Κυριακή, 18 Ιουνίου 2017 11:22

Η Επανάσταση της Φινλανδίας (1917-1918) Κύριο

Γυναικείο τμήμα της Κόκκινης Φρουράς στο Vihti. Το συγκεκριμένο τμήμα αποτελούνταν από υπηρέτριες από τα τοπικά αρχοντικά.

Πρόλογος από e la libertà

Μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε το άρθρο του Eric Blanc για τη φινλανδική επανάσταση το 1917-1918. Πρόκειται για μια σχετικά άγνωστη πτυχή της Ρωσικής Επανάστασης (καθώς η Φινλανδία μέχρι τότε ανήκε στην τσαρική αυτοκρατορία) και το άρθρο του Eric Blanc προσφέρει αρκετά ιστορικά στοιχεία. Παράλληλα, ο συγγραφέας του άρθρου επιχειρεί να κάνει μια αποτίμηση αυτής της επαναστατικής εμπειρίας, εξάγοντας συμπεράσματα, για τα οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν αρκετές ενστάσεις και διαφωνίες. Οι σημαντικότερες από αυτές τις διαφωνίες αφορούν στον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι η φινλανδική επανάσταση δικαίωσε την πολιτική της φινλανδικής σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό και στο τέλος προσθέτουμε έναν επίλογο/σχολιασμό γύρω από τα πολιτικά ζητήματα τα οποία επιχειρεί να αναδείξει ο συγγραφέας, προσδίδοντάς μάλιστα σ’ αυτά (όπως μάλλον υπονοείται σε αρκετά σημεία του άρθρου του) μια διαχρονική αξία, η οποία θα μπορούσε να αφορά και το δικό μας ιστορικό παρόν.

Ο Eric Blanc είναι Αμερικάνος αγωνιστής και ιστορικός στο Όουκλαντ της Καλιφόρνιας, συγγραφέας του βιβλίου, Anti-Colonial Marxism: Oppression & Revolution in the Tsarist Borderlands. Κάποια άλλα άρθρα του υπάρχουν στο «Articles by Eric Blanc», Jacobin.

Eric Blanc

Η Επανάσταση της Φινλανδίας (1917-1918)

Τον περασμένο αιώνα, οι ιστορίες της επανάστασης του 1917 επικεντρώνονταν συνήθως στην Πετρούπολη και στους Ρώσους σοσιαλιστές. Αλλά η ρωσική αυτοκρατορία αποτελούνταν κυρίως από μη Ρώσους - και οι αναταραχές στην αυτοκρατορική περιφέρεια ήταν συχνά εξίσου εκρηκτικές όπως και στο κέντρο.

Η ανατροπή του Τσαρισμού, τον Φεβρουάριο του 1917, απελευθέρωσε ένα επαναστατικό κύμα που αμέσως κατέκλυσε όλη τη Ρωσία. Ίσως η πιο ιδιαίτερη από αυτές τις εξεγέρσεις ήταν η φινλανδική επανάσταση, την οποία ένας μελετητής χαρακτήρισε ως τον «πιο ξεκάθαρο ταξικό πόλεμο στην Ευρώπη κατά τον εικοστό αιώνα».

Η φινλανδική ιδιαιτερότητα

Οι Φιλανδοί δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο από τα έθνη που βρισκόταν υπό τσαρική κυριαρχία. Προσαρτημένη [στη Ρωσία] από τη Σουηδία το 1809, η Φινλανδία απολάμβανε κυβερνητική αυτονομία, πολιτική ελευθερία και τελικά το δικό της δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο. Αν και ο τσάρος προσπάθησε να περιορίσει αυτήν την αυτονομία, η πολιτική ζωή στο Ελσίνκι έμοιαζε πολύ περισσότερο με του Βερολίνου παρά με της Πετρούπολης.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι σοσιαλιστές σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορικής Ρωσίας αναγκάζονταν να οργανώνονται σε παράνομα κόμματα και καταδιώκονταν από τη μυστική αστυνομία, το φινλανδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP - Sosialidemokraattinen Puolue) λειτουργούσε ανοιχτά και νόμιμα. Όπως και η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, οι Φινλανδοί από το 1899 και μετά δημιούργησαν ένα μαζικό εργατικό κόμμα και έναν πυκνό σοσιαλιστικό πολιτισμό με σπίτια του λαού, γυναικείες ομάδες εργατριών, χορωδίες και αθλητικούς αγώνες.

Από πολιτική άποψη, το φινλανδικό εργατικό κίνημα ήταν αφοσιωμένο σε μια κοινοβουλευτική στρατηγική για την υπομονετική εκπαίδευση και οργάνωση των εργατών. Η πολιτική του ήταν αρχικά μετριοπαθής: οι συζητήσεις για την επανάσταση ήταν σπάνιες και η συνεργασία με τους φιλελεύθερους ήταν συνηθισμένη.

Αλλά το φινλανδικό SDP ήταν μοναδικό μεταξύ των μαζικών νόμιμων σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης, που έγινε περισσότερο μαχητικό κατά τη διάρκεια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν η Φινλανδία δεν ήταν μέρος της τσαρικής αυτοκρατορίας, είναι πιθανό ότι η Φινλανδική Σοσιαλδημοκρατία θα είχε μια εξέλιξη σε παρόμοια μετριοπαθή κατεύθυνση με τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, στα οποία οι ριζοσπάστες περιθωριοποιούνταν όλο και περισσότερο από την κοινοβουλευτική ολοκλήρωση και τη γραφειοκρατικοποίηση.

Αλλά η συμμετοχή της Φιλανδίας στην επανάσταση του 1905 έσπρωξε το κόμμα προς τα αριστερά. Κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας του Νοεμβρίου του 1905, ένας σοσιαλιστής ηγέτης έμεινε έκθαμβος από τη λαϊκή έκρηξη:

«Ζούμε μια θαυμάσια στιγμή... Οι λαοί που ήταν ταπεινοί και ικανοποιημένοι να σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς ξαφνικά αποτίναξαν το ζυγό τους. Άνθρωποι που μέχρι σήμερα τρώγανε φλοιούς πεύκων, ζητούν τώρα ψωμί.»

Μετά την επανάσταση του 1905, οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές βουλευτές, οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και κομματικοί αξιωματούχοι βρέθηκαν τώρα στη μειοψηφία μέσα στο SDP. Προσπαθώντας να εφαρμόσει τον προσανατολισμό που επεξεργάστηκε ο Γερμανός Μαρξιστής θεωρητικός Καρλ Κάουτσκι, από το 1906 το μεγαλύτερο μέρος του κόμματος συνδύασε τις νόμιμες τακτικές και τον κοινοβουλευτικό προσανατολισμό με μια δυναμική πολιτική ταξικής πάλης. «Το ταξικό μίσος πρέπει να χαιρετιστεί ως αρετή», διακήρυξε ένα δημοσίευμα κόμματος.

Μόνο ένα ανεξάρτητο εργατικό κίνημα, όπως ανακοίνωσε το SDP, θα μπορούσε να προωθήσει τα συμφέροντα των εργατών, να υπερασπιστεί και να επεκτείνει τη φινλανδική αυτονομία από τη Ρωσία και να κερδίσει πλήρη πολιτική δημοκρατία. Μια σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν το τελικό καθήκον της ημερήσιας διάταξης, αλλά μέχρι τότε το κόμμα θα έπρεπε να ενισχύσει προσεκτικά τη δύναμή του και να αποφύγει τυχόν πρόωρες συγκρούσεις με την άρχουσα τάξη.

Αυτή η στρατηγική της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας - με το μαχητικό της μήνυμα και τις αργές αλλά σταθερές μεθόδους - είχε θεαματική επιτυχία στη Φινλανδία. Μέχρι το 1907, πάνω από εκατό χιλιάδες εργάτες είχαν προσχωρήσει στο κόμμα, καθιστώντας το το μεγαλύτερο (σε αναλογία ανά κάτοικο) σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο. Και τον Ιούλιο του 1916 η φινλανδική Σοσιαλδημοκρατία έκανε ιστορία, καθώς έγινε το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα σε οποιαδήποτε χώρα που κέρδισε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Εξαιτίας όμως του «εκρωσισμού» που εφάρμοζε ο τσαρισμός τα τελευταία χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής εξουσίας στη Φινλανδία βρισκόταν στα χέρια της ρωσικής διοίκησης. Μόνο το 1917 το SDP αντιμετώπισε τις προκλήσεις της κατοχής της εξουσίας από μια σοσιαλιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε μια καπιταλιστική κοινωνία.

