Ανδρέας Κλόκε
Η μελέτη του Ρ. Ροσντόλσκι για τον Φ. Ένγκελς και το θέμα των «λαών χωρίς ιστορία»
Σήμερα, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», διανύουμε την εποχή μιας απροσδόκητης ανόδου του εθνικισμού και σωβινισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη και προπαντός στην ανατολική και νοτιοανατολική. Φαίνεται ότι ο πόλεμος που μαίνεται στην πρώην Γιουγκοσλαβία αποτελεί μόνο την προσωρινή κορύφωση αυτής της τραγικής εξέλιξης και ότι στις χώρες της παλιάς ΕΣΣΔ και ενδεχομένως σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων υπάρχει η ίδια απειλή. Δεν υπάρχει ζήτημα που στην ιστορία του εργατικού κινήματος και του μαρξισμού να είναι τόσο επίμαχο όσο το «εθνικό» -τόσο στην ανάλυση όσο και στην πράξη. Τα εθνικά ζητήματα αποτελούν το πιο περίπλοκο πρόβλημα για μια σοσιαλιστική πολιτική και στο 19ο, αλλά σίγουρα και τον 20ο αιώνα.
Αν επανεξετάσουμε τη στάση των πρωταγωνιστών του επιστημονικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα παρακολουθώντας την εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας από το Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι τους μπολσεβίκους της επαναστατικής Ρωσίας επί Λένιν και Τρότσκυ -που ανέπτυξαν το μάλλον υψηλότερο επίπεδο της μαρξιστικής πολιτικής μέχρι στιγμής- μπορούμε να αντιληφθούμε τις σημαντικές δυσκολίες σχετικά με αυτό το θέμα. Η μεταγενέστερη βάναυση διαστρέβλωση ή ακριβέστερα αντιστροφή του λενινισμού στην ΕΣΣΔ επί Στάλιν, η οποία οδήγησε κατευθείαν και στα αδιέξοδα του σημερινού σωβινισμού, υπογραμμίζει τραγικά την καυτή επικαιρότητα του θέματος.
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη στάση που ο Ένγκελς και άλλοι πρωταγωνιστές του σοσιαλιστικού κινήματος είχαν γύρω από αυτό το θέμα, συγκεκριμένα στην επανάσταση του 1848 στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα στις περιοχές τής τότε «Μοναρχίας των Αψβούργων», της Αυστρο-Ουγγαρίας. Παρουσιάζουμε εδώ την έρευνα του σημαντικού Ουκρανού μαρξιστή Ρομάν Ροσντόλσκι με τίτλο Για το εθνικό ζήτημα - ο Φ. Ένγκελς και το πρόβλημα των λαών «χωρίς ιστορία».1 Ο Ροσντόλσκι, γνωστός ως συγγραφέας του Η γένεση του «Κεφαλαίου» του Κάρλ Μάρξ, δημοσίευσε τη μελέτη του στην εξορία στην Αμερική το 1948.
Η επανάσταση του 1848
Με το βιβλίο του Ροσντόλσκι ρίχνουμε μια ματιά στα επαναστατικά γεγονότα των ετών 1848-49. Αυτή η επανάσταση ξέσπασε πρώτα στη Γαλλία το Φεβρουάριο του ’48 και απλώθηκε σύντομα σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας, οι οποίες βρίσκονταν άμεσα ή έμμεσα κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά της Πρωσίας, στην Αυστρία και Ουγγαρία, τότε χώρες του αυτοκράτορα της Βιέννης, στην Πολωνία και Ιταλία. Η επανάσταση όμως δεν άγγιξε τη Βρεταννία ούτε τη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια του ’49 καταστάλθηκε παντού και τα αντιδραστικά καθεστώτα του Βερολίνου, της Βιέννης και της Αγίας Πετρούπολης μπόρεσαν να σώσουν την κυριαρχία τους μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κοινωνικοί φορείς της επανάστασης ήταν ακόμα κυρίως αστικές δυνάμεις, μικροαστικά και διανοούμενα στρώματα των πόλεων, φοιτητές και εργάτες.
Οι βαθύτεροι λόγοι της τελικής αποτυχίας έχουν να κάνουν με τις αντιφάσεις ανάμεσα σ’ αυτούς τους φορείς και προκύπτουν πολύ καθαρά από την ερμηνεία του Ροσντόλσκι. Μαζί με τις κοινωνικές αντιθέσεις, έπαιξε ένα μεγάλο ρόλο το εθνικό ζήτημα. Η ενοποίηση της Γερμανίας δεν είχε πραγματοποιηθεί, η Πολωνία είχε μοιραστεί ανάμεσα στις αυτοκρατορίες της «Ιεράς Συμμαχίας» (Πρωσία, Αυστρο-Ουγγαρία, Ρωσία). Η Ουγγαρία και μερικές περιοχές της βόρειας Ιταλίας που καταπιέζονταν από την Αυστρία πάλευαν για την ελευθερία τους. Πολλοί λαοί της νοτιοανατολικής Ευρώπης ζούσαν στο 19ο αιώνα το εθνικό τους ξύπνημα. Τότε καταπιέζονταν από τη Ρωσία αλλά ιδιαίτερα από την αυστριακή αυτοκρατορία και τους Οθωμανούς στα Βαλκάνια: Κροάτες, Σλαβόνοι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Μακεδόνες, Αλβανοί, Ουκρανοί και πιο βόρεια Τσέχοι και Σλοβάκοι. Το θέμα του Ροσντόλσκι είναι ο συγκεκριμένος ρόλος των καταπιεσμένων λαών της Αυστρο-Ουγγαρίας. Εξηγεί εξάλλου πειστικά πώς το εθνικό ζήτημα ήταν συνδεδεμένο με τις κύριες όψεις της ταξικής πάλης. Ερμηνεύει την ανάλυση και τα σχόλια της Neue Rheinische Zeitung (Νέα εφημερίδα του Ρήνου - NRZ), η οποία εξέφραζε τις πιο αριστερές, προλεταριακές απόψεις των γερμανόφωνων επαναστατών και της οποίας οι έξοχοι συντάκτες ήταν ο Μάρξ και ο Ένγκελς.
Τα κέντρα της επανάστασης στην κεντρική Ευρώπη τα αποτελούσαν οι μεγάλες πόλεις (Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Μόναχο, Βιέννη, Δρέσδη, Πράγα, κλπ.), η πρωσική και αυστριακή Πολωνία (Πόζεν, Γαλικία), η βόρεια Ιταλία και ιδιαίτερα η Ουγγαρία που νικήθηκε τελευταία, τον Αύγουστο του ’49, και μόνο μετά την αποφασιστική επέμβαση ρώσικων στρατευμάτων στο έδαφός της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Είναι φανερό ότι οι επαναστατικές δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, όπως και οι δυνάμεις που αγωνίζονταν για την εθνική ανεξαρτησία στην Πολωνία, Ουγγαρία και Ιταλία, ήταν σύμμαχοι ενάντια στην κατασταλτική πολιτική των καθεστώτων. Ετσι, υποστήριζε φυσικά και η NRZ τον απελευθερωτικό αγώνα αυτών των λαών ανεπιφύλακτα και παθιασμένα.
Αλλο θέμα όμως ήταν η στάση της απέναντι στους μικρότερους, κυρίως σλάβικους, λαούς των οποίων η εθνική ύπαρξη δεν ήταν καθόλου γενικά αναγνωρισμένη και οι οποίοι διανύανε την εποχή της εθνικής τους συνειδητοποίησης. Το ’48 αυτοί οι λαοί δεν είχαν καμμιά βάσιμη ελπίδα για πραγματοποίηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η συγκεκριμένη στάση τους όμως μέσα στα γεγονότα μπορούσε να γίνει καθοριστική για τη μοίρα της επανάστασης. Πρέπει να παρθεί υπόψη ότι στην Αυστρία αυτής της εποχής μόνο το 33% ήταν γερμανόφωνοι, ενώ το 15% Πολωνοί και το 42% μέλη άλλων σλαβικών εθνοτήτων (22% Τσέχοι, 12% Ουκρανοί, 5% Σλοβένοι, 3% Κροάτες). Η Κροατία και Σλαβονία πολιτικά ανήκαν επίσημα στην Ουγγαρία που ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Θα υποστήριζαν τον αγώνα των Γερμανών, Πολωνών και Ούγγρων επαναστατών οι σλαβικές μειονότητες ή μήπως θα έμεναν παθητικές ή και εχθρικές;
Ας δούμε λοιπόν πώς ο Ένγκελς σαν συντάκτης της NRZ εκτιμούσε τις εξελίξεις. Διαλέγουμε τρία μάλλον χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη μελέτη του Ροσντόλσκι, δηλαδή την υπόθεση των Τσέχων, των Κροατών και των Ουκρανών.
Ο Ένγκελς
και το πρόβλημα του τσέχικου έθνους
Οι Τσέχοι ήταν ο σλάβικος λαός της αυστριακής αυτοκρατορίας που είχε επηρεαστεί συγκριτικά στο μεγαλύτερο βαθμό από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Το οικονομικό και πολιτιστικό τους επίπεδο ήταν σχετικά υψηλό και οι εθνικές απελευθερωτικές τάσεις ήταν μεν όχι πολύ προχωρημένες, αλλά πιο αναγνωρισμένες απ’ ό,τι στις άλλες σλαβικές περιοχές με σχεδόν αποκλειστικά αγροτικό πληθυσμό (Κροάτες, Ουκρανοί κλπ.). Πώς λοιπόν αντιμετωπίζει ο Ένγκελς το θέμα της απελευθέρωσης αυτού του έθνους στα γεγονότα της επανάστασης του ’48; Το Νοέμβρη του ’47 γράφει σ’ ένα άρθρο για την «Αρχή του τέλους στην Αυστρία»: «Για μας τους Γερμανούς έχει ειδική σημασία η πτώση της Αυστρίας. Είναι η Αυστρία που φταίει για τη φήμη ότι είμαστε οι καταπιεστές άλλων εθνών και οι μισθοφόροι της αντίδρασης σε όλες τις χώρες. Κάτω από την αυστριακή σημαία οι Γερμανοί σκλαβώνουν Πολωνούς, Βοημούς, Ιταλούς... ’Εχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι οι Γερμανοί θα εκδικηθούν την Αυστρία για τη δυσφήμιση και τη ντροπή που είναι συνδεδεμένη με το όνομα Γερμανία. ’Εχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι θα είναι Γερμανοί που θα ανατρέψουν το καθεστώς της Αυστρίας και θα παραμερίσουν όλα τα εμπόδια της σλαβικής και ιταλικής ελευθερίας...» (σελ. 18).
