Ομάδα των Freikorps κατά τη διάρκεια της απόπειρας του πραξικοπήματος του Καπ, το 1920
Την περίοδο από το 1918 μέχρι το 1923 η Γερμανία βρέθηκε πολύ πιο κοντά -σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης- σε μια επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια ευθύγραμμη πορεία προς την επανάσταση ή προς την αντίδραση, αλλά για συνεχείς και δραματικές εναλλαγές του ταξικού συσχετισμού. Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της περιόδου εκδηλώθηκαν και αναπτύχθηκαν αντίρροπες πολιτικές δυναμικές, με την πιο χαρακτηριστική, από την πλευρά της αντίδρασης, τη δυναμική της ακροδεξιάς και του φασισμού. Πριν όμως φτάσει αυτή η δυναμική να εκδηλωθεί με την πρώτη προσπάθεια του Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία (το αποτυχημένο “πραξικόπημα της μπυραρίας” στις 8/9 Νοεμβρίου του 1923), η γερμανική ακροδεξιά αναπτύσσονταν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της επαναστατικής δυναμικής και μάλιστα ως μια από τις βασικές προσπάθειες του αστικού κράτους να συντρίψει το εργατικό κίνημα. Ο κίνδυνος λοιπόν του φασισμού και της ακροδεξιάς δεν μπορούσε να υποτιμηθεί από την εργατική τάξη και το Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα αυτής της περιόδου επεξεργάστηκε μία τακτική η οποία συνέδεε την ανάγκη για αντιφασιστικό αγώνα και αυτοάμυνα των εργατών και εργατριών απέναντι στις φασιστικές και παραστρατιωτικές συμμορίες, με την αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, την πάλη για τον εργατικό έλεγχο και την προετοιμασία της επαναστατικής ανατροπής.
Η εμπειρία αυτής της τακτικής (η οποία δυστυχώς εγκαταλείφθηκε από το ΚΚΓ τα επόμενα χρόνια) μπορεί να συμβάλει σήμερα στην ανάπτυξη του προβληματισμού σχετικά με το ζήτημα της αντιφασιστικής πάλης και της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.
Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Κρις Χάρμαν για την ιστορία της επαναστατικής κατάστασης στη Γερμανία, από το 1918 μέχρι το 1923 (Chris Harman, Η χαμένη επανάσταση. Γερμανία 1918 1923, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2008).
Chris Harman
Αντιφασιστική δράση και εργατικό κίνημα στη Γερμανία το 1923
1923: Η χρονιά της κρίσης
Οι απαρχές της μεγάλης κρίσης: η εθνικιστική δεξιά
Ο πληθωρισμός είχε ένα καταστροφικό αντίκτυπο σε πλατιά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, τους συνταξιούχους και όσους εξασφάλιζαν το εισόδημα τους από ομόλογα του δημοσίου, αποταμιεύσεις στις τράπεζες ή από τα νοίκια των σπιτιών που είχαν στην ιδιοκτησία τους. Ακόμα και αυτοί που εργάζονταν σε ένα επάγγελμα στηρίζονταν σε τέτοια εισοδήματα για να έχουν έναν «αξιοπρεπή» τρόπο ζωής. Ξαφνικά ανακάλυπταν ότι τα ομόλογα και τα βιβλιάρια τραπέζης τους ήταν άχρηστα. Τα πιο «αξιοσέβαστα» στοιχεία της γερμανικής κοινωνίας βρίσκονταν στα πρόθυρα της πείνας: δημόσιοι υπάλληλοι, απόστρατοι αξιωματικοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές, συνταξιούχοι αστυνομικοί. Άνθρωποι που είχαν ξοδέψει δεκαετίες διατηρώντας προσεχτικά ένα τρόπο ζωής που τους ξεχώριζε έστω και λίγο από το «κοπάδι» βρέθηκαν ξαφνικά να είναι σε χειρότερη κατάσταση από αυτούς τους «παρακατιανούς»: η γηραιά κυρία «καλής οικογενείας» που στεκόταν στην ουρά για το συσσίτιο ή η κόρη του «κυρίου ταξίαρχου» που θεωρούσε τον εαυτό της τυχερή αν κατάφερνε να πουλήσει το κορμί της σε έναν αλλοδαπό ναύτη για λίγο ξένο συνάλλαγμα.
Τα ακροδεξιά κόμματα εκμεταλλεύτηκαν πολύ εύκολα αυτή τη κατάσταση. Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Δημοκρατίας είχαν βρεθεί στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Τα Frei Corps ενσάρκωναν τις αξίες τους, όμως, όταν ερχόταν η ώρα των εκλογών τα δυο δεξιά κόμματα, οι Γερμανοί Εθνικιστές, ένα μοναρχικό κόμμα με βάση στην ύπαιθρο και το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, που το υποστήριζαν οι βιομήχανοι, έπαιρναν μόλις το 1/5 των ψήφων. Η μεγάλη πλειοψηφία των μεσοαστών ακολουθούσε τα δυο δημοκρατικά αστικά κόμματα, τους Δημοκράτες και το Καθολικό Κόμμα του Κέντρου. Η μιλιταριστική ακροδεξιά δεν ήταν καν στο εκκεντρικό περιθώριο της πολιτικής ζωής: ο Χίτλερ βρισκόταν στο Μόνοχο κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας των Συμβουλίων χωρίς να διαδραματίσει κανέναν ρόλο απολύτως.
Η κατάσταση αυτή είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει από το χειμώνα ίου 1919-20. Παρόλα αυτά, τα μεσαία στρώματα, στη πλειοψηφία τους, συμμετείχαν στην αντίσταση στο πραξικόπημα του Καπ και τα δεξιά κόμματα κατόπιν αντιμετώπισαν προβλήματα λόγω της έμμεσης υποστήριξης που είχαν προσφέρει στο πραξικόπημα.
Όμως, το 1922 η απογοήτευση από τη Δημοκρατία είχε αρχίσει να απλώνει ρίζες. Η δύναμη και η επιθετικότητα της δεξιάς μεγάλωνε. Επίσης, δίπλα στη παλιά, συντηρητική δεξιά, μεγάλωνε και μια νέα, μαχητική άκρα δεξιά γύρω από έναν πυρήνα πρώην στελεχών των Frei Corps. Από αυτούς τους κύκλους προήλθαν οι δολοφόνοι του Ερζμπέργκερ το 1921 και του Ρατενάου το 1922i. Στα τέσσερα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα πραγματοποιούσαν ακόμα 351 πολιτικές δολοφονίες.
Το 1922 η δύναμη τους είχε μεγαλώσει τόσο, ώστε να αρχίσει να ανησυχεί τους Σοσιαλδημοκράτες και τους αστούς πολιτικούς που είχαν χρησιμοποιήσει τα Frei Corps ενάντια στην αριστερά το 1919-20. Ο υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας, ο Σέβερινγκ, προσπάθησε να θέσει εκτός νόμου τους Ναζί και τη παραστρατιωτική οργάνωση των Συντηρητικών Εθνικιστών, τους «Χαλυβδόκρανους» (Stehlelm). Μετά τη δολοφονία του Ρατενάου ο Δημοκράτης καγκελάριος του Ράιχ δήλωσε: «Ο εχθρός βρίσκεται στα δεξιά».
Όμως, τέτοιες προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί η δεξιά ήταν μάταιες. Γιατί η τελευταία είχε δυο πανίσχυρους προστάτες: τις αρχές στη Βαυαρία και το Γενικό Επιτελείο.
Από την εποχή της συντριβής της Δημοκρατίας των Συμβουλίων, η Βαυαρία είχε γίνει το κέντρο της επιρροής και των συνωμοσιών της άκρας δεξιάς. Υπήρξε η μοναδική περιοχή της Γερμανίας όπου το πραξικόπημα του Καπ σημείωσε μια μόνιμη νίκη, φέρνοντας στην εξουσία το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα, με τον Εσεριχ (Escerich), έναν ακροδεξιό, ως υπουργό Εσωτερικών. Ο Εσεριχ μετέτρεψε τη Βαυαρία σε κάστρο όλων των ακροδεξιών ομάδων της Γερμανίας. Συγκρότησε μια ένοπλη οργάνωση, την Orgesch (Οργάνωση Εσεριχ) που είχε σαν βάση της την Πολιτοφυλακή -δύναμης 45.000 ανδρών γύρω από την οποία συγκεντρώθηκαν τα υπολείμματα των Frei Corps, όπως η Ταξιαρχία Ερχαρντ που είχε πρωταγωνιστήσει στο πραξικόπημα του Καπ και άλλες ένοπλες ομάδες που πολεμούσαν τους Πολωνούς στην Άνω Σιλεσία.
Το έργο του Υπουργείου Εσωτερικών της Βαυαρίας το συμπλήρωναν οι δραστηριότητες της τοπικής στρατιωτικής διοίκησης. Με σύνδεσμο έναν κάποιον λοχαγό Ρομ, η στρατιωτική διοίκηση της Βαυαρίας είχε αρχίσει να συνεργάζεται με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα -τους Ναζί - που είχε αρχίσει να μεγαλώνει υπό την ηγεσία ενός Αυστριακού αντισημίτη δημαγωγού, του Αδόλφου Χίτλερ.