Οι πρώτοι μήνες

Τα νέα της εξέγερσης του Φεβρουαρίου στην κοντινή Πετρούπολη ήταν μια έκπληξη για τη Φινλανδία. Αλλά μόλις επιβεβαιώθηκαν οι φήμες, οι Ρώσοι στρατιώτες που στάθμευαν στο Ελσίνκι στασίασαν εναντίον των αξιωματικών τους, όπως περιγράφεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα:

«Το πρωί οι στρατιώτες και οι ναύτες διαδήλωναν με κόκκινα πανό στους δρόμους, κάποιοι βαδίζοντας και τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα, κάποιοι σε ξεχωριστά πλήθη, μοιράζοντας κόκκινες κορδέλες και κομμάτια υφάσματος. Περιπολίες ένοπλων ναυτών τριγυρίζουν παντού στην πόλη και αφοπλίζουν όλους τους αξιωματικούς, οι οποίοι, όταν προβάλουν την παραμικρή αντίσταση ή αρνούνται να πάρουν το κόκκινο σύμβολο, πυροβούλουνται και εγκαταλείπονται εκεί.»

Οι Ρώσοι διοικητικοί υπάλληλοι εκδιώχθηκαν, τα ρωσικά στρατεύματα που στάθμευαν στη Φινλανδία δήλωσαν την αφοσίωσή τους στο Σοβιέτ της Πετρούπολης και η φινλανδική αστυνομία καταστράφηκε από τα κάτω. Ο συντηρητικός συγγραφέας Henning Söderhjelm γράφοντας το 1918 σχετικά με την επανάσταση - μια ανεκτίμητη μαρτυρία για τις απόψεις της φινλανδικής ελίτ - θρηνούσε για την εξαφάνιση του κρατικού μονοπωλίου της βίας:

«Ήταν ρητή πολιτική του [Φινλανδικού SDP] να καταστραφεί εντελώς η αστυνομία. Η αστυνομική δύναμη, η οποία είχε ανατραπεί από τους Ρώσους στρατιώτες στις αρχές της επανάστασης, δεν ξαναδημιουργήθηκε. Ο λαός” δεν ένιωθε εμπιστοσύνη σε αυτό τον θεσμό και αντί του τοπικού σώματος για τη διατήρηση της τάξης δημιουργήθηκε μια “πολιτοφυλακή”, οι άντρες της οποίας ανήκαν στο Εργατικό Κόμμα.»

Με τι θα έπρεπε να αντικατασταθεί η παλιά τοπική ρωσική διοίκηση; Ορισμένοι ριζοσπάστες πίεζαν για μια κόκκινη κυβέρνηση, αλλά ήταν μειοψηφία. Όπως και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, η Φινλανδία τον Μάρτιο κυριαρχούνταν από την έκκληση για «εθνική ενότητα». Επιθυμώντας να κερδίσει ευρεία αυτονομία από τη νέα Ρώσικη Προσωρινή Κυβέρνηση, μια πτέρυγα μετριοπαθών ηγετών του SDP έσπασε από τη μακροχρόνια θέση του κόμματος και προσχώρησε σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλανδούς φιλελεύθερους. Διάφοροι ριζοσπάστες σοσιαλιστές απέρριψαν αυτή την κίνηση ως «προδοσία» και κατάφωρη παραβίαση των μαρξιστικών αρχών του SDP - άλλοι βασικοί ηγέτες, ωστόσο, αποδέχτηκαν την είσοδο στην κυβέρνηση προκειμένου να αποφευχθεί η διάσπαση στο κόμμα.

Ο πολιτικός μήνα του μέλιτος της Φινλανδίας ήταν βραχύβιος. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού έπεσε γρήγορα στα διασταυρούμενα πυρά της ταξικής πάλης, καθώς ξέσπασε μια πρωτοφανής μαχητικότητα στους χώρους εργασίας, στους δρόμους και στις αγροτικές περιοχές της Φινλανδίας. Μερικοί Φινλανδοί σοσιαλιστές εστίασαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση των ένοπλων εργατικών στρατιωτικών ομάδων. Άλλοι υποστήριζαν τις απεργίες, τον μαχητικό συνδικαλισμό και τον ακτιβισμό της βάσης. Ο Söderhjelm περιέγραψε αυτή τη δυναμική:

«Το προλεταριάτο δεν εκλιπαρούσε πλέον και δεν προσευχόταν, αλλά διεκδικούσε και απαιτούσε. Ποτέ, νομίζω, ο εργάτης, και κυρίως ο εξαγριωμένος, δεν αισθάνθηκε τόσο γεμάτος δύναμη όπως το 1917 στη Φινλανδία.»

Η ελίτ της Φινλανδίας έλπιζε αρχικά ότι η είσοδος των μετριοπαθών σοσιαλιστών στην κυβέρνηση συνασπισμού θα υποχρέωνε το SDP να εγκαταλείψει τη γραμμή της ταξικής πάλης. Ο Söderhjelm θρηνούσε για την αποτυχία αυτών των προσδοκιών:

«Η καθαρή κυριαρχία των μαζών αναπτύχθηκε με απροσδόκητη ταχύτητα... Πρώτα απ’ όλα, [ευθύνονταν γι’ αυτό] οι τακτικές του Εργατικού Κόμματος... Ακόμη και αν το Εργατικό Κόμμα διατηρούσε μια κάποια αξιοπρέπεια στην πιο επίσημη συμπεριφορά του, συνέχιζε να ακολουθεί μια πολιτική αναταραχής ενάντια στην αστική τάξη με αμείωτο ζήλο.»

Ενώ οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές στη νέα κυβέρνηση, όπως και οι σύμμαχοι τους ηγέτες των συνδικάτων, προσπάθησαν να εμποδίσουν τη λαϊκή εξέγερση, η άκρα αριστερά του κόμματος ζητούσε σταθερά τη ρήξη με την αστική τάξη. Ταλαντευόμενοι ανάμεσα σε αυτούς τους σοσιαλιστικούς πόλους ήταν ένα άμορφο κεντρώο ρεύμα που έδωσε περιορισμένη υποστήριξη στη νέα κυβέρνηση. Και παρόλο που οι περισσότεροι ηγέτες του SDP συνέχισαν γενικά να δίνουν προτεραιότητα στην κοινοβουλευτική σκηνή, η πλειοψηφία υποστήριξε - ή τουλάχιστον πήγε μαζί με - το κύμα από τα κάτω.

Μπροστά στο απροσδόκητο αναπτυσσόμενο κύμα αντίστασης, η μπουρζουαζία της Φινλανδίας έγινε ακόμα πιο επιθετική και ασυμβίβαστη. Ο ιστορικός Maurice Carrez1 σημειώνει ότι η φινλανδική ανώτερη τάξη δεν αποδέχτηκε ποτέ να «μοιραστεί την εξουσία με ένα πολιτικό σχηματισμό τον οποίο έβλεπε ως την ενσάρκωση του διαβόλου».

Ταξική πόλωση

Η κατάρρευση της φινλανδικής κυβέρνησης συνασπισμού άρχισε το καλοκαίρι. Μέχρι τον Αύγουστο, το σύστημα τροφοδοσίας της αυτοκρατορίας είχε καταρρεύσει και το φάντασμα του λιμού απειλούσε του Φινλανδούς εργάτες. Οι ταραχές για τα τρόφιμα ξέσπασαν στις αρχές του μήνα και η οργάνωση του SDP στο Ελσίνκι κατήγγειλε την άρνηση της κυβέρνησης να πάρει αποφασιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. «Οι πεινασμένες εργατικές μάζες έχασαν σύντομα την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση συνασπισμού», σημειώνει ο Ότο Κούουσινεν2, ο βασικός αριστερός θεωρητικός του SDP, ο οποίος το επόμενο έτος ίδρυσε το φινλανδικό κομμουνιστικό κίνημα.

