Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2025 16:03

Η εργατική αντιπολίτευση στην Ουκρανία, δεκαετία 1920-1930

Ο Μιχαήλ Λαμπόνοφ, μέλος της Εργατικής Αντιπολίτευσης στην Ουκρανία μαζί με συντρόφους του

 

 

Barbara C. Allen

 

Η Εργατική Αντιπολίτευση στην Ουκρανία, δεκαετία 1920-1930

 

 

Η Εργατική Αντιπολίτευση ήταν μια πολιτική φράξια του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1920-22, η οποία υποστήριζε τη συνδικαλιστική διαχείριση της οικονομίας μέσω ενός συστήματος εκλεγμένων αντιπροσώπων των εργατών. Αποτελούνταν από κομμουνιστές μεταλλεργάτες που ηγούνταν των συνδικάτων και της βιομηχανίας. Τα κύρια κέντρα υποστήριξής της περιλάμβαναν βιομηχανικές περιοχές της Ρωσίας και της Ουκρανίας (Χάρκοβο, Ντονμπάς, Οδησσό, Νίζνι Νόβγκοροντ, Σαμάρα, Ομσκ, Ριαζάν, Κρασνοντάρ, Βλαντιμίρ και Μόσχα). Οι περιφερειακές αποχρώσεις διέτρεχαν τις θέσεις, τις αναλύσεις και τη συμπεριφορά των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων.[1]

Ο όρος «Εργατική Αντιπολίτευση» στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα προήλθε ιστορικά από την Ουκρανία το 1900, όταν ριζοσπάστες διανοούμενοι [ιντελλιχέντι] τον εφάρμοσαν για μη συνεργάσιμες ομάδες εργατών στο Εκατερινοσλάβ και το Χάρκοβο. Ως εχθρικός όρος, η ονομασία έβαλε σφήνα ανάμεσα στους εργάτες και τους σοσιαλιστές ιντέλλιχεντ.[2] Το πιο ορατό πολιτικό έργο της ομάδας του 1920 ήταν στη Μόσχα, την πρωτεύουσα της ΡΣΟΣΔ. Οι υποστηρικτές της στην Ουκρανία δεν ήταν ποτέ τόσο πολυάριθμοι όσο οι υποστηρικτές άλλων αντιπολιτευτικών κινημάτων εκεί, όπως οι Δημοκρατικοί Συγκεντρωτιστές ή οι τροτσκιστές. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων στην Ουκρανία είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αντιπολίτευσης σε ολόκληρο τον σοβιετικό χώρο και της σχέσης μεταξύ της αντιπολίτευσης και των κομματικών και αστυνομικών θεσμών.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Εργατικής Αντιπολίτευσης στην Ουκρανία περιλάμβαναν: 1) τις συγκεκριμένες αντιρρήσεις των μελών της στη συγχώνευση των Μποροτμπιστών (Σοσιαλιστών Επαναστατών) με το Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκων) της Ουκρανίας, 2) τα πολυεθνικά μέλη της (Ρώσοι, Εβραίοι και Ουκρανοί) και 3) την πρόκληση που αντιμετώπιζε με την απήχηση της αναρχικής εξέγερσης του Μαχνό στους εργάτες. Τα οικονομικά διλήμματα που αντιμετώπιζαν τα μέλη της ως συνδικαλιστικά στελέχη και διαχειριστές της σοβιετικής βιομηχανίας υπονόμευαν το όραμα των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων στην Ουκρανία. Το παρόν άρθρο αναδεικνύει ορισμένες πτυχές των δραστηριοτήτων των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων στην Ουκρανία πριν και μετά την ήττα τους το 1921.

Η ιδέα για αυτό το άρθρο προέκυψε από τη βιογραφία που έγραψα το 2015 για τον ηγέτη της Εργατικής Αντιπολίτευσης Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ,[3] αλλά η εργασία βασίζεται σε έρευνα που διεξήγαγα το καλοκαίρι του 2017 στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Δημοσίων Οργανισμών της Ουκρανίας (TsDAHO), στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Ανώτατων Οργάνων Εξουσίας και Κυβέρνησης της Ουκρανίας (TsDAVO) και στο Κρατικό Αρχείο των Υπηρεσιών Ασφαλείας της Ουκρανίας. Εξέτασα και κράτησα σημειώσεις από περίπου 200 φακέλους στα δύο πρώτα αρχεία και έβγαλα 1.930 ψηφιακές φωτογραφίες σελίδων από τους φακέλους του αρχείου των υπηρεσιών ασφαλείας σχετικά με την υπόθεση της Εργατικής Αντιπολίτευσης στη δεκαετία του 1930 και από τους προσωπικούς φακέλους επτά πρώην Εργατικών Αντιπολιτευόμενων που συνελήφθησαν στην Ουκρανία τη δεκαετία του 1930 και υπέστησαν πολιτική καταστολή (Πετρ Μπιχάτσκι, Ιβάν Ντούντκο-Πετίνσκι, Μοϊσέι Γκόλντενμπεργκ, Σεμέν Κοζορέζοφ, Μιχαήλ Λομπάνοφ, Γκριγκόρι Σαπόζνικοφ και Ισάι Σπολιάνσκι).

Οι Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι στην Ουκρανία αντιμετώπισαν πρόσθετες προκλήσεις σε σχέση με αυτές που αντιμετώπιζαν οι υποστηρικτές της ομάδας στην κεντρική Ρωσία. Σε ένα συνέδριο του ΚΚ(μπ)Ου τον Μάρτιο του 1919 στην Ουκρανία, ο Λαβρέντεφ, ο οποίος αργότερα θα εντασσόταν στην Εργατική Αντιπολίτευση, προκάλεσε αναστάτωση όταν μίλησε για «εντελώς νέα καθήκοντα για τα συνδικάτα». Ωστόσο, αναγνώρισε επίσης την πρόκληση που δημιουργούσε η έλλειψη πλειοψηφίας των Μπολσεβίκων στα συνδικάτα της Ουκρανίας, τα οποία ελέγχονταν, όπως είπε, από Μενσεβίκους οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τα συνδικάτα στη Ρωσία. Όταν θα το πετύχουν αυτό, είπε, τα συνδικάτα θα «οργανώνουν ολόκληρη την οικονομία», «θα συνθέτουν πλήρως το Συμβούλιο Οικονομίας και το ανώτατο όργανο της οικονομικής πολιτικής», «θα οργανώνουν το Κομισαριάτο Εργασίας» και θα αναλαμβάνουν «όλο το έργο της οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας». Κάλεσε τις κομματικές επιτροπές των Μπολσεβίκων να αναλάβουν τον έλεγχο των ηγετικών οργάνων των συνδικάτων στο επερχόμενο Πανουκρανικό Συνέδριο των Συνδικάτων.[4] Δεν αναγνώρισε την ειρωνεία ότι αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο για την ανάμειξη του Κομμουνιστικού Κόμματος σε θέματα ηγεσίας των συνδικάτων.[5]

Το Πανενωσιακό Κεντρικό Συμβούλιο Συνδικάτων (ΠΕΚΣΣ) δημιούργησε ένα Νότιο Γραφείο (Ιούζμπουρο) το 1920 για την οργάνωση των συνδικάτων στην Ουκρανία, αλλά οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές συγκρούσεις υπονόμευσαν το έργο του και η σύνθεση της ηγεσίας του άλλαζε συχνά. Μια έκθεση του Ιούζμπουρο επεσήμανε επίσης τη «ληστεία» ως «ειδικά ουκρανικό φαινόμενο» και ως επιβλαβές για την οργάνωση των συνδικάτων. Εκτός από αυτά, οι πολιτικές αρχές άλλαζαν συχνά, Τέλος, η μενσεβίκικη επιρροή ήταν πολύ περισσότερο ισχυρή σε τμήματα της Ουκρανίας απ’ ό,τι στα ρωσικά κέντρα. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε «έλλειψη πειθαρχίας» και «σαμοστίινοστ» (ουκρανικός αυτονομισμός), σύμφωνα με τον Ιούζμπουρο. Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στα κυβερνεία όπου επικρατούσε η βαριά βιομηχανία: Ντόνετσκ, Εκατερίνοσλαβ, Χάρκοβο, Οδησσό, Κίεβο.[6]

