Δευτέρα, 21 Ιουνίου 2021 12:12

Η Εργατική Αντιπολίτευση

 

Αλεξάνδρα Κολλοντάι

 

Η Εργατική Αντιπολίτευση

 

 

Τι είναι η Εργατική Αντιπολίτευση;

Τι είναι η Εργατική Αντιπολίτευση; Πρέπει να μας ευχαριστεί η ύπαρξή της σε σχέση με τα συμφέροντα του Κόμματός μας και της διεθνούς εργατικής Επανάστασης, ή είναι αντίθετα κάτι το βλαβερό που μπορεί να διασπάσει το Κόμμα μας, ένα φαινόμενο «πολιτικά επικίνδυνο», όπως το δήλωσε τελευταία ο Τρότσκι κατά τη δημόσια συζήτηση πάνω στα συνδικάτα;

Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτές τις αμφιβολίες που ενδιαφέρουν και ανησυχούν πολλούς από τους συντρόφους μας εργάτες και εργάτριες, πρέπει πριν απ’ όλα να ρωτήσουμε: 1. Από ποιους αποτελείται η Εργατική Αντιπολίτευση και πώς συγκροτήθηκε; 2. Ποιες είναι οι πραγματικές διαφωνίες ανάμεσα στους συντρόφους των ηγετικών οργάνων του Κόμματος και την Εργατική Αντιπολίτευση;

Ένα χαρακτηριστικό γεγονός που θα έπρεπε να προσέξει ιδιαίτερα η ηγεσία μας, είναι ότι, μέσα στους κομμουνιστές, η Αντιπολίτευση συγκεντρώνει την προχωρημένη μερίδα των οργανωμένων προλετάριων. Η Αντιπολίτευση αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από συνδικαλιστές. Το αποδεικνύουν τα ονόματα αυτών που απογράφουν τις θέσεις της Αντιπολίτευσης για τον ρόλο των συνδικάτων. Και ποιοι είναι οι συνδικαλιστές; Είναι εργάτες, το άνθος της πρωτοπορίας που ηγείται του ρωσικού προλεταριάτου, εκείνοι που βάσταξαν όλο το βάρος της επαναστατικής πάλης, και που, αντί να διαλυθούν μέσα στις κρατικές υπηρεσίες χάνοντας την επαφή τους με τις εργατικές μάζες, παρέμειναν αντίθετα δεμένοι μ’ αυτές τις μάζες. Και δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε απλό να παραμείνει κανείς συνδικαλιστής, να διατηρήσει δυνατές και ζωντανές επαφές με το συνδικάτο του, δηλ. Με τους εργάτες του κλάδου του, σε μια πολυτάραχη εποχή που μετάθετε το κέντρο βάρους της κοινωνικής και πολιτικής ζωής πέρα από τα συνδικαλιστικά και επαγγελματικά προβλήματα. Το επαναστατικό κύμα παρέσυρε και απομάκρυνε από τα συνδικάτα τα καλύτερα στοιχεία, τους πιο ικανούς και δραστήριους του βιομηχανικού προλεταριάτου, αφήνοντας τον ένα στο μέτωπο, τον άλλο στη μια ή στην άλλη υπηρεσία, τοποθετώντας τον τρίτο μπροστά στη πράσινη τσόχα ενός γραφείου η μπροστά σε σωρούς «εξόδων», «προϋπολογισμών» και «προσχεδίων».

Τα συνδικάτα έχουν αποδυναμωθεί. Μόνον οι εργάτες με την πιο ισχυρή προλεταριακή συνείδηση, το πραγματικό άνθος της ανερχόμενης επαναστατικής τάξης, αντιστέκονται στη διαφθορά της εξουσίας, στις μικρότητες της ματαιοφροσύνης, στον πειρασμό των «σταδιοδρομιών στις υπηρεσίες», με δυο λόγια στον «σοβιετικό γραφειοκρατισμό», και παραμένουν σε στενή σχέση με τις «μάζες», με τους εργάτες, με τα «κατώτερα στρώματα» από τα οποία προέρχονται, αφού μπόρεσαν να διαφυλάξουν την οργανική τους σύνδεση με τα στρώματα αυτά ενάντια στην επίδραση των υψηλών θέσεων του Κράτους των σοβιέτ. Μόλις η κατάσταση ησύχασε στα μέτωπα κι η ζυγαριά της ζωής έγειρε περισσότερο προς τη μεριά της οικονομικής οργάνωσης, αυτοί οι χαρακτηριστικοί και αδιασάλευτοι προλετάριοι, αυτοί οι πιο σταθεροί και διακεκριμένοι αντιπρόσωποι της τάξης τους, βιάστηκαν να ξεφορτωθούν τη στολή του στρατιώτη και να εγκαταλείψουν τους καταλόγους «εισόδων» και «εξόδων», για ν’ απαντήσουν στη σιωπηρή έκκληση των ταξικών τους αδελφών, των βιομηχανικών εργατών, των εκατομμυρίων του ρωσικού προλεταριάτου, που στην Εργατική Δημοκρατία των σοβιέτ περιφέρουν μια άθλια και απαράδεκτη ύπαρξη κατάδικων… Με το ταξικό τους ένστικτο, οι σύντροφοι που είναι επικεφαλής της Εργατικής Αντιπολίτευσης, κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατάλαβαν ότι μπορεί μέσα σε τρία χρόνια επανάστασης να οικοδομήσαμε το Κράτος των σοβιέτ και να προβάλαμε την αρχή της εργατικής και Αγροτικής δημοκρατίας των εργαζομένων, αλλά η ίδια η εργατική τάξη, σαν τάξη, σαν αδιαίρετη κοινωνική ενότητα με δικές της ανάγκες και συμφέροντα, με κοινούς και ομοιογενής στόχους, με επομένως μια ενιαία, σταθερή, καθαρή και αυτόνομη πολιτική, έχει στη Δημοκρατία των σοβιέτ ένα ρόλο όλο και λιγότερο σημαντικό, χρωματίζει όλο και πιο ελαφρά τα διάφορα μέτρα που παίρνει η ίδια η κυβέρνησή της, διευθύνει όλο και λιγότερο την πολιτική, επιδρά όλο και λιγότερο πάνω στη δράση και στη σκέψη των κεντρικών οργάνων της εξουσίας. Ποιος τολμούσε, στην αρχή της Επανάστασης, να μιλήσει για «κατώτερα» και «ανώτερα» στρώματα; Οι μάζες, δηλ. Οι εργατικές μάζες, και τα κεντρικά όργανα του Κόμματος ήταν ένα και το αυτό. Οι πόθοι που γεννιόνταν στη βάση από τη ζωή και τους αγώνες έβρισκαν στα ηγετικά όργανα του Κόμματος την πιο ακριβή έκφρασή τους, την πιο ξεκάθαρη και γερά βασισμένη διατύπωσή τους. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός κορυφής και βάσης, και δεν μπορούσε να υπάρχει. Σήμερα, ο ανταγωνισμός αυτός υπάρχει, και κανένα προπαγανδιστικό τέχνασμα, καμιά μέθοδος εκφοβισμού δεν θα διώξει από τη συνείδηση των μαζών την ιδέα ότι τα ανώτερα στρώματα των σοβιετικών υπηρεσιών και του κομμουνιστικού Κόμματος έγιναν ένα νέο «κοινωνικό στρώμα» με τα δικά του χαρακτηριστικά.

Οι συνδικαλιστές, που αποτελούν τον κύριο πυρήνα της Εργατικής Αντιπολίτευσης, το κατάλαβαν αυτό πολύ καλά, ή μάλλον το αισθάνθηκαν χάρις στο σίγουρο ταξικό τους ένστικτο. Το πρώτο που έκαναν ήταν να δεθούν με τις μάζες αυτές, να μπουν στα φυσιολογικά όργανα της τάξης τους, τα συνδικάτα, που τα τελευταία τρία χρόνια υπέφεραν λιγότερο από τη διαλυτική επίδραση διαφόρων συμφερόντων ξένων προς το προλεταριάτο (που προέρχονται από την αγροτική τάξη και τα αστικά στοιχεία που προσαρμόστηκαν στο καθεστώς των σοβιέτ), των συμφερόντων που παραμορφώνουν τις κρατικές μας υπηρεσίες και απομακρύνουν την πολιτική μας από την ευθύτητα της προλεταριακής κοίτης, στο τέλμα του οπορτουνισμού…

Η Εργατική Αντιπολίτευση επομένως, αποτελείται πριν απ’ όλα από τους προλετάριους που έμειναν δεμένοι με το εργοστάσιο ή τη στοά του ορυχείου, η σάρκα εκ της σαρκός της εργατικής τάξης.

Φαίνεται περίεργο το ότι η Εργατική Αντιπολίτευση δεν έχει μεγάλους ηγέτες, απ’ αυτούς που συνήθως τους λένε «αρχηγούς». Σαν κάθε υγιές κίνημα που απορρέει αναγκαστικά από τις κοινωνικές σχέσεις, βγήκε μέσα από τις ίδιες τις εργατικές μάζες, και ρίζωσε αμέσως βαθιά πηρός όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και σε γωνιές της Ρωσίας των σοβιέτ όπου δεν είχαν ακόμα φτάσει τα νέα για την ύπαρξη μιας αντιπολίτευσης.

«Εμείς, εκεί, δεν ξέραμε ότι στη Μόσχα υπήρχαν διαφωνίες και συζητήσεις γύρω από το ρόλο των συνδικάτων, έλεγε ένας αντιπρόσωπος από τη Σιβηρία στο Συνέδριο των ανθρακωρύχων, και συζητάγαμε ήδη για προβλήματα που μπαίνουν εδώ». Πίσω από την Εργατική Αντιπολίτευση ορθώνονται οι προλεταριακές μάζες, ή καλύτερα: η Εργατική Αντιπολίτευση, είναι το πιο συμπαγές, το πιο συνειδητό, το πιο σταθερό ταξικά τμήμα, του βιομηχανικού μας προλεταριάτου, εκείνο που θεωρεί ότι δεν επιτρέπεται, τη στιγμή που φτιάχνεται το κομμουνιστικό οικονομικό οικοδόμημα, η εξωτερική ταμπέλα της δικτατορίας της εργατικής τάξης να αντικαθιστά τη μεγάλη δημιουργική δύναμη του προλεταριάτου.

Όσο ανεβαίνει κανείς στην κλίμακα των «θέσεων» του Κράτους ή του Κόμματος, τόσο λιγότεροι γίνονται οι οπαδοί της Αντιπολίτευσης. Όσο εισχωρεί βαθιά μέσα στις μάζες, τόσο περισσότερο αντίχτυπο έχει το πρόγραμμα της Εργατικής Αντιπολίτευσης.1

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό και σημαντικό γεγονός που πρέπει να πάρουν υπόψη τους τα ηγετικά όργανα του Κόμματός μας. Αν οι «μάζες» απομακρύνονται απ’ τη «κορυφή», αν δημιουργείται ένα ρήγμα ανάμεσα στα ηγετικά κέντρα και τα κατώτερα στρώματα, αυτό σημαίνει ότι στην ηγεσία όλα δεν πάνε και τόσο καλά, κυρίως όταν οι μάζες δεν σιωπούν, αλλά σκέφτονται, δρουν, αμύνονται, κάνουν ώστε οι ιδέες τους να θριαμβεύουν. Η ηγεσία δεν μπορεί να βγάλει τις μάζες από το σωστό δρόμο που οδηγεί στη νίκη του κομμουνισμού, παρά αν οι μάζες σιωπήσουν, υποταχθούν, ακολουθήσουν παθητικά και τυφλά τους αρχηγούς. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1914, στην αρχή του παγκόσμιου πόλεμου, όταν οι εργάτες πίστεψαν τους αρχηγούς και είπανε: «Ξέρουν καλύτερα από μας την πορεία της ιστορίας. Η ενστικτώδη διαμαρτυρία μας ενάντια στον πόλεμο μας γελάει, ας την απωθήσουμε, ας σωπάσουμε κι ας ακούσουμε τους παλιότερους». Αλλά όταν αντίθετα, η μάζα κινείται, βάζει το μυαλό της να δουλεύει, κάνει κριτική, όταν με πείσμα ψηφίζει ενάντια στους αγαπητούς αρχηγούς και πρέπει γι’ αυτό να καταπολεμήσει τη συμπάθεια που νοιώθει γι’ αυτούς, η κατάσταση είναι σοβαρή. Τότε καθήκον του Κόμματος είναι να μην καλύπτει τις διαφορές, να μην προσπαθεί να δυσφημίσει την Αντιπολίτευση με διάφορα επίθετα που με τίποτα δεν δικαιολογούνται, που τίποτα δεν εξηγούν, αλλά αντίθετα ν’ αναρωτηθεί ειλικρινά πού και σε τι βρίσκεται η πραγματική διαφωνία και τι θέλει η εργατική τάξη, εκφραστής του κομμουνισμού και ο μόνος δημιουργός του…

Η Εργατική Αντιπολίτευση είναι επομένως το προχωρημένο τμήμα του προλεταριάτου που δεν ξέκοψε από μια ζωντανή επαφή με τις οργανωμένες σε συνδικάτα, εργατικές μάζες και που δεν διαλύθηκε μέσα στις κρατικές υπηρεσίες.

Η πραγματική διαφορά

Πριν κοιτάξουμε ποια είναι η πραγματική διαφορά ανάμεσα στην Εργατική Αντιπολίτευση και την επίσημη άποψη όπως εκφράζεται από τα ηγετικά κέντρα, πρέπει να υπενθυμίσουμε δύο βασικές αλήθειες. Πρώτα, ότι η Εργατική Αντιπολίτευση βγήκε από τα σπλάχνα του βιομηχανικού προλεταριάτου της Ρωσίας των σοβιέτ και άντλησε τη δύναμή της όχι μόνο από τις τρομερές συνθήκες ύπαρξης και δουλειάς των εφτά εκατομμυρίων του βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά επίσης από τις πολλές αποκλίσεις, ταλαντεύσεις και αντιθέσεις της κυβερνητικής μας πολιτικής, και μάλιστα από ολοφάνερες παρεκκλίσεις από μια καθαρή, διαυγή και συνεπή ταξική γραμμή, από το κομμουνιστικό πρόγραμμα. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να θυμηθούμε ότι η Αντιπολίτευση δεν περιορίστηκε στην μια ή στην άλλη περιοχή, ότι δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικών διαφορών ή αντιθέσεων. Αντίθετα απλώθηκε σ’ όλη την έκταση της Ρωσίας των σοβιέτ, και όλες οι επαρχίες απάντησαν ομόφωνα σε κάθε προσπάθεια των εργατών συντρόφων μας, να διατυπώσουν, να εκφράσουν και να ορίσουν την ουσία της αντίθεσης, να καθορίσουν τι θέλει η Εργατική Αντιπολίτευση.

Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η διαφορά ανάμεσα στην Εργατική Αντιπολίτευση και τις διάφορες τάσεις των ανώτερων στρωμάτων περιορίζεται αποκλειστικά στο διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης του ρόλου και του σκοπού των συνδικάτων. Αυτό είναι λάθος. Η διαφορά είναι πολύ βαθύτερη. Οι αντιπρόσωποι της Αντιπολίτευσης δεν είναι πάντα ικανοί να το πουν καθαρά και να το προσδιορίσουν με ακρίβεια, αλλά αρκεί ν’ αγγίξει κανείς διάφορα προβλήματα που αφορούν την δομή της δημοκρατίας μας, για να φανεί ξεκάθαρα η διαφωνία πάνω σε βασικές προτάσεις οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα.

Οι δύο αντίθετες απόψεις (της ηγεσίας του Κόμματός μας και των αντιπροσώπων του οργανωμένου σε συνδικάτα προλεταριάτου) εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά στο 9ο πανρωσικό συνέδριο του κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με την προσωπική ή συλλογική διοίκηση.2

Πριν η Αντιπολίτευση υπάρξει σαν συγκροτημένη ομάδα, ήταν φανερό ότι υπέρμαχοι του συλλογικού συστήματος ήταν οι αντιπρόσωποι των συνδικάτων, δηλ. των καθαρά προλεταριακών οργανώσεων. Απέναντι τους είχαν τα ηγετικά στρώματα του Κόμματος, συνηθισμένα να εκτιμούν κάθε τι από τη σκοπιά της πολιτικής των διαφόρων υπηρεσιακών τομέων, με την απαραίτητη πείρα στην τέχνη της προσαρμογής στους κοινωνικά ανομοιογενείς, και μερικές φορές πολιτικά αντίθετους πόθους, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού: το προλεταριάτο, τους μικρούς ιδιοκτήτες (χωρικούς) και την αστική τάξη, που αντιπροσωπεύεται από τους «ειδικούς» και ψευτο-ειδικούς κάθε λογής και κάθε αρμοδιότητας.

Για ποιο λόγο τα συνδικάτα, με επιμονή, και χωρίς να είναι ικανά να στηρίξουν τα επιχειρήματα τους με επιστημονικά βασισμένες προτάσεις, ήταν οπαδοί του συλλογικού συστήματος, ενώ οι υποστηριχτές των «ειδικών» υπήρξαν συγχρόνως κι οι πρωταγωνιστές της προσωπικής διοίκησης; Γιατί αυτή η διαφωνία (παρ’ όλο που κι από τις δύο μεριές δεν μπήκε θέμα αρχής), προερχόταν από δύο διαφορετικές οπτικές με βαθύτατους και ασυμβίβαστους λόγους ύπαρξης.

Η προσωπική διοίκηση είναι η ενσάρκωση της ατομικιστικής αντίληψης που χαρακτηρίζει την αστική τάξη. Η προσωπική διοίκηση, δηλ. η θέληση ενός ανθρώπου, απομονωμένη, «ελεύθερη», ξεκομμένη από το σύνολο, οποίο και νάναι το πεδίο όπου εκδηλώνεται, με τον αυταρχισμό του αρχηγού της κυβέρνησης ή με τον αυταρχισμό του διευθυντή εργοστασίου, είναι η σαφέστερη εκδήλωση της αστικής σκέψης. Η αστική τάξη δεν πιστεύει στη δύναμη του συνόλου. Αυτό που θέλει είναι να μαζεύει τον όχλο σ’ ένα υπάκουο κοπάδι, που οδηγείται με τη συγκατάθεσή του όπου θέλει ο οδηγός…

Αντίθετα, η εργατική τάξη και οι ιδεολόγοι της, ξέρουν ότι οι νέοι στόχοι της τάξης τους, με λίγα λόγια ο κομμουνισμός, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με την συλλογική δημιουργία, με την κοινή προσπάθεια των ίδιων των εργατών. Όσο πιο δεμένο είναι το σύνολο των εργατών, τόσο περισσότερο θα συνηθίζουν οι μάζες να εκδηλώνουν τη θέλησή τους και τη συλλογική και κοινή σκέψη τους, κι η προλεταριακή τάξη θα πραγματοποιήσει ολοκληρωτικά και γρήγορα την αποστολή της, δηλ. θα συγκροτήσει ένα νέο οικονομικό σύστημα, που δεν αποτελείται πλέον από σκόρπια κομμάτια, αλλά που είναι αντίθετα ενωμένο, αρμονικό, κομμουνιστικό. Μόνον αυτός που συνδέεται πραχτικά με την παραγωγή μπορεί να φέρει αναζωογονητικές ανανεώσεις. Εγκαταλείποντας την αρχή της συλλογικής διοίκησης στη βιομηχανία, το κομμουνιστικό Κόμμα έκανε μια πολύ σοβαρή υποχώρηση, μια οπορτουνιστική πράξη, μια παρέκκλιση από την ταξική γραμμή που με τόση επιμονή και ενθουσιασμό υπερασπίστηκε στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης.

Πώς συνέβη κάτι τέτοιο; Πώς έγινε δυνατό το Κόμμα μας, με την σταθερότητα και την πείρα που απέχτησε μέσα στους επαναστατικούς αγώνες, ν’ απομακρυνθεί απ’ τον σωστό προλεταριακό δρόμο και να χαθεί στα μονοπάτια του οπορτουνισμού που τόσο πολύ είχε μισήσει και περιφρονήσει;

Θ’ απαντήσουμε αργότερα. Για την ώρα, ας αναρωτηθούμε πώς συγκροτήθηκε και πώς αναπτύχθηκε η Εργατική Αντιπολίτευση.

Το 9ο συνέδριο έγινε την άνοιξη. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η Αντιπολίτευση δεν εκδηλώθηκε. Ούτε και στις οξύτατες συζητήσεις του δεύτερου συνέδριου της Διεθνούς πάνω στο θέμα των συνδικάτων. Αλλά βαθιά μέσα στις μάζες συνεχιζόταν μια δουλειά συσσώρευσης εμπειριών και κριτικής. Η δουλειά αυτή μπόρεσε να εκφραστεί μ’ έναν ελλιπή τρόπο, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής συνδιάσκεψης του Σεπτέμβρη 1920. Η σκέψη μας χανόταν ακόμα μέσα στην άρνηση και την κριτική. Δεν είχαμε θετικές προτάσεις, δικές μας διατυπώσεις. Αλλά αυτό που ήδη φαινόταν, ήταν ότι το κομμουνιστικό Κόμμα έμπαινε σε μια νέα φάση, ότι δημιουργόταν μία ζύμωση, ότι τα «κατώτερα στρώματα» ζητούσαν την «ελευθερία κριτικής» και δήλωναν μεγαλόφωνα ότι η γραφειοκρατία τα έπνιγε, εμποδίζοντας κάθε ζωντανή δράση, κάθε εκδήλωση πρωτοβουλίας.

Τα ηγετικά κέντρα του Κόμματος μπόρεσαν να εκτιμήσουν σωστά αυτή την απαρχή ζύμωσης, και μέσω του Ζινόβιεφ, πολλαπλασίαζαν τις προφορικές υποσχέσεις: ελευθερία κριτικής, επέκταση της πρωτοβουλίας των μαζών, αναγκαιότητα καταπολέμησης των γραφειοκρατικών παραμορφώσεων, δίωξη όλων των ηγετών που παραβαίνουν τις δημοκρατικές αρχές… Πολλά λόγια ειπώθηκαν και σωστά. Αλλά ανάμεσα στα λόγια και στη πράξη, η απόσταση είναι τεράστια. Η Συνδιάσκεψη του Σεπτέμβρη, παρ’ όλες τις υποσχέσεις του Ζινόβιεφ, δεν άλλαξε σε τίποτα, ούτε το Κόμμα, ούτε τη ζωή των εργατικών μαζών. Η πηγή που τροφοδοτούσε την Αντιπολίτευση δεν στέρεψε. Μέσα στις μάζες, προόδευαν και μεγάλωναν υπόγεια η δυσαρέσκεια, η κριτική, η δουλειά της σκέψης…

Αυτή η υπόγεια ζύμωση έφτασε μέχρι τους ηγέτες. Γεννούσε μεταξύ τους διαφορές, που πήρανε απροσδόκητη οξύτητα. Και πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα πάνω στο όποιο οι διαφορές εμφανίστηκαν με όλη τους την οξύτητα ήταν ακριβώς το θέμα των συνδικάτων. Ήταν φυσικό.

Σήμερα, στη συζήτηση ανάμεσα στην Αντιπολίτευση και την κορυφή του Κόμματος, χωρίς να είναι το μόνο, το θέμα αυτό αποτελεί στη δοσμένη κατάσταση, το κεντρικό σημείο όλης της εσωτερικής μας πολιτικής.

Πριν η Εργατική Αντιπολίτευση συγκεντρώσει τις θέσεις της και διατυπώσει τις αρχές πάνω στις οποίες πρέπει κατά τη γνώμη της να στηρίζεται η δικτατορία του προλεταριάτου στον τομέα της οικονομικής οργάνωσης, οι ηγετικοί κύκλοι είχαν ήδη χωριστεί σαφώς σχετικά με την εκτίμηση του ρόλου των οργανώσεων της εργατικής τάξης στην επανόρθωση της παραγωγής πάνω σε νέες κομμουνιστικές βάσεις. Η Κεντρική επιτροπή του Κόμματός μας είχε διαιρεθεί: ο Λένιν εναντίον του Τρότσκι, με τον Μπουχάριν στη μέση!