Η σοσιαλιστική αδιαλλαξία στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση κλιμάκωσε περαιτέρω την ταξική πόλωση. Οι φινλανδοί σοσιαλιστές πολέμησαν σκληρά για να σταματήσουν τη συνεχιζόμενη παρέμβαση της ρωσικής κυβέρνησης στην εσωτερική ζωή του έθνους τους. Με τη νίκη της ανεξαρτησίας έλπιζαν να χρησιμοποιήσουν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία - και τον έλεγχό τους στις εργατικές ομάδες - για να προωθήσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Ένας σοσιαλιστής ηγέτης υποστήριζε τον Ιούλιο ότι,

«μέχρι τώρα είμασταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουμε σε δύο μέτωπα - εναντίον της δικής μας μπουρζουαζίας και εναντίον της ρωσικής κυβέρνησης. Εάν θέλουμε να είναι επιτυχής ο ταξικός μας πόλεμος, εάν θέλουμε να συγκεντρώσουμε όλη μας τη δύναμη σε ένα μέτωπο, εναντίον της δικής μας μπουρζουαζίας, χρειαζόμαστε ανεξαρτησία, για την οποία η Φινλανδία είναι ήδη ώριμη».

Οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι της Φινλανδίας, για τους δικούς τους λόγους, ήθελαν επίσης να ενισχύσουν τη φινλανδική αυτονομία. Αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να στραφούν σε επαναστατικές μεθόδους για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο - ούτε υποστήριζαν γενικά την προσπάθεια του SDP για πλήρη ανεξαρτησία.

Η σύγκρουση τελικά ήρθε τον Ιούλιο. Στο φινλανδικό κοινοβούλιο η σοσιαλιστική πλειοψηφία πρότεινε το νομοσχέδιο βάλταλακι (Νόμος Εξουσίας), με το οποίο ανακηρύσσονταν μονομερώς η πλήρης φινλανδική κυριαρχία. Το βάλταλακι εγκρίθηκε στις 18 Ιουλίου. Ωστόσο, η ρωσική προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Κέρενσκι, απέρριψε αμέσως την εγκυρότητα του βαλταλάκι και απείλησε να καταλάβει τη Φινλανδία αν η απόφασή της δεν γινόταν σεβαστή.

Όταν οι Φινλανδοί σοσιαλιστές αρνήθηκαν να υποχωρήσουν ή να παραιτηθούν από το βάλταλακι, οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της Φινλανδίας άρπαξαν την ευκαιρία. Ελπίζοντας να απομονώσουν το SDP και να θέσουν τέρμα στην κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, υποστήριξαν κυνικά και νομιμοποίησαν την απόφαση του Κερένσκι να διαλύσει το δημοκρατικά εκλεγμένο φινλανδικό κοινοβούλιο. Ορίστηκαν νέες εκλογές για το κοινοβούλιο, στις οποίες οι μη σοσιαλιστές κέρδισαν την πλειοψηφία.

Η διάλυση του κοινοβουλίου της Φινλανδίας σηματοδότησε μια αποφασιστική καμπή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, διατηρούνταν σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των εργατών και των εκπροσώπων τους η ελπίδα ότι το κοινοβούλιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την κοινωνική χειραφέτηση. Ο Κούουσινεν εξήγησε ότι:

«Η μπουρζουαζία μας δεν είχε στρατό και ούτε μια αστυνομική δύναμη στην οποία να μπορούσε να υπολογίζει... για τον λόγο αυτόν φάνηκε λογικό να παραμείνουμε στην πεπατημένη οδό της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, στην οποία, όπως φαινόταν, η Σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να δρέπει τη μια νίκη μετά την άλλη.»

Ωστόσο, έγινε αντιληπτό σε έναν αυξανόμενο αριθμό εργατών και ηγετών του κόμματος ότι η χρησιμότητα του Κοινοβουλίου είχε ξεπεραστεί.

Οι σοσιαλιστές κατήγγειλαν το αντιδημοκρατικό πραξικόπημα και κατηγόρησαν την αστική τάξη για συνεννόηση με το ρωσικό κράτος ενάντια στα εθνικά δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς της Φινλανδίας. Σύμφωνα με το SDP, οι νέες κοινοβουλευτικές εκλογές ήταν παράνομες και είχαν κερδηθεί με εκτεταμένη εκλογική νοθεία. Στα μέσα Αυγούστου το κόμμα διέταξε όλα τα μέλη του να παραιτηθούν από την κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό, οι φινλανδοί σοσιαλιστές όλο και περισσότερο συμμαχούσαν με τους Μπολσεβίκους, το μόνο ρωσικό κόμμα που υποστήριξε την προσπάθειά τους για ανεξαρτησία. Όλες οι πλευρές είχαν ρίξει κάτω το γάντι και η μέχρι τώρα ειρηνική Φινλανδία όδευε με ταχύτητα προς μια επαναστατική έκρηξη.

Ο αγώνας για την εξουσία

Μέχρι τον Οκτώβριο, η κρίση σε ολόκληρη τη Ρωσική αυτοκρατορία κορυφώθηκε. Οι Φινλανδοί εργάτες στην πόλη και στην ύπαιθρο απαιτούσαν οργισμένα από τους ηγέτες τους να καταλάβουν την εξουσία. Οι βίαιες συγκρούσεις άρχισαν να ξεσπούν στη Φινλανδία. Ωστόσο, πολλοί στην ηγεσία του SDP συνέχισαν να πιστεύουν ότι η στιγμή της επανάστασης θα μπορούσε να αναβληθεί, έως ότου η εργατική τάξη να είναι καλύτερα οργανωμένη και οπλισμένη. Άλλοι φοβούνταν να εγκαταλείψουν την κοινοβουλευτική σκηνή. Σύμφωνα με τα λόγια του σοσιαλιστή ηγέτη Κούλερβο Μάνερ3 στα τέλη Οκτωβρίου:

«Δεν μπορούμε να αποφεύγουμε την επανάσταση για πολύ καιρό... Η πίστη στην αξία της ειρηνικής δραστηριότητας έχει χαθεί και η εργατική τάξη αρχίζει να εμπιστεύεται μόνο τη δική της δύναμη... Αν κάνουμε λάθος για το γρήγορο πλησίασμα της επανάστασης, θα ήμουν ευχαριστημένος.»
Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1917, φάνηκε ότι η Φινλανδία θα ήταν η επόμενη χώρα που θα είχε σειρά. Έχοντας στερηθεί τη στρατιωτική υποστήριξη της Προσωρινής Κυβέρνησης της Ρωσίας, η ελίτ της Φινλανδίας απομονώθηκε επικίνδυνα. Οι Ρώσοι στρατιώτες - απ’ τους οποίους δεκάδες χιλιάδες στάθμευαν στη Φινλανδία - υποστήριζαν γενικά τους Μπολσεβίκους και το αίτημά τους για ειρήνη. «Το νικηφόρο κύμα του μπολσεβικισμού θα ρίξει νερό στο μύλο των σοσιαλιστών μας, και πιθανόν θα είναι σε θέση να αρχίσει να δουλεύει», παρατηρούσε ένας Φιλανδός φιλελεύθερος.

Η βάση του SDP και οι μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη ζητούσαν από τους Φινλανδούς σοσιαλιστές ηγέτες να πάρουν αμέσως την εξουσία. Αλλά η ηγεσία του κόμματος κωλυσιεργούσε. Κανένας δεν γνώριζε αν η Μπολσεβίκικη κυβέρνηση θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από μερικές ημέρες. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές ήταν προσκολλημένοι στην ελπίδα ότι θα βρεθεί μια ειρηνική κοινοβουλευτική λύση. Ορισμένοι ριζοσπάστες υποστήριζαν ότι η κατάληψη της εξουσίας ήταν όχι μόνο δυνατή αλλά και επείγουσα ανάγκη. Οι περισσότεροι ηγέτες ταλαντεύονταν μεταξύ αυτών των δύο επιλογών.

Ο Κούουσινεν υπενθύμισε την αναποφασιστικότητα του κόμματος σε αυτή την κρίσιμη στιγμή:

«Εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, “ενωμένοι στη βάση του ταξικού πολέμου, στραφήκαμε πρώτα στην μία πλευρά και στη συνέχεια στην άλλη, κλίνοντας πρώτα με όλες τις δυνάμεις προς την επανάσταση, αλλά μόνο για να στραφούμε και πάλι προς την άλλη πλευρά

Χωρίς να καταλήξει σε συμφωνία για ένοπλη εξέγερση, το κόμμα κάλεσε γενική απεργία στις 14 Νοεμβρίου για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στην αστική τάξη, για τις επείγουσες οικονομικές ανάγκες των εργατών και για τη φινλανδική κυριαρχία. Η απάντηση από τα κάτω ήταν συντριπτική - στην πραγματικότητα προχώρησε πολύ πιο πέρα από το σχετικά επιφυλακτικό κάλεσμα για απεργία.