Οι ένοπλες δυνάμεις έπαιζαν τον ίδιο ρόλο σε εθνικό επίπεδο. Ο αρχηγός τους, ο στρατηγός φον Ζέεκτ φρόντισε η δύναμη των 100.000 που επέτρεψε η Συνθήκη των Βερσαλλιών να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά ενός πολύ μεγαλύτερου στρατού στο μέλλον. Γι’ αυτό το λόγο ο φον Ζέεκτ ενθάρρυνε πρόθυμα τον πολλαπλασιασμό μισο-μυστικών παραστρατιωτικών σχηματισμών οι οποίοι συνεργάζονταν με τον στρατό και που, αν ήταν αναγκαίο, θα μπορούσαν να απορροφηθούν από αυτόν. Επίσης, ο φον Ζέεκτ συνέχιζε να τηρεί τη θέση που είχε πάρει στη διάρκεια του πραξικοπήματος του Καπ: «Η Ράιχσβερ δεν πυροβολεί την Ράιχσβερ». Θεωρούσε ότι η άκρα δεξιά ήταν ανυπόμονη και έκανε πρόωρες κινήσεις, ωστόσο αν τα κατάφερνε, είχε τις καλύτερες ευχές του.
Οι πρακτικές συνέπειες αυτής της στάσης φάνηκαν όταν δολοφονήθηκε ο Ρατενάου το 1922. Η κυβέρνηση Βιρτ πέρασε ένα νόμο για την απαγόρευση της ακροδεξιάς σε όλη τη χώρα, όμως η κρατιδιακή κυβέρνηση της Βαυαρίας απλά αρνήθηκε να αποδεχτεί την ισχύ του νόμου. Επειδή ο Βιρτ γνώριζε πολύ καλά ότι ο στρατός δεν επρόκειτο να κινηθεί εναντίον της Βαυαρίας, προχώρησε σε έναν «συμβιβασμό» που στην πραγματικότητα συνιστούσε παράδοση άνευ όρων στη βαυαρική δεξιά. Οι παραστρατιωτικοί συνέχιζαν να παρελαύνουν στους δρόμους της Νυρεμβέργης και του Μονάχου, να εκπαιδεύονται από τη Ράϊχσβερ εκεί - και η κυβέρνηση του Βιρτ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Τον Γενάρη του 1923 ήρθε η σειρά του πρωθυπουργού της Βαυαρίας να υποχωρήσει μπροστά στην μιλιταριστική-εθνικιστική συμμαχία. Απαγόρευσε μια σειρά ένοπλων διαδηλώσεων, επειδή ανησυχούσε από το ογκούμενο κύμα της ναζιστικής βίας. Ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον διοικητή της Ράιχσβερ, τον φον Λόσοβ (Lossow) ο οποίος έπεισε τον πρωθυπουργό να ακυρώσει την απαγόρευση. Η ναζιστική εφημερίδα επεσήμανε με ικανοποίηση μετά την παρέλαση 6.000 μελών των Ταγμάτων Εφόδου: «Ήταν μια κανονική στρατιωτική παρέλαση παρόλο που δεν είχε όπλα».
Η γαλλική εισβολήii έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στη συνεργασία ανάμεσα στο στρατό και την ακροδεξιά σε πανεθνικό επίπεδο. Ο φον Ζέεκτ πίστευε ότι μια απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση με τους Γάλλους θα ήταν παραλογισμός. Όμως, ενέκρινε με ιδιαίτερη προθυμία αντάρτικες επιχειρήσεις «χαμηλής έντασης» από την ακροδεξιά, παραπέρα, έδωσε το πράσινο φως για την ένταξη πολλών ακροδεξιών σχηματισμών σε ένα παράνομο τμήμα της Ράιχσβερ, τη λεγόμενη «Μαύρη Ράιχσβερ». Οικονομικές προσφορές βιομηχάνων έκαναν δυνατή την εκπαίδευση εθνικιστικών εθελοντών από όλη τη Γερμανία για αντάρτικες επιχειρήσεις ενάντια στους Γάλλους στο Ρουρ - ή ενάντια στην αριστερά στην υπόλοιπη χώρα.
Ο αριθμός αυτών των εθελοντών μεγάλωνε όσο η «παθητική αντίσταση» μετατρεπόταν σε φάρσα. Η εθνικιστική νεολαία σε όλη τη χώρα αποζητούσε την ευκαιρία να πολεμήσει τον «εισβολέα».
Όμως, το δυνάμωμα της άκρας δεξιάς δεν οφειλόταν κυρίως στο Ρουρ και δεν αφορούσε βασικά αυτή την περιοχή. Η δεξιά άρπαξε την ευκαιρία να βαθύνει την επιρροή της στη Βαυαρία. Το καλοκαίρι, το ιδιαιτέρως μετριοπαθές τοπικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ζούσε σε συνθήκες που λίγο διέφεραν από διωγμό: «Το καλοκαίρι του 1923 η κατάσταση στο Μόναχο ήταν απίστευτη. Κυκλοφορούσαν συνέχεια φήμες για ναζιστικό πραξικόπημα οι οποίες έφταναν στο αποκορύφωμα τους κάθε τέσσερις βδομάδες. Στη διάρκεια της νύχτας η πόλη έβραζε από την ένταση. Φαιοχίτωνες παρέλαυναν στους δρόμους και ξυλοκοπούσαν οποιανδήποτε δεν τους γέμιζε το μάτι... Στα κτίρια της Munchener Post (της εφημερίδας του SΡD] και του Εργατικού Κέντρου, οι άνδρες του Σοσιαλδημοκρατικού Αποσπάσματος Ασφαλείας φυλούσαν σκοπιά, οπλισμένοι με κάποια τουφέκια, λιγοστά πολυβόλα και αυτοσχέδιες χειροβομβίδες, παρακολουθώντας καλυμμένοι πίσω από μεγάλα ρολά χαρτιού τις ναζιστικές φάλαγγες»1.
Το Γενικό Επιτελείο θεωρούσε τους ναζί και τους άλλους τέτοιους σχηματισμούς ένα χρήσιμο αντίβαρο στις δυνάμεις της αριστεράς. Ήδη τον Γενάρη ο φον Ζέεκτ και ο Kούνοiii είχαν «παίξει» με την πιθανότητα της διάλυσης του κοινοβουλίου και της ανακήρυξης μιας «προσωρινής» δικτατορίας. Η αντίσταση του Εμπερτiv, ο οποίος ήταν ακόμα πρόεδρος, τους έκανε να εγκαταλείψουν την ιδέα. Όμως, καθώς ο χρόνος περνούσε αυτή η εναλλακτική λύση κέρδιζε έδαφος στους στρατιωτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους.
Στη Βαυαρία η τοπική δεξιά κυβέρνηση προσπαθούσε κι αυτή να χρησιμοποιήσει τους ναζί για τους δικούς της στόχους. Όχι μόνο για να τρομοκρατήσει την εργατική τάξη, αλλά και για να προετοιμάσει το έδαφος για τη συγκρότηση ενός δεξιού, κληρικαλιστικού, αυταρχικού κράτους ανεξάρτητου από το Βερολίνο.
Οι φιλοδοξίες του Χίτλερ πήγαιναν παραπέρα από αυτές των δυο δυνάμεων στις οποίες προσωρινά στηριζόταν -του στρατού και της βαυαρικής κυβέρνησης. Μόλις λίγους μήνες πριν, ο Μουσολίνι είχε πάρει την εξουσία στην Ιταλία μετά την «Πορεία προς τη Ρώμη». Ο Χίτλερ πίστευε ότι η Βαυαρία θα αποτελέσει τη βάση συγκρότησης ενός φασιστικού στρατού που θα βάδιζε στο Βερολίνο. Όμως, για να φτάσει εκεί θα έπρεπε πρώτα να περάσει από τα παραδοσιακά «κάστρα» της άκρας αριστεράς -τη Σαξονία της Κεντρικής Γερμανίας, τη Θουριγγία και τη πρωσική επαρχία της Σαξονίας.
Ο πληθωρισμός, η κρίση του Ρουρ, το δυνάμωμα του φασισμού, οι φυγόκεντρες τάσεις που συντάραζαν το εθνικό κράτος - ήταν παράγοντες που τροφοδοτούσαν ο ένας τον άλλον δημιουργώντας μια γενικευμένη πολιτική και κοινωνική κρίση μέσα στην οποία η πάλη ενάντια στον πληθωρισμό δεν μπορούσε να διαχωριστεί από την πάλη ενάντια στην ακροδεξιά.
Η εργατική τάξη
Το 1922 ήταν μια χρονιά ικανοποίησης και για τα δυο βασικά κόμματα που ανταγωνίζονταν για επιρροή στην εργατική τάξη της Γερμανίας. Η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών ένιωθε ότι μπορούσε να χαλαρώσει τώρα που είχαν περάσει οι θυελλώδεις μέρες, όταν την πολιτική της ταξικής συνεργασίας την απειλούσε ο εμφύλιος πόλεμος. Σε αυτούς τους λιγότερο ταραχώδεις καιρούς το απομεινάρι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματοςv είχε έρθει κοντύτερα στο SΡD, μέχρι που το καλοκαίρι τα δυο κόμματα συγχωνεύτηκαν. Η επανένωση έδωσε στο ενοποιημένο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μια ισχυρή κοινοβουλευτική επιρροή -177 από τις 466 έδρες στο Ράϊχσταγκ. Ακόμα περισσότερο, διευκόλυνε τις σχέσεις του κόμματος με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία η οποία πια δεν διχαζόταν ανάμεσα σε δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ακόμα και στη Βαυαρία οι Σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να ξανακερδίσουν κάποιο από το χαμένο έδαφος απέναντι στην ακροδεξιά. Επίσης, μέχρι το τέλος της χρονιάς, η κοινή πεποίθηση ήταν ότι καμιά κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να επιβιώσει για πολύ χωρίς τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών.