Στο 8ο συνέδριο των σοβιέτ και αμέσως μετά, έγινε πια φανερό ότι υπήρχε μέσα στο Κόμμα μια συμπαγής αντιπολίτευση, συσπειρωμένη κατά κύριο λόγο γύρω από θέσεις που αφορούσαν το ρόλο των συνδικάτων, και ότι αυτή η αντιπολίτευση, χωρίς να ’χει ούτε ένα μεγάλο ηγέτη ούτε ένα μεγάλο θεωρητικό, παρ’ όλο που καταπολεμήθηκε βιαιότατα από τους πιο δημοφιλείς ηγέτες του Κόμματος, μεγάλωνε και δυνάμωνε, και κυρίως απλωνόταν όλο και περισσότερο μέσα στη Ρωσία των εργαζομένων… Καλά θα ’ταν αν είχε κλειστεί στη Μόσχα και στο Πέτρογκραντ! Αλλά όχι. Οι αναφορές στην Κεντρική Επιτροπή από τον Δον, τα Ουράλια, τη Σιβηρία και μια σειρά βιομηχανικά κέντρα, έλεγαν ότι και εκεί ακόμα «σχηματίζεται και αρχίζει να δρα μια εργατική αντιπολίτευση». Στην πραγματικότητα, η αντιπολίτευση αυτή, δεν εμφανιζόταν παντού με αφορμή τα θέματα πάνω στα οποία είχαν συμφωνήσει οι δύο εργατικές πρωτεύουσες της Δημοκρατίας των σοβιέτ. Στις εκδηλώσεις, διεκδικήσεις και στην αιτιολογία της Αντιπολίτευσης, υπήρχε συχνά αρκετή σύγχυση, βλακείες, μικρότητες, ενώ παραμερίζονταν τα βασικά σημεία. Αυτό όμως που παρέμενε σταθερό ήταν το παρακάτω ερώτημα: Ποιος πρέπει να πραγματοποιήσει τη δημιουργικότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου στον τομέα των οικονομικών δομών;

Τα όργανα που είναι ουσιαστικά προλεταριακά, που συνδέονται άμεσα και με ζωντανούς δεσμούς με την παραγωγή, δηλ. τα συνδικάτα; Ή, αντίθετα, οι κρατικές υπηρεσίες, που δεν έχουν άμεσες και ζωντανές σχέσεις με την παραγωγική δραστηριότητα και που είναι εξάλλου κοινωνικά ανομοιόμορφες; Αυτό είναι το επίκεντρο της συζήτησης. Η Εργατική Αντιπολίτευση υποστηρίζει την πρώτη άποψη.

Οι κορυφές του Κόμματός μας, όποιες και να ’ναι οι διαφορές τους στο ένα ή στο άλλο δευτερεύον σημείο, υποστηρίζουν με μια συγκινητική ταυτότητα απόψεων, τη δεύτερη.

Και τι μας δείχνει αυτό;

Μας δείχνει ότι το Κόμμα μας περνάει από την πρώτη σοβαρή κρίση του μετά την αρχή της Επανάστασης, και ότι δεν έχει το δικαίωμα να ξεφορτώνεται την Αντιπολίτευση με το να την αποκαλεί «συνδικαλιστική τάση» ή με οποιαδήποτε άλλη φτηνή ονομασία, αλλά ότι όλοι οι σύντροφοι πρέπει να σκεφτούν μόνοι τους και ν’ αναρωτηθούν: από πού προέρχεται αυτή η κρίση; πού βρίσκεται η ταξική αλήθεια; Με το μέρος της ηγεσίας ή με το μέρος των εργατών, των προλεταριακών μαζών, και του σίγουρου ενστικτού τους;

Η κρίση του Κόμματος

Πριν αντιμετωπίσουμε τα κύρια θέματα που συζητιούνται από τους ηγέτες του Κόμματός μας και την Εργατική Αντιπολίτευση, πρέπει να βρούμε απάντηση στην παρακάτω ερώτηση: Πώς μπόρεσε το Κόμμα μας, μαχητικό, γερό, δυνατό και ανίκητο εξ αιτίας της σταθερότητας και της καθαρότητας της ταξικής του γραμμής, να εγκαινιάσει την παρέκκλιση από μια τέτοια γραμμή;

Όσο περισσότερο αγαπητό μάς είναι το Κόμμα, μια και πραγματοποίησε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη χειραφέτηση των εργαζομένων από τον καπιταλιστικό ζυγό, τόσο λιγότερο έχουμε το δικαίωμα να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στα λάθη των ηγετών του.

Η δύναμη του Κόμματός μας ήταν πάντοτε, και πρέπει να είναι σήμερα, η ικανότητα των ηγετικών του κέντρων να αντιλαμβάνονται με οξυμένη ευαισθησία τις ανησυχίες και τους νέους πόθους που συσπειρώνουν τους εργάτες. Η ικανότητά τους να κατευθύνουν αυτές τις διαθέσεις των μαζών, ώστε να χρησιμεύουν σαν ξεκίνημα για την επίτευξη των επόμενων καταχτήσεων. Αυτό συνέβαινε παλιά και δεν συμβαίνει σήμερα. Το Κόμμα μας δεν περιορίζεται μόνο στο να μειώνει την ταχύτητα της κεραυνοβόλου πορείας του προς το μέλλον, αλλά όλο και πιο συχνά κοιτάζει «λογικά» προς τα πίσω, αναρωτιέται αν δεν πήγε πολύ μακριά, αν δεν ήρθε η ώρα μιας ανάπαυλας, αν δε θα ’ταν πιο σοφό να προσέξει και ν’ αποφύγει τα τολμηρά πειράματα που δεν βασίζονται σε ιστορικά προηγούμενα.

Από πού προέρχεται αυτή η πρόσφατη «σύνεση» των κέντρων; (που φαίνεται καθαρά στην έλλειψη εμπιστοσύνης των ηγετικών κύκλων στις ικανότητες των εργατικών συνδικάτων στον τομέα της οικονομίας) και σε τι οφείλεται;

Αν αντιμετωπίσουμε προσεχτικά την προέλευση των εσωτερικών διαφωνιών, θα πειστούμε για το ότι η σημερινή κρίση του Κομμουνιστικού Κόμματος προέρχεται από τρεις βασικές αίτιες.

Η πρώτη, και η κύρια, είναι η δύσκολη κατάσταση μέσα στην όποια καλείται να εργαστεί και να δράσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να οικοδομήσει τον κομμουνισμό και να βάλει σε πράξη το πρόγραμμά του κάτω από τις εξής συνθήκες: 1. Ολοκληρωτική αποδιοργάνωση και καταστροφή της εθνικής οικονομίας. 2. Αδιάκοπες επιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και της ρωσικής αντεπανάστασης κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων της επανάστασης. 3. Καθυστερημένη οικονομικά χώρα, όπου η εργατική τάξη, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός κυριαρχεί, πρέπει μόνη της να υλοποιήσει τον κομμουνισμό και να φτιάξει τους νέους κανόνες λειτουργίας της κομμουνιστικής οικονομίας. Μία χώρα όπου δεν υπάρχουν ακόμα αναγκαίες οικονομικές συνθήκες για μια κολεκτιβοποίηση και συγκεντροποίηση της παραγωγής, και όπου ο καπιταλισμός δεν πρόλαβε να τελειοποιήσει την ανάπτυξη του (από τον απεριόριστο συναγωνισμό που χαρακτηρίζει το πρωτόγονο στάδιο του καπιταλισμού μέχρι την ρυθμισμένη παραγωγή που χαρακτηρίζει την ανώτερη μορφή του, περνώντας από τα εργοδοτικά συνδικάτα και τραστ).

Είναι φανερό πως όλες αυτές οι συνθήκες δυσκολεύουν την πραγματοποίηση του προγράμματος μας (κυρίως το βασικό του σημείο, την οργάνωση της εθνικής οικονομίας πάνω σε νέες βάσεις), και εισάγουν συγχρόνως μια ποικιλία αντίθετων επιδράσεων που διαλύουν κάθε ενότητα στην πραχτική εφαρμογή του.

Απ’ αυτή τη βασική αιτία απορρέουν κι οι υπόλοιπες. Η οικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας και η κυριαρχία της αγροτικής τάξης δημιούργησαν αυτές τις επιδράσεις στην οικονομική πολιτική του Κράτους των σοβιέτ και στην καθημερινή πραχτική, μεταθέτοντας αναπόφευκτα την πολιτική του Κόμματος πέρα από την σταθερότητα της θεωρητικής γραμμής του και των αρχών του. Ένα κόμμα που βρίσκεται επί κεφαλής ενός κράτους των σοβιέτ με ανάμικτη κοινωνική σύνθεση, είναι αναγκασμένο είτε το θέλει είτε όχι, να πάρει υπόψη του τους πόθους του μικρο-κτηματία χωρικού, τα εγωιστικά του συμφέροντα και την απομάκρυνσή του από τον κομμουνισμό, όπως και τους πάθους του τεράστιου στρώματος των μικρο-αστικών3 στοιχείων της παλιάς καπιταλιστικής Ρωσίας, μεσάζοντες κάθε λογής, μικροέμπορους, κλητήρες, βιοτέχνες, κατώτερους υπάλληλους, που προσαρμόστηκαν ταχύτατα στη σοβιετική κρατική οργάνωση. Αυτοί είναι που επανδρώνουν τα γραφεία της, που είναι υπάλληλοι επιτροπάτου για τον ανεφοδιασμό, προϊστάμενοι των υπηρεσιών επιβίωσης του στρατού, επιδέξιοι «υπάλληλοι με πείρα» των κεντρικών γραφείων των βιομηχανιών μας. Ο λαϊκός επίτροπος για τον ανεφοδιασμό ανέφερε, μπροστά στην κομμουνιστική φράξια του 8ου συνεδρίου των σοβιέτ, πολύ χαρακτηριστικούς αριθμούς: στο επιτροπάτο του υπάρχουν 17% εργάτες, 13% χωρικοί, κάτω από 20% «ειδικοί» και οι υπόλοιποι, πάνω από 50% αποτελούνται από παλιούς τεχνίτες ή κλητήρες και άλλα «φτωχαδάκια», που στη πλειοψηφία τους είναι και αγράμματοι (ο Τσουριούπα4 το λέει): πράγμα που αποδεικνύει κατά τη γνώμη του την δημοκρατική προέλευση του κοινού αυτού, όταν στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το κοινό με την προλεταριακή τάξη, με τους παραγωγούς των αγαθών, με τους εργάτες της βιομηχανίας.

Αυτή η κατηγορία ανθρώπων, που είναι διάχυτη μέσα στις σοβιετικές υπηρεσίες, αυτή η εχθρική προς τον κομμουνισμό μικροαστική τάξη, δεμένη με τη ρουτίνα του παρελθόντος, γεμάτη φόβο και αντιπάθεια μπροστά στην επαναστατική δράση, διαφθείρει τον κρατικό μας μηχανισμό φέρνοντας ένα πνεύμα απόλυτα ξένο προς την εργατική τάξη. Έχουμε δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο κόσμους εχθρικούς. Στη Ρωσία όμως, είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να πειστούμε και να πείσουμε όλη την εργατική τάξη, για το ότι η μικροαστική τάξη (ας αφήσουμε τους χωριάτες και τον αντιπροσωπευτικό μέσο χωρικό, εργατικό και τσιγκούνη) και η εργατική τάξη μπορούν να συμβιβαστούν θαυμάσια κάτω από το κοινό σύνθημα: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ξεχνώντας ότι, στην καθημερινή πραχτική της ζωής, τα συμφέροντα των εργατών και τα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης και των χωρικών, που είναι εξ ίσου ποτισμένοι από την μικροαστική νοοτροπία, συγκρούονται αναπόφευκτα, τραβώντας πότε από δω και πότε από κει την κρατική πολιτική, εξασθενίζοντας την ταξική της σταθερότητα. Έκτος από τον μικροϊδιοκτήτη της υπαίθρου, εκτός το μικροαστικό στοιχείο (όχι εργατικό, αλλά σαφώς μικροαστικό) των πόλεων, το Κόμμα μας πρέπει να υπολογίζει επίσης, σ’ ό,τι άφορά την κρατική του πολιτική, την επίδραση, των μελών της μεγαλοαστικής τάξης, που υπάρχουν σαν «ειδικοί», τεχνικοί, μηχανικοί, παλιοί καρχαρίες των τραπεζών και της βιομηχανίας, και που δεμένοι απ’ όλο τους το παρελθόν με το καπιταλιστικό σύστημα, είναι ανίκανοι να φανταστούνε οποιαδήποτε άλλη μορφή παραγωγής από το γνωστό πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Όσο περισσότερο χρειάζονται για τα τεχνικά θέματα και την διεύθυνση της βιομηχανίας οι ειδικοί, τόσο περισσότερο τα στοιχεία αυτά, ξένα προς την εργατική τάξη, επιδρούν στην πορεία και την ανάπτυξη των μορφών και του χαρακτήρα της εθνικής μας οικονομίας. Αυτή η κοινωνική κατηγορία των επιχειρηματιών του καπιταλιστικού συστήματος, των υπάκουων και καλοπληρωμένων υπηρετών του κεφαλαίου, ενώ παραμερίστηκε τελείως στις αρχές της επανάστασης, κατά τους δυσκολότερους μήνες της πάλης μας, καιροφυλακτούσε και μάλιστα πολλές φορές εκδήλωσε ξεκάθαρα την έχθρα της απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ («σαμποτάζ» των διανοουμένων) και τώρα μέρα με τη μέρα αποκτάει μια σημαντική επίδραση και σημασία στη διαμόρφωση της πολιτικής.5 Χρειάζεται μήπως ν’ αναφέρουμε ονόματα; Οποιοσδήποτε εργάτης που παρακολουθεί την εσωτερική και εξωτερική μας πολιτική θα σκεφτεί αμέσως αρκετά απ’ αυτά τα υποκείμενα...

Όσο το κέντρο βάρους της ζωής μας βρισκόταν στο μέτωπο, η επίδραση αυτών των κυρίων, αυτού του ξένου προς την εργατική τάξη στοιχείου πάνω στην πολιτική του σοβιετικού μας Κράτους, ειδικά σ’ ό,τι αφορά τον οικονομικό μηχανισμό, ήταν σχετικά ελάχιστη.

Οι «ειδικοί», προϊόντα του παρελθόντος, στενά και αδιαίρετα δεμένοι με το αστικό καθεστώς που καταργήσαμε, τρύπωσαν μέσα στον κόκκινο στρατό, φέρνοντας την παλιά τους νοοτροπία (υποταγή, γαλόνια, διακρίσεις, παθητική υπακοή αντί μιας ταξικής πειθαρχίας, αυθαιρεσία των αρχηγών κλπ.). Αλλά η επίδραση τους δεν έφτανε μέχρι τη γενική πολιτική γραμμή της δημοκρατίας των σοβιέτ. Το προλεταριάτο δεν διεκδικούσε απ’ αυτούς την διεύθυνση των στρατιωτικών υποθέσεων, γιατί, με το σίγουρο ταξικό του ένστικτο, αισθανόταν ότι σ’ αυτό τον τομέα, η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα να προσφέρει σαν τάξη, είναι ανίκανη να φέρει οποιαδήποτε βασική αλλαγή στο μιλιταριστικό σύστημα, να του αλλάξει τη δομή, να το ξαναφτιάξει πάνω σε μια νέα κοινωνική βάση. Ο μιλιταρισμός είναι δημιουργία ενός ξεπερασμένου από την ανθρωπότητα σταδίου του πολιτισμού. Ο μιλιταρισμός, η στρατιωτική θητεία, ο πόλεμος, δεν θα υπάρχουν στην κομμουνιστική κοινωνία. Η πάλη για τη ζωή θα ακολουθεί μια διαφορετική γραμμή, θα παίρνει τελείως άλλες μορφές που δεν είμαστε ικανοί να φανταστούμε.

Την εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο μιλιταρισμός αργοπεθαίνει και είναι φυσικό να μη μπορούν οι εργάτες, σαν τάξη, να προσφέρουν στη μορφή ή στο σύστημά του τίποτα το δημιουργικό, το καινούργιο, το χρήσιμο για την μελλοντική ανάπτυξη της κοινωνίας. Υπάρχουν σίγουρα μέσα στον κόκκινο στρατό, λαμπρές πρωτοβουλίες ταξικού πνεύματος, αλλά κατά βάθος το στρατιωτικό επάγγελμα δεν άλλαξε. Παρ’ όλα αυτά, στο στρατιωτικό επίπεδο, οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί του παλιού στρατού δεν αποπροσανατόλισαν τη σοβιετική πολιτική σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι εργάτες να αισθανθούν ότι ζημιώθηκε φανερά η τάξη τους και η βασική της αποστολή.

Τα πράγματα αλλάζουν στον οικονομικό τομέα. Η ουσία του κομμουνισμού είναι η παραγωγή κι η οργάνωση της. Όταν οι εργάτες απομακρύνονται από την οργάνωση της παραγωγής, όταν δεν τους δίνεται η δυνατότητα, όταν δεν δίνεται η δυνατότητα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στους πραγματικούς εκφραστές της προλεταριακής τάξης, να προσφέρουν την δημιουργικότητά τους για την παραγωγή και την οργάνωση νέων οικονομικών μορφών, όταν υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη στην «επιστήμη» των ειδικών, που φτιάχτηκαν και μορφώθηκαν για ένα σύστημα παραγωγής τελείως διαφορετικό, τότε εγκαταλείπεται στην πραγματικότητα ο επιστημονικός μαρξισμός. Και αυτή ακριβώς είναι η σημερινή πραχτική της ηγεσίας του Κόμματός μας. Βλέποντας την άθλια κατάσταση της εθνικής μας οικονομίας, που βασίζεται πάντα στο καπιταλιστικό σύστημα (ημερομίσθια σε χρήμα, τιμολόγια, κατηγορίες εργασίας κλπ.), οι ηγέτες του Κόμματός μας, προσπαθούν, χωρίς καμιά πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις των εργατικών συνόλων, να βρουν μια λύση στο οικονομικό χάος: και με ποιους; Με τους αντιπροσώπους του αστικού και καπιταλιστικού παρελθόντος, τους επιχειρηματίες και τους τεχνικούς, που ειδικά στον οικονομικό τομέα, έχουν χάσει κάθε δημιουργική ικανότητα, μέσα στη ρουτίνα, τις συνήθειες, τις χαρακτηριστικές μεθόδους του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Οι ηγέτες μας εισάγουν επίσης και την απλοϊκή αν όχι γελοία πεποίθηση της δυνατότητας εγκαθίδρυσης του κομμουνισμού με γραφειοκρατικά μέσα. Εκεί όπου χρειάζεται έρευνα και «δημιουργικότητα», αυτοί «διατάζουν»…

Όσο το στρατιωτικό μέτωπο υποχωρεί μπροστά στο οικονομικό μέτωπο, τόσο περισσότερο φαίνεται, οξύτατη και οδυνηρή, η φτώχεια μας, κι εκδηλώνεται η επίδραση στρωμάτων του πληθυσμού που όχι μόνο είναι από τη φύση τους ξένα και εχθρικά προς τον κομμουνισμό, αλλά που είναι συγχρόνως τελείως ανίκανα να πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία στην εξεύρεση νέων μορφών οργάνωσης της δουλειάς, νέων κινήτρων για την αύξηση της απόδοσης, πρωτότυπων μεθόδων σύνδεσης της παραγωγής με την κατανάλωση. Όλοι αυτοί οι τεχνικοί, ειδικοί, επιχειρηματίες, που βγαίνουν στην επιφάνεια της ζωής του σοβιετικού συστήματος, μόλις πάρουν στα χέρια τους την οικονομική πολιτική, ασκούν πίεση πάνω στην ηγεσία του Κόμματός μας μέσα από τις υπηρεσίες και μέσα σ’ αυτές τις υπηρεσίες.

Το Κόμμα μας βρίσκεται σε μια δύσκολη και οδυνηρή κατάσταση. Για να κυβερνάει το σοβιετικό κράτος είναι αναγκασμένο να συγκεντρώνει την προσοχή του και να προσαρμόζεται σε τρεις κατηγορίες του πληθυσμού, διαφορετικές σ’ ό,τι άφορά την κοινωνική τους σύνθεση και επομένως τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Το προλεταριάτο, από τη μια μεριά, απαιτεί μια απόλυτα καθαρή και χωρίς συμβιβασμούς πολιτική, μια αναγκαστική πορεία προς τον κομμουνισμό.

Η αγροτική τάξη, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από τους πόθους των μικροϊδιοκτητών, τη συμπάθειά της προς τις κάθε λογής «ελευθερίες» και πριν απ’ όλα, την ελευθερία του εμπορίου, και την άρνηση της κρατικής επέμβασης στις υποθέσεις της. Με τη μεσαία τάξη ενώνεται και η μικροαστική τάξη, μέσω των «εμπορικών πρακτόρων», των κρατικών υπαλλήλων, των ιδιωτικών υπαλλήλων, των προμηθευτών του στρατού κλπ., που αφού προσαρμόστηκαν στο σοβιετικό καθεστώς, είναι παρ’ όλα αυτά καταδικασμένοι από την ψυχολογία τους, να παραμορφώνουν την πολιτική μας προς την κατεύθυνση των δικών τους μικροαστικών τάσεων. Στη Μόσχα, η επίδραση αυτών των μικροαστικών στοιχείων είναι λιγότερο αισθητή, αλλά στις επαρχίες, στην ίδια τη βάση της συμβουλιακής δράσης, είναι τεράστια και ολέθρια.

Η τρίτη, τέλος, κατηγορία του πληθυσμού, αποτελείται από τους επιχειρηματίες, τους παλιούς ηγέτες του καπιταλιστικού καθεστώτος. Δεν αποτελείται από μεγιστάνες του κεφαλαίου, τους Ριαμπουσίνσκι και τους Μπουμπλίκοφ, που παραμερίστηκαν από την εργατική δημοκρατία στην πρώτη περίοδο της επανάστασης, αλλά από τους παλιούς ταλαντούχους υπηρέτες του καπιταλιστικού συστήματος, «τον εγκέφαλο και το πνεύμα του καπιταλισμού», αυτούς που πραγματικά τον δημιούργησαν και τον βοήθησαν να καρποφορήσει. Επιδοκιμάζοντας τις συγκεντρωτικές τάσεις της οικονομικής πολιτικής του σοβιετικού κράτους, θεωρώντας ότι όλα τα πλεονεκτήματα θα προέλθουν από μια σταθεροποίηση της βιομηχανίας και την οργάνωσή της σε τραστ (που είναι η τάση του κεφαλαίου στα αναπτυγμένα βιομηχανικά αστικά κράτη), θέλουν η σταθεροποίηση αυτή να μην γίνει από τις εργατικές οργανώσεις (τα συνδικάτα), αλλά να περάσει από τα δικά τους χέρια, κάτω από την ηγεσία των οικονομικών υπηρεσιών του Κράτους, κεντρικών γραφείων, συμβουλίων της εθνικής οικονομίας, όπου έχουν ήδη ριζώσει γερά. Η επίδραση αυτών των κυρίων πάνω στην «σοφή» κρατική πολιτική της ηγεσίας μας είναι μεγάλη, άπειρα μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι. Η επίδρασή τους φαίνεται από την τάση εγκαθίδρυσης και διατήρησης, παρ’ όλες τις αντιδράσεις, που υπάρχουν, του γραφειοκρατικού συστήματος (με παραχωρήσεις προς την κατεύθυνση μιας «καλυτέρευσης» αλλά καθόλου προς μία αλλαγή του ίδιου του συστήματος). Φαίνεται ακόμη πιο έκδηλα στο ότι οι εμπορικές σχέσεις που αρχίζουμε να έχουμε με τις καπιταλιστικές δυνάμεις, δεν ελέγχονται από τους οργανωμένους προλετάριους, στις ξένες χώρες ή στη Ρωσία. Φαίνεται από μια σειρά μέτρων που οδηγούν στην μείωση της πρωτοβουλίας των μαζών και το δυνάμωμα του ηγετικού ρόλου των αντιπροσώπων του καπιταλιστικού παρελθόντος.

Ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις ετερογενείς κατηγορίες, το Κόμμα μας είναι αναγκασμένο να ελίσσεται και να βρίσκει μια μέση πολιτική που δεν καταστρέφει την ενότητα των συμφερόντων του κράτους. Η αυτόνομη πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος, λόγω της εξομοίωσης του με τον κρατικό μηχανισμό, με τον μηχανισμό των σοβιέτ, χάνει όλο και περισσότερο την ταξική της καθαρότητα και μετατρέπεται σε ουδέτερη πολιτική, αδιάφορη απέναντι στις τάξεις, που είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής των ηγετικών οργάνων σε ετερογενή και αντιφατικά συμφέροντα ενός κοινωνικά ετερογενούς και ανάκατου πληθυσμού. Η προσαρμογή αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε ταλαντεύσεις, αβεβαιότητα, παρεκκλίσεις και λάθη. Θα θυμίσουμε μόνο τα σκαμπανεβάσματα μας στο θέμα των σχέσεων μας με τους αγρότες, όταν από τον «προσανατολισμό προς τον φτωχό αγρότη» περάσαμε στον «προσανατολισμό προς τον εργατικό και οικονόμο μικροϊδιοκτήτη». Η πολιτική, αν μπορεί να πει κανείς, αυτή δείχνει το βάθος και την κρατική σοφία των «πολιτικών» μας. Αλλά ο ιστορικός που κρίνει αμερόληπτα τα διαφορετικά στάδια της εξουσίας μας, θα παρατηρήσει οπωσδήποτε μια επικίνδυνη παρέκκλιση από την ταξική γραμμή και μια τάση, με σοβαρές συνέπειες, προς τον «οπορτουνισμό» και την εκάστοτε προσαρμογή…

Μπορούμε να πάρουμε το θέμα του εξωτερικού εμπορίου. Υπάρχει, χωρίς καμιά αμφιβολία, μια ουσιαστική διαφωνία σ’ ό,τι άφορά την πολιτική μας, που φαίνεται από τις αδιάκοπες συγκρούσεις ανάμεσα στα επιτροπάτα των εξωτερικών και του εξωτερικού εμπορίου. Οι συγκρούσεις αυτές δεν έχουν μόνο ένα καθαρά «υπηρεσιακό» χαρακτήρα, αλλά είναι πολύ βαθύτερες και αν οι παρασκηνιακές διαδικασίες των ηγετικών μας οργάνων, έφταναν μπροστά στο δικαστήριο των μαζών, ποιος ξέρει τι διαστάσεις θα έπαιρναν οι διαφορές ανάμεσα στο επιτροπάτο των Εξωτερικών και τους εμπορικούς μας αντιπροσώπους στο εξωτερικό;

Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε υπηρεσίες, διαφορές που δεν λέγονται στις μάζες, έχουν στην πραγματικότητα τεράστια κοινωνική σημασία, και προέρχονται από την αναγκαιότητα προσαρμογής της κρατικής πολιτικής στις τρεις ετερογενείς κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού (εργάτες, αγρότες, μέλη της παλιάς αστικής τάξης). Να η δεύτερη αίτια της κρίσης μέσα στο Κόμμα μας. Δεν επιτρέπεται να την αγνοούμε. Είναι χαρακτηριστική και εγκυμονεί περισσότερους απ’ ό,τι πρέπει κινδύνους. Το καθήκον των ηγετών του Κόμματος, αν η ζωτικότητα και η ενότητα του τους ενδιαφέρει, είναι να μελετήσουν σε βάθος την αίτια αυτή και να βγάλουν τα συμπεράσματα που απορρέουν αναγκαστικά από τη διάχυτη δυσαρέσκεια που προκαλεί μέσα στις μάζες.

Την εποχή της πρώτης επανάστασης, όσο η εργατική τάξη αισθανόταν ότι είναι ο μόνος ερμηνευτής του κομμουνισμού, η ενότητα μες το κοινοβούλιο ήταν τέλεια. Όπως δεν μπορούσε να υπάρχει θέμα «κορυφής» και «κατωτέρων στρωμάτων» στην πρώτη περίοδο μετά τον Οκτώβρη, τη στιγμή που η πρωτοπορία του προλεταριάτου πραγματοποιούσε εσπευσμένα και επιβεβαίωνε το ένα μετά το άλλο, όλα τα άρθρα του ταξικού μας προγράμματος, του κομμουνιστικού μας προγράμματος.

Ο αγρότης, αφού πήρε τη γη, δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει το ότι είναι αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατίας των σοβιέτ, ένας πολίτης με όλα τα δικαιώματα. Οι διανοούμενοι, οι «ειδικοί», οι επιχειρηματίες και όλη η μικροαστική τάξη, οι ψευτο-ειδικοί που ανεβαίνουν κάθε μέρα στην ιεραρχία του κράτους των σοβιέτ κάνοντας τους ειδικούς, είχαν τότε, στο περιθώριο, μια στάση αναμονής και άφηναν έτσι το πεδίο ελεύθερο στην δημιουργική ορμή των προχωρημένων εργατικών μαζών.

Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο: ο εργάτης αισθάνεται, βλέπει, δοκιμάζει σε κάθε του βήμα το ότι οι ειδικοί και, ακόμα χειρότερα, οι ψευτο-ειδικοί, αστοιχείωτοι και χωρίς πείρα, οι «υπάλληλοι με πείρα» παραμερίζουν τον «αμόρφωτο» εργάτη, με το πρόσχημα ότι είναι ανίκανος ή ότι έχει την τάση να εφαρμόζει παντού το υποτιθέμενο ένστικτό του, και καταλαμβάνουν τα κύρια όργανα που διοικούν την παραγωγή μας. Και το Κόμμα, αντί να ξαναβάλει στη θέση τους αυτά τα ξένα προς την εργατική τάξη και τον κομμουνισμό στοιχεία, τα προστατεύει και προσπαθεί να βασιστεί σ’ αυτά για να βρει τη σωτηρία και το φάρμακο ενάντια στην οικονομική σύγχυση, αντί να βασιστεί στις εργατικές οργανώσεις! Σ’ αυτούς έχει εμπιστοσύνη το Κόμμα, κι όχι στους εργάτες, τα συνδικάτα, τις ταξικές οργανώσεις. Οι μάζες το αισθάνονται κι αντί να ’χουμε μια ενότητα και μια στενή επαφή ανάμεσα στο Κόμμα και την προλεταριακή τάξη, έχουμε μια ρωγμή. Άντι να πηγαίνουμε προς την ταύτιση, βαδίζουμε προς την διαίρεση… Οι μάζες δεν είναι τυφλές. Οι πιο δημοφιλείς ηγέτες μάταια προσπαθούν να καλύψουν με ωραία λόγια την λιποταξία τους από την καθαρή ταξική πολιτική, τις παραχωρήσεις τους, πότε στους μικροαγρότες, πότε στο διεθνή καπιταλισμό, την εμπιστοσύνη που έχουν στους καλύτερους μαθητές του συστήματος καπιταλιστικής παραγωγής. Οι μάζες αισθάνονται πολύ καλά από που αρχίζει η υποχώρηση. Μπορεί οι εργάτες να βλέπουν με αφοσίωση και ειλικρινή στοργή τον Λένιν, μπορεί να έχουν γοητευτεί από τις αξιοθαύμαστες και ασύγκριτες ρητορικές ικανότητες του Τρότσκι ή από την οργανωτική του ικανότητα, μπορεί να σέβονται σαν άτομα πολλούς από τους υπόλοιπους αρχηγούς. Αλλά όταν «η μάζα» αισθάνεται ότι δεν της έχουν εμπιστοσύνη, ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δημιουργικές ικανότητες της τάξης της, τότε φυσικά φωνάζει: Ως εδώ! δε θα σας ακολουθήσουμε παραπέρα με κλειστά τα μάτια. Αφήστε μας να δούμε την κατάσταση καθαρά. Η πολιτική σας της μέσης λύσης ανάμεσα σε τρεις κοινωνικές κατηγορίες εμπνέεται ίσως από μια απέραντη σύνεση, μοιάζει όμως αρκετά με την παλιά μας γνωριμία, τον οπορτουνισμό.

Αυτή η «φρόνιμη πολιτική» μπορεί σήμερα να μας επιτρέπει να κερδίζουμε σε ορισμένα πράγματα. Ας προσέξουμε όμως μήπως χαθούμε σε λάθος δρόμο που, με τους ελιγμούς και τα σκαμπανεβάσματα του, θα μας οδηγήσει ανεπαίσθητα μακριά από το μέλλον, στον λαβύρινθο του παρελθόντος… η δυσπιστία απέναντι στους ηγέτες του Κόμματος μεγαλώνει μέσα στην προλεταριακή τάξη, και όσο οι ηγέτες αυτοί γίνονται «συνετοί» τόσο περισσότερο εξελίσσονται σε επιδέξιους «πολιτικούς» που ισορροπούν ανάμεσα στον κομμουνισμό και το αστικό παρελθόν, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η άβυσσος ανάμεσα στην κορυφή και «τη μάζα», τόσο περισσότερο μειώνεται η αμοιβαία κατανόηση και γίνεται οδυνηρή και μοιραία η εσωτερική κρίση του Κόμματός μας.

Η τρίτη καθοριστική αίτια αυτής της κρίσης, είναι το ότι στην πραγματικότητα, στην πράξη, κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων επανάστασης, οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των εργατικών μαζών, των παραγωγών, του λαού των εργοστασίων, αντί να καλυτερεύσουν, χειροτέρεψαν. Κανείς από τους ηγετικούς κύκλους του Κόμματός μας δεν θα το αρνηθεί. Η υπόκωφη αλλά διάχυτη δυσαρέσκεια των εργατών (σημειώστε το καλά: των εργατών) οφείλεται σε υλικούς λόγους.

Αυτοί που βγήκαν απ’ ευθείας κερδισμένοι από την επανάσταση, είναι οι αγρότες. Στις νέες μορφές οργάνωσης και ζωής του κράτους των σοβιέτ προσαρμόστηκαν επίσης υπέροχα όχι μόνο οι μικροαστοί, αλλά και τα μέλη της μεγαλοαστικής τάξης που κατέλαβαν σημαντικές και ηγετικές θέσεις στις κρατικές υπηρεσίες (ιδιαίτερα στις οικονομικές υπηρεσίες), στη βιομηχανία ή στο εξωτερικό εμπόριο. Μόνο η βασική τάξη της δημοκρατίας των σοβιέτ, αυτή που στην περίοδο της δικτατορίας βαστάει όλο το βάρος της ευθύνης, περιφέρει μια σκανδαλώδικα άθλια ύπαρξη.

Η δημοκρατία των εργαζομένων, με οδηγητές τους κομμουνιστές, την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, που, κατά τον Λένιν, «συγκέντρωσε και εξέφρασε την επαναστατική ενέργεια του συνόλου της τάξης», μπόρεσε να δημιουργήσει προνομιούχες συνθήκες για μερικές επιχειρήσεις ή βιομηχανικούς κλάδους «πρωτοποριακούς», απομονωμένους, που βρέθηκαν τυχαία μπροστά στο συμβούλιο των λαϊκών επίτροπων. Δεν πρόλαβε όμως να σκεφτεί πώς θα δημιουργηθούν για τη μεγάλη μάζα των εργατών και εργατριών, λίγο πολύ ανθρώπινες συνθήκες ύπαρξης!

Το επιτροπάτο εργασίας είναι το πιο νεκρό απ’ όλα. Η πολιτική των σοβιέτ δεν έθεσε κι ούτε εξέτασε σοβαρά, σε εθνική κλίμακα, το παρακάτω ερώτημα: τι πρέπει να γίνει και τι μπορούμε να κάνουμε, στη σημερινή κατάσταση οικονομικής αποδιοργάνωσης, παίρνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές δυσμενείς συνθήκες, για την καλυτέρευση της ζωής του εργάτη, για τη διατήρηση της ικανότητάς του να εργάζεται, για να γίνουν οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο λίγο πολύ ανεκτές; Αυτό που διέκρινε μέχρι τον τελευταίο καιρό την πολιτική των σοβιέτ ήταν η απουσία κάθε χαραγμένης γραμμής, κάθε επεξεργασμένου και κανονικού σχεδίου σ’ ό,τι αφορά την οργάνωση της ζωής των έργα των και την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. Ό,τι έγινε σ’ αυτό τον τομέα έγινε κατά τύχη, σπασμωδικά, από τις τοπικές διοικήσεις, κάτω από την πίεση των μαζών.

Κατά τα τρία χρόνια του εμφυλίου πολέμου, το προλεταριάτο προσέφερε ηρωικά αναρίθμητες θυσίες στο βωμό της επανάστασης. Περίμενε υπομονετικά. Σήμερα όμως που βρισκόμαστε σε μια καμπή, που το ευαίσθητο σημείο της δημοκρατίας μας έχει γίνει το οικονομικό μέτωπο, η εργατική μάζα θεωρεί περιττό να υποφέρει και να περιμένει παραπάνω. Και γιατί; Αυτή δεν είναι που οικοδομεί τη νέα ζωή πάνω σε κομμουνιστικές βάσεις; «Τότε, λέει, ας την οικοδομήσουμε εμείς οι ίδιοι μια και ξέρουμε καλύτερα από τους κυρίους των κεντρικών γραφείων τι δεν πάει καλά…».

Ο απλός εργάτης ανοίγει τα μάτια. Βλέπει ότι μέχρι τώρα η υγειονομική περίθαλψη, η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας στο εργοστάσιο, η προστασία της υγείας του εργαζόμενου, άντρα ή γυναίκας, όλα μ’ άλλα λόγια τα θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή και την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, έχουν μπει στην τελευταία θέση της πολιτικής μας. Για να λυθεί το πρόβλημα της κατοικίας, δεν βρέθηκε τίποτα καλύτερο από το να εγκατασταθούν εργατικές οικογένειες σε διαμερίσματα αστών, άβολα και καθόλου κατάλληλα γι’ αυτές. Κι ακόμα χειρότερα, δεν άρχισε καν η πραχτική μελέτη ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης της κατοικίας. Είναι ντροπή μας, το ότι, όχι μόνο στις μακρινές επαρχίες, αλλά στην καρδιά της δημοκρατίας, στη Μόσχα, βλέπουμε να φυτρώνουν εργατικοί στρατώνες, βρωμεροί, ανθυγιεινοί, υπερπλήρεις. Όταν μπαίνει κανείς εκεί μέσα, νομίζει ότι δεν έγινε επανάσταση… Όλοι ξέρουμε ότι το πρόβλημα της κατοικίας δεν μπορεί να λυθεί σε μερικούς μήνες, ούτε και σε μερικά χρόνια. Στην κατάσταση φτώχειας όπου βρισκόμαστε παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Αλλά, η αυξανόμενη, και όλο και πιο φανερή ανισότητα ανάμεσα στις προνομιούχες κατηγορίες του πληθυσμού και τους απλούς εργάτες, τον «σκελετό της δικτατορίας» του προλεταριάτου, γεννάει και τρέφει μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια.

Ο απλός εργάτης βλέπει πώς ζει ο υπάλληλος του Κράτους των σοβιέτ, ο «ειδικός», και βλέπει πώς ζει ο ίδιος, αυτός που στηρίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου... Δεν μπορεί να μη δει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αυτό που προσέχτηκε λιγότερο απ’ όλα είναι η ζωή και η υγεία του εργάτη στο εργοστάσιο. Εκεί όπου, πριν από την επανάσταση, η κατάσταση ήταν περίπου ανεκτή, διατηρείται έτσι από τις εργοστασιακές επιτροπές. Παντού όμως όπου η υγρασία, η έλλειψη εξαερισμού, και τα δηλητηριασμένα αέρια μολύνουν και εξαντλούν ταν οργανισμό του εργάτη, τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν άλλαξε…: «Είχαμε άλλα πράγματα να κάνουμε… Σκεφτείτε το μέτωπο του εμφυλίου πολέμου…». Και όμως, όταν επρόκειτο να επισκευαστεί ένα γραφείο για κάποια υπηρεσία, βρέθηκαν πάντα και τα υλικά και η εργατική δύναμη… Δοκιμάστε να βάλετε τους «ειδικούς», τους εμπειρογνώμονές μας για τις εμπορικές συναλλαγές με το ξένο κεφάλαιο, στις τρώγλες όπου συνεχίζουν να ζουν και να δουλεύουν τόσοι και τόσοι προλετάριοι: θα βάζανε τέτοιες φωνές που θα είμαστε αναγκασμένοι να κινητοποιήσουμε όλο το τμήμα οικοπέδων και κατοικιών για να τελειώνει μια «απαράδεκτη αμέλεια» που εμποδίζει την παραγωγικότητα της εργασίας… των ειδικών!

Αυτό που πέτυχε η Εργατική Αντιπολίτευση είναι να μπει στο εθνικό οικονομικό σχέδιο η οργάνωση των συνθηκών ζωής των εργατών, με όλες τις άλλες, τάχα ευτελείς και ασήμαντες διεκδικήσεις τους. Η αύξηση της παραγωγής είναι αδύνατη αν δεν οργανωθεί συγχρόνως η ζωή των εργατών πάνω σε νέες, ορθολογικές, κομμουνιστικές βάσεις.

Όσο λιγότερα είναι αυτά που έχουν προσχεδιαστεί μέχρι σήμερα σ’ αυτόν τον τομέα (δεν λέω: πραγματοποιηθεί), τόσο πιο βαθιά είναι η έλλειψη κατανόησης, η απόσταση και η έλλειψη εμπιστοσύνης, ανάμεσα στους ηγετικούς κύκλους του Κόμματος και τις εργατικές μάζες. Δεν υπάρχει ενότητα, κοινή συνείδηση κοινών αναγκών, πόθων και διεκδικήσεων. «Οι ηγέτες είναι από τη μια μεριά και μεις από την άλλη. Μπορεί να ξέρουν καλύτερα πώς να διοικούν τη χώρα, δεν καταλαβαίνουν όμως και δεν θέλουν να γνωρίζουν τον καθημερινό μας μόχθο, τη ζωή στο εργοστάσιο, με τις άμεσες ανάγκες και απαιτήσεις της». Από κει προέρχεται και μια ενστικτώδικη εμπιστοσύνη στα συνδικάτα και, αντίθετα, μια ενστικτώδικη απομάκρυνση από το Κόμμα. «Ήταν κάποτε ένας από μάς, αλλά από τότε που είναι στο κεντρικό γραφείο, δε μάς ξέρει πια… δεν ζει πλέον σαν εμάς. Τι τον νοιάζουν οι έγνοιες μας; δεν είναι πια οι δικές του, φυσικά…».

Και όσο το Κόμμα μας έπαιρνε από τα εργοστάσια και τα συνδικάτα τα πιο συνειδητά και τα πιο αφοσιωμένα στοιχεία, για να τα στείλει στα μέτωπα ή στις κάθε λογής υπηρεσίες, τόσο περισσότερο έσπαζε η απ’ ευθείας σύνδεση ανάμεσα στις εργατικές μάζες και τα ηγετικά πολιτικά κέντρα. Η ρωγμή μεγάλωνε και βάθαινε... Σήμερα, η ρωγμή αυτή γίνεται ήδη αισθητή στο εσωτερικό του ίδιου του Κόμματος. Μέσω της Εργατικής Αντιπολίτευσης, οι εργάτες ρωτούν: Ποιοι είμαστε; αληθεύει ότι είμαστε ο ακρογωνιαίος λίθος της δικτατορίας του προλεταριάτου; Μήπως δεν είμαστε παρά ένα άβουλο κοπάδι, ένα μέσο κοινωνικής προώθησης αυτών που έχουν ξεκοπεί από τις μάζες και την έχουνε βολέψει κάτω από την ταμπέλα του κομμουνισμού, ή αυτών που κάνουν την πολιτική και αποφασίζουν για την οικονομική ζωή, έξω από τη δική μας καθοδήγηση, χωρίς τη δημιουργική δομή της τάξης μας;

Μπορεί οι κορυφές του Κόμματος να περιφρονούν την Εργατική Αντιπολίτευση, αποτελεί όμως την υγιή και ανοδική δύναμη μιας ολόκληρης τάξης που φέρνει την αναζωογονητική της ενέργεια για την ανόρθωση της οικονομίας μας και του ίδιου του κομμουνιστικού Κόμματος, που έχει αρχίσει να μαραίνεται και να γέρνει προς τα κάτω.

Τρεις επομένως αιτίες προκαλούν την κρίση του Κόμματός μας. Πριν απ’ όλα οι αντικειμενικές συνθήκες μέσα στις όποιες είμαστε αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε στη Ρωσία τις κομμουνιστικές αρχές (εμφύλιος πόλεμος, περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, βαθιά αποδιοργάνωση μετά τη μακρόχρονη περίοδο πολέμων). Ύστερα η μικτή συγκρότηση του πληθυσμού: μόνο εφτά εκατομμύρια προλετάριοι και δίπλα, η μάζα των αγροτών, των μικροαστών, τα κατάλοιπα της μεγαλοαστικής τάξης, οι κάθε λογής και κάθε ειδικότητας επιχειρηματίες που επιδρούν πάνω στην πολιτική των κρατικών υπηρεσιών, και εισχωρούν μάλιστα και στο Κόμμα. Τέλος, η αδράνεια του Κόμματος σ’ ό,τι αφορά την άμεση καλυτέρευση της ζωής του προλεταριάτου, και η αδεξιότητα και ανικανότητα των υπηρεσιακών οργάνων που θα έπρεπε φυσιολογικά να βάζουν και να λύνουν αυτά τα προβλήματα.

Τι ζητάει η Αντιπολίτευση; και τι έχει προσφέρει; Αυτό που προσέφερε ήταν το ότι έβαλε στο Κόμμα όλα αυτά τα καυτά ερωτήματα, ότι μίλησε καθαρά για τις αόρατες ζυμώσεις που γίνονταν μέσα στις μάζες και που απομάκρυναν όλο και περισσότερο τους ανοργάνωτους εργάτες από το Κομμουνιστικό Κόμμα, λέγοντας ξεκάθαρα και χωρίς φόβο στους ηγετικούς κύκλους του Κόμματος: «Σταματήστε, κοιτάξτε γύρω σας, ρωτήστε τη συνείδησή σας. Που μας οδηγείτε; Μήπως ξεφεύγουμε από τις ταξικές αρχές; τι Κόμμα θα ’ναι αυτό όταν έχουμε ξεχωριστά, από τη μια μεριά τον σκελετό της δικτατορίας, την εργατική τάξη, κι από την άλλη το Κομμουνιστικό Κόμμα. Θα σημαίνει την καταστροφή της Επανάστασης». Κατά τη σημερινή κρίση το Κόμμα πρέπει ν’ απορρίψει θαρραλέα τα λάθη του και ν’ ακούσει το σίγουρο ένστικτο των εργατικών μαζών, ν’ ακούσει το κάλεσμά τους: με τη χρησιμοποίηση της δημιουργικής πρωτοβουλίας της επαναστατικής τάξης μέσω των συνδικάτων, θα πετύχουμε την ανόρθωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, την εκκαθάριση του Κόμματος από όλα τα ξένα στοιχεία που έχουν εισχωρήσει σε αυτό, την επανόρθωση της γραμμής του, την επιστροφή στο δημοκρατικό πνεύμα, στην ελευθερία γνώμης και κριτικής στο εσωτερικό του Κόμματος!

