφωνία, και μπορεί να έρθει η μέρα που οι ιδέες του, που εκφράστηκαν με τόση επιμονή και αυτοθυσία, θα επηρεάσουν τη διαμόρφωση της κομμουνιστικής πολιτικής προς όφελος του ρωσικού λαού.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Paul Avrich, “Bolshevik opposition to Lenin: G. T. Miasnikov and the Workers’ Group”, Russian Review, τόμος 43, τεύχος 1, Ιανουάριος 1984 και τεύχος 4, Ιούλιος 1984, σσ. 1-29. Αναδημοσίευση: libcom.org, 7 Αυγούστου 2005, https://libcom.org/article/bolshevik-opposition-lenin-g-t-miasnikov-and-workers-group-paul-avrich.
Paul Avrich, «A oposição bolchevique contra Lênin: G. I. Miasnikóv e o Grupo Operário (1)», Passa Palavra, 7 Νοεμβρίου 2017, https://passapalavra.info/2017/11/116560/. Paul Avrich, «A oposição bolchevique contra Lênin: G. I. Miasnikóv e o Grupo Operário (2)», Passa Palavra, 17 Νοεμβρίου 2017, https://passapalavra.info/2017/11/116693/. Paul Avrich, «A oposição bolchevique contra Lênin: G. I. Miasnikóv e o Grupo Operário (3)», Passa Palavra, 22 Νοεμβρίου 2017, https://passapalavra.info/2017/11/116832/. Και Paul Avrich, «A oposição bolchevique contra Lênin: G. I. Miasnikóv e o Grupo Operário (4)», Passa Palavra, 28 Νοεμβρίου 2017, https://passapalavra.info/2017/11/116933/. Μετάφραση από τα αγγλικά στα πορτογαλικά και επιμέλεια, Daniel M. Delfino.
Σημειώσεις
[1] V. Ι. Lenin, Polnoe sobranie sochinenii (εφεξής PSS), 55 τόμοι, Μόσχα, 1958-1965, τόμος 34, σελ. 316 [Β. Ι. Λένιν, «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 34, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χ.έ. σσ. 316, 317].
[2] Merle Fainsod, How Russia is ruled, αναθεωρημένη έκδοση, Κέιμπριτζ, 1963, σελ. 87.
[3] Τα τελευταία χρόνια, ο Μιάσνικοφ έχει κερδίσει τη συμπάθεια των σοβιετικών αντιφρονούντων, κυρίως του ιστορικού Ρόι Μεντβέντεφ. Βλέπε το βιβλίο του Medvedev, On socialist democracy, Νέα Υόρκη, 1975, σσ. 186-187· και “O tragicheskoi sud’be G. I. Miasnikova i ego sem’i”, στο Politicheskii dnevnik, 1965-1970, Άμστερνταμ, 1975, σσ. 58-60. Είμαι ευγνώμων στον Boris Orlov του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ που μου επέστησε την προσοχή σε αυτό το άρθρο.
[4] Η μόνη εμπεριστατωμένη αντιμετώπιση είναι αυτή του Roberto Sinigaglia, “Miasnikov e la rivoluzione russa”, Μιλάνο, 1973, ένα χρήσιμο έργο με αποσπάσματα από τα γραπτά του Μιάσνικοφ σε ιταλική μετάφραση.
[5] Ακόμη και ένας εχθρικός σοβιετικός συγγραφέας τον αποκαλεί «έναν από τους ηγέτες» της επανάστασης στην περιοχή του. M. M. Vasser, “Razgrom anarkho-sindikalistskogo uklona v partii”, Voprosy istorii KPSS, 1962, τεύχος 3, σελ. 76.
[6] G. Miasnikóv, “To zhe, da ne to”, στο G. E. Zinoviev, επιμ., Partiia i soiuzy (K diskussiio role i zadachakh profsoiuzov), Πετρούπολη, 1921, σσ. 282-283. Για το εργοστάσιο Μοτοβιλίχα, που ιδρύθηκε το 1736, βλέπε Entsiklopedicheskii’slovar’, επιμέλεια F. A. Brokgauz και I. A. Efron, τόμος 20, Αγία Πετρούπολη, 1897, σελ. 43.
