Μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε το άρθρο/βιβλιοκριτική του Maxime Rodinson, κορυφαίου μελετητή των κοινωνιών και της ιστορίας του μουσουλμανικού κόσμου, το οποίο αναφέρεται σε έναν, όχι και τόσο γνωστό σήμερα αλλά σημαντικό για την εποχή του, Τάταρο επαναστάτη. Τον Μιρσαΐτ Σουλτάν Γκαλίεφ, στέλεχος του μπολσεβίκικου κόμματος, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην προσέλκυση των μουσουλμανικών λαών της τσαρικής αυτοκρατορίας στην επανάσταση του 1917.
Το άρθρο έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της δυναμικής της επανάστασης του 1917 και των αντιφάσεων της πολιτικής του μπολσεβίκικου κόμματος στο εθνικό ζήτημα. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε και τις αδυναμίες του. Γραμμένο το 1960, δηλαδή σε μια περίοδο κορύφωσης των αντιαποικιακών κινημάτων, από ένα συγγραφέα θερμό υποστηρικτή του αγώνα των αποικιοκρατούμενων λαών, το άρθρο αντανακλά και αναπαράγει τα θεμελιώδη ιδεολογικά/πολιτικά λάθη που κυριαρχούσαν μέσα σ’ αυτά τα κινήματα. Σήμερα είναι πια γνωστές οι συνέπειες αυτών των λαθών. Τα περισσότερα από τα καθεστώτα που συγκροτήθηκαν μετά την εκδίωξη των αποικιοκρατών αποτέλεσαν αντίγραφα των σταλινικών δικτατοριών και κάποια άλλα ήταν απλώς δικτατορίες. Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν η κυριαρχία μέσα στα αντιαποικακά κινήματα των μεσαίων στρωμάτων, των οποίων η οικονομικοπολιτική προοπτική ήταν ένα μοντέλο κρατικού καπιταλισμού, σε βάρος της εργατικής τάξης. Κι εδώ βρίσκεται το βασικό σφάλμα στη σύγκριση που επιχειρεί να κάνει ο Maxime Rodinson ανάμεσα στην κατάσταση των λαών της κεντρικής Ασίας την περίοδο της ρωσικής επανάστασης και του αποκιοκρατούμενου κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πρώτη περίπτωση, η εργατική τάξη ήταν ανύπαρκτη και η διαπίστωση αυτού του γεγονότος (κοινή σε ολόκληρο το μπολσεβίκικο κόμμα) ωθούσε τον Σουλτάν Γκαλίεφ στην αναζήτηση μιας τακτικής με την οποία θα μπορούσαν οι πληθυσμοί της Κεντρικής Ασίας να κινητοποιηθούν μαζί με την εργατική τάξη εναντίον του ιμπεριαλισμού. Όμως η εργατική τάξη των γαλλικών και των αγγλικών αποικιών μετά τον Β΄Π.Π., αποτελούσε ένα συγκροτημένο και οργανωμένο τμήμα της κοινωνίας των αποικιών, της οποίας η κοινωνική δυναμική ήταν πολύ μεγαλύτερη από το αριθμητικό της μέγεθος (κι αυτό συγκρίσιμο με το αριθμητικό μέγεθος του ρωσικού προλεταριάτου το 1917). Οι τριτοκοσμικές θεωρίες (πχ. «μαρξιστικός εθνικισμός»), τις οποίες επικαλείται ο Rodinson ως απάντηση στον σταλινισμό, εξέφραζαν την ταξική κυριαρχία των μικροαστικών και μεσαίων τμημάτων της αστικής τάξης επάνω στην εργατική τάξη μέσα στα αντιαποικιακά κινήματα και μέσα στα κράτη που προέκυψαν μετά την ανεξαρτησία. Δηλαδή κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό για το οποίο αγωνίστηκε με συνέπεια ο Σουλτάν Γκαλίεφ.
Το άρθρο του Maxime Rodinson συνοδεύεται από μία εισαγωγή του Richard Price.
Εισαγωγή του Richard Price
Ο Maxime Rodinson, ο συγγραφέας του άρθρου που ακολουθεί, πέθανε στις 23 Μαΐου του 2004 στην ηλικία των 89 ετών.i Γεννημένος στη Μασσαλία το 1915, από γονείς Ρωσο-Πολωνο- Εβραίους μετανάστες που προσχώρησαν αργότερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του για να εργαστεί ως παιδί για θελήματα. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε τα τυπικά προσόντα, κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις για να μπει στο πανεπιστήμιο, και μετά την αποφοίτησή του, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του άρχισε να απογειώνεται. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1937, και είχε την τύχη να βρει μια θέση διδασκαλίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Δαμασκό το 1940, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή την μοίρα των γονέων του, οι οποίοι πέθαναν στο Άουσβιτς. Έγινε ειδικός σε θέματα ιστορίας και πολιτισμού του μουσουλμανικού κόσμου, και κατέλαβε διάφορες ανώτερες ακαδημαϊκές θέσεις. Τα βιβλία του που διαβάστηκαν περισσότερο, είναι Ισλάμ και Καπιταλισμός, Το Ισραήλ και οι Άραβες, και Ο Μωάμεθ. Έφυγε από το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1958, καταγγέλλοντάς το, ότι ήταν υπερβολικά άκαμπτο και δογματικό, αλλά παρέμεινε ένας ανεξάρτητος στρατευμένος μαρξιστικής. Αυτό το αντισεχταριστικό πνεύμα εκδηλώθηκε στην προθυμία του να συμβάλει με μια εισαγωγή στην πρώτη γαλλική έκδοση του κλασικού βιβλίου, Το Εβραϊκό ζήτημα του Βέλγου τροτσκιστή Abram Leon. Αν και έκανε κριτική σε ορισμένα σημεία, ο Rodinson αναγνώρισε τη σημασία του έργου Leon. Όλο και περισσότερο επικριτικός προς το Σιωνισμό, ειδικά μετά από το 1968, ο Rodinson έκανε εκστρατεία υπέρ ενός παλαιστινιακού κράτος, και το 1973 δημοσίευσε το Ισραήλ: Ένα αποικιακό κράτος εποίκων. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες συνδέθηκε με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ.