Η Φινλανδία νέκρωσε. Σε διάφορες πόλεις, οι τοπικές οργανώσεις του SDP και οι Κόκκινοι Φρουροί κατέλαβαν την εξουσία, κατέλαβαν τα στρατηγικά κτίρια και συνέλαβαν τους αστούς πολιτικούς.

Φάνηκε ότι αυτό το μοτίβο εξέγερσης θα επαναλαμβανόταν σύντομα στο Ελσίνκι. Στις 16 Νοεμβρίου το Συμβούλιο της Γενικής Απεργίας στην πρωτεύουσα ψήφισε να καταλάβει την εξουσία. Αλλά όταν οι μετριοπαθείς συνδικαλιστές και οι σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν την απόφαση και παραιτήθηκαν από το σώμα, το Συμβούλιο υποχώρησε την ίδια ημέρα. Αποφάσισε ότι «από τη στιγμή που μια τόσο μεγάλη μειοψηφία διαφώνησε, το Συμβούλιο δεν μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση να ξεκινήσει την κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες, αλλά θα συνεχίσει να ενεργεί για να αυξήσει την πίεση στην αστική τάξη». Η απεργία αμέσως μετά σταμάτησε.

Ο φινλανδός ιστορικός Hannu Soikkanen τόνισε ότι η απεργία του Νοεμβρίου ήταν μια μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή για να καταλάβουν την εξουσία οι εργατικές οργανώσεις. Η πίεση από τα κάτω ήταν τεράστια και η θέληση για μάχη στο υψηλότερο επίπεδο... Η γενική απεργία ωστόσο, έπεισε ολόκληρη σχεδόν την μπουρζουαζία, για τον έντονο κίνδυνο των σοσιαλιστών. Εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα του χρόνου μέχρι το ξέσπασμα του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου για να οργανωθούν κάτω από μια ισχυρή ηγεσία.»

Τονίζοντας την διστακτικότητα του SDP να στραφεί στη μαζική δράση, ο Anthony Upton υποστήριξε ότι «οι Φινλανδοί επαναστάτες ήταν σε γενικές γραμμές οι πιο άθλιοι επαναστάτες στην ιστορία.» Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να ευσταθεί αν η ιστορία μας τελείωνε τον Νοέμβριο - αλλά τα επόμενα γεγονότα έδειξαν ότι η επαναστατική καρδιά της Σοσιαλδημοκρατίας της Φινλανδίας επικράτησε τελικά.

Μετά τη γενική απεργία, οι απογοητευμένοι εργάτες όλο και περισσότερο προσπαθούσαν να εξοπλιστούν και στράφηκαν στην άμεση δράση. Η μπουρζουαζία προετοιτμαζόταν κι αυτή για τον εμφύλιο πόλεμο ιδρύοντας την πολιτοφυλακή της «Λευκής Φρουράς» και με τη στρατιωτική υποστήριξη της γερμανικής κυβέρνησης.

Παρά την ραγδαία κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πολλοί σοσιαλιστές ηγέτες συνέχισαν να διεξάγουν άκαρπες κοινοβουλευτικές διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, αυτή τη φορά, η αριστερή πτέρυγα του SDP ύψωσε το ανάστημά της και δήλωσε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση στην επαναστατική δράση θα οδηγούσε μόνο στην καταστροφή. Μέσα από μια μακρά σειρά εσωτερικών συγκρούσεων τον Δεκέμβριο και στις αρχές Ιανουαρίου, οι ριζοσπάστες τελικά κέρδισαν.

Τον Ιανουάριο τα επαναστατικά λόγια του SDP μεταφράστηκαν τελικά σε πράξεις. Για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της εξέγερσης, οι ηγέτες του κόμματος το βράδυ της 26ης Ιανουαρίου τοποθέτησαν ένα κόκκινο φανάρι στον πύργο του Εργατικού Κέντρου στο Ελσίνκι. Τις επόμενες μέρες, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι εργατικές οργανώσεις με τις οποίες συνδέονταν κατέλαβαν μάλλον εύκολα την εξουσία σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Φινλανδίας - ο αγροτικός βορράς, αντίθετα, παρέμεινε στα χέρια της ανώτερης τάξης.

Οι επαναστάτες της Φινλανδίας εξέδωσαν μια ιστορική διακήρυξη ανακοινώνοντας ότι η επανάσταση ήταν απαραίτητη αφού η φινλανδική αστική τάξη, μαζί με τον ξένο ιμπεριαλισμό, είχε οδηγήσει σε ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα εναντίον των κατακτήσεων των εργατών και της δημοκρατίας:

«Η επαναστατική εξουσία στη Φινλανδία από σήμερα ανήκει στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της... Η προλεταριακή επανάσταση είναι ευγενής και αυστηρή... αυστηρή για τους θρασείς εχθρούς του λαού, αλλά έτοιμη να δώσει τη βοήθειά της στους καταπιεσμένους και σ’ αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο

Αν και η νεοσύστατη Κόκκινη Κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να χαράξει μια σχετικά επιφυλακτική πολιτική πορεία, η Φινλανδία σύντομα βυθίστηκε σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η καθυστέρηση στην κατάληψη της εξουσίας είχε κοστίσει πάρα πολύ στη φινλανδική εργατική τάξη, καθώς από τον Ιανουάριο τα περισσότερα ρωσικά στρατεύματα είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Η αστική τάξη επωφελήθηκε από τους τρεις μήνες που ακολούθησαν μετά την απεργία του Νοεμβρίου για να συγκεντρώσει τα στρατεύματά της στη Φινλανδία και τη Γερμανία. Τελικά, πάνω από είκοσι επτά χιλιάδες Φινλανδοί Κόκκινοι έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο4. Και μετά τη συντριβή της Φινλανδικής Σοσιαλιστικής Εργατικής Δημοκρατίας από τη δεξιά τον Απρίλιο του 1918, άλλες ογδόντα χιλιάδες εργάτες και σοσιαλιστές στοιβάχτηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν η φινλανδική επανάσταση θα μπορούσε να θριαμβεεύσει αν είχε αρχίσει νωρίτερα και υιοθετούσε μια πιο επιθετική πολιτική και μια στρατιωτική προσέγγιση. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο τελικός αποφασιστικός παράγοντας ήταν η γερμανική ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1918. Ο Κούουσινεν διατύπωσε έναν παρόμοιο απολογισμό:

«Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εισάκουσε τους θρήνους των αστών μας και είχε την ετοιμότητα να καταπιεί τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία, η οποία, κατόπιν αιτήματος των Φινλανδών σοσιαλδημοκρατών, παραχωρήθηκε στη Φινλανδία από τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας. Το εθνικό αίσθημα της μπουρζουαζίας δεν θίχτηκε στο ελάχιστο από αυτή την άποψη και ο ζυγός ενός ξένου ιμπεριαλισμού δεν τους προκάλεσε κανένα τρόμο όταν φάνηκε ότι η “πατρίδα” τους λίγο έλειψε να γίνει η πατρίδα των εργατών. Ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν ολόκληρο τον λαό στον μεγάλο Γερμανό ληστή, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους την ανέντιμη θέση των δουλεμπόρων

Τα διδάγματα

Τι μας διδάσκει λοιπόν η φινλανδική επανάσταση; Προφανέστερα, δείχνει ότι η επανάσταση των εργατών δεν ήταν μόνο ένα φαινόμενο της κεντρικής Ρωσίας. Ακόμη και σε μια ειρηνική κοινοβουλευτική Φινλανδία, οι εργάτες πείθονταν όλο και περισσότερο ότι μόνο μια σοσιαλιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να προσφέρει μια διέξοδο από την κοινωνική κρίση και την εθνική καταπίεση.

Ούτε οι Μπολσεβίκοι ήταν το μοναδικό κόμμα στην αυτοκρατορία ικανό να οδηγήσει τους εργάτες στην εξουσία. Με πολλούς τρόπους η εμπειρία του Φινλανδικού SDP επιβεβαιώνει την παραδοσιακή άποψη της επανάστασης που υιοθετούσε ο Καρλ Κάουτσκι: μέσω της υπομονετικής ταξικής οργάνωσης και διαπαιδαγώγησης, οι σοσιαλιστές κέρδισαν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, κάνοντας τη δεξιά να διαλύσει τον θεσμό, πράγμα το οποίο στη συνέχεια πυροδότησε μια σοσιαλιστή επανάσταση.