[7] Επιστολή του Μιάσνικοφ προς τον Λένιν, Αύγουστος 1921, στο Letters from Russian Prisons, επιμ. Alexander Berkman, Νέα Υόρκη, 1925, σσ. 85-86. Βλ. επίσης V. I. Lenin, Sochineniia, 2η έκδ., 30 τόμοι, Μόσχα, 1926-1932, τόμος 27, σελ. 583.
[8] Πρβλ. Georges Haupt and Jean-Jacques Marie, Makers of the Russian Revolution, Ιθάκα, Νέα Υόρκη, 1974, σελ. 217.
[9] Lenin, Sochineniia, τόμος 27, σελ. 583. Ήταν επίσης παρών στο έκτο συνέδριο των Σοβιέτ αργότερα το ίδιο έτος. Shestoi vserossiiskii chrezvychainyi s ‘ezd sovetov rabochikh, krest’ianskikh, kazach’ikh i krasnoarmeiskikh deputatov. Stenograficheskii otchet, Μόσχα, 1919, σελ. 188.
[10] Ένα σχετικό ψήφισμα των αριστερών κομμουνιστών, το οποίο υποστηρίχθηκε από τον Μιάσνικοφ, εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Kommunist (Μόσχα), τεύχος 4, Ιούνιος 1918. Βλέπε επίσης John S. Reshetar, Jr., A concise history of the Communist Party of the Soviet Union, Νέα Υόρκη, 1960, σελ. 150.
[11] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, δολοφονήθηκαν στο δάσος γύρω από το Περμ. Nicolas Sokoloff, Enquete judiciaire sur l’assassinat de la famille imperiale russe, Παρίσι, 1924, σσ. 298-300∙ Victor Alexandrov, The End of the Romanovs, Βοστώνη, 1966, σσ. 81-83, 221-222. Βλ. επίσης Victor Serge, Year One of the Russian Revolution, εκδ. Peter Sedgwick, Λονδίνο, 1972, σελ. 279 [Victor Serge, Έτος ένα της ρωσικής επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017, σελ. 443].
[12] Paul Bulygin, The Murder of the Romanovs, Λονδίνο, 1935, σελ. 255.
[13] Deviataia konferentsiia RKP(b); sentiabr’ 1920 goda. Protokoly, Μόσχα, 1972, σσ. 110-111.
[14] Πρβλ. Jay B. Sorenson, The Life and Death of Soviet Trade Unionism, 1917-1928, Νέα Υόρκη, 1969, σσ. 99-100.
[15] Bol’shaia sovetskaia entsiklopediia, 1η έκδοση, τόμος 47, Μόσχα, 1940, σσ. 760-761· Odinnadtsatyi s ‘ezd RKP(b); mart-aprel’ 1922 goda. Stenograficheskii otchet, Μόσχα, 1961, σελ. 838.
[16] Πρβλ. A. G. Shliapnikov, “Nashi raznoglasiia”, Pravda, 18 Ιανουαρίου 1924.
[17] G. Miasnikov, “Nereshennyi vopros”, Petrogradskaia pravda, 19 Νοεμβρίου 1920∙ Leonard Schapiro, The Origin of the Communist Autocracy, Καίμπριτζ, 1956, σσ. 218, 306. Σύμφωνα με τον B. Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’ (’Miasnikovshchina’)”, Proletarskaia revoliutsiia, 1931, τεύχος 6, σελ. 85, ο Μιάσνικοφ θα πρέπει να ήταν σοσιαλιστής-επαναστάτης πριν προσχωρήσει στους Μπολσεβίκους. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό, εκτός από το αντίθετο γεγονός ότι έγινε μπολσεβίκος όταν ήταν μόλις 17 ετών.
[18] Pravda, 18 Ιανουαρίου 1924.