* * *
Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία το 1917, κληρονόμησαν την αχανή πολυεθνική, πολυθρησκευτική τσαρική αυτοκρατορία. Ένα κλασικό παράδειγμα της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, που περιλάμβανε τις πόλεις στην ευρωπαϊκή Ρωσία με μια μεγάλη εργατική τάξη συγκεντρωμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και τεράστιες εκτάσεις σχεδόν χωρίς βιομηχανική εργατική τάξη που κατοικούνταν από μη ρωσικές εθνότητες, πολλές από αυτές κυρίως μουσουλμανικές. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τα εδάφη στο νότιο άκρο της Ρωσίας, πολλά από τα οποία είχαν αποκτηθεί με τις κατακτήσεις του δέκατου ένατου αιώνα, και για την Κεντρική Ασία. Η ανατροπή του τσαρισμού έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από πολλές μειονότητες μη Ρώσων. Προπαγανδίζοντας υπέρ της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων λαών και της παραχώρησης της γης στους αγρότες, οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν ικανοποιητική υποστήριξη για να πραγματοποιηθεί η επανάσταση στις μη-Ρωσικές περιοχές.ii
Κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων στην περιφέρεια, οι Μπολσεβίκοι ήταν υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουν μερικές περίεργες συμμαχίες. Τον Αύγουστο του 1919, για παράδειγμα, ο Στρατηγός του Λευκού στρατού Deniken νικήθηκε από τις συνδυασμένες προσπάθειες των Μπολσεβίκων και μιας δύναμη Τσετσένων υπό την ηγεσία του Uzun Haji, ενός Sufi κληρικού του ισλάμ, ο οποίος δήλωνε: «Έχω φτιάξει ένα σχοινί για να κρεμάσω τους μηχανικούς, τους φοιτητές και όλους εκείνους που γράφουν από τα αριστερά προς τα δεξιά». Οι συντάκτες ενός πρόσφατου βιβλίου για την Τσετσενία σημείωναν γι' αυτόν: «Πέθανε τον Μάιο του 1920 πριν έχει την ευκαιρία να αρχίσει τη δίωξη και εναντίον των μπολσεβίκων.»iii
Η υποστήριξη για την ανατροπή του τσαρισμού και για την ήττα των Λευκών στον εμφύλιο πόλεμο δεν μεταφραζόταν απαραιτήτως σε πολιτική υποστήριξη, ή ακόμα και σε ουδετερότητα απέναντι στο μετα-επαναστατικό καθεστώς. Στην Ουκρανία και τη Γεωργία, η αρχή της αυτοδιάθεσης αγνοήθηκε από τις στρατηγικές στρατιωτικές εκτιμήσεις. Το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Μπολσεβίκοι ήταν σημαντικό. Δεν υπήρχε σχέδιο για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών αξιώσεων: της συγκέντρωσης των δυνάμεων της επανάστασης και της πραγματοποίησης παραχωρήσεων στις τοπικές πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες. Το ραβδί ήταν συχνά λυγισμένο, πρώτα προς μία κατεύθυνση και μετά προς την άλλη. Με την πλήρη αυτονομία διακινδύνευαν την επικράτηση των αντιδραστικών παν-ισλαμιστών και άλλων αντεπαναστατικών δυνάμεων. Με το συγκεντρωτισμό διακινδύνευαν την ρίξουν τις μάζες στα χέρια των ίδιων δυνάμεων μέσα από μια διαφορετική διαδρομή.
Οι κίνδυνοι του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού στοίχειωναν τον Λένιν προς το τέλος της ζωής του, και ήταν στο επίκεντρο της «τελευταίας μάχης» του, που τον οδήγησε στην διακοπή των σχέσεων του με τον Στάλιν πριν εξασθενήσει πλήρως το 1923.iv
Στα χαρτιά, το Κομμουνιστικό πρόγραμμα υποστήριζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρι και την απόσχιση, ακόμη και κάτω από μια αστική ηγεσία.v Στην πράξη, η προθυμία των αντεπαναστατικών ομάδων και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να χρησιμοποιήσουν αντισοβιετικά κινήματα, καθώς και η ανάγκη των Μπολσεβίκων να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε στηρίγματα υπήρχαν στην περιφέρεια της πρώην Τσαρικής αυτοκρατορίας για να ενεργοποιήσουν τις καταπιεσμένες μάζες της «Ανατολής» εναντίον του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σήμαινε ότι το δικαίωμα αυτό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αφηρημένο.
Υπήρχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στο πώς θα συνδέονταν με τους καταπιεσμένους μουσουλμάνους, ειδικά στα ζητήματα της θρησκείας και της απελευθέρωσης των γυναικών. Ο E. H. Carr επισημαίνει ότι: «... το εθνικό ζήτημα στην ανατολή... κατ' αρχάς... παρουσιάστηκε στους σοβιετικούς ηγέτες σχεδόν αποκλειστικά στην μουσουλμανική του μορφή... με έκπληξη ανακάλυψαν ότι, ενώ η επίδραση του Ισλάμ επάνω στους νομαδικούς λαούς και στις περιοχές της κεντρικής Ασίας ήταν μάλλον τυπική, αλλού παρέμεινε σταθερό και δυναμικό όργανο που πρόβαλε πολύ πιο άγρια αντίσταση απ' ο,τι η Ορθόδοξη Εκκλησία στις νέες πεποιθήσεις και πρακτικές. Στις περιοχές όπου ήταν ισχυρή - ειδικότερα στο βόρειο Καύκασο - η μουσουλμανική θρησκεία ήταν ένα κοινωνικό, νομικό και πολιτικό, καθώς επίσης και ένα θρησκευτικό όργανο που ρύθμιζε τον καθημερινό τρόπο ζωής των πιστών σχεδόν σε κάθε πτυχή της. Οι ιμάμηδες και οι μουλάδες ήταν δικαστές, νομοθέτες, δάσκαλοι και διανοούμενοι, καθώς επίσης και πολιτικοί και μερικές φορές στρατιωτικοί αρχηγοί».vi
Μερικοί εκπρόσωποι στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού, το Σεπτέμβριο 1920, μεταξύ των οποίων ήταν και ο John Reed, σκέφτηκαν ότι ο Ζινόβιεφ είχε υπερέβη τα όρια όταν καλούσε επανειλημμένα σε «ένα πραγματικό ιερό πόλεμο» εναντίον Βρετανών και Γάλλων ιμπεριαλιστών.vii Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ζινόβιεφ μάλιστα επιδίωκε να δημιουργήσει εκ νέου «το πνεύμα του αγώνα που έδινε ζωντάνια κάποτε στους λαούς της Ανατολής, όταν βάδισαν εναντίον της Ευρώπης υπό την ηγεσία των μεγάλων κατακτητών τους».viii Ο Ινδός κομμουνιστής M. N. Roy αρνήθηκε να παραστεί στο Μπακού, αποκαλώντας εκ των προτέρων το συνέδριο «τσίρκο του Ζινόβιεφ».ix
Ο Σουλτάν Γκαλίεφ, με τον οποίο ασχολείται το άρθρο – μια κριτική του βιβλίου του Alexandre Bennigsen και της Chantal Quelquejay, Les Mouvements Nationaux chez les Musulmans de Russie, 1: le «Sultangalievisme» au Tatarstan (Τα Εθνικά Κινήματα στους Μουσουλμάνους της Ρωσίας, 1: ο «Σουλτανγκαλιεφισμός» στο Ταταριστάν) - είναι μια σχεδόν ξεχασμένη μορφή της πρώιμης σοβιετικής ιστορίας. Η διαδρομή του – από προστατευόμενος του Στάλιν (όταν ο Στάλιν ήταν Κομισάριος των εθνοτήτων) σε θύμα του Στάλιν - είναι ένα οδυνηρό σχόλιο σχετικά με την αποτυχία της ρωσικής επανάστασης να ανταποκριθεί στις αρχικές της υποσχέσεις απέναντι σε πολλούς από αυτούς που διακήρυσσε ότι θα απελευθέρωνε. Η κληρονομιά του σταλινικού Μεγαλορωσικού σωβινισμού στις μουσουλμανικές δημοκρατίες επιζεί στην ωμή άρνηση της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας από τον Πούτιν και στα συγκλονιστικά αντίποινα στο Μπεσλάν.
