Εισαγωγή e la libertà
Alex Callinicos, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σσ. 507-520.
Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του ο συγγραφέας αναφέρει «Είναι μεγάλη η ευχαρίστησή μου να προλογίζω την ελληνική έκδοση αυτού του βιβλίου μου. [...] Στις μέρες μας το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται διεθνώς αντιμέτωπο με μια παρατεταμένη κρίση -μια ‘‘μακρά ύφεση’’, όπως την αποκαλεί ο Βρετανός μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς. Καμιά άλλη κοινωνία δεν βίωσε την αγριότητα αυτής της κρίσης περισσότερο από την ελληνική· τόσο εξαιτίας των μηχανισμών της τρόικας όσο και εξαιτίας της συνθηκολόγησης διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων -με πιο θεαματική αυτή της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα, όμως, καμιά άλλη κοινωνία δεν έδειξε τόσο βαθιά και τέτοια ποικιλόμορφη μαζική αντίσταση.
Συνεπώς, καμιά άλλη κοινωνία στον κόσμο δεν έχει μεγαλύτερη ανάγκη να γνωρίσει την κριτική του Μαρξ στην πολιτική οικονομία. Όπως εξηγώ, ο Μαρξ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση των μηχανισμών της καπιταλιστικής κρίσης. Θα μπορούσε να καταλάβει πώς λειτούργησαν την περίοδο του χρηματιστηριακού κραχ 2007-8. Τον είχε εξίσου απασχολήσει ο τρόπος με τον οποίο η εμπειρία της εκμετάλλευσης και της κρίσης μπορεί να οδηγήσει στη συλλογική οργάνωση των εργατών ώστε ν’ αντισταθούν και τελικά ν’ ανατρέψουν τον καπιταλισμό.»
Η μετάφραση αυτού του βιβλίου έρχεται να καλύψει ένα τεράστιο καινό στην ελληνική μαρξιστική βιβλιογραφία. Ο Άλεξ Καλλίνικος διαπραγματεύεται τα βασικά ζητήματα που θέτει η ανάλυση του Μαρξ (η «κριτική της πολιτικής οικονομίας») και την εξέλιξή τους στην μαρξιστική θεωρία, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν, ερμηνεύτηκαν και επανερμηνεύτηκαν από τους μετέπειτα θεωρητικούς του μαρξισμού. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο «συζήτησης» μεταξύ των θεωρητικών του μαρξισμού με τον συγγραφέα του Κεφαλαίου και φυσικά, με τον συγγραφέα της Αποκρυπτογράφησης του Κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα απαιτητικό κείμενο, που αναγκάζει τον αναγνώστη να εισέρχεται στον πυρήνα του μαρξιστικού προβληματισμού. Θα προτείναμε ότι ένας οδηγός πλοήγησης στις σελίδες αυτού του βιβλίου, θα μπορούσε να είναι η επιδίωξη του συγγραφέα να διαπραγματευτεί τα ζητήματα της μαρξιστικής ανάλυσης έχοντας πάντοτε ως τελικό στόχο (όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ), οι αναλύσεις αυτές να χρησιμεύσουν, όχι μόνο για την κατανόηση των εσωτερικών μηχανισμών λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά κυρίως για την κατανόηση των δυνατοτήτων ανατροπής του. Γιατί σε τελική ανάλυση, η απαίτηση του Μαρξ (την οποία αναδεικνύει δημιουργικά ο Καλλίνικος) να εξετάζεται το «κεφάλαιο» όχι ως «πράγμα» αλλά ως «σχέση», αποβλέπει σ’ αυτήν ακριβώς την επιδίωξη, να αποτελέσει δηλαδή το Κεφάλαιο, μια ανάλυση γύρω από την οποία συγκροτείται μια θεωρία για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Απ’ αυτή την άποψη, το κείμενο-απόσπασμα που δημοσιεύουμε, έχει μια ιδιαίτερη σημασία για ολόκληρο το βιβλίο του Καλλίνικος, γι’ αυτό άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να το προσθέσει ως παράρτημα στο τέλος του βιβλίου του. Το κείμενο αυτό είναι η εισήγηση του Καλλίνικος σε μία διάλεξη για τον Αλτουσέρ το 2006. Εδώ, με συνοπτικό τρόπο, ο Καλλίνικος παρουσιάζει κάποιες από αυτές τις βασικές του ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Κεφαλαίου, μέσα από μία δημιουργική αξιοποίηση της κριτικής του Αλτουσέρ στις «ιστορικιστικές» και τελεολογικές προσεγγίσεις του μαρξισμού.
Alex Callinicos
Η παρακαμπτήρια οδός του Αλτουσέρ μέσω των σχέσεων
Αυτό το παράρτημα είναι ελαφρώς επεξεργασμένη εκδοχή εισήγησής μου στο Διεθνές Συνέδριο «Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο: Η Ανάγνωση του Λουί Αλτουσέρ» που είχε διεξαχθεί τον Νοέμβριο του 2006 στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας. Το συμπεριλαμβάνω σε αυτό το βιβλίο ώστε να παρουσιάσω λεπτομερέστερα την φιλοσοφική περιγραφή του προβλήματος των σχέσεων στον πρώτο τόμο του ‘‘Κεφαλαίου’’ (παρόλο που επικαλύπτεται αμοιβαία με την Εισαγωγή αυτού του βιβλίου).