Η οργάνωση ενός Μπολσεβίκικου Νότιου Γραφείου (Ιούζμπουρο) της Πανρωσικής (Πανσοβιετικής) Ένωσης Μεταλλεργατών [ΠΡΣΕΜ] στην Ουκρανία ήταν δυνατή μόνο μετά την εκκαθάριση των αντεπαναστατικών ένοπλων δυνάμεων των Λευκών από την περιοχή τον Δεκέμβριο του 1919. Καθώς οι Λευκοί υποχωρούσαν, έφυγαν και οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των εργοστασίων, γεγονός που άφησε τη διοίκηση στα χέρια εργατικών οργανώσεων που ελέγχονταν από μενσεβίκους, τις οποίες οι Μπολσεβίκοι «διέλυσαν». Αυτό φαίνεται ότι ήταν μια συντριπτική πρόκληση για το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ. Ο Λαβρέντεφ και άλλο προσωπικό επέστρεψαν από τη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1920 και ανέλαβαν τις πρώτες οργανωτικές εργασίες. Ο Λαβρέντεφ επικεντρώθηκε στα μισθολογικά δεδομένα. Η ηγεσία άλλαξε μετά το 3ο Πανρωσικό Συνέδριο της Ένωσης Μεταλλεργατών. Ο νέος ηγέτης του Ιούζμπουρο, Μιχαήλ Λομπάνοφ, ο οποίος είχε φθάσει τον Ιούνιο του 1920, έστρεψε την προσοχή του στην οργάνωση της παραγωγής και στην εργασία μέσω των κυβερνητικών οικονομικών οργάνων.[7]

Γεννημένος στην περιφέρεια της Μόσχας από γονείς που εργάζονταν στην υφαντουργία και την ξυλογλυπτική, ο Λομπάνοφ εκπαιδεύτηκε στο σπίτι και σε επαναστατικούς κύκλους σπουδών. Εντάχθηκε στο μπολσεβίκικο κόμμα το 1903 και στην Ένωση Μεταλλεργατών το 1905. Λόγω των εξαιρετικών ταλέντων του, επιλέχθηκε να φοιτήσει στη σχολή του Μαξίμ Γκόρκι στο Κάπρι το 1909-10. Πήγε επίσης στο Παρίσι και παρακολούθησε τις διαλέξεις του Λένιν (αναφέρεται ως «Στάνισλαβ» στα Sochineniia [Άπαντα] του Λένιν). Το 1917 βοήθησε στην οργάνωση του κόμματος και των συνδικάτων στη Μόσχα. Το 1918-20 εργάστηκε στο Κομισαριάτο Εργασίας, στην ΚΕ της Ένωσης Μεταλλεργατών και στο Σοβιέτ. Στην Ουκρανία, εργάστηκε σε συνδικαλιστικούς, κομματικούς και οικονομικούς οργανισμούς στην Ουκρανία μέχρι το 1929, οπότε μετατέθηκε στα Ουράλια για οικονομική εργασία.[8]

Το καλοκαίρι του 1920 δραστηριοποιήθηκαν στην Ουκρανία και άλλοι επιφανείς Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι. Ο Φλορ Μίτιν διορίστηκε να προεδρεύσει του συνδικαλιστικού συμβουλίου του κυβερνείου του Λουγκάνσκ στις 30 Ιουνίου 1920.[9] Ο Ιούρι Λουτoβίνοφ συμμετείχε σε μια συνάντηση ανώτερων κομμουνιστών της κομματικής οργάνωσης του Λουγκάνσκ στις 9 Αυγούστου 1920, όπου έγινε αναφορά για το πρόβλημα της αποχώρησης κομμουνιστών από το κόμμα, υποτίθεται για οικογενειακούς λόγους, ασθένεια ή έλλειψη χρόνου. Επιχειρηματολογώντας εναντίον των απόψεων ότι όσοι έφυγαν ήταν εγωιστές ή πολιτικά αναλφάβητοι, ο Λουτοβίνοφ υποστήριξε ότι έφταιγε η κεντρική πολιτική του κόμματος και του κράτους που δεν ήταν επαρκώς κομμουνιστική και ότι τα πολλά ξένα στοιχεία στο κόμμα απωθούσαν τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες. Ζήτησε «να εργατικοποιηθεί το κομμουνιστικό κόμμα», φέρνοντας μια μάζα νέων μελών από την εργατική τάξη «με τέτοιο τρόπο ... ώστε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη Διαχείριση της Σοβιετικής Δημοκρατίας»[10].

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1920, οι κομματικοί ηγέτες της Ουκρανίας εξέφραζαν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι ο Λουτοβίνοφ είχε δημιουργήσει οργανωμένη υποστήριξη για την Εργατική Αντιπολίτευση στο Ντονμπάς, η οποία, στα μάτια τους, είχε αναμειχθεί με τον αναρχισμό του Νέστορ Μαχνό. Εξέφρασαν την ανάγκη για ισχυρή ηγεσία και καλύτερη οργάνωση σε επίπεδο ουέζντ και βολόστ.[11] Περίπου την ίδια εποχή, ο Μίτιν, ο Λομπάνοφ και ορισμένοι άλλοι υποστηρικτές της Εργατικής Αντιπολίτευσης μίλησαν σε μια πανουκρανική συνάντηση των συνδικάτων, όπου ο Μίτιν πρότεινε ένα ψήφισμα, που έγινε αποδεκτό, στο οποίο επέκρινε τον διορισμό από το Συμβούλιο Άμυνας των επικεφαλής των τμημάτων μετάλλου και των διοικητικών συμβουλίων, χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με τα συνδικάτα.[12]

Οι Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι αντιμετώπισαν σκληρή αντίδραση από τους ηγέτες του κόμματος της Ουκρανίας. Τον Οκτώβριο του 1920, ο Αντρέι Ιβάνοφ, πρώην εργάτης μετάλλου που είχε γίνει μέλος της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου και πρόεδρος του Νότιου Γραφείου του ΠΕΚΣΣ, προσπάθησε να αναθέσει στον Πάβλοφ μέλος του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ να εργαστεί σε επιτροπές φτωχών αγροτών, χωρίς την άδεια του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ. Απείλησε να στρέψει την Τσεκά εναντίον του Λομπάνοφ και άλλων, επειδή δεν συμμορφώνονταν. Ο Λομπάνοφ προσφέρθηκε στον Ιβάνοφ ο ίδιος στη θέση του Πάβλοφ. Ο Ιβάνοφ άρπαξε το δόλωμα, αλλά αυτό προκάλεσε την παρέμβαση της ΚΕ της ΠΡΣΕΜ, επειδή η εντολή του Ιβάνοφ παραβίαζε την απόφαση της ΚΕ του ΡΚΚ(μπ) σχετικά με τον τρόπο επιστράτευσης του προσωπικού της Ένωσης Μεταλλεργατών.[13]