Maxime Rodinson
Sultan Galiev - ένας ξεχασμένος πρόδρομος.
Ο Σοσιαλισμός και το Εθνικό Πρόβλημα
Το βιβλίο στο οποίο βασίζονται οι σκέψεις αυτές μόλις δημοσιεύθηκε υπό την αιγίδα της Ecole Pratique des Hautes Etudes (6ο τμήμα).1 Είναι μια ευσυνείδητη και λεπτομερής μελέτη για μια σειρά από ερωτήματα στα οποία έχει δοθεί συνολικά πολύ πιο σοβαρή προσοχή στις αγγλοσαξονικές χώρες από ό,τι στη Γαλλία, όπου ανέξοδες πολιτικές προφητείες περνούν πολύ συχνά για επιστημονική έρευνα. Ένα βιβλίο όπως αυτό γίνεται δεκτό συνήθως με μία a priori υποψία από τους στρατευμένους κύκλους, και όχι μόνο από αυτούς. Στόχος μου είναι να δημιουργήσω κάποιο αντίβαρο απέναντι σ' αυτόν το παραδοσιακό σεχταρισμό.
Ο Sultan Galiev ήταν ένας από τους ανθρώπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο τις πρώτες ημέρες της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Σοβιετικής Ένωσης. Οι περισσότεροι σοσιαλιστές αγωνιστές γνωρίζουν γι' αυτόν μόνο μέσα από μια σύντομη αναφορά που γίνεται από τον Στάλιν,2 μάλλον μια συναισθηματική αναφορά, νομίζω. Ίσως έχω δίκιο. Το να είχε προκαλέσει κάποια συγκίνηση στο Στάλιν ήταν ήδη με τον τρόπο του ένα επίτευγμα.
Ο Mir Sayit Sultan Galiev ήταν ο γιος ενός Τάταρου δασκάλου και γεννήθηκε περίπου το 1900. [Η ημερομηνία αυτή είναι σχεδόν σίγουρα λάθος. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε σε ένα χωριό της Bashkiria το 1880] Οι Τάταροι ήταν μια μουσουλμανική μειονότητα της τσαρικής αυτοκρατορίας, με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Υπήρχαν περίπου τριάμισι εκατομμύρια Τάταροι σκορπισμένοι σε όλη την αυτοκρατορία, αλλά ήταν συγκεντρωμένοι σε κάποιο βαθμό στο «Κυβερνείο» του Καζάν, το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο τους.
Ήταν κυρίως αγρότες, ενώ οι λίγοι Τάταροι βιομηχανικοί εργάτες παρέμεναν ακόμη στενά συνδεδεμένοι με την αγροτική ζωή. Αλλά υπήρχε και μια αστική τάξη: κάποιοι βιομήχανοι και πολλοί καταστηματάρχες, απ' τους οποίους είχε προκύψει ο μουσουλμανικός «κλήρος» και η διανόηση. Αυτοί οι αστοί και οι διανοούμενοι ήταν δραστήριοι, δυναμικοί και φιλόδοξοι. Πολλοί ήταν από καιρό «νεωτεριστές» στη στάση τους απέναντι στο μουσουλμανικό δόγμα, και «προχωρημένοι», στη στάση τους απέναντι στον παραδοσιακό τρόπο της μουσουλμανικής ζωής.
Οι διδακτικές τους δραστηριότητες τους ώθησαν συχνά να διεισδύσουν, ακόμη και να εγκατασταθούν σε περιοχές που κατοικούνταν από λιγότερο εξελιγμένους θρησκόληπτους, όπως η Κεντρική Ασία, η Σιβηρία και ο Καύκασος. Με τον τρόπο αυτό, εισήγαγαν νέες ιδέες και μοντέρνους τρόπους, και γενικά έφερναν αναστάτωση. Μπορούμε να το δούμε αυτό στις μεταφράσεις καζάκικων και τατζίκικων μυθιστορημάτων που δημοσιεύτηκαν από τον Aragon, για παράδειγμα.3 Όλα αυτά αντιμετωπίζονταν φυσικά με μεγάλη καχυποψία από τους αντιδραστικούς Khan.
Στη συνέχεια ήρθε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένα σημαντικό μέρος της διανόησης των Τα- τάρων την υποστήριξε, πιστεύοντας ότι ο σοσιαλισμός που οικοδομούνταν από το νέο καθεστώς θα πραγματοποιούσε και θα εμβάθυνε το πρόγραμμα του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Φυσικά αρκετοί εκτίμησαν ιδιαίτερα τον διεθνιστικό προσανατολισμό του Μπολσεβικισμού. Είχαν την ελπίδα ότι αυτό θα οδηγούσε στην ισότητα μεταξύ των εθνικών ομάδων και θα έθετε τέρμα στη Μεγαλορωσική κυριαρχία, μια κυριαρχία που θα την επέβαλαν ξανά οι «Λευκοί» εάν νικούσαν.