Ο τίτλος αυτής της συνεδρίασης είναι ο ίδιος με του συνεδρίου: «Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο».1 Μας καλεί να σκεφθούμε πόση συνάφεια έχει σήμερα η ανάγνωση του Μαρξ από τον Αλτουσέρ. Θέλω να στρέψω την προσοχή μας σε μια πλευρά αυτής της ανάγνωσης που δεν έχει επισημανθεί ιδιαιτέρως, αλλά εμένα μου φαίνεται αρκετά σημαντική σε σχέση με τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις μεταξύ όσων εργάζονται στο πλαίσιο της κριτικής θεωρίας. Σε αυτή την παρουσίαση θ’ ασχοληθώ με την κριτική του ανθρωπιστικού και ιστορικιστικού μαρξισμού, όπως ο Αλτουσέρ αποκαλεί τον εγελιανό μαρξισμό που ανέπτυξαν ο Αντόνιο Γκράμσι και ο Γκιόργκι Λούκατς, στο δεύτερο μέρος της δεύτερης έκδοσης του Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, το οποίο έχει τον τίτλο «Το Αντικείμενο του Κεφαλαίου»2 Αναπτύσσοντας την συγκεκριμένη κριτική, ο Αλτουσέρ προτείνει μια σημαντική φιλοσοφική θέση (παρόλο που δεν την διακρίνει με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα ούτε την εντάσσει στο σύστημα αρίθμησης του συγκεκριμένου κειμένου του): αυτή της οντολογικής προτεραιότητας των σχέσεων.
Ο Αλτουσέρ υποστηρίζει ότι ένα από τα μεγάλα σφάλματα του ιστορικιστικού μαρξισμού αφορά στον τρόπο με τον οποίο κατανοεί την έννοια των σχέσεων. Στο πλαίσιο του «ανθρωπιστικού ιστορικισμού», «οι σχέσεις παραγωγής, οι πολιτικές και οι ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις ανάγονται σε εξιστορικευμένες ‘‘ανθρώπινες σχέσεις’’, δηλαδή σε διανθρώπινες, διυποκειμενικές σχέσεις».3 Ο Αλτουσέρ αναπτύσσει την κριτική του, αλλά και τη δική του εναλλακτική έννοια για τις σχέσεις, λίγο παρακάτω:
«[Ο]ι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής επ’ ουδενί λόγω ανάγονται σε απλές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σε σχέσεις που αφορούν απλά και μόνο ανθρώπους και άρα σε παραλλαγές μιας καθολικής μήτρας, της διυποκειμενικότητας (αναγνώριση, κύρος, αγώνας, κυριαρχία και υποδούλωση κ.λπ.). Οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής δεν εμφανίζουν στον Μαρξ μόνο ανθρώπους, αλλά και τους φορείς της διαδικασίας παραγωγής και τους υλικούς της όρους σε ειδικούς συνδυασμούς.»4
Στο παραπάνω απόσπασμα παρουσιάζεται ένα είδος προκαταβολικής καταδίκης ολόκληρης της προβληματικής της αναγνώρισης που έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ σήμερα στην κοινωνική και πολιτική θεωρία: Γιούργκεν Χάμπερμας, Άξελ Χόνετ, Φράνσις Φουκουγιάμα, ακόμα και Πιέρ Μπουρντιέ -έστω και κατά μια πιο σύνθετη και κριτική εκδοχή. Ποια είναι η εναλλακτική του Αλτουσέρ; Ας μου συγχωρεθεί η μακροσκελής αναφορά σ’ ένα δικαίως διάσημο απόσπασμα:
«[...] η δομή των σχέσεων παραγωγής καθορίζει τις θέσεις και τις λειτουργίες που έχουν καταλάβει και αναλάβει οι φορείς της παραγωγής, οι οποίοι δεν είναι παρά κάτοχοι των θέσεων αυτών, στο βαθμό που είναι και ‘‘φορείς’’ (Träget) αυτών των λειτουργιών (με την έννοια των συστατικών υποκειμένων -sujets constituants- της διαδικασίας). Τα πραγματικά ‘‘υποκείμενα’’ δεν είναι συνεπώς οι κάτοχοι και λειτουργοί. Δεν είναι, παρά τα φαινόμενα, οι ‘‘προφάνειες’’ του ‘‘δεδομένου’’ της απλοϊκής ανθρωπολογίας, τα ‘‘συγκεκριμένα’’ άτομα, οι ‘‘πραγματικοί άνθρωποι’’. Είναι ο προσδιορισμός και η διανομή αυτών των θέσεων και λειτουργιών. Τα πραγματικά ‘‘υποκείμενα’’ είναι οι προσδιορίζοντες και διανέμοντες: οι σχέσεις παραγωγής (και οι ιδεολογικές και πολιτικές κοινωνικές σχέσεις). Αλλά, καθώς είναι σχέσεις, δύσκολα θα μπορούσαμε να τις σκεφθούμε με την κατηγορία του υποκειμένου. Αν υποτεθεί ότι θέλαμε να αναγάγουμε τις εν λόγω σχέσεις παραγωγής σε σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σε ανθρώπινες σχέσεις, θα προσβάλαμε τη σκέψη του Μαρξ, η οποία μας δείχνει με τη μεγαλύτερη δυνατή διεισδυτικότητα -αν κάνουμε μια πραγματικά κριτική ανάγνωση στις ελάχιστα διφορούμενες διατυπώσεις του- ότι οι σχέσεις παραγωγής (όπως και οι ιδεολογικές και πολιτικές κοινωνικές σχέσεις) δεν μπορούν να αναχθούν σε καμιά ανθρωπολογική διυποκειμενικότητα, γιατί όταν συνδυάζουν φορείς και αντικείμενα, τα συνδυάζουν σε μια ειδική δομή διανομής σχέσεων, θέσεων και λειτουργιών, που καταλαμβάνονται και ‘‘φέρονται’’ από τα αντικείμενα και τους φορείς παραγωγής.»5