Η προτίμηση του κόμματος για μια αμυντική κοινοβουλευτική στρατηγική δεν το εμπόδισε τελικά να ανατρέψει την καπιταλιστική κυριαρχία και να προχωρήσει προς τον σοσιαλισμό. Αντίθετα, η γραφειοκρατική γερμανική Σοσιαλδημοκρατία - η οποία είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό τη στρατηγική του Κάουτσκυ - υποστήριζε ενεργά την καπιταλιστική κυριαρχία το 1918-19 και συνέτριψε βίαια τις προσπάθειες για την ανατροπή της.

Ωστόσο, η Φινλανδία έδειξε όχι μόνο τα πλεονεκτήματα αλλά και τους πιθανούς περιορισμούς της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας: την διστακτικότητα να εγκαταλείψει την κοινοβουλευτική αρένα. Την υποτίμηση της μαζικής δράσης· και την τάση να υποκλίνεται στους μετριοπαθείς σοσιαλιστές για χάρη της ενότητας του κόμματος.

Μετάφραση: e la libertà

Το άρθρο στα αγγλικά: Eric Blanc, «Finland’s Revolution», Jacobin, 15 Μαΐου 2017 και στα γαλλικά: «La révolution finlandaise de 1917», A l’encontre, 15 Μαΐου 2017 και Contretemps, 11 Ιουνίου 2017.

Επίλογος από e la libertà

Παρόλο που η επανάσταση του 1917 υπήρξε το σημαντικότερο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία των επαναστατικών κινημάτων, οι βασικές της πτυχές σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και διερεύνησης μέσα στην αριστερά. Πολύ περισσότερο άγνωστα παραμένουν μια σειρά γεγονότων τα οποία σχετίζονται άμεσα με την επανάσταση του ‘17 κι ένα απ’ αυτά είναι σίγουρα η φινλανδική επανάσταση. Το άρθρο του Eric Blanc που μεταφράζουμε, χωρίς φυσικά να καλύπτει αυτό το κενό, προσφέρει εντούτοις χρήσιμες πληροφορίες και ένα γενικό ιστορικό σχεδιάγραμμα της φινλανδικής επανάστασης του 1917-1918, η οποία υπήρξε ταυτόχρονα μέρος της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε στην τσαρική Ρωσία τον Φεβρουάριο του 1917, αλλά και ένας ιδιαίτερος ιστορικός επαναστατικός πειραματισμός. Ο Eric Blanc προσπαθεί να αναδείξει ακριβώς αυτές τις ιδιαιτερότητες της φινλανδικής επανάστασης, οι οποίες από ορισμένες απόψεις την διαφοροποιούν από τη ρώσικη επανάσταση και την καθιστούν μια ιστορική εμπειρία πιο κοντά στις κινηματικές εμπειρίες σε χώρες με αναπτυγμένες δημοκρατικές, κοινοβουλευτικές συνθήκες. Τα «διδάγματα» λοιπόν της φινλανδικής επανάστασης και κυρίως τα ζητήματα που θέτει η μελέτη της, μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των συνθηκών που μπορούν να προκύψουν με την όξυνση της ταξικής πάλης στις δυτικές κοινωνίες του αναπτυγμένου κοινοβουλευτισμού.

Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι ο Eric Blanc αν και επιχειρεί να αναδείξει αυτά τα ζητήματα, τα προσεγγίζει μάλλον σχηματικά, όπως άλλωστε σχηματικά είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Κι αυτό επειδή η βασική μεθοδολογία με την οποία ο Eric Blanc προσπαθεί να κατανοήσει τη φινλανδική επανάσταση διαμορφώνεται μέσα από το πρίσμα των αναλύσεων του Καρλ Κάουτσκι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και το ζήτημα της εξουσίας.

Εν ολίγοις, ο Eric Blanc θεωρεί ότι το φινλανδικό SDP κινήθηκε μάλλον υποδειγματικά (κάνοντας λάθη δευτερεύουσας σημασίας) απέναντι στα ζητήματα που ετέθησαν από τη σφοδρή σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη της Φινλανδίας το 1917. Φαίνεται να δέχεται ότι η τελική συντριβή της φινλανδικής επανάστασης δεν ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής του SDP, αλλά της συντριπτικής υπεροπλίας που απέκτησε η αστική τάξη μετά την στρατιωτική ενίσχυση που δέχτηκε από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Είναι σημαντικό λοιπόν να γίνουν κάποιες επισημάνσεις.

Η Φινλανδία υπήρξε η πρώτη χώρα στον κόσμο στην οποία η σοσιαλδημοκρατία κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το 1916 - και μάλιστα μια σοσιαλδημοκρατία πολύ πιο ριζοσπαστική (όπως επισημαίνει ο Eric Blanc) από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της υπόλοιπης Ευρώπης. Θα πρέπει όμως να πάρουμε υπόψη μας την εξής ιδιαιτερότητα: η Φινλανδία ήταν μια αυτόνομη περιοχή που ανήκε στην Ρωσική Αυτοκρατορία, με πολλά δικαιώματα αυτονομίας βέβαια, αλλά και με βασικούς τομείς και μηχανισμούς της υπό τον άμεσο έλεγχο του ρωσικού κράτους. Έτσι, από πολλές απόψεις, η εκλογική νίκη του SDP έμοιαζε περισσότερο με την εκλογική νίκη μιας αριστερής δημοτικής παράταξης σε κάποια περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Το φινλανδικό κοινοβούλιο δεν διέθετε στην πραγματικότητα καμιά ουσιαστική εξουσία, ενώ οι δυνάμεις καταστολής (στρατός), η εξωτερική πολιτική και η οικονομική πολιτική βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο του τσαρικού κράτους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο ταξικός κίνδυνος που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει η εκλογική νίκη του SDP στα μάτια της φινλανδικής αστικής τάξης ήταν εξαιρετικά μειωμένος και υπό έλεγχο. Αυτό εξηγεί το γιατί η αστική τάξη της Φινλανδίας ανέχτηκε την ύπαρξη ενός κοινοβουλίου με σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία.

Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και μ’ αυτούς τους περιορισμούς, η εκλογική νίκη του SDP αποδείχτηκε ένας κρίσιμος παράγοντας για την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Όπως υπονοεί ο Eric Blanc, το κέρδισμα της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος από τη ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να αποδειχτεί μια ουσιαστική πολιτική τακτική προκειμένου να αυξηθεί η αυτοπεποίθηση και η ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών και ως εκ τούτου και η ετοιμότητά τους να περάσουν στην αντεπίθεση μόλις η αστική τάξη επιχειρήσει να ανατρέψει τις κοινοβουλευτικές κατακτήσεις των λαϊκών μαζών. Αυτό θα μπορούσε να είναι η γενική μορφή που θα πάρει η επαναστατική διαδικασία σε μια αστική δημοκρατική χώρα. Και οπωσδήποτε κάπως έτσι ήταν στην Φινλανδία.

Όμως εδώ υπάρχει ένας κρίσιμος συντελεστής αυτών των διαδικασιών που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας: το κόμμα στο οποίο εμπιστεύτηκαν τα λαϊκά στρώματα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το SDP στην περίπτωση της Φινλανδίας.

Το SDP έχοντας, σωστά, αναδείξει ως ένα από τα κεντρικά του καθήκοντα την πάλη για την ανεξαρτησία της Φινλανδίας, έκανε το λάθος, το οποίο έχει επαναληφθεί σε πολλές δεκάδες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, να θεωρήσει ότι επειδή το αίτημα της ανεξαρτησίας ήταν σημαντικό και για τους ταξικούς του εχθρούς μέσα στον φινλανδικό κοινωνικό σχηματισμό -την αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα- θα μπορούσε να υπάρξει μια μορφή συμμαχίας μεταξύ όλων αυτών, στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας. Το SDP φαίνεται μάλιστα να πίστευε ότι αυτή η συμμαχία, η οποία πήρε τη μορφή της κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ του SDP και των πολιτικών εκπροσώπων της φινλανδικής αστικής τάξης, ήταν το αποτέλεσμα πιέσεων που άσκησε η σοσιαλδημοκρατία πάνω στην αστική τάξη, χρησιμοποιώντας ως εκβιασμό τις λαϊκές μάζες οι οποίες στήριζαν το SDP.