Ο Σουλτάν Γκαλίεφ εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα το Νοέμβριο του 1917 και χάρη στο ταλέντο του ως ομιλητής και οργανωτής, έγινε σύντομα μια σημαντική μορφή, ως εκπρόσωπος αυτής της «αποικιακής» διανόησης. Έγινε μέλος και στη συνέχεια πρόεδρος του «Κεντρικού μουσουλμανικού Κομισαριάτου», ενός νέου οργανισμού που συνδέθηκε με την Narkomnats (Λαϊκό Κομισαριάτο των Εθνοτήτων), ένα Επιτροπάτο στο οποίο ήταν πρόεδρος ένας μπολσεβίκος ηγέτης που παρέμενε σχετικά άγνωστος τότε, ο Ιωσήφ Στάλιν. Με την βοήθεια φίλων, ο Σουλτάν Γκαλίεφ δημιούργησε ένα Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και αύξησε τις ταταρικές στρατιωτικές μονάδες που έπαιξαν βασικό ρόλο στον αγώνα εναντίον του Koltchak. Παρά την αντίθεση των τοπικών Ρώσων Σοβιετικών και των κομμουνιστών, απέσπασε την υπόσχεση από την κεντρική κυβέρνηση ότι θα δημιουργηθεί ένα μεγάλο, κατά βάση μουσουλμανικό κράτος, η Ταταρο-Μασκιρική Δημοκρατία, η οποία θα είχε πέντε έως έξι εκατομμύρια κατοίκους και θα κάλυπτε τις τεράστιες εκτάσεις του Μέσου Βόλγα και των Νοτίων Ουραλίων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέπτυξε μια σειρά από ιδέες που ήλπιζε να υπερασπίσει και να πραγματοποιήσει. Είδε την Μουσουλμανική κοινωνία, με εξαίρεση λίγους μεγάλους φεουδάρχες γαιοκτήμονες και καπιταλιστές, ως κάτι ενιαίο που καταπιέζονταν συλλογικά από τους Ρώσους στα πλαίσια του Τσαρισμού. Επομένως, δεν υπήρχε κανένα νόημα να τη διαχωρίσει με τεχνητά δημιουργημένες διαφορές και ταξική πάλη. Καθώς μέχρι τότε οι φτωχότεροι μουσουλμάνοι ήταν υπερβολικά φτωχοί και αμόρφωτοι για να παρέχουν στελέχη, δεν έπρεπε να διστάσει να χρησιμοποιήσει τα μέσα που διέθετε: τους μικροαστούς διανοούμενους ακόμη και τους μεταρρυθμιστές κληρικούς, οι οποίοι είχαν δώσει κάποια απόδειξη της πίστης τους στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, η σοσιαλιστική επανάσταση θα έπρεπε να προσαρμοστεί για να ταιριάζει σε μια κοινωνία τόσο πολύ διαποτισμένη με τις μουσουλμανικές παραδόσεις. Ως εκ τούτου, ο Σουλτάν Γκαλίεφ, άθεος ο ίδιος, πρότεινε να αντιμετωπίζεται το Ισλάμ με ηπιότητα, σε μια σταδιακή διαδικασία «αποφανατισμού» και εκκοσμίκευσης. Οι Μουσουλμάνοι της Ρωσίας, και ιδιαίτερα οι πιο φωτισμένοι μεταξύ τους, οι Τάταροι, θα μπορούσαν να παίξουν τότε ένα τεράστιο ιστορικό ρόλο. Γιατί σε παγκόσμια κλίμακα η Επανάσταση θα έπρεπε να είναι πάνω από όλα μια απελευθέρωση των αποικιακών λαών. Συνεπώς ήταν ζωτικής σημασίας η εξουδετέρωση της τάσης της Κομιντέρν να επικεντρώνεται κυρίως στη Δύση. Και ποιος θα μπορούσε να φέρει τη φλόγα του πολιτισμού και του σοσιαλισμού στην Ασία καλύτερα από τους Μπολσεβίκους Μουσουλμάνους της Ρωσίας;
Για να αποφευχθεί η σύγχυση, πρέπει να αναφερθεί εξαρχής ότι κανένα θρησκευτικό ή κληρικό αίτημα δεν τίθονταν στη συζήτηση. Υπήρχαν διάφορες εθνικές ομάδες στη Ρωσία, των οποίων η θρησκεία ήταν το Ισλάμ, που τους είχε δώσει μια κοινή κουλτούρα και παράδοση, και είχε καθορίσει με παρόμοιο τρόπο πολλές σημαντικές πτυχές της ζωής τους. Υπήρχε επομένως μια ορισμένη αναμφισβήτητη πολιτιστική ενότητα μεταξύ αυτών των ανθρώπων, η οποία υπερέβαινε τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, κυρίως επειδή οι τελευταίες σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν πολύ έντονες. Αυτή η πολιτιστική ενότητα είχε ενισχυθεί από την αντίστασή τους στις προσπάθειες για τον προσηλυτισμό τους στον Χριστιανισμό και για την μετατροπή τους σε Ρώσους, μια προσπάθεια η οποία δεν έγινε αντιληπτή ως ιδεολογικός αγώνας, αλλά ως αποικιοκρατική επίθεση κατά της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Οι ιδέες αυτές ανησυχούσαν τους ηγέτες των Μπολσεβίκων. Ο Στάλιν υποστήριξε τον Σουλτάν Γκαλίεφ εναντίον εκείνων που ήθελαν να ανάψουν τον ταξικό πόλεμο στους Μουσουλμανικούς κύκλους και να διακόψουν κάθε επαφή με τα μη προλεταριακά στοιχεία. Αλλά σε αντίθεση με τους Τάταρους, είδε την ταξική συμμαχία μόνο ως προσωρινή. Μόλις ο Κόλτσακ και οι Τσέχοι νικήθηκαν, η υποστήριξη των Μουσουλμάνων του Βόλγα και των Ουραλίων, των οποίων στελέχη τους είχαν απενεργοποιηθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, έγινε λιγότερο σημαντική. Το Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε την αυτονομία του και η ιδέα μια διαρκούς συμμαχίας μεταξύ των μικροαστών και του προλεταριάτου απορρίφθηκε το Σεπτέμβριο του 1920 από το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού. Εκεί διακηρύχτηκε ότι η εθνική επανάσταση έπρεπε να καθοδηγείται από το προλεταριάτο, δηλαδή το Δυτικό προλεταριάτο και ότι, όπως δήλωσε ένας αντιπρόσωπος στο Συνέδριο, «η σωτηρία της Ανατολής βρίσκεται μόνο στη νίκη του προλεταριάτου». Το σχέδιο ενός μεγάλου μουσουλμανικού κράτους εγκαταλείφθηκε. Αντ' αυτού, δημιουργήθηκαν δύο μικρές δημοκρατίες, η μία Μπασκιρική και η άλλη Ταταρική. Οι περισσότεροι Τάταροι ζούσαν έξω από την τελευταία, και ο πληθυσμός της περιλάμβανε μόλις 51,6% Τατάρους. Το Καζάν, η πρωτεύουσα, ήταν ένα ρωσικό κέντρο.