Όμως, με τον χαρακτηριστικό τους τρόπο, η εμμονή των Σοσιαλδημοκρατών ηγετών να ασχολούνται μόνο με τις εξελίξεις στην κορυφή της κοινωνίας, τους οδήγησε να παραμελήσουν ότι συνέβαινε στη βάση της, στα βάθη της εργατικής τάξης.
Ο πληθωρισμός και η δράση της ακροδεξιάς γεννούσαν μια νέα δυσαρέσκεια. Ξέσπασαν μερικές μεγάλες απεργίες. Η εργατική τάξη απάντησε στη δολοφονία του Ρατενάου με την ίδια ενότητα και αποφασιστικότητα που είχε επιδείξει στο πραξικόπημα του Καπvi, έστω κι αν αυτή τη φορά η πρόκληση δεν οδήγησε σε ένοπλη επίθεση των εργατών.
Στη βάση της σοσιαλδημοκρατίας δυνάμωνε η αίσθηση ότι η ηγεσία δεν κάνει και πολλά για ανταποκριθεί σε αυτή την κατάσταση. Η χρονιά της μεγάλης αυτοϊκανοποίησης των Σοσιαλδημοκρατών ήταν επίσης και η χρονιά που ο αριθμός των μελών του παλιού SΡD μειώθηκε -κατά 47.000 μέλη2. Ενώ, μόλις τα μισά από τα μέλη του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ακολούθησαν την ηγεσία τους στο ενοποιημένο κόμμα.
Η ηγεσία του SΡD δεν θα μπορούσε να παραμείνει αιωνίως απρόσβλητη από τη δυσαρέσκεια των μελών της. Κάποιοι στα ηγετικά κλιμάκια άρχισαν να διστάζουν στην ολόψυχη εφαρμογή των παλιών πολιτικών. Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες της Πρωσίας συμφώνησαν στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού» με τη συμμετοχή του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος, του κόμματος του Στίνες, πολλοί σοσιαλδημοκράτες βουλευτές στο πρωσικό κοινοβούλιο εκφράσανε ανοιχτά τη διαφωνία τους. Όταν η ίδια ιδέα προτάθηκε τον Νοέμβρη για την κεντρική κυβέρνηση αυτή τη φορά, η εσωκομματική αντιπολίτευση διέθετε αρκετή δύναμη για να αποτρέψει την εφαρμογή της: η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος απέρριψε την πρόταση με 80 ψήφους έναντι 48.
Εκείνη η ψηφοφορία είχε ως συνέπεια να διώξουν το SΡD από την κυβέρνηση οι δεξιοί κυβερνητικοί του εταίροι. Όμως, αυτή η εξέλιξη δεν σταμάτησε τις εσωκομματικές διαιρέσεις. Ο Κούνο, ο νέος καγκελάριος, ήταν ένας διαβόητος δεξιός. Παρόλα αυτά η ηγεσία του SΡD τήρησε στάση «ανοχής» απέναντι στην κυβέρνηση του και υποστήριξε τις εκκλήσεις του για «εθνική ενότητα» παρά το ότι η μισή σχεδόν κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος ήθελε την απόρριψη αυτής της στάσης. Στο κοινοβούλιο της Πρωσίας κάποιοι βουλευτές του SΡD έφτασαν να ψηφίζουν μαζί με τους κομμουνιστές παραβιάζοντας τη κομματική γραμμή.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε καλύτερους λόγους να είναι ικανοποιημένο με το 1922. Δεν ήταν μια χρονιά ονείρων πάλης για κατάληψη της εξουσίας. Όμως, το κόμμα κατάφερε, στη διάρκεια της χρονιάς, να επουλώσει τις χειρότερες πληγές από τη Δράση του Μάρτηvii και την απώλεια τόσων πολλών ηγετικών στελεχών του.
Η κομματική ηγεσία εφάρμοζε με απερίσπαστη αποφασιστικότητα την πολιτική του «ενιαίου μετώπου». Τα μέλη του κόμματος ενθαρρύνονταν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να παλέψουν μαζί με μη-κομμουνιστές εργάτες, για ζητήματα που καθόλου δεν έμοιαζαν επαναστατικά, για να δείξουν, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μπράντλερviii, ότι οι Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες δεν επρόκειτο να παλέψουν ούτε για «ένα κομμάτι ψωμί». Μόνο οι κομμουνιστές μπορούσαν να ηγηθούν σε τέτοιους αγώνες και μόνο οι μαχητικές, κομμουνιστικές τακτικές μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε νίκες.
Το πρώτο λαμπρό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήρθε στις αρχές του 1922. Η κυβέρνηση για να ενισχύσει τα δημόσια οικονομικά και να εξευμενίσει τους καπιταλιστές, απέρριψε τα μισθολογικά αιτήματα των σιδηροδρομικών και αντίθετα απαίτησε από αυτούς να αποδεχτούν περικοπές στους μισθούς και επέκταση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Η ηγεσία του μεγαλύτερου συνδικάτου στο χώρο, του σοσιαλδημοκρατικού «ελεύθερου» συνδικάτου, ήταν έτοιμη να συμβιβαστεί σε ένδειξη νομιμοφροσύνης στους φίλους της στην κυβέρνηση. Όμως, ένα ανεξάρτητο, «απολιτικό» και παραδοσιακά συντηρητικό συνδικάτο εργατών και υπαλλήλων προέβαλε αντίσταση.
Όπως ανέφεραν τα ντοκουμέντα του συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος την επόμενη χρονιά: «Τα μέλη αυτού του συνδικάτου κάθε άλλο παρά επαναστάτες ήταν. Πίστευαν ότι η αποκλειστικά συνδικαλιστική δράση θα απέτρεπε τις κυβερνητικές πολιτικές»3.
Όμως, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει αυτή τη σύγκρουση πολιτικό θέμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να δώσει ένα μάθημα στην εργατική τάξη και να της δείξει ότι θα πληρώσει την επανασταθεροποίηση του γερμανικού καπιταλισμού. Ο σοσιαλδημοκράτης αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου κατέσχεσε το απεργιακό ταμείο του συνδικάτου. Οι ηγέτες του συνελήφθησαν. Ο στρατός και η «Τεχνική Βοήθεια» - η απεργοσπαστική υπηρεσία που είχε συγκροτήσει το 1919 ο Νόσκε - χρησιμοποιήθηκαν ως απεργοσπαστικοί μηχανισμοί.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη στην εργατική τάξη που ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί την απεργία. Το «ελεύθερο» σοσιαλδημοκρατικό συνδικάτο επέμενε μέχρι τέλους να τάσσεται κατά της απεργίας, παρόλο που τα περισσότερα μέλη του είχαν σταματήσει κι αυτά τη δουλειά.
Εντέλει, το «ανεξάρτητο» συνδικάτο υποχώρησε σε αυτές τις συνδυασμένες πιέσεις κι ανέστειλε την απεργία. Όμως, οι κομμουνιστές είχαν κατορθώσει να δώσουν ένα έμπρακτο παράδειγμα σε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και χαμηλόβαθμους υπαλλήλους ότι τα ρεφορμιστικά συνδικάτα δεν επρόκειτο καν να υπερασπίσουν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν κερδηθεί.
Την ώρα που εξελισσόταν η απεργία στους σιδηροδρόμους ξέσπασε απεργία των υπαλλήλων στις δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου του Βερολίνου. Ξανά, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες καταδίκασαν την απεργία. Όμως ξανά, οι κομμουνιστές υπήρξαν η μοναδική δύναμη που κάλεσε σε συμπαράσταση.
Όταν 200.000 μεταλλεργάτες στη Νότια Γερμανία ξεκίνησαν μια απεργία η οποία θα διαρκούσε δυο μήνες, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ήταν περισσότερο προσεκτικές. Πρόσφεραν την συμπαράσταση τους στους απεργούς, αλλά μόνο με λόγια. Και πάλι, οι κομμουνιστές συμπαραστάθηκαν στους απεργούς καλώντας και τους υπόλοιπους εργαζομένους να αναλάβουν δράση και αντιτάχθηκαν στο «νέρωμα» των αιτημάτων της απεργίας.
Τα καλέσματα για κοινή δράση δεν περιορίστηκαν στο επίπεδο των οικονομικών αγώνων. Έγινε απόπειρα για τη συγκρότηση ενός διεθνούς «ενιαίου μετώπου» ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση. Η «Διεθνής» στην οποία ηγούνταν οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες (η λεγόμενη 2½ Διεθνής) έπεισε τη Κομιντέρν και την ανασυγκροτημένη Δεύτερη Διεθνή να στείλουν αντιπροσώπους σε μια συνάντηση στο Βερολίνο. Η συγκεκριμένη συνδιάσκεψη δεν είχε χειροπιαστά αποτελέσματα και εξαντλήθηκε σε σχοινοτενείς συζητήσεις. Ωστόσο, έδωσε την ευκαιρία για κοινές διαδηλώσεις του ΚΡD και του USP σε όλη την Γερμανία.
