Τετάρτη, 08 Ιανουαρίου 2025 14:32

Η Παλαιστινιακή Αρχή και η Ολοκλήρωση της Πολιορκίας

Η παλαιστινιακή αστυνομία διαλύει διαδηλωτές κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας για τις συγκρούσεις μεταξύ των παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας και μαχητών στη βόρεια κατεχόμενη πόλη Τζενίν της Δυτικής Όχθης, στις 21 Δεκεμβρίου 2024. [Jaafar Ashtiyeh, AFP]

 

 

Gilbert Achcar

 

Η Παλαιστινιακή Αρχή και η Ολοκλήρωση της Πολιορκίας

 

 

Ήταν φυσικό ο γενοκτονικός πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, μετά την επιχείρηση Κατακλυσμός του Αλ-Άκσα της 7ης Οκτωβρίου 2023 υπό την ηγεσία της Χαμάς, να συνοδευτεί από επίθεση στη Δυτική Όχθη. Πράγματι, το σιωνιστικό κράτος είδε στην επιχείρηση υπό την ηγεσία της Χαμάς μια χρυσή ευκαιρία να επιτεθεί στον παλαιστινιακό λαό στα εδάφη που κατέλαβε το 1967, προκειμένου να ολοκληρώσει εκεί τη Νάκμπα του 1948. Διότι, όταν το Ισραήλ κατέλαβε τα εναπομείναντα τμήματα της Βρετανικής Εντολής Παλαιστίνης μεταξύ του ποταμού και της θάλασσας, εξεπλάγη από την ανθεκτικότητα των περισσότερων κατοίκων τους και τη σταθερή άρνησή τους να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη το 1948, όταν η πλειοψηφία των κατοίκων των εδαφών που κατέλαβαν οι σιωνιστικές δυνάμεις έφυγαν και δεν τους επετράπη ποτέ να επιστρέψουν, με αποτέλεσμα να γίνουν πρόσφυγες. Οι κάτοικοι της Δυτικής Όχθης πήραν το μάθημα από εκείνη την πικρή ιστορική εμπειρία, όπως και οι κάτοικοι της Γάζας (εκτός από το γεγονός ότι οι γεωγραφικές συνθήκες καθιστούν τη φυγή στο Σινά μια επικίνδυνη περιπέτεια).

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Ισραήλ απέφυγε να προσαρτήσει τα εδάφη που κατέλαβε το 1967, εκτός από την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι διαδοχικές σιωνιστικές κυβερνήσεις συζήτησαν διάφορα σχέδια για την εκδίωξη του πληθυσμού από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, σε μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί η κατάληψη ολόκληρης της Παλαιστίνης από τον Ποταμό μέχρι τη Θάλασσα, με την προσάρτηση των εδαφών του 1967, χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το δίλημμα της τύχης των αυτοχθόνων κατοίκων τους. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε περίπτωση το σιωνιστικό κράτος να τους χορηγήσει την ισραηλινή υπηκοότητα, όπως είχε χορηγήσει στην παλαιστινιακή μειονότητα που παρέμενε στα εδάφη που κατέλαβε το 1948 –μια χειρονομία που του επέτρεπε να ισχυρίζεται ότι είναι δημοκρατικό– η σιωνιστική κυβέρνηση που επέβλεπε τον πόλεμο του 1967 ετοίμασε επίσης ένα εφεδρικό σχέδιο, γνωστό από το όνομα του υπουργού που το συνέταξε, του Γιγκάλ Αλλόν. Σχεδίαζε τη μόνιμη κατάληψη στρατηγικών περιοχών των νεοκατεχόμενων εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της κοιλάδας του Ιορδάνη, με την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων και εποικισμών στις περιοχές αυτές και την παράδοση περιοχών με υψηλή πυκνότητα παλαιστινιακού πληθυσμού στην κηδεμονία του Χασεμιτικού βασιλείου της Ιορδανίας.

Η ένδοξη Ιντιφάντα του 1988 έβαλε τέλος σε αυτό το σχέδιο, καθώς το Χασεμιτικό βασίλειο απέφυγε την ευθύνη για τη διαχείριση της Δυτικής Όχθης και εγκατέλειψε ακόμη και την αξίωση να την ανακτήσει ως γη που είχε προσαρτηθεί στο βασίλειο το 1949. Η απόφαση αυτή ήταν φαινομενικά μια παραχώρηση στην επιθυμία των Παλαιστινίων να απολαμβάνουν αυτοδιοίκηση, η οποία επιβεβαιώθηκε από το Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Αλγέρι το ίδιο έτος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το αποτέλεσμα της πεποίθησης του βασιλείου, ότι ο έλεγχος του παλαιστινιακού λαού στα εδάφη του 1967 είχε καταστεί δυσχερής και επικίνδυνος. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων είναι που έπεισε το Σιωνιστικό Εργατικό Κόμμα, το οποίο ενεργούσε σύμφωνα με το σχέδιο Αλλόν όταν ήταν στην εξουσία, να αντικαταστήσει το Χασεμιτικό βασίλειο με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υπό την ηγεσία του Αραφάτ, μετά την επιστροφή των Εργατικών στην εξουσία υπό την ηγεσία του Γιτζάκ Ράμπιν το καλοκαίρι του 1992.