[19] Miasnikóv, “To zhe, da ne to”, στο G. E. Zinoviev, επιμ., Partiia i soiuzy, σσ. 282-287∙ E. H. Carr, The Bolshevik Revolution, 1917-1923, 3 τόμοι, Νέα Υόρκη, 1951-53, τόμ. 2, σελ. 103 [Ε. Χ. Καρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, 1917-1923, τόμος 2, Υποδομή, Αθήνα 1978, σελ. 141, σημ. 202]. Ο Μιάσνικοφ επανήλθε σε αυτό το θέμα τον Ιανουάριο του 1921 σε μια συνάντηση που έγινε στο Πέτρογκραντ. Βλ. S. N. Kanev, “Iz istorii bor’by V. I. Lenina protiv fraktsionnykh gruppirovok (1920-1922 gg.)”, Voprosy istorii KPSS, 1958, τεύχος 4, σελ. 62, το οποίο επικαλείται αρχεία του κόμματος στο Λένινγκραντ.
[20] “Zamechatel’nyi dokument”, Sotsialisticheskii vestnik, 23 Φεβρουαρίου 2005. 1922∙ Lenin, Sochineniia, τόμος 1922. σελ. 583.
[21] Sotsialisticheskii vestnik, 23 Φεβρουαρίου 1922.
[22] Ό.π.
[23] Ό.π.
[24] Ό.π.
[25] Δεν μπόρεσα να εντοπίσω το πλήρες κείμενο του υπομνήματος του Μιάσνικοφ, με ημερομηνία 2 Μαΐου 1921, και βασίστηκα σε αποσπάσματα που δημοσιεύτηκαν στο V. G. Sorin, Rabochaia gruppa (“Miasnikovshchina”), Μόσχα, 1924∙ Sotsialisticheskii vestnik, 23 Φεβρουαρίου 1922∙ Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σσ. 84-85∙ και G. P. Maximoff, The Guillotine at Work, Σικάγο, 1940, σσ. 266-270. Βλέπε επίσης Sam Dolgoff, “The Miasnikov Memorandum”, Cienfiegos Press Anarchist Review, τόμος 1, Φθινόπωρο 1977, σσ. 87-88.
[26] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 78.
[27] Πρβλ. Schapiro, Origin of the Communist Autocracy, σσ. 327-328.
[28] Lenin, Sochineniia, τόμος 26, σσ. 683-684∙ M. Zorkii, επιμ: Materialy i dokumenty, 1920-1926 gg., Μόσχα-Λένινγκραντ, 1926, σσ. 57-58.
[29] Bol’nye voprosy, Περμ, 1921, σελ. 39, παρατίθεται στο Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 91· Schapiro, Origin of the Communist Autocracy, σελ. 328. Ο Τάκιτος αναφέρεται στην πρακτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να χρησιμοποιούν τους βαρβάρους για να επικρίνουν τον πολιτισμό τους.
[30] Lenin, PSS, τόμος 44, σελ. 539-540 [Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 539, σημ. 45]· P. N, Pospelov et al, Istoriia Kommunisticheskoi tii Sovetskogo Soiuza, τόμος 4, Μόσχα, 1970, σελ. 84.
[31] Lenin, PSS, τόμος 53, σσ. 85-86 [Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Γκ. Ι. Μιάσνικοφ», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 53, σσ. 85, 86].
[32] Ό.π., τόμος 44, σσ. 78-83 [Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τον Γκ. Μιάσνικοφ», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 78]. Βλ. Daniels, The Conscience of the Revolution, Κέιμπριτζ, ΜΑ, 1960, σσ. 159-160. Κατά την άποψη του Ρόι Μεντβέντεφ, «για τις συνθήκες του 1921, η θέση του Λένιν ήταν, φυσικά, σωστή». Medvedev, “O tragicheskoi sud’be G. I. Miasnikova”, σελ. 59.
[33] Lenin, PSS, τόμος 53, σσ. 85-86 [Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Γκ. Ι. Μιάσνικοφ», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 53, σσ. 85, 86].
[34] Αποσπάσματα από την επιστολή του Miasnikov μπορούν να βρεθούν στα Guillotine at Work, σσ. 270-271, Letters from Russian Prisons, σσ. 85-86 και Revoliutsionnaia Rossiia, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1923. Ο Vasser, “Razgrom anarkho-sindikalistskogo uklona”, σελ. 76-77, γράφει ότι ο Μιάσνικοφ αρνήθηκε να συναντήσει τον Λένιν μετά την επιστολή πρόσκλησης του τελευταίου με ημερομηνία 1 Αυγούστου και ότι δεν απάντησε στην επιστολή του Λένιν με ημερομηνία 5 Αυγούστου. Και οι δύο ισχυρισμοί είναι ψευδείς.