Ο ρόλος και οι λειτουργίες του συνδικάτου

Αναφέραμε, περιληπτικά, τις βασικές γραμμές των αίτιων που προκαλούν την εσωτερική κρίση του Κόμματός μας. Ας εξετάσουμε τώρα τα κύρια σημεία της διαφοράς ανάμεσα στους ηγετικούς κύκλους του Κομμουνιστικού Κόμματος και την Εργατική Αντιπολίτευση. Τα σημεία αυτά είναι δύο: ο ρόλος και οι λειτουργίες των συνδικάτων στην περίοδο ανοικοδόμησης της οικονομίας και η οργάνωση της βιομηχανίας πάνω σε κομμουνιστική βάση, και το θέμα της αυτόνομης δραστηριότητας των μαζών και της γραφειοκρατίας στο Κόμμα και στα σοβιέτ. Ας σταθούμε στο πρώτο θέμα, μια και το δεύτερο απορρέει απ’ αυτό.

Η περίοδος διατύπωσης των «θέσεων» πάνω στο θέμα των συνδικάτων έχει λήξει. Μας προσφέρονται έξη πλατφόρμες, έξη ομάδων στο εσωτερικό του Κόμματος. Ποτέ δεν υπήρχε στο Κόμμα μια τέτοια ποικιλία απόψεων, μια τέτοια σχολαστικότητα στις αποχρώσεις, ποτέ δεν είχε εμπλουτιστεί η κομμουνιστική σκέψη από ένα τόσο μεγάλο όγκο όρων πάνω σ’ ένα και μόνο θέμα. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι σοβαρό, ουσιώδες.

Πολύ σωστά. Πρόκειται για το ξεκαθάρισμα τού ποιος θα οικοδομήσει την κομμουνιστική οικονομία και πώς. Εκεί βρίσκεται η βάση, η καρδιά του προγράμματός μας. Το θέμα δεν είναι λιγότερο σημαντικό, ίσως περισσότερο, απ’ αυτό της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Μόνο η ομάδα του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», με τον σύντροφο Μπουμπνόφ, μπορεί να είναι αρκετά τυφλή για να θεωρεί ότι «αυτή τη στιγμή το θέμα των συνδικάτων δεν έχει την παραμικρή αντικειμενική σημασία και δεν παρουσιάζει καμιά ειδική θεωρητική δυσκολία».

Είναι φυσικό να δημιουργείται σύγχυση μέσα στα Κόμμα. Ουσιαστικά, το ερώτημα είναι τούτο: προς τα που θα κινήσουμε τον τροχό της ιστορίας, προς τα μπρος η προς τα πίσω; Κανένας κομμουνιστής δεν μπορεί να μένει αμέτοχος στη συζήτηση για τον ρόλο των συνδικάτων. Να γιατί δημιουργήθηκαν έξη διαφορετικές ομάδες.

Αν όμως εξετάσουμε προσεχτικά τις θέσεις όλων αυτών των ομάδων, που χωρίζονται η μια από την άλλη με απειροελάχιστες διαφορές, γίνεται φανερό ότι πάνω στο βασικό πρόβλημα, το «ποιος πρέπει να οικοδομήσει την κομμουνιστική οικονομία και να οργανώσει την παραγωγή σε νέες βάσεις;» δεν υπάρχουν παρά δύο απόψεις. Η μια που εκφράζεται στις θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Η άλλη, που συγκεντρώνει όλες τις άλλες πολύμορφες, αλλά βασικά ίδιες, αποχρώσεις.6

Προς τα πού τείνουν οι θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης και πώς αντιλαμβάνεται τις λειτουργίες και το ρόλο των επαγγελματικών συνδικάτων, ή μάλλον των «παραγωγικών ενώσεων»7 στη σημερινή κατάσταση;

«Θεωρούμε ότι το θέμα της ανόρθωσης και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα μας δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο όταν αλλάξει όλο το σύστημα οργάνωσης και διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας» (ομιλία του Σλιάπνικοφ, στις 30 Δεκέμβρη). Σημειώστε, σύντροφοι, το «όταν αλλάξει όλο το σύστημα». Τι θα πει αυτό; «Η πραγματική διαφωνία, λέει παρακάτω ο Σλιάπνικοφ, βρίσκεται στον τρόπο με τον όποιο το Κόμμα μας θα εφαρμόσει στην πράξη, στη σημερινή μεταβατική εποχή, την οικονομική του πολιτική: μέσω των οργανωμένων σε συνδικάτα εργατικών μαζών, ή χωρίς την άμεση συμμετοχή τους, μέσω της γραφειοκρατικής οδού των υπαλλήλων με ειδικές αρμοδιότητες». Ακριβώς εκεί βρίσκεται η πραγματική διαφωνία: θα οικοδομήσουμε τον κομμουνισμό με τα χέρια των εργατών ή χωρίς τη συμμετοχή τους, μέσω των κρατικών υπαλλήλων; Ας το σκεφτούν οι σύντροφοι: είναι δυνατό να πραγματοποιήσουμε, να οικοδομήσουμε την οικονομία, την κομμουνιστική παραγωγή, με τα χέρια και το μυαλό ανθρώπων που ανήκουν σε μια ξένη τάξη και που είναι σημαδεμένοι από τη ρουτίνα του παρελθόντος; Αν σκεφτούμε σαν μαρξιστές και σαν επιστήμονες, θ’ απαντήσουμε καθαρά και κατηγορηματικά: όχι, δεν είναι δυνατό. Να φανταζόμαστε ότι «υπάλληλοι με πείρα», τεχνικοί, ειδικοί στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, θα μπορέσουν ξαφνικά να ξεφορτωθούν τις συνηθισμένες μεθόδους και αντιλήψεις τους, τις ιδέες με τις όποιες διαπαιδαγωγήθηκαν και που όσο υπηρετούσαν το κεφάλαιο ενσωματώθηκαν στον ίδιο τον οργανισμό τους, ότι θα μπορέσουν να εργαστούν για το φτιάξιμο του νέου κομμουνιστικού οικονομικού μηχανισμού (γιατί στην πραγματικότητα χρειάζεται να βρεθούν νέες μορφές παραγωγής, οργάνωσης της εργασίας, νέα δραστικά κίνητρα), σημαίνει ότι ξεχνάμε τούτη τη γενική εμπειρική αλήθεια, ότι ένα οικονομικό σύστημα δεν το αλλάζουν διάφορες ευφυίες αλλά μόνο οι βαθύτερες ανάγκες μιας ολόκληρης τάξης.

Μπορούμε να εξετάσουμε τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στο φεουδαρχικό σύστημα που ήταν βασισμένο στη δουλεία και στο βούρδουλα, και στο καπιταλιστικό σύστημα με την υποτιθέμενη ελεύθερη εργασία και τους μισθωτούς βιομηχανικούς εργάτες. Τι θα συνέβαινε αν η αστική τάξη, χωρίς πείρα στην οργάνωση της καπιταλιστικής της οικονομίας, είχε καλέσει σαν κύριους οργανωτές των εργοστασίων της τους πιο αξιόλογους και τους πιο ταλαντούχους επιστάτες και υπαλλήλους των μεγάλων φεουδαρχικών κτημάτων, αυτούς δηλαδή που ήταν συνηθισμένοι να διευθύνουν την εργασία των δουλοπάροικων; Θα μπορούσαν αυτοί οι έμπειροι, οι «ειδικοί» στο είδος τους, που μεγάλωσαν με το σεβασμό του βούρδουλα, να αποσπάσουν από το προλεταριάτο μια μεγάλη παραγωγικότητα της «ελεύθερης» εργασίας του, όταν παρ’ όλο που πεινούσε είχε τη δυνατότητα, μέχρις ένα βαθμό, να ξεφύγει από τη βάναυση μεταχείριση ενός εργοστασιάρχη πηγαίνοντας στο στρατό, δουλεύοντας στα αγροκτήματα, αλητεύοντας, ζητιανεύοντας, ξεφεύγοντας όμως από μια μισητή εργασία; Δε θα είχαν, αντίθετα, καταστρέψει εξ αρχής τη νέα οργάνωση της εργασίας και μαζί όλο το καπιταλιστικό σύστημα που βασίζεται πάνω σ’ αυτήν; Παλιά αφεντικά κολλήγων, παλιοί μεγαλοϊδιοκτήτες, ή και επιστάτες τους μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις νέες μορφές παραγωγής. Η αστική τάξη όμως δεν βρήκε ανάμεσα τους τους πραγματικούς δημιουργούς και ιδρυτές του οικονομικού της συστήματος. Το ταξικό ένστικτο έκανε τους ιδιοκτήτες των πρώτων εργοστασίων να καταλάβουν ότι για να βρουν το σωστό δρόμο και να καθορίσουν νέες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, ήταν προτιμότερο να προχωρούν αργά και ψηλαφώντας, χρησιμοποιώντας όμως τα δικά τους μέσα και τη δική τους αντίληψη, χωρίς να δανείζονται από ένα ξεπερασμένο σύστημα εκμετάλλευσης της εργασίας, ανεφάρμοστες και ολέθριες μεθόδους, ικανές όχι να αυξήσουν αλλά να μειώσουν την παραγωγή. Το δημιουργικό ένστικτο της τάξης τους δίδαξε πολύ σωστά τους καπιταλιστές, ότι στην πρώτη περίοδο συσσώρευσης της καπιταλιστικής ενέργειας, αντί για το βούρδουλα του αφέντη, χρειαζόταν ένα άλλο κέντρισμα, το κέντρισμα της άμιλλας και του συναγωνισμού, με την απειλή της ανεργίας και της φτώχειας. Και οι καπιταλιστές, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο αυτό το κίνητρο, αυτό το κέντρισμα, μπόρεσαν να το χρησιμοποιήσουν για ν’ αναπτύξουν τις νέες μορφές της αστικής καπιταλιστικής παραγωγής, αυξάνοντας αυτόματα με τον τρόπο αυτό την απόδοση της υποτιθέμενης «ελεύθερης» μισθωτής εργασίας.

Έτσι, εδώ και πέντε αιώνες, η αστική τάξη προχώρησε στα τυφλά, ψάχνοντας, υπακούοντας μόνο στο ταξικό της ένστικτο. Βασίστηκε πολύ περισσότερο στο αισθητήριό της απ’ ό,τι στην πείρα των σοφών «ειδικών», στους εμπειρογνώμονες της φεουδαρχικής οικονομίας. Και ιστορικά είχε δίκιο.8

Έχουμε σήμερα στα χέρια μας ένα παντοδύναμο όπλο που μας βοηθάει να βρούμε τον συντομότερο δρόμο προς τη νίκη, που μειώνει τα όσα υποφέρει σ’ αυτό το δρόμο η εργατική τάξη, και που δίνει μια γερή βάση στο νέο κομμουνιστικό οικονομικό σύστημα. Το όπλο αυτό είναι η υλιστική αντιμετώπιση της ιστορίας. Και αντί να το χρησιμοποιήσουμε, αντί να εμβαθύνουμε τις εμπειρίες μας και να επαληθεύσουμε τις έρευνες μας με μια τέτοια αντίληψη της ιστορίας, είμαστε έτοιμοι να παραμερίσουμε τις ιστορικές αλήθειες και να χαθούμε στο χάος του τυφλού εμπειρισμού, βασισμένοι στην τύχη μας!… Όσον οδυνηρή κι αν είναι η οικονομική μας κατάσταση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να φτάνουμε σε τέτοιες εκδηλώσεις απελπισίας. Αυτοί που πρέπει ν’ απελπίζονται είναι οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις που, με την εκμηδένιση της δημιουργικής ενέργειας του καπιταλισμού, βρίσκονται πραγματικά σε αδιέξοδο. Όχι εμείς, η εργαζόμενη Ρωσία, μπροστά στην οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση άνοιξε απέραντους ορίζοντες, αφάνταστες μορφές παραγωγής με μια απόδοση πλούτου άγνωστη σε μας. Αλλά πρέπει να μάθουμε να μην ψάχνουμε την πηγή των δυνάμεών μας στο παρελθόν και αντίθετα να αφήνουμε ελεύθερη τη δημιουργική πρωτοβουλία του μέλλοντος.

Κι αυτό κάνει η Εργατική Αντιπολίτευση. Ποιος μπορεί να είναι ο δημιουργός, ο μάστορας της κομμουνιστικής οικονομίας; Όχι βέβαια, μερικοί, ευφυείς ίσως, αντιπρόσωποι του παρελθόντος, αλλά μόνο η τάξη εκείνη που είναι από την ίδια την ύπαρξή της δεμένη με αυτό το νέο σύστημα παραγωγής, το περισσότερο παραγωγικό και το περισσότερο τελειοποιημένο, που γεννιέται με τον κόπο των εργατών. Ποιο όργανο είναι ικανό να εκφράσει και να δραστηριοποιήσει τις δυνατότητες της νέας αυτής οργάνωσης της οικονομίας και της παραγωγής; Τα εργατικά συνδικάτα ή οι κρατικές υπηρεσίες με τον κοινωνικά ανάμεικτο και γραφειοκρατικό μηχανισμό τους; η Εργατική Αντιπολίτευση θεωρεί ότι μόνο τα εργατικά συνδικάτα είναι ικανά να κάνουν κάτι τέτοιο και όχι μια ανακατεμένη και γραφειοκρατική κοινωνία υπαλλήλων, κυρίως όταν περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρηματιών της παλιάς καπιταλιστικής σχολής, με το γερασμένο πνεύμα της καπιταλιστικής ρουτίνας.

«Τα εργατικά συνδικάτα, αντί να περιορίζονται όπως σήμερα σε μια παθητική βοήθεια στις κρατικές υπηρεσίες, πρέπει να πάρουν μέρος δραστήρια και ατομικά στη διεύθυνση του συνόλου της εθνικής οικονομίας» (Θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης). Το να ψάξουμε, να βρούμε, και να εφαρμόσουμε νέες τελειότερες οικονομικές μορφές, το να δοκιμάσουμε νέα κίνητρα για την αύξηση της αποδόσεως της εργασίας, όλ’ αυτά δεν είναι πραγματοποιήσιμα παρά από οργανώσεις που μέσα από την καθημερινή τους πείρα, είναι αναπόσπαστα δεμένες με την καινούργια μορφή παραγωγής. Μόνο αυτές είναι ικανές να βγάλουν απ’ αυτή την πείρα ένα σωρό πραχτικά συμπεράσματα, που φαίνονται ασήμαντα, αλλά που στην πραγματικότητα είναι τεράστιας σημασίας, σ’ ό,τι άφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του εργάτη σε συνθήκες νέες όπου η φτώχεια, η ανεργία και ο συναγωνισμός στην αγορά εργασίας έχουν πλέον εκλείψει σαν κίνητρα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα μιας εργατικής τάξης που βρίσκεται στο κατώφλι του κομμουνισμού είναι να βρεθεί ένα κίνητρο, ένας σκοπός για την εργασία. Κανείς άλλος από την ίδια την εργατική τάξη, όπως εκφράζεται με τις οργανώσεις της, δεν είναι σε θέση να λύσει αυτό το πρόβλημα.

Η συνδικαλιστική δραστηριότητα προσφέρει μεγάλες δυνατότητες στις πραχτικές εμπειρίες και στο ταξικό αισθητήριο, για ό,τι αφορά την οργάνωση και την ανακάλυψη νέων μορφών παραγωγής, γιατί μπορεί να χρησιμοποιήσει τις οργανωτικές ικανότητες του προλεταριάτου, δηλαδή της μόνης τάξης που μπορεί να οικοδομήσει τον κομμουνισμό.

Έτσι αντιμετωπίζει το θέμα η Εργατική Αντιπολίτευση. Έτσι αντιλαμβάνεται το ρόλο των συνδικάτων. Από κει βγαίνει και ένα από τα κυριότερα σημεία των θέσεων της: «Η οργάνωση της διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας ανήκει στο πανρωσικό Συνέδριο των οργανωμένων σε επαγγελματικές και κλαδικές ενώσεις παραγωγών, που εκλέγει ένα κεντρικό όργανο για να διευθύνει το σύνολο της εθνικής οικονομίας της δημοκρατίας».

Το άρθρο αυτό εξασφαλίζει μεγάλα περιθώρια στην πρωτοβουλία του προλεταριάτου, που παύει να είναι περιορισμένο και ευνουχισμένο από ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό, σημαδεμένο από το πνεύμα και από τη ρουτίνα του καπιταλιστικού και αστικού οικονομικού συστήματος. Η Εργατική Αντιπολίτευση έχει εμπιστοσύνη στη δημιουργική δύναμη της εργατικής τάξης. Απ’ αυτή τη θέση απορρέει το σύνολο του προγράμματός της.

Αλλά απ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζουν οι διαφωνίες ανάμεσα στην Εργατική Αντιπολίτευση και τις ηγετικές κορυφές του Κόμματός μας. Έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη (όχι φυσικά από πολιτική άποψη, αλλά σ’ ό,τι άφορα τις δημιουργικές ικανότητες του προλεταριάτου στην οικονομία), να η ουσία των θέσεων που προέρχονται από τους ηγετικούς μας κύκλους. Οι κορυφές του Κόμματός μας δεν πιστεύουν ότι τα χοντροκομμένα χέρια των αμόρφωτων σε τεχνικά θέματα εργατών, είναι ικανά να δημιουργήσουν τις γενικές γραμμές, το κύριο πλαίσιο, των οικονομικών μορφών από τις οποίες θα βγει με τον καιρό το αρμονικό σύστημα της κομμουνιστικής παραγωγής. Νομίζουν όλοι, ο Λένιν όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν όπως ο Ζηνόβιεφ, ότι η παραγωγή είναι κάτι το τόσο ευαίσθητο που δεν μπορεί να μη χρειάζεται «οδηγούς». Πρέπει πριν απ’ όλα να μορφωθούν οι εργάτες, να πάνε σχολείο, και αργότερα, όταν μεγαλώσουν, θα παραμερίσουμε τους καθηγητές του ανώτατου συμβουλίου της εθνικής οικονομίας και θα επιτρέψουμε στα συνδικάτα να αναλάβουν την διεύθυνση της οικονομίας.9

Είναι χαρακτηριστικό το ότι όλες οι θέσεις των ηγετών μας συμφωνούν σε τούτο το βασικό σημείο: είναι πολύ νωρίς ακόμα για να δώσουμε την παραγωγή και οικονομική διεύθυνση στα συνδικάτα, χρειάζεται «υπομονή». Οι απόψεις του Τρότσκι, του Λένιν, του Ζηνόβιεφ, του Μπουχάριν και άλλων διαφέρουν στο λόγο για τον οποίο δεν πρέπει ακόμα να παραδώσουμε τις οικονομικές υπηρεσίες στα συνδικάτα. Όταν είναι να πουν ότι η διεύθυνση αυτή πρέπει να ασκείται χωρίς τη συμμετοχή των εργατών, χάρις σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα που κληρονομήσαμε από το παλιό καθεστώς, τότε όλοι συμφωνούν, τότε όλοι οι σύντροφοί μας των κορυφών του Κόμματος δείχνουν μια συγκινητική αλληλεγγύη. «Το κέντρο βάρους της συνδικαλιστικής δράσης στη σημερινή περίοδο, λένε οι θέσεις των “Δέκα”, πρέπει να μεταφερθεί στον τομέα της οικονομικής οργάνωσης. Τα συνδικάτα, σαν ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, φτιαγμένα στη βάση των κλάδων της παραγωγής, πρέπει να αναλάβουν το κύριο μέρος της οργάνωσης της παραγωγής». Το «κύριο μέρος» είναι μια ελαστική έκφραση, που δεν είναι ακριβής, μια έκφραση που δίνει πολλές δυνατότητες ερμηνείας, αλλά που επιτρέπει συγχρόνως να θεωρηθεί ότι η πλατφόρμα των «Δέκα» δίνει μεγαλύτερη θέση στα συνδικάτα, σ’ ό,τι αφορά τη διεύθυνση της οικονομίας, απ’ ό,τι το σύστημα του Τρότσκι. Είναι σωστό αυτό; Οι θέσεις των «Δέκα» εξηγούν παρακάτω τι εννοούν με «κύριο μέρος»: «ενεργητική συμμετοχή σ’ όλα τα ρυθμιστικά κέντρα της παραγωγής, οργάνωση του εργατικού ελέγχου, καταμέτρηση και μοίρασμα του εργατικού δυναμικού, συναλλαγές μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μετατροπή της βιομηχανίας σε βιομηχανία ειρήνης, πάλη ενάντια στο σαμποτάζ, γενική κινητοποίηση της εργασίας κλπ.». Και αυτό είν’ όλο. Τίποτα το καινούργιο που να ξεπερνάει ό,τι κάνανε μέχρι σήμερα τα συνδικάτα, που να επιτρέπει να σώσουμε τη βιομηχανία μας και να προχωρήσουμε έστω και κατά ένα βήμα στο βασικό θέμα της Ανάπτυξης και της ανοικοδόμησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τον δευτερεύοντα ρόλο, και καθόλου ρόλο διεύθυνσης, για τον όποιο προορίζει τα συνδικάτα η πλατφόρμα των «Δέκα», δηλώνει ότι: «Τα συνδικάτα με την προχωρημένη τους μορφή [όχι αμέσως, φυσικά, αλλά όταν πάρουν αυτή την προχωρημένη μορφή Α.Κ.] πρέπει να γίνουν, κατά τη διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης που έχει αρχίσει, τα όργανα της σοσιαλιστικής εξουσίας, να δουλεύουν σαν τέτοια, σε αλληλεξάρτηση με τους άλλους οργανισμούς, να εφαρμόζουν τις νέες αρχές οργάνωσης της οικονομικής ζωής». Εξετάζονται στη συνέχεια οι σχέσεις αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα συνδικάτα και το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας ή τις υπηρεσίες του. Ποια είναι η διαφορά με τη «συγχώνευση» του Τρότσκι; Μόνο μια διαφορά μεθόδου. Οι θέσεις των «Δέκα» τονίζουν πάρα πολύ τον «μορφωτικό» χαρακτήρα των συνδικάτων. Όταν μιλάνε για το ρόλο των συνδικάτων, και ειδικότερα για το ρόλο τους στην οικονομική οργάνωση και μόρφωση, οι ηγετικοί μας κύκλοι από πολιτικοί γίνονται ξαφνικά παιδαγωγοί!

Βλέπουμε να αναπτύσσεται μια πολύ περίεργη συζήτηση, όχι πλέον πάνω στο σύστημα διεύθυνσης της οικονομίας, αλλά πάνω στον τρόπο με τον όποιο θα μορφωθούν οι μάζες. Στην πραγματικότητα, ξεφυλλίζοντας κανείς τις θέσεις και τις στενογραφημένες ομιλίες των ηγετών συντρόφων μας, μένει κατάπληκτος με την ξαφνική παιδαγωγική τους έξαρση. Ο καθένας που φτιάχνει θέσεις έχει και το δικό του σύστημα, το τελειότερο απ’ όλα, για να μορφώσει τις εργατικές μάζες. Όλα όμως τα συστήματα ξεκινούν από το μοναδικό αξίωμα, ότι δεν πρέπει να δοθεί κανένα περιθώριο στον μαθητή για να δοκιμάσει, να τελειοποιήσει και να εκδηλώσει τις δημιουργικές του ικανότητες. Απ’ αυτή την άποψη, οι παιδαγωγοί των ηγετικών μας κύκλων παρουσιάζουν κάποια καθυστέρηση σε σχέση με την εποχή τους.