Όμως, ο πιο σημαντικός λόγος για κοινή δράση πέρα από τους οικονομικούς αγώνες, ήταν η άνοδος της παραστρατιωτικής δεξιάς. Στις αρχές του Ιούνη, έγιναν αιματηρές συγκρούσεις στο Κένιγκσμπεργκ (Könidsberg, η σημερινή ρώσικη πόλη Καλίνινγκραντ) ανάμεσα σε αριστερούς εργάτες και την ακροδεξιά. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος σε ανοιχτή επιστολή της, προειδοποίησε τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ότι αυτές οι συγκρούσεις αποτελούν το πρελούδιο μιας συντονισμένης επίθεσης της αντεπανάστασης σε πανεθνικό επίπεδο. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έδωσαν καμιά απάντηση. Όμως, όταν μια βδομάδα αργότερα η ακροδεξιά δολοφόνησε τον Ρατενάου, πολλοί εργάτες θα αισθάνθηκαν ότι επιβεβαιώθηκαν τα επιχειρήματα των κομμουνιστών.
Η δολοφονία προκάλεσε την έκρηξη της οργής των εργατών. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να αγνοούν τις εκκλήσεις των κομμουνιστών για κοινή δράση. Τα μέλη τους, απ’ άκρη σε άκρη της Γερμανίας, διαδήλωναν στο πλευρό των κομμουνιστών ενάντια στην ακροδεξιά. Αν οι ηγεσίες τους δεν έκαναν κάποιες χειρονομίες προς την κατεύθυνση της ενότητας, αυτοί οι εργάτες θα έσκιζαν τις κομματικές τους ταυτότητες. Σε μια σειρά συναντήσεων που δεν είχαν προηγούμενο, οι εκπρόσωποι των δυο σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, του ΚΡD και των συνδικάτων, διαπραγματεύτηκαν τους όρους της κοινής απάντησης στη δολοφονία. Οι κομμουνιστές ζήτησαν την εφαρμογή της πολιτικής που είχαν αποδεχτεί στα λόγια και οι Σοσιαλδημοκράτες μετά το πραξικόπημα του Καπ: εκκαθάριση της Ράιχσβερ, αφοπλισμός των παραστρατιωτικών της άκρας δεξιάς, απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων από την εργατική τάξη και συγκρότηση ένοπλων εργατικών σχηματισμών για την αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς.
Οι Σοσιαλδημοκράτες δήλωσαν ότι η απάντηση πρέπει να δοθεί με κοινοβουλευτικούς όρους, όμως συνυπέγραψαν μια προσωρινή συμφωνία για κοινές διαδηλώσεις. Αυτή η κίνηση ικανοποίησε σε κάποιο βαθμό τη βάση του SΡD. Όταν πέρασε η πρώτη έξαψη από τη δολοφονία του Ρατενάου και οι εκπρόσωποι των κομμάτων συναντήθηκαν ξανά για να αποφασίσουν τα επόμενα βήματα, το SΡD αποχώρησε με προσχηματικές κατηγορίες ότι το ΚΡD με τις μαχητικές μορφές αγώνα που εφάρμοζε σε διάφορα σημεία είχε «αποποιηθεί» του δικαιώματος του να συμμετέχει σε μια κοινή συμφωνία. Το SΡD στήριξε όλες του τις ελπίδες στο «Νόμο για την Προστασία της Δημοκρατίας» που ψηφίστηκε λίγο αργότερα έστω κι αν, όπως είδαμε, αυτός ο νόμος δεν υπήρχε περίπτωση να εφαρμοστεί στη Βαυαρία. Μέσα σε λίγους μήνες ο ίδιος νόμος θα επιστρατευόταν εναντίον της αριστεράς.
Αυτή η άρνηση δεν εμπόδισε το ΚΡD να επαναφέρει ξανά και ξανά το ζήτημα της ενωμένης δράσης - κάνοντας συνήθως τη σύνδεση ανάμεσα στο ζήτημα της αυτοάμυνας ενάντια στην ακροδεξιά με τα ζητήματα της πάλης ενάντια στον πληθωρισμό, προβάλλοντας αιτήματα όπως η κρατικοποίηση επιχειρήσεων από το κράτος και η λειτουργία τους υπό τον έλεγχο εργατικών συμβουλίων.
Το ΚΡD απηύθυνε αυτά τα καλέσματα στις ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων, αλλά ο σκοπός του ήταν να φτάσουν στα αυτιά της βάσης τους. Οι τοπικές οργανώσεις του κόμματος προσπαθούσαν να τραβήξουν αυτή τη βάση στις κοινές πρωτοβουλίες τις οποίες απέρριπτε η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία.
Στα εργοστάσια οι κομμουνιστές επιχειρηματολογούσαν για το δυνάμωμα των εργοστασιακών συμβουλίων που θα έπρεπε να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που επέβαλε ο νόμος για τη λειτουργία τους και να συντονίσουν σε κλαδικό επίπεδο την πάλη για αυξήσεις και καλύτερες συνθήκες δουλειάς.
Στο τέλος της χρονιάς η μαχητικότητα στο μέτωπο της πάλης για αυξήσεις μεγάλωνε και μια συνέλευση αντιπροσώπων των εργοστασιακών συμβουλίων του Βερολίνου έβγαλε ένα κάλεσμα για μια αντίστοιχη συνδιάσκεψη αντιπροσώπων από όλη τη χώρα. Αρχικά απεύθυναν αυτή την πρόταση στις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Όταν οι ηγεσίες την απέρριψαν αποφάσισαν να την υλοποιήσουν οι ίδιοι. Η συνδιάσκεψη που οργανώθηκε τελικά δεν αντιπροσώπευε ολόκληρη την εργατική τάξη, όπως είχαν ζητήσει από τα συνδικάτα. Όμως, δεν ήταν καθόλου ασήμαντο επίτευγμα: συμμετείχαν 846 αντιπρόσωποι, 657 από τους οποίους ανήκαν στο ΚΡD, 38 στο SΡD και 52 ήταν ανένταχτοι (κατά πάσα πιθανότητα πρώην μέλη του USΡ που έμειναν έξω από τα κόμματα όταν ενώθηκε με το ΚΡD). Ήταν μια σημαντική ένδειξη για το τι θα επακολουθούσε και δεν θα περνούσε και πολύς καιρός πριν η εκτελεστική επιτροπή που εκλέχτηκε στο συνέδριο, διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στο ξεκίνημα και το συντονισμό μεγάλων αγώνων της εργατικής τάξης.
Τα εργοστασιακά συμβούλια, υποστήριζαν οι κομμουνιστές, δεν θα έπρεπε να περιοριστούν αποκλειστικά στις οικονομικές διεκδικήσεις. Θα έπρεπε να αναλάβουν έστω σε εμβρυακό επίπεδο πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες. Πρότειναν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους και με τις ενώσεις νοικοκυρών από την εργατική τάξη για συγκροτήσουν «Επιτροπές Ελέγχου» οι οποίες θα καταπολεμούσαν τις αυξήσεις στις τιμές και την κερδοσκοπία.
Ουσιαστικά, οι Επιτροπές Ελέγχου επέκτειναν τη δύναμη των συμβουλίων από το εργοστάσιο στη γειτονιά, συνδέοντας στενά της οργανώσεις βάσης της εργατικής τάξης σε τοπικό επίπεδο, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο που μπορούσε να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και να οργανώσει άμεσα την αυτοάμυνα των εργατών απέναντι στην ακροδεξιά.
Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος ισχυρίστηκε ότι πολλές τέτοιες επιτροπές συγκροτήθηκαν αμέσως μετά τη δολοφονία του Ρατενάου με αποτέλεσμα «αιματηρές συγκρούσεις» με την «αστυνομία ή την Orgesch» στην «Ρηνανία, το Μαγδεμβούργο, την Εσση, τη Βάδη και το Πφαλτζ. Στο Ζβικάου οι εργάτες πήραν ουσιαστικά την εξουσία στα χέρια τους. Υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες»4.
Η πολιτική του «ενιαίου μετώπου» συνάντησε σκληρή κριτική στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα σημαντικό τμήμα των μελών του θεωρούσε οποιαδήποτε αναφορά σε πιθανή συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ως «ρεβιζιονισμό». Επίσης, η ηγεσία της Κομιντέρν έκανε πολλές φορές κριτική στις λεπτομέρειες της υλοποίησης αυτής της πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι η ηγεσία του γερμανικού κόμματος επέδειξε «υπερβολική υποχωρητικότητα» απέναντι στο SΡD (μετά τη συνδιάσκεψη των Τριών Διεθνών και την καμπάνια διαμαρτυρίας για την δολοφονία του Ρατενάου). Ωστόσο, δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι αυτή η πολιτική έχτισε ξανά το κόμμα στη διάρκεια του 1922, γλιτώνοντας το από την ολοκληρωτική συντριβή που το απειλούσε το 1921. Τα μέλη του αυξήθηκαν κατά 38.000. Με 220.000 μέλη συνολικά (26.710 γυναίκες) ήταν σαφέστατα το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα στο δυτικό κόσμο. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η επιρροή του κόμματος έφτανε πολύ παραπέρα από τις γραμμές του.
Η μια ένδειξη για αυτό ήταν οι ψήφοι που έπαιρνε το ΚΡD. Έστω κι αν σε καμιά περίπτωση δεν έφτανε την εκλογική επιρροή του παλιού USΡ του 1920, κατάφερε, για παράδειγμα, να πάρει 266.000 ψήφους στις εκλογές της Σαξονίας. Διέθετε 12.014 δημοτικούς συμβούλους, την πλειοψηφία σε 80 δημοτικά συμβούλια και αποτελούσε το μεγαλύτερο κόμμα σε ακόμα 70.