Συνεπώς, τα πραγματικά «υποκείμενα» -με τη σημασία των «συστατικών υποκειμένων της διαδικασίας»- είναι οι σχέσεις παραγωγής, οι οποίες «συνδυάζουν φορείς και αντικείμενα σε μια ειδική δομή». Πράγματι, η σχεσιακότητα των σχέσεων παραγωγής έγκειται στο γεγονός ότι συνδυάζουν άτομα και αντικείμενα μ’ έναν ορισμένο τρόπο. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, στο πλαίσιο της πολύ γνωστής πραγμάτευσης της «διπλής άρθρωσης του τρόπου παραγωγής» που παρουσιάζει στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, επεκτείνει τη σχεσιακότητα και στις παραγωγικές δυνάμεις: υποστηρίζει ότι τόσο οι σχέσεις παραγωγής όσο και η εργασιακή διαδικασία πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως μορφές εκμετάλλευσης και ότι καθεμιά απ’ αυτές εμπεριέχει έναν ειδικό συνδυασμό ή σύνδεση της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής.6 Αυτή η ιδέα επανεπιβεβαιώθηκε από τον Αλτουσέρ στο σημαντικό, ελαφρώς μεταγενέστερο κείμενό του Για την Αναπαραγωγή (Sur la reproductior).7
Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον ότι ο Αλτουσέρ διορθώνει τη διατύπωση ότι οι σχέσεις παραγωγής είναι τα «πραγματικά ‘‘υποκείμενα’’»: «εφόσον αυτά είναι ‘‘σχέσεις’’, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μέσω της κατηγορίας υποκείμενο». Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ σχέσεων και υποκειμένων υπάρχει κατηγοριακή διαφορά. Συνεπώς, όπως επανειλημμένα προειδοποιεί ο Αλτουσέρ, οι σχέσεις δεν μπορούν ν’ αναχθούν στην διυποκειμενικότητα. Παρακάτω, όμως, εμφανίζεται να επιβεβαιώνει ότι οι σχέσεις δεν διαφέρουν απλώς από τα υποκείμενα αλλά και ότι έχουν προτεραιότητα έναντι αυτών. Το πολύ γνωστό συμπέρασμα είναι ότι οι φορείς της παραγωγής είναι οι Träget (φορείς) των παραγωγικών σχέσεων, ισχυρισμός που αναπτύσσεται πληρέστερα στο κείμενο «Ιδεολογία και οι Ιδεολογικοί Κρατικοί Μηχανισμοί», όπου ο Αλτουσέρ επιχειρεί να δείξει το πώς τα άτομα υπάγονται στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις μέσω του προσδιορισμού της ύπαρξης και της ταυτότητάς τους ως υποκείμενα. Αυτό υπηρετεί την ενίσχυση της προτεραιότητας των σχέσεων έναντι των υποκειμένων, καθώς θεμελιώνει τη λειτουργία της ιδεολογίας στην υποκειμενικότητα, πράγμα που συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής.8
Το 1975, ο Αλτουσέρ επιστρέφει στο θέμα, κατά την υποστήριξη της θέσης του για το Doctorat d’Etat, όπου και συνοψίζει τη δική του αντι-ανθρωπιστική ανάγνωση του Μαρξ ως εξής: «Ο Μαρξ δείχνει ότι αυτό που σε τελευταία ανάλυση καθορίζει έναν κοινωνικό σχηματισμό, όπως και επιτρέπει σ’ εμάς να τον αντιληφθούμε, δεν είναι οποιαδήποτε χιμαιρική ανθρώπινη ουσία ή ανθρώπινη φύση ούτε ο άνθρωπος ούτε καν ‘‘οι άνθρωποι’’, αλλά μια σχέση, η παραγωγική σχέση, η οποία είναι αδιαχώριστη από τη βάση, την υποδομή».9 Προσθέτει, όμως, μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία που έρχεται, ας πούμε, εκ των προτέρων ν’ αντικρούσει την πολύ αποτελεσματική από ρητορική άποψη κατηγορία που προσάπτει ο Έντουαρντ Τόμσον στον αντι-ανθρωπισμό του ως άκαρδο και σκληρό:
«Αν ο Μαρξ δεν θέτει σημείο αφετηρίας του τον άνθρωπο, ιδέα κενή περιεχομένου, ιδέα που δηλαδή εμπεριέχει την αστική ιδεολογία, αυτό συμβαίνει, επειδή ο τελικός σκοπός του ήταν να προσεγγίσει τους ζωντανούς ανθρώπους· αν χρησιμοποιεί μια παρακαμπτήρια οδό, μέσω εκείνων των σχέσεων των οποίων είναι ‘‘φορείς’’ οι άνθρωποι, αυτό γίνεται επειδή ο τελικός σκοπός του είναι ν’ αντιληφθεί τους νόμους που κυβερνούν τόσο τις ζωές τους όσο και τους συγκεκριμένους αγώνες τους.»10