[35] Lenin, PSS, τόμος 53, σελ. 115 [Β. Ι. Λένιν, «Τηλεγράφημα προς την Επιτροπή του Κυβερνείου Περμ του ΚΚΡ (μπ)», Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 53, σελ. 115].
[36] Lenin, Sochineniia, τ. 26, σσ. 683-684.
[37] Izvestiia Ts.K. RKP(b), Μάρτιος 1922∙ Lenin, PSS, τ. 44, σσ. 539-540 [Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 539, σημ. 45].
[38] Lenin, Sochineniia, τόμος 26, σσ. 683-684∙ Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 86. Σε μια άλλη συνάντηση της κομματικής οργάνωσης της Μοτοβιλίχα στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Μιάσνικοφ κατακεραύνωσε και πάλι την Κεντρική Επιτροπή και την επαρχιακή επιτροπή του Περμ.
[39] Discussionnyi material (Tezisy tov. Miasnikova, pis’mo tov. Lenina, otvet emu, postanovienie Org. biuro Ts.K. i rezoliutsiia motovilikhintsev), Περμ, 1921. Το σημαντικό αυτό έγγραφο δυστυχώς δεν είναι πλέον διαθέσιμο στις δυτικές βιβλιοθήκες.
[40] Lenin, PSS, τόμος 54, σελ. 59 [Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Β. Μ. Μολότοφ και όλα τα μέλη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΡ(μπ)», [Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 54, σελ. 59]. Το 1927 ο Κούρτσνερ, μηχανικός στα ναυπηγεία της Βαλτικής, διαγράφηκε από το κόμμα για φραξιονιστική δραστηριότητα. Ό.π., τόμος 54, σελ. 780.
[41] Ό.π., τόμος 54, σελ. 59.
[42] Izvestiia Ts.K. RKP(b), Μάρτιος 1922· Pravda, 3 Μαρτίου 1922. Βλέπε επίσης Kanev, “Iz istorii bor’by V. I. Lenina”, σελ. 70.
[43] Ο Λένιν είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς, ωστόσο, να αποβάλει τους Κάμενεφ και Ζινόβιεφ τον Οκτώβριο του 1917 και τον Σλιάπνικοφ τον Αύγουστο του 1921.
[44] Lenin, PSS, τ. 54, σελ. 177 [Β. Ι. Λένιν, «Προς τους Λ. Μπ. Κάμενεφ και Ι. Β. Στάλιν», [Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 54, σσ. 176, 177].
[45] Zorkii, επιμ., “‘Rabochaia oppozitsiia’” σελ. 59-60∙ Carr, Bolshevik Revolution, τ. 1, σελ. 209 [Ε. Χ. Καρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμος 1, Υποδομή, Αθήνα 1977, σ. 279, 280].
[46] Odinnadtsatyi s ‘ezd RKP(b), σσ. 751-752.
[47] Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 86· Zorkii, επιμ., “Rabochaia oppozitsiia”, σελ. 57.
[48] Odinnadtsatyi s ‘ezd RKP(b), σελ. 46.
[49] Ό.π., σελ. 132.
[50] Ό.π., σελ. 149.
[51] Ό.π., σελ. 128.
[52] Ό.π., σελ. 192∙ Zorkii, επιμ., “Rabochaia oppozitsiia”, σελ. 166.
[53] Odinnadtsatyi s ‘ezd RKP(b), σελ. 710∙ Pravda, 5 Απριλίου 1922.
[54] Revoliutsionnaia Rossiia, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1923∙ Γράμματα από τις ρωσικές φυλακές, σελ. 85.
[55] Pravda, 3 Απριλίου 1923∙ Dvenadtsatyi’ezd RKP(b): 17-25 aprelia 1923 goda. Stenograficheskii otchet, Μόσχα, 1968, σελ. 856.