Τον Ιούνιο του ’48 όμως διαβάζουμε στο άρθρο της 12 Ιουνίου «Η εξέγερση της Πράγας» το εξής: «Μια καινούργια σφαγή όπως στο Πόζεν προετοιμάζεται στη Βοημία. Οι Αυστριακοί μισθοφόροι έπνιξαν τη δυνατότητα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των Βοημών και των Γερμανών στο τσέχικο αίμα... Όπως και να καταλήξει η εξέγερση, ένας πόλεμος εξόντωσης των Γερμανών ενάντια στους Τσέχους μένει τώρα σαν μόνη δυνατή λύση. Αξιολύπητοι είναι ιδιαίτερα οι ίδιοι οι γενναίοι Τσέχοι. Είτε νικήσουν είτε ηττηθούν, η εξόντωσή τους είναι βέβαιη. Η καταπίεσή τους επί 400 χρόνια από τη Γερμανία, η οποία συνεχίζεται τώρα στις μάχες στους δρόμους της Πράγας, τους έριξε στα χέρια των Ρώσων. Στο μεγάλο αγώνα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση της Ευρώπης, ο οποίος θα ξεσπάσει πολύ σύντομα -ίσως σε λίγες βδομάδες-, μια κακή μοίρα βάζει τους Τσέχους στην πλευρά των Ρώσων, στην πλευρά της τυραννίας ενάντια στην επανάσταση. Η επανάσταση θα νικήσει και οι Τσέχοι θα είναι οι πρώτοι που θα καταπιεστούν απ’ αυτήν. Γι’ αυτόν τον αφανισμό πάλι οι Γερμανοί είναι υπεύθυνοι. Είναι οι Γερμανοί που τους πρόδωσαν στους Ρώσους» (σελ. 19-20). Πραγματικά το τσέχικο απελευθερωτικό κίνημα πήρε το μέρος της μοναρχίας, δηλαδή της «τυραννίας», αν και όχι των Ρώσων, ενάντια στην επανάσταση λίγους μήνες μετά.
Διαπιστώνουμε αφενός την πίστη του Ένγκελς στον επαναστατικό διεθνισμό και στην αρχή ότι δεν πρόκειται να χειραφετηθεί κανένα έθνος που καταπιέζει άλλους λαούς, αφετέρου τη μοιρολατρεία σχετικά με τον τσέχικο λαό. Ο Ροσντόλσκι σχολιάζει: «Γιατί δε μπορούσε να επιτευχθεί η ‘‘ειρηνική συνύπαρξη’’ των δύο εθνοτήτων με λογικές παραχωρήσεις στον τομέα της εθνικής αυτοδιοίκησης, της γλωσσικής ισότητας και της εθνικής παιδείας; Τίποτα παραπάνω δεν είχαν απαιτήσει οι Τσέχοι. Και τέλος: τί είδους ‘‘ελευθερία’’ διακηρύσσεται για τον τσέχικο λαό, αφού του επιτρέπεται είτε να εξοντωθεί είτε να ζεί μαζί με τους Γερμανούς στο γερμανικό κράτος; Όλα αυτά δεν είναι πολύ αντιφατικά;» (σελ. 21).
Και εξηγεί: «Αφενός υπήρχαν πληβειακές εθνότητες που μόλις ξυπνούσαν σε μια νέα ιστορική ζωή, χωρίς δική τους αστική τάξη ούτε εργατική τάξη, σε μικρό ακόμα βαθμό ικανές για ανεξάρτητη ύπαρξη. Αφετέρου όμως υπήρχε μια γερμανική αστική τάξη, η οποία αισθανόταν ντόπια τόσο στις σλάβικες χώρες της αυτοκρατορίας όσο και στην ίδια τη Γερμανία, η οποία κατοικούσε στις πόλεις αυτών των χωρών και κυριαρχούσε στη βιομηχανία τους και στο εμπόριό τους και η οποία λόγω όλης της κατάσταση των τάξεων ήταν τόσο ανίκανη να παραιτηθεί από την προνομιούχα θέση της όσο π.χ. και η ουγγρική και πολωνική αριστοκρατία από την εκμετάλλευση και κυριαρχία των ξένων κατοίκων των δικών τους επαρχιών. Η απώλεια της ‘‘εθνικής ιδιοκτησίας’’ φαινόταν απόλυτα απαράδεκτη σ’ αυτή την αστική τάξη και στα μάτια της δεν μπορούσε να αντικατασταθεί από καμμία απόκτηση ούτε από πολιτικές επιτυχίες. Η διεκδίκηση για ανεξαρτητοποίηση π.χ. της Βοημίας δεν σήμαινε γι’ αυτό τίποτε άλλο παρά να τεθεί σε αμφισβήτηση η συμμετοχή της γερμανικής αστικής τάξης στην επανάσταση! (...) Αγγίζουμε εδώ ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της αυστριακής επανάστασης του ’48: το ταξικό φράγμα που έφερνε τη γερμανική μπουρζουαζία της Αυστρίας σε δυσκολότατη θέση και μάλιστα δεν της επέτρεπε να βρεί ένα ‘‘συμβιβασμό’’ με τις ‘‘χωρίς ιστορία’’ εθνότητες που καταπιέζονταν στην Αυστρία. Ετσι όπως ήταν τα πράγματα τότε, έπρεπε να φανεί ότι είτε η επανάσταση έπρεπε να αποτύχει λόγω των εθνοτήτων είτε αυτές να συνθλιβούν από αυτήν» (σελ. 22-24).
Η NRZ καταδικάζει μεν την καταπίεση των Τσέχων τον Ιούνιο του ’48, δεν αναπτύσσει όμως ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα γύρω από το τσέχικο ζήτημα. Υποστηρίζει το τσέχικο ζήτημα, έχει όμως ταυτόχρονα την τάση να αποστασιοποιηθεί από το εθνικό περιεχόμενο του κινήματος και να το παρουσιάσει σαν καθαρά κοινωνικό και πολιτικό κίνημα ενάντια στην αυστριακή τυραννία. Αυτό το λάθος της NRZ παίρνει αργότερα σοβαρές διαστάσεις. Η εφημερίδα υιοθετεί μια στάση ενάντια στην επιτροπή μη γερμανικών γλωσσών στο Ράιχσταγκ (Βουλή) της Βιέννης, δηλαδή για την αποκλειστική χρησιμοποίηση της γερμανικής γλώσσας, που ήταν η γλώσσα «του κράτους, των αρχών και της καταπίεσης». Η NRZ σχολιάζει την αίτηση ενός Τσέχου βουλευτή για αναγνώριση της τσέχικης γλώσσας στη Βουλή ως εξής: «Οι βουλευτές να μπορούν ως εκ τούτου να μιλάνε στις δικές τους γλώσσες, να υποβάλλουν αιτήσεις κλπ. Το Ράιχσταγκ θα γίνει ένα ίδρυμα μετάφρασης, μια βαβελική σύγχιση, το αποτέλεσμα των οποίων θα είναι η διάλυση. Το τέλος της Αυστρίας» (σελ. 29). Μέλη του Ράιχσταγκ ήταν όμως δεκάδες Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρουμάνοι αγρότες που κατασιγάστηκαν από την αρνητική απόφαση και υποβαθμίστηκαν σε ψηφοφόρους της αντίδρασης. Ο Ροσντόλσκι επισημαίνει: «Η NRZ δεν κατάλαβε (...) ότι η απόφαση του Ράιχσταγκ πως οι βουλευτές επιτρέπεται να μιλάνε μόνο στη γερμανική γλώσσα αποτέλεσε χοντρό λάθος τα αποτελέσματα του οποίου επέδρασαν ιδιαίτερα αρνητικά στην ίδια τη γερμανική δημοκρατία (...). Δεν κατάλαβε ότι αυτό που επιτρεπόταν ακόμα στη μεγάλη γαλλική επανάσταση στους ιακωβίνους σχετικά με τις γαλλικές ‘‘διαλέκτους’’, θα προξενούσε την ήττα της επανάστασης στην Αυστρία, δηλαδή δεν κατάλαβε το νόημα και τη σημασία του εθνικού ζητήματος που μόλις ανέτειλε στην Κεντρική Ευρώπη» (σελ. 29-30). Αυτή η αδιαφορία απέναντι σε κεντρικές όψεις της εθνικής καταπίεσης λέγεται «εθνικός μηδενισμός».
Η εχθρική στάση της NRZ απέναντι σε Τσέχους και Κροάτες
και ο ρώσικος κίνδυνος
Η ακόμα σχετικά φιλική στάση της NRZ απέναντι στους Τσέχους άλλαξε ριζικά μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της Βιέννης τον Οκτώβρη του ’48 όταν Τσέχοι και Κροάτες πολιτικοί συνεργάζονταν με το καθεστώς και ζητοκραύγαζαν την ήττα της επανάστασης. Ο Μάρξ έγραψε στη NRZ ότι στην Αυστρία υπήρχε «ένα ολόκληρο μελίσσι από εθνότητες που υποθέτουν πως η αντεπανάσταση θα τους φέρει τη χειραφέτησή τους (...). Ας μην ξεχνάμε ότι στη Βιέννη βρισκόταν το συνέδριο των λαών (δηλαδή το Ράιχσταγκ) και ότι οι Σλάβοι αντιπρόσωποι -με εξαίρεση τους Πολωνούς- ενθουσιωδώς πήραν το μέρος του αυτοκράτορα. Ο πόλεμος της καμαρίλας της Βιέννης ενάντια στο Ράιχσταγκ ήταν ταυτόχρονα ο πόλεμος του σλάβικου Ράιχσταγκ ενάντια στο γερμανικό. (...). Στην Αυστρία νίκησε το σλάβικο μέτωπο μαζί με την καμαρίλα. Τώρα θα αγωνιστούν για τη λεία της νίκης» (σελ. 33). Πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το δικαιολογημένο θυμό του Μάρξ για την πτώση της Βιέννης, υπάρχει ένα στοιχείο υποτίμησης των σλαβικών εθνοτήτων που αντανακλάται σε εκφράσεις σαν «μελίσσι», «συντρίμμια λαών», «έθνη και εθνάκια» κλπ. Ο Ροσντόλσκι παρατηρεί: «Ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία των εθνικών προβλημάτων μέσα στην αυστριακή επανάσταση του 1948 φαινόταν να μπερδεύουν τους Γερμανούς δημοκράτες και επαναστάτες. Αισθάνονταν αυτά τα προβλήματα ενοχλητικά και ανεπιθύμητα» (σελ. 33) και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ειρωνικά τέτοιους όρους. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα που κατέκτησαν τη Βιέννη αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από Κροάτες και εκδικήθηκαν βάναυσα τους ηττημένους. Ετσι δημιουργήθηκε το ιδιαίτερο μίσος ενάντια στους Κροάτες που θεωρούνταν από τότε φανατικοί υποστηρικτές του καθεστώτος και υπεύθυνοι για οποιεσδήποτε κτηνωδίες (αποκεφαλισμούς, βιασμούς γυναικών, σφάξιμο μικρών παιδιών, κλπ.).