Εκ μέρους της Εργατικής Αντιπολίτευσης, ο Περεπέτσκο, ο Αντόνοφ και ο Κουζνέτσοφ μίλησαν στο 5ο συνέδριο του ΚΚ(μπ)Ου στο Χάρκοβο, τον Νοέμβριο του 1920, με την υποστήριξη τουλάχιστον είκοσι αντιπροσώπων. Ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένοι για την επιρροή των πρώην Μποροτμπιστών (Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών) μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι) της Ουκρανίας, η οποία πρόσθεσε μια συγκεκριμένη χροιά στις ευρύτερες κατηγορίες για την εισροή «μικροαστικών» στοιχείων στο κόμμα που διατύπωναν οι ηγέτες της Εργατικής Αντιπολίτευσης στη Μόσχα και σε άλλες περιοχές. Ο Ζινόβιεφ μίλησε εναντίον τους. Αποσπάσματα των ομιλιών τους περιλαμβάνονταν σε μια συλλογή ντοκουμέντων που εκδόθηκε, αλλά βρήκα τις πλήρεις εκδόσεις στα ουκρανικά αρχεία. Ο Περεπέτσκο θεωρούσε ότι το ΚΚ(μπ)Ου είχε επενδύσει υπερβολικά στη δουλειά των επιτροπών των φτωχών αγροτών και δεν αναζητούσε επαρκώς την υποστήριξη του προλεταριάτου.[14] Ο Αντόνοφ συμφώνησε με τον Περεπέτσκο σε πολλά σημεία και κατηγόρησε την έκθεση της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου επειδή δεν ανέφερε τα συνδικάτα και το συνέδεσε με την παραμέληση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης. Αντιφατικά, υποστήριξε ότι η κομμουνιστική αδιαφορία για την εργατική τάξη επέτρεψε στον Μαχνό να αποκτήσει υποστήριξη μεταξύ των εργατών εργοστασίων και μύλων, οι οποίοι, όπως είπε, «στέκονταν στην ουρά για τις συνελεύσεις του κατά δεκάδες χιλιάδες».[15] Ο Αντόνοφ διάβασε ένα ψήφισμα στο όνομα της Εργατικής Αντιπολίτευσης, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το κείμενό του στα αρχεία.[16]

Ο Περεπέτσκο αρνήθηκε τον ισχυρισμό του Ζινόβιεφ ότι η επιστράτευση των κομμουνιστών για το μέτωπο συνέβαλε σε κρίση του κόμματος, καθώς, όπως είπε, τα συνδικάτα της Μόσχας ακολουθούσαν μια προλεταριακή ταξική γραμμή. Ένα «μικροαστικό στοιχείο» «βαθιά εχθρικό προς το προλεταριάτο» «πλημμύριζε το κόμμα». Αρνήθηκε ότι η Εργατική Αντιπολίτευση ήταν εχθρική προς τη διανόηση. Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η προλεταριακή επιρροή στο κόμμα και τα σοβιέτ ήταν «να αποκατασταθούν τα δικαιώματά τους στα συνδικάτα». Διάβασε δυνατά τις θέσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης.[17]

Ο Kούζνετσοφ μίλησε για το φόβο των αντιποίνων για το γεγονός ότι μιλούσε ελεύθερα υπέρ της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Η συνήθης έκφραση γι’ αυτό ήταν ότι «στέλνονταν να φάνε ροδάκινα», αλλά είπε ότι κάποιοι στέλνονταν εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου ροδάκινα. Αναφέρθηκε στους κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στη Βολινία. Παραπονέθηκε ότι δεν μπορούσε κανείς να εκφράσει κριτική χωρίς να τον αποκαλέσουν Μαχνοϊστή ή Μενσεβίκο.[18] Ο Κουζνέτσοφ έκλεισε αναγνωρίζοντας ότι πολλά από αυτά που ήθελε η Εργατική Αντιπολίτευση βρίσκονταν στο κοινό ψήφισμα του συνεδρίου, το οποίο μπορούσε να υποστηρίξει, αλλά ότι «θα επιφυλαχθεί για το δικαίωμα να εκφράσει διαφωνίες στο μέλλον»[19].

Την παραμονή του 10ου Πανρωσικού Συνεδρίου του κόμματος, εκπρόσωποι της Εργατικής Αντιπολίτευσης (Πάβλοφ, Μίτιν, Πολοσάτοφ, Κουζνέτσοφ) μίλησαν στο 4ο συνέδριο του ΚΚ(μπ)Ου στην περιφέρεια του Ντόνετσκ στα μέσα Φεβρουαρίου 1921. Ο Πολοζάτοφ διατύπωσε πολλές γνωστές παρατηρήσεις της πλατφόρμας της Εργατικής Αντιπολίτευσης, όπως ότι το κόμμα είχε απομονωθεί από την εργατική τάξη. Κάλεσε σε αγώνα ενάντια στην επιρροή των μηχανικών και των τεχνικών στο κόμμα. Όχι μόνο η «πρωτοπορία της εργατικής τάξης», αλλά ολόκληρη η τάξη μέχρι το τοπικό επίπεδο θα έπρεπε να οικοδομήσει την οικονομία. Η συμμετοχή των συνδικάτων και των σοβιέτ δεν θα αποδυνάμωνε το ρόλο του κόμματος, αλλά θα τον ενίσχυε, γιατί το κόμμα «θα καθοδηγεί το συνδικαλιστικό κίνημα». Μίλησε για τη σύνδεση των κομματικών επιτροπών σε επίπεδο κυβερνείου, των συνδικαλιστικών συμβουλίων και των εκτελεστικών επιτροπών των σοβιέτ, αλλά χωρίς λεπτομέρειες. Για την απομόνωση μεταξύ αυτών των οργάνων κατηγόρησε τον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του. Αρνήθηκε ότι υπήρχε κάτι κακό με τις ομαδοποιήσεις στο κόμμα, οι οποίες ήταν πάντα μέρος της κομματικής ζωής «τόσο στη Δύση όσο και στη Ρωσία», εφόσον τηρούσαν την κομματική πειθαρχία. Η καταστροφή των ομαδοποιήσεων δεν ήταν «μαρξιστική αντιμετώπιση».

Στο ίδιο συνέδριο, ο Κουζνέτσοφ υποστήριξε ότι ο εργάτης είναι βασικά κομμουνιστής και θα μπορούσε να προσελκυστεί στο κόμμα και τη δουλειά του, αν το κόμμα έκανε περισσότερα για να προσελκύσει τους εργάτες. Οι εργάτες, είπε, θα έπρεπε να ενωθούν ευρύτερα στα συνδικάτα, τα οποία θα έπρεπε να επεκτείνουν το έργο τους και να κατευθύνουν τους εργάτες στο κόμμα. Τα Σοβιέτ ήταν κάποτε σαν ένα ισχυρό κοινοβούλιο, αλλά είχαν γίνει απλώς μια εκτελεστική «τρόικα». Η ενίσχυση τόσο των συνδικάτων όσο και των σοβιέτ θα οδηγούσε σε ένα ισχυρότερο κόμμα που θα ήταν πιο ριζωμένο στην εργατική τάξη. Η Εργατική Αντιπολίτευση ήθελε απλώς να εξαλείψει τις «ασθένειες» του κόμματος, όχι να αντιπολιτευτεί για χάρη της αντιπολίτευσης.[20]

Στο δέκατο συνέδριο του κόμματος στη Μόσχα, η Εργατική Αντιπολίτευση αποδοκιμάστηκε και απαγορεύτηκε. Το 1921, οι ηγέτες του κόμματος επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία καταστολής για να εξουδετερώσουν την επιρροή της μέσα στις κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Κάποια από αυτά τα γεγονότα περιγράφονται στη βιογραφία που έγραψα για τον Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ.

Στην Ουκρανία, η αδυναμία των μεταλλεργατών να αντισταθούν στην εκστρατεία καταστολής των κομματικών ηγετών εξουδετερώθηκε από την κακή επικοινωνία μεταξύ του Ιούζμπουρο και της ΚΕ της ΠΡΣΕΜ στη Μόσχα.[21] Οι προσπάθειες των κομματικών ηγετών να καταστείλουν την αντιπολίτευση διατυπώθηκαν με όρους «ενίσχυσης» των συνδικάτων, όπως των Μεταλλεργατών, τα οποία είχαν αντιπολιτευόμενους.[22] Τα αρχεία του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου περιέχουν συχνές αναφορές σε μεταθέσεις προσωπικού υποστηρικτών της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Το φθινόπωρο του 1921 οι μετακινήσεις ατόμων από το Νικολάεφ σχετίζονταν με τη δύναμη της Εργατικής Αντιπολίτευσης εκεί. Ταυτόχρονα, η διανομή ψωμιού στους πεινασμένους εργάτες του Νικολάεφ είχε σκοπό να αμβλύνει τα παράπονά τους.[23]