Όμως για την αστική τάξη αυτή η συμμαχία είχε ως προϋπόθεση την ικανότητα του SDP να μην αφήσει τις λαϊκές μάζες να ξεφύγουν πέραν των ορίων μιας αστικής πολιτικής. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τη ζωή των λαϊκών μαζών θα έπρεπε να αναβληθούν.

Το πιο εντυπωσιακό εδώ είναι η πλήρης ανικανότητα να κατανοηθεί το γεγονός ότι και για τις δυο αντιμαχόμενες ταξικές δυνάμεις, το ζήτημα της ανεξαρτησίας ήταν σημαντικό μόνο ως προϋπόθεση για την επίτευξη των ταξικών τους διεκδικήσεων. Καμιά από τις τάξεις της Φινλανδίας δεν ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της στον βωμό της εθνικής ανεξαρτησίας – ή τουλάχιστον δεν ήταν διατεθειμένη να το κάνει η αστική τάξη, η οποία φυσικά διέθετε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο ταξικής συνείδησης από τις λαϊκές μάζες, τις οποίες η πολιτική του SDP κρατούσε σε κατάσταση πολιτικής σύγχυσης. Βέβαια το ίδιο το SDP βρισκόταν σε κατάσταση πολύ μεγαλύτερης σύγχυσης.

Η δεξιά του πτέρυγα συνέχισε να πιστεύει ότι θα εξακολουθούσε να διαπραγματεύεται με την αστική τάξη, επισείοντας την απειλή της λαϊκής κινητοποίησης για να την εξαναγκάσει να κάνει κάποιες πενιχρές παραχωρήσεις. Όμως μετά την επανάσταση του Φλεβάρη και κυρίως μετά την επανάσταση του Οκτώβρη, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την φινλανδική αστική τάξη ήταν οι λαϊκές μάζες. Η αστική τάξη είχε αντιληφθεί με οξυδέρκεια ότι οι καταπιεσμένες τάξεις είχαν αποκτήσει τέτοια αυτοπεποίθηση, που μπορούσαν πολύ εύκολα να υπερβούν τα όρια που προσπαθούσε να θέσει στη δράση τους το SDP. Όπως άλλωστε και έγινε.

Η αριστερή πτέρυγα του SDP κατανοούσε εν μέρει αυτά τα ζητήματα, αλλά συνέχιζε να ακολουθεί τους ηγέτες του κόμματος. Φυσικά φοβόταν ότι μια διάσπαση θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη σοσιαλιστική παράταξη κι αυτή την αδυναμία να την εκμεταλλευτεί ο ταξικός εχθρός κτλ. Όμως στην πραγματικότητα η δεξιά του SDP ήταν μια μικρή μειοψηφία μέσα σ’ αυτές τις επαναστατικές συνθήκες. Και επιπλέον, η αριστερά του SDP, ως πλειοψηφία πια μέσα στην κοινωνία και στις οργανώσεις του κόμματος, υποχώρησε σε όλους τους εκβιασμούς της δεξιάς μειοψηφίας ότι θα αποχωρήσει από το κόμμα.

Ο πραγματικός φόβος της αριστεράς του SDP προέκυπτε από την υποτίμηση των λαϊκών τάξεων που κινητοποιούνταν. Έβλεπαν στην ενότητα του SDP την εξασφάλιση μιας κοινωνικής συνεργασίας των επαναστατημένων εργατικών μαζών με τα πιο συντηρητικά κοινωνικά στρώματα, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι κατά τη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας τα στρώματα αυτά δεν εκπροσωπούνταν από τη δεξιά πτέρυγα του SDP, αλλά από τα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης. Όμως αυτά τα μαχητικά και αγωνιστικά τμήματα των καταπιεσμένων δεν είχαν τη δικιά τους πολιτική εκπροσώπηση, γιατί η αριστερά του SDP αρνήθηκε να παίξει αυτό το ρόλο.

Έτσι τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής πόλωσης στην περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο του Eric Blanc θα μπορούσαν σε γενικές γραμμές να περιγραφούν ως εξής: οι πολιτικές πρωτοβουλίες και δράσεις των από κάτω δεν έβρισκαν την πολιτική τους έκφραση σε ένα ενιαίο κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό. Αντίθετα, σε κάθε περίπτωση η αστική τάξη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, καθορίζοντας έτσι την πολιτική της δεξιάς πτέρυγας του SDP, η οποία με τη σειρά της καθόριζε την πολιτική της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.

Όταν λοιπόν, τον Ιανουάριο του 1918, η αριστερή πτέρυγα αποφάσισε να κινηθεί, χωρίς όμως και πάλι να σπάσει από τη δεξιά της πτέρυγα, η αστική τάξη ήταν πλήρως προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει μια μάχη που δόθηκε με τους χειρότερους όρους για την εργατική τάξη και, κυρίως, από την πλευρά της ηγεσίας της δόθηκε με αναποφασιστικότητα και χωρίς ένα σαφή προσανατολισμό.

Στην πραγματικότητα, ο στόχος της αριστερής πτέρυγας του SDP που ηγήθηκε της αποτυχημένης εξέγερσης του 1918 ήταν να εξαναγκάσει την αστική τάξη να αποδεχτεί μια δίκαιη κατανομή της εξουσίας εντός του αστικού κοινοβουλίου και του αστικού κρατικού μηχανισμού. Η ανατροπή του κοινοβουλευτικού θεσμού, η αντικατάστασή του με αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς εργατικής και λαϊκής εξουσίας, οι οποίοι θα εφάρμοζαν σκληρά μέτρα εκτάκτου ανάγκης εναντίον της αστικής τάξης και των πολιτικών της οργανώσεων, αφαιρώντας τους το δικαίωμα να συγκροτήσουν ελεύθερα αστικούς οργανισμούς με τους οποίους θα εξαπέλυαν τον εμφύλιο πόλεμο – όλοι αυτοί οι πολιτικοί μετασχηματισμοί οι οποίοι είναι απαραίτητοι προκειμένου να υλοποιηθούν οι διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού για τη χειραφέτηση των υποτελών τάξεων, δεν υπήρχαν στους στόχους της ηγεσίας του φινλανδικού επαναστατικού κινήματος.

Μια βαθιά ριζωμένη θεωρητική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας εμπόδιζε την αριστερά του SDP να κατανοήσει την ιδιαίτερη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών. Για να το πούμε σχηματικά, θεωρούσε ότι το κοινοβούλιο αποτελούσε το ανώτερο όριο στη σύγκρουση των αντίπαλων ταξικών δυνάμεων, το οποίο κανένας δεν είχε συμφέρον να το παραβιάσει. Η μια ή η άλλη ταξική δύναμη μπορούσε να παραβιάσει ή να εκβιάσει τις διαδικασίες ελέγχου του κοινοβουλίου αλλά όχι τον ίδιο τον θεσμό. Έτσι η αριστερά του SDP προσπάθησε να αναγκάσει την αστική τάξη να αποδεχτεί τον πραγματικό εκλογικό συσχετισμό δύναμης, ο οποίος ήταν υπέρ του SDP, αλλά είχε καταστρατηγηθεί από τη συμμαχία των αστικών πολιτικών κομμάτων (με αποτέλεσμα, το SDP αν και είχε αυξήσει τις ψήφους του στις εκλογές του 1917, έχασε σε έδρες στο κοινοβούλιο).

Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε παρεκβατικά, ότι αυτή η αφοσίωση στην «κοινοβουλευτική νομιμότητα» της σοσιαλδημοκρατίας, δεν πήγαζε από μια υπερευαισθησία της απέναντι στην δημοκρατία, το πλαίσιο και τη βάση δηλαδή εντός και πάνω στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί αποτελεσματικά η δυνατότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών να κάνουν πολιτική και να κυβερνάνε. Ήταν μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Ο φόβος της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι σε μια ανεξέλεγκτη και απείθαρχη κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, με τις δικές τους αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με τις οποίες ξεπερνούσαν τα οργανωτικά και πολιτικά σχέδια της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας, αυξάνοντας την ταξική πόλωση, την ωθούσαν να προσβλέπει προς το κοινοβούλιο ως εκείνο το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορούσε να περιοριστούν η αυτενέργεια και οι πρωτοβουλίες των από κάτω. Και είχαν την ψευδαίσθηση, ότι και οι ανώτερες τάξεις θα μπορούσαν να συμμεριστούν αυτή τη λογική.