Αυτό ήταν το προοίμιο των μυστικών διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στο Όσλο, στις οποίες συμμετείχαν ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Μαχμούντ Αμπάς πίσω από την πλάτη άλλων μελών της παλαιστινιακής ηγεσίας και οι οποίες οδήγησαν στις περίφημες συμφωνίες που υπογράφηκαν στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, τον Σεπτέμβριο του 1993. Όσον αφορά τον σκοπό αυτών των συμφωνιών, ήταν ξεκάθαρος σε όποιον δεν ενέδιδε στην ψευδαίσθηση ότι θα συνέβαιναν θαύματα που θα οδηγούσαν στο «ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος» που είχε υποσχεθεί ο Αραφάτ. Η σιωνιστική κυβέρνηση εργάστηκε αμέσως για την εντατικοποίηση της αποικιοκρατικής εποικιστικής δραστηριότητας στα εδάφη του 1967 και ανέθεσε στην αποκαλούμενη Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή το έργο της καταστολής κάθε προσπάθειας εξέγερσης ή αντίστασης του παλαιστινιακού λαού. Αυτή είναι η αποστολή για την οποία το Ισραήλ επέτρεψε την είσοδο του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Στρατού (αποτελούμενου από Παλαιστίνιους πρόσφυγες) στα εδάφη του 1967 και τη μετάλλαξή του σε μια αστυνομική δύναμη εξοπλισμένη με ελαφρά όπλα, υπεύθυνη για τον έλεγχο του τοπικού πληθυσμού.

Όταν οι συμφωνίες του Όσλο άρχισαν να εφαρμόζονται με την παράδοση της Γάζας και της Ιεριχούς στη νέα Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) το καλοκαίρι του 1994, η τελευταία αποφάσισε να αποδείξει στον κατακτητή την ικανότητά της να χαλιναγωγήσει το λαό της, καταστέλλοντας αιματηρά μια διαδήλωση της Χαμάς στη Γάζα το φθινόπωρο του ίδιου έτους, σε ένα περιστατικό γνωστό ως Σφαγή στο Παλαιστινιακό Τζαμί – το πιο χαρακτηριστικό ξεκίνημα μιας σειράς κατασταλτικών ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας που πρόσκεινται στην ΠΑ, εναντίον των ισλαμικών κινημάτων ειδικότερα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία Παλαιστινιακή «Εθνική» Αρχή δίπλα στο Σιωνιστικό κράτος και με τη συγκατάθεσή του, αλλά μόνο μια αρχή συνδεδεμένη με τον κατακτητή, παρόμοια με την κυβέρνηση του Βισύ που ανέλαβε τη διοίκηση του τμήματος της γαλλικής επικράτειας που δεν είχε καταληφθεί άμεσα από τη ναζιστική Γερμανία το 1940. Αυτή είναι η σύγκριση που έκανε ως γνωστόν ο Έντουαρντ Σαΐντ στην κριτική του για τις συμφωνίες του Όσλο, η οποία εξόργισε την ηγεσία του Αραφάτ σε σημείο να απαγορεύσει τα γραπτά του πιο διάσημου Παλαιστίνιου στοχαστή στα εδάφη που βρίσκονταν υπό την εποπτεία της.