Οι τακτικές του ΚΡD ενίσχυσαν την παρουσία του και στα συνδικάτα. Οι κομμουνιστές πήραν τον έλεγχο των «ελεύθερων» (δηλαδή των σοσιαλδημοκρατικών) συνδικάτων των σιδηροδρομικών στο Βερολίνο και τη Λειψία, των συνδικάτων οικοδόμων στο Βερολίνο και το Ντίσελντορφ, του συνδικάτου των μεταλλεργατών στη Στουτγκάρδη. Στο συνέδριο της συνομοσπονδίας των «ελεύθερων» συνδικάτων τον Ιούνη του 1922, ένας συνδικαλιστής στους οχτώ ήταν κομμουνιστής και σε μερικές περιπτώσεις οι προτάσεις τους απέσπασαν την πλειοψηφία των συνέδρων, παρά το προσεκτικό «ξεκαθάρισμα» κομμουνιστών από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που είχε προηγηθεί.
Το ΚΡD είχε επίσης ισχυρή παρουσία και στα συνέδρια μιας σειράς ομοσπονδιών. Στο συνέδριο των σιδηροδρομικών είχε το 1/5 των αντιπροσώπων, στο συνέδριο της ομοσπονδίας μεταφορών το 1/10, στους εργάτες των δήμων το 1/8.
Τέλος, μια μικρή αλλά χρήσιμη ενίσχυση της δύναμης του κόμματος ήρθε από την απόκτηση του ελέγχου μερικών «διασπαστικών» συνδικάτων που είχε ιδρύσει η υπεραριστερά δυο-τρία χρόνια πριν. Το Συνδικάτο Χειρωνακτών και Διανοούμενων Εργατών με 80.000 μέλη στο Ρουρ και τη Σιλεσία και δυο συνδικάτα ναυτεργατών στη βορειοδυτική ακτή.
Παρόλα αυτά υπήρχαν και αδύνατα σημεία στη σχέση του κόμματος με όσους το στήριζαν - είτε στις κάλπες είτε στους αγώνες των συνδικάτων. Η μεγαλύτερη αδυναμία ήταν ο κομματικός τύπος. Το ΚΡD κυκλοφορούσε 38 ημερήσιες τοπικές εφημερίδες - αυτό το εξασφάλιζε η ρώσικη χρηματοδότηση5. Όμως, όλες μαζί πουλούσαν μόνο 388.000 φύλλα, δηλαδή λιγότερο από 1½ εφημερίδα ανά μέλος. Ίσως αυτό να οφειλόταν στο κόστος τους. Όμως, σίγουρα είχε να κάνει και με το περιεχόμενο τους: η κεντρική εφημερίδα του κόμματος, η Rote Fahne δεν έκανε και πολλές παραχωρήσεις στο μαζικό ακροατήριο: καθόλου φωτογραφίες, πολύ λίγα σκίτσα, που και που κάνα διήγημα σε συνέχειες, και συνήθως τις σελίδες της τις καταλάμβαναν τεράστια -και όχι τόσο καλογραμμένα άρθρα «γραμμής». Συχνά το στυλ γραψίματος έμοιαζε να δηλώνει ότι η εφημερίδα απευθυνόταν αποκλειστικά στα μέλη του κόμματος: ένα διάσημο πρωτοσέλιδο είχε τίτλο «Προς τα μέλη του κόμματος», σαν η σύνταξη της εφημερίδας να θεωρούσε ότι κανείς αριστερός σοσιαλδημοκράτης ή μη-μέλος του κόμματος δεν θα ενδιαφερόταν να τη διαβάσει.
Όμως, τέτοιες αδυναμίες δεν αναιρούν το γεγονός ότι το ΚΡD ήταν εκείνη τη στιγμή το πιο ισχυρό και με τη μεγαλύτερη επιρροή επαναστατικό κόμμα που έχει εμφανιστεί ποτέ σε μια προηγμένη βιομηχανική χώρα. Βέβαια ήταν μικρότερο σε μέγεθος σε σχέση με το κόμμα που είχε προκύψει μετά τη συγχώνευση με το USΡ, όμως ήταν οργανωμένο πολύ καλύτερα.
Το καυτό καλοκαίρι
Το έτος 1923 έχει καταγραφεί στην ιστορία σαν η χρονιά του νομισματικού χάους, του λιμού, τμημάτων ολόκληρων της κοινωνίας να φθάνουν στο χείλος της αβύσσου, ταραχών στους δρόμους.
Ωστόσο στους πρώτους δυο-τρεις μήνες εκείνης της χρονιάς η κοινωνική ζωή φαινόταν να προχωράει ειρηνικά και με τάξη. Η γαλλική κατοχή του Ρουρ είχε δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα πατριωτισμού και κοινωνικής ενότητας. Ποτέ στην μέχρι τότε ζωή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν βασίλευε τέτοια ταξική ειρήνη. Οι μόνες απεργίες που είχαν γίνει στη καρδιά του γερμανικού καπιταλισμού, στο Ρουρ, ήταν για υπεράσπιση των «βαρόνων» της βιομηχανίας. Το μέτωπο των αυξήσεων στους μισθούς που είχε αρχίσει να «θερμαίνεται» τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη του 1922 έμοιαζε σαν να μην υπάρχει πια, αφού οι εργοδότες είχαν διπλασιάσει τους μισθούς των ανθρακωρύχων. Επίσης, το χρήμα συνέχιζε να διατηρεί την αξία του στις καθημερινές συναλλαγές, παρόλο που οι τιμές των προϊόντων αυξάνονταν με ρυθμούς ανήκουστους σήμερα, για παράδειγμα 20% με 30% το μήνα. Όχι μόνο αυτό, αλλά τον Φλεβάρη και τον Μάρτη η κυβέρνηση κατόρθωσε να κρατήσει σταθερή την αξία του μάρκου.
Αυτή η φαινομενική τάξη κατέρρευσε στα μέσα του Απρίλη. Ο Στίνες κούνησε το μικρό του δαχτυλάκι κι η αξία του μάρκου έκανε μια θεαματική βουτιά. Την 1 Μάη, η ισοτιμία του με το δολάριο ήταν 1 προς 31.700, τη 1 Ιούλη κατρακύλησε στο 1 προς 160.400 και την 1 Αυγούστου στο 1 προς 1.103.000.
Στο Ρουρ άρχιζε να ραγίζει το «αρραγές μέτωπο» απέναντι στον «εισβολέα»: ασυνδικάλιστοι και μετανάστες (συνήθως Πολωνοί) εργάτες άρχισαν να υπακούουν τις εντολές των γαλλικών αρχών και οι βιομήχανοι άρχισαν τα παζάρια με τον «εχθρό».
Οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στις γερμανικές αρχές άρχισαν να ξεσπάνε καθώς ο πληθωρισμός άρχισε να πετσοκόβει άγρια την αξία των επιδομάτων σε όσους είχαν βρεθεί χωρίς δουλειά λόγω της «παθητικής αντίστασης». Η Rote Fahne κυκλοφόρησε στις 20 Απρίλη με πρωτοσέλιδο «Αιματοχυσία στο Ρουρ. Κι άλλοι νεκροί και 35 τραυματίες στο Μουλχάϊμ», όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ σε μια διαδήλωση «εκατοντάδων ανέργων» έξω από το δημαρχείο. Παρόμοιες διαδηλώσεις έγιναν στην Έσση, στο Ντούισμπεργκ και το Ντίσελντορφ.
Στην υπόλοιπη Γερμανία η ανεργία δεν είχε φτάσει στα επίπεδα του Ρουρ, όμως η κατάσταση των ανέργων ήταν πολύ χειρότερη. Υπολογιζόταν ότι στο Βερολίνο τα επιδόματα ανεργίας εξασφάλιζαν μόλις το 25% του επιπέδου επιβίωσης. Το αποτέλεσμα ήταν «ταραχές» με πρωταγωνιστές ανέργους στο Στετίνο, το Kέμνιτζ, τη Λειψία, το Πλάουεν (Plauen), το Τσιτάου (Zittau) και το Βερντάου (Werdau). Στη Δρέσδη, Επιτροπές Ελέγχου οι οποίες «είχαν συγκροτηθεί αυθόρμητα» άρχισαν να επιβάλλουν τη μείωση των τιμών6.
Οι Εκατονταρχίες
Η άνοδος της ακροδεξιάς προκάλεσε την κινητοποίηση των πιο μαχητικών κομματιών της εργατικής τάξης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ρίξει από καιρό το σύνθημα για σχηματισμό εργατικών ομάδων αυτοάμυνας, των «Προλεταριακών Εκατονταρχιών» [Proletarische Hundertschaften] όπως τις αποκαλούσε συχνά. Τώρα αυτές οι ομάδες άρχιζαν να απλώνονται, ιδιαίτερα στο Ρουρ - όπου οι Γάλλοι είχαν διώξει την αστυνομία ασφαλείας [κρατική ασφάλεια, στμ.] και στην Κεντρική Γερμανία, όπου οι τοπικές κυβερνήσεις που ελέγχονταν από τους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες ανέχονταν τη λειτουργία τους.
Τον Απρίλη η Εκτελεστική Επιτροπή που είχε εκλέξει η συνδιάσκεψη των εργοστασιακών συμβουλίων τον προηγούμενο Δεκέμβρη, κάλεσε σε «χτίσιμο προλεταριακών εκατονταρχιών ως οργανωμένης έκφρασης του ενωμένου αγώνα που διεξάγεται ήδη στα εργοστάσια». Οι κάρτες μέλους που έβγαλαν οι εκατονταρχίες της Λειψίας καθόριζαν τους σκοπούς τους: «Διαφωτισμός της εργατικής τάξης για τους κινδύνους του φασισμού. Περιφρούρηση των εργατικών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων»7.