Δυστυχώς, όμως, ο Αλτουσέρ δεν φαίνεται ν’ ακολούθησε σε κανένα από τα μεταγενέστερα γραπτά του αυτή του την ιδέα «της παράκαμψης Μαρξ μέσω των σχέσεων».11 Ίσως ν’ αναδύεται στην επιφάνεια με μη συνειδητό τρόπο, όταν, υπερασπιζόμενος απέναντι στον Τζων Λιούις τη θέση ότι «οι ταξικοί αγώνες είναι ο κινητήρας της ιστορίας», επιβεβαιώνει «την προτεραιότητα της αντίφασης έναντι των όρων της αντίφασης», αλλά αυτή η επιβεβαίωση, κρυμμένη σε μια υποσημείωση, δεν έτυχε μεγαλύτερης επεξεργασίας.12 Θα διατυπώσω τις εικασίες μου σχετικά με τους λόγους αυτής της αποτυχίας προς το τέλος αυτής της παρουσίασης. Προς το παρόν θέλω να εκφράσω καθαρά την υπόρρητη φιλοσοφική θέση αυτής της πραγμάτευσης, την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων, όπως και να τονίσω τόσο το πόσο γόνιμη είναι όσο και το πόσο σχετικά απούσα από τις σύγχρονες συζητήσεις. Ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω ότι η αποδοχή αυτής της θέσης δεν απαιτεί και την αποδοχή της λειτουργιστικής θεωρίας της ιδεολογίας του Αλτουσέρ ή την αποψίλωση της έννοιας της επιτελεστικότητας από κάθε περιεχόμενο, όπως εκείνος πρακτικά την εννοούσε. Μια κριτική ρεαλιστική οντολογία που αντιλαμβάνεται το πραγματικό ως πλέγμα ιεραρχημένων γενετικών μηχανισμών είναι σε θέση να αποδίδει αιτιακές δυνάμεις τόσο στις σχέσεις όσο και στους φορείς παρόλο που αποδίδει στον εξηγητικό ρόλο των σχέσεων περισσότερα προνόμια.13
Συνεπώς, ξεκινώ με λίγα λόγια σχετικά με τη γονιμότητα της θέσης· πρωτίστως όσον αφορά στην ανάπτυξη της σκέψης του ίδιου του Μαρξ. Ένας τρόπος να γίνει κατανοητή η τροχιά της κριτικής του στην πολιτική οικονομία είναι να γίνει αντιληπτή ως κίνηση από την ουσία -όχι προς τη λειτουργία (για να απηχήσω τον τίτλο ενός διάσημου δοκιμίου του Ερνστ Κασσίρερ), αλλά προς τη σχέση. Τα μαρξικά κείμενα της δεκαετίας του 1840 -για παράδειγμα, Η Γερμανική Ιδεολογία- συχνά εμπεριέχουν, όπως ο Ντερριντά υποδεικνύει στο βιβλίο του Φαντάσματα του Μαρξ, μια ουσιοκρατική προβληματική που θέτει σε αντιπαράθεση τους θεσμούς και τις ιδεολογίες της αστικής κοινωνίας στους αγώνες των «πραγματικών, ζωντανών ατόμων». Η διαμόρφωση της έννοιας των σχέσεων παραγωγής, η οποία για πρώτη φορά γίνεται απολύτως ορατή στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, προσέφερε μια οδό διαφυγής, αλλά η τελειοποίηση αυτής της έννοιας διαμορφωνόταν βαθμιαία, στο πλαίσιο της βασανιστικής διαδικασίας μέσω της οποίας ο Μαρξ με πολύ μόχθο συγκροτούσε και συνεχώς ανασυγκροτούσε τη θεωρία του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ο Ζακ Μπιντέ έχει δείξει το πώς ο Μαρξ, στην ακολουθία των χειρογράφων του από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο, επεξεργάσθηκε και μετέπλασε τις έννοιες που χρησιμοποιούσε, όπως και ότι, στη διαδικασία αυτή, ταυτοχρόνως και απελευθερωνόταν από την εγελιανή κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου και στηριζόταν σε αυτή, καθώς τον τροφοδοτούσε μ’ ένα αναντικατάστατο μέσο να αποφεύγει τόσο τον εμπειρισμό όσο και τον φορμαλισμό.14 Όμως, ένα κεντρικό θέμα του τελικού προϊόντος αυτού του κοπιαστικού αγώνα, δηλαδή του Κεφαλαίου, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παρεμποδίζονται συστηματικά από τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος ως συνόλου. Γι’ αυτό, όταν ο Μαρξ πραγματεύεται τον τριαδικό τύπο, παρατηρεί ότι:
«[...] το πραγματικό προτσές της παραγωγής, σαν ενότητα του άμεσου προτσές παραγωγής και του προτσές κυκλοφορίας, δημιουργεί νέες διαμορφώσεις, στις οποίες χάνεται όλο και περισσότερο η φλέβα της εσωτερικής συνάρτησης, οι κοινωνικές σχέσεις ανεξαρτοποιούνται μεταξύ τους και τα συστατικά μέρη της αξίας αποστεώνονται το ένα απέναντι στο άλλο σε αυτοτελείς μορφές.» (ΚΙΙΙ, σελ. 1017)
Το όνομα πού δίνει ο Μαρξ στη διαδικασία μέσω της οποίας «χάνεται όλο και περισσότερο η φλέβα της εσωτερικής συνάρτησης» είναι, βεβαίως, ένα: φετιχισμός. Τα δοκίμια που συνιστούν την πρώτη έκδοση του Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, όπως και οι επόμενες επανεκτιμήσεις των συγγραφέων τους, ήταν τα πρώτα κείμενα που μας έθεσαν σε εγρήγορση όσον αφορά στο κατά πόσο η θεωρία του φετιχισμού δεν είναι περισσότερο ένα πρόβλημα παρά μια ικανοποιητική λύση.