Ήταν σε αυτή τη φάση που ο Σουλτάν Γκαλίεφ, ο οποίος ήταν ένας σημαντικός κρατικός αξιωματούχος, κινήθηκε προς την αντιπολίτευση, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει τις εκδηλώσεις αυτού που αποκαλούσε «Μεγαλορωσικό σωβινισμό», και προσπάθησε να τοποθετήσει Τάταρους οπαδούς του στις κομματικές και σοβιετικές οργανώσεις. Ήθελε να κάνει το Καζάν ένα κέντρο της ταταρικής εθνικής κουλτούρας και ένα επαναστατικό φυτώριο από το οποίο ο «Μουσουλμανικός Κομμουνισμός» θα εξαπλώνονταν σε όλους τους Μουσουλμανικούς λαούς της Σοβιετικής Ένωσης και πέραν αυτής, σε ολόκληρη την Μουσουλμανική Ανατολή. Αγωνίστηκε εναντίον των αριστεριστών, που τάχθηκαν υπέρ μιας πιο αντι-αστικής πολιτικής, η οποία υποστηριζόταν από ρωσικά στοιχεία. Και εργάστηκε για να γίνει η ταταρική, και όχι η ρωσική, η επίσημη γλώσσα της διοίκησης.
Έχοντας έρθει αντιμέτωπος με την ανένδοτη αντίθεση της Κεντρικής Κυβέρνησης και των Ρώσων κομμουνιστών, ειδικά μετά το 10ο Συνέδριο του Κόμματος στο οποίο πέρασε ένα σαφές ψήφισμα καταδίκης της «εθνικιστικής απόκλισης», ο Σουλτάν Γκαλίεφ προχώρησε σε λίγο – πολύ μυστικές επαφές με έναν αριθμό δυσαρεστημένων αγωνιστών. Ήθελε να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στους Ρώσους, τους οποίους κατηγορούσε για επανεμφάνιση της τσαρικής αποικιακής πολιτικής. Πόσο μακριά προχώρησε στην αναζήτηση υποστήριξης για αυτό το μέτωπο;
Ο Στάλιν τον κατηγόρησε ότι είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να επικοινωνήσει με τους Μπασμάκι, τις συμμορίες των μουσουλμάνων ανταρτών που διεξήγαγαν ένοπλο αγώνα κατά των μπολσεβίκων του Τουρκεστάν. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε κυριολεκτική αξία στα λόγια του Στάλιν. Εν πάση περιπτώσει, το 1923 ο Στάλιν συνέλαβε τον Σουλτάν Γκαλίεφ και τον διέγραψε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Λίγο μετά αφέθηκε ελεύθερος, αλλά ο Κάμενεφ επρόκειτο αργότερα να εκφράσει τη λύπη του, επειδή ο ίδιος και ο Ζινόβιεφ είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους γι' αυτή την «πρώτη σύλληψη ενός εξέχοντος μέλους του Κόμματος με πρωτοβουλία του Στάλιν».4
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Σουλτάν Γκαλίεφ μετά το 1923. Ίσως εξορίστηκε, συνελήφθη ξανά και στη συνέχεια απελευθερώθηκε. Εργάστηκε στη Μόσχα σε κρατικούς εκδοτικούς οίκους. Όμως, συνέχισε τον αγώνα του κρυφά. Είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη μυστική οργάνωση που είχε προσελκύσει πάρα πολλούς Μουσουλμάνους κομμουνιστές, κυρίως Τάταρους.
Ανέπτυξε τις ιδέες του, υπό το πρίσμα της εξελισσόμενης κατάστασης. Όπως την έβλεπε τώρα, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν επέλυε το πρόβλημα της ανισότητας μεταξύ των λαών. Το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων ερχόταν να αντικαταστήσει την καταπίεση από την Ευρωπαϊκή αστική τάξη με την καταπίεση από το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία των Σοβιέτ θα διαλύονταν. Η ΝΕΠ ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Είτε θα ανατρέπονταν από την Δυτική αστική τάξη είτε θα μετατρεπόταν σε κρατικό καπιταλισμό και αστική δημοκρατία. Όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, οι Ρώσοι ως λαός θα ξαναγίνονταν κυρίαρχοι καταπιεστές. Η μόνη πιθανή λύση θα ήταν να εξασφαλιστεί η ηγεμονία του αναπτυσσόμενου αποικιακού κόσμου επάνω στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία μιας Αποικιακής Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία θα ήταν ανεξάρτητη από την Τρίτη Διεθνή, και ίσως ακόμη και σε αντίθεση με αυτήν. Η Ρωσία, ως μια βιομηχανική δύναμη, θα έπρεπε να αποκλειστεί. Η εξάπλωση του κομμουνισμού στην Ανατολή, που θα προωθούσε αυτή η νέα Διεθνής, θα επέτρεπε σε όλο τον κομμουνιστικό κόσμο να αποτινάξει ρωσική ηγεμονία.
Καθώς το ρωσικό καθεστώς δυνάμωνε, γινόταν όλο και λιγότερο ανεκτικό στη διαφωνία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι Ρώσοι κατάλαβαν ότι αντιμετώπιζαν μια οργανωμένη ταταρική αντιπολίτευση. Ο Στάλιν έθεσε τέρμα σε αυτό. Τον Νοέμβρη του 1928 ο Σουλτάν Γκαλίεφ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ποινή δέκα χρόνων, την οποία εξέτισε στο Solovski. Απελευθερώθηκε το 1939 και τα ίχνη του χάθηκαν το 1940...
Μαθήματα μιας ξεχασμένης ιστορίας
Ο Alexandre Bennigsen και η Chantal Quelquejay αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας για το γεγονός ότι αναβίωσαν αυτή την ξεχασμένη ιστορία. Ο στόχος τους να κάνουν μια λεπτομερή διαλογή, να εξετάσουν και να οργανώσουν μια πληθώρα εγγράφων στα ρωσικά και τα ταταρικά, ήταν δύσκολος και σημαντικός. Ας ελπίσουμε ότι μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα από τα πορίσματά τους.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό, είναι ότι η ανάλυση της πολιτικής πάλης για το πρόβλημα των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Σοβιετική Ένωση, αποδεικνύει σαφώς ότι μπορούν να υπάρξουν αντιφάσεις στο πλαίσιο ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι καινούργιο: ο ίδιος Μάο Τσε Τουνγκ το είχε πει, ότι τέτοιες αντιφάσεις μπορεί να είναι «μη ανταγωνιστικές». Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάθε φορά που κάποιος προβάλλει μία από αυτές τις αντιφάσεις, σε πρακτικό επίπεδο γίνονται τα πάντα για να αμφισβητηθεί ή να ελαχιστοποιηθεί. Φυσικά, οι πιο δογματικοί δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να αναλύσουν αυτές τις αντιφάσεις, να τις εξηγήσουν ή να κατανοήσουν τις αιτίες τους και τις επιπτώσεις τους. Αντίθετα, κάθε φάση της πολιτικής που υιοθετήθηκε από τους κομμουνιστές ηγέτες παρουσιάζεται σαν να καθορίζεται από μια ανώτερη σοφία που ακολουθεί προσεκτικά τα γυρίσματα και τις στροφές της εθνικής και της διεθνούς συγκυρίας, και καθοδηγείται από την αλάνθαστη πυξίδα της μαρξιστικής θεωρίας. Φυσικά, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: κάθε πολιτική απόφαση είναι το αποτέλεσμα διαρκούς πάλης μεταξύ αντιτιθέμενων τάσεων και εκφράζει την ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ τους. Το κοινωνικό υπόβαθρο αυτών των αγώνων είναι πιθανώς πολύ διαφορετικό από ό,τι σε μια ταξική κοινωνία αλλά ο μηχανισμός είναι ουσιαστικά παρόμοιος.