Στον ουγγρο-γιουγκοσλαβικό πόλεμο του ’48-’49, διαπράχτηκαν πραγματικά πολλές αισχρές σφαγές, αλλά και από τις δύο πλευρές. Ο Ούγγρος επαναστάτης ηγέτης Κόσουτ συνέλαβε την ιδέα να εξοντωθούν όλοι οι Σέρβοι του Βανάτου και να εγκατασταθούν μόνο Ούγγροι στην περιοχή και ο «μεγαλύτερος Ούγγρος», ο Στ. Σεχένου, σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Οι Σλάβοι θα μας αφανίσουν. Μας μισούν -και δικαιολογημένα» (σελ. 39-40). Παραδοσιακά οι Κροάτες και οι άλλοι Γιουγκοσλάβοι καταπιέζονταν από τους Ούγγρους. Η ούγγρικη βουλή αρνήθηκε στις αρχές του ’48 την ύπαρξη ενός κροάτικου έθνους και αποφάσισε πως η Σλαβονία έπρεπε να διοικηθεί με διαταγές και διατάγματα και πως οι επιθυμίες των Γιουγκοσλάβων έπρεπε να αντιμετωπιστούν χωρίς απάντηση. Η βουλή πήρε την απόφαση να καθιερώσει τα Ουγγρικά σαν γλώσσα του κράτους στην Κροατία και οι περιοχές της Σλαβονίας θεωρούνταν απλώς ουγγρική επαρχία. Η συμπεριφορά της ουγγρικής επανάστασης απέναντί τους δεν ήταν πολύ καλύτερη.
Χωρίς να ακυρώσει τους ισχύοντες νόμους, ο Κόσουτ έκανε μόνο την παραχώρηση να επιτρέπεται η κροάτικη γλώσσα σε επίπεδο πόλης και μικρότερων νομών. Αποφάσισε όμως πως αποκλειστικά τα ουγγρικά θα χρησιμοποιούνταν για τους νόμους και τις υποθέσεις του κράτους, πράγμα που απορρίφθηκε φυσικά από τους Κροάτες. Μόνο την τελευταία στιγμή όταν η ήττα της ούγγρικης επανάστασης ήταν πια αναπότρεπτη, η ούγγρικη βουλή κήρυξε πανηγυρικά την ισότητα όλων των εθνοτήτων, φυσικά πολύ αργά (σελ. 42).
Σχετικά μ’ αυτή την ούγγρικη-κροατική σύρραξη ο Ένγκελς επισημαίνει το ’49: Οι Ούγγροι δεν διέπραξαν κανένα λάθος σχετικά με τις εθνότητες εκτός από το να είναι «πολύ ανεκτικοί και επιεικείς απέναντι στους αλαζόνες Κροάτες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης. Είναι πασίγνωστο ότι ο Κόσουτ τους παραχώρησε πάρα πολλά(;), εκτός από το να επιτρέπει στους βουλευτές τους να μιλάνε κροατικά στη βουλή. Και αυτή η ανοχή απέναντι σ’ ένα εκ φύσεως αντεπαναστατικό έθνος είναι το μόνο για το οποίο μπορεί να καταγγείλει κανείς τους Ούγγρους» (οι υπογραμμίσεις από το Ροσντόλσκι, σελ. 41).
Ο βαθύτερος λόγος για την αρνητική στάση της NRZ και του Ένγκελς απέναντι στους σλάβικους λαούς της Αυστρίας είναι ο πραγματικός ή υποθετικός κίνδυνος του πανσλαβισμού, που ήταν συνδεμένος με τον τσαρισμό, δηλαδή τη κυρίαρχη αντιδραστική δύναμη στην Ευρώπη εκείνης της εποχής. Ο Ένγκελς σχολιάζει τη ρώσικη επέμβαση στην Αυστρία-Ουγγαρία με σκοπό την καταστολή της επανάστασης ως εξής: «Οι Αυστριακοί αποφάσισαν να κάνουν έκκληση στους Ρώσους αναμφισβήτητα με βαριά καρδιά. Είναι σαφέστατο ότι η ρώσικη επέμβαση θα παροτρύνει τις πανσλαβιστικές ενέργειες των Τσέχων και των Γιουγκοσλάβων. Αυτοί οι λαοί, που συνήθισαν από καιρό να θεωρούν τον Τσάρο σαν το φυσικό τους προστάτη και τον τελικό τους απελευθερωτή, πήραν τώρα τη συγκεκριμένη απόδειξη ότι η Αυστρία δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να τους εξασφαλίσει τη δική τους ανάπτυξη και τώρα για πρώτη φορά ο Τσάρος εμφανίζεται την καθοριστική στιγμή και εκπληρώνει στην πράξη τις ελπίδες που είχαν σ’ αυτόν.(...) Ο Τσάρος κήρυξε τη συμμαχία των Ρώσων με τους Αυστριακούς Σλάβους και έχει γίνει ο πραγματικός αυτοκράτορας των Αυστριακών Σλάβων (...). Μόνο ένα βήμα ακόμα και η Αυστρία υποτάσσεται τελείως στην κυριαρχία του, όπως και η Τουρκία. Μ’ αυτό το αντίτιμο σώζεται η αυστριακή αυτοκρατορία για λίγους μήνες μέχρι να καταρρεύσει από την επανάσταση» (σελ. 43-45).
Οι Ουκρανοί
και το αγροτικό ζήτημα
Η κατεξοχήν άγνωστη και μη αναγνωρισμένη εθνότητα της Αυστρίας ήταν οι λεγόμενοι «Ρουθήνοι», οι Ουκρανοί της Γαλικίας. Δεν μιλάμε εδώ για τους Ουκρανούς της τσάρικης αυτοκρατορίας όπου η ιστορική εξέλιξη καθυστερούσε ακόμα πιο πολύ. Οι «Αυστριακοί» Ουκρανοί ζούσαν σαν αγρότες κάτω από την κυριαρχία Πολωνών γαιοκτημόνων, οι οποίοι τους περιφρονούσαν και τους αποκαλούσαν «λαό αγροτών και παπάδων», διότι οι Ουκρανοί ήταν -αντίθετα από τους «αφέντες» τους- ελληνο-ορθόδοξοι. Με τα λόγια ενός ποιητή τους, δεν ήταν παρά «σκιές των ξεχασμένων τους προγόνων», μια μάζα αναλφάβητων αγροτών δούλων που βρίσκονταν μέσα σε μια κατάσταση απόλυτα «χωρίς ιστορία». Μόνο μέσα από τον κλήρο υπήρχε η πρώτη εμφάνιση ενός εθνικού στρώματος διανοουμένων. Το 1848 η μεγάλη μάζα του λαού, δηλαδή οι αγρότες, δεν είχαν επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από την εθνική ιδέα. Σαν Ουκρανοί αισθάνονταν την αντίθεση προς τους Πολωνούς γαιοκτήμονες και τους ανθρώπους τους. Η εθνική αντίθεση όμως ήταν -με μια έκφραση του Οττο Μπάουερ- μόνο ένα φαινόμενο της κοινωνικής αντίθεσης, το εθνικό μίσος μόνο ένα «μετασχηματισμένο» ταξικό μίσος. Μόνο 30-40 χρόνια αργότερα κατάφερε αυτή η εθνότητα να μετατραπεί από δυνατότητα σε πολιτιστική και πολιτική πραγματικότητα (σελ. 52-53). Αυτό το έθνος και η κοινωνική του ύπαρξη ήταν σχεδόν άγνωστο στο εξωτερικό. Διαβόητες έγιναν μόνο οι «σφαγές της Γαλικίας» του 1846, οι οποίες σημειώνονται αρκετές φορές και στα γραπτά των Μάρξ και Ένγκελς.
Η ενημέρωση για τα γεγονότα προερχόταν όμως από την πολωνική πλευρά και ο Ροσντόλσκι το εξηγεί με τα ακόλουθα: Οι Πολωνοί αρχίζοντας να προετοιμάζουν νέο αγώνα απελευθέρωσης, στην αρχή της δεκαετίας του ’40, συνειδητοποιούσαν πως μόνο με την υποστήριξη του αγροτικού πληθυσμού θα μπορούσαν να αντισταθούν στις κατασταλτικές δυνάμεις. Ετσι είχαν ανάγκη από μια «κοινωνική επανάσταση», αλλά μαζί με την πολωνική αριστοκρατία. Γι’ αυτό θα έπρεπε να καταργηθούν οι «δουλικές δουλειές» και έτσι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ενός κοινού μετώπου ενάντια στους ξένους καταπιεστές. Πόσο φρίκιασαν όμως οι εξεγερτικοί όταν το ’46 οι αγρότες, προκειμένου να αγωνιστούν ενάντια στους Αυστριακούς, στράφηκαν κατά των Πολωνών και έπνιξαν την εξέγερση με τον πιο σκληρό τρόπο στο αίμα της πολωνικής αριστοκρατίας! Οι τελείως απογοητευμένοι Πολωνοί εξηγούσαν αυτή τη φοβερή καταστροφή με την ύπουλη πολιτική του Μέττερνιχ, ο οποίος θεωρείτο ότι ωθούσε τους αμόρφωτους αγρότες εναντίον τους. Ετσι δημιουργήθηκε ο μύθος των από τον Μέττερνιχ παραπλανημένων και εξαγορασμένων αγροτών που πρόδωσαν την ελευθερία της Πολωνίας στον εχθρό για λόγους καθαρής άγνοιας και φιλαργυρίας...
Στην πραγματικότητα όμως, όπως διευκρινίζει ο Ροσντόλσκι, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά: Οι Πολωνοί αριστοκράτες επαναστάτες «παρέβλεπαν το γεγονός ότι οι αγρότες έτρεφαν από αιώνες συσσωρευμένο μίσος ενάντια στην αριστοκρατία και ότι -ιδιαίτερα αφού η Μαρία Θηρεσία και ο Ιωσήφ Β’ τους είχαν επιτρέψει το δικαίωμα παραπόνων και προσφυγής στα δικαστήρια ενάντια στους γαιοκτήμονες- έβρισκαν συχνότατα αποδείξεις εξαπατήσεων, πλαστογράφησης ντοκουμέντων κλπ. Μόνο μια μακροπρόθεσμη και αφοσιωμένη δουλειά διαφωτισμού, μόνο μια έξυπνη και θαρραλέα προπαγάνδα ίσως να μπορούσε να γκρεμίσει το τείχος του μίσους και της δυσπιστίας που χώριζε τις μάζες των αγροτών και την αριστοκρατική δημοκρατία και να γεφυρώσει το χάσμα των εχθρικών στοιχείων. (...) Τί όμως μπορούσε να κατορθώσει μια προπαγάνδα που ήθελε να πείσει τους αγρότες ότι δεν ήταν οι γαιοκτήμονες που ήταν υπεύθυνοι για τη μιζέρια τους, ...αλλά η αυστριακή κυβέρνηση, που εμπόδιζε τους γαιοκτήμονες να παραιτηθούν από την καταπίεση των υπηκόων τους και να τους απελευθερώσουν;» (σελ. 54).