Βεβαίως, στο Κεφάλαιο συναντώνται αποσπάσματα στα οποία η θεωρία {του φετιχισμού} παρουσιάζεται περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικά: για παράδειγμα, στο πεντηκοστό κεφάλαιο του τρίτου τόμου, με τον τίτλο «Η Επίφαση του Συναγωνισμού», παραθέτει μια αρκετά λεπτομερή εξέταση των μικρομηχανισμών (τα κίνητρα κάθε ατομικού κεφαλαίου, αλλά και οι υπολογισμοί του κάθε κεφαλαιοκράτη), όπως θα μπορούσε να τους ονομάσει κανείς, που ενθαρρύνουν τον κατατεμαχισμό των οικονομικών σχέσεων, όπως και την προβολή τους ως οιωνεί φυσικών. Κατά την άποψη του Μπιντέ, η ιδεολογική «αναπαράσταση συνδέεται σε αυτό το απόσπασμα με λειτουργικό τρόπο με τη δραστηριότητα της κυρίαρχης τάξης [...] ως κατηγοριακό σύνολο που συνεπάγεται από μια λειτουργία που καθορίζεται από τη δομή, τη λειτουργία του κεφαλαιοκράτη που ενεργεί μέσα στην ανταγωνιστική σχέση».15
Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι αυτό που, σε κάθε περίπτωση, χάνεται είναι η σχεσιακή διάσταση του κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη διάσταση πρέπει να γίνει αντιληπτή ως συγκροτούμενη στη βάση μιας διπλής σχέσης: πρώτο, της εκμεταλλευτικής σχέσης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου και, δεύτερο, της δυναμικής, ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των ίδιων των κεφαλαίων, η οποία δεν συσκοτίζει απλώς την «εσωτερική σύνδεση», αλλά και της επιτρέπει να λειτουργεί, καθώς ακριβώς μέσω της αλληλεπίδρασης των «πολλών κεφαλαίων» στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταβιβάζεται το πρόταγμα της συσσώρευσης.
Παρόλο, όμως, που ο θεωρητικός λόγος του ίδιου του Μαρξ στο Κεφάλαιο προσδίδει προτεραιότητα στις σχέσεις, είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά στη σύγχρονη ριζοσπαστική σκέψη η προτεραιότητα προσδίδεται στα υποκείμενα και όχι στις σχέσεις. Ένα παράδειγμα που χαρακτηρίζεται από σχετική εγγύτητα τόσο προς τον Μαρξ όσο και προς τον Αλτουσέρ είναι το βιβλίο του Τόνι Νέγκρι Marx beyond Marx (Ο Μαρξ πέρα από τον Μαρξ), το οποίο επιστρατεύει μια ιδιαίτερη ανάγνωση των Grundrιsse προκειμένου ν’ ανάγει την κεφαλαιακή σχέση σε σχέση δύναμης μεταξύ δυο υποκειμένων: του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνικής εργασίας. Ως ένα βαθμό, το βιβλίο Αυτοκρατορία και το βιβλίο Πλήθος αντιπροσωπεύουν υποχώρηση απ’ αυτή τη θέση, καθώς το κεφάλαιο διαχέεται, έχει απολέσει τα υποκειμενικά του χαρακτηριστικά και έχει σχετικοποιηθεί στο πλαίσιο του δικτύου δύναμης της Αυτοκρατορίας.