Γιατί στην πραγματικότητα, για τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μπουχάριν και άλλους, ο ρόλος των συνδικάτων δεν είναι να διευθύνουν την οικονομική ζωή ούτε να αναλάβουν την παραγωγή, Αλλά να χρησιμεύουν σαν εργαλείο για τη μόρφωση των μαζών. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, μερικοί σύντροφοι νόμισαν ότι ο Τρότσκι υποστήριζε την προοδευτική και όχι άμεση κρατικοποίηση των συνδικάτων. Ότι έτσι κι αλλιώς αναγνώριζε σαν αποστολή τους τη διεύθυνση της εθνικής οικονομίας, όπως λέει και το πρόγραμμά μας, πράγμα που τοποθετεί τον Τρότσκι πιο κοντά στην Αντιπολίτευση. Η ομάδα Λένιν-Ζηνόβιεφ, αρνούμενη την κρατικοποίηση, θεωρούσε σαν κύριο λόγο ύπαρξης των συνδικάτων, τη λειτουργία τους σαν «σχολές κομμουνισμού». «Για σας, λέει ο Τρότσκι στον Ζηνόβιεφ, τα συνδικάτα είναι απαραίτητα για μία πρώτη επιλογή» (Ομιλία της 30 Δεκέμβρη). Και αυτός, από μια πρώτη άποψη, βλέπει διαφορετικά το ρόλο των συνδικάτων: κατά τη γνώμη του δηλαδή, η κύρια λειτουργία τους είναι η οργάνωση της παραγωγής. Και σ’ αυτό έχει πάρα πολύ δίκιο. Ο Τρότσκι έχει επίσης δίκιο όταν λέει: «Από τη στιγμή που τα συνδικάτα είναι σχολές κομμουνισμού, αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι από την άποψη της γενικής προπαγάνδας του κομμουνισμού μέσα στούς οργανωμένους εργάτες (γιατί τότε θα ήταν απλοί κύκλοι), ούτε της κινητοποίησης των μελών τους για τον ανεφοδιασμό ή τα μέτωπα, αλλά από την άποψη μιας πλατείας μόρφωσης των μελών τους μέσα από τη συμμετοχή τους στην παραγωγή». (Ομιλία της 30 Δεκέμβρη). Αυτές είναι αναμφισβήτητες αλήθειες. Το μόνο που έχει ξεχαστεί είναι ότι τα συνδικάτα δεν είναι μόνο «σχολές κομμουνισμού», είναι οι δημιουργοί του κομμουνισμού.

Αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη, είναι η δημιουργική δραστηριότητα του προλεταριάτου. Ο Τρότσκι αποφεύγει το πρόβλημα λέγοντας ότι «οι πραγματικοί οργανωτές της παραγωγής [στο εσωτερικό του συνδικάτου] είναι οι κομμουνιστές που βρίσκονται στην ηγεσία του συνδικάτου». Ποιοι κομμουνιστές; Αυτοί που, όπως το θέλει ο Τρότσκι (βλέπε τις θέσεις του) διορίζονται από το Κόμμα, για λόγους που συχνά δεν έχουν καμιά σχέση με τις λειτουργίες του συνδικάτου στην οικονομία και την παραγωγή, αυτοί που στέλνονται και τοποθετούνται από το Κόμμα στη μια ή στην άλλη συνδικαλιστική ή υπηρεσιακή θέση; ο Τρότσκι είναι ειλικρινής. Δεν πιστεύει ότι η εργατική μάζα είναι έτοιμη να δημιουργήσει τον κομμουνισμό, και δεν πιστεύει ότι ψάχνοντας μέσα στις δυσκολίες, κάνοντας λάθη, είναι παρ’ όλ’ αυτά έτοιμη να φτιάξει νέες μορφές παραγωγής. Το είπε ξεκάθαρα και δημόσια. Εφάρμοσε το δικό του σύστημα μόρφωσης των μαζών: το βούρδουλα, και στην κεντρική του επιτροπή των επικοινωνιών, προετοίμασε αυτές τις μάζες για το ρόλο του αφεντικού, με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσανε παλιά στα εργαστήρια.

Ο παραγιός που, μετά από αρκετές καρπαζιές, γίνεται μάστορας, αφού πέρασε από τη φθορά της ρουτίνας, θα οδηγήσει οπωσδήποτε την επιχείρησή του στην καταστροφή. Όσο όμως ο βούρδουλας του αφεντικού και δάσκαλου τον απειλεί, δουλεύει κουτσά στραβά και παράγει.

Να τι ονομάζει ο Τρότσκι μεταφορά του κέντρου του προβλήματος «από την πολιτική στην παραγωγή». Το να αυξηθεί, έστω και για λίγο, η παραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο, είναι γι’ αυτόν το παν, χωρίς να υπάρχει άλλο πρόβλημα. Σ’ αυτό περιορίζεται ο μορφωτικός ρόλος των συνδικάτων.

Ο Λένιν και ο Ζηνόβιεφ δεν συμφωνούν. Είναι πιο σύγχρονοι παιδαγωγοί. «Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι τα συνδικάτα είναι σχολές κομμουνισμού. Τι είναι μια σχολή κομμουνισμού; Αν πάρουμε τον όρο αυτό κατά λέξη, σε μια σχολή κομμουνισμού πρέπει κανείς να διδάσκει και να μορφώνει και όχι να διατάζει» (χειροκροτήματα). Σπόντα εναντίον του Τρότσκι! και ο Ζηνόβιεφ προσθέτει: «Τα συνδικάτα… έχουν αναλάβει μια τεράστια εργασία, σήμερα κάτω από την προλεταριακή σκοπιά και μετέπειτα κάτω από την καθαρά κομμουνιστική σκοπιά. Αυτός είναι ο βασικός ρόλος των συνδικάτων». Σήμερα αρχίζουμε να ξεχνάμε σε επικίνδυνο βαθμό αυτήν την αλήθεια, αφού ο καθένας τολμάει ν’ αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα, δηλ. την πιο πλατεία οργάνωση της εργατικής τάξης, με τόση αναίδεια, χυδαιότητα και βιαιότητα. Πρέπει να θυμηθούμε ότι, η συνδικαλιστική οργάνωση έχει τη δική της αποστολή, που δεν είναι να κατευθύνει απ’ ευθείας, να δίνει διαταγές, να παίζει τη δικτατορία, αλλά πριν απ’ όλα να παρασέρνει εκατομμύρια εργαζομένων στο ρεύμα του οργανωμένου προλεταριακού κινήματος…

Ο παιδαγωγός Τρότσκι ξεπέρασε λοιπόν τα όρια, το παράκανε με το παιδαγωγικό του σύστημα. Αλλά τι προτείνει ο ίδιος ο Ζηνόβιεφ; Να δώσουμε στα συνδικάτα στοιχειώδη μαθήματα κομμουνισμού, «να μάθουμε στις μάζες τις αρχικές βάσεις του προλεταριακού κινήματος». Και πώς θα γίνει αυτό; Με την πραχτική καθημερινή εμπειρία, με την πραγματική δημιουργία νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης (όπως το θέλει η Αντιπολίτευση); Τίποτα το παρόμοιο! η ομάδα Λένιν – Ζηνόβιεφ πιστεύει σ’ ένα σύστημα διαπαιδαγώγησης με συνταγές και με μαθήματα ηθικής που συνοδεύονται από προσεχτικά διαλεγμένα παραδείγματα. Έχουμε μισό εκατομμύριο κομμουνιστών (και μέσα σ’ αυτούς, δυστυχώς, πολλούς «ξένους» που μας ήρθανε από άλλον κόσμο) για εφτά εκατομμύρια εργάτες. Το Κόμμα, κατά τον Λένιν, συγκέντρωσε την «πρωτοπορία του προλεταριάτου» και την αφρόκρεμα των κομμουνιστών, και σε στενή συνεργασία με τους «ειδικούς» των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών, επεξεργάζεται με μεθόδους εργαστηρίου τις μορφές της κομμουνιστικής οικονομίας. Οι κομμουνιστές αυτοί, που εργάζονται υπό την επίβλεψη των «καλών παιδαγωγών» του ανώτατου συμβουλίου της εθνικής οικονομίας και των κεντρικών γραφείων, είναι οι «καλοί μαθητές», τα βουτυρόπαιδα που άλλοτε έπαιρναν πάντα πέντε10 και οι εργατικές μάζες των συνδικάτων πρέπει να βλέπουν αυτούς τους παραδειγματικούς μαθητές και να διδάσκονται από το παράδειγμά τους. Όταν πρόκειται όμως για να πάρουν στα χέρια τους το πηδάλιο, τότε, δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή…

Κατά τη γνώμη του Λένιν, τα συνδικάτα, δηλ. η πραγματική οργάνωση της εργατικής τάξης, δεν είναι καθόλου οι δημιουργοί της κομμουνιστικής οικονομίας, «αποτελούν τη σύνδεση ανάμεσα στην πρωτοπορία και τις μάζες, με την καθημερινή τους δράση πείθουν τις μάζες», κ.τ.λ.

Δεν είναι ο βούρδουλας του Τρότσκι. Δεν είναι η «Οικοκυρική» του παπά-Συλβέστρου.11 Είναι το γερμανικό σύστημα Frobel-Pestalozzi, της διδασκαλίας με παραδείγματα. Τα συνδικάτα δεν κάνουν τίποτα το ουσιαστικό στην οικονομική ζωή, αλλά πείθουν τις μάζες, και τους χρησιμεύουν σαν σύνδεση με την πρωτοπορία της τάξης, με το Κόμμα, που με τη σειρά του, σημειώστε το καλά, δεν διαχειρίζεται το ίδιο σαν σύνολο και δεν οργανώνει την παραγωγή, αλλά ιδρύει οικονομικές υπηρεσίες με ανομοιογενή σύνθεση, όπου τοποθετούνται και κομμουνιστές

Το ποιο είναι το καλύτερο σύστημα, θέλει συζήτηση. Το σύστημα του Τρότσκι είναι πάντως πιο ξεκάθαρο και πιο πραγματικό. Με συνταγές ή με το παράδειγμα των «καλών μαθητών», η τέχνη της διδασκαλίας δεν θα προοδεύσει ποτέ. Αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να έχουμε υπόψη μας.

Η ομάδα του Μπουχάριν έχει μια ενδιάμεση τοποθέτηση, ή μάλλον προσπαθεί να συνδυάσει τα δύο συστήματα διδασκαλίας. Σημειώστε ότι ούτε αυτή η ομάδα αναγνωρίζει το δικαίωμα των συνδικάτων να δρουν ανεξάρτητα στα οικονομικά θέματα. Κατά τον Μπουχάριν και την ομάδα του, τα συνδικάτα «έχουν ένα διπλό ρόλο»: από τη μια μεριά είναι μια «σχολή κομμουνισμού», ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο Κόμμα και στις μάζες που δεν είναι στο Κόμμα (αυτό το πήρε από τον Λένιν), ένας μηχανισμός που σπρώχνει τις προλεταριακές μάζες στη δράση (σημειώστε, σύντροφοι, τη διαφορά: στη δράση, και όχι στη δημιουργία νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, όχι στην έρευνα για την ανακάλυψη ενός νέου συστήματος παραγωγής). Από την άλλη μεριά αποτελεί όλο και περισσότερο μέρος του οικονομικού μηχανισμού και του μηχανισμού της κυβερνητικής εξουσίας (αυτό το πήρε από τον Τρότσκι και τη «συγχώνευσή» του).

Και πάλι δεν συζητιέται ο ρόλος των συνδικάτων, αλλά η κατάλληλη μέθοδος χρησιμοποίησης των συνδικάτων για τη μόρφωση των μαζών. Ο Τρότσκι υποστηρίζει –ή μάλλον υποστήριζε– ότι πρέπει να μπει στο κεφάλι των συνδικάτων η κομμουνιστική οικονομική σοφία, με το σύστημα που ο ίδιος χρησιμοποίησε στις μεταφορές, και ότι πρέπει να μορφωθούν σε τέτοιο βαθμό με διορισμούς, μετατοπίσεις, στρατιωτικοποιήσεις και άλλα μαγικά μέτρα αυτού του είδους, ώστε να συγχωνευτούν με τις κρατικές οικονομικές υπηρεσίες και να γίνουν υπάκουοι εκτελεστές των σχεδίων που επεξεργάζεται το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας. Ο Λένιν και ο Ζηνόβιεφ δεν βιάζονται τόσο πολύ να «συγχωνεύσουν» τα συνδικάτα με τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους. Τα συνδικάτα, λένε, μπορούν να παραμείνουν συνδικάτα. Τη βιομηχανία θα τη διαχειρίζονται άνθρωποι που εμείς διαλέγουμε. Το οργανωτικό γραφείο της κεντρικής επιτροπής τα καταφέρνει πολύ καλά σε κάτι τέτοια. Όταν θα έχουν διαπαιδαγωγηθεί μέσα στα συνδικάτα ορισμένοι καλοί μαθητές, ήσυχοι και εργατικοί, θα τους «τοποθετήσουμε» στα γραφεία του Κράτους. Και τα συνδικάτα δεν θα ’χουν παρά να εξαφανιστούν και να διαλυθούν.

Τον δραστήριο ρόλο σε οικονομικά θέματα, τον αναλαμβάνει το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας και τα άλλα γραφειοκρατικά όργανα. Στα συνδικάτα αφήνουμε το ρόλο των σχολών. Μόρφωση, ακόμα μόρφωση και πάντα μόρφωση… να το σύνθημα του Ζηνόβιεφ και του Λένιν. Ο Μπουχάριν στο σύστημα διαπαιδαγώγησης κάνει τον ριζοσπάστη, και γι’ αυτό τον μάλωσε ο Λένιν και του κολλήσανε και ένα κακόηχο παρατσούκλι:12 ο Μπουχάριν και η ομάδα του, υπογραμμίζοντας τον παιδαγωγικό ρόλο των συνδικάτων στις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες, υποστηρίζει την όσο γίνεται πιο μεγάλη εργατική δημοκρατία στο εσωτερικό των συνδικάτων. Ισχύει παντού η αρχή της εκλογής των αντιπροσώπων, και μόνον αυτή, και οι υποψήφιοι που προτείνουν τα συνδικάτα είναι υποχρεωτικοί και όχι πια «προαιρετικοί».

Τι δημοκρατικότητα! Ούτε η Εργατική Αντιπολίτευση να ’τανε. Μόνο που υπάρχει μια μικρή διαφορά: η Εργατική Αντιπολίτευση αναγνωρίζει τα συνδικάτα σαν τους δημιουργούς και τους καθοδηγητές της κομμουνιστικής οικονομίας. Ο Μπουχάριν, όπως ο Τρότσκι και όπως ο Λένιν, τα προορίζει για το ρόλο των σχολών κομμουνισμού και τίποτα παραπάνω. Γιατί να μην κάνει τον ριζοσπάστη σχετικά με τον τρόπο εκλογής των αντιπροσώπων, όταν ξέρει ότι η αρχή αυτή δεν θα ’χει καμιά επίδραση στο σύστημα διεύθυνσης της παραγωγής; Γιατί η διεύθυνση της οικονομίας βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο των συνδικάτων και στα χέρια των υπηρεσιών του κράτους... Ο Μπουχάριν θυμίζει τους παιδαγωγούς που διδάσκουν με την παλιά μέθοδο, από τα διδακτικά βιβλία, «λέξη με λέξη», και ενθαρρύνουν την «πρωτοβουλία» των μαθητών κάνοντάς τους να εκλέγουν ένα συμμαθητή τους για πρόεδρο της τάξης, έναν υπεύθυνο για το διάλειμμα, έναν υπεύθυνο για τα θεάματα και τα παιχνίδια.13

Κι έτσι τα δύο συστήματα συνδυάζονται και παντρεύονται θαυμάσια. Το ποια θα είναι τ’ αποτελέσματα και σε τι θα χρησιμεύσουν οι τρόφιμοι των εκλεκτικών μας μεντόρων, είναι άλλο θέμα.

Αν ο Ανατόλ Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι ήταν αναγκασμένος, στις παιδαγωγικές του συναντήσεις, να χάνει τον καιρό του καταπολεμώντας τέτοιες «εκλεκτικές αιρέσεις», η θέση του λαϊκού επίτροπου για την παιδεία θα γινόταν αφόρητη…

Δε θα έπρεπε όμως να υποτιμήσουμε τις μεθόδους διδασκαλίας των συντρόφων της ηγεσίας, σ’ ότι αφορά τα συνδικάτα. Όλοι και μαζί τους ο Τρότσκι, καταλαβαίνουν ότι στην παιδεία, η «πρωτοβουλία» έχει μια όχι αμελητέα σημασία. Γι’ αυτό ψάχνουν να βρουν τους τομείς όπου τα συνδικάτα μπορούν να πάρουν πρωτοβουλίες και να δείξουν τη δημιουργικότητά τους στα οικονομικά θέματα, χωρίς να βλάψουν το σύνολο του γραφειοκρατικού συστήματος διεύθυνσης της παραγωγής.

Ο πιο αθώος τομέας που βρέθηκε για την προώθηση της πρωτοβουλίας των μαζών και για τη «δραστήρια συμμετοχή τους στη ζωή» (κατά τον Μπουχάριν), είναι η καλυτέρευση των συνθηκών ζωής. Η Εργατική Αντιπολίτευση ασχολείται αρκετά με το θέμα αυτό, αλλά καταλαβαίνει πολύ καλά ότι το βασικό πεδίο όπου πρέπει να εξασκηθεί η πρωτότυπη δράση του προλεταριάτου, είναι η δημιουργία των νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, που περιλαμβάνουν τις συνθήκες ζωής. Αντίθετα, για τον Τρότσκι και τον Ζηνόβιεφ, η παραγωγή οργανώνεται από τις κρατικές υπηρεσίες και τα συνδικάτα καλούνται να ασχοληθούν με χρήσιμες, αλλά λίγο περιορισμένες, λειτουργίες, της εσωτερικής ρουτίνας. Ο Ζηνόβιεφ, π.χ., θεωρεί σαν «οικονομικό ρόλο» των συνδικάτων το μοίρασμα των ρούχων της δουλειάς. Και το λέει ξεκάθαρα: «Δεν υπάρχουν σημαντικότερες λειτουργίες από τις οικονομικές: σήμερα, το να διορθωθεί ένα δημόσιο λουτρό στο Πέτρογκραντ είναι δέκα φορές πιο ουσιαστικό από το να γίνουν πέντε άριστες ομιλίες».

Τι είναι όλ’ αυτά: αφελής σύγχυση, ή θελημένη άγνοια του πρωτότυπου και οργανικού ρόλου των συνδικάτων στην παραγωγή και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με το πρόσχημα ότι αναλαμβάνουν την περιορισμένη αποστολή της οργάνωσης της καθημερινής ζωής και της εσωτερικής ρουτίνας; Την ίδια σκέψη, με λίγο διαφορετικές εκφράσεις, βρίσκουμε στον Τρότσκι. Ο Τρότσκι καλεί γενναιόδωρα τα συνδικάτα, να πάρουνε όσο γίνεται μεγαλύτερες πρωτοβουλίες στον οικονομικό τομέα. Αλλά ποιες είναι αυτές οι πρωτοβουλίες ή σε τι συνίσταται η συμμετοχή στην καλυτέρευση της ζωής των μαζών; Να «μπαίνουν καινούργια τζάμια» σ’ ένα εργαστήριο, να βουλώνονται οι λακκούβες μπροστά σ’ ένα εργοστάσιο… (Ομιλία του Τρότσκι στο συνέδριο των εργατών ορυχείων). Να μας συγχωρείτε, σύντροφε Τρότσκι, αλλά τέτοια πράγματα αφορούν το νοικοκυριό, και αν περιορίζετε τη δραστηριότητα των συνδικάτων σε τέτοια λαμπρά παραδείγματα πρωτοβουλίας, δεν θα είναι πια σχολές κομμουνισμού, αλλά επαγγελματικές σχολές για διαχειριστές πολυκατοικιών… ο Τρότσκι όμως πλαταίνει το πεδίο της «πρωτοβουλίας των μαζών» και τις καλεί, όχι βέβαια να οργανώσουν ανεξάρτητα τις συνθήκες ζωής (για να πάει κανείς τόσο μακριά πρέπει νάχει την τρέλα της Εργατικής Αντιπολίτευσης), αλλά να πάρουν μαθήματα για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών, από το συμβούλιο εθνικής οικονομίας!

«Για όλα τα θέματα που αφορούν τους εργάτες, την τροφή τους, την οικονομία των δυνάμεών τους, πρέπει τα συνδικάτα να γνωρίζουν με ακρίβεια (να γνωρίζουν, κι όχι να συμμετέχουν ενεργά), την καθημερινή εργασία που γίνεται στο ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας, όχι μόνο γενικά όπως όλος ο κόσμος, αλλά σε βάθος και λεπτομερειακά». (Ομιλία της 30 Δεκέμβρη).

Οι μέντορες του ανώτατου συμβουλίου εθνικής οικονομίας δεν αρκούνται στο να αναγκάζουν τα συνδικάτα να «εκτελούν» τα σχέδιά τους, αλλά εξηγούν στους μαθητές τις οδηγίες τους. Αποτελεί πρόοδο σε σχέση με το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην ομοσπονδία Μεταφορών…

Αλλά ο πρώτος τυχόν εργάτης καταλαβαίνει πολύ καλά ότι, το να μπουν καινούργια τζάμια σ’ ένα εργαστήριο, όσο χρήσιμο και να ’ναι, είναι μια πράξη που πολύ λίγο μοιάζει με τη διεύθυνση της παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις και η ανάπτυξή τους δεν έχουν καμιά σχέση με μία παρόμοια επιχείρηση. Παρ’ όλ’ αυτά το ερώτημα παραμένει: πώς θ’ αναπτυχθούν αυτές οι δυνάμεις; Πώς θα οργανωθεί η οικονομική ζωή, πώς θα συνδυαστούν οι νέες συνθήκες ζωής με τις απαιτήσεις της παραγωγής, έτσι ώστε να εξοικονομηθεί όσο γίνεται περισσότερη εργατική ενέργεια για τους σκοπούς που επιδιώκουμε, μειώνοντας το σύνολο της παραγωγικής εργασίας; Το Κόμμα μπορεί να φτιάξει ένα στρατιώτη, έναν πολιτικό αγκιτάτορα, με δυο λόγια έναν εκτελεστή ενός σχεδίου που υπάρχει ήδη. Δεν μπορεί όμως να φτιάξει ένα δημιουργό της κομμουνιστικής οικονομίας: μόνο το συνδικάτο ανοίγει τις πόρτες στη δημιουργική δραστηριότητα.

Εξ άλλου δεν είναι αυτός ο ρόλος του Κόμματος. Ο ρόλος του είναι να δημιουργεί τις ευνοϊκές συνθήκες για να βγαίνει από τις εργατικές μάζες που είναι συγκεντρωμένες σύμφωνα με την οικονομική τους λειτουργία, ο εργάτης-δημιουργός νέων μεθόδων δουλειάς, νέας απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, νέας συγκέντρωσης της παραγωγικής ενέργειας. Για να νικηθεί η οικονομική κρίση, για να δημιουργηθεί η κομμουνιστική οικονομία, ο εργάτης πρέπει πριν απ’ όλα να γεννήσει στο μυαλό του μια νέα μέθοδο οργάνωσης της δουλειάς και νέες μεθόδους διαχείρισης.

Δυστυχώς, αυτή η απλή μαρξιστική αλήθεια δεν βρίσκει σήμερα σύμφωνους τους κορυφαίους του Κόμματός μας. Αλλά γιατί; Γιατί έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους γραφειοκράτες και τεχνικούς που κληρονομήσαμε από το παλιό καθεστώς, απ’ ό,τι στον υγιή αυθορμητισμό, στην προλεταριακή δημιουργικότητα των εργατών. Μπορεί κανείς για κάθε άλλο τομέα ν’ αναρωτηθεί για το ποιος πρέπει να διευθύνει, το σύνολο των εργατών ή οι ειδικοί γραφειοκράτες. Αυτό ισχύει για τη μόρφωση των μαζών, την ανάπτυξη της επιστήμης, την οργάνωση του στρατού ή των υγειονομικών υπηρεσιών, αλλά δεν ισχύει στον οικονομικό τομέα. Εδώ, δε χωράει συζήτηση και τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για όλους όσους δεν έχουν ακόμα ξεχάσει την ιστορία.