Η αναλογία του Σαΐντ επιβεβαιώθηκε, με τη διαφορά ότι ο Γιασέρ Αραφάτ αρνήθηκε να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν, του στρατιωτικού διοικητή που ηγήθηκε της κυβέρνησης του Βισύ, αφού συνειδητοποίησε ότι το όνειρό του για «ανεξάρτητο κράτος» δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση και κατανόησε την πραγματικότητα των σιωνιστικών στόχων, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση. Ο Αραφάτ ηγήθηκε της Ιντιφάντα του Αλ-Άκσα που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2000, μια στάση που οδήγησε στον θάνατό του τέσσερα χρόνια αργότερα. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παλαιστινιακού λαού είχε αυταπάτες όταν ανακοινώθηκαν οι συμφωνίες του Όσλο και άρχισαν να εφαρμόζονται, ιδίως λόγω του προσωπικού κύρους που απολάμβανε ο Γιασέρ Αραφάτ, οι αυταπάτες αυτές διαλύθηκαν εντελώς μετά τη διαδοχή του από τον Μαχμούντ Αμπάς. Ο Αμπάς έγινε σύμβολο της διαφθοράς και της καταπίεσης που είναι εγγενείς στην ΠΑ της Ραμάλα, σε σημείο που, υπό την ηγεσία του, η Φατάχ, η ηγετική παράταξη της PLO, έχασε τις εκλογές για το Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο το 2006. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: η Χαμάς κέρδισε αυτές τις εκλογές∙ στη συνέχεια ο Μοχάμμεντ Ντάχλαν ενορχήστρωσε στη Λωρίδα της Γάζας μια προσπάθεια να συντρίψει το ισλαμικό κίνημα το 2007∙ απέτυχε, αλλά οδήγησε στη διαίρεση των εδαφών του 1967 ανάμεσα σε δύο αντίπαλες παλαιστινιακές αρχές, αυτή του Μαχμούντ Αμπάς στη Δυτική Όχθη και αυτή της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.

Από τη συμπλήρωση του πρώτου έτους του συνεχιζόμενου σιωνιστικού γενοκτονικού πολέμου στη Γάζα, δηλαδή από τον περασμένο Οκτώβριο, μια ντροπιαστική σκηνή διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας στη Δυτική Όχθη. Η ΠΑ της Ραμάλα αποφάσισε να συμπληρώσει την επίθεση που εξαπέλυσαν οι σιωνιστικές ένοπλες δυνάμεις στη Δυτική Όχθη παράλληλα με την εισβολή τους στη Λωρίδα της Γάζας – την πιο βίαιη ισραηλινή επίθεση στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αεροπορίας, από την εποχή της καταστολής της Ιντιφάντα του Αλ Άκσα πριν από είκοσι και πλέον χρόνια. Όπως και το φθινόπωρο του 1994, η ΠΑ εξαπέλυσε μια αιματηρή επίθεση κατά των ένοπλων νεανικών παρατάξεων, ξεκινώντας από την πόλη Τούμπας και κορυφώνοντας τη συνεχιζόμενη επίθεση στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, όπου στεγάζεται το Τάγμα της Τζενίν, μια ομάδα μαχητών της αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής.

Στην επιθυμία της να πείσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ για την ικανότητά της να καταστείλει τον παλαιστινιακό λαό, κάτι που συνεπάγεται αναγκαστικά τη μίμηση των όσων κάνει το σιωνιστικό κράτος, η ΠΑ της Ραμάλα έφτασε στο σημείο, ενώ διεξάγει πόλεμο στον καταυλισμό της Τζενίν, την ίδια στιγμή που οι σιωνιστικές δυνάμεις διεξάγουν πόλεμο στον καταυλισμό της Τζαμπαλία στη Λωρίδα της Γάζας, να αποφασίσει να απαγορεύσει το τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα στο έδαφός της, όπως ακριβώς έκανε και το Ισραήλ πριν από μερικούς μήνες. Μπροστά σε αυτό το ντροπιαστικό σκηνικό, είμαστε διχασμένοι ανάμεσα στην αγανάκτηση για την ΠΑ που έχει κατρακυλήσει σε νέα χαμηλά επίπεδα και στην περιφρόνηση για την αυταπάτη της ότι κατάφερε να πείσει τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου για την ικανότητά της να παίξει το ρόλο του φύλακα της μεγάλης φυλακής στην οποία θέλουν να εγκλωβίσουν τους υπόλοιπους κατοίκους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας.

 

 

Μετάφραση: elaliberta.gr

⹁7 Ιανουαρίου 2025 ⹁جلبير الأشقر⹁ « سلطة رام الله واستكمال الحصار »⹁ القدس العربي

https://www.alquds.co.uk/%d8%b3%d9%84%d8%b7%d8%a9-%d8%b1%d8%a7%d9%85-%d8%a7%d9%84%d9%84%d9%87-%d9%88%d8%a7%d8%b3%d8%aa%d9%83%d9%85%d8%a7%d9%84-%d8%a7%d9%84%d8%ad%d8%b5%d8%a7%d8%b1/.

Gilbert Achcar, “The Palestinian Authority and the Completion of the Siege”, جلبير الأشقر / Gilbert Achcar, 7 Ιανουαρίου 2025, https://gilbert-achcar.net/palestinian-authority.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 08 Ιανουαρίου 2025 14:35

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.