Fredric Jameson
Η περιπέτεια της γαλλικής θεωρίας
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον πέθανε τον περασμένο μήνα σε ηλικία ενενήντα ετών, έπειτα από μια εξαιρετικά παραγωγική διαδρομή ως ο κορυφαίος μαρξιστής θεωρητικός του πολιτισμού της εποχής του. Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η εισαγωγή του Τζέιμσον στο βιβλίο Τα χρόνια της θεωρίας: Η μεταπολεμική γαλλική σκέψη μέχρι σήμερα [Fredric Jameson. The Years of Theory: Postwar French Thought to the Present, Verso Books], μια πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή που βασίζεται σε διαλέξεις που έδωσε εξ αποστάσεως την άνοιξη του 2021, σε μια εποχή που η πανδημία COVID-19 καθιστούσε αδύνατη τη δια ζώσης διδασκαλία. Οι διαλέξεις αφορούν ένα ευρύ φάσμα μεταπολεμικών Γάλλων κοινωνικών θεωρητικών, από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ έως τον Ζακ Ντεριντά και τον Μισέλ Φουκώ. Το βιβλίο The Years of Theory είναι τώρα διαθέσιμο από την Verso Books.
Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ διέκρινε τρία είδη ιστορίας: την ιστορία των συμμετεχόντων ή των σύγχρονων μαρτύρων, την ιστορία που ανακατασκευάζεται γύρω από ένα θέμα, ενδεχομένως αλλά όχι απαραίτητα αυθαίρετο, και, τέλος, την ιστορία που αντιμετωπίζεται ως η εξέλιξη της Ιδέας, ως η πραγμάτωση του Απόλυτου.
Η ιστορία της γαλλικής θεωρίας που προτείνω εδώ μπορεί να γίνει αντιληπτή και από τις τρεις οπτικές γωνίες. Αν, στη θέση του χεγκελιανού Απόλυτου, τοποθετήσει κανείς την εξέλιξη του καπιταλισμού, τότε θα γίνει σταδιακά σαφές πώς η ανάδυση της γαλλικής θεωρίας στη δεκαετία του 1940 και η σταδιακή εξάντλησή της στη νεοφιλελεύθερη περίοδο μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση της μοναδικής εθνικής πνευματικής απάντησης σε αυτή την πιο θεμελιώδη πορεία.
Όσον αφορά την κατασκευή μιας ιστορίας με όρους ενός θέματος, και ένα θέμα που σίγουρα απασχολεί όλη αυτή την περίοδο, οι διαλέξεις προβάλλουν τη σχέση της παραγωγής θεωρίας με τον μαρξισμό και τις ποικίλες λύσεις κυρίως γλωσσικών εναλλακτικών λύσεων σε μια ελλιπή μαρξιστική ανάγνωση των τότε τρεχουσών καταστάσεων. Αυτή η εκδοχή θα μπορούσε επίσης να εκφραστεί ως η κατασκευή τόσων ιδεαλισμών μπροστά σε έναν φιλοσοφικά μη ικανοποιητικό υλισμό, ή και ως το αντίστροφο.
Τρίτον, και αυτό είναι που θέλω πρώτα να υπογραμμίσω, το βιβλίο μπορεί να γίνει αντιληπτό στις αυτοβιογραφικές του διαστάσεις, ως ο απολογισμός ενός μάρτυρα και ενίοτε συμμετέχοντα. Επομένως, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν εδώ. Η πρώτη είναι αυτή της παραγωγικότητας ενός μαρξιστικού πλαισίου ή μιας μαρξιστικής προβληματικής. Στη συνέχεια, τα ίδια τα κείμενα απαιτούν περιοδολόγηση και αναδόμηση τόσο σε συγγραφικό όσο και σε γενικότερο θεματικό πλαίσιο.