Όμως η φινλανδική αστική τάξη είχε τη δικιά της οπτική. Προφανώς προτιμούσε το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα, ως την πιο σύγχρονη μορφή οργάνωσης της πολιτικής της κυριαρχίας και μπορούσε να ανεχτεί ακόμα και μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας, με την προϋπόθεση όμως, ότι η δυνατότητες της σοσιαλδημοκρατίας θα περιορίζονταν από ένα σύνολο θεσμών και μηχανισμών (ένας εκ των οποίων ήταν και τα ρωσικά στρατεύματα κατοχής). Και επίσης, μπορούσε να ανεχτεί μια σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ή ακόμα και έναν κυβερνητικό συνασπισμό με τη συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας, με την προϋπόθεση ότι το SDP θα λειτουργούσε ως μηχανισμός εκτόνωσης της αναπτυσσόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Για όλες τις πτέρυγες του SDP η κυβέρνηση συνασπισμού θεωρήθηκε ως μεγάλο βήμα προς μια ομαλή διαδικασία με την οποία η σοσιαλδημοκρατία θα κατακτούσε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα άρχιζε να εφαρμόζει το πρόγραμμά της με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς. Οι συγκρούσεις μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς του SDP αφορούσαν σ’ αυτούς τους ρυθμούς και όχι στη διαδικασία κατάληψης της εξουσίας.

Η αστική τάξη όμως δεν μπορούσε να δεχτεί παθητικά τις «νόμιμες» (κοινοβουλευτικές) προσπάθειες του SDP να καταλάβει την εξουσία δια μέσω του κοινοβουλίου. Διέθετε μάλιστα τους μηχανισμούς που μπορούσε να το αποτρέψει και, σε ένα πρώτο στάδιο, να απαλλαγεί από τη σοσιαλδημοκρατία χωρίς να απαλλαγεί από το κοινοβουλευτικό σύστημα.

Όμως οι λαϊκές μάζες βρισκόταν ήδη σε κατάσταση εξέγερσης, η οποία τροφοδοτούνταν ταυτόχρονα και από την αύξηση της αυτοπεποίθησής τους (λόγω της εκλογικής νίκης του «κόμματός τους»), αλλά και από την επανάσταση που σάρωσε ολόκληρη την αυτοκρατορία τον Φλεβάρη του ‘17. Οι εξεγερμένες λαϊκές μάζες, για τις οποίες το ζήτημα της εξουσίας είχε πρωτίστως μια καθαρά πρακτική σημασία (πώς θα αποτρέψουν τον λιμό, πώς θα οργανώσουν την παραγωγή για να μην καταρρεύσει, πώς θα σταματήσει ο πόλεμος κτλ), δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι η πολιτική της κυβέρνησης που ήθελε η πλειοψηφία εξαρτιόταν από τα κοινοβουλευτικά τεχνάσματα που διέθετε στο οπλοστάσιό της η αστική τάξη για να ελέγχει το κοινοβουλευτικό σύστημα κι από τη δράση των παραστρατιωτικών οργανώσεών της.

Έτσι όμως, οι εξεγερμένες λαϊκές μάζες πήγαιναν πέρα από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της σοσιαλδημοκρατίας για «ειρηνική» κατάληψη της εξουσίας, χωρίς όμως πολιτικά να αποδεσμεύονται απ’ αυτήν. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι οι λαϊκές μάζες απαιτούσαν από το SDP να καταλάβει την εξουσία, παρά και αντίθετα με τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς. Το SDP προσπαθούσε να μετατρέψει την πίεση που ασκούσαν πάνω του οι λαϊκές μάζες για να υπερβεί την κοινοβουλευτική νομιμότητα, σε πίεση προς την αστική τάξη να σεβαστεί την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Η αστική τάξη όμως κατανοούσε ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες έντονης ταξικής πόλωσης και λαϊκής εξέγερσης, οποιαδήποτε πολιτική υποχώρηση απέναντι στο SDP δεν θα λειτουργούσε εκτονωτικά, αλλά θα αύξανε τις απαιτήσεις των λαϊκών μαζών για ουσιαστικές οικονομικές και πολιτικές παραχωρήσεις, τις οποίες δεν μπορούσε να κάνει, χωρίς να αμφισβητηθεί σοβαρά η ταξική της κυριαρχία.

Από αυτό το αδιέξοδο η αστική τάξη μπορούσε να βγει μόνο εξαπολύοντας η ίδια εμφύλιο πόλεμο εναντίον της εξέγερσης, παράπλευρες απώλειες του οποίου ήταν η σοσιαλδημοκρατία (ως το κόμμα που προσπαθούσε να προωθήσει στην εξουσία η εξέγερση) και το κοινοβουλευτικό σύστημα (ως το πεδίο εντός του οποίου προσπαθούσε να παζαρέψει η σοσιαλδημοκρατία την κατανομή της πολιτικής εξουσίας).

Για να μπορέσουν οι λαϊκές μάζες να αποτρέψουν το εμφύλιο της αστικής τάξης θα έπρεπε να καταλάβουν την εξουσία, παρά και ενάντια στα κοινοβουλευτικά εμπόδια. Όμως για όλες τις πτέρυγες του SDP η κατάληψη της εξουσίας δεν μπορούσε να γίνει νοητή ως αποτέλεσμα εξωκοινοβουλευτικών και αντικοινοβουλευτικών δράσεων των λαϊκών μαζών. Ακόμα και σε συνθήκες εξέγερσης, η αριστερά του SDP έβλεπε τη δράση των λαϊκών μαζών σαν το πεδίο πάνω στο οποίο μπορούσε να στηριχτεί η σοσιαλδημοκρατική πολιτική, η οποία όμως ασκούνταν σε ένα άλλο, «ανώτερο» επίπεδο, αυτό του κοινοβουλίου και των πιέσεων προς τα αστικά κόμματα.

Αυτή η υποτίμηση των λαϊκών μαζών και ο φόβος απέναντι στην αυτενέργειά τους πήγαζε οργανικά από τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη την οποία εξέφρασε με τον πιο πλήρη τρόπο ο Κάουτσκι και ακολούθησε πιστά μάλλον η αριστερή πτέρυγα του φινλανδικού SDP. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη η επανάσταση θεωρούνταν σε γενικές γραμμές ως ένα λίγο πολύ φυσικό φαινόμενο (αποτέλεσμα κοινωνικών νομοτελειών), το οποίο (θα) εκδηλωνόταν και (θα) εξελίσσονταν χωρίς καμιά πολιτική και οργανωτική παρέμβαση του σοσιαλιστικού κόμματος. Οι αριστεροί του SDP, συνεπείς μαθητές της θεωρίας του Κάουτσκι, αντιμετώπισαν ακριβώς έτσι τη φινλανδική επανάσταση, αδιαφορώντας για την επεξεργασία μιας πολιτικής που θα προωθούσε την επαναστατική διαδικασία και θα βοηθούσε στην οργάνωση των επαναστατημένων μαζών για την κατάληψη της εξουσίας.

Ως εκ τούτου, τελικά, ο υπόρρητος ισχυρισμός του Eric Blanc, ότι το φινλανδικό SDP συνιστά μάλλον το καταλληλότερο υπόδειγμα επαναστατικής πολιτικής δράσης σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είναι μάλλον λανθασμένος. Κατά πρώτο λόγο επειδή όπως είδαμε, η πολιτική του SDP οδήγησε τελικά στη συντριβή, όχι μόνο της σοσιαλιστικής προοπτικής, αλλά και του κοινοβουλευτισμού. Θα λέγαμε λοιπόν ότι πρώτα και κύρια το SDP έχασε στο δικό του γήπεδο: του κοινοβουλευτισμού ως εγγύησης για την ομαλή και ειρηνική πορεία προς τον σοσιαλισμό. Η επιμονή του όμως στην κοινοβουλευτική νομιμότητα, ενάντια επί της ουσίας στη λαϊκή εξέγερση, άνοιξε το δρόμο για την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού από τους στρατηγούς της αστικής τάξης.