[56] Γράφοντας στον Τρότσκι έξι χρόνια αργότερα, ο Μιάσνικοφ υπέγραψε ως «Γκ. Μιάσνικοφ (συγγραφέας του Μανιφέστου της Εργατικής Ομάδας)». Επιστολή του Miasnikov προς τον Τρότσκι, 8 Μαΐου 1929 και 29 Ιουλίου 1929, Αρχείο Τρότσκι, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
[57] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 74, 94. Ο Σορίν αποκάλεσε αυτή την επίθεση «μια επίθεση μαυροεκατονταρχιτών, ένα πογκρόμ».
[58] Ό.π., σελ. 70.
[59] E. H. Carr, The Interregnum, 1923-1924, Νέα Υόρκη, 1954, σελ. 82.
[60] Sobre Machajski, ver Paul Avrich, “What is ‘Makhaevism’?”, Soviet Studies, τεύχος 17, Ιούλιος 1965, σσ. 66-75∙ Marshall S. Shatz, “Jan Waclaw Machajski: The ‘Conspiracy’ of the Intellectuals”, Survey, τεύχος 62, Ιανουάριος 1967, σσ. 45-57∙ και Anthony D’Agostino, “Intelligentsia Socialism and the ‘Workers’ Revolution’: Machajski”, International Review of Social History, τεύχος 14, 1969, παρ. 1, σσ. 54-89.
[61] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 64. Έχει επίσης κατηγορηθεί, χωρίς καμία βάση, για αντισημιτισμό.
[62] Ό.π., σελ. 62-64∙ Carr, Interregnum, σελ. 269.
[63] Sorin, Rabochaia gruppa, σσ. 20, 24.
[64] Ό.π., σελ. 97.
[65] Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 95.
[66] Ό.π. Βλέπε επίσης Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 76-77.
[67] Sotsialisticheskii vestnik, 18 Οκτωβρίου 1923. Σύμφωνα με το Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 88, ο μπολσεβίκος μελετητής D. B. Riazanov είπε ότι το μανιφέστο ήταν «ένα συνεπές μαρξιστικό κείμενο.»
[68] Η εκτίμηση του Κούζνετσοφ για 3.000 μέλη στη Μόσχα και 10.000 σε όλη τη χώρα είναι μεγάλη υπερβολή. Sorin, Rabochaia gruppa, σσ. 115-117.
[69] Ante Ciliga, The Russian Enigma, εκδ. αναθ., Λονδίνο, 1979, σελ. 277.
[70] M. Khryskov, “Moskovskaya partiinaia organizatsiia v bor’be za ukreplenie uninstva partiinykh riadov i razgrom trotskizma (1921-1927 gg.)”, Voprosy istorii KPSS, 1967, τεύχος 2, σελ. 118.
[71] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 63.
[72] Dvenadtsatyi s ‘ezd RKP(b), σελ. 159. Βλ. επίσης Daniels, Conscience of the Revolution, σελ. 204.
[73] Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σσ. 95-96.
[74] Dvenadtsatyi s ‘ezd RKP(b), σσ. 135, 221, 346.
[75] Sorin, Rabochaia gruppa, σσ. 63-64.
[76] Ruth Fischer, Stalin and German Communism, Κέιμπριτζ, 1948, σελ. 247.
[77] Manifest Rabochei gruppy Rossiiskoi Kommunisticheskoi Partii(b), Βερολίνο, 1923. Μια συμπυκνωμένη γερμανική μετάφραση, Das Manifest der Arbeitergruppe der Russischen Kommunistischen Partei, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο, με σχόλια από το KAPD και περιγράφεται ως εκδοθείσα από το «Ρωσικό Τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς». Carr, Interregnum, σελ. 81.
[78] Revoliutsionnaia Rossiia, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1923. Τρεις χιλιάδες αντίτυπα της έκκλησης, που απευθυνόταν στο «προλεταριακό τμήμα του ΡΚΚ(μπ)», διανεμήθηκαν στη Ρωσία.
[79] Sorin, Rabochaia gruppa, σσ. 110, 114.
[80] Ό.π., σελ. 100-101, 110-112∙ Carr, Interregnum, σελ. 293.
[81] Russia and the British Labour Delegation’s Report: A Reply, Λονδίνο, 1925, σελ. 23.
[82] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 99-100∙ Pismanik, “‘Rabochaia gruppa’”, σελ. 88.