Με άλλα λόγια, η ιστορία συνεχίζεται και δεν έχουμε ακόμα εισέλθει στο πέραν του χρόνου βασίλειο της ιερής πόλης. Πολλοί άνθρωποι θα απαντήσουν ότι όλα αυτά είναι προφανή, αλλά ίσως δεν κατανοούν όλες τις επιπλοκές τους.
Η σοβιετική πολιτική θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, περισσότερο προσανατολισμένη προς την Ασία, για παράδειγμα. Μερικές από τις ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ θα μπορούσαν ίσως να είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Αλλά υπήρχαν πολύ πραγματικά εμπόδια για ένα τέτοιο πρόγραμμα: η έλλειψη μουσουλμανικών στελεχών και η κατάσταση στην Ανατολή αυτή την περίοδο. Στο εσωτερικό υπήρχε σαφής κίνδυνος ταταρικής εθνικιστικής απόκλισης, ενισχυμένος από τον επιζήμιο ταταρικό σοβινισμό. Στο εξωτερικό, ακόμα και αν οι ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ, τις οποίες εν μέρει συμμερίζονταν και ο Ινδός κομμουνιστής Manabendra Nath Roy και άλλοι που τις υπερασπίστηκαν στα πρώτα Συνέδρια της Κομιντέρν, είχαν εφαρμοστεί, τα οφέλη θα ήταν ενδεχομένως λίγα και σποραδικά. Ακόμη και ο Walter Z. Laqueur συμφωνεί με αυτή την απαισιόδοξη άποψη, και κανείς δεν θα μπορούσε να τον υποπτευτεί για επιείκεια απέναντι στους Μπολσεβίκους ηγέτες.5 Αλλά είναι σαφές ότι η επιλογή του προσανατολισμού από αυτή την άποψη επηρεάστηκε επίσης από άλλους παράγοντες: υπήρχε ο δογματισμός των ηγετών, το γεγονός ότι σε ορισμένες περιόδους, η ιδέα ότι το προλεταριάτο ήταν η κυρίαρχη δύναμη της επανάστασης εφαρμόστηκε μηχανιστικά και ενάντια σε κάθε κοινή λογική, ακόμη και στις περιοχές όπου το προλεταριάτο ήταν ανύπαρκτο. Μάλιστα, στο σύνολό τους, και μέχρι πρόσφατα, οι κομμουνιστές ηγέτες επέδειξαν την ίδια με τους καπιταλιστές βραδύνοια, στην προσέγγισή της αφύπνισης των αποικιακών λαών. Και, αν και η έλλειψη κατανόησης είναι συγχωρητέα σε πολλά επίπεδα, παραμένει γεγονός ότι είχε πολλές καταστροφικές συνέπειες, ακόμη και από τη δική τους άποψη.
Ο Σοσιαλισμός και το εθνικό ζήτημα
Είναι επίσης σαφές ότι ο σοσιαλισμός, και με αυτό εννοώ την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δεν επιλύει αυτομάτως όλα τα προβλήματα. Ο Σταλινισμός μας έχει δείξει ότι ο αυταρχισμός ήταν δυνατός κάτω από τον σοσιαλισμό, και ως εκ τούτου, ότι υπήρξε ένα πρόβλημα πολιτικής εξουσίας. Άλλα γεγονότα δείχνουν επίσης, ότι το εθνικό πρόβλημα, δεν εξαφανίζεται απαραιτήτως στα πλαίσια του σοσιαλισμού. «Το γεγονός ότι το προλεταριάτο θα έχει πραγματοποιήσει την κοινωνική επανάσταση δεν θα το μετατρέψει σε έναν άγιο», έγραψε ο Λένιν το 1916.
«Αλλά τα πιθανά λάθη (και τα εγωιστικά συμφέροντα, τα οποία σπρώχνουν κάποιον να κάθεται στο σβέρκο των άλλων) θα το οδηγήσουν αναπόφευκτα να κατανοήσει την ακόλουθη αλήθεια... Με την μετατροπή του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, το προλεταριάτο δημιουργεί τη δυνατότητα για την ολοκληρωτική κατάργηση της εθνικής καταπίεσης: αυτή η δυνατότητα υπάρχει “μόνο” [“Μόνο”!] όταν η δημοκρατία έχει πλήρως καθιερωθεί σε όλους τους τομείς».6 Το παράδειγμα του Σουλτάν Γκαλίεφ δείχνει ότι μεταξύ 1920 και 1928 οι Τάταροι ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στους Ρώσους κομμουνιστές, και φοβόταν μια ρωσική κομμουνιστική νεο-αποικιοκρατία. Οι ηγέτες των Μπολσεβίκων αρνήθηκαν ότι ένας τέτοιος φόβος ήταν δικαιολογημένος. Ο ίδιος ο Στάλιν δήλωσε, το 1923, ότι «εάν το Τουρκεστάν είναι όντως μια αποικία, όπως συνέβαινε και επί Τσαρισμού, τότε οι Μπασμάκοι έχουν δίκιο, και δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα πρέπει να κρίνουμε τον Σουλτάν Γκαλίεφ, αλλά αυτός θα πρέπει να μας κρίνει, ως ανθρώπους που ανέχονται την ύπαρξη μιας αποικίας, στο πλαίσιο της σοβιετικής εξουσίας».7 Αλλά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο απλά. Η Σοβιετική πολιτική απέναντι στις μουσουλμανικές μειονότητες της Σοβιετικής Ένωσης, συνολικά, είναι εξαιρετικά προσεκτική. Υπήρχε φροντίδα για τους Μουσουλμάνους και οι περιοχές τους βιομηχανοποιήθηκαν. Τα ντόπια στελέχη προωθούνταν σταδιακά και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται. Οι Μουσουλμάνοι προστατεύονται από τους ίδιους ακριβώς νόμους με τους άλλους σοβιετικούς πολίτες, και στην πράξη οι «ντόπιοι» απολαμβάνουν ακόμα και ορισμένα προνόμια έναντι των Ρώσων. Αλλά αυτή η εξέλιξη ελέγχεται προσεκτικά.