Η επιρροή της Εργατικής Αντιπολίτευσης στα κεντρικά όργανα της Ένωσης Μεταλλεργατών μειώθηκε. Ταυτόχρονα, νέα ζητήματα που σχετίζονταν με την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής άλλαξαν τους όρους της αντιπολίτευσης. Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο[;] του 1921, το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ εξέφρασε την ανησυχία του στην ΚΕ της ΠΡΣΕΜ, στα ηγετικά όργανα του ΠΕΚΣΣ και στην ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου σχετικά με τις προθέσεις του Γκόσπλαν να εκμισθώσει μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις μετάλλου και επιχειρήσεις εξόρυξης άνθρακα στο Ντονμπάς σε Βέλγους καπιταλιστές. Το Ιούζμπουρο επεσήμανε ότι το προσωπικό της οικονομίας αποθαρρύνεται όταν διαβάζει σε άρθρα του Τύπου ότι οι παλιοί ιδιώτες καπιταλιστές «αφεντικά» θα μπορούσαν να επιστρέψουν. Το Ιούζμπουρο ζήτησε να συγκληθεί ειδική συνεδρίαση της ΚΕ της ΠΡΣΕΜ για να συζητηθεί το θέμα. Ισχυρίστηκε ότι δεν αντιτίθεται στις «παραχωρήσεις γενικά ή στο λίζινγκ», αλλά δεν ήθελε να παραδοθεί ολόκληρη η οικονομία στους καπιταλιστές επιχειρηματίες.[24]

Μέχρι τη σύνοδο του Ιούζμπουρο στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, ο Λομπάνοφ είχε υποβιβαστεί σε βοηθό πρόεδρο, με τον Ιβάνοφ να τον αντικαθιστά ως πρόεδρο. Παρ’ όλα αυτά, οι πρώην Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι εξακολουθούσαν να έχουν ισχυρή παρουσία στο προεδρείο (Σκλίζνεφ, Τολοκόντσεφ, Μίτιν [και Πολιάκοφ, Πρασόλοφ;]).[25] Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1921, συζητούσαν τα πλεονεκτήματα της συλλογικής έναντι της μονοπρόσωπης διοίκησης για τις βιομηχανικές ενώσεις.[26] Στις αρχές Οκτωβρίου, ο Μίτιν ενημέρωσε το Ιούζμπουρο του ΠΡΣΕΜ ότι η επιτροπή του ΚΚ(μπ)Ου του κυβερνείου του Ντον τον είχε ανακαλέσει από το ράικομ του Ντον του ΠΡΣΕΜ. Έφεραν αντίρρηση ότι αυτό δεν έπρεπε να γίνει χωρίς την άδεια του γραφείου της κομμουνιστικής φράξιας της ΚΕ της Ένωσης. Είπαν στον Μίτιν να παραμείνει στη θέση του μέχρι το Πολίτμπουρο του ΚΚ(μπ)Ου να επιλύσει το ζήτημα μετά από προσφυγή μέσω του Ιούζμπουρο του ΠΕΚΣΣ.[27]

Ωστόσο, ήταν δύσκολο για το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ να προστατεύσει τους πρώην Εργατικούς Αντιπολιτευόμενους, όταν αντιμετώπιζε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, όπως οι λιγοστοί πόροι για τη συνδικαλιστική εργασία, η ανεπαρκής τροφή και ένδυση των εργατών και οι παραβιάσεις των συμφωνιών για το ύψος των μισθών. Τα συνδικάτα έπρεπε να βρουν τρόφιμα και καύσιμα για τους εργάτες, ώστε να μπορούν να εργαστούν και να μην απεργήσουν. Επιπλέον, τα συνδικάτα έπρεπε συχνά να επιβλέπουν τις μισθώσεις επιχειρήσεων, εάν οι σοβναρκόζι αμελούσαν το καθήκον τους. Σε ένα εργοστάσιο, όλη η διοίκηση συνελήφθη χωρίς να ερωτηθεί το συνδικάτο. Η κλοπή αποτελούσε επίσης πρόβλημα στα εργοστάσια. Η κακή σοδειά κατέπνιγε την ικανότητα των επίσημων φορέων να επιδεικνύουν πρωτοβουλίες.[28] Τέλος, το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ είχε συγκρούσεις με τους σοβναρκόζι σχετικά με τη διαχείριση του Ιούγκοσταλ και άλλων τραστ.[29]

Στις 8 Δεκεμβρίου 1921, ο Λομπάνοφ επέστρεψε στη θέση του ως πρόεδρος του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ.[30] Αλλά η πίεση προς τον Μίτιν συνεχίστηκε, ιδίως από το μέλος της ΚΕ και τυπικά μεταλλουργό Αντρέι Ιβάνοφ, ο οποίος προήδρευε του Ιούζμπουρο του ΠΕΚΣΣ. Ο Μίτιν διαμαρτυρήθηκε σε επιστολή, με την υποστήριξη του Λομπάνοφ, του Περεπέτσκο και άλλων, ότι ο Ιβάνοφ αρνήθηκε την υποψηφιότητα του Μίτιν στην ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου. Η άρνηση ήταν διατυπωμένη με εξαιρετικά προσβλητική γλώσσα, κατηγορώντας τον Μίτιν ότι ήταν Μενσεβίκος που προσχώρησε στους Μπολσεβίκους από ιδιοτελή κίνητρα και ότι έριξε το ηθικό του κόμματος και του Ντονμπάς.[31] Τα μέλη του ΚΚ(μπ)Ου στην ΚΕ του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ έγραψαν στο Πολίτμπουρο για να εξηγήσουν τον επιζήμιο αντίκτυπο που είχαν τα αντίποινα κατά των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων στην Ένωση Μεταλλεργατών και στη συνδικαλιστική δουλειά γενικότερα. Πρώτον, δεν υπήρχαν αρκετοί κομμουνιστές στο συνδικαλιστικό κίνημα, επειδή τα συνδικάτα βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα στα χέρια των Μενσεβίκων και υπήρχαν ακόμα πολλοί Μενσεβίκοι στο κίνημα. Η δυσπιστία των κομματικών οργάνων απέναντι στους υποστηρικτές της Εργατικής Αντιπολίτευσης στα ηγετικά όργανα των συνδικάτων έβλαψε επίσης τη δουλειά ανάμεσα στα συνδικάτα και στην οικονομία. Στους μεταλλεργάτες στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα δεν επιτρεπόταν να έχουν έδρες στα συνδικαλιστικά συμβούλια του κυβερνείου, γεγονός που υπονόμευε τη δουλειά. Ζήτησαν από τους ηγέτες του κόμματος στην Ουκρανία να τονίσουν ότι θα πρέπει να επιτρέπεται να συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των μεταλλεργατών στα προεδρεία των συνδικαλιστικών συμβουλίων του κυβερνείου, να τους στέλνουν πιο υψηλόβαθμους κομμουνιστές μεταλλεργάτες, να επιτρέπουν σε όσους εκκαθαρίστηκαν από το κόμμα να συνεχίσουν σε συνδικαλιστικές και οικονομικές θέσεις μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης και επέμειναν ότι τα μέλη από την Ένωση Μεταλλεργατών δεν μπορούν να διαγράφονται από τα συνδικαλιστικά συμβούλια του κυβερνείου και τις κομματικές επιτροπές χωρίς την άδεια του Ιούζμπουρο του ΠΡΣΕΜ. Τα άτομα δεν θα έπρεπε να μετατίθενται μόνο και μόνο επειδή ανήκαν σε μια προ-συνεδριακή φραξιονιστική ομάδα.[32]

Τον Ιανουάριο του 1922, η ηγεσία του ΚΚ(μπ)Ου κατηγόρησε την Εργατική Αντιπολίτευση για τη δολοφονία ενός μηχανικού στο Ντονμπάς. Μια συνεδρίαση του εργατικού κομματικού πυρήνα ζήτησε την απελευθέρωση του γραμματέα του κόμματος που σκότωσε τον μηχανικό, επειδή το «προλεταριακό ένστικτο τον καθοδήγησε» να προβεί στην πράξη.[33]

Στις 10 Ιανουαρίου 1922, όταν συνεδρίασε το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ, ο Λομπάνοφ ήταν ακόμη πρόεδρος και ο Σκλίζνεφ γραμματέας. Άλλοι παρόντες ήταν κάποιος Ιβάνοφ που ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Μετάλλων της Ουκρανίας και ο Κολέσνικοφ από το Ιούζμπουρο του ΠΕΚΣΣ. Διαμαρτυρήθηκαν για τη διαταγή του ΠΕΚΣΣ σχετικά με το ύψος των μισθών ως «εντελώς απαράδεκτη για τις ουκρανικές συνθήκες» και αποφάσισαν «να διαμαρτυρηθούν δυναμικά για την εφαρμογή της στην παρούσα φάση στην Ουκρανία».[34] Αυτό δείχνει ότι είχαν ακόμη αγωνιστικό πνεύμα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τα αντίποινα εναντίον των συντρόφων τους.