Ο μύθος από πολωνικής πλευράς συνεχίζεται ενώπιον του ευρωπαϊκού κοινού ως εξής: «Οπως παντού στην Ευρώπη, έτσι και στην Πολωνία υπάρχουν διάφορες διάλεκτοι και θρησκεύματα, π.χ. οι Ρουθήνοι, που μιλάνε μεν κάποια διάλεκτο της πολωνικής γλώσσας και ανήκουν σε άλλη εκκλησία αλλά που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά το ίδιο Πολωνοί όπως και εμείς. Μόνο ο μεγάλος δημαγωγός Μέττερνιχ επινόησε μια ανύπαρκτη, τεχνιτή ‘‘ρουθηνική εθνότητα’’ ακολουθώντας την πολιτική του ‘‘διαίρει και βασίλευε’’.» (σελ. 56). Ο Ένγκελς γράφει το 1849: Το πόσο πετυχημένα ο Μέττερνιχ «έβαζε τον ένα λαό να κυνηγάει τον άλλο, το αποδεικνύουν οι σκηνές αιματοχυσίας της Γαλικίας, όπου ο Μέττερνιχ κατέστειλε το δημοκρατικό πολωνικό κίνημα, που επιχειρήθηκε προς όφελος των αγροτών μέσω των ίδιων των θρησκευτικά και εθνικά φανατισμένων Ρουθήνων αγροτών. (...) Για να πνίξει το επαναστατικό πνεύμα των Πολωνών, ήδη ο Μέττερνιχ έκανε έκκληση στους Ρουθήνους, δηλαδή σε μια φυλή που διαφέρει στη διάλεκτο και ιδιαίτερα στο ελληνικό θρήσκευμα από τους Πολωνούς. Οι Ρουθήνοι ανήκουν από ανέκαθεν στην Πολωνία και έμαθαν μόνο από τον Μέττερνιχ πως οι Πολωνοί είναι καταπιεστές τους. Σαν να μην καταπιέζονταν στην παλιά Πολωνία τόσο οι ίδιοι οι Πολωνοί όσο και οι Ρουθήνοι, σαν να μην ήταν ο κοινός τους καταπιεστής ο Μέττερνιχ επί αυστριακής κυριαρχίας».
Ο Ροσντόλσκι σχολιάζει: «Βλέπουμε: ο Ένγκελς παίρνει στα σοβαρά το μύθο των Πολωνών αριστοκρατών. Θεωρεί τους Ρουθήνους ‘‘πολωνική φυλή’’, ο Μέττερνιχ όμως παρουσιάζεται σαν διπλός μάγος που καταφέρνει να δημιουργήσει κατ’ ευχήν από το τίποτα όχι μόνο κοινωνικές εξεγέρσεις αλλά και ολόκληρα εθνικά κινήματα (...). Το γεγονός ότι ο Μέττερνιχ υπήρξε ‘‘κοινός καταπιεστής’’ των Πολωνών και των Ρουθήνων δεν εμποδίζει στο ελάχιστο την πολωνική αριστοκρατία να καταπιέζει τους Ρουθήνους για τα δικά της συμφέροντα» (σελ. 56-57).
Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλικία
Η ίδια η NRZ αναφέρει τις αληθινές αιτίες της σύρραξης στη Γαλικία δημοσιεύοντας τον Αύγουστο του ’48 μια ομιλία του Ρουθήνου βουλευτή των αγροτών, ονόματι Καπούτσακ, στο Ράιχσταγκ της Βιέννης. Ο Καπούτσακ μιλάει για την απαίτηση αποζημίωσης για τα φεουδαρχικά εισοδήματα που πρόκειται να καταργηθούν: «‘‘Αντί να αποζημιωθούν οι γαιοκτήμονες, αυτοί οι ίδιοι οφείλουν να αποζημιώσουν τους αγρότες. Οι αγρότες της Γαλικίας δούλευαν 300 μέρες αντί για 100, διότι ο γαιοκτήμονας υπολόγιζε 3 μέρες για μια. Ποιός λοιπόν πρέπει να αποζημιωθεί; Ο αγρότης έπρεπε να δουλεύει όλη τη βδομάδα, την Κυριακή τον πετούσαν στο στάβλο και τον έβαζαν στη δουλειά με τα ρόπαλα και όταν ζητούσε επιείκια για τα ζώα έλξης του, του έλεγαν: ‘εσένα ζέψε και τη γυναίκα σου!’ Οταν οι ίδιοι αυτοί οι κύριοι γαιοκτήμονες τώρα δηλώνουν ότι θα μας χάριζαν το ‘ρομπότ’, τί πρέπει τότε να αποζημιωθεί;’’. (Εδώ ο Κάπουτσακ πέτυχε εύστοχη διατύπωση, [παρατήρηση του Ροσντόλσκι]). ‘‘Ο αγρότης δεν οφείλει να ευχαριστήσει για το δώρο διότι δόθηκε μόνο τον Απρίλη όταν οι ευγενείς Γερμανοί αδελφοί απαιτούσαν τα δικά μας δικαιώματα. Πρέπει να ευχαριστήσουμε τους Γερμανούς μας αδελφούς και τον ευγενή αυτοκράτορα’’. (Χειροκροτήματα στο κέντρο, αποδοκιμασίες από την αριστερά). ‘‘Μας θεωρούσαν σκλάβους, έπρεπε να σταματάμε 30 βήματα μπροστά από το σπίτι του γαιοκτήμονα. Επρεπε να πάμε στον Εβραίο όταν θέλαμε να μιλήσουμε στο γαιοκτήμονα επειδή δεν έπρεπε να μπούμε στο σπίτι του. ‘Ο αγρότης βρωμάει’ έλεγαν. (...) Και εμείς οφείλουμε να αποζημιώσουμε; Μάλιστα το μαστίγιο που έγδερνε το εξαντλημένο κορμί μας, μπορούμε να το εγκαταλείψουμε’’» (σελ. 66-67).
Ενδιαφέρουσες σίγουρα οι αποδοκιμασίες από την αριστερά. Ο Ροσντόλσκι γράφει: «Η αριστερά του Ράιχσταγκ ήταν μια αστική αριστερά που έπρεπε να παίρνει υπόψη τα ταξικά συμφέροντα των Πολωνών αριστοκρατών συμμάχων της και η οποία είχε βαθύτατο σεβασμό για το ‘‘ζήτημα της ιδιοκτησίας’’, αν και επρόκειτο μόνο -όπως σ’ αυτή την περίπτωση- για φεουδαρχική ιδιοκτησία... Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.
Στη συνέχεια οι αγρότες βουλευτές της Γαλικίας δεν ήταν τόσο αντιδραστικοί, όπως τους θεωρούσαν οι αστοί δημοκράτες. Αλλά και οι Γάλλοι αγρότες ήταν στην πλειοψηφία ακόμα μοναρχικοί -και όμως έγιναν πιστοί υποστηρικτές της δημοκρατίας λίγο πιο αργά. Αν το ίδιο δεν συνέβη στην αυστριακή επανάσταση του ’48-’49, τότε φαίνεται ότι δεν έφταιγαν οι αγρότες, αλλά η ίδια η επανάσταση η οποία δίσταζε και φοβόταν τα κοινωνικά προβλήματα. Ηταν ανίκανη να επιλύσει το αγροτικό ζήτημα ή να υπερβεί το πλαίσιο που είχαν θέσει οι ουσιώδεις αστικές ανάγκες, έτσι ώστε το αγροτικό κίνημα δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ελεύθερα (...).
Ούτε η ακρα αριστερά της οποίας πνευματικός καθοδηγητής υπήρξε η NRZ, δε μπορούσε να υπολογίσει την τεράστια σημασία του αγροτικού ζητήματος στην Αυστρία, δηλαδή τις εξαιρετικές ευκαιρίες που πρόσφερε στην επανάσταση, ούτε τους φοβερούς κινδύνους με τους οποίους την απειλούσε. Ψάχνει κανείς μάταια για μια ανάλυση των αυστριακών αγροτικών προβλημάτων, για ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα γύρω από το αυστριακό αγροτικό ζήτημα, ή τουλάχιστον για ένα βασικό άρθρο ή για ενημερώσεις που να ασχολούνται με αυτό το θέμα. Ούτε ο επίμονος καυγάς που λάμβανε χώρα εξαιτίας των φεουδαρχικών φόρων δεν προκάλεσε τη NRZ να υιοθετήσει κάποια στάση. Περιοριζόταν στο ρόλο ενός καθαρού ανταποκριτή» (σελ. 67-69). Σχετικά μ’ αυτό το θέμα όμως άσκησε αυτοκριτική ο Ένγκελς, που έγραψε το 1853: «Οσον αφορά τις πολωνικές επαρχίες εντεύθεν των ποταμών Δβίνα και Δνείπερου, δε θέλω να ακούσω τίποτα πια αφού έμαθα ότι όλοι οι αγρότες εκεί είναι Ουκρανοί ενώ ο πολωνικός πληθυσμός αποτελείται μόνο από αριστοκράτες και εν μέρει από αστούς και ότι η αποκατάσταση της Πολωνίας θα σήμαινε τόσο για τους αγρότες εκεί όσο και στη Ρουθηνική Γαλικία του ’46 την παλινόρθωση της προηγούμενης αριστοκρατικής κυριαρχίας με όλη την εξουσία της» (σελ. 73).
Η θεωρία των «αντιδραστικών λαών χωρίς ιστορία»
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη μεταγενέστερη μαρξιστική έρευνα αποτελούσε η αντίληψη του Ένγκελς για τους «επαναστατικούς» και «αντεπαναστατικούς» λαούς. Το ’49 έγραφε: «Οι λεγόμενοι δημοκράτες πανσλαβιστές βρίσκονταν σε δίλημμα: είτε εγκατάλειψη της επανάστασης και τουλάχιστον σωτηρία της εθνικότητας μέσω της μοναρχίας είτε εγκατάλειψη της εθνικότητας και σωτηρία της επανάστασης μέσω της αποσύνθεσης της μοναρχίας. Τότε η μοίρα της ανατολικοευρωπαϊκής επανάστασης εξαρτήθηκε από τη στάση των Τσέχων και των Γιουγκοσλάβων. Δεν θα ξεχάσουμε ότι την αποφασιστική στιγμή πρόδωσαν την επανάσταση στην Πετρούπολη και στην Ολμιτς για λόγους άθλιων εθνικών ελπίδων (...) Μια μέρα θα εκδικηθούμε τους Σλάβους αιματηρά γι’ αυτή τη δειλή αισχρή προδοσία (...). Ο γενικός πόλεμος που θα ξεσπάσει τότε, θα καταστρέψει αυτή την ειδική σλαβική ομοσπονδία και θα εκμηδενίσει όλα αυτά τα πείσμονα έθνη μέχρι το όνομά τους. Ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος θα εξαφανίσει όχι μόνο τις αντιδραστικές τάξεις και δυναστείες, αλλά και ολόκληρους αντιδραστικούς λαούς από τη γη» (σελ. 77).