[83] Bukhárin, πρόλογος στο Sorin, Rabochaia gruppa, σσ. 3-6.
[84] Sorin, Rabochaia gruppa, σελ. 113· Pravda, 2 Δεκ. 2, 1923∙ “G.P.U. o ‘Rabochei gruppe’ R.K.P.”, Sotsialisticheskii vestnik, 6 Ιουλίου. 1924. Βλέπε επίσης Pospelov, Istoiiia Kommunisticheskoi Partii, τόμος 4, σελ. 271 και Lennard D. Gerson, The Secret Police in Lenin’s Russia, Φιλαδέλφεια, 1976, σελ. 263.
[85] Maximoff, Guillotine at Work, σελ. 287∙ Gerson, Secret Police, σελ. 263.
[86] Letters from Russian Prisons, σελ. 84.
[87] Ο.π.
[88] Ό.π., σσ. 84-85.
[89] Ο Vasser, “Razgrom anarkho-sindikalistskogo uklona”, σελ. 77, αναφέρει εσφαλμένα την τοποθεσία ως Μπακού.
[90] Maximoff, Guillotine at Work, σσ. 272-273, όπου η ημερομηνία αναφέρεται λανθασμένα ως 1927.
[91] Αντίγραφο της επιστολής του Μιάσνικοφ προς τον σοβιετικό πρόξενο έχει διασωθεί στο Αρχείο Τρότσκι (Τ-15048). Βλ. επίσης Biulleten’ oppozitsii, Μάιος 1930∙ και L. Trótski, Writings of Leon Trotsky (1930), Νέα Υόρκη, 1975, σσ. 218-219.
[92] L. Trótski, The New Course, Νέα Υόρκη, 1945, σελ. 29 [Λέον Τρότσκι, Η Νέα Πορεία, Αλλαγή, Αθήνα 1980, σελ.36].
[93] Επιστολή του Μιάσνικοφ προς τον Τρότσκι, 28 Νοεμβρίου 1929, Αρχείο Τρότσκι∙ Biulleten’ oppozitsii, Μάιος 1930.
[94] Επιστολή του Μιάσνικοφ προς τον Τρότσκι, 3 Αυγούστου 1929∙ επιστολή του Τρότσκι προς τον Μιάσνικοφ, 18 Σεπτεμβρίου 1929, Αρχείο Τρότσκι∙ Biulleten’ oppozitsii, Μάιος 1930.
[95] G. Miasnikóv, Ocherednoi obman [Το τελευταίο ψέμα], Παρίσι, 1931, σελ. 8.
[96] Ο Τιούνοφ, αντίθετα, θεωρούσε τον κρατικό καπιταλισμό –ή «γραφειοκρατική απολυταρχία», όπως τον αποκαλούσε επίσης– οπισθοδρομική φάση, καθώς ήταν «καθαρά παρασιτικός». Ciliga, Russian Enigma, σσ. 216, 303.
[97] Miasnikov, Ocherednoi obman, σελ. 9-10, 18-19. Βλ. επίσης επιστολή του Μιάσνικοφ προς τον Τρότσκι, 15 Οκτωβρίου 1933, Αρχείο Τρότσκι.