Στις αρχές του 1922, δύο πρώην Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι ονόματι Γκορλόφσκι και Σπαλιάνσκι απευθύνθηκαν σε ανώτερα κομματικά όργανα (συμπεριλαμβανομένης της ΚΕ του ΡΚΚ(μπ) και της ΚΕ του ΚΚ[μπ]Ου) εξηγώντας την απόφασή τους να εγκαταλείψουν το κόμμα. Η πρώτη τους δυσαρέσκεια ήταν η πίεση που άσκησαν οι ηγέτες του κόμματος στην κομμουνιστική φράξια του συνεδρίου των συνδικάτων του 1921, με αποτέλεσμα την απόρριψη από την ΚΕ των προτάσεων για το ύψος των μισθών που πέρασε η κομμουνιστική φράξια του συνεδρίου, γεγονός που «αποθάρρυνε τους κομμουνιστές συνδικαλιστές». Όμως, έγραφαν, οι ηγέτες των επαρχιακών κομμάτων ξεπέρασαν τους κεντρικούς, ασκώντας «την πιο αγενή, αδέξια, άκομψη και αδικαιολόγητη πίεση» στην κομμουνιστική φράξια στο τρίτο συνέδριο των συνδικάτων του κυβερνείου στο Νικολάεφ. Το συνέδριο υπονομεύτηκε σε τέτοιο βαθμό που η κομμουνιστική του φράξια δεν θέλησε να ψηφίσει και αναγκάστηκε να το κάνει μόνο για λόγους κομματικής πειθαρχίας. Πολλά από τα μέλη της φράξιας του συνεδρίου ήθελαν να παραδώσουν την κομματική τους ταυτότητα εκείνη τη στιγμή. Στην αρχή, τα αντίποινα ήρθαν μεμονωμένα εναντίον των Εργατικών Αντιπολιτευόμενων με την απομάκρυνσή τους από θέσεις ή τη μετάθεσή τους, στη συνέχεια, ολόκληρες οργανώσεις διαλύθηκαν με ψεύτικες δικαιολογίες. Ο Μανουήλσκι επιστράτευσε σχεδόν όλους τους πρώην Εργατικούς Αντιπολιτευόμενους από την κομματική οργάνωση του Νικολάεφ, συμπεριλαμβανομένων των συντακτών της επιστολής αυτής, για να πάνε να περιφρουρήσουν τα σοβιετικά σύνορα με την Πολωνία και τη Ρουμανία. Αλλά, στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι δεν στάλθηκαν για τη φύλαξη των συνόρων αλλά σε «διάφορα μέρη». Έτσι οι συγγραφείς κατέληξαν στο Ομσκ της Σιβηρίας, όπου συνάντησαν την υποψία ότι μπορεί να συνέχιζαν τον αντιπολιτευτικό φραξιονισμό. Πίστευαν ότι η δυσπιστία που επιδείχθηκε απέναντί τους οδήγησε σε αντιπαραθέσεις και ξαφνικές αλλαγές στις αναθέσεις εργασίας τους, γεγονός που κατέστησε αδύνατη την εργασία τους εντός του κόμματος και αποτέλεσε κίνητρο για την απόφασή τους να φύγουν.[35]

Ταυτόχρονα, όταν το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ έμαθε και διαμαρτυρήθηκε για την επιβεβλημένη επανεκλογή των αντιπροσώπων στο 5ο Συνέδριο της Ένωσης Μεταλλεργατών από τους ηγέτες του κόμματος του Ντόνετσκ, έπρεπε επίσης να συζητήσουν για το χρέος του εργοστασίου, την ανεργία, τον ρουχισμό των εργαζομένων, την αδυναμία της διοίκησης να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της προς τους εργάτες κ.λπ.[36] Οι ηγέτες του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ πήγαν οι ίδιοι να διεξάγουν περιφερειακά συνέδρια στο Χάρκοβο, το Μπαχμούτ και άλλες πόλεις, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει τις παρατυπίες.[37]

Μέχρι το καλοκαίρι του 1922, το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ είχε συγκλονιστεί από την κρίση υπερχρέωσης της μεταλλουργικής βιομηχανίας, η οποία έδωσε αφορμή για απεργίες και ταραχές.[38] Προσπάθησαν να οργανώσουν την πληρωμή σε είδος με την προμήθεια τροφίμων στους εργάτες του ουκρανικού τραστ γεωργικών μηχανημάτων.[39] Προσπαθούσαν επίσης να αντιμετωπίσουν την αναδιοργάνωση της μεταλλουργικής βιομηχανίας υπό τις συνθήκες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και της έλλειψης κεφαλαίων.[40]

Μέχρι τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1922, στα μέλη του Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ ανατέθηκαν εργασίες σε τράστ μετάλλων και μηχανημάτων, τουλάχιστον εν μέρει σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, επειδή ήταν αδύνατο να εκτελέσουν εργασίες στο Ιούζμπουρο. Ο Λομπάνοφ τοποθετήθηκε από το Σόβναρκομ στο προεδρείο του Ουκρανικού Οικονομικού Συμβουλίου, αλλά παρέμεινε πρόεδρος του Ιούζμπουρο μέχρι να έρθει ο αντικαταστάτης του. Το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ όρισε τον Μίτιν ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ουκρανικού Μεταλλουργικού Τραστ.[41] Ο Κουμπίσκιν και ο Σκλίζνεφ έγιναν μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ουκρανικού Τραστ Γεωργικών Μηχανημάτων. Καθώς η ηγεσία του Ιούζμπουρο κατέρρευσε λόγω των μεταθέσεων και της έλλειψης αντικαταστατών, το προεδρείο παρέδωσε την πρωτοβουλία στις περιφερειακές επιτροπές της Ένωσης Μεταλλεργατών να διεξάγουν οι ίδιες τις διαπραγματεύσεις για το ύψος των μισθών με τα διοικητικά συμβούλια των τραστ και με τις διευθύνσεις των εργοστασίων.[42]

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922, το Ιούζμπουρο της ΠΡΣΕΜ είχε νέο πρόεδρο τον Πάβελ Αρσέντεφ.[43] Όμως η έλλειψη χρημάτων για την πληρωμή των μισθών των εργατών συνέχισε να προκαλεί προβλήματα, ιδιαίτερα στο Νικολάεφ.[44] Αυτό, μαζί με την κακή σοδειά, οδήγησε σε θανάτους εργατών. Στα τέλη Οκτωβρίου αποκαλύφθηκε σε μια έκθεση του Ιούζμπουρο ότι στα εργοστάσια του Νικολάεφ «400 ειδικευμένοι εργάτες πέθαναν από πείνα από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο».[45] Παρά τη μετακίνηση των ηγετών του Ιούζμπουρο σε τραστ, τα συνδικάτα εξακολουθούσαν να μην μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά με το προσωπικό του οικονομικού σχεδιασμού, όπως ανέφερε ο Σκλίζνεφ σε μια συνάντηση των οργανώσεων της ΠΡΣΕΜ Ουκρανίας τον Δεκέμβριο του 1922, και αυτό επιδείνωσε τα προβλήματα προστασίας του εργατικού δυναμικού.[46]

Αν και διασκορπισμένοι από τα συνδικάτα σε οικονομικούς φορείς, οι πρώην Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι συνέχισαν να συνεργάζονται ανεπίσημα και να μιλούν σε περιόδους ανοιχτής κομματικής συζήτησης κατά τη δεκαετία του 1920. Τα στοιχεία που βρήκα δείχνουν ότι διατήρησαν μια ξεχωριστή ταυτότητα με βάση την προηγούμενη συσπείρωσή τους ως Εργατική Αντιπολίτευση και δεν συγχωνεύτηκαν με τροτσκιστικές ή ζινοβιεφικές αντιπολιτευτικές ομάδες. Ο Λομπάνοφ έχει ταυτοποιηθεί λανθασμένα ως ένας από αυτούς που υπέγραψαν τη Διακήρυξη των 46 το 1923, μια κίνηση που οδήγησε στο σχηματισμό της τροτσκιστικής Αριστερής Αντιπολίτευσης, αλλά η υπογραφή στη δήλωση δεν μοιάζει με την υπογραφή του που έχω δει αλλού. Πρέπει να ήταν κάποιος άλλος Λομπάνοφ.