Τέλος, υπάρχει η δική μου (πολύ διαμεσολαβημένη) συμμετοχή σε μια περίοδο που ξεκινά από την απελευθέρωση του Παρισιού το 1944 και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 1980 ή του ’90, ή με άλλα λόγια μέχρι την απομαρξικοποίηση της γαλλικής πνευματικής ζωής, την υπαγωγή της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη σταδιακή πρωτοκαθεδρία μιας οικονομικής ατζέντας νεοφιλελεύθερης ή ιδιωτικοποιήσεων μαζί με λιτότητα.
Διάλογοι με τον μαρξισμό
Ανακάλυψα για πρώτη φορά τη δική μου βαθιά αποδοχή του πνεύματος του σαρτρικού υπαρξισμού σε επαφή με τον μυθιστοριογράφο Ζορζ Ωκλέρ, στο κολέγιο Χάβερφορντ, και τον Ρενέ Ζιράρ, τότε στο Μπράιν Μωρ. Αφήνω τον εαυτό μου να θυμηθεί τον πνευματικό μου ενθουσιασμό όταν ξεπακετάρισα εκείνο το πρώτο φορτίο από τη Γαλλία με τους μεγάλους φρέσκους και άκοπους τόμους του Saint Genet [Ο Άγιος Ζενέ] και του L’Etre et le néant [Το Είναι και το Μηδέν] στο σαλόνι του σπιτιού της οικογένειάς μου στο Χάντον Χάιτς του Νιου Τζέρσεϊ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Αλλά ήταν η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Σαρτρ L’Age de raison [Η ηλικία της λογικής] που με χτύπησε για πρώτη φορά σαν κεραυνός και μου αποκάλυψε την αλήθεια ενός υπαρξισμού στον οποίο, έκτοτε, προσπαθώ πάντα να είμαι πιστός. Αναφέρω αυτά τα προσωπικά ζητήματα επειδή καταγράφουν τους τρόπους με τους οποίους ένα άτομο, και μάλιστα ένας ξένος, συμμετέχει φαινομενολογικά, αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι, σε αυτό που στην πραγματικότητα είναι ένα συλλογικό κοινωνικό φαινόμενο. Πράγματι, οι καθηγητές μου, τόσο στο Χάβερφορντ όσο και στο Γέιλ και κυρίως οι Γάλλοι, επιβεβαίωσαν τον τρόπο με τον οποίο μια φιλοσοφία ή μια «θεωρία» αποκτά μια οιονεί υλική και σίγουρα ιστορική ύπαρξη μέσω της συλλογικής αποδοχής.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως επιβεβαίωναν οι συχνές διαμονές μου στο Παρίσι, η ηγεμονία του μαρξισμού και του υπαρξισμού κατά τη διάρκεια της Αντίστασης και της απελευθέρωσης άρχισε να περιπλέκεται από τους ενθουσιασμούς της γλωσσολογίας και της σημειωτικής, καθώς και από την εμφάνιση νέων μορφών πολιτικής στην Αριστερά και την ανάδυση τροτσκιστών και μαοϊκών υποστηρικτών παράλληλα με τους κομματικούς κομμουνιστές, στους οποίους είχα περιορισμένη μόνο πρόσβαση.
Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης που άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι νέες σημειωτικές δραστηριότητες, καθώς και οι διάφορες «φιλοσοφίες της έννοιας» που αναπτύσσονταν παράλληλα με τους πιο οικείους ιδεαλισμούς και υλισμούς, βρίσκονταν όλες σε διάλογο (μια λέξη που δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, αλλά την προτιμώ από τον άχαρο όρο «συνομιλία» του Ρόρτυαν) με τον μαρξισμό. Αλλά ήταν επίσης εκείνη την εποχή που, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο, η δική μου πνευματική συμμετοχή σε αυτό που πλέον μπορούμε να ονομάσουμε εξέλιξη της γαλλικής θεωρίας (από τον δομισμό στη σημειωτική, από τον υπαρξισμό του Σαρτρ μέχρι τους διάφορους λεγόμενους μεταδομισμούς) πήρε μια πιο ανοιχτά συλλογική μορφή.