Ένας αυστηρός έλεγχος διατηρείται για όλες τις βασικές θέσεις. Επιπλέον, η γενική τάση των σταλινικών ηθών δεν ευνόησε αλληλοδιείσδυση μεταξύ των κοινοτήτων. Η κατάσταση αυτή δεν έχει τίποτα κοινό με τις αποικιακές καταστάσεις αλλού. Όμως, τα εθνικά προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται, όπως σαφώς προκύπτει από την συμπεριφορά πολλών μειονοτικών ομάδων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και όπως επιβεβαιώνεται από πολλά μικρά επεισόδια ακόμα σήμερα.8 Και παρεμπιπτόντως, τέτοια γεγονότα θα προσέλκυαν λιγότερο την προσοχή, και θα μπορούσαν κάλλιστα να διαστρεβλώνονται λιγότερο στο εξωτερικό, εάν οι Σοβιετικοί δεν κατέβαλαν τόσες πολλές προσπάθειες για να τα καλύπτουν και εάν δεν επιτίθονταν εναντίον των «συκοφαντών» που τολμούν να δείχνουν ότι δεν είναι όλα τέλεια σε αυτές τις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης.
Ένας πρόδρομος
Δεν φαίνεται να υπάρχουν πραγματικοί πνευματικοί κληρονόμοι του Σουλτάν Γκαλίεφ στις μουσουλμανικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε σήμερα αν υπήρχε η δυνατότητα να προκύψουν πολιτικές ομάδες πίεσης. Αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι φιλοδοξίες που διατηρούν οι λαοί των περιοχών αυτών δείχνουν να έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία με τον Σουλτάν Γκαλίεφ. Τα αιτήματά τους φαίνεται να είναι περισσότερο «μεταρρυθμιστικά», παρά επαναστατικά. Αν μπορούσαν, θα ασκούσαν πιέσεις για μικρές αλλαγές, χωρίς να αμφισβητήσουν το δικαίωμα του καθεστώτος να κυριαρχεί. Η υποχρέωση της διάδοσης της Επανάστασης στην Ανατολή φαίνεται ότι ασκεί μικρή έλξη σ' αυτούς. Είναι δυνατόν ή και αυτονόητο, ότι κάτω από το καπάκι του επίσημου κομφορμισμού κρύβεται μια πολύ πιο ενθουσιώδης πραγματικότητα... Αλλά είναι εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, στις λεγόμενες υπανάπτυκτες χώρες, που η σύγχρονη κατάσταση κάνει συνεχώς κάποιον να σκέφτεται τις ιδέες Σουλτάν Γκαλίεφ. Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πρόδρομος της νέας γραμμής που εγκρίθηκε από τη Σοβιετική Ένωση το 1954, μια γραμμή η οποία υποστηρίζει την αδέσμευτη Αφροασιατική αστική τάξη; Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας πρόδρομος του μαοϊκού κομμουνισμού, ο όποιος επικεντρώνεται ουσιαστικά στην άμεση πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση στις πρώην αποικίες;
Η στάση του Σουλτάν Γκαλίεφ και των Τάταρων κομμουνιστών το 1918 προήλθε από την άρνησή τους να αποτελέσουν απλώς μια εφεδρεία για ένα ευρωπαϊκό προλεταριακό κίνημα, όσο και αν το θεωρούσαν δίκαιο. Θέλησαν η επανάσταση να είναι και δική τους επανάσταση, και να ακολουθήσουν μια πορεία που θα καθορίζονταν από δικές τους ενέργειες, όχι από εκείνες τις κάπως υπερβολικά υπερπροστατευτικές του μεγαλύτερου αδελφού τους, του ρωσικού προλεταριάτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μία από τις μεθόδους παρέμβασης του τελευταίου, η οποία αργότερα θα χρησιμοποιηθεί κι αλλού, ήταν η επιμονή ότι η ντόπια υποστήριξη θα πρέπει να προέλθει μόνο από το προλεταριάτο. Στις χώρες όπου το προλεταριάτο ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, η επιμονή αυτή ισοδυναμούσε με τον αυθαίρετο διορισμό ατόμων που θεωρούνταν άξια λόγου. Το «ουσιώδες αίτημα» των Τατάρων «να πραγματοποιήσουμε τη δική μας επανάσταση», ήρθε σε λάθος χρόνο. Η ηγεσία των Μπολσεβίκων πραγματοποιούσε ήδη μια πολύ διαφορετική στροφή: προσεκτικό γραφειοκρατικό έλεγχο κάθε πτυχής του μαζικού κινήματος. Οι Σοβιετικές και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας και τα συμμαχικά ή κομμουνιστικά κόμματα στο εξωτερικό, κρατούνταν μ' ένα πολύ σφιχτό χαλινάρι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος της στιγμής ήταν ο Στάλιν, του οποίου η καθολική και στενόμυαλη δυσπιστία επρόκειτο αργότερα να γίνει εντελώς παθολογική. Αγνοήθηκε ο προβληματισμός του Λένιν όταν προειδοποιούσε ότι «η ζημιά που μπορεί να προκαλέσει η έλλειψη ενότητας μεταξύ των εθνικών κρατικών μηχανισμών και του ρωσικού κρατικού μηχανισμού δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τις ζημιές που θα προκύψουν από μια υπερβολή του συγκεντρωτισμού. Αυτό δεν θα τραυματίσει μόνο εμάς, αλλά το σύνολο της Διεθνούς, καθώς και τις εκατοντάδες εκατομμύρια των Ασιατών οι οποίοι σύντομα θα ακολουθήσουν στα βήματά μας και θα εκτιναχτούν στο ιστορικό προσκήνιο».9 Θεωρητικά ο σκοπός της Διεθνούς ήταν κατευθύνει την πορεία του κόσμου προς το σοσιαλισμό. Το καθήκον της επομένως θα φαινόταν να είναι να αναπτύξει έναν μαρξιστικό εθνικισμό που θα πάλευε για την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνικοποίηση στις εξαρτημένες χώρες. Η κοινωνική ανάπτυξη της ανατολής την εποχή εκείνη εμπόδιζε τότε κάθε άλλο φιλόδοξο σχέδιο. Παρ' όλα τα λάθη του, είναι σαφές ότι ο Σουλτάν Γκαλίεφ διέθετε αυτή τη βασική διαίσθηση. Το σταλινικό καθεστώς εμπόδισε τα αποικιακά Κομμουνιστικά Κόμματα να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Ουσιαστικά, ήταν η άκαμπτη υποταγή τους στην παγκόσμια στρατηγική μια Διεθνούς επικεντρωμένης στον ευρωπαϊκό κόσμο που ευθύνεται για την αποτυχία αυτή. Τα αποικιακά Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν μερικές φορές ακόμη και άμεσα εξαρτημένα από τα ευρωπαϊκά τους αντίστοιχα. Ο μαρξιστικός εθνικισμός ωστόσο θα αναδυθεί τελικά, γεννημένος από την παλίρροια της ιστορίας. Αλλά αυτό δεν έγινε στο πλαίσιο των κομμουνιστικών κομμάτων, και χρειάστηκε η αμερικανική αντικομουνιστική ηλιθιότητα για να σπρωχτούν η μαροκινή και η αλγερινή αριστερά, ο Κάστρο, ο Sekou Toure και ο Modibo Keita στην αγκαλιά αυτού που είχε απομείνει από την Τρίτη Διεθνή.