Συνέπεια των παραπάνω είναι η ενθρόνιση ενός «στοιχειώδους υποκειμένου» της σύγχρονης καπιταλιστικής διαδικασίας, του πλήθους, του οποίου η παραγωγική ζωτικότητα ταυτοχρόνως τροφοδοτεί τις μηχανές της Αυτοκρατορίας και προεικονίζει την απελευθερωμένη «χαρά τού να είναι κανείς κομμουνιστής». Μολονότι οι Χαρντ και Νέγκρι πράγματι καταγράφουν περιστασιακά την αλληλεξάρτηση Αυτοκρατορίας και πλήθους, η έκταση της αποσύνδεσης μεταξύ της σύγχρονης εργασίας και του κεφαλαίου, όπως εκείνοι την αντιλαμβάνονται, υποδεικνύεται από τη χρήση των μεταφορών της εξόδου και της εγκατάλειψης προκειμένου ν’ αναφερθούν στην υπονόμευση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης - σαν να ήταν σε θέση η χωρική εκτόπιση να υποκαταστήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον κοινωνικό-πολιτικό μετασχηματισμό. Βεβαίως, το κορυφαίο παράδειγμα προνομιακής μεταχείρισης των υποκειμένων έναντι των σχέσεων το εισηγείται ένας άλλος θεωρητικός, που παλαιότερα βρισκόταν αρκετά κοντά στις απόψεις του Αλτουσέρ, αλλά σήμερα αρκετά απομακρυσμένος από τον Μαρξ, ο Αλαίν Μπαντιού. Στο βιβλίο του Theorie du sujet (Θεωρία του Υποκειμένου, 1982), αντικαθιστά την «υποκειμενική μονομαχία», όπως την αποκαλεί, μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης με την ιδέα ενός ξεχωριστού υποκειμένου που διαμορφώνει τον εαυτό του αφαιρετικά μέσα από τις προσδιοριστικές συνθήκες που του επιβάλλει ο κοινωνικός και ιστορικός εντοπισμός του. Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο του L’Etre et l’événement (Το Είναι και το Συμβάν, 1988): η εμφάνιση του υποκειμένου γίνεται εδώ αντιληπτή ως σπάνια σύμπτωση που προσδιορίζεται από την πιστότητα προς ένα συμβάν, καθαυτό ασυνήθιστο, και η οποία αναδύεται από το κενό μιας κατάστασης, από αυτό που αποκλείει. Δεν υπάρχει χώρος για σχέσεις στο πλαίσιο αυτής της οντολογίας που θεμελιώδες της συστατικό είναι το «πολλαπλό-Είναι» των ατομικών καταστάσεων -όπως αυτές γίνονται αντιληπτές από τα αξιώματα της θεωρίας συνόλων- και των γεγονότων και των υποκειμένων που ενδεχομενικά και ακανόνιστα αναδύονται απ’ αυτές. Ο Μπαντιού, στην πρόσφατη συνέχεια τού L’Etre et l’événement, στο βιβλίο του Logiques des mondes (Λογικές των Κόσμων), απαντώντας σε επικριτές του αναπτύσσει μια «λογική του φαινομένου» που επιχειρεί να δείξει το πώς οι σχέσεις βρίσκουν τη θέση τους εκτός της επικράτειας του ίδιου του Είναι. Ωστόσο, αυτή η θέση παραμένει σε μεγάλο βαθμό δευτερεύουσα και γι’ αυτό «μια σχέση μεταξύ δυο αντικειμένων είναι μια λειτουργία που συντηρεί την ατομική λογική αυτών των αντικειμένων». Η παραχώρηση του Μπαντιού είναι καθαρά τυπική και διατηρεί, όπως σημειώνει, «την υποταγή των κύριων χαρακτηριστικών του φαινομένου [l’ apparaitre] στους βαθύτερους καθορισμούς του πολλαπλού-Είναι».16
Από τη δική του την πλευρά, ο Μπαντιού παρουσιάζει τον Νέγκρι ως αντιπρόσωπο του «δημοκρατικού υλισμού», προς τον οποίο αντιπαρθέτει τη δική του «υλιστική διαλεκτική».17 Ασφαλώς είναι συστηματική φιλοσοφική η αντίθεση μεταξύ της υφαιρετικής οντολογίας του Μπαντιού και του ντελεζιανού βιταλισμού του Νέγκρι.18 Είναι, όμως, σημαντικό ν’ αντιληφθούμε και ότι κοινό τους σημείο είναι η προτεραιότητα που προσδίδουν στα υποκείμενα έναντι των σχέσεων.
Ασφαλώς, σε φιλοσοφικό πλαίσιο δεν μπορεί να υπάρξει ένα τελικό οριστικό κτύπημα που θα δείξει το ότι ο Μπαντιού και ο Νέγκρι σφάλλουν. Όμως, ας μου επιτραπεί εδώ να προτείνω το πρακτικό επιχείρημα ότι είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς την κριτική του Μαρξ στην πολιτική οικονομία χωρίς να τον ακολουθήσει στην «παρακαμπτήρια» οδό που εκείνος προχώρησε «μέσω των σχέσεων». Αυτό συμβαίνει επειδή το κύριο βάρος της εξήγησης το αναλαμβάνει το κεφάλαιο ως σχέση η οποία, όπως υποδεικνύω παραπάνω, γίνεται αντιληπτή ως διπλή - ταυτοχρόνως ως εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και ως ανταγωνιστικός αγώνας μεταξύ κεφαλαίων.
Καμία από αυτές τις δύο διαστάσεις του κεφαλαίου ως σχέσης δεν είναι διυποκειμενικοί αγώνες για αναγνώριση· αμφότερες εμπεριέχουν αυτό που ο Αλτουσέρ αποκαλεί συνδυασμούς φορέων και υλικών συνθηκών. Αμφότερες, επίσης, είναι στενά συνδεδεμένες με τις λεπτομερείς εξηγήσεις του Μαρξ όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι οικονομικές σχέσεις. Βεβαίως, αυτές οι εξηγήσεις δεν είναι ολοκληρωμένες. Επίσης, οι έννοιες που συνδέονται με αυτές απαιτούν, σε μερικές περιπτώσεις, ανακατασκευή -ώστε, για παράδειγμα, να λάβουν υπόψη τους την ύπαρξη ενός παγκόσμιου συστήματος που δεν συγκροτείται απλά στη βάση των κινήσεων του κεφαλαίου, αλλά και στη βάση της αλληλεπίδρασης ενός πλήθους κρατών.19 Ωστόσο, νομίζω ότι μπορεί να δειχθεί ότι τόσο αυτές όσο και άλλες απαιτήσεις ανάπτυξης {των εξηγήσεων και των εννοιών του Μαρξ} δεν αμφισβητούν το είδος της προτεραιότητας που προσδίδεται στις σχέσεις που ρητώς αναφέρονται και υπερασπίζονται από τον Αλτουσέρ στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο· αντιθέτως, εξαρτώνται από αυτό.