[98] L. Trotsky, Writings of Leon Trotsky (1933-34), Νέα Υόρκη, 1972, σελ. 112 [Λέον Τρότσκι, Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, σσ. 29 και 30, Αλλαγή, Αθήνα 1986. Αποδίδουμε ως «σοσιαλ-γραφειοκρατία» τον όρο «social bureaucracy» του κειμένου του Paul Avrich και όχι «κοινωνική γραφειοκρατία», παρόλο που στην ελληνική μετάφραση του κειμένου του Τρότσκι χρησιμοποιείται η δεύτερη απόδοση: «[Ο] Λορά αγνοεί προφανώς πως ολόκληρη η θεωρία του έχει ήδη διατυπωθεί, αλλά με περισσότερη θέρμη και λαμπρότητα, πάνω από 30 χρόνια πριν, από τον ρωσοπολωνό επαναστάτη Μαχάισκι, [...]», «[…] η διχτατορία του προλεταριάτου στην Σοβιετική Ένωση είχε υποσκελιστεί από την ηγεμονία μιας νέας τάξης: της κοινωνικής γραφειοκρατίας», στο Τρότσκι, ό.π. Στο ρωσικό πρωτότυπο χρησιμοποιείται από τον Τρότσκι ο όρος «социал-бюрократии» (που τον δανείζεται –για να τον απορρίψει– από τον Μιάσνικοφ: Л. Троцкий, «Классовая природа советского государства», Бюллетень оппозиции (большевиков-ленинцев), τεύχος 36-37, Οκτώβριος 1932. Διαθέσιμο στο Marxists’ Internet Archive, https://www-marxists-org.translate.goog/russkij/trotsky/works/trotm366.html?_x_tr_sl=ru&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=sc). Ο ρωσικός όρος «социал-бюрократизм» (σοσιαλ-γραφειοκρατία) παραπέμπει άμεσα στους όρους «социа́л-патриотизм» (σοσιαλ-πατριωτισμός) και «социа́л-шовини́зм» (σοσιαλ-σωβινισμός) διαμορφώνοντας ένα συγκριτικό πλαίσιο α) της προδοσίας του σοσιαλισμού από τους σοσιαλιστές της Β΄ Διεθνούς (όταν αυτοί έγιναν πατριώτες και σωβινιστές) και της προδοσίας του σοσιαλισμού από τους σοσιαλιστές της ΕΣΣΔ (όταν έγιναν γραφειοκράτες) και β) της εξαπάτησης των εργατικών μαζών που συνίσταται στην επίκληση του όρου σοσιαλισμός για την εφαρμογή πολιτικών εχθρικών προς τα ταξικά συμφέροντά τους (τόσο από τους σοσιαλιστές της Β΄ Διεθνούς όσο και από τους σοσιαλιστές της ΕΣΣΔ). Πάντως ανάλογη ασάφεια υπάρχει και στις άλλες μεταφράσεις του συγκεκριμένου κειμένου του Τρότσκι. Μεταφράζεται μάλλον ως «κοινωνική γραφειοκρατία» στα αγγλικά: «social bureaucracy» (Leon Trotsky, “The Class Nature of the Soviet State”, Marxists’ Internet Archive, 1998, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1933/10/sovstate.htm) και στα ισπανικά: «burocracia social» (León Trotsky, «La naturaleza de clase del estado soviético», Centro de Estudios, Investigaciones y Publicaciones León Trotsky [CEIP León Trotsky], https://ceip.org.ar/escritos/Libro3/html/T05V127.htm)· και ως «σοσιαλ-γραφειοκρατία» («σοσιαλγραφειοκρατία») στα γαλλικά: «social-bureaucratie» (Léon Trotsky, « La nature de classe de l’État soviétique », Marxists’ Internet Archive, https://www.marxists.org/francais/trotsky/oeuvres/1933/10/331001a.htm) και στα ιταλικά: «socialburocrazia» (Trotsky, “La natura di classe dello Stato Sovietico”, Marxists’ Internet Archive, https://www.marxists.org/italiano/trotsky/1933/stato-sovietico.htm#g)].
[99] Fischer, Stalin and German Communism, σελ. 247∙ Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary, 1901-1941, μτφρ. Peter Sedgwick, Λονδίνο, 1963, σελ. 132 [Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Scripta, Αθήνα, σσ. 198, 199].
[100] Fischer, Stalin and German Communism, σελ. 247.
[101] Medvedev, “O tragicheskoi sud’be G. I. Miasnikova”, σελ. 60. Μετά τον πόλεμο, θα πρέπει να σημειωθεί, πράκτορες της MVD στη Γαλλία συγκέντρωναν Ρώσους εξόριστους και τους έστελναν πίσω στη Σοβιετική Ένωση. Βλέπε David J. Dallin and Boris I. Nicolaevsky, Forced Labour in Soviet Russia, Νιου Χέιβεν, 1947, σσ. 293-295.
[102] Medvedev, “O tragicheskoi sud’be G. I. Miasnikova”, σελ. 60. Το έτος 1946 επιβεβαιώνεται ως έτος θανάτου του Μιάσνικοφ στις σημειώσεις στο Lenin, PSS, τόμος 43, σελ. 47.