Αυτά τα λόγια δεν εννοούσαν τη φυσική εξόντωση των λαών -τέτοιες βάρβαρες ιδιότητες ανήκουν στην ευρωπαϊκή ιστορία του 20 αιώνα-, αλλά τον εκγερμανισμό, εξουγγρισμό και εκπολωνισμό των άλλων σλάβικων εθνοτήτων. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ακόμα αυτή η ιδέα πρέπει να χαρακτηριστεί σαν μη μαρξιστική.
Το «λάθος» του Ένγκελς μπορεί να κατανοηθεί αφενός μόνο από τα συγκεκριμένα αντικειμενικά προβλήματα της επανάστασης του ’48 και αφετέρου από τις ιδεολογικές συνθήκες της εποχής. Ο Ένγκελς αναφέρεται στον όρο «ιστορική αναγκαιότητα» που κατάγεται από τον Χέγκελ. Ο Ένγκελς νόμιζε ότι η άνοδος και η ιστορική θέση των Αψβούργων ήταν αναγκαία για ουσιαστικά τρεις λόγους: για τον αγώνα ενάντια στους Σλάβους, για την άμυνα της Ευρώπης απέναντι στην Τούρκικη απειλή και για την εγκαθίδρυση ενός κεντρικού κράτους στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη το οποίο θα συνέβαλλε στον εκπολιτισμό των λαών της περιοχής. Έτσι ο Ένγκελς βγάζει το συμπέρασμα ότι τα «εγκλήματα» των Γερμανών συνεπάγονται στην πραγματικότητα την απαλλαγή των Σλάβων από την προηγούμενη βαρβαρότητα, τη σωτηρία από τους Τούρκους και τη σύνδεσή τους με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό (σελ. 102).
Είναι φανερό ότι ο Ένγκελς χρησιμοποιούσε αρκετά αδίσταχτα τα επιχειρήματα των «πολιτισμένων» εθνών κατά των υπανάπτυκτων «βαρβάρων». Κατηγορεί εξάλλου τους Τσέχους και τους Κροάτες για την πτώση της Βιέννης τον Οκτώβρη του ’48 και την καταστολή της Ιταλίας, διότι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του αυτοκρατορικού στρατού. Ο Ένγκελς όμως ξέχασε την ηγεσία του στρατού! Κατά τα άλλα είναι γεγονός ότι τόσο το Ράιχσταγκ της Βιέννης όσο και τα επαναστατικά(;) κοινοβούλια της Φρανκφούρτης και της Βουδαπέστης ενέκριναν ρητά τον πόλεμο της μοναρχίας στην Ιταλία! Όσον αφορά την πτώση της Βιέννης, είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι δημοκράτες υπερασπιστές της αρνήθηκαν να καλέσουν για βοήθεια τον αγροτικό πληθυσμό προφανώς από ταξικό φόβο. Έτσι τα εσωτερικά συγκρουόμενα συμφέροντα ήταν που προξένησαν την ήττα της επανάστασης.
Ο Ένγκελς καταλήγει σε μια θεωρία των «λαών χωρίς ιστορία». Ισχυρίζεται ότι είχαν σταδιακά πεθάνει και είχαν την τάση προς αντιδραστική συμπεριφορά (όπως Βρετόνοι, Βάσκοι, Κέλτες, Γιουγκοσλάβοι κλπ.) και επιμένει στην αντιπάθειά του για τα «συντρίμμια των εθνοτήτων» μέχρι το τέλος της ζωής του (1890) (σελ. 127).
Οι αιτίες για τα λάθη του Ένγκελς
Η θεωρία των «λαών χωρίς ιστορία» αποτελεί στ’ αλήθεια κληρονομιά της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του Χέγκελ και δεν έχει στην ουσία καμιά σχέση με την αντίληψη του ιστορικού υλισμού, δηλαδή του μαρξισμού. Ο Χέγκελ ερμήνευσε την παγκόσμια ιστορία ως «διαλεκτική ιδιαίτερων πνευμάτων των λαών», των οποίων το καθένα μπορεί να αποδίδει μόνο ένα βήμα και μια μεγάλη πράξη στην ιστορία. Αυτή χαρακτηρίζεται από τη διαδικασία της πραγματοποίησης του λόγου. Δεν είναι όλοι οι λαοί ικανοί να συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία, αλλά μόνο όσοι μπορούν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κράτος με το οποίο να μπορούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους εσωτερικά και εξωτερικά. Μόνο τέτοιοι λαοί είναι φορείς της ιστορικής προόδου, π.χ. αρχαίοι Αθηναίοι, Ρωμαίοι, Γερμανοί, Γάλλοι και Άγγλοι. Λαοί όμως που δεν είχαν τα δικά τους κράτη ή είχαν την ατυχία να τα χάσουν, δεν είχαν «ιστορία» με την πλήρη έννοια του όρου και άρα η μοίρα τους είναι να υποταχτούν και τελικά να απορροφηθούν από άλλους λαούς.
Ειδικά σχετικά με τους Σλάβους παρατηρεί ο Χέγκελ: «Τα σλαβικά έθνη ήταν αγροτικά. Αυτές οι συνθήκες συνεπιφέρουν τη σχέση ανάμεσα σε κύριους και δούλους. Η επίδραση της φύσης επικρατεί στην αγρονομία, οι δραστηριότητες του ανθρώπου δεν είναι καθοριστικές. Έτσι οι Σλάβοι ανέπτυξαν πιο αργά και πιο δύσκολα τη βασική αίσθηση της ανεξάρτητης υπόστασής τους, τη συνείδηση του γενικού όρου, δηλαδή αυτό που ονομάσαμε κρατική εξουσία, και δεν πήραν μέρος στον ανατέλλοντα ήλιο της αναμόρφωσης».2
Ο Ροσντόλσκι σχολιάζει: «Είναι βέβαια πολύ εύκολο να απορρίψουμε σήμερα αυτή τη θεωρία (για την παγκόσμια ιστορία). Ας μη ξεχνάμε όμως ότι παρά τη μεταφυσική αυθαιρεσία αποτελούσε την πρώτη προσπάθεια να ξεπεραστεί πνευματικά το φαινομενικό χάος των ιστορικών γεγονότων και να καταλάβει κανείς την ιστορία της ανθρωπότητας σαν λογική και νομοτελειακή διαδικασία εξέλιξης. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο αυτή η θεωρία μπορούσε να γοητεύσει τους μαθητές και τους σύγχρονους του Χέγκελ» (σελ. 123).
Ο πραγματικός λόγος που ο Ένγκελς αναφέρθηκε σε τέτοιες ιδεαλιστικές απόψεις είναι το αντικειμενικό δίλημμα της αριστεράς στην επανάσταση του ’48. Έτσι όπως ήταν τα πράγματα τότε, μόνο η συμμαχία της γερμανικής αστικής τάξης και της πολωνικής και ούγγρικης αριστοκρατίας μπορούσε να νικήσει. Η προοπτική αυτής της νίκης ήταν μια ιστορική σύρραξη με την τσαρική Ρωσία, δηλαδή την κύρια δύναμη της ευρωπαϊκής αντίδρασης που δεν είχε επηρεαστεί σοβαρά από επαναστατικές ταραχές. Η εθνική καταπίεση των σλάβικων εθνοτήτων της Αυστρίας, οι οποίες φαινομενικά έπρεπε να πάρουν το μέρος της Ρωσίας, ήταν γι’ αυτό το λόγο ιστορική ανάγκη. «Σ’ αυτή την κατάσταση ήταν φυσική η αναφορά της αριστεράς στη θεωρία των ‘‘ιστορικών’’ και ‘‘μη ιστορικών’’ λαών.
Καταφεύγοντας σε ιστορικές μυθολογίες μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες αυταπάτες που να σκεπάσουν τις αντικειμενικές δυσκολίες της ίδιας της επανάστασης» (σελ. 124).
Όπως κιόλας αναφέρθηκε, πίσω από τη λανθασμένη αντίληψη των εθνικών αγώνων του ’48-’49, κρύβεται η έλλειψη κατανόησης των κοινωνικών αντιθέσεων που αποτελούσαν τη βάση των συρράξεων. Τίθεται το ερώτημα ποιες συνθήκες κατέστησαν δυνατή την αφύσικη συμμαχία της φεουδαρχικής-αυτοκρατορικής αντίδρασης με τις μάζες των αγροτών. Είναι χαρακτηριστικό ακόμα πως οι περισσότεροι αναλυτές της Β΄ Διεθνούς ήταν ανίκανοι να καταλάβουν το πρόβλημα από την ταξική του πλευρά, δηλαδή ειδικά την αποφασιστική σημασία του αγροτικού ζητήματος.
Κατά τον Ροσντόλσκι μόνο η Ρόζα Λούξεμπουργκ προσπάθησε να εξηγήσει το θέμα από την ταξική του σκοπιά. Θεώρησε την «πανσλαβιστική αντεπανάσταση των Αυστριακών Γιουγκοσλάβων το ’48 σαν έκφραση της αντίστασης συντηρητικών αγροτικών χωρών που βρίσκονται ακόμα στην οικονομία της φύσης ενάντια στη συντριπτική προέλαση του καπιταλισμού.» Αν και δεν πρέπει ν’ αρνηθεί κανείς τελείως αυτή την αντίληψη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η συμπεριφορά των αγροτών αντανακλούσε περισσότερο την τρομερή εχθρότητα απέναντι στους γαιοκτήμονες και στις φεουδαρχικές συνθήκες. Γι’ αυτούς τους αγρότες η βασική διεκδίκηση ήταν ο μετασχηματισμός της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας σε μικρή αστική ιδιοκτησία.