Τελικά, γιατί ο Αλτουσέρ δεν αναπτύσσει περισσότερο αυτή την αντίληψη, της οποίας τη γονιμότητα υπερασπίζομαι; Μια εικασία -αλλά μόνον εικασία- είναι ότι ο (φιλο-)μαοϊσμός του υπήρξε μάλλον εμπόδιο παρά βοήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που η πραγμάτευση της έννοιας του τρόπου παραγωγής στο πιο μαοϊκό του κείμενο, αυτό που μετά το θάνατό του δημοσιεύθηκε ως Sur la reproduction (Για την αναπαραγωγή), περιλαμβάνει μια μακροσκελή μελέτη του καταμερισμού εργασίας, στην οποία «ο ‘‘τεχνικός’’ καταμερισμός εργασίας είναι απλώς το προσωπείο» της δύναμης των διευθυντών.20
Άλλες μελέτες εκείνης της εποχής -όπως, για παράδειγμα, του Σαρλ Μπετελέμ και του Νίκου Πουλαντζά- παρομοίως τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (ο οποίος επίσης γίνεται αντιληπτός με υπερ-πολιτικούς όρους), όταν πραγματεύονται τις κεφαλαιοκρατικές οικονομικές σχέσεις. Τα ζητήματα που εγείρουν είναι αρκετά πραγματικά, αλλά οι πραγματεύσεις τους αποτυγχάνουν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα της εξέλιξης της ίδιας της ανάλυσης του καταμερισμού εργασίας από τον Μαρξ και εισηγούνται μια παραμορφωμένη αντίληψη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής απλώς ως σχέσεων εξουσίας -αναγωγή που αποδείχθηκε ιδιαιτέρως ευάλωτη στη φουκωικής έμπνευσης προσπάθεια ν’ αντικασταθεί ο μαρξισμός με τις νιτσεϊκές γενεαλογίες δύναμης-γνώσης.21
Είτε είναι έγκυρη η παραπάνω εικασία είτε όχι, είναι απολύτως αληθές ότι τα μεταγενέστερα κείμενά του οδήγησαν τον Αλτουσέρ μακριά από την προτεραιότητα που έδινε στις σχέσεις στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Ο επικούρειας έμπνευσης «ενδεχομενικός υλισμός της συνάντησης» που ανέπτυξε τα χρόνια της ανυποληψίας του δεν είναι καταρχήν ασυνεπής με αυτή τη θέση. Πράγματι, το κείμενο ‘Le courant souterrain du materialisme de 1α recontre’ («Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», 1982) καταλήγει με την επιστροφή στη διατύπωση του Μπαλιμπάρ που αφορούσε στον «τρόπο παραγωγής ως διπλού συνδυασμού» και επιβεβαιώνει ότι «[ο] τρόπος παραγωγής είναι ένας συνδυασμός, επειδή είναι μια δομή που επιβάλλει την ενότητά της σε μια σειρά από στοιχεία».22 Όμως, το κείμενο διακόπτεται μερικές προτάσεις πιο κάτω και είναι σαφές ότι η φιλοσοφική φαντασία του Αλτουσέρ έχει τώρα καταληφθεί από την αενάως ανακατασκευαζόμενη ιδέα της συνάντησης ως παρέμβασης μιας πληθώρας ακολουθιών, των οποίων η αλληλεπίδραση τόσο των αρχών όσο και των αποτελεσμάτων είναι ενδεχομενική.
Αυτή η ιδέα είναι το θέμα άλλων ανακοινώσεων αυτού του συνεδρίου. Είναι σαφές ότι αντιπροσωπεύει μια ριζοσπαστικοποίηση της αντιτελεολογικής κατανόησης του μαρξισμού που ο Αλτουσέρ υπερασπίσθηκε από το «Αντίφαση και Υπερπροσδιορισμός» και εξής. Η δυνατότητα μιας συνάντησης μεταξύ του Επίκουρου και του Μαρξ έχει επίσης επισημανθεί από μαρξιστές που εργάζονται στο πλαίσιο άλλων παραδόσεων.23 Οπουδήποτε και αν μας πάει ο «ενδεχομενικός υλισμός», δεν επιθυμώ σε καμμία περίπτωση να τεθώ εναντίον των διερευνήσεών του. Ίσως, όμως, αξίζει να ειπωθεί ότι αυτή είναι η πλευρά της σκέψης του Αλτουσέρ που, καθώς υμνεί την πληθυντικότητα και το ενδεχομενικό, είναι η πιο οικεία στη σύγχρονη σκέψη εξαιτίας της επίδρασης του μεταδομιστικού ρεύματος. Γι’ αυτό, θ’ άξιζε ίσως να θυμόμαστε και άλλες πλευρές, οι οποίες, παρόλο που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με τα κυρίαρχα ρεύματα, διατηρούν την ενάργειά τους. Προτείνω ότι μια απ αυτές είναι η «παράκαμψη μέσω των σχέσεων» του Μαρξ και του Αλτουσέρ.
Πηγή: Alex Callinicos, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σσ. 507-520.
Σημειώσεις
1 Η άποψή μου για τον Αλτουσέρ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο βιβλίο Althuser’s Marxism, London, 1976.