Μαθαίνει κανείς τόσο από τους φοιτητές του, και, ειδικότερα, από τις δεσμεύσεις τους απέναντι στο υλικό, όσο και από τις δικές του συγγένειες, και έτσι η δική μου δουλειά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αποτελούσε ένα είδος μη θεωρητικής συνεργασίας με πολλούς συνομιλητές – φοιτητές αλλά και επισκέπτες, συναδέλφους αλλά και συντρόφους, δασκάλους αλλά και μαθητές, στο Λα Τζόλα και (μετά από διαλείμματα στο Γέιλ και στη Σάντα Κρουζ) στο Ντιουκ, όπου, κατά τη διάρκεια των χρόνων της επιδημίας, εξ αποστάσεως, πήραν τη μορφή αυτών των διαλέξεων στις οποίες συνέβαλαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτοί οι συνομιλητές.
Δεν μπορώ να τους κατονομάσω όλους –ξέρουν ποιοι είναι– αλλά πρέπει να κάνω μια εξαίρεση για το όνομα του μακαρίτη φίλου, συντρόφου και συνεργάτη μου Στάνλεϊ Αρόνοβιτς, με τον οποίο μαζί ιδρύσαμε τόσο τη Μαρξιστική Λογοτεχνική Ομάδα όσο και το περιοδικό Social Text, και στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο αυτό το σεμινάριο.
Πολιτικές και θεωρητικές πρωτοπορίες
Εν τω μεταξύ, από μια «αντικειμενική» σκοπιά τώρα, θα προτείνω μια περιοδολόγηση που είναι ίσως πιο ιδιοσυγκρασιακή από ορισμένες θεωρητικές ιστορίες της περιόδου, στις οποίες η ομάδα Tel Quel (και διάφορα ανάλογα κινήματα και περιοδικά στις κινηματογραφικές σπουδές) έχουν γενικά κληθεί να παίξουν κεντρικό ρόλο στις γαλλικές δεκαετίες του ’60 και του ’70. Πρόκειται, μάλλον, για μια περίοδο κατά την οποία οι πολιτικές καθώς και οι θεωρητικές πρωτοπορίες αρχίζουν να διασπώνται και να συγκροτούνται σε μια ποικιλία επώνυμων ιδεολογικών ομάδων, ορισμένες από τις οποίες είναι πραγματικά τεράστιες και συστημικές: Θα αναφέρω τους Αλτουσεριανούς, τους Λακανικούς, τους Φουκωικούς, τους Ντελεζιανούς, τους Ντεριντικους, παράλληλα με μια ποικιλία φεμινιστικών κινημάτων και διαφόρων υποκουλτούρων.
Η επιβλητική κατασκευή του έργου του Κλοντ Λεβί-Στρος προηγείται όλων αυτών, χωρίς αμφιβολία, ενώ το έργο του Ρολάν Μπαρτ συνοδεύει πιστά αυτές τις εξελίξεις και προσαρμόζεται με θαυμάσια δημιουργική περιπλάνηση στους γενικούς ρυθμούς τους. Όποιος δεν έχει ζήσει αυτή την περίοδο δεν θα μπορέσει να καταλάβει πώς μπορεί κανείς να προσκολληθεί προσωρινά με κάποιο πάθος σε όλους αυτούς με τη σειρά τους, χωρίς να απαρνηθεί τον μαρξισμό με τον οποίο όλοι αυτοί «συνομιλούσαν» και χωρίς να γίνει φανατικός οπαδός κάποιας από αυτές τις θεωρητικές θέσεις, που σήμερα θεωρούνται δόγμα ή -ισμός. Αλλά αυτός είναι ο προσωπικός μου ισχυρισμός, ο οποίος εμψυχώνει αυτές τις διαλέξεις και ο οποίος, από μια άλλη οπτική γωνία, τείνει να καταγγελθεί ως εκλεκτικισμός.