«Έτσι οι αγρότες αποτέλεσαν ένα υπανάπτυκτο μεν, επαναστατικό δε στοιχείο. Και το γεγονός ότι έγιναν ωστόσο το πιο σίγουρο στήριγμα των αντιδραστικών δυνάμεων οφείλεται στο ότι -πολύ διαφορετικά από τη γαλλική επανάσταση του 1879- δεν υπήρχε καμιά κοινωνική τάξη στην αυστριακή επανάσταση του ’48-’49 που να είναι πρόθυμη και ικανή να μπει επικεφαλής των αγροτικών μαζών και να επιβάλει μια πράγματι ριζική λύση του αγροτικού προβλήματος. Αυτό φυσικά δεν μπορούσε κανείς να το περιμένει από την ουγγρική και πολωνική αριστοκρατία. Η ουτοπία της πολιτικής της NRZ σχετικά με την Ουγγαρία και την Πολωνία συνίσταται σ’ αυτές ακριβώς τις ελπίδες! Αλλά και ‘‘η μίζερη γερμανική μεσαία τάξη’’ (Μαρξ) της Αυστρίας αποδείχτηκε τρομερά αδύναμη και με περιορισμένη αντίληψη! Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πως η αυστριακή αντεπανάσταση μπόρεσε να δρέψει τους καρπούς της λεγόμενης απελευθέρωσης των αγροτών για τον εαυτό της, χτυπώντας συντριπτικά τόσο τη γερμανική αστική τάξη όσο και τους συμμάχους της, δηλαδή την ουγγρική και πολωνική μικρή και μεσαία αριστοκρατία! (...) Απ’ αυτή την άποψη φαίνεται διαφορετικό το θέμα των μη ‘‘ιστορικών εθνοτήτων’’ και του ρόλου τους μέσα στην επανάσταση. Αφενός η δημοκρατία των επαναστατικών λαών δεν ήταν σε θέση να κερδίσει τις μάζες των αγροτών για τον εαυτό της, αφετέρου οι ίδιοι οι ‘‘μη ιστορικοί’’ λαοί δεν ήταν ικανοί να παίξουν ανεξάρτητο ρόλο στην επανάσταση εξαιτίας των καθυστερημένων ταξικών σχέσεων. Έτσι έπρεπε να γίνουν αναπόφευκτα όργανα της αντίδρασης. Ήταν λοιπόν, ‘‘αναγκαία αντιδραστικοί’’ αν και όχι με την έννοια του Ένγκελς» (σελ. 143-144). Υπήρχε μια αντίθεση ανάμεσα στην τεράστια επαναστατική ενεργητικότητα που ενυπήρχε στις μάζες των Σλάβων αγροτών και στον πραγματικά αντιδραστικό ρόλο τους στη συγκεκριμένη κατάσταση.
Ούτε η NRZ δεν μπόρεσε να κρίνει αυτό το πρόβλημα με τον κατάλληλο τρόπο. Έτσι φαίνεται να επιβεβαιώνεται η αντίληψη του Μπακούνιν, ο οποίος θεώρησε αποφασιστικό λάθος των Γερμανών επαναστατών την υποτίμηση του αγροτικού ζητήματος.
Ο «δημοκρατικός πανσλαβισμός» του Μπακούνιν
Ο Μπακούνιν έκανε την προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις σλάβικες εθνότητες και στην επανάσταση και έγραψε την «Διακήρυξη προς τους Σλάβους» (1848). Παρουσιάζεται σαν παθιασμένος επαναστάτης: «Το πρώτο σήμα της επανάστασης κιόλας ήταν μια κραυγή μίσους ενάντια στην παλιά κατασταλτική πολιτική, μια κραυγή συμπάθειας και αγάπης για όλες τις καταπιεσμένες εθνότητες. Οι λαοί υποταγμένοι τόσο χρόνο στους δεσμούς της υποκριτικής και προδοτικής διπλωματίας, νιώσαν επιτέλους ντροπή. (...) Και για πρώτη φορά απαιτούσαν πράγματι σαν με ένα στόμα την ελευθερία για όλους τους ανθρώπους, όλους τους λαούς, την αληθινή και ολόκληρη, την ελευθερία χωρίς προφύλαξη, χωρίς εξαίρεση, χωρίς εμπόδιο. ‘‘Κάτω οι καταπιεστές’’ ηχούσε από ένα στόμα, ‘‘ζήτω οι καταπιεσμένοι, οι Πολωνοί, οι Ιταλοί και όλοι’’. (...) Τα κόκκινα χαράματα των λαών... ανέτειλαν. (...) Η επανάσταση κήρυξε με βάση τη δική της εξουσία τη διάλυση των κρατών, των δεσποτών: Τη διάλυση της πρώσικης αυτοκρατορίας (...), της τούρκικης αυτοκρατορίας, τη διάλυση τελικά της τελευταίας ελπίδας των δεσποτών (...), της ρώσικης αυτοκρατορίας, έτσι ώστε τα τρία σκλαβωμένα απ’ αυτήν έθνη, δηλαδή Μεγαλορώσοι, Μικρορώσοι (Ουκρανοί) και Πολωνοί, απελευθερωμένοι να φτιάξουν μια νέα ομοσπονδία και με τα άλλα σλαβικά έθνη. Διαλυμένα, επαναστατημένα και αναδιαρθρωμένα όλα τα κράτη της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης, με ελεύθερη την Ιταλία και με τελικό στόχο όλων αυτών τη γενική ομοσπονδία των ευρωπαϊκών δημοκρατιών» (σελ. 145-146).
Αυτό το κείμενο όμως δέχτηκε την επίθεση του Ένγκελς: «Μάθαμε από οδυνηρές εμπειρίες ότι η ευρωπαϊκή συναδέλφωση δεν θα επιτευχθεί από καθαρές φράσεις και ευσεβείς πόθους, αλλά μόνο από ριζικές επαναστάσεις και αιματηρές μάχες. Μάθαμε ότι δεν πρόκειται για συναδέλφωση όλων των ευρωπαϊκών λαών κάτω από μία δημοκρατική σημαία αλλά για τη συμμαχία των επαναστατικών λαών ενάντια στους αντεπαναστατικούς, η οποία δεν θα δημιουργηθεί στο χαρτί, αλλά μόνο στο πεδίο της μάχης. (...) Τα πραγματικά εμπόδια μιας τέτοιας γενικής απελευθέρωσης, τα πολύ διαφορετικά επίπεδα του πολιτισμού και οι γι’ αυτό διαφορετικές πολιτικές ανάγκες των λαών δεν αναφέρονται. Η λέξη ‘‘ελευθερία’’ τα αντικαθιστά όλα. Η πραγματικότητα δεν αναφέρεται καθόλου ή, αν λαμβάνεται υπόψη, περιγράφεται σαν κάτι τελείως αποδοκιμαστέο, σαν κάτι που έχει διαμορφωθεί από ‘‘συνέδρια δεσποτών’’ και από ‘‘διπλωμάτες’’. Αυτήν την κακή πραγματικότητα την αντιμετωπίζει η δήθεν θέληση του λαού με την κατηγορική προσταγή, η απόλυτη απαίτηση της ελευθερίας ανεξάρτητα απ’ όλα τ’ άλλα. (...) ‘‘Δικαιοσύνη’’, ‘‘ανθρωπιά’’, ‘‘ελευθερία’’, ‘‘ισότητα’’, ‘‘αδελφοσύνη’’, ‘‘ανεξαρτησία’’, μέχρι τώρα δεν βρήκαμε τίποτ’ άλλο σ’ αυτό το πανσλαβιστικό μανιφέστο παρά αυτές τις ηθικές κατηγορίες που ηχούν μεν πολύ ωραία, δεν αποδεικνύουν όμως τίποτα σε ιστορικά και πολιτικά θέματα» (σελ. 146).
Η αντίληψη του Ένγκελς είναι ασφαλώς πιο βαθιά. Δεν είναι η πραγματικότητα που συμμορφώνεται με τις «αιώνιες αρχές», αλλά, ανάποδα, οι αρχές δικαιώνονται μόνο αν ριζώνουν στην πραγματικότητα, στις υλικές συνθήκες ζωής. Και όμως, όπως διευκρινίζει ο Ροσντόλσκι, οι ιδέες του Μπακούνιν περιέχουν κάτι αληθινό: «Ήταν ένα όραμα, ένα μεγαλοφυές προαίσθημα της ιστορικής εξέλιξης που οδήγησε αργότερα τους σλάβικους λαούς σε νέα ζωή, σε ανεξάρτητη ύπαρξη! Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, σ’ αυτό το μεγάλο και αμφισβητούμενο ζήτημα είχε δίκιο ο πολιτικός ρομαντικός Μπακούνιν ενάντια στον πολιτικό ρεαλιστή Ένγκελς -όχι χάρη στην, αλλά παρά την, λανθασμένη μεθοδολογία» (σελ. 148).
Τα αντιφατικά χαρακτηριστικά του πανσλαβισμού
Για τον Ένγκελς όλες οι επιδιώξεις του πανσλαβισμού υπήρξαν «εκ των προτέρων αντιδραστικές», διότι ήταν στραμμένες ενάντια στα επαναστατικά στοιχεία της Αυστρίας και στους συμμάχους τους. Πολλές φορές υπογράμμιζε πως τα πραγματικά συμφέροντα των σλαβικών εθνοτήτων δεν ήταν ενιαία εξαιτίας των διαφορετικών επιπέδων πολιτισμού. Βγάζει το συμπέρασμα ότι «η πανσλαβιστική ενότητα αποτελεί είτε καθαρή φαντασιοπληξία είτε ακόμα και ρώσικο κνούτο» (σελ. 151). Θεωρούσε ότι αυτοί οι λαοί δεν ήταν ικανοί για δική τους κρατική υπόσταση και στηρίζονταν μόνο στη βοήθεια του τσαρισμού.
Κατά την κρίση του Ροσντόλσκι, ο Ένγκελς δεν ήθελε να καταλάβει πως «τόσο στην Αυστρία όσο και στην Τουρκία η πανσλαβιστική ιδεολογία αποτελούσε κυρίως ένα από τα πολλά φαινόμενα του εθνικού αμυντικού αγώνα αυτών των εθνοτήτων ενάντια στα κατασταλτικά κράτη». Παρόλα αυτά όμως, δικαιώνονται ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Τα «παλιά πολιτιστικά έθνη», δηλαδή οι Γερμανοί, οι Ούγγροι και οι Πολωνοί, όσο και αν είχαν συμβάλει με το σωβινισμό τους στη φιλοαυστριακή στάση των Σλάβων, έπαιξαν γενικά έναν επαναστατικό ρόλο το ’48-’49, ενώ ο αγώνας των Σλάβων ωφελούσε την αντεπανάσταση. Για έναν απλούστατο λόγο: κάθε επαναστατική κρίση αναγκάζει τους συμμετέχοντες να πάρουν θέση υπέρ ή κατά της επανάστασης. Οι Σλάβοι της Ουγγαρίας π.χ. μπορούσαν να αγωνιστούν είτε με τους Ούγγρους της κυβέρνησης Κόσουτ ενάντια στην αυστριακή αυτοκρατορία είτε στην πλευρά της Αυστρίας ενάντια στους Ούγγρους κατά τη διάρκεια των αποφασιστικών συρράξεων. Δεν υπήρχε τρίτος δρόμος και αφού τα μικροαστικά σλαβικά κόμματα δεν οδηγούνταν από τον Μπακούνιν αλλά από συντηρητικούς σαν τον Παλάτσκι, αποδείχθηκαν -αν και πολλές φορές ενάντια στη θέλησή τους- όργανα της αντεπανάστασης, νεκροθάφτες όχι μόνο της ουγγρικής και γερμανικής, αλλά τελικά και της δικής τους ελευθερίας (σελ. 154-155). Έτσι είχε δίκιο ο Ένγκελς που επεσήμανε απαντώντας στον Μπακούνιν: «Απαιτούν από μας και από τα υπόλοιπα επαναστατικά έθνη της Ευρώπης να εγγυηθούμε την ανεμπόδιστη υπόσταση και το ελεύθερο δικαίωμα συνωμοσίας στις ορδές της αντεπανάστασης. (...) Ούτε που μας περνάει από το μυαλό» (σελ. 108). Τελικά και ο Μπακούνιν συμφωνούσε με αυτή την άποψη.