Κάθε μαρξιστής ξέρει ότι η ανασυγκρότηση της παραγωγής και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, εξαρτώνται από δύο παράγοντες: την πρόοδο της τεχνικής και την ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, την αύξηση της παραγωγικής ενέργειας, την ανακάλυψη νέων κίνητρων εργασίας. Στην ιστορία της ανθρωπότητας αυτό συμβαίνει κάθε φορά που περνάει από ένα κατώτερο σ’ ένα ανώτερο οικονομικό στάδιο.

Στη δημοκρατία των Εργαζομένων, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την τεχνολογική πρόοδο έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας και την εφεύρεση ενός νέου οικονομικού συστήματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η Ρωσία των σοβιέτ θα πραγματοποιούσε εξ ολοκλήρου το σχέδιο εξηλεκτρισμού, χωρίς ριζικές αλλαγές στη διαχείρηση και την οργάνωση της εθνικής της οικονομίας, το μόνο που θάκανε είναι να φτάσει τις καπιταλιστικές χώρες. Για την ορθολογιστική όμως χρησιμοποίηση της άψυχης και έμψυχης ενέργειας και τη συγκρότηση ενός νέου συστήματος παραγωγής, η εργαζόμενη Ρωσία βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες που της επιτρέπουν να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις πιο πέρα από τις αστικές καπιταλιστικές χώρες. Στη Ρωσία των σοβιέτ, η ανεργία σαν κίνητρο δεν υπάρχει πια. Η εργατική τάξη απελευθερωμένη από τον καπιταλιστικό ζυγό έχει τη δυνατότητα να εκφράσει νέες και πρωτότυπες γνώμες, για να βρεθούν νέοι λόγοι για την προσπάθεια των εργατών και να δημιουργηθούν αφάνταστες μέχρι σήμερα μορφές παραγωγής.

Ποιος όμως είναι ικανός να έχει ένα τέτοιο δημιουργικό πνεύμα, ένα τέτοιο λογικό αισθητήριο; Τα γραφειοκρατικά στοιχεία που διευθύνουν τις υπηρεσίες του κράτους, ή τα συνδικάτα, που με την πείρα των μελών τους στην οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στο εργοστάσιο, έχουν πραχτικές ενδείξεις που χρησιμεύουν πράγματι στην αναδιοργάνωση όλης της εθνικής οικονομίας;

Η Εργατική Αντιπολίτευση έχει σαν αρχή το ότι η διεύθυνση της εθνικής οικονομίας είναι υπόθεση των συνδικάτων, και σ’ αυτό είναι περισσότερο μαρξιστική από τους θεωρητικούς των κυρίαρχων κύκλων μας.

Η Εργατική Αντιπολίτευση δεν είναι τόσο άσχετη ώστε να αγνοεί το μεγάλο ρόλο της τεχνικής και της επιστήμης. Με κανένα τρόπο δεν σκοπεύει να συγκροτήσει ένα εκλεγμένο από το συνέδριο των παραγωγών ηγετικό όργανο, και μετά να διαλύσει τα συμβούλια εθνικής οικονομίας και τα κεντρικά γραφεία. Τα πράγματα τα βλέπει τελείως διαφορετικά: θέλει να υποταχθούν τα απαραίτητα και τεχνικά αναγκαία κεντρικά γραφεία, στην καθοδήγηση του οργάνου αυτού που θα τους δίνει θεωρητικές κατευθύνσεις, θα τα χρησιμοποιεί όπως χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές τους ειδικευμένους τεχνικούς τους, για την πραγματοποίηση δηλ. σχεδίων που οι ίδιοι είχαν φανταστεί και χαράξει σε γενικές γραμμές. Οι ειδικοί μπορεί να προσφέρουν πάρα πολλά σ’ ό,τι άφορά τις τεχνικές καλυτερεύσεις, μπορούν να διευκολύνουν τις έρευνες του προλεταριάτου, είναι αναγκαίοι και απαραίτητοι, όπως η ίδια η επιστήμη και η πρόοδός της είναι απαραίτητες σε κάθε μαχητική και ιστορικά προοδευτική τάξη. Αλλά οι αστοί ειδικοί, ακόμα κι όταν έχουν την ταμπέλα του κομμουνιστή, είναι ανίκανοι και ηθικά αδύναμοι όταν πρόκειται για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σ’ ένα όχι καπιταλιστικό κράτος, για την ανακάλυψη νέων μεθόδων οργάνωσης της εργασίας ή για την εξεύρεση νέων κίνητρων για την εντατικοποίηση της προσπάθειας. Σ’ αυτό τον τομέα πρέπει να μιλήσει η τάξη, δηλ. τα συνδικάτα σαν η πιο χαρακτηριστική και ξεχωριστή έκφραση της.

Στο τέλος του μεσαίωνα και στην αρχή των νέων χρόνων η νέα αστική τάξη δεν είχε κανένα τεχνολογικό προβάδισμα σε σχέση με τη φεουδαρχική τάξη που βρισκόταν σε οικονομική παρακμή. Ο έμπορος (revendeur), δηλ. ο πρώτος καπιταλιστής, ήταν αναγκασμένος ν’ αγοράζει τα εμπορεύματα από τον ίδιο τεχνίτη που με λίμες, ψαλίδες και πρωτόγονους τόρνους, έφτιαχνε διάφορα αντικείμενα για τον φεουδάρχη του, τον ιδιοκτήτη του ή για τον ξένο έμπορο με τον όποιο είχε μια «ελεύθερη» συναλλαγή. Όταν όμως η φεουδαρχία έφτασε στο ανώτερο σημείο τελειότητας, έπαψε να είναι αποδοτική, και η ανάπτυξη της παραγωγικής ενέργειας άρχισε να μειώνεται. Τότε η ανθρωπότητα έβαλε το ερώτημα: οικονομική παρακμή ή ερευνά για νέες μορφές εργασίας και επομένως για ένα νέο οικονομικό σύστημα ικανό να αυξήσει την παραγωγικότητα, να δώσει νέες προοπτικές στην παραγωγή, να προσφέρει νέες δυνατότητες στην πρόοδο της παραγωγικής ενέργειας;

Και ποιοι ήταν ικανοί να βρουν το νέο δρόμο για την αναδιοργάνωση της παραγωγής; Φυσικά, οι αντιπρόσωποι της τάξης που δεν ήταν δεμένη με τη ρουτίνα του παρελθόντος και που καταλάβαινε ότι η ψαλίδα και ο τόρνος θα έφερναν πολύ λιγότερα αποτελέσματα στα χέρια του κολλήγου, απ’ ό,τι στα χέρια ενός «ελεύθερου» εργάτη, δηλ. μισθωβίωτου, που η φτώχεια τον ανάγκαζε να εργάζεται…

Και η νέα, προοδευτική τάξη, έχοντας έτσι ανακαλύψει την ουσιαστική κινητήρια δύναμη της παραγωγικότητας της εργασίας, οικοδόμησε πάνω σ’ αυτή τη βάση, όλο το σύνθετο και μεγαλειώδες με τον τρόπο του σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής… Οι τεχνικοί ήρθαν να βοηθήσουν τους καπιταλιστές πολύ αργότερα. Η βάση ήταν το νέο σύστημα οργάνωσης της εργασίας, οι νέες σχέσεις ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Κανένας ειδικός ή τεχνικός που είναι σημαδεμένος από τη ρουτίνα του παλιού συστήματος παραγωγής, δεν είναι ικανός να προσφέρει κάτι το ζωντανό και το τονωτικό, σ’ ότι αφορά την οργάνωση της εργασίας και τη δημιουργία μιας κομμουνιστικής οικονομίας. Το λόγο έχει το σύνολο των εργατών. Η Εργατική Αντιπολίτευση έβαλε καθαρά και ειλικρινά αυτό το τεράστιας σημασίας πρόβλημα, μπροστά στο κόμμα.

Ο Λένιν θεωρεί ότι οι βάσεις του κομμουνισμού στον οικονομικό τομέα μπορούν να δημιουργηθούν μέσω του Κόμματος. Είναι σωστό κάτι τέτοιο; και πρώτα απ’ όλα, να δούμε, πώς λειτουργεί το Κόμμα; Κατά τον Λένιν «περιλαμβάνει την πρωτοπορία του επαναστατικού προλεταριάτου». Και σε συνέχεια μοιράζει την πρωτοπορία αυτή στις κρατικές υπηρεσίες, δίνοντας πίσω ένα μέρος της στα συνδικάτα –μέρος που δεν έχει καμιά δυνατότητα δράσης στη διεύθυνση και την οργάνωση της εθνικής οικονομίας–, και εκεί πέρα αυτοί οι καλά μορφωμένοι, πιστοί στον αγώνα τους και ίσως γεμάτοι ικανότητες κομμουνιστές, πνίγονται και σαπίζουν σε μια γενική ατμόσφαιρα ρουτίνας και γραφειοκρατίας που έχει εισχωρήσει στα όργανα που διευθύνουν την «δημιουργικότητα στην οικονομία». Η επίδραση των συντρόφων αυτών εξασθενίζεται, αποδυναμώνεται, και η πρωτοβουλία τους σβήνει.

Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά μέσα στα συνδικάτα: εδώ, το προλεταριακό περιεχόμενο είναι πιο έντονο, υπάρχει μεγαλύτερη ομοιογένεια, ο κοινός στόχος είναι στενά δεμένος με τα συμφέροντα της εργασίας και της καθημερινής ζωής των παραγωγών, που είναι και μέλη των εργοστασιακών επιτροπών, που αποτελούν τις διευθύνσεις των εργοστασίων ή τα γραφεία των συνδικάτων. Η δημιουργική πρωτοβουλία, η έρευνα νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, νέων κίνητρων για την εντατικοποίηση της εργασίας, όλ’ αυτά δεν μπορούν να γεννηθούν παρά μέσα σ’ αυτό το φυσιολογικό σύνολο της προλεταριακής τάξης. Μπορεί η πρωτοπορία αυτής της τάξης να πραγματοποιεί μια επανάσταση, μόνο όμως το σύνολο της τάξης μπορεί μέσα στην καθημερινή πραχτική της ταξικής ζωής, να δημιουργήσει την οικονομική βάση της νέας κοινωνίας.

Αυτός που δεν πιστεύει στις πρωτότυπες ικανότητες του προλεταριακού συνόλου –του οποίου η πιο έντονη έκφραση είναι τα συνδικάτα–, πρέπει να εγκαταλείψει για πάντα την ιδέα της δημιουργίας μιας κομμουνιστικής οικονομίας. Ούτε ο Κρεστίνσκι, ούτε ο Πρεομπραζένσκι, ούτε ακόμα ο Λένιν ή ο Τρότσκι, δεν θα ανακαλύψουν χωρίς κανένα λάθος, μέσα από τον μηχανισμό του Κόμματος, τους εργάτες αυτούς που είναι ικανοί να βρουν, να δοκιμάσουν και να προβάλουν ένα νέο σύστημα παραγωγής, ένα νέο τρόπο σχέσης με τον εργάτη. Γιατί αυτοί οι εργάτες δεν μπορούν να αναδειχθούν παρά από τους παραγωγούς και τους οργανωτές της παραγωγής μέσα από την πραχτική της ζωής.

Δυστυχώς, αυτή η απλή και καθαρή αλήθεια που καταλαβαίνει ο κάθε εργάτης έχει ξεχαστεί από τις κορυφές του Κόμματός μας. Ο κομμουνισμός δεν ιδρύεται με διάταγμα. Πρέπει να δημιουργηθεί από την έρευνα ζωντανών ανθρώπων, που μπορεί να κάνουν και λάθη, από τη δημιουργική ορμή της ίδιας της εργατικής τάξης.

Στις έντονες συζητήσεις που γίνονται ανάμεσα στις κορυφές του κόμματός μας και την Εργατική Αντιπολίτευση, το σημείο σύγκρουσης είναι το έξης: σε ποιόν εμπιστεύεται το Κόμμα μας τη συγκρότηση της κομμουνιστικής οικονομίας; στο ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας με όλες τις γραφειοκρατικές του διακλαδώσεις, ή στα συνδικάτα; Ο Τρότσκι θέλει να πραγματοποιήσει μια «συγχώνευση» του ανώτατου συμβουλίου και των συνδικάτων, έτσι ώστε το πρώτο να καταπιεί τα δεύτερα. Ο Ζηνόβιεφ και ο Λένιν θέλουν να υποβάλουν τις συνδικαλιστικές μάζες σε μια κομμουνιστική «διαπαιδαγώγηση», Έτσι ώστε τα συνδικάτα να διαλυθούν ανώδυνα μέσα στις κρατικές υπηρεσίες. Ο Μπουχάριν και όλοι οι άλλοι που φτιάχνουνε θέσεις λένε στην πραγματικότητα τα ίδια, με διαφορετικές διατυπώσεις. Η διαφορά βρίσκεται στα λόγια: η βάση είναι η ίδια.14

Μόνο η Εργατική Αντιπολίτευση λέει κάτι το διαφορετικό και υποστηρίζει τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου, τη δημιουργία και την πραγματοποίηση του ουσιαστικού του καθήκοντος.

Τη διεύθυνση της εθνικής οικονομίας στη δημοκρατία των εργαζομένων, στην μεταβατική περίοδο που διανύουμε, πρέπει να την αναλάβει ένα όργανο εκλεγμένο από τους εργάτες παραγωγούς. Όλες οι άλλες οικονομικές υπηρεσίες του κράτους θα εκτελούν την οικονομική πολιτική του ανώτατου αυτού οργάνου της δημοκρατίας των εργαζομένων. Όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά απώλεια χρόνου και δεν αποκαλύπτουν παρά μια έλλειψη εμπιστοσύνης στη δημιουργική ενέργεια των εργατών, έλλειψη εμπιστοσύνης ανάξια του κόμματός μας, που χρωστάει τη δύναμή του στην αστείρευτη πηγή επαναστατικής ενέργειας που είναι το προλεταριάτο.

Δε θα ’ταν καθόλου παράξενο αν, στο συνέδριο του κόμματος, αυτοί που έγραψαν τις διάφορες οικονομικές πλατφόρμες, με εξαίρεση την Εργατική Αντιπολίτευση, συμφωνούσαν μεταξύ τους μετά από αμοιβαίες παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Τίποτα το ουσιαστικό δεν τους χωρίζει.

Μόνον η Εργατική Αντιπολίτευση δεν πρέπει και δεν μπορεί να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι θέλει να κάνει διάσπαση. Άλλος είναι ο σκοπός της. Ακόμα κι αν νικηθεί στο συνέδριο, σκοπεύει να παραμείνει μέσα στο Κόμμα για να υπερασπιστεί σταθερά και βήμα προς βήμα τις απόψεις της, να σώσει το Κόμμα και να διορθώσει την πολιτική του γραμμή.

Για άλλη μια φορά και με δύο λόγια: τι θέλει η Εργατική Αντιπολίτευση;

1. Να συγκροτήσει το ηγετικό όργανο της εθνικής οικονομίας από εργάτες, από τους ίδιους τους παραγωγούς.

2. Για να γίνει κάτι τέτοιο, αντί να συνεργάζονται παθητικά με τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους, τα συνδικάτα πρέπει να φτάσουν σε μια ενεργό συμμετοχή σ’ αυτές τις υπηρεσίες, μέσα από την εκδήλωση της δημιουργικής πρωτοβουλίας των εργατών. Η Εργατική Αντιπολίτευση ορίζει μία σειρά πρωταρχικών μέτρων που προετοιμάζουν προοδευτικά την εγκαθίδρυση αυτού του καθεστώτος.

3. Η διεύθυνση του ενός ή του άλλου κλάδου της βιομηχανίας αναλαμβάνεται από το αντίστοιχο συνδικάτο, μόνον όταν το συνδικάτο αυτό έχει αναγνωριστεί σαν αρκετά προετοιμασμένο, από το πανρωσικό κεντρικό συμβούλιο των συνδικάτων.

4. Τοποθετήσεις χωρίς άδεια του συνδικάτου σε υπηρεσιακές θέσεις στη βιομηχανία απαγορεύονται σ’ όλες τις περιπτώσεις. Όλοι οι υποψήφιοι του συνδικάτου είναι υποχρεωτικοί. Όλοι οι αντιπρόσωποι των συνδικάτων είναι υπεύθυνοι απέναντι σ’ αυτά και ανακλητοί.

5. Για να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, πρέπει ν’ αρχίσουμε από το δυνάμωμα των συνδικάτων στη βάση, προετοιμάζοντας κάθε εργοστασιακή επιτροπή για τη διεύθυνση της επιχείρησης.

6. Η συγκέντρωση της διεύθυνσης ολόκληρης της εθνικής οικονομίας στα χέρια των συνδικάτου (αντί της σημερινής διπλής εξουσίας του συμβουλίου εθνικής οικονομίας και του πανρωσικού κεντρικού Συμβουλίου των συνδικάτων) δημιουργεί μια ενιαία θέληση που διευκολύνει την εφαρμογή του ενιαίου οικονομικού σχεδίου, απαραίτητη προϋπόθεση του κομμουνιστικού συστήματος. Αποτελούν συνδικαλιστική παρέκκλιση όλ’ αυτά; Δεν είναι μάλλον η πραγματοποίηση του προγράμματος του Κόμματός μας; Και οι θέσεις που απομακρύνονται απ’ αυτό δεν είναι αντίθετα οι θέσεις των άλλων συντρόφων;

Η γραφειοκρατία και η πρωτοβουλία των μαζών

Γραφειοκρατία ή πρωτοβουλία των μαζών; Να το δεύτερο σημείο που χωρίζει τις κορυφές του Κόμματος και την Εργατική Αντιπολίτευση. Το πρόβλημα της γραφειοκρατίας μπήκε στο 8ο συνέδριο των σοβιέτ, αλλά αντιμετωπίστηκε πολύ επιφανειακά. Όπως και για το θέμα του ρόλου και του χαρακτήρα των συνδικάτων, η συζήτηση πήρε λαθεμένο δρόμο. Αλλά κι εδώ η συζήτηση είναι πολύ βαθύτερη απ’ ότι φαίνεται.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το εξής: ποιο είναι το σύστημα διακυβέρνησης που εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή πρωτοβουλία του προλεταριάτου, σ’ ένα κράτος των εργαζομένων, όταν οικοδομείται η οικονομική βάση του κομμουνισμού; Το γραφειοκρατικό σύστημα των κρατικών οργάνων, ή η πλατιά και πραχτική πρωτοβουλία των εργατικών μαζών; Όταν βάζουμε το θέμα του συστήματος των κρατικών υπηρεσιών βλέπουμε ότι υπάρχουν δύο αρχές που αρνούνται η μία την άλλη: η γραφειοκρατία και η πρωτοβουλία των μαζών. Και όταν προσπαθούν να περιοριστούν στη «δραστηριοποίηση του σοβιετικού μηχανισμού», παραμερίζουν για άλλη μια φορά, την πραγματική συζήτηση, όπως κάνουν και για το ρόλο των συνδικάτων.

Πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι τα ημίμετρα είναι ανίκανα να φέρουν την παραμικρή δημοκρατικοποίηση, την παραμικρή ζωτικότητα στις σοβιετικές υπηρεσίες.15 Η λύση δε θα βρεθεί με μερικές αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στα κεντρικά γραφεία και τα τοπικά υπηρεσιακά όργανα, ή με άλλους ανύπαρκτους και μικροπρεπείς νεωτερισμούς, όπως η μετατόπιση ορισμένων αγωνιστών με κύρος, ή η αποστολή κομμουνιστών στις κρατικές υπηρεσίες όπου, παρά τη θέλησή τους, κυριεύονται από την γραφειοκρατική ατμόσφαιρα και χάνονται μέσα στα αστικά στοιχεία.

Όλ’ αυτά δεν αποτελούν λύση. ένα παιδί ξέρει ότι, στη Ρωσία των σοβιέτ, το πρόβλημα είναι η όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή της μάζας εργατών, αγροτών και του απλού εργαζόμενου λαού στην οργάνωση της οικονομικής ζωής, της καθημερινής ύπαρξης και του κράτους των εργαζομένων. Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρο. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να ξυπνήσουμε την πρωτοβουλία των μαζών. Τι κάνουμε όμως για να ενθαρρύνουμε και να διευκολύνουμε αυτήν την πρωτοβουλία; Τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι αλήθεια ότι σε κάθε συγκέντρωση λέμε στους εργάτες και τις εργάτριες: «Φτιάξτε τη νέα ζωή! Δημιουργείστε! Βοηθήστε την εξουσία των σοβιέτ!» Όταν όμως η μάζα, μια ομάδα εργατών και εργατριών παίρνει στα σοβαρά το κάλεσμά μας και προσπαθεί να το κάνει πράξη, εμφανίζεται αμέσως κάποιος από τα γραφειοκρατικά μας όργανα, που πιστεύει ότι είναι θύμα αθέμιτου συναγωνισμού, που συγκρούεται μ’ αυτούς τους πάνω απ’ ότι πρέπει δυναμικούς πρωτοπόρους… Όλοι οι σύντροφοι μπορούν εύκολα να θυμηθούν δεκάδες παραδείγματα όπου οι εργάτες σκέφτηκαν να οργανώσουν μόνοι τους μία αίθουσα συζητήσεων, ένα νηπιαγωγείο, το κόψιμο ξύλων, κ.τ.λ. Κάθε φορά, το ζωντανό και άμεσο ενδιαφέρον τους γι’ αυτό το έργο το σκότωσαν, οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, οι ατελείωτες ανταλλαγές εγγράφων, οι ατελείωτοι περίπατοι από το ένα τμήμα στο άλλο, οι αρνήσεις, οι νέες αιτήσεις κ.τ.λ. Και εκεί που οι εργάτες μπορούσαν με τις ίδιες τους τις δυνάμεις και τη ζωτικότητά τους, να οργανώσουν μια αίθουσα συζητήσεων, το κόψιμο ξύλων, η ένα νηπιαγωγείο, έφτανε από τις κεντρικές αποθήκες μια αρνητική απάντηση, βασισμένη στην έλλειψη μαγειρικών σκευών, αλόγων για τη μεταφορά του ξύλου, ή αίθουσας για το νηπιαγωγείο… Πόση πίκρα συσσωρεύτηκε στους εργάτες και τις εργάτριες όταν βλέπουν, όταν ξέρουν ότι, αν τους δίνανε το δικαίωμα και τη δυνατότητα να δράσουν, θα τα κατάφερναν μια χαρά! Τι απογοήτευση αισθάνονται όταν λαβαίνουν μια τέτοια άρνηση, τη στιγμή που έχουν βρει κι έχουν στα χέρια τους τα απαραίτητα υλικά!

Η πρωτοβουλία δεν υπάρχει πια, η θέληση για δράση σκοτώνεται: «Αφού είναι έτσι τα πράγματα, ας αφήσουμε τα ίδια τα γραφεία ν’ ασχοληθούν με μας!» Κι από κει βγαίνει η πιο βλαβερή διαίρεση που υπάρχει: «Εμείς», δηλαδή αυτοί που εργάζονται, και «εκείνοι» δηλαδή οι κρατικοί υπάλληλοι, από τους όποιους εξαρτώνται τα πάντα. Εκεί βρίσκεται το κακό.