Η ιδέα ήταν ότι την απόφαση για την συγκρότηση των Εκατονταρχιών θα την έπαιρναν κάθε φορά μαζικές συνελεύσεις στα εργοστάσια. Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος υποστήριζε ότι οι άνεργοι θα πρέπει να εντάσσονται στις ομάδες αυτοάμυνας των εργατών που είχαν δουλειά. «Όχι ξεχωριστές εκατονταρχίες για τους ανέργους... Όχι στο χτίσιμο κομματικών εκατονταρχιών»8. Μ’ αυτόν τον τρόπο το κίνημα των Εκατονταρχιών θα συνδεόταν στενά με το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων και το κίνημα των Επιτροπών Ελέγχου.
Είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε το κατά πόσο αυτά τα σχέδια εφαρμόστηκαν στην πράξη. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι Εκατονταρχίες ήταν δημιουργήματα των οργανώσεων του ΚΡD. Πάντως, τον Μάη και τον Ιούνη οι εργάτες στα μεγάλα εργοστάσια του Κέμνιτζ ψήφισαν όντως για τη συγκρότηση ένοπλων οργανώσεων. Επίσης, στη Λειψία τις Εκατονταρχίες τις διοικούσε μια επιτροπή στην οποία συμμετείχαν εφτά μέλη του SΡD, πέντε κομμουνιστές και τρεις ανένταχτοι. Η επιτροπή δήλωνε ότι έχει την υποστήριξη 96 εργοστασίων9. Τα 2/5 των μελών στις Εκατονταρχίες της Λειψίας ήταν κομμουνιστές, το 1/5 Σοσιαλδημοκράτες και οι υπόλοιποι ήταν μέλη των συνδικάτων χωρίς κομματική ένταξη10. Η Επιτροπή ισχυριζόταν επίσης ότι η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στις Εκατονταρχίες είχαν υπηρετήσει στη πρώτη γραμμή του μετώπου στη διάρκεια του πολέμου.
Η πρώτη καταγεγραμμένη δράση των Εκατονταρχιών σημειώθηκε στο Κέμνιτζ στις 9 Μάρτη όταν διέλυσαν μια φασιστική σύναξη. Την επόμενη βδομάδα συνολικά 4.000 μέλη των Εκατονταρχιών διαδήλωσαν στη Θουριγγία, ανάμεσα τους κι ένα απόσπασμα 100 γυναικών. Στις 18 Μάρτη μια κομμουνιστική διαδήλωση στη Χάλλε είχε επικεφαλής «εργατικό στρατιωτικό σώμα με κόκκινες σημαίες»11.
Οι διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς έδωσαν την ευκαιρία να παρουσιαστεί το νέο αυτό κίνημα μπροστά σε όλη την εργατική τάξη. Σε όλη τη χώρα, επικεφαλής των διαδηλώσεων τέθηκαν οι συγκροτημένοι σχηματισμοί των Εκατονταρχιών. Στο Βερολίνο, σύμφωνα με μια πηγή, 25.000 εργάτες των Εκατονταρχιών μπήκαν επικεφαλής μιας διαδήλωσης 500.00012. Την ίδια μέρα 100.000 διαδήλωσαν στην Έσση, 50.000 στη Χάλλε και στο Μόναχο έγινε μια κοινή διαδήλωση όλων των εργατικών οργανώσεων στην οποία συμμετείχαν 50.000 με 70.000 εργάτες, παρά τις απειλές των φασιστών ότι θα τη διαλύσουν.
Λίγες μέρες μετά ο υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας, ο Σέβερινγκ, έθεσε εκτός νόμου τις Εκατονταρχίες. Ένα μήνα πριν είχε υποστηρίξει ότι: «Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα το ΚΡΟ καλεί στη δημιουργία προλεταριακών δυνάμεων αυτοάμυνας - όχι μόνο για άμυνα απέναντι στους φασίστες και τις ακροδεξιές οργανώσεις, για να παρεμποδίσουν φασιστικές συγκεντρώσεις και να περιφρουρούν τις κομμουνιστικές, αλλά και ως τον προάγγελο ενός Κόκκινου Στρατού»13.
Όμως, η απαγόρευση δεν εμπόδισε την εξάπλωση των Εκατονταρχιών στο κατεχόμενο από τους Γάλλους Ρουρ και στη Σαξονία και τη Θουριγγία της Κεντρικής Γερμανίας. Στη 15 Μάη 10.000 εργάτες συγκρούστηκαν με την αστυνομία που προστάτευε τη συγκέντρωση 8.500 παραστρατιωτικών «Χαλυβδόκρανων». Οι Εκατονταρχίες έγιναν τόσο ισχυρές στη Σαξονία ώστε μπορούσαν να κάνουν μπλόκα στους δρόμους για να εμποδίσουν τις μετακινήσεις των φασιστών. Στο Ρουρ υπήρχε διχογνωμία στους κόλπους των αρχών για τη σημασία των Εκατονταρχιών. Η επίσημη εκτίμηση ήταν ότι Εκατονταρχίες ίσως να υπήρχαν στα εργοστάσια αλλά όχι στα ανθρακωρυχεία14.
Στην υπόλοιπη Γερμανία γίνονταν προσπάθειες να συνεχιστεί το χτίσιμο Εκατονταρχιών σε συνθήκες παρανομίας. Για παράδειγμα στα τέλη Ιούνη τα εργοστασιακά συμβούλια της Χάλλε ψήφισαν υπέρ της συγκρότησης «αμυντικών δυνάμεων», παρόλο που κάτι τέτοιο ήταν «παράνομο»15.
Από τη στιγμή που συγκροτούνταν οι Εκατονταρχίες δεν περιόριζαν τη δράση τους στη πάλη ενάντια στους φασίστες. Με τον πληθωρισμό να ανεβαίνει ήταν πολύ φυσιολογικό να τις χρησιμοποιούν οι Επιτροπές Ελέγχου για να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους ενάντια στην κερδοσκοπία. Εκατονταρχίες με ορμητήριο τα βιομηχανικά κέντρα της Κεντρικής Γερμανίας πήγαιναν στην ύπαιθρο για να ματαιώσουν εξώσεις εργατών γης από τα σπίτια τους. Όλο και συχνότερα εκτελούσαν χρέη απεργιακών φρουρών και έπαιζαν ρόλο στο άπλωμα των απεργιών.
[...]
Η Αντιφασιστική Μέρα
Η μια απόπειρα που έγινε για να αλλάξει η αμυντική στάση του κόμματος δεν προήλθε από τους λεγόμενους «αριστερούς» αλλά από τον Μπράντλερ, τον πρόεδρο του κόμματος. Στις 12 Ιούλη, η Rote Fahne δημοσίευε στο πρωτοσέλιδο της ένα σημαντικό άρθρο του με τίτλο «Προς το Κόμμα». Σ’ αυτό το άρθρο ο Μπράντλερ περιέγραφε μια κατάσταση όπου η κρίση οξυνόταν και όπου ο ένοπλος αγώνας δεν ήταν πολύ μακριά: «Η κυβέρνηση Κούνο είναι χρεοκοπημένη. Η εσωτερική και εξωτερική κρίση την έχουν φέρει στα πρόθυρα της καταστροφής».
Οι φασίστες δυναμώνουν, επεσήμανε ο Μπράντλερ. Οι επιθέσεις τους στην εργατική τάξη μπορούσαν να πάρουν διαφορετικές μορφές: «Δεν είναι απαραίτητο οι φασίστες να ξεκινήσουν την επίθεση τους με ένα πραξικόπημα όπως του Καπ. Η επίθεση μπορεί να ξεκινήσει με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στη Σαξονία και τη Θουριγγία ή με την ανακήρυξη μιας αποσχιστικής Δημοκρατίας στη Ρηνανία-Βεστφαλία. Μπορεί να έρθει μέσα από την επίθεση στους οικονομικούς αγώνες των εργατών».
Σε κάθε περίπτωση «βρισκόμαστε μπροστά σε σκληρούς αγώνες. Πρέπει να είμαστε απολύτως έτοιμοι για δράση».
Είναι αναγκαίο να τραβηχτούν σε αυτή τη μάχη σοσιαλδημοκράτες και ανένταχτοι εργάτες, έγραφε ο Μπράντλερ. «Το κόμμα μας πρέπει να αναπτύξει τη μαχητικότητα των οργανώσεων ώστε να μην αιφνιδιαστούν από την εξαπόλυση του εμφύλιου πολέμου... Η επίθεση των φασιστών μπορεί να συντριφτεί μόνο αν στη Λευκή Τρομοκρατία αντιτάξουμε την Κόκκινη Τρομοκρατία. Αν οι ένοπλοι φασίστες πυροβολήσουν εργάτες, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τους εκμηδενίσουμε. Αν στήσουν στο τοίχο έναν εργάτη στους έξι, εμείς πρέπει να εκτελέσουμε ένα φασίστα στους πέντε.
Στο πνεύμα του Καρλ Λήμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ! Στη μάχη!».
Στο ίδιο φύλλο της η Rote Fahne ανακοίνωνε ότι η 29 Ιούλη, σε δυο βδομάδες, θα ήταν Αντιφασιστική Μέρα διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Ήταν φανερό ότι εκείνη τη μέρα θα εξαπολύονταν η επίθεση στη δεξιά.