Απ’ την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανένας να αρνηθεί ότι μια σύνδεση με τους Γερμανούς και τους Ούγγρους έπρεπε να φανεί στους Σλάβους σαν ένα είδος αυτοκτονίας. Η απαίτηση να θυσιάσουν τον εαυτό τους για την επανάσταση δεν ήταν ρεαλιστική, ιδιαίτερα αφού ήξεραν ότι οι αντιπρόσωποι των «ιστορικών εθνών» δεν έδειχναν την ελάχιστη προθυμία να εγκαταλείψουν την αδιάλλακτη στάση τους απέναντι στους Σλάβους. Αυτοί χρησιμοποιούσαν τον πανσλαβισμό σαν ιδεολογικό όπλο στον αγώνα ενάντια στον πραγματικό «πανγερμανισμό» και τον «πανουγγρισμό».
Το όραμα του Μπακούνιν
για τη ρώσικη αγροτική επανάσταση
«Αν βασίζεσαι στην αδράνεια των μαζών, τότε χτίζεις στην άμμο, τυφλωμένε τσάρε! Η εξέγερση των αγροτών στη Γαλικία είναι μεν άσχημη γιατί, υποστηριζόμενη και τροφοδοτούμενη από σένα, στρέφεται ενάντια στους αριστοκράτες που εμπνέονται από τη δημοκρατία και την ελευθερία! Έχει όμως στα σπλάχνα της το σπέρμα μιας νέας απροσδόκητης δύναμης, μια ηφαιστειακή φωτιά, το ξέσπασμα της οποίας θα θάψει τα πολυδιαβασμένα όργανα της διπλωματίας και της κυριαρχίας σου κάτω από τεράστιες μάζες λάβας και θα σκεπάσει τη δύναμή σου, τυφλωμένε τσάρε, και θα την εκμηδενίσει σε μια στιγμή. Μια εξέγερση των αγροτών στη Γαλικία δεν είναι τίποτα, όμως η φωτιά της εξακολουθεί να εξαπλώνεται στην υπόγεια εστία και αρχίζει να ξεσκίζει πελώριους κρατήρες στις μάζες των αγροτών της γιγαντιαίας ρώσικης αυτοκρατορίας. Αυτή είναι η δημοκρατία της Ρωσίας που οι ανερχόμενες φλόγες της θα τυλίξουν την αυτοκρατορία και θα φωτίσουν με αιματηρές ακτίνες όλη την Ευρώπη. Θαύματα της επανάστασης θα ανέβουν από τα βάθη αυτού του ωκεανού φωτιάς, η Ρωσία είναι ο στόχος και η ανώτατη δύναμή της επανάστασης που θα αναπτυχθεί εκεί και θα επιτύχει την ολοκλήρωσή της εκεί. (...) Η σκλαβιά των μέχρι τώρα ενωμένων κάτω από το ρώσικο σκήπτρο όλων των άλλων σλάβικων λαών θα σπάσει στη Μόσχα και ταυτόχρονα όλη η ευρωπαϊκή σκλαβιά θα ταφεί για πάντα κάτω από τα δικά της συντρίμμια (...). Στη Μόσχα θα ανατείλει από μια θάλασσα αίματος και φωτιάς και θα λάμψει ψηλά το αστέρι της επανάστασης και θα γίνει ο οδηγός για τη σωτηρία ολόκληρης της απελευθερωμένης ανθρωπότητας» (σελ. 161).
Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει το προαίσθημά του για τη ρώσικη επανάσταση ο Μπακούνιν το 1848. Όλες οι σκέψεις και οι δραστηριότητές του ήταν εμπνευσμένες από τη ρώσικη επανάσταση που τη λαχταρούσε τόσο πολύ. Αν και πρόκειται προφανώς μόνο για όραμα, αντανακλά καθαρά την άνοδο της μελλοντικής πληβειακής επανάστασης, αντίθετα με την αδύναμη αστική γερμανική επανάσταση που άρχιζε να παρακμάζει.
Ο Μπακούνιν γράφει στην «Εξομολόγησή» του για τα σχέδιά του αναφορικά με την τσέχικη επανάσταση του ’49: «Ήθελα να αξιοποιήσω το ευνοϊκό περιστατικό ότι ολόκληρη η αριστοκρατία και γενικά όλη η άρχουσα τάξη της Βοημίας αποτελείτο από Γερμανούς, για να κυνηγήσω την αριστοκρατία και τον εχθρικό κλήρο, να απαλλοτριώσω όλη τη γη χωρίς εξαίρεση, να τη διανείμω στους φτωχούς αγρότες για να τους παροτρύνω στην επανάσταση.(...) Μια τέτοια επανάσταση δεν θα περιοριζόταν σε μια μόνο εθνότητα. Θα εξαπλωνόταν με ραγδαία ταχύτητα και θα έπιανε όχι μόνο τη Μοραβία και την αυστριακή Σιλεσία, αλλά και την πρωσική Σιλεσία και τις γερμανικές περιοχές των συνόρων, έτσι ώστε η γερμανική επανάσταση που μέχρι τότε υπήρξε μια επανάσταση των πόλεων, δηλαδή των μικροαστών, των εργατών των εργοστασίων, των συγγραφέων και δικηγόρων, θα γινόταν μια γενική λαϊκή επανάσταση» (σελ. 163).
Είναι φανερό ότι ο Μπακούνιν ταυτίζει τη λαϊκή επανάσταση με την επανάσταση των αγροτών. Δεν αντιλαμβάνεται το νέο δυναμικό, την εργατική τάξη, που την αναφέρει μόνο μαζί με τους μικροαστούς συγγραφείς, κλπ. Παρόλα αυτά, είναι μόνο ο Μπακούνιν που καταλαβαίνει τις τεράστιες δυνατότητες των αγροτών, ενώ οι Γερμανοί απέτυχαν σ’ αυτόν τον τομέα και ούτε η NRZ δεν τον εκτίμησε σωστά. «Από την άποψη αυτήν λοιπόν αποδείχτηκε πιο ρεαλιστική και διορατική η επαναστατική προοπτική του Μπακούνιν -παρά τον επαναστατικό του ρομαντισμό και τις φαντασμαγορικές προϋποθέσεις του!» (σελ. 163).
Το ίδιο ισχύει για την αντίληψη του Μπακούνιν γύρω από το μέλλον των «μη ιστορικών» σλάβικων (και άλλων) εθνοτήτων. Πριν και στη διάρκεια της πολωνικής εξέγερσης του 1862 γράφει: «Απαιτώ μόνο ένα, ότι κάθε λαός, κάθε μεγάλη και μικρή εθνότητα να αποκτήσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να πραγματοποιεί τη θέλησή του. Όταν ένας λαός θέλει να ενοποιηθεί με τη Ρωσία ή με την Πολωνία, να μπορεί να το κάνει. Θέλει να γίνει ανεξάρτητο μέλος μιας πολωνικής ή ρώσικης πανσλαβικής ομοσπονδίας; Να γίνει. Θέλει να χωρίσει τελείως από τους άλλους και να ζει σαν απόλυτα ανεξάρτητο κράτος; Τότε να χωρίσει με την ευλογία του Θεού.» Και σε άλλο σημείο της διακήρυξης «Στους Ρώσους, Πολωνούς και σε όλους τους Σλάβους φίλους» του 1862 γράφει: «Κατά τη γνώμη μου οι Πολωνοί διαπράττουν σοβαρό λάθος. Η παλιά Πολωνία ήταν κυρίως αριστοκρατικό κράτος (...). Σ’ αυτή την εποχή αρκούσε που οι μεγάλοι κόμητες και η αριστοκρατία ανήκαν στο πολωνικό έθνος για να χαρακτηρίζεται πολωνική όλη η χώρα, άσχετα από την εθνικότητα του απλού πληθυσμού. (...) Είναι όμως δυνατό κάτι τέτοιο σήμερα, αφού οι λαοί παντού απαιτούν την ελευθερία τους; Θα είναι δυνατή η ενοποίηση της Λιθουανίας, της Λευκορωσίας, της Λεττονίας και της Ουκρανίας με την Πολωνία, αν οι Λιθουανοί, Λευκορώσοι, Λεττονοί και Ουκρανοί αγρότες δεν το θέλουν; Τι εξυπηρετεί να μιλά κανείς για ιστορικά και οικονομικά σύνορα; Μπορεί κανείς να συγκινήσει και να πείσει τους λαούς με τέτοια λόγια; Τι έχουν να κάνουν αυτοί με τις ιστορικές αναμνήσεις; (...) Όχι, έχουν ανάγκη από κάτι άλλο. Όπως και ο ρώσικος λαός, θέλουν και αυτοί γη και ελευθερία» (σελ. 165).
Η κατανόηση του Μπακούνιν και γι’ αυτό το ζήτημα ήταν πιο σαφής και πιο βαθιά απ’ ό,τι του Ένγκελς, γιατί η διαδικασία της εθνικής αφύπνισης αποτελούσε μόνο την άλλη όψη της κοινωνικής αφύπνισης, της εισόδου πλατιών μαζών αγροτών αυτών των εθνοτήτων στην ιστορία. Η αγροτική επαναστατική αντίληψη ήταν πιο κατάλληλη για να αντανακλά αυτή τη διαδικασία.
Κι όμως, ούτε ο Μπακούνιν ούτε οι άλλοι «δημοκράτες πανσλαβιστές» δεν ξεπέρασαν τον πνευματικό ορίζοντα του χεγκελιανισμού. Ο Χέγκελ θεωρούσε τους Γερμανούς (ειδικά τους Πρώσους) σαν το τελευταίο κλιμάκιο της ιστορικής εξέλιξης. Οι πανσλαβιστές άλλαξαν αυτή τη θεωρία μεταφέροντας το πνεύμα της παγκόσμιας ιστορίας από το Βερολίνο στη Μόσχα.