Σήμερα η Αποικιακή Διεθνής που αναγνωρίστηκε από τον Σουλτάν Γκαλίεφ υπάρχει. Παίρνει τη μορφή του Αφρο-Ασιατικού μπλοκ, το οποίο αρχίζει να επεκτείνεται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, και να ενώνεται εναντίον της λευκής κυριαρχίας, όπως ονειρεύτηκε ότι θα γίνει ο Τάταρος κομισάριος. Όμως, ήδη υπάρχουν διαφορές, οι οποίες δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε διάσπαση, μεταξύ της μαρξιστικής πτέρυγας που επιδιώκει την ταχεία πορεία προς τον σοσιαλισμό, και της αστικής πτέρυγας που ευνοεί τον αργό μετασχηματισμό ή ακόμη και να μην αλλάξει τίποτα. Υπάρχουν επίσης ορισμένες αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.
Από το 1954 η Σοβιετική Ένωση έχει υποστηρίξει αυτή την Αποικιακή Διεθνή. Αλλά ο Khrushchev μόνο φαινομενικά και εν μέρει ακολουθεί τη γραμμή του Σουλτάν Γκαλίεφ. Οι αποικιακοί λαοί εξακολουθούν να θεωρούνται μόνο ως εφεδρική δύναμη το έργο της οποίας είναι να ασκήσει πίεση στους λευκούς αντιπάλους της Σοβιετικής Ένωσης, για να αποσπάσει παραχωρήσεις από αυτούς, ώστε να μην τους καταστρέψει. Η Σοβιετική Ένωση δεν ενθαρρύνει τις κοινωνικοποιήσεις στον τρίτο κόσμο και πιθανότατα ακόμα και να μην τις επιθυμεί. Φαίνεται ότι οι σοβιετικές αρχές, τελικά, συμφωνούν με τον Σουλτάν Γκαλίεφ σε αυτό το σημείο, αλλά το κίνητρό τους δεν είναι να ενισχυθεί η επανάσταση· ο στόχος τους είναι πολύ πιο εγωιστικός. Ο παγκόσμιος θρίαμβος του σοσιαλισμού εξακολουθεί να θεωρείται ουσιαστικά αποτέλεσμα της περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικής εξέλιξης των βιομηχανικά προηγμένων χωρών. Μόνο στην Κίνα, όπου η απόσταση και η παραδοσιακή κινεζική πονηριά διευκόλυναν να παρακαμφθεί η διεθνής σταλινική στρατηγική, ο μαρξιστικός εθνικισμός ήταν σε θέση να αναδυθεί θριαμβευτικά στο πλαίσιο ενός παραδοσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος. Πράγματι, ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν αρκετά ικανός για να εφαρμόσει τις ιδέες που υπερασπίζονταν η Κομιντέρν κατά τη διάρκεια της φάσης των λαϊκών ή εθνικών μετώπων. Αλλά τις εφάρμοσε συστηματικά και με συνέπεια. Η νίκη του και οι περιστάσεις που ακολούθησαν, η μαχητική εχθρότητα των λευκών εθνών και η κοινωνικοποίηση της κινεζικής κοινωνίας, τον οδήγησαν να αναλάβει το τιμόνι ενός νέου τύπου αποικιακού κομμουνισμού, τον οποίο πρότεινε ως πρότυπο για ολόκληρο τον υπανάπτυκτο κόσμο από το 1949. Από τότε, τα γεγονότα στην Κίνα φέρνουν συνεχώς τις ιδέες των νέων Κινέζων ηγετών όλο και πιο κοντά σε μερικές ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ. Η υπεροχή της αποικιακής επανάστασης και ο φόβος ότι η νεο-αποικιοκρατία, ή έστω ο νεο-πατερναλισμός, θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν μέσα από την καρδιά του ίδιου του σοσιαλιστικού κόσμου είναι ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο θέματα.
Έτσι, οι ιδέες του Σουλτάν Γκαλίεφ ξαναέρχονται στην επιφάνεια στα δύο βασικά ρεύματα του παγκόσμιου κομμουνισμού. Φυσικά, κανένας δεν αναφέρει αυτόν τον καταδικασμένο πρωτοπόρο των χθεσινών σκοτεινών αγώνων. Και όμως μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος προφήτης του αποικιακού αγώνα ενάντια λευκή ηγεμονία μέσα στο εσωτερικό του σοσιαλισμού, ο πρώτος που πρόβλεψε μια διάσπαση μεταξύ ευρωπαϊκού και ρώσικου κομμουνισμού και του Αποικιακού κομμουνισμού. Θα μπορούσε επίσης να είναι γνωστός ως αυτός που διακήρυξε πρώτος τη σημασία του μαρξιστικού εθνικισμού στις αποικιακές χώρες, καθώς και το διεθνές ενδιαφέρον για το σοσιαλισμό αυτών των εθνικών κινημάτων που δεν προβλέπουν την άμεση ολοκλήρωση του ταξικού πολέμου και την κοινωνικοποίηση. Ακόμα και ο ίδιος ο Μάο υιοθέτησε αυτή τη θέση στο Yenan. Το μέλλον χωρίς αμφιβολία θα βγάλει τη δική του ετυμηγορία σχετικά με τον πρώτο εκπρόσωπο του Τρίτου Κόσμου, στο πλαίσιο του κομμουνιστικού κινήματος. Σίγουρα δεν θα δυσκολευτεί να του αναγνωρίσει τον ρόλο του απόκληρου προφήτη.
1960
Μετάφραση: e la libertà
Πηγή: Maxime Rodinson, «Sultan Galiev - a forgotten precursor. Socialism and the National Question», Europe solidaire sans frontieres, 26 Οκτωβρίου 2006.
Σημειώσεις
i Βλ. Douglas Johnson, «Maxime Rodinson, Marxist historian of Islam», Guardian, Ιούνη 3, 2004.
ii Δείτε τη