Στο πανουκρανικό συνέδριο του ΚΚ(μπ)Ου τον Οκτώβριο του 1926, ο Καγκάνοβιτς και άλλοι ομιλητές επιτέθηκαν στον Σλιάπνικοφ και τον Μεντβέντεφ και συνέδεσαν την παλιά Εργατική Αντιπολίτευση, την οποία ο Λένιν είχε καταδικάσει, με την Ενιαία Αντιπολίτευση του Τρότσκι, του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ. Ο Λομπάνοφ ήταν μεταξύ εκείνων που δαιμονοποιήθηκαν στην ομιλία του Καγκάνοβιτς.[47] Ως προσκεκλημένος και όχι ως κανονικός αντιπρόσωπος με δικαίωμα ψήφου, ο Λομπάνοφ κατάφερε με δυσκολία να πάρει άδεια να μιλήσει και η εμφάνισή του «έγινε δεκτή με θόρυβο και γέλια.» Οι υπερασπιστές της γραμμής της ηγεσίας του Σοβιετικού Κόμματος τον διέκοψαν σχεδόν σαράντα φορές, με κοροϊδίες και χλευασμούς. Επικρίνοντας σαρκαστικά τις γνώσεις του ακροατηρίου του για την ιστορία του κόμματος, διαμαρτηρήθηκε ότι κανείς δεν μπορούσε να ασκήσει κριτική, αλλά μπορούσε μόνο να «ψάλλει ωσαννά στην ύψιστη ΚΕ μας». Υπερασπίστηκε τη δική του ιστορία στο κόμμα ως ένα από τα «μυρμήγκια που συγκρότησαν το κόμμα» στην παρανομία πριν από το 1917. Ένα μέλος του ακροατηρίου διερωτήθηκε γιατί εξακολουθούσε να κατέχει μια σημαντική θέση εργασίας, αλλά ο Σκρίπνικ παρενέβη λέγοντας ότι ο Λομπάνοφ δεν πρέπει να ανησυχεί ότι θα απομακρυνθεί από τη θέση του. Ο Λομπάνοφ υποστήριξε ότι οι πρώην αντιπολιτευόμενοι της Εργατικής Αντιπολίτευσης θα πρέπει να αφεθούν να γράψουν τη δική τους ιστορία και όχι να κριθούν σύμφωνα με διαστρεβλωμένα εγχειρίδια της ιστορίας του κόμματος. Η δική του εξήγηση για την προέλευση της Εργατικής Αντιπολίτευσης έγκειται στη δυσαρέσκεια για το «μη προλεταριακό στοιχείο» στο κόμμα, την πληρωμή σε χρυσά ρούβλια για παραγγελίες μηχανών από το εξωτερικό σε μια εποχή που τα σοβιετικά εργοστάσια είχαν πολύ λίγη δουλειά και οι εργάτες λιμοκτονούσαν. Ισχυρίστηκε ότι οι ηγέτες του κόμματος είχαν αποδεχτεί κάποιες προτάσεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης, όπως την εκκαθάριση, και ότι είχαν ακυρώσει κάποιες παραγγελίες από το εξωτερικό. Θεωρούσε ότι η Εργατική Αντιπολίτευση κατάφερε να πείσει το 10ο συνέδριο του κόμματος να υιοθετήσει ένα ψήφισμα «για τη δημοκρατία και για την προσέγγιση της εργατικής τάξης με την ηγεσία». Επισήμανε ότι ο Σλιάπνικοφ είχε αποκρούσει με επιτυχία την κατηγορία του Λένιν για αναρχοσυνδικαλισμό στο συνέδριο των ανθρακωρύχων το 1921, επισημαίνοντας ότι η Εργατική Αντιπολίτευση δεν μπορούσε να είναι αναρχοσυνδικαλιστική, επειδή η παραγωγή στην ΡΣΟΣΔ ήταν ήδη στα χέρια των εργατών, ενώ οι αναρχοσυνδικαλιστές πίεζαν να γίνει η παραγωγή ιδιοκτησία των εργατών στην καπιταλιστική κοινωνία. Ισχυρίστηκε ότι ο Λένιν δεν χρησιμοποιούσε πλέον τον όρο μετά το Συνέδριο των Μεταλλεργατών. Επιπλέον, είπε ότι ο Λένιν δεν αντιμετώπιζε τον Σλιάπνικοφ ως εχθρό. Παρουσίασε τον Λένιν και τον Σλιάπνικοφ ως ισότιμους στο κόμμα. Αναλύοντας την οικονομία του 1926, εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με τις αναφερόμενες οικονομικές επιτυχίες, διότι το βιομηχανικό κεφάλαιο είχε σχεδόν εξαντληθεί, ιδίως στο Ιούγκοσταλ. Η παραγωγικότητα δεν θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω χωρίς νέα μηχανήματα και νέο κεφάλαιο. Ανησυχούσε για την αύξηση της ανεργίας: «Ποιος δεν έχει έναν άνεργο στην οικογένειά του;» Ωστόσο, πέρα από την υποστήριξη των σοβχόζι και την ειρωνική επιβράβευση σε όσους δεν παρεμβαίνουν στο έργο της οικονομίας, δεν φάνηκε να προσφέρει λαμπρές λύσεις για την απόκτηση νέου κεφαλαίου.[48] Τον Λομπάνοφ ακολούθησε ένας γύρος επιθέσεων εναντίον του ίδιου, των θέσεών του και της εκδοχής του για την ιστορία του κόμματος.[49]

Στο ίδιο συνέδριο έγινε αναφορά στο ότι ο Σαπόζνικοφ συνέχιζε να διατηρεί αντιπολιτευτικές απόψεις (όπως ότι είχε δηλώσει σε ολομέλεια της κομματικής επιτροπής στο Κίεβο ότι τα συνδικάτα εξαπατούν την εργατική τάξη).[50]

Παρόλο που οι Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι φαίνεται ότι είχαν πάψει να κάνουν δημόσια επικριτικά σχόλια μέχρι το 1928, πολλοί από αυτούς σαρώθηκαν από τη σταλινική τρομοκρατία του 1935-8, συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν, κατηγορήθηκαν ψευδώς και δικάστηκαν μυστικά. Φαίνεται ότι η NKVD προσπαθούσε να συγκεντρώσει στοιχεία για μια εικονική δίκη της Εργατικής Αντιπολίτευσης, είτε ξεχωριστά είτε μαζί με άλλες πρώην αντιπολιτευτικές ομάδες.