2 Ο Αλτουσέρ παρουσιάζει με μεγάλες δόσεις γελοιοποίησης του «ιστορικισμό». Για μια κριτική στο τρόπο που αντιμετωπίζει τον Γκράμσι, βλέπε Peter Thomas, The Gramscian Moment, Leiden, 2009, σσ.24-36. Μια εκδοχή της παρουσιάσθηκε στο συνέδριο που αναφέρεται παραπάνω.
3 Λουί Αλτουσέρ, «Το Αντικείμενο του Κεφαλαίου», στο L. Althusser κ.ά., Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, 2002, σελ.419.
4 Λουί Αλτουσέρ, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ό.π., σελ.420.
5 Λουί Αλτουσέρ, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 428.
6 Ετιέν Μπαλιμπάρ, «Σχετικά με τις Θεμελιώδεις έννοιες του ιστορικού υλισμού» στο Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ό.π., σελ.471-477.
7 Louis Althusser, Sur lα reprodution, Paris, 1995, σελ. 50. Βλέπε επίσης το Παράρτημα με τίτλο ‘Du primat des rapports de production sur les forces productives’ («Για την προτεραιότητα των σχέσεων παραγωγής έναντι των δυνάμεων παραγωγής»), σσ. 243-252. Ο Τζ. Α. Κοέν, ο οποίος, αντιθέτως προς τον Αλτουσέρ, υπερασπίζεται την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων έναντι των σχέσεων παραγωγής στο βιβλίο του Κarl Marx’s Theory of History (2nd edn), Oxford, 2000, επίσης αρνείται τη σχεσιακή διάσταση των παραγωγικών δυνάμεων. Κριτική πραγμάτευση αυτής της άρνησης, βλέπε στο Alex Callinicos, ‘G.A. Cohen and the Critique of Political Economy’, Science & Society, 70 (2006).
8 Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1981, σσ. 69-121. Ο Ουώρεν Μόνταγκ παρουσιάζει μια διεξοδική ανάλυση των απόψεων του Αλτουσέρ για τη δομή και το υποκείμενο στο Warren Montag, Althusser and his Contemporaries: Philosophy’s Perpetual War, Durham NC, 2013, Μέρος Ι και ΙΙ.
9 Louis Althusser, ‘Is ΙΙ Simple to be α Marxist in Philosophy?’, στο Philosophy and the Spontaneous Philosophy of Scientists and Other Essays, London, 1990, σελ. 236.
10 Louis Althusser, ‘Is ΙΙ Simple to be α Marxist in Philosophy?’, ό.π., σελ. 239. Βλέπε E.P. Thompson, The Poverty of Theory and Other Essays, London, 1978.
11 Louis Althusser, ‘Is ΙΙ Simple to be α Marxist in Philosophy?’, ό.π., σελ. 239.
12 Louis Althusser, ‘Reply tο John Lewis’ στο Essays in Self-Criticism, London, 1976, σσ. 49-50, Σημ. 12.
13 Alex Callinicos, Making History (2nd edn), Leiden, 2004 και The Resources of Critique, Cambridge, 2006, Μέρος ΙΙ.
14 Jaques Bidet, Que Faire du ‘Capital’? (2nd edn), Paris, 2000.
15 Jaques Bidet, Que Faire du ‘Capital’?, ό.π., σελ.182.
16 Alain Badiou, Logiques des mondes, Paris, 2006, σσ. 329, 337. Βλέπε την κριτική πού άσκησε στην πρώιμη προσέγγιση του Μπαντιού για τις σχέσεις ο Peter Hallward στο 13ο κεφάλαιο του βιβλίου του Badiou: Α Subject to Truth, Minneapolis, 2003.
17 Alain Badiou, Logiques des mondes, ό.π., σελ.10.
18 Η κριτική διερεύνηση καθεμιάς απ' αυτές τις οντολογίες είναι ένα από τα κύρια θέματα του βιβλίου μου Resources of Critique.
19 Βλέπε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου μου Imperialism and Global Political Economy, Cambridge, 2009.
20 Louis Althusser, Sur la reprodution, ό.π., σελ. 62. [Σ.τ.Επ.: Από το Sur la reprodution έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά οι σελίδες 159-165 και 243-252: Λουί Αλτουσέρ, «Για το πρωτείο των παραγωγικών σχέσεων επί των παραγωγικών δυνάμεων», Εκτός Γραμμής, τεύχος 11, Απρίλης 2006 και Λουί Αλτουσέρ, «Ταξική πάλη και συνδικαλιστικοί αγώνες», Εκτός Γραμμής, τεύχος 7, χ.χ.]
21 Βλέπε Alex Callinicos, Ιs There a Future for Marxism?, London, 1982, σσ. 76-78, 149-159, αλλά και την εξαιρετική πραγμάτευση του Ali Rattansi, Marx and the Diνision of Labour, London, 1982.
22 Louis Althusser, ‘Le Courant souterraίn du materialisme de la recontre’, στο François Matheron (επιμ.), Écrits philosophiques et politiques, 2 vols, Parίs, 1994, 1995, τ. Ι, σελ. 576 [στα ελληνκά: Λουί Αλτουσέρ, «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», Θέσεις, τεύχος 88, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2004].
23 John Bellamy Foster, Marx’s Ecology, New York, 2000· Andrea Micocci, Anti-Hegelian Reading of Economic Theory, Lewiston ΝΥ, 2002.