Τι εννοώ ως ανάπτυξη στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής προβληματικής – ή ίσως θα έπρεπε να πω μιας δυτικομαρξιστικής προβληματικής (η τελευταία διακρίνεται από την έμφαση στην ιδεολογία, την πολιτική υποκειμενικότητα και τελικά την εμπορευματοποίηση, σε αντίθεση με την κεντρική σημασία των ζητημάτων της κομματικής οργάνωσης και της ταξικής πάλης στο παλαιότερο λενινιστικό παράδειγμα); Νομίζω ότι αυτό σημαίνει μια επικάλυψη τριών ακόμη κύκλων ενδιαφέροντος και έρευνας: εκείνου της υπαρξιακής οντολογίας, εκείνου της λακανικής ψυχανάλυσης και εκείνου, τέλος, της σημειωτικής και της δομικής γλωσσολογίας.
Όταν αυτά τα τρία επικαλύπτονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των ερωτημάτων και των προβλημάτων που αρμόζουν στον λεγόμενο δυτικό μαρξισμό, τότε η «θεωρία» έχει αποτινάξει το πιο καθαρά φιλοσοφικό και συστημικό της περίβλημα και φτάνει στη στιγμή της μεγαλύτερης έντασής της. Όταν οι τρεις ζώνες (και το μαρξικό τους πλαίσιο) αρχίζουν να αποσυνδέονται η μία από την άλλη και να ανακτούν μια πιο παραδοσιακή αυτονομία ουσιαστικά ακαδημαϊκής φύσης, τότε αυτή η ώθηση αποδυναμώνεται ή χάνεται εντελώς (και περίπου το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για έναν μαρξισμό που υποπίπτει στα τεχνικά ζητήματα της αξίας, του ταξικού ορισμού και τα παρόμοια).
Η ακαδημαϊκή φιλοσοφία αρχίζει να ανασυγκροτείται και τα ζητήματα της ψυχολογίας, της ηθικής και της αισθητικής επαναβεβαιώνουν την πρωτοκαθεδρία τους ως ξεχωριστά πεδία. Αυτό το σεμινάριο δεν προτείνει κάποια ενιαία «θεωρία πεδίου» ως απάντηση στην τρέχουσα κατάσταση∙ πρόθεση όμως είναι να καταδείξει σε όσους δεν την έχουν βιώσει ποτέ την ένταση και την πρωτοτυπία των προβλημάτων εκείνων των παλαιότερων «ετών της θεωρίας».
Μια γεωπολιτική ερμηνεία
Ο Χέγκελ δεν θα ήθελε να θεωρητικοποιήσω το τέλος αυτής της πολύ πλούσιας και συναρπαστικής περιόδου με τους ενδεχόμενους θανάτους των «κύριων στοχαστών» της. Ούτε είναι απαραίτητο να το κάνω. Διότι η εξάντληση του έργου τους συνέπεσε με την απόσυρση του παγκόσμιου πνεύματος (ας πούμε) από τη Γαλλία τη στιγμή της αποτυχίας του πειράματος του Φρανσουά Μιτεράν για τη σοσιαλδημοκρατία και την απορρόφηση της Γαλλίας από μια Ευρώπη στην οποία, όπως παρατήρησε ο Ρεζίς Ντεμπρέ, μετατράπηκε από έθνος-κράτος σε κράτος-μέλος και στην οποία η αυτονομία που επεδίωκε ο γκωλισμός αποδείχθηκε στην αναδυόμενη παγκοσμιοποίηση ανέφικτη.