Ο Λομπάνοφ έφυγε από την Ουκρανία για να εργαστεί στα Ουράλια κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πενταετούς Σχεδίου, αλλά επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο Χάρκοβο, όπου συνελήφθη για την χαλκευμένη υπόθεση της Εργατικής Αντιπολίτευσης το 1936. Ο Λομπάνοφ συνελήφθη στο Χάρκοβο τον Αύγουστο του 1936 και στάλθηκε με ειδική αυτοκινητοπομπή στο Κίεβο. Κατηγορήθηκε για την υπόθεση της Εργατικής Αντιπολίτευσης τον Νοέμβριο του 1936. Το κατηγορητήριο της NKVD εναντίον του για τρομοκρατία υποστήριζε ότι ομολόγησε την κατηγορία. Καταδικάστηκε στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1937 από το Στρατιωτικό Κολλέγιο του Ανώτατου Δικαστηρίου. Όταν όμως εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ανακάλεσε το μέρος της ομολογίας του για τρομοκρατική δραστηριότητα. Είπε ότι δεν ανήκε στους τροτσκιστές, αλλά ότι ήταν ένας από τους ηγέτες της Εργατικής Αντιπολίτευσης στην Ουκρανία και ότι δημιούργησε ένα μπλοκ με τους Ζηνοβιεφικούς, αλλά όχι με τους τροτσκιστές.[51]

Ο Ουκρανός Μπιχάτσκι ήταν ένας νεαρός υποστηρικτής της Εργατικής Αντιπολίτευσης το 1921, ο οποίος φαίνεται να είχε μετανιώσει για την «ενστικτώδη» (η λέξη δική του) ψήφο του υπέρ της πλατφόρμας του Λένιν για τα συνδικάτα και αποφάσισε να επιδείξει μεγαλύτερη «πολιτική ωριμότητα», καθώς συνέχισε να υπερασπίζεται τις απόψεις της Εργατικής Αντιπολίτευσης αργότερα στη δεκαετία του 1920, ακόμη και όταν βρήκε κοινωνική κινητικότητα στο σοβιετικό σύστημα μέσω της εκπαίδευσης, καθώς έγινε μηχανικός ξεκινώντας από την αρχική του θέση ως εργάτης μετάλλου. Επισκέφθηκε τους Σλιάπνικοφ και Μεντβέντεφ στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, επισκέψεις που η NKVD προσπάθησε να κατασκευάσει ως συνωμοτικές συναντήσεις. Ο Μπιχάτσκι συνελήφθη το 1934 και εξορίστηκε στην Καζακική ΣΣΔ, όπου φαίνεται ότι πέθανε σε στρατόπεδο κρατουμένων κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[52]

Ο Σαπόζνικοφ ανακρίθηκε επανειλημμένα και έσπασε μετά την αρχική άρνηση καταλήγοντας σε μια φαινομενική προθυμία να καταθέσει με τις πιο επιβαρυντικές κατηγορίες εναντίον του Σλιάπνικοφ, του Μεντβέντεφ και άλλων υποτιθέμενων μελών ενός «κέντρου» της Εργατικής Αντιπολίτευσης στη Μόσχα. Η NKVD μετέφερε τον Σαπόζνικοφ από το Κίεβο στη Μόσχα για κλειστή δίκη, όπου ανακάλεσε την πιο επιβαρυντική κατηγορία που είχε διατυπώσει εναντίον του συντρόφου του στην Εργατική Αντιπολίτευση Σεργκέι Μεντβέντεφ – ότι είχε εγκρίνει ατομικές τρομοκρατικές ενέργειες. Παρόλο που μεταφέρθηκε στη Μόσχα για να δικαστεί σε κλειστή συνεδρίαση του Στρατιωτικού Κολλεγίου του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ, ανακάλεσε το μέρος της κατάθεσής του με την πιο επιβαρυντική κατηγορία εναντίον του Μεντβέντεφ, ότι δηλαδή είχε παροτρύνει ατομικές τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον σοβιετικών ηγετών. Αυτό μπορεί να συνέβαλε, μαζί με την άρνηση του Σλιάπνικοφ και του Μεντβέντεφ να ομολογήσουν και με τον θάνατο από καρδιακή ανακοπή του Μιχαήλ Τσέλισεφ κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, στο να καταρρεύσει η κατηγορία της NKVD εναντίον της υποτιθέμενης Εργατικής Αντιπολίτευσης.[53]

Στις έρευνες της NKVD για τα άτομα αυτά και άλλους που συνδέονταν με αυτά τη δεκαετία του 1930, οι Εβραίοι Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι φαίνεται ότι έγιναν πιο εμφανείς στόχοι καταστολής. Η NKVD διατήρησε μόνο έναν φάκελο με πρακτικά ανάκρισης σχετικά με την Εργατική Αντιπολίτευση το 1936, σε σύγκριση με δεκάδες φακέλους για τους τροτσκιστές. Αντίστοιχα, μόνο μερικές δεκάδες άτομα στην Ουκρανία φαίνεται να είχαν στοχοποιηθεί ως Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι, σε σύγκριση με πολλές χιλιάδες τροτσκιστές. Ο υποστηρικτής του Τρότσκι Ν. Β. Γκολουμπένκο ήταν μια σημαντική προσωπικότητα που στοχοποιήθηκε στην υπόθεση της NKVD κατά των τροτσκιστών το 1935-8 στην Ουκρανία. Γνωριζόταν με μερικούς από τους Εργατικούς Αντιπολιτευόμενους που στοχοποιήθηκαν και η κατάθεσή του εναντίον τους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις συλλήψεις και τις καταδίκες τους. Οι ανακριτές αντιμετώπισαν τους πρώην Εργατικούς Αντιπολιτευόμενους ως υποσύνολο της απειλής που αντιλαμβάνονταν από τους υποστηρικτές του Τρότσκι τη δεκαετία του 1930. Ορισμένοι από αυτούς που στοχοποίησαν έγιναν τροτσκιστές ή ήταν πάντα τροτσκιστές, ενώ άλλοι είχαν προσπαθήσει να διατηρήσουν μια ξεχωριστή ταυτότητα ως πρώην Εργατικοί Αντιπολιτευόμενοι, εκφράζοντας παράλληλα την υποστήριξή τους σε τροτσκιστικές θέσεις.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

Barbara C. Allen, “The Workers’ Opposition in Ukraine, 1920s–1930s”, Historical materialism, 4 Ιουλίου 2020, https://www.historicalmaterialism.org/blog/workers-opposition-ukraine-1920s-1930s.

 

Σημειώσεις

[1] Μια συντομότερη εκδοχή της παρούσας δημοσίευσης παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Ομάδας Μελέτης της Ρωσικής Επανάστασης, Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, 4-6 Ιανουαρίου 2018, και στο Συνέδριο Σλαβικών Σπουδών του Νότου, Σάρλοτ, Βόρεια Καρολίνα, 22-24 Μαρτίου 2018.

[2] Allan Wildman 1967, The Making of a Workers’ Revolution: Russian Social Democracy, 1891-1903 (Σικάγο, Ιλινόι: University of Chicago Press), σσ. 107–8.

[3] Barbara C. Allen, Alexander Shlyapnikov, 1885-1937: Life of an Old Bolshevik (Λέιντεν, Ολλανδία: Brill, 2015· Σικάγο, Ιλινόι: Haymarket Books, 2016).

[4] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 15. ll. 91-93, συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 1919. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του συνδικαλιστικού ζητήματος, ο πρόεδρος επέπληξε τους αντιπροσώπους επειδή «διάβαζαν εφημερίδες, συνομιλούσαν και έκαναν θόρυβο» κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γεγονός που για τον ίδιο υποδήλωνε ανεπαρκές ενδιαφέρον για τη δουλειά του συνδικαλιστικού κινήματος (λ. 101). Το σχόλιο αυτό, καθώς και μερικές γραμμές από την ομιλία του Λαβρέντεφ, διαγράφηκαν στα στενογραφικά πρακτικά σαν να μην ήταν δυνατόν να δημοσιευθούν.

[5] TsDAHO, f. 1, op. 1, d. 15, l. 105. Το Τρίτο Συνέδριο του ΚΚ(μπ)Ου συνήλθε από 1-6 Μαρτίου 1919, με προκαταρκτική συνεδρίαση στις 28 Φεβρουαρίου. Οι περισσότεροι από τους 170 αντιπροσώπους προέρχονταν από τις επαρχίες Ντονμπάς, Πολτάβα και Κίεβο.

[6] TsDAVO, F. 2605, op. 1, d. 9, ll. 51-2.

[7] TsDAVO, F. 2605, op. 1, d. 25, ll. 1, 45, 70-78; F. 2595, opis 1, d. 1, l. 4, l. 10.