Συμπεράσματα
Το γεγονός ότι «‘‘το πρόγραμμα των εθνοτήτων’’ του Μπακούνιν σίγουρα μας αρέσει καλύτερα από το πρόγραμμα του Ένγκελς δεν λέει τίποτα για την ιστορική δικαίωση και τις δυνατότητες πραγματοποίησης των δυο προγραμμάτων. (...) Και τα δύο αποδείχτηκαν τελικά εκτός πραγματικότητας, διότι απλώς αντανακλούσαν δύο όψεις της ίδιας αντίθεσης ανάμεσα στα αντικειμενικά καθήκοντα της επανάστασης και στις περιορισμένες κοινωνικές δυνάμεις που διέθετε. Ενώ η καθυστέρηση και η έλλειψη πολιτισμού των μαζών των Σλάβων αγροτών αποτελούσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, το σχέδιο του Ένγκελς ήταν καταδικασμένο εξαιτίας της αναιμίας και της ταξικής στενότητας των πρωταγωνιστικών τάξεων των ‘‘ιστορικών εθνών’’ (...), δηλαδή σε τελευταία ανάλυση εξαιτίας της ανωριμότητας της αυστριακής και της γερμανικής εργατικής τάξης» (σελ. 170).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεώρησαν την επανάσταση του ’48 μόνο σαν αρχή μιας παγκόσμιας αναδιάρθρωσης που θα έφερνε την εργατική τάξη στην εξουσία, μετά από μια σύντομη μεταβατική περίοδο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Έτσι η επανάσταση θα γινόταν «διαρκής» και θα επέφερε την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Αυτή η πιο ριζική επανάσταση της ιστορίας, όμως, θα έπρεπε να περιοριστεί, όπως είχαν τα πράγματα, στο στενό πλαίσιο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Επικρεμόταν η φοβερή δύναμη του τσαρισμού, ο οποίος στηριζόταν στις ακόμα καθυστερημένες σλαβικές εθνότητες. Κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, η στρατηγική του Ένγκελς έδειχνε με κάποιον τρόπο το δρόμο μιας επανάστασης που θα απομονωνόταν στη δυτική και κεντρική Ευρώπη.
Αυτό το πρόγραμμα όμως περιείχε προφανώς ένα λάθος σχετικά με την ταχύτητα της επαναστατικής εξέλιξης. Όπως γράφει ο ίδιος ο Ένγκελς το 1895: «Όταν οι νικηφόρες εξεγέρσεις στη Βιέννη, στο Μιλάνο, στο Βερολίνο ακολούθησαν την εξέγερση του Παρισιού (του Φλεβάρη του ’48), όταν ολόκληρη η Ευρώπη τραβήχτηκε στο κίνημα μέχρι τα ρώσικα σύνορα, όταν ύστερα τον Ιούνιο η πρώτη μεγάλη μάχη για την εξουσία έλαβε χώρα ανάμεσα στην εργατική και στην αστική τάξη, όταν ακόμα η νίκη της συγκλόνιζε την αστική τάξη όλων των χωρών έτσι ώστε να καταφύγει στην αγκαλιά της μόλις ηττημένης αυτοκρατορικής-αριστοκρατικής αντίδρασης -τότε δεν είχαμε καμιά αμφιβολία μέσα σ’ αυτή την κατάσταση ότι η μεγάλη αποφασιστική μάχη είχε ξεσπάσει και ότι έπρεπε να ολοκληρωθεί σε μια μακροχρόνια περίοδο διαδοχικών μαχών, αλλά ότι θα μπορούσε να τελειώσει μόνο με την αμετάκλητη νίκη της εργατικής τάξης (...). Η ιστορία (...) φανέρωσε πως το επίπεδο της οικονομικής εξέλιξης στην ήπειρο δεν ήταν καθόλου ώριμο για την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το απέδειξε μέσω της οικονομικής επανάστασης που επεκτάθηκε μετά το ’48 σε ολόκληρη την ήπειρο, εγκαθίδρυσε μόνο αυτή την εποχή πραγματικά τη μεγάλη βιομηχανία στη Γαλλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία και πρόσφατα στη Ρωσία και έκανε τη Γερμανία βιομηχανική χώρα πρώτου μεγέθους -όλα αυτά σε καπιταλιστική βάση που επομένως μπορούσε να επεκταθεί κατά πολύ μετά το ’48.»3
Το πρόβλημα του διεθνισμού
Όπως είδαμε, ο διεθνισμός του Μαρξ και του Ένγκελς, που τον εισήγαγαν στο μοντέρνο εργατικό κίνημα, δεν εφαρμόζεται συνεπώς σ’ όλες τις περιπτώσεις. Αγγίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα του κινήματος: Δεν υπάρχει απαραίτητα μια διεθνιστική τάση που να είναι έμφυτη από την αρχή και ανεξάρτητα από τις ιστορικές εξελίξεις. Η εργατική τάξη δεν πρόκειται να είναι σοσιαλιστική εκ των προτέρων, ούτε διεθνιστική. Χρειάζονται σκληρές ιδεολογικές μάχες για να διαμορφωθεί η συνεπής διεθνιστική αντίληψη. Αυτή η διαδικασία είναι αρκετά δύσκολη, διότι προϋποθέτει την κατανόηση πραγμάτων που δεν έχουν άμεση σχέση με τον οικονομικό και πολιτικό αγώνα σε μια χώρα. Δεν είναι εύκολο για την εργατική τάξη ενός καταπιεστικού έθνους να απαλλαγεί από εθνικιστικές προκαταλήψεις και να διεκδικήσει την πλήρη ελευθερία του καταπιεσμένου έθνους. Και πάντα τίθεται το θέμα: οι εργάτες οφείλουν να παραιτηθούν από την ταξική πάλη λόγω του εθνικού ζητήματος; «Πώς μπορεί κανείς να προκαλέσει τους εργάτες να συμμετέχουν στο συναγωνισμό δυο αστικών τάξεων (που θα ’ταν το τελικό αποτέλεσμα του κάθε αγώνα στη σημερινή κοινωνία); Οι καταπιεσμένες εθνότητες δεν μπορούν να περιμένουν την απελευθέρωσή τους μέχρι να απελευθερωθεί επίσης η εργατική τάξη; Και τελικά: Τι σχέση έχουν οι Άγγλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί, Ρώσοι εργάτες με την εγκατάσταση ενός ανεξάρτητου (ή έστω μόνο αυτόνομου) ιρλανδικού, πολωνικού, γιουγκοσλάβικου, ουκρανικού κράτους, αφού έτσι χωρίζονται μεγάλες πολιτικές και οικονομικές περιοχές οι οποίες θα ωφελούσαν κάποτε το σοσιαλισμό; (...) Έτσι είναι κατανοητό, γιατί πέρασε τόσος χρόνος μέχρι το μαρξιστικό εργατικό κίνημα να αποκτήσει μια σαφήνεια γύρω από αυτό το θέμα (από τον Ένγκελς μέχρι τον Λένιν ήταν μακρύς ο δρόμος!) και πόσο αναγκαστικά δογματική και μονόπλευρη έπρεπε να μείνει η στάση της παλιάς γενιάς του εργατικού κινήματος» (σελ. 176).
Έτσι υπήρξε η ιδέα της μοιραίας ηγεμονίας του επαναστατικού γαλλικού έθνους προτύπου και ανάλογες αντιλήψεις στη γερμανική και αυστριακή σοσιαλδημοκρατία, όπως και πιο γενικά σ’ ολόκληρη τη Β΄ Διεθνή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο «διεθνισμός» του «αυστρομαρξισμού» ο οποίος δεν ξεπέρασε την ιδέα της γερμανικής κυριαρχίας αναφορικά με το σοσιαλιστικό μοντέλο που πρότεινε.
Άλλο τεράστιο πρόβλημα από την εποχή της Β΄ Διεθνούς αποτελούσε ο παραδοσιακός φιλορωσισμός της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας, απέναντι στους Πολωνούς, Λιθουανούς και ιδιαίτερα στους Ουκρανούς, με πρωταγωνιστή τον Πλεχάνωβ. Πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο του «εθνικού μηδενισμού» δεν περιορίστηκε στη ρεφορμιστική πτέρυγα της Διεθνούς. Και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1918-19 πυροβολήθηκαν άνθρωποι διότι μιλούσαν τα «αντιδραστικά» ουκρανικά, δηλαδή τη γλώσσα των αγροτών, αντί για τα ρώσικα, δηλαδή τη γλώσσα της προόδου και του σοσιαλισμού...
Άλλο κεφάλαιο αποτελεί ο σταλινικός εκφυλισμός που με το ρώσικο σωβινισμό του ξεπέρασε όλους τους προηγούμενους εθνικισμούς του εργατικού κινήματος κατά πολύ και με τον πιο χυδαίο τρόπο. Ο Ροσντόλσκι αναφέρεται στον ίδιο εκφυλισμό όταν επισημαίνει τελικά: «Βέβαια δεν είναι ευχάριστο να επικρίνει κανείς τις αντιλήψεις ενός μεγάλου διανοούμενου μετά από 100 και πλέον χρόνια οι οποίες αποδείχτηκαν λανθασμένες από τον πιο σκληρό δικαστή, δηλαδή την ιστορία. (...) Αυτή η μελέτη μου σίγουρα δεν μπορεί να αρέσει σε αναγνώστες που θεωρούν τον Μαρξ και τον Ένγκελς σαν ένα είδος πατέρων της εκκλησίας και σαν μπρούτζινα αγάλματα, και όχι σαν δημιουργούς μιας μεγαλοφυούς, αλλά στη βαθύτατη ουσία κριτικής, επιστημονικής μεθόδου. Εμείς πάντως προτιμάμε τον Μαρξ και τον Ένγκελς όπως ήταν πραγματικά» (σελ. 180-181).
Δεκέμβριος 1991
Πηγή: Σπάρτακος, τεύχος 32, Ιανουάριος-Απρίλης 1992
Σημειώσεις
1 Χρησιμοποιούμε τη γερμανική έκδοση του βιβλίου: Roman Rosdolsky, Zur Nationalen Frage - Friedrich Engels und das Problem der «geschichtslosen Volker», Verlag Olle & Wolter, Βερολίνο 1979. Οι αριθμοί των σελίδων στα ακόλουθα αναφέρονται σ’ αυτή την έκδοση.
2 Γ. Β. Φ. Χέγκελ, Παραδόσεις για την φιλοσοφία της ιστορίας.
3 Φ. Ένγκελς, Εισήγηση στο κείμενο του Μάρξ «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-50».