Τι κάνουν όμως οι κορυφές του Κόμματός μας; Μήπως προσπαθούν να βρουν τη ρίζα του κακού και να αναγνωρίσουν ειλικρινά ότι το σύστημα που εφαρμόσαμε και πραγματοποιήσαμε μέσα από τα σοβιέτ, σκοτώνει αντί να ενθαρρύνει την πρωτοβουλία των μαζών; Όχι, οι κορυφές δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλιστα, αντί να ψάξουν τους τρόπους να ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία των μαζών, που κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορούσε θαυμάσια να συνυπάρχει με ευλύγιστα σοβιετικά όργανα, γίνονται ξαφνικά υπερασπιστές, ιππότες της γραφειοκρατίας. Πόσοι σύντροφοι δεν επαναλαμβάνουν τα λόγια του Τρότσκι: «Δεν υποφέρουμε επειδή υιοθετήσαμε τα κακά της γραφειοκρατίας, αλλά επειδή δεν πήραμε τα καλά της!» (Τρότσκι. Για ένα ενιαίο οικονομικό σχέδιο).

Η γραφειοκρατία είναι η άμεση άρνηση της πρωτοβουλίας των μαζών. Γι’ αυτό, οποίος βασίζει το σύστημα των υπηρεσιών της δημοκρατίας των εργαζομένων, στην αρχή της ενθάρρυνσης των πρωτοβουλιών, στην αρχή της ανταπόκρισης των υπηρεσιών στο κάλεσμα των μαζών, είναι αναγκασμένος να μην ασχολείται με τα καλά ή τα κακά της γραφειοκρατίας, και να αρνείται απλούστατα το ίδιο το γραφειοκρατικό σύστημα σαν βλαβερό.

Η γραφειοκρατία δεν είναι, όπως μας βεβαιώνει ο Ζηνόβιεφ, ένα φαινόμενο που βγήκε από τη φτώχεια μας, κι ούτε αντικαθρεφτίζει, όπως λένε άλλοι, την παλιά συνήθεια που κληρονομήσαμε από τις περασμένες χιλιετηρίδες, τη συνήθεια της τυφλής υπακοής.

Το φαινόμενο αυτό έχει πολύ βαθύτερες ρίζες. Προέρχεται από τις ίδιες αιτίες που γεννούν την ασταθή και διπλή πολιτική μας απέναντι στα συνδικάτα: από την αυξανόμενη επίδραση, πάνω στον κυβερνητικό μηχανισμό μας, κοινωνικών ομάδων με αντιλήψεις ξένες, όχι μόνο προς τον κομμουνισμό αλλά ακόμα προς τους στοιχειώδεις πόθους και σκοπούς του προλεταριάτου. Η γραφειοκρατία είναι μια αρρώστια που έχει εισχωρήσει βαθιά μέσα στο Κόμμα μας και κατατρώει σιγά σιγά τα σοβιετικά όργανα. Κι αυτό δεν το λέει μόνο η Εργατική Αντιπολίτευση αλλά και πολλοί σύντροφοι που προβληματίζονται και που δεν είναι σ’ αυτή την ομάδα.

Και δεν έχει περιοριστεί μόνο η δυνατότητα πρωτοβουλίας της «μάζας έξω απ’ το Κόμμα» (πράγμα που θα ήταν ευκολονόητο και λογική απόρροια της τεταμένης ατμόσφαιρας του εμφυλίου πολέμου). Έχει περιοριστεί στο έπακρο και η δυνατότητα πρωτοβουλίας των μελών του Κόμματος. Κάθε ανεξάρτητη πρωτοβουλία, κάθε νέα σκέψη που δεν πέρασε από τη λογοκρισία των ηγετικών κέντρων, θεωρείται αίρεση, παραβίαση της πειθαρχίας του Κόμματος, καταπάτηση των δικαιωμάτων του κέντρου, που πρέπει να προβλέπει και να δίνει οδηγίες για τα πάντα. Αν δεν υπάρχουν οδηγίες, τότε περιμένετε. Κάποτε, το κέντρο θα μπορεί ν’ ασχοληθεί μαζί σας και θα δώσει οδηγίες, και τότε, μέσα σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια, θα μπορέσετε να «αναπτύξετε» την «πρωτοβουλία» σας…

Τι μπορούσε να συμβεί αν π.χ. ορισμένα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, φίλοι των πουλιών, θέλανε να ιδρύσουν μια εταιρεία προστασίας των πουλιών; Επιχείρηση που απ’ ότι φαίνεται είναι χρήσιμη, ευχάριστη, και που έτσι κι αλλιώς δεν ενοχλεί τα «σχέδια της Κυβέρνησης». Και όμως.

Θα εμφανίζονταν αμέσως διάφορα γραφειοκρατικά όργανα, που θα θέλανε να αναλάβουν αυτή την εταιρεία, να την βάλουν σ’ ένα κρατικό μηχανισμό, εξαφανίζοντας έτσι κάθε άμεση πρωτοβουλία κάτω από ένα βουνό έγγραφων και οδηγιών που θα έδιναν δουλειά σε πολλές εκατοντάδες καινούργιων υπαλλήλων και θα βάραιναν αντίστοιχα τα ταχυδρομεία και τις μεταφορές.

Η ουσία της γραφειοκρατίας και η βλαβερότητά της δεν είναι οι υπηρεσιακές καθυστερήσεις, όπως ισχυρίζονται οι σύντροφοι που συζητούν για «αναζωογόνηση του σοβιετικού μηχανισμού». Είναι μάλλον το ότι οι αποφάσεις πάνω σ’ όλα τα θέματα δεν παίρνονται μετά από ανταλλαγή απόψεων, με την άμεση δράση των ενδιαφερομένων, αλλά με καθαρά τυπικό τρόπο, με απόφαση από τα πάνω, από ένα άτομο ή από ένα όσο γίνεται πιο μικρό σύνολο, με ολοκληρωτική ή, σχεδόν ολοκληρωτική απουσία των ενδιαφερομένων. Ένα τρίτο πρόσωπο αποφασίζει για σάς! Να η ουσία της γραφειοκρατίας.

Η γραφειοκρατία είναι ανίκανη και αδύναμη να αντιμετωπίσει τα όσα υποφέρει η εργατική τάξη από το χάος της μεταβατικής μας εποχής. Ο υπεράνθρωπος ενθουσιασμός που χρειάζεται για ν’ αυξηθεί η παραγωγή και να καλυτερεύσει η ζωή των εργατών, χρειάζεται τη ζωντανή πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων εργατικών μαζών, με την προϋπόθεση ότι η πρωτοβουλία αυτή δεν θα εμποδίζεται και δεν θα περιορίζεται σε κάθε βήμα από μια ιεραρχία αδειών και οδηγιών. Οι μαρξιστές, και ιδιαίτερα οι μπολσεβίκοι, χρωστούσαν πάντα τη δύναμή τους στο ότι δεν επεδίωκαν άμεσες και κοντόχρονες επιτυχίες (σε αντίθεση με τους οπορτουνιστές και τους συμβιβαστές), αλλά προσπάθησαν πάντα να βάλουν το προλεταριάτο σε συνθήκες τέτοιες που να του επιτρέπουν να ατσαλώνει την επαναστατική του ενέργεια ή να αναπτύσσει τις ικανότητες του για δράση. Η πρωτοβουλία των εργατών μάς είναι απαραίτητη. Και της κόβουμε το δρόμο.

Ο φόβος της κριτικής και της ελεύθερης σκέψης, μαζί με το γραφειοκρατικό σύστημα, φτάνουν σε μας μέχρι την καρικατούρα.

Τι πρωτοβουλία όμως είναι δυνατή χωρίς ελευθερία γνώμης και σκέψης; Η πρωτοβουλία δεν φαίνεται μόνο σε μεμονωμένες πράξεις, στη μια η την άλλη δουλειά, αλλά πολύ περισσότερο, στην ανεξάρτητη εργασία της σκέψης. Φοβόμαστε την ανεξαρτησία των μαζών, διστάζουμε να αφήσουμε ελεύθερη τη δημιουργική σκέψη του προλεταριάτου, φοβόμαστε την κριτική, δεν έχουμε πια εμπιστοσύνη στις μάζες, να από που προέρχεται η γραφειοκρατία μας. Και να γιατί η Εργατική Αντιπολίτευση θεωρεί ότι η γραφειοκρατία είναι ο εχθρός μας, η συμφορά μας, και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ζωτικότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Για να γιατρευτούμε από τη γραφειοκρατία που φώλιασε στις κρατικές υπηρεσίες, πρέπει πριν απ’ όλα να γιατρευτούμε από τη γραφειοκρατία που μαστίζει το εσωτερικό του Κόμματος. Για να καταπολεμήσουμε τη γραφειοκρατία πρέπει να καταπολεμήσουμε όλο το σύστημα. Όταν το Κόμμα μας αναγνωρίσει, όχι στη θεωρία και στα λόγια, την ανεξαρτησία των μαζών σαν την απαραίτητη βάση του συστήματος των υπηρεσιών, οι κρατικές υπηρεσίες θα γίνουν από μόνες τους, από τα ίδια τα πράγματα, ζωντανά όργανα που πραγματοποιούν επαναστατικές και κομμουνιστικές λειτουργίες. Θα πάψουν να είναι απλοί μηχανισμοί παραλαβής διαταγών, νεκροταφεία φακέλων, ή εργαστήρια θνησιγενών έγγραφων, όπως είναι όλο και περισσότερο σήμερα.

Τι πρέπει να γίνει για να καταργηθεί η γραφειοκρατία μέσα στο Κόμμα και ν’ αντικατασταθεί από την εργατική δημοκρατία;

Πριν απ’ όλα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι ηγέτες μας έχουν άδικο όταν λένε: σήμερα που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος στο μέτωπο, δεχόμαστε να χαλαρώσουν τα πράγματα μέσα στο Κόμμα. Μόλις όμως εμφανιστεί ένας τέτοιος κίνδυνος θα ξαναεφαρμόσουμε το «στρατιωτικό σύστημα». Έχουν άδικο γιατί αν θυμηθούν καλά θα δουν ότι ο ηρωισμός των μαζών ήταν που γλύτωσε το Πέτρογκραντ, που υπερασπίστηκε αρκετές φορές το Λουγκάνσκ και άλλες πόλεις και ολόκληρες περιοχές.

Ήταν μόνος ο Κόκκινος Στρατός; Όχι. Υπήρχε η αυτόνομη δραστηριότητα και η ηρωική πρωτοβουλία των εργατικών μαζών. Κάθε σύντροφος θα θυμάται ότι σε ώρα κινδύνου το Κόμμα μας βασίστηκε πάντα σε σανίδα σωτηρίας στην πρωτοβουλία των μαζών. Είναι σωστό ότι τη στιγμή του κινδύνου χρειάζεται να δυναμώνει η πειθαρχία, η ταχύτητα και η ακρίβεια της εκτέλεσης των διαταγών, η αφοσίωση στο προλεταριάτο και στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Υπάρχει όμως άβυσσος ανάμεσα σ’ αυτές τις εκδηλώσεις ταξικής συνείδησης και την τυφλή υπακοή που τώρα τελευταία πρεσβεύει το Κόμμα μας.

Η Εργατική Αντιπολίτευση μαζί με μια ομάδα αγωνιστών από τη Μόσχα, ζητάει στο όνομα της εξυγίανσης του Κόμματος και της κατάργησης του βλαβερού γραφειοκρατικού πνεύματος, την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών, όχι μόνο σε περιόδους ησυχίας, αλλά και σε περίπτωση εσωτερικής ή εξωτερικής κρίσης. Αυτή είναι η πρώτη και βασική συνθήκη για την εξυγίανση αυτή και την επιστροφή του Κόμματος στις αρχές του προγράμματός του, από τις όποιες απομακρύνεται όλο και περισσότερο στην πράξη, κάτω από την πίεση ξένων στοιχείων.

Το μόνο που ζητάει κατηγορηματικά η Εργατική Αντιπολίτευση, είναι το να ξεφορτωθεί το Κόμμα τα μη προλεταριακά στοιχεία. Όσο δυναμώνει η εξουσία των σοβιέτ, τόσο αυξάνει ο αριθμός των ξένων στοιχείων, αυτών που για λόγους καριέρας, χωρίς ιδανικά ή και με συνειδητά εχθρική στάση, εισχωρούν στο Κόμμα. Χρειάζεται μια ουσιαστική εκκαθάριση. Που θα γίνει ξεκινώντας από το ότι τα πιο επαναστατικά από τα μη εργατικά στοιχεία μπήκαν στο Κόμμα στην πρώτη περίοδο της Οχτωβριανής επανάστασης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να γίνει ένα εργατικό κόμμα. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες θα μπορέσει να αντισταθεί στα ξένα μικροαστικά στοιχεία, στις χωριάτικες επιδράσεις και στους ειδικούς, στους αμετανόητους υπηρέτες του κεφαλαίου.

Η Εργατική Αντιπολίτευση προτείνει να ξαναεξεταστούν οι περιπτώσεις όλων των κομμουνιστών που δεν είναι εργάτες και που μπήκαν στο Κόμμα μετά τον Οκτώβρη, και να διαγράφουν όλοι όσοι μπήκαν μετά το 1919, αφού τους δοθεί το δικαίωμα να ξαναζητήσουν την έγγραφή τους μέσα σε τρεις μήνες.

Συγχρόνως πρέπει να επιβάλουμε μια περίοδο χειρωνακτικής εργασίας σε όλα τα μη εργατικά στοιχεία που θέλουν να μπουν ή να ξαναμπούν στο Κόμμα. Στις συνθήκες ζωής και δουλειάς του μέσου εργάτη.

Ο τρίτος αποφασιστικός τρόπος για τη δημοκρατικοποίηση του Κόμματος είναι «η προλεταριοποίηση όλων των κεντρικών οργάνων», δηλαδή η συγκρότηση των επαρχιακών και τοπικών επιτροπών όπως και της Κεντρικής Επιτροπής με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν την κυρίαρχη επίδραση οι εργάτες που είναι άμεσα δεμένοι με τις μάζες.

Σε στενή σχέση με το σημείο αυτό του προγράμματός της, η Εργατική Αντιπολίτευση ζητάει τη μετατροπή όλων των ηγετικών οργάνων, από τη Κεντρική Επιτροπή μέχρι τις τοπικές επιτροπές, από όργανα που ασχολούνται με τις καθημερινές λεπτομέρειες της πολιτικής των σοβιέτ και που αναμειγνύονται στις τοποθετήσεις και μετακινήσεις υπαλλήλων στη μια ή στην άλλη υπηρεσία, σε όργανα ελέγχου της πολιτικής του Κρατικού μηχανισμού.

Έχουμε ήδη πει ότι η κρίση του Κόμματός μας προέρχεται από τη συνάντηση τριών διαφορετικών σε κοινωνική σύνθεση τάσεων, της εργατικής τάξης, της αγροτικής τάξης και της μικροαστικής τάξης, και των υπολειμμάτων της παλιάς μεγαλοαστικής τάξης που αντιπροσωπεύεται από τους «ειδικούς» και τους επιχειρηματίες.

Για πολιτικούς λόγους, τα κεντρικά και τοπικά όργανα του Κράτους, τα επιτροπάτα, το Συμβούλιο των λαϊκών επιτρόπων και η εκτελεστική Κεντρική Επιτροπή, να παρακολουθούν τις τρεις αυτές ετερογενείς ομάδες του πληθυσμού της δημοκρατίας των εργαζομένων, και να προσαρμόζονται σ’ αυτές.

Κάτι τέτοιο είναι βλαβερό για τη σταθερότητα και την καθαρότητα της ταξικής γραμμής που πρέπει, για το συμφέρον της Επανάστασης, να εκφράζει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και στο ίδιο όμως το Κόμμα, η αντιμετώπιση της γενικής πολιτικής αρχίζει να επισκιάζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Για να μπορέσουν, η Κεντρική Επιτροπή και οι διάφορες Κομματικές Επιτροπές, να υπερασπίσουν πραγματικά την καθαρότητα της ταξικής μας πολιτικής και να διορθώνουν τα σφάλματα των οργάνων του Κράτους κάθε φορά που στην πολιτική τους παρατηρείται μια παρέκκλιση απ’ το πρόγραμμά μας (π.χ. στο θέμα του ρόλου και του σκοπού των συνδικάτων), πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο ο αριθμός των αγωνιστών που είναι συγχρόνως σε κρατικές και κομματικές θέσεις.

Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι η Ρωσία, δεν έχει ακόμα φτάσει στην ενότητα των οικονομικών συμφερόντων, αντίθετα ότι αποτελείται από μια κοινωνική μάζα που περιέχει διάφορα στοιχεία, και ότι το Κράτος των σοβιέτ είναι αναγκασμένο να συμβιβάζει συμφέροντα που πολλές φορές είναι αντίθετα, να διαλέγει τον μέσο όρο και να διατηρεί μια ισορροπία.

Για να μπορέσει η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματός μας να γίνει το ανώτερο κέντρο της ταξικής πολιτικής, το όργανο της κομμουνιστικής σκέψης και του διαρκούς ελέγχου της πολιτικής που εφαρμόζουν τα σοβιέτ, η ηθική ενσάρκωση των αρχών του προγράμματός μας, χρειάζεται (κυρίως στην Κεντρική Επιτροπή) να μειωθεί στο ελάχιστο ο αριθμός των μελών που έχουν συγχρόνως αναλάβει λειτουργίες στα ανώτερα όργανα του κράτους.

Γι’ αυτό, για ν’ αποχτήσουμε κομμουνιστικές Επιτροπές που να είναι πραγματικά όργανα ιδεολογικού ελέγχου των Κρατικών υπηρεσιών και διατήρησής τους σε μια σταθερή ταξική γραμμή, για να δυναμώσει επίσης η εσωτερική δραστηριότητα του Κόμματος, η Εργατική Αντιπολίτευση προτείνει για όλη τη Ρωσία το παρακάτω γενικό μέτρο: το ένα τρίτο τουλάχιστο των μελών των κομμουνιστικών Επιτροπών δεν θα έχει καμιά άλλη θέση μέσα στο Κόμμα ή στα κρατικά όργανα.

Η τέταρτη βασική απαίτηση της Εργατικής Αντιπολίτευσης είναι η επιστροφή του Κόμματός μας στην αρχή της εκλογής των αντιπροσώπων. Η αρχή του διορισμού που είναι δεκτή κατ’ εξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις, έχει στην πραγματικότητα γίνει κανόνας. Ο διορισμός είναι χαρακτηριστικό της γραφειοκρατίας. Έχει όμως γίνει ένα καθολικό, αναγνωρισμένο, νόμιμο γεγονός. Ο διορισμός δημιουργεί μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα μέσα στο Κόμμα παραβιάζοντας τις σχέσεις ισότητας και συντροφικότητας, βοηθάει τον καριερισμό, δίνει πρόσφορο έδαφος στο νεποτισμό και σε διάφορα άλλα δυσάρεστα φαινόμενα που είναι χαρακτηριστικά της πραχτικής μας μέσα στο Κόμμα και μέσα στο Κράτος. Ο διορισμός αφαιρεί απ’ αυτόν που διορίζεται από τα πάνω για να διατάζει τους άλλους, το αίσθημα της ευθύνης, και πλαταίνει την άβυσσο. Ανάμεσα στην κορυφή και τα κατώτερα στρώματα αυτός που διορίζεται είναι στην πραγματικότητα εκτός ελέγχου, γιατί είναι αδύνατο να παρακολουθούνται οι πράξεις απ’ τα πάνω, και γιατί απ’ τα κάτω δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διορθωθούν τα λάθη του και να αντικατασταθεί όταν δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων του. Δημιουργείται συνήθως γύρω απ’ αυτόν μια «επίσημη» ατμόσφαιρα, γεμάτη φιλοδοξίες και μηχανορραφίες, που μολύνει τους συνεργάτες και υποτιμάει το Κόμμα. Η αρχή του διορισμού τροφοδοτεί την απουσία ευθύνης. Ο διορισμός απ’ τα πάνω πρέπει να καταργηθεί και ν’ αντικατασταθεί παντού με την εκλογή. Δεν μπορούν να είναι «αντιπρόσωποι» παρά σύντροφοι που έχουν εκλεγεί, από ένα συνέδριο ή μια συνδιάσκεψη, μέλη ενός ηγετικού κέντρου (όπως τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, των επαρχιακών και τοπικών επιτροπών).

Τέλος, η απαραίτητη συνθήκη για την εξυγίανση, του Κόμματος και την απομάκρυνση του γραφειοκρατικού πνεύματος, είναι η επάνοδος στην παλιά κατάσταση, όπου όλα τα βασικά θέματα που αφορούσαν τη ζωή του Κόμματος και την πολιτική του κράτους αντιμετωπίζονταν από τη βάση, πριν γίνει απ’ την κορυφή το άθροισμα αυτής της αντιμετώπισης. Αυτό συνέβαινε την εποχή της παρανομίας όπως και την εποχή της υπογραφής της ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόβσκ.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρά τις πομπώδεις υποσχέσεις της πανρωσικής συνδιάσκεψης του Σεπτέμβρη, ένα θέμα τόσο σοβαρό όπως αυτό των παραχωρήσεων, έπεσε πάνω στις μάζες σαν ξαφνική χιονοστιβάδα. Επίσης το θέμα του ρόλου των συνδικάτων παρουσιάστηκε για συζήτηση στη μάζα των κομμουνιστών μόνο μετά τις διαφορές που προέκυψαν στην ηγεσία.

Μια πλατιά δημοσιότητα, η ελευθερία γνώμης, η ελευθερία συζήτησης, το δικαίωμα κριτικής στο εσωτερικό του Κόμματος και ανάμεσα στα μέλη των συνδικάτων, αυτή είναι η αποφασιστική μέθοδος για την κατάργηση του γραφειοκρατικού συστήματος.