Ούτε χρειάζεται να θεωρήσουμε το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης ως κεντρική αιτία της απώλειας της πολιτιστικής ηγεμονίας της Γαλλίας, αν και μεταξύ των διαφόρων «υπερκαθορισμένων» προϋποθέσεων για το αποτέλεσμα αυτό πρέπει σίγουρα να πάρει τη θέση της. Ανέφερα την απομαρξικοποίηση ως πνευματική διαδικασία, η οποία σήμανε το τέλος της σαρτρικής συμπόρευσης. Το τέλος της απτής παρουσίας ενός ενεργού και με επιρροή Κομμουνιστικού Κόμματος είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα, που σχεδιάστηκε με πονηριά από τον Μιτεράν, αλλά ολοκληρώθηκε σαφώς με την οριστική κατάρρευση του σοβιετικού πειράματος.
Έχω ήδη αναφέρει τον ρόλο που έπαιξε η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στις διάφορες tournants [καμπές] που θα ενταχθούν στον όρο μεταμοντέρνο. Αυτό που ακολουθεί πολιτισμικά και πνευματικά είναι η επιστροφή των ακαδημαϊκών εξειδικεύσεων, η απόσυρση της δυνατότητας πολιτικής δράσης (και των συμπάθειας προς αυτήν) και μια γενική «αισθητικοποίηση» της θεωρίας και της πολιτικής, την οποία ο Βάλτερ Μπένγιαμιν κατήγγειλε ήδη από τη δεκαετία του 1930. Η επιστροφή ορισμένων νεοφασισμών σε όλο τον κόσμο τείνει να ενθαρρύνει την πίστη σε ένα είδος κυκλικής κίνησης της πολιτικής ή του zeitgeist, κάτι που νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να αποφύγουμε.
Ακόμα, θα πρέπει να ειπωθεί κάτι περισσότερο εν κατακλείδι για την υπεροχή της Γαλλίας και ειδικότερα του Παρισιού, που αποτελεί την προϋπόθεση αυτής της «ιστορίας». Γιατί θα έπρεπε να έχει προκύψει κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο για τη γαλλική θεωρία σε αυτή τη μεταπολεμική περίοδο, και τι μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογήσει τον έμμεσο χαρακτηρισμό του Σαρτρ και των διαδόχων του ως «κοσμοϊστορικών» μορφών της θεωρίας;
Αυτή είναι η στιγμή για να υπογραμμιστεί και να υποστηριχθεί ένα επίπεδο ορθής γεωπολιτικής ερμηνείας, το οποίο ο Αμερικανός αναγνώστης είναι λιγότερο πιθανό να γνωρίζει απ’ ό,τι ο Ευρωπαίος. Σίγουρα, η μοναδική κεντρικότητα του Παρισιού –που δεν έχει αντίστοιχη στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πόσο μάλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες– δημιουργεί μια κατάσταση για τους διανοούμενους, στην οποία η κατάρα του επαρχιωτισμού είναι ανεπανόρθωτη ακόμη και για τους ισχυρούς τοπικισμούς. Το La nausée [Η ναυτία] του Σαρτρ είναι κατ’ αρχάς μια ισχυρή και μοναδικά φιλοσοφική έκφραση της ανίας της επαρχιακής πόλης∙ αλλά το ιστορικό της υπόβαθρο είναι αυτό της επιστροφής του παγκόσμιου τυχοδιώκτη της δεκαετίας του 1920.
Ο Αντουάν Ροκεντέν είναι μια καρικατούρα του Αντρέ Μαλρώ που επιστρέφει στην πατρίδα του από μια Ινδοκίνα στην οποία ήλπιζε να κάνει περιουσία με κλεμμένα έργα τέχνης: αυτή η υποχώρηση σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια πολιτική δεκαετία του 1930, στην οποία ο φασισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός καταλαμβάνουν εκ νέου το πεδίο του παιχνιδιού και καταδικάζουν τον νέο σαρτρικό διανοούμενο στην ιστορική αναζήτηση (M. ντε Ρολεμπόν και συνωμοσία) και έτσι σε εκείνη την παράλυση της πράξης ή της δράσης από την οποία πηγάζει η συνειδητοποίηση της ανίας ή του Είναι. (Από αυτή την άποψη, η κατοχή –η «Δημοκρατία της Σιωπής»– πρέπει να θεωρηθεί ως μια ακόμη μορφή αναγκαστικής επαρχιοποίησης στην οποία οι επιλογές της ελευθερίας μπορούν να αναλυθούν εν τη απουσία τους).