[8] TsDAHO, f. 23, op. 1, d. 56, ll. 1-22. Λομπάνοφ, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς. 1932-34, Χάρκοβο, αίτηση για ένταξη στον Σύλλογο πρώην πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων. Βρισκόταν σε άδεια από βοηθός διευθυντή σε οικονομικό τραστ. Η αίτησή του εγκρίθηκε.

[9] TsDAVO, F. 2595, opis 1, d. 1, l. 14.

[10] TsDAHO F. 1, op. 20, d. 213. l. 110 Πρακτικό σρ. 1 της σοβεστσάνιε του ανώτερου προσωπικού των κομμουνιστών της οργάνωσης του Λουγκάνσκ, 9 Αυγούστου 1920. Συμμετείχαν 55 άτομα. Πρόεδρος ήταν ο Ραζούμοφ και γραμματέας ο Πογκρεμπνόι. Η συνεδρίαση αποφάσισε να επιρρίψει την ευθύνη για τη «μαζική αποχώρηση» στην «έλλειψη συνείδησης και τον πολιτικό αναλφαβητισμό». Ζήτησαν επίσης την εκκαθάριση των μικροαστικών στοιχείων από το κόμμα και την «εργατοποίηση του κόμματος και των σοβιετικών οργάνων».

[11] TsDAHO F. 1, οπ. 20, δ. 143, λ. 96. Περεπίσκα, ζαπίσι ραζγκοβόροφ πο πριαμόμου προβόντου σ Ντονέτσκιμ γκουμπκόμομ ΚΠ(μπ)Ου.... 17 Ιανουαρίου – 30 Δεκεμβρίου 1920. 19 Σεπτεμβρίου 1920 τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Αχμάτοφ στο Χάρκοβο και του Ντρόμπνις στο Λουγκάνσκ.

[12] TsDAVO, F. 2595, opis 1, d. 1, l. 27, 19 Σεπτεμβρίου 1920.

[13] TsDAVO, F. 2595, opis 1, d. 1, l. 29, 5 Οκτωβρίου 1920.

[14] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, ll. 61-2.

[15] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, ll. 65-9, έχω βρει ελάχιστες βιογραφικές πληροφορίες για τον Αντόνοφ. Ο ίδιος δήλωσε για τον εαυτό του ότι ανήκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα για 15 χρόνια και ότι είχε εκπαιδευτεί σε εργοστάσιο φυσιγγίων (l. 123). Ήταν πολύ ενεργός σε αυτό το συνέδριο και μίλησε αρκετές φορές εκ μέρους της Εργατικής Αντιπολίτευσης.

[16] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, l. 123.

[17] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, ll. 165-168.

[18] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, ll. 196, 198.

[19] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 42, l. 241.

[20] TsDAHO F. 1, op. 20, d. 453, ll. 7-11. Οι θέσεις της ομάδας Τρότσκι πήραν δύο ψήφους, η Εργατική Αντιπολίτευση 21 ψήφους και οι Δέκα [Πλατφόρμα των Δέκα] 79 ψήφους. Ο Μίτιν μίλησε επίσης. Δεν βρήκα τις ομιλίες των Πάβλοφ και Μίτιν.

[21] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 20, l. 2, 14 Μαρτίου 1921.

[22] TsDAHO F. 1, op. 6, d. 19. Ματέριαλι κ προτοκόλαμ νο. 29-41…. 22 Μαρτίου – 19 Απριλίου 1921.

[23] TsDAHO F. 1, op. 6, dd. 13, 16, Πολίτμπουρο της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου πρακτικό, 2 Ιανουαρίου – 27 Δεκεμβρίου 1921.

[24] TsDAVO, F. 2595, opis 1, d. 1, l. 58.

[25] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 22, l. 7.

[26] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 22, l. 9.

[27] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 22, l. 12, 7 Οκτωβρίου 1921.

[28] TsDAVO, F. 2595, op. 5, d. 113, l. 1. Ομιλία του Αμόσοφ στο [Γκοροντσκόι ράιον του Ντνεπροπετρόφσκ;] συνέδριο της Ένωσης Μεταλλεργατών στην Ουκρανία στις 13 Οκτωβρίου 1921,

[29] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 22, l. 28.

[30] TsDAVO, F. 2595, op.1, d. 115, l. 26.

[31] TsDAHO F. 1, op. 6, d. 20. Υλικά για τα πρακτικά αριθ. 42-48 των συνεδριάσεων του Πολίτμπουρο. 21 Απριλίου - 14 Ιουνίου 1921. ιβ. 68 χειρόγραφη επιστολή του Φλορ Ανισίμοβιτς Μίτιν, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1921. Προς το TsK KPU στο Χάρκοβο.

[32] TsDAHO F. 1, op. 6, δ. 28. Materialy k protokolam no. 104-110. Συνεδριάσεις του Πολίτμπουρο της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου. 11 Νοεμβρίου – 27 Δεκεμβρίου 1921. Υπογράφεται από τα μέλη του Γραφείου της Φράξιας του ΚΚ(μπ)Ου της ΚΕ του Ιούζμπουρο του ΠΡΣΕΜ Ιβάνοφ, Σκλίζνεφ και [Λομπάνοφ;].

[33] TsDAHO F. 1, op. 6, d. 29, l. 1.

[34] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 101, l. 35.

[35] TsDAHO F. 1, op. 6, d. 34, l. 54. Υλικά για τα πρακτικά αριθ. 33-44 των συνεδριάσεων του Πολίτμπουρο της ΚΕ του ΚΚ(μπ)Ου. 31 Μαρτίου – 9 Μαΐου 1922. Υπογράφεται από τους Β. Γκορλόφσκι (κομματική ταυτότητα 882020) και Ι. Ια. Σπαλιάνσκι (κομματική ταυτότητα 882018).

[36] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 101. l. 4; d. 102, ll. 83, 89.

[37] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, l. 69, 88.

[38] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, l. 49.

[39] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, l. 31.

[40] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 100, l. 24.

[41] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, ll. 21-22.

[42] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, ll. 7, 10-11, 17.

[43] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 102, l. 2.

[44] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 101, ll. 28-29.

[45] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 101, l. 21.

[46] TsDAVO, F. 2595, op. 1, d. 103 ll. 43-44. Πρακτικά κοινών συνεδριάσεων του Ιούζμπουρο... με εκπροσώπους άλλων οργανώσεων. 1922.

[47] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 182. l. 22. Στενόγκραμμα Ι Βσεουκραΐσκοϊ Κονφερέντσιι ΚΠ(μπ)Ου. Μέρος 1, χωρίς διορθώσεις. 17-21 Οκτωβρίου 1926.

[48] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 182. ll. 193-206, μη διορθωμένη εκδοχή∙ f. 1, op. 1, d. 184, ll. 111-125, διορθωμένη εκδοχή. Όταν διάβασα το αδιόρθωτο στενογραφικό αρχείο, σκέφτηκα ότι ακουγόταν εκνευρισμένος και ασαφής. Η διορθωμένη εκδοχή του τον έκανε να ακούγεται πιο πειστικός. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ποια εκδοχή αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη συμπεριφορά του.

[49] TsDAHO, f. 1, op. 1, d. 182, ll. 207, 226-227, 239-258.

[50] TsDAHO F. 1, op. 1, d. 183 l. 183. Στενόγκραμμα Ι Βσεουκραΐσκοϊ Κονφερέντσιι ΚΠ(μπ)Ου, μέρος 2, αδιόρθωτο αντίγραφο.17-21 Οκτωβρίου 1926.

[51] Φάκελος της υπόθεσης Λομπάνοφ 1936-7 από το παράρτημα του Αρχείου των Υπηρεσιών Ασφαλείας στο Χάρκοβο.

[52] Φάκελος της υπόθεσης του Μπιχάτσκι στο TsDAHO.

[53] Φάκελος της υπόθεσης του Σαπόζνικοφ στο παράρτημα του Αρχείου των Υπηρεσιών Ασφαλείας στο Κίεβο.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025 23:33

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.