Η ελευθερία κριτικής, η αναγνώριση του δικαιώματος των διαφόρων τάσεων να εμφανίζονται ελεύθερα στις συγκεντρώσεις του Κόμματος, το δικαίωμα της συζήτησης, όλ’ αυτά δεν ζητούνται πια μόνο από την Εργατική Αντιπολίτευση. Κάτω από την αυξανόμενη πίεση των μαζών, πολλά μέτρα που προτάθηκαν από τη βάση πριν τη πανρωσική Συνδιάσκεψη έγιναν σήμερα επίσημα αναγνωρισμένες αλήθειες. Αρκεί κανείς να διαβάσει την πλατφόρμα για το Συνέδριο της επιτροπής Μόσχας, σχετικά με την εσωτερική δομή του Κόμματος, για να δει ότι η Αντιπολίτευση μπορεί να υπερηφανεύεται για την αύξηση της επίδρασης της. Μπορούσε να περιμένει κανείς, αν δεν υπήρχε αυτή η επίδραση, ένα τέτοιο βήμα προς τ’ αριστερά από μέρους της επιτροπής Μόσχας; Δεν θα ’πρεπε όμως να υπερβάλουμε τη σημασία αυτού του βήματος, απ’ τη στιγμή που δεν είναι παρά μία διακήρυξη για το Συνέδριο. Η πλατφόρμα αυτή μπορεί να έχει την τύχη που είχαν πάρα πολλές φορές τα τελευταία χρόνια οι αποφάσεις των ηγετών μας: στα συνέδρια και στις συν διασκέψεις, κάτω από την ελεύθερη πίεση των μαζών, υιοθετούν τα πιο ριζοσπαστικά μέτρα, αλλά μετά το συνέδριο, η ζωή κυλάει όπως πριν και η απόφαση δεν είναι πια παρά μια ξεχασμένη επιθυμία…

Αυτό δεν έγινε με την απόφαση του 8ου Συνεδρίου μας που διάταζε την διαγραφή από το Κόμμα όλων των μη καθαρών στοιχείων; που ήθελε να κάνει δυσκολότερη την είσοδο αυτών που δεν είναι εργάτες; Και τι έγινε με την απόφαση της συνδιάσκεψης του 1920 που αντικαθιστούσε τους διορισμούς με ένα σύστημα συστάσεων; Οι ανισότητες στο εσωτερικό του Κόμματος δεν έχουν εκλείψει, παρά τις αλλεπάλληλες αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Σ’ ό,τι αφορά τη καταδίωξη των συντρόφων που έχουν «δικιά τους γνώμη», διαφορετική από τη γνώμη που επιβάλλεται από πάνω, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η πληγή συνεχίζει να υπάρχει… Μπορούμε ν’ αναφέρουμε πολλά παραδείγματα. Αν όμως οι αποφάσεις αυτές δεν εφαρμόζονται, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταργήσουμε τη βασική αίτια που εμποδίζει την πραγματοποίησή τους, δηλαδή να διώξουμε απ’ το Κόμμα όλους όσους φοβούνται τη πληροφόρηση, την ευθύνη απέναντι στη βάση και την ελευθερία κριτικής. Και αυτοί ή είναι στοιχεία όχι εργατικά που έχουν εισχωρήσει στο Κόμμα, ή είναι εργάτες που η νοοτροπία τους αστικοποιήθηκε κάτω από την επίδραση αυτών των στοιχείων. Δεν αρκεί να καθαρίσουμε το Κόμμα από τα στοιχεία που δεν είναι εργατικά με «αναθεωρήσεις», με ένα αυστηρότερο έλεγχο στην είσοδο ή άλλα μέσα, αλλά πρέπει επίσης να ξέρουμε να ανοίγουμε πλατιά τις πόρτες μας στους εργάτες. Πρέπει να διευκολύνουμε την είσοδό τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα, πρέπει να δημιουργηθεί μέσα στο Κόμμα μία καλύτερη ατμόσφαιρά συντροφικότητας, για να αισθάνεται άνετα ο εργάτης, για να βλέπει σε κάθε ηγέτη μας όχι ένα αρχηγό αλλά ένα σύντροφο με περισσότερη πείρα, που είναι έτοιμος να μοιραστεί τις γνώσεις και τη πείρα του, που είναι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει με φροντίδα τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του. Πόσοι σύντροφοι, νέοι κυρίως εργάτες, δεν απομακρύνθηκαν από το Κόμμα από την ανεπιείκεια, τις απαιτήσεις, την παράλογη αυστηρότητα που μας χαρακτηρίζουν, ενώ θα μπορούσαμε να τους κατευθύνουμε με λογικό τρόπο και να τους μορφώσουμε σιγά σιγά με το κομμουνιστικό πνεύμα;

Μαζί με το γραφειοκρατικό πνεύμα αυτό που μαστίζει το Κόμμα μας είναι η επίσημη ψυχρότητα. Η συντροφικότητα δεν υπάρχει πια παρά στη βάση.

Το Συνέδριό μας πρέπει να έχει υπόψη του ένα άλλο δυσμενές γεγονός: πρέπει να καταλάβει και να εξηγήσει γιατί η Εργατική Αντιπολίτευση ζητάει περισσότερη ισότητα, την κατάργηση των προνομίων στο εσωτερικό του Κόμματος, τη βεβαίωση της ευθύνης του κάθε αγωνιστή απέναντι στη βάση που τον έχει στείλει ή εκλέξει.

Έτσι στα πλαίσια της εκστρατείας της για το δυνάμωμα του δημοκρατικού πνεύματος και την κατάργηση του γραφειοκρατικού πνεύματος μέσα στο Κόμμα, η Εργατική Αντιπολίτευση προωθεί τρεις βασικές αρχές:

1. Εκλογές παντού, κατάργηση των διορισμών και των απεσταλμένων, δυνάμωμα της ευθύνης απέναντι στη βάση.

2. Πληροφόρηση στο εσωτερικό του Κόμματος (σ’ ό,τι αφορά τόσο τις εκτιμήσεις πάνω στο πρόσωπο του υποψηφίου όσο και τα γενικά θέματα). Να παίρνεται υπόψη η γνώμη της βάσης (πλατιά εξέταση των θεμάτων σε γενικές συνελεύσεις, ενώ η κορυφή πραγματοποιεί μετά τη σύνθεση. Οποιοδήποτε μέλος του Κόμματος να γίνεται δεκτό στις συγκεντρώσεις των ηγετικών κέντρων, έκτος απ’ αυτές όπου χρειάζεται ιδιαίτερη μυστικότητα). Ελευθερία κριτικής και γνώμης (όχι μόνο δικαίωμα ελεύθερης συζήτησης, αλλά και υλική ενίσχυση για την έκδοση των απόψεων διαφόρων τάσεων που υπάρχουν μέσα στο Κόμμα).

3. Προλεταριοποίηση όλου του Κόμματος. Μείωση των πολλών ηγετικών θέσεων ενός ατόμου στο Κόμμα και τις υπηρεσίες του κράτους.

Το τελευταίο αυτό σημείο είναι ιδιαίτερα σοβαρό, βασικό μάλιστα, για τον απλό λόγο ότι, όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε, το Κόμμα μας δεν πρέπει μόνο να οικοδομήσει τον κομμουνισμό, αλλά είναι αναγκασμένο να προετοιμάζει τις μάζες, να τις μορφώνει για μια μακρόχρονη ίσως περίοδο πάλης ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό, που μπορεί να πάρει τις πιο απροσδόκητες και νέες μορφές. Θα ήταν πολύ αφελές να νομίζουμε ότι έχοντας απωθήσει, στο πεδίο της μάχης, την επίθεση των λευκοφρουρών και του ιμπεριαλισμού, δεν πρέπει πια να φοβόμαστε μία νέα αντεπίθεση του κεφαλαίου. Μία προσπάθεια να καταλάβει τη Ρωσία των σοβιέτ με πλάγιους τρόπους, να εισχωρήσει στη ζωή μας, να χρησιμοποιήσει τη δημοκρατία των Εργαζομένων για τα συμφέροντα του καπιταλισμού. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, γι’ αυτό το Κόμμα μας πρέπει να αρματωθεί για ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό, να συγκεντρώσει τις προλεταριακές δυνάμεις γύρω από καθαρά εργατικά καθήκοντα (μια και οι άλλες ομάδες του πληθυσμού θα κλίνουν προς τον καπιταλισμό). Καθήκον των ηγετικών μας κέντρων είναι να προετοιμαστούν γι’ αυτή τη νέα σελίδα της επαναστατικής μας ιστορίας.

Η σωστότερη λύση του προβλήματος, βρίσκεται στη δημιουργία μιας στενής επαφής, σε όλα τα επίπεδα ανάμεσα στο Κόμμα μας και τα όργανα του κράτους, αλλά κυρίως τα συνδικάτα. Σ’ αυτή τη περίπτωση αντί οι διπλές θέσεις να προκαλούν παρέκκλιση της πολιτικής του Κόμματός μας από την καθαρότητα της ταξικής γραμμής, θα επιτρέψουν αντίθετα, κυρίως στην εποχή που βρισκόμαστε, περισσότερη σταθερότητα, θα καλυτερεύσουν τις δυνατότητες αντίστασης στις επιδράσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού (που εξασκούνται μέσω των εμπορικών συμφωνιών και των παραχωρήσεων).16

«Προλεταριοποίηση» της Κεντρικής Επιτροπής σημαίνει συγκρότηση μιας Κεντρικής Επιτροπής όπου οι άμεσοι αντιπρόσωποι της κομμουνιστικής βάσης παύουν να βρίσκονται εκεί για φιγούρα, και αποτελούν τον πραγματικό και αδιάσπαστο δεσμό ανάμεσα στην Επιτροπή και τις εργατικές μάζες των συνδικάτων που είναι έξω από το Κόμμα και είναι επομένως ικανοί να έχουν πάντα υπόψη και να συνοψίζουν τις απαιτήσεις της στιγμής, τις ανάγκες, τους πόθους της τάξης τους, να κατευθύνουν την πολιτική του Κόμματος στα πλαίσια της πραγματικής ταξικής γραμμής.

Αυτό είναι το πρόγραμμα της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Αυτή είναι η ιστορική της αποστολή. Μπορεί στις κορυφές του Κόμματός μας να την παραμερίζουν με περιφρόνηση. Η Εργατική Αντιπολίτευση είναι όμως η μόνη ζωντανή και δραστήρια δύναμη. Το Κόμμα μας πρέπει να τη λογαριάζει και θα τη λογαριάζει.

Ιστορική αναγκαιότητα της αντιπολίτευσης

Και τώρα μπαίνει το ερώτημα: χρειάζεται μία αντιπολίτευση; Πρέπει για το συμφέρον της απελευθερωτικής πάλης του παγκόσμιου προλεταριάτου, να μάς ευχαριστεί η συγκρότησή της; Ή μήπως είναι ένα ανεπιθύμητο φαινόμενο που μειώνει τη μαχητική δύναμη του Κόμματος και διαλύει τις γραμμές του;

Κάθε σύντροφος χωρίς προκαταλήψεις απέναντι στην αντιπολίτευση, που θα θελήσει ν’ αντιμετωπίσει το θέμα, να το αναλύσει, με την ίδια του τη λογική, και όχι όπως το επιθυμούν οι διάφορες αναγνωρισμένες αυθεντίες, θα πειστεί από αυτές τις απλές παρατηρήσεις για τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της αντιπολίτευσης.

Είναι πριν απ’ όλα χρήσιμη γιατί ξυπνάει την κοιμισμένη σκέψη. Κατά τα επαναστατικά χρόνια, είχαμε τόσο πολύ απορροφηθεί απ’ τη δράση, από την πραχτική δουλειά, που πάψαμε τελείως να κρίνουμε σύμφωνα με τις αρχές και τη θεωρία, τον τρόπο με τον όποιο δρούσαμε. Ξεχάσαμε ότι τα μεγάλα λάθη, του προλεταριάτου και ο αποπροσανατολισμός του στο τέλμα του οπορτουνισμού δεν γίνονται μόνο στην περίοδο της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας. Τα λάθη αυτά είναι δυνατά και την εποχή της δικτατορίας, κυρίως όταν, γύρω γύρω, οργιάζει ο ιμπεριαλιστικός ωκεανός και η Δημοκρατία των σοβιέτ είναι αναγκασμένη να υπάρχει μέσα σε μια καπιταλιστική περιφέρεια. Και εδώ δεν αρκεί να είναι κανείς καλός πολιτικός, χρειάζεται να ξέρει πώς να κατευθύνει το Κόμμα, και σε συνέχεια όλη την εργατική τάξη, στο δρόμο της ταξικής αδιαλλαξίας και δημιουργικότητας, χρειάζεται να προετοιμάζει ασταμάτητα την τάξη αυτή για μια μακρόχρονη πάλη ενάντια στις νέες μορφές των αστικών επιδράσεων με τις όποιες ο παγκόσμιος καπιταλισμός προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στη Δημοκρατία των σοβιέτ. Να είμαστε σε επιφυλακή, να οξύνουμε την προλεταριακή μας ακοή, αυτό πρέπει να είναι, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, το σύνθημα του Κόμματός μας.

Η Εργατική Αντιπολίτευση έβαλε αυτά τα προβλήματα στην ημερήσια διάταξη, κι αυτή είναι η ιστορική της αξία. Η σκέψη πήρε μπρος. Αρχίσαμε την ανάλυση των περασμένων πράξεων μας. Και όπου υπάρχει κριτική, ανάλυση, δουλειά, ανησυχία και έρευνα της σκέψης, υπάρχει δημιουργία, ζωή και επομένως κίνηση προς τα μπροστά, προς το μέλλον. Τίποτα δεν είναι πιο τρομαχτικό, πιο ολέθριο απ’ τη στασιμότητα της σκέψης, το καλούπι, τη ρουτίνα… και πέφταμε σιγά σιγά στη ρουτίνα, θα είχαμε δε, χωρίς την Αντιπολίτευση (που εκδηλώθηκε πολύ πριν ωριμάσει), βγει ανεπαίσθητα απ’ το σωστό δρόμο του κομμουνισμού, χωρίς καν να το πάρουμε είδηση. Και οι εχθροί μας θα τρίβανε τα χέρια τους, και οι μενσεβίκοι θα χαμογελούσαν ειρωνικά υπογραμμίζοντας κακόβουλα τις όλο και μεγαλύτερες παρεκκλίσεις μας.

Σήμερα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αφού το Συνέδριο και επομένως το Κόμμα μας, θα είναι αναγκασμένο να υπολογίζει την Εργατική Αντιπολίτευση και, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί μ’ αυτήν για ένα συμβιβασμό, να κάνει έτσι κι αλλιώς μια σειρά πολύ σημαντικών παραχωρήσεων κάτω απ’ την πίεση και την επίδρασή της.

Η αξία της Εργατικής Αντιπολίτευσης βρίσκεται επίσης στο ότι έβαλε για συζήτηση το παρακάτω θέμα: ποιος καλείται τελικά να δημιουργήσει τις νέες μορφές της οικονομικής ζωής; Οι τεχνικοί, οι επιχειρηματίες που είναι με όλη τους τη νοοτροπία δεμένοι με το παρελθόν, οι κρατικοί υπάλληλοι, με τους λίγους κομμουνιστές που είναι χαμένοι ανάμεσα τους ή το σύνολο της εργατικής τάξης δηλαδή τα συνδικάτα;

Η Εργατική Αντιπολίτευση επανάλαβε αυτό που ο Καρλ Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν ήδη γράψει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και που αποτελεί τη βάση του προγράμματός μας, δηλαδή ότι ο κομμουνισμός μπορεί να είναι και θα είναι έργο των ίδιων των εργατικών μαζών. Η δημιουργία του κομμουνισμού ανήκει στους εργάτες.

Τέλος, η Εργατική Αντιπολίτευση ύψωσε τη φωνή της ενάντια στη γραφειοκρατία. Τόλμησε να πει ότι η γραφειοκρατία ευνουχίζει την πρωτοβουλία και το δημιουργικό πνεύμα της εργατικής τάξης, σκοτώνει τη σκέψη, συγκρατεί την πρωτοβουλία στο οικονομικό επίπεδο και τις προσπάθειες για ανακάλυψη νέων μεθόδων παραγωγής, με δυο λόγια αποδυναμώνει την πηγή δημιουργίας νέων μορφών παραγωγής και ζωής. Στη θέση της γραφειοκρατικής μεθόδου που έγινε σύστημα, πρέπει να βάλουμε το σύστημα της πρωτοβουλίας των εργατικών μαζών! Πάνω σ’ αυτό το θέμα, οι ηγέτες μας έχουν ήδη κάνει παραχωρήσεις και τείνουν να αναγνωρίσουν τις παρεκκλίσεις του Κόμματος σε βάρος του κομμουνισμού και των συμφερόντων της εργατικής τάξης (καταδίκη του συστήματος του Τρότσκι στις μεταφορές). Είναι σίγουρο ότι το Συνέδριο θα κάνει στον τομέα αυτό πολλές άλλες παραχωρήσεις στην Εργατική Αντιπολίτευση. Κι έτσι παρ’ όλο που η Εργατική Αντιπολίτευση εμφανίστηκε σαν συγκροτημένη ομάδα στο εσωτερικό του Κόμματος εδώ και μερικούς μήνες, έχει ήδη εκπληρώσει το έργο της, τράνταξε τη σκέψη, την έβγαλε από τη στασιμότητα, ανάγκασε τα ηγετικά κέντρα του Κόμματος ν’ ακούσουν την υγιή φωνή των εργατών, των προλεταριακών μαζών.

Μπορεί οι κορυφές του Κόμματος να κεραυνοβολούν την Εργατική Αντιπολίτευση, το μέλλον είναι με το μέρος της. Όπως πιστεύουμε στη ζωτική δύναμη του Κόμματός μας, ξέρουμε ότι μετά μια περίοδο επιμονής, με δισταγμούς, ταλαντεύσεις και πολιτικά λοξοδρομήματα, θα μπει στο δρόμο που χαράζουν αυθόρμητα, με το ταξικό τους ένστικτο, οι ενωμένοι και οργανωμένοι προλετάριοι. Δε θα έχουμε διάσπαση. Κι αν τύχει να αποσπαστούν απ’ το Κόμμα ορισμένες ομάδες, δε θα ’ναι απ’ την Εργατική Αντιπολίτευση… θα λιποτακτήσουν μόνο αυτοί που θα θελήσουν να μετατρέψουν σε θέματα αρχής ορισμένες παραβιάσεις του γενικού πνεύματος του κομμουνιστικού προγράμματος, που ήταν αναπόφευκτες λόγω της οξύτητας του εμφυλίου πολέμου, αυτοί που γαντζώνονται σ’ αυτές σα να ’ταν η ουσία της πολιτικής μας πορείας.

Όλα όμως τα στοιχεία του Κόμματος που έχουν συνηθίσει να εκφράζουν τη σκέψη του προλεταριακού γίγαντα που μεγαλώνει και απλώνει τα φτερά του, θα επισωρεύσουν και θα αφομοιώσουν ό,τι γερό, πραχτικά υγιές και ζωτικό φέρνει η Εργατική Αντιπολίτευση για τη δομή του Κόμματός μας. Δεν είναι χωρίς λόγο που ο μέσος εργάτης λέει με εμπιστοσύνη και συμβιβαστικό πνεύμα:

«Ο Ιλίτς θα τα σκεφτεί όλ’ αυτά, θα τα γυρίσει μέσα στο μυαλό του. Θα μας ακούσει και θα κατευθυνθεί προς την Αντιπολίτευση. Ο Ιλίτς θα είναι για άλλη μια φορά μαζί μας».

Όσο περισσότερο θα βιαστεί η κορυφή του Κόμματος να πάρει υπόψη της τη δουλειά της Αντιπολίτευσης και να βαδίσει στο δρόμο που δείχνει η βάση, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από την κρίση και τις παρούσες δυσκολίες, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσουμε στο σημείο όπου η ανθρωπότητα, απελευθερωμένη από οικονομικούς νόμους που βρίσκονται έξω απ’ αυτήν, θα αρχίσει με μία συνολική θέληση εμπλουτισμένη από τις άξιες της επιστήμης να δημιουργεί συνειδητά την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα στην εποχή του κομμουνισμού.

Μόσχα 1921

 

 

Αλεξάνδρα Κολλοντάι, Εργατική Αντιπολίτευση, Βέργος, Αθήνα 1975, μετάφραση Πέτρος Λινάρδος.

Алекса́ндра Коллонта́й, Рабо́чая оппози́ция, Москва 1921.

 

 

Σημειώσεις

1 Αυτό φαίνεται από τους ψήφους πάνω στις θέσεις για τον ρόλο τον συνδικάτων: τα μέλη των ηγετικών επιτροπών ψηφίζουν για τη μια η την άλλη από τις θέσεις τον κέντρων. Η μάζα τον κομμουνιστών, οι εργάτες, ψηφίζουν για την Εργατική Αντιπολίτευση.

2 Η συζήτηση για την «προσωπική ή συλλογική διοίκηση» των εργοστασίων, επιχειρήσεων κ.τ.λ., αφορά πιο συγκεκριμένα τη χρησιμοποίηση των ειδικών» (προσωπική) και τη δημιουργία εργατικών επιτροπών (συλλογική) που αναλαμβάνουν αυτές τη διοίκηση. Σ.τ.Μ.

3 Η λέξη που μεταφράζεται «μικροαστική τάξη» (Μιεστσάνστβο) σήμαινε στη τσαρική περίοδο μικρο-έμπορος, βιοτέχνης, εργάτης όχι χωρικός. Οι δημοσιολόγοι, κυρίως μαρξιστές, αντιπαραθέτοντας την κατηγορία αυτή στο προλεταριάτο, έδιναν στη λέξη αυτή μία αρκετά υποτιμητική έννοια. Σ.τ.Μ.

4 Ο Λαϊκός επίτροπος για τον Ανεφοδιασμό (Σ.τ.Μ.).

5 Η Εργατική Αντιπολίτευση δεν αρνήθηκε ποτέ την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης των «ειδικών» της τεχνικής και της επιστήμης. Άλλο όμως να τους χρησιμοποιούμε κι άλλο να τους δίνουμε την εξουσία.

6 Η ομάδα του Ιγκνάτοφ και άλλων που πλησιάζει πολύ την εργατική Αντιπολίτευση στο θέμα της εσωτερικής δομής και της εξυγίανσης του Κόμματος, έχει πάνω στα συνδικάτα μία αρκετά ασαφή θέση.

7 Συνδικαλιστικές οργανώσεις που συγκροτούνται με κριτήριο τον τομέα παραγωγής. Σ.τ.Μ.

8 Η μεταβατική περίοδος από τον φεουδαρχισμό ατόν καπιταλισμό, αναφέρεται κατά πάσα πιθανότητα σαν απάντηση στον Λένιν που χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα. Στην Αναφορά της Κ.Κ. του Ρ.Κ.Κ. Στο 9ο συνέδριο (29 Μάρτη-5 Απρίλη 1920) ο Λένιν λέει: «... Νομίζετε μήπως ότι η αστική τάξη αφού διαδέχτηκε την φεουδαρχία έκανε σύγχυση ανάμεσα ατό Κράτος και τις υπηρεσίες του; Όχι, δεν ήταν τόσο κουτή. Σκέφτηκε ότι για τις υπηρεσίες χρειάζονταν άνθρωποι που να είναι ικανοί. Ας πάρουμε τους φεουδάρχες κι ας τους αναμορφώσουμε»… «μια τάξη δεν είναι ικανή να διαχειριστεί τις υπηρεσίες για το λόγο ότι είναι μια προοδευτική τάξη».

Β. Λένιν, Διαλεχτά Έργα, (γαλλική έκδοση) τόμος 3, σ. 399. Σ.τ.Μ. [Β. Ι. Λένιν, «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής 19 του Μάρτη», σε Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 40, σελ. 252.]

9 Έχουμε και πάλι ένα ιστορικό «μάθημα». Οι αριστοκράτες ήταν φυσικά πάρα πολύ πιο μορφωμένοι σε οικονομικά θέματα από τους αστούς. Τούτοι δω όμως, ακολουθώντας το ταξικό τους αισθητήριο, δεν τοποθέτησαν τον φεουδάρχη επί κεφαλής των επιχειρήσεων τους, και αν τον πήραν για διαχειριστή για να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις του, τον κράτησαν προσεχτικά, παρ’ όλες τις επιστημονικές του γνώσεις σε κατώτερη θέση. Αντί να του δώσουν τη διεύθυνση της επιχείρησής τους, του εργοστασίου τους, την ανάλαβαν οι ίδιοι.

10 Το πέντε ήταν ο ανώτερος βαθμός στα ρωσικά σχολεία. [Σ.τ.Μ.]

11 Το Ντομοστροϊ, εγχειρίδιο οικιακής οικονομίας του 16ου αιώνα. [Σ.τ.Μ.]

12 «Σμιντικομιστής»: Κατά πάσα πιθανότητα «κομμουνιστής σαν τον Σμίντοβιτς». Σ.τ.Μ.

13 Βλ. τις θέσεις της ομάδας του Μπουχάριν, άρθρο 17.

14 Δε θ’ ασχοληθούμε με την ανάλυση τον θέσεων των άλλων ομάδων, γιατί δεν προσφέρουν τίποτα το καινούργιο στην καθ’ εαυτή συζήτηση και αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση με λεπτομέρειες.

15 Θα ασχοληθούμε παρακάτω με τη γραφειοκρατία στο εσωτερικό του Κόμματος.

16 Με τις παραχωρήσεις, το σοβιετικό κράτος, νοίκιαζε με συμβόλαιο σε ξένους καπιταλιστές, ορυχεία, πετρελαιοπηγές κ.τ.λ. Σε αντάλλαγμα εφοδιαζόταν με συμπληρωματικό τεχνολογικό εξοπλισμό που επέτρεψε την στοιχειώδη ανασυγκρότηση της μεγάλης βιομηχανίας. Σ.τ.Μ.

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 21 Ιουνίου 2021 12:18

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.