Είναι επίσης λανθασμένος και για έναν άλλο λόγο. Η επίσης υπόρρητη αντιπαραβολή της φινλανδικής εμπειρίας στην εμπειρία της ρώσικης επανάστασης, συνεπάγεται την απόρριψη (για τις συνθήκες της δύσης) ενός συγκεκριμένου τύπου πολιτικής οργάνωσης με συγκεκριμένες σχέσεις με την εργατική τάξη, δηλαδή την απόρριψη αυτού που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ως μπολσεβίκικο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Όμως από την εξέταση της φινλανδικής επαναστατικής εμπειρίας προκύπτει τελικά ένα συμπέρασμα εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο καταλήγει ο Eric Blanc: ο κρίσιμος παράγοντας ο οποίος καθόρισε το τελικό αποτέλεσμα (την ήττα της επανάστασης), ήταν η ανυπαρξία μιας επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης, εντός της οποίας τα πιο μαχητικά και αγωνιστικά τμήματα της εργατικής τάξης θα επεξεργάζονταν και θα διαμόρφωναν μια επαναστατική πολιτική στην οποία το σύνολο των επαναστατημένων λαϊκών μαζών θα μπορούσε να αναγνωρίσει έναν σαφή πολιτικό προσανατολισμό της δράσης του: την κατάληψη της εξουσίας από τις μαζικές και αυτοοργανωμένες δομές του επαναστατικού κινήματος.

Η αριστερά του SDP θα μπορούσε ίσως να επιχειρήσει να συγκροτήσει μια τέτοια πολιτική οργάνωση, αλλά με απαραίτητη προϋπόθεση, να έχει διαχωριστεί εγκαίρως από την συντηρητική πολιτική του SDP (της συνεργασίας με την φιλελεύθερη αστική τάξη για τη σωτηρία του κοινοβουλευτισμού ή για την ανεξαρτησία της χώρας) και να έχει στραφεί με αποφασιστικό τρόπο προς μια επαναστατική στρατηγική, με την οποία θα μπορούσε να κατανοήσει ότι η επανάσταση είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβει η εργατική τάξη την εξουσία, ακόμα και στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, αυτό που δικαιώθηκε, δυστυχώς αρνητικά, στη φινλανδική επανάσταση ήταν η άποψη του Λένιν, ότι τα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης θα πρέπει να έχουν τη δική τους, ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση για να μπορούν να καθοδηγήσουν το σύνολο των επαναστατημένων μαζών στην κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλισμού.

Για τη φινλανδική επανάσταση μπορείτε να διαβάσετε μια σύντομη αλλά σχετικά πλήρη περιγραφή στο: Victor Serge, Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017, σσ. 285-298. Πληροφορίες επίσης (για την περίοδο πριν το Οκτώβρη του ‘17) στο: Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Η Οκτωβριανή Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984, σσ. 338-340. Στοιχεία για την πρώτη περίοδο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση: Ε. Χ. Καρ, Ιστορία της Σοβιετικής ένωσης, 1917-1923, τ. 1ος, Υποδομή, Αθήνα 1977, σσ. 382-385.

Σημειώσεις

1 Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας ενός δίτομου έργου για την εξέλιξη προς τον κομουνισμό, του Κούουσινεν του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη και αργότερα μέλους του ΠΓ του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, Otto Kuusinen (1881-1964) La fabrique d'un révolutionnaire. Réflexion sur l'engagement d'un dirigeant social-démocrate finlandais à la Belle-Époque. (Σημείωση στη γαλλική μετάφραση)

2 [Σ.τ.Μ.:] Ο Ότο Κούουσινεν (1881-1964) ήταν στέλεχος του φινλανδικού SDP και βουλευτής μέχρι το 1917. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της αριστερής πτέρυγας του SDP και διατέλεσε Επίτροπος Παιδείας στη βραχύβια Φινλανδική Σοσιαλιστική Εργατική Δημοκρατία. Από τα ιδρυτικά στελέχη του Κομουνιστικού Κόμματος Φιλανδίας που ιδρύθηκε στην ΕΣΣΔ το 1918 και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του. Ήταν επίσης ένας από τους ελάχιστους Φινλανδούς κομουνιστές στην ΕΣΣΔ που δεν βρέθηκε στο στόχαστρο των αιματηρών σταλινικών εκκαθαρίσεων. Αντίθετα ο Κούουσινεν εξελίχθηκε σε κορυφαίο ηγέτη της σταλινοποιημένης Κομιντέρν και σε βασικό εκφραστή της καταστροφικής πολιτικής τού «σοσιαλφασισμού» και της επιβολής της στα άλλα κομουνιστικά κόμματα. Μετά την νίκη των ναζί -εξαιτίας ακριβώς αυτής της πολιτικής που εμπόδισε τα ΚΚ να παλέψουν ενάντια στον φασισμό- ο Κούουσινεν απομακρύνθηκε από την ηγεσία της Κομιντέρν και ανέλαβε επικεφαλής των σοβιετικών στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών. Η πιο κορυφαία και ντροπιαστική στιγμή της πολιτικής του καριέρας ήταν όταν αποδέχτηκε να αναλάβει το ρόλο του κουίσλινγκ του Στάλιν (κυβέρνηση Τεριόκι) κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής και κατοχής στην Φινλανδία το 1939. Τα επόμενα χρόνια ο Κούουσινεν συνέχισε να υπηρετεί με την ίδια συνέπεια οποιαδήποτε πολιτική της εξουσίας της ΕΣΣΔ, του Στάλιν αρχικά και στη συνέχεια του Κρουτσόφ. Πέθανε σε βαθύ γήρας το 1964, αντίθετα από τους περισσότερους συντρόφους του, τού φινλανδικού Κομουνιστικού Κόμματος οι οποίοι είχαν εξοντωθεί δεκαετίες πριν, στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τη βοήθεια του ίδιου του Κούουσινεν.

Ο αριθμός των Φινλανδών κομουνιστών που εξοντώθηκαν στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων, μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στις 30.000. Δηλαδή περίπου ο ίδιος ή και μεγαλύτερος από τον αριθμό των κομουνιστών και σοσιαλιστών εργατών που δολοφονήθηκαν στη Φινλανδία κατά τη διάρκεια και μετά τη συντριβή της φινλανδικής επανάστασης του 1917-1918.

Μεταξύ των θυμάτων ήταν και η γυναίκα του Κούουσινεν, η Άινο Σαρόλα Κούουσινεν, η οποία συνελήφθη το 1938 και στάλθηκε στα γκούλαγκ. Κατάφερε να επιζήσει και απελευθερώθηκε ύστερα από 16 χρόνια, το 1955.

3 [Σ.τ.Μ.:] Ο Kullervo Manner (1880-1939) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της φινλανδικής σοσιαλδημοκρατίας, βουλευτής μέχρι το 1917 και πρόεδρος του SDP το 1917-1918. Κατά τη διάρκεια της φινλανδικής επανάστασης ο Κούλερβο Μάνερ ήταν ο αρχηγός της Κόκκινης Φρουράς και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της επαναστατικής κυβέρνησης. Μετά τη συντριβή της φινλανδικής επανάστασης αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση, όπου υπήρξε ένας από τους ιδρυτές και τους σημαντικότερους ηγέτες του Φινλανδικού Κομουνιστικού Κόμματος. Εργάστηκε επίσης για αρκετό χρονικό διάστημα στην Κομιντέρν. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 όμως αυτός και η σύζυγός του Hanna Malm ήταν από τα πρώτα θύματα του σταλινικού μηχανισμού μαζικής εξόντωσης των Ευρωπαίων κομουνιστών οι οποίοι είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην ΕΣΣΔ. Το 1935 ο Κούλερβο Μάνερ και η Χάνα Μαλμ συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Μάνερ πέθανε στο στρατόπεδο το 1939 κάτω από άγνωστες συνθήκες. Η Χάνα Μαλμ είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, κι αυτή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

4 [Σ.τ.Μ.:] Οι αναπτυγμένες αστικοδημοκρατικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Φινλανδία την εποχή εκείνη δεν απέτρεψαν την ανάπτυξη μιας Λευκής Τρομοκρατίας, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή και εκτεταμένη. Υπολογίζεται ότι 10 με 15 χιλιάδες επαναστάτες εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μετά τη συντριβή της και άλλοι τόσοι περίπου πέθαναν τις επόμενες μέρες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε από τις κακουχίες είτε από τις εκτελέσεις που συνεχίζονταν. Ο Βίκτορ Σερζ υπολογίζει ότι 100.000 περίπου επαναστάτες εργάτες (το ένα τέταρτο της φινλανδικής εργατικής τάξης) υπήρξαν θύματα της Λευκής Τρομοκρατίας (εκτελεσμένοι και φυλακισμένοι στα στρατόπεδα). Victor Serge, Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017, σσ. 293-296.

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 18 Ιουνίου 2017 12:09

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.