Το κάλεσμα του Μπράντλερ εκλήφθηκε ως σημάδι ότι οι κομμουνιστές εγκαταλείπουν την αμυντική στάση τους. Οι μεγάλες απεργίες είχαν αποδείξει την έκταση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Έμοιαζε ότι στις 29 Ιούλη το κόμμα θα προσπαθούσε να διοχετεύσει αυτή τη δυσαρέσκεια στην πάλη για τον έλεγχο των δρόμων. Οι αστικές εφημερίδες ισχυρίζονταν ότι αυτό το κάλεσμα δεν ήταν τίποτα λιγότερο από πρόσκληση για το ξέσπασμα ενός εμφυλίου πολέμου. Παρόλα αυτά, την έκκληση για την Αντιφασιστική Μέρα την υποστήριξαν τμήματα των σοσιαλδημοκρατών εργατών και ανένταχτοι συνδικαλιστές, που έβαλαν την υπογραφή τους στην έκκληση.
Το τι θα σήμαινε μια τέτοια ενωμένη δράση φάνηκε στις 23 Ιούλη στη Φρανκφούρτη. Μια κοινή διαδήλωση του ΚΡD με το SΡD κατέλαβε τους δρόμους της πόλης, έκλεισε τα μαγαζιά και υποχρέωσε μεσοαστούς περαστικούς να φωνάζουν συνθήματα όπως «Οι εκμεταλλευτές στη κρεμάλα» και «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς αίμα»16.
Το βέβαιο είναι ότι η κεντρική σοσιαλδημοκρατική ηγεσία είχε υποχρεωθεί να τηρεί αμυντική στάση, προσπάθησε να απαγορέψει στα μέλη της να ενταχθούν στις Προλεταριακές Εκατονταρχίες. Κατόπιν, οι σοσιαλδημοκράτες υπουργοί απαγόρεψαν τις διαδηλώσεις της Αντιφασιστικής Μέρας στα κρατίδια που έλεγχαν (εκτός από τη Θουριγγία, τη Σαξονία και το Βίρτενμπεργκ), μια κίνηση που έσπευσαν να αντιγράψουν οι υπόλοιπες κυβερνήσεις των κρατιδίων. Αν οι κομμουνιστές υλοποιούσαν την απόφαση για διαδηλώσεις, θα ήταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μιας αναμέτρησης με την αστυνομία ασφαλείας στις μεγάλες πόλεις, ίσως και με τον στρατό.
Οι απαγορεύσεις έφεραν στην επιφάνεια τις επιφυλάξεις που είχαν πολλοί στην κομμουνιστική ηγεσία για την πρωτοβουλία του Μπράντλερ στο φύλλο της Rote Fahne στις 12 Ιούλη. «Αυτό το κάλεσμα είχε ένα ιδιαίτερο αντίκτυπο στο κόμμα» είπε αργότερα ο Μπράντλερ. «Στις εργαζόμενες μάζες γέννησε ελπίδα, αλλά στις γραμμές των στελεχών του κομματικού μηχανισμού προκάλεσε σκέψεις όπως “Ό Μπράντλερ έχει παλαβώσει και θα οδηγήσει πάλι σε μια πραξικοπηματική απόπειρα”». Ο Μπράντλερ υποστηρίζει ότι αυτό το κλίμα «χαρακτήριζε ιδιαίτερα την οργάνωση του Βερολίνου», το κέντρο των «αριστερών»17.
Η ανακοίνωση των απαγορεύσεων προκάλεσε σύγχυση στη κομματική ηγεσία. Οι περισσότεροι τις είδαν σαν μια ευκαιρία απεμπλοκής από την «παλαβομάρα» του Μπράντλερ. Ο ίδιος επέμενε στην ανάγκη μιας επιθετικής τακτικής. Πρότεινε να αγνοηθούν οι απαγορεύσεις στα σημεία που ο συσχετισμός δυνάμεων επέτρεπε κάτι τέτοιο, όπου δηλαδή οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποιου είδους ένοπλης περιφρούρησης, ώστε να αποτραπεί μια επίθεση της αστυνομίας στις διαδηλώσεις. Αυτά τα σημεία θα μπορούσαν να ήταν η πρωσική επαρχία της Σαξονίας, το Ρουρ, η Ανω Σιλεσία και τα κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας. Μ’ αυτό τον τρόπο το κόμμα θα μπορούσε να δείξει ότι αμφισβητεί την εξουσία χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο εμπλοκής σε αιματηρές οδομαχίες με τη πλειοψηφία της εργατικής τάξης στο ρόλο του παθητικού παρατηρητή.
Ο Μπράντλερ διαπίστωσε, όμως, ότι με αυτές τις προτάσεις διαφωνούσε όχι μόνο η «πλειοψηφία» στην ηγεσία, αλλά και επί της ουσίας η «αριστερή» αντιπολίτευση. Το μόνο που ενδιέφερε τη Ρουθ Φίσερix ήταν να μην συμπεριληφθεί το Βερολίνο, το προπύργιο της, στο σχέδιο του Μπράντλερ. Όταν εκείνος τη ρώτησε αν η οργάνωση του Βερολίνου μπορεί να προστατεύσει ένοπλα τη διαδήλωση, τον αποκάλεσε «τυχοδιώκτη» και «φασίστα».
Μπροστά στις αντιρρήσεις και της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας ο Μπράντλερ δίστασε. Το 1921 είχε κάνει ένα λάθος εξαπολύοντας μια πρόωρη δράση και δεν σκόπευε να κάνει ένα παρόμοιο λάθος ξανά. Οπότε έκανε το ίδιο λάθος που έκανε και το 1921: στράφηκε σε ανθρώπους που δεν είχαν άμεση επαφή με την κατάσταση, ζητώντας τους να αποφασίσουν για ένα ζήτημα τακτικής. Ζήτησε, τηλεγραφικά, συμβουλές από τη Μόσχα.
Όμως, στη Μόσχα δεν υπήρχε κανένας για να τον συμβουλέψει. Ο Λένιν ήταν παράλυτος, στα πρόθυρα του θανάτου. Η υπόλοιπη ρώσικη ηγεσία, με μοναδική εξαίρεση τον Ράντεκ -που το 1921 τα είχε θαλασσώσει εξίσου με τον Μπράντλερ- είχαν πάει διακοπές για να συνέλθουν από μια πολύ έντονη κομματική συνδιάσκεψη. Την πρώτη φάρσα -ο Μπράντλερ να τηλεγραφεί στη Μόσχα- την ακολούθησε μια δεύτερη: ο Ράντεκ έστειλε τηλεγραφήματα στα πιο μακρινά σημεία της Ρωσίας για να ζητήσει τη προσωπική γνώμη ηγετών που δεν γνώριζαν, ούτε καν από δεύτερο χέρι, τη κατάσταση στη Γερμανία.
Ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν υποστήριξαν μια επιθετική στάση -όμως ο Ράντεκ ήξερε ότι το ίδιο είχαν υποστηρίξει, λανθασμένα, και το 1921. Ο Στάλιν (ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έκανε το κόπο να ζητήσει τη γνώμη του για διεθνές ζήτημα) ήταν της γνώμης ότι το γερμανικό κόμμα έπρεπε να δείξει αυτοσυγκράτηση. Όπως εξήγησε μερικές μέρες αργότερα: «Αν η εξουσία κατέρρεε αύριο και την άρπαζαν οι κομμουνιστές το όλο εγχείρημα θα κατέληγε σε ένα χάος»18. Μόνο ο Τρότσκι ήταν αρκετά τίμιος ώστε να ομολογήσει ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το ποια ήταν η πραγματική κατάσταση στη Γερμανία και άρα δεν ήταν σε θέση να εκφέρει γνώμη.
Ουσιαστικά, ο Ράντεκ έπρεπε να επιλέξει μόνος του ανάμεσα σε αυτές τις αντίθετες θέσεις. Φοβούμενος μια επανάληψη του λάθους του 1921, απάντησε στον Μπράντλερ με ένα τηλεγράφημα: «Το προεδρείο της Κομιντέρν συμβουλεύει ακύρωση των διαδηλώσεων»19.
Αντί των σχεδιαζόμενων διαδηλώσεων έγιναν συγκεντρώσεις εκτός από την Σαξονία, τη Θουριγγία και το Βίρτενμπεργκ, όπου δεν είχαν απαγορευτεί οι διαδηλώσεις. Οι συγκεντρώσεις ήταν μεγάλες: 200.000 στο Βερολίνο, 50.000 στο Κέμνιτζ, 30.000 στη Λειψία, 25.000 στη Γκότα, 20.000 στη Δρέσδη, 100.000 συνολικά στο Βίρτενμπεργκ. Όμως, ήταν μια αποκλιμάκωση. Δεν αντιπαρατέθηκαν με την κυβέρνηση και τους φασίστες εκτός από φραστικά. Επί της ουσίας το κόμμα εγκατέλειψε την επίθεση που είχε διακηρύξει ο Μπράντλερ με το άρθρο της 12 Ιούλη. Αντί να ωθήσει και να δώσει πολιτική κατεύθυνση στη μαχητικότητα της εργατικής τάξης που συσσωρευόταν από τα μέσα του Μάη, το κόμμα επέστρεψε στην αμυντική στάση που είχε κρατήσει κατά τη διάρκεια του 1922.