Η εμπειρία της ήττας
Ως ένα είδος μεταφυσικής, λοιπόν, η γεωπολιτική ανάλυση προϋποθέτει μια άποψη για το ανθρώπινο ζώο ως ένα είδος καταδικασμένο να αναζητά «ουσιαστική» δραστηριότητα πέρα από την κοινωνική αναπαραγωγή ως δικαιολογία της ύπαρξής του. Θα υποστηρίξω ότι αυτή η μοίρα ισχύει και στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Η ήττα της Γαλλίας από την Αγγλία κατά τη ναπολεόντεια περίοδο –η απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας από τη Βρετανική Αυτοκρατορία– είναι για τους πολίτες της, συνειδητά ή όχι, μια καταδίκη σε έναν ουσιαστικά υπερδομικό ανταγωνισμό, στην άσκηση δράσης μέσω της γλώσσας και της επεξεργασίας του πολιτισμού (και της παραγωγής διανοουμένων και καλλιτεχνών επίσης).
Η ανία ξεκινά εδώ, με τους επιγόνους, τα «enfants du siècle» [παιδιά του κακού ή της αρρώστιας] του Αλφρέντ ντε Μυσέ, και αρχίζει να φέρει εκείνα τα «fleurs du mal» [άνθη του κακού] που θα κορυφωθούν στις υπαρξιακές και φαινομενολογικές φιλοσοφίες της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου. Πρόκειται για μια κατάσταση που διπλασιάζεται σε εμπειρικό επίπεδο, με μια ανανέωση που θα αφήσει τη Γαλλία εγκλωβισμένη ανάμεσα στις υπερδυνάμεις και τους διανοούμενούς της παραγωγικά παγιδευμένους ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, και σε αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου που δεν υπάρχει.
Η ίδια η γεωγραφική κατάσταση της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του πολέμου είναι αλληγορική των μοναδικών διαιρέσεών της: μια αντιδραστική αλλά αυτοδιοικούμενη ζώνη και μια υπό ναζιστική κατοχή. Οι διανοούμενοι της Γαλλίας γνώρισαν έτσι τόσο την ήττα όσο και τη νίκη. Δεν είχαν, όπως στην Ιταλία ή την Ισπανία (πόσο μάλλον στη ναζιστική Γερμανία), εκκαθαριστεί σε βάθος και δεν είχαν υποστεί αυτή την διακοπή της μοντερνιστικής παραγωγής που υπέστη και η Σοβιετική Ένωση.
Από την άλλη πλευρά, απείχαν πολύ από το να υποβαθμιστούν στις αμερικανοποιήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ή της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας. Μόνο η Γαλλία, πράγματι, βίωσε τόσο το Λαϊκό Μέτωπο όσο και τον φασισμό του Βισύ, τόσο μια ναζιστική κατοχή όσο και μια αριστερή αντίσταση, μαζί με έναν γκωλικό εθνικισμό που της έδωσε, για ένα διάστημα, μια ορισμένη αυτονομία τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από την ΕΣΣΔ. Αυτός ο περιορισμένος ελεύθερος χώρος θα καθορίσει τις μοναδικές δυνατότητες σκέψης και πολιτιστικής παραγωγής που είναι ανοιχτές στους διανοούμενους που διαβάζονται και μελετώνται σε αυτές τις διαλέξεις.
Μετάφραση: elaliberta.gr
“Fredric Jameson and the Adventure of French Theory”, Jacobin, 12 Οκτωβρίου 2024, https://jacobin.com/2024/10/fredric-jameson-french-theory-history.