Στις σελίδες των κομμουνιστικών εφημερίδων το κάλεσμα «στα όπλα» αντικαταστάθηκε από τη συμβουλή του Ράντεκ: «Προς το παρόν είμαστε ακόμα αδύνατοι. Δεν είμαστε σε θέση να εμπλακούμε σε μια γενικευμένη μάχη». Τώρα ο ίδιος ο Μπράντλερ επέμενε, σε μια ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής στις 5-6 Αυγούστου, ότι το κόμμα έπρεπε να ετοιμαστεί για έναν «αμυντικό επαναστατικό αγώνα».
Κι όμως, η εγκατάλειψη της βραχύχρονης «επιθετικής στροφής» έγινε μόλις μερικές μέρες πριν η εργατική τάξη του Βερολίνου ξεκινήσει το πιο σημαντικό απεργιακό κύμα που είχε ξεσπάσει ως τότε.
Πηγή: Chris Harman, Η χαμένη επανάσταση. Γερμανία 1918 1923, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2008, σσ. 368-382, 385-389, 413-417.
Σημειώσεις
i Matthias Erzberger: πολιτικός, μέλος του καθολικού Γερμανικού Κόμματος του Κέντρου [Deutsche Zentrumspartei ή Zentrum], ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας που υπέγραψε την ανακωχή μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών της Αντάντ το 1918. Ήταν ο πρώτος υπουργός εξωτερικών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη συνέχεια υπουργός οικονομικών και αντικαγκελάριος. Έγινε ιδιαίτερα αντιπαθής για την οικονομική του πολιτική, ενώ η εξωτερική του πολιτική τον έκανε ένα από τους μόνιμους στόχους της ακροδεξιάς. Δολοφονήθηκε από την ακροδεξιά τον Αύγουστο του 1921.
Walther Rathenau: βιομήχανος και πολιτικός, μέλος του φιλελεύθερου DDP [Deutsche Demokratische Partei - Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα]. Υπήρξε υπουργός στις κυβερνήσεις της περιόδου 1920-1922. Η συμβιβαστική του πολιτική απέναντι στις χώρες της Αντάντ, αλλά κυρίως η γερμανοεβραϊκή του καταγωγή τον έκαναν στόχο μιας συστηματικής αντισημιτικής προπαγάνδας. Δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς στις 24 Ιουνίου 1922. [e la libertà]
ii Κατάληψη του Ρουρ (Ruhrbesetzung): Η Γαλλία και το Βέλγιο εισέβαλαν και κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ το 1922 ως απάντηση στην μη καταβολή από την πλευρά της Γερμανίας των πολεμικών αποζημιώσεων που όριζε η Συνθήκη των Βερσαλιών. Στην περιοχή βρισκόταν συγκεντρωμένα τα πιο δυναμικά τμήματα της γερμανικής βιομηχανίας και αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης και βιομηχανικής επεξεργασίας άνθρακα σε ολόκληρη την Ευρώπη. [e la libertà]
1 Carl Landauer, European Socialism: A History of Ideas and Movements, University of California Press, Μπέρκλεϋ 1959, σελ. 971.
iii Wilhelm Cuno: καγκελάριος του Γερμανικού Ράιχ από τον Νοέμβριο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923 (ο πρώτος καγκελάριος που δεν ανήκε σε κανένα κόμμα). Σχημάτισε κυβέρνηση την οποία αποτελούσαν ακομάτιστοι οικονομολόγοι αλλά και μέλη του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος (Deutsche Volkspartei - DVP), του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος (DDP), του καθολικού Κέντρου (Zentrum) και του Βαυαρικού Λαϊκού Κόμματος (Bayerische Volkspartei – BVP). Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Κούνο, η οικονομία της γερμανίας κατέρρευσε. Τελικά ο Κούνο και η κυβέρνησή του παραιτήθηκαν τον Αύγουστο του 1923, όταν, εν μέσω ενός απεργιακού κύματος, δεν κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης (καταψηφίστηκε από το SPD). [e la libertà]
iv Friedrich Ebert: από τους πιο δεξιούς ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919 - 1925). Ο ρόλος του στην καταστολή της επανάστασης του ’18-’19 υπήρξε καθοριστικός. [e la libertà]
v Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (Unabhängige Sozialdemokratische Partei Deutschlands - USPD) ιδρύθηκε το 1917 ύστερα από διάσπαση από το SPD αξαιτίας της υποστήριξης του πολέμου από το SPD. Στο USPD αρχικά εντάχθηκε και η Ομάδα του Σπάρτακου (Spartakusbund) της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ, η οποία όμως στη συνέχεια αποχώρησε για να ιδρύσει το 1918 το Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα (Kommunistische Partei Deutschlands - KPD). Το 1920 η πλειοψηφία των μελών του USPD ψήφισαν στο κομματικό συνέδριο της Χάλλε την αποδοχή της πρότασης ένταξης στην Κομιντέρν και συγχώνευσης με το KPD, οδηγώντας έτσι σε μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των μελών του Κομουνιστικού Κόμματος. [e la libertà]
vi Το πραξικόπημα του Καπ (Kapp-Putsch): απόπειρα πραξικοπήματος που έγινε στις 13 Μαρτίου 1920, από ένα τμήμα του στρατού (με την υποστήριξη της ακροδεξιάς), το οποίο επιχείρησε να ανατρέψει τον κυβερνητικό συνασπισμό στον οποίο κυριαρχούσε η Σοσιαλδημοκρατία και να επιβάλει ένα αυταρχικό καθεστώς με επικεφαλής τον Wolfgang Kapp, ηγετικό στέλεχος του ακροδεξιού Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος (Deutschnationale Volkspartei – DNVP). Η κυβέρνηση σχεδόν κατέρρευσε, αλλά η τεράστια κινητοποίηση της εργατικής τάξης και η γενική απεργία οδήγησαν στην αποτυχία του πραξικοπήματος. [e la libertà]
2 Τα στοιχεία από το Bericht der Verhandlung der III (8) Parteitag der VKPD (28 Ιανουαρίου – 1 Φεβρουαρίου 1923).
vii Η “δράση του Μάρτη” (“März Aktion” ή και “τρέλα του Μάρτη”) του 1921 χαρακτηρίστηκε στο πολιτικό λεξιλόγιο της Κομιντέρν η απόφαση του KPD να κηρύξει το ίδιο πανεθνική γενική απεργία, με την οποία, υποτίθεται, η εργατική τάξη θα περνούσε στην επίθεση. Όμως δεν κατάφερε να κινητοποιήσει παρά μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης, με αποτέλεσμα οι λίγες δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν βρέθηκαν αντιμέτωπες με την καταστολή. Ύστερα από αυτή την παταγώδη αποτυχία, η απογοήτευση που επικράτησε οδήγησε σε μια τεράστια συρρίκνωση των δυνάμεων του KPD και της επιρροής του μέσα στην εργατική τάξη, κατάσταση στην οποία παρέμεινε για περισσότερο από ένα χρόνο σχεδόν. [e la libertà]
viii Heinrich Brandler: ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του KPD αυτή την περίοδο. Αργότερα, το 1928 η σταλινική Κομιντέρν επέβαλε την διαγραφή του από το KPD, επειδή διαφώνησε με την πολιτική της “Τρίτης Περιόδου” (της υποτίμησης του φασιστικού κινδύνου). Μαζί με τον άλλο διαγραμμένο ηγέτη του KPD, τον Άουγκουστ Ταλχάιμερ, ίδρυσαν το Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (Αντιπολίτευση) [Kommunistische Partei-Opposition]. [e la libertà]
3 ό.π.
4 ό.π., σελ. 30.
5 Isaac Deutscher, The Prophet Unarmed, Νέα Υόρκη 1965.
6 Jean-Claude Favez, La Reich devant l’ occupation Frencais-Belge de la Ruhr en 1923, Droz librairie, Γενεύη 1969, σελ. 224.
7 Helmut Gast, «Die Proletarischen Hundertschaften als Organe der Einheitsfront im Jahre 1923», Zeitschrift für Geshichtwissenschaft, 1956, σελ. 442.
8 H. Gast, σελ. 445.
9 ό.π.
10 H. Gast, σελ. 452.
11 J.C. Favez, σελ. 90.
12 Rote Fahne, 2 Μαΐου 1923.
13 Βλ. H. Gast, σελ. 444 και Wilhelm Ersil, Aktionseinheit stürzt Cuno: Zur Geschichte des Massenkampfes gegen die Cuno-Regierung 1923 in Mitteldeutschland, Dietz, Βερολίνο 1961, σσ. 94-100.
14 J.C. Favez, σελ. 229.
15 W. Ersil, σελ. 17.
16 Rote Fahne, 24 Ιουλίου 1923. Σύγκρινε επίσης με Wermen Angress, Stillborn Revolution: The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Πρίντεστον 1963, σελ. 365.
17 Die Lehren, σελ. 31.
ix H Ruth Fischer ανήκε στην υπεραριστερή πτέρυγα του KPD, έχοντας διαμορφώσει μια σχηματική αντίληψη της επαναστατικής διαδικασίας (η “θεωρία της επίθεσης”), σύμφωνα με την οποία, κατήγγειλε ως συμβιβασμό κάθε ενιαιομετωπική απεύθυνση στην εργατική βάση των άλλων αριστερών κομμάτων. [e la libertà]
18 Edward H. Carr, History of Soviet Russia: The Interregnum, 1923-1924, Macmillan, Λονδίνο 1954, σελ. 187.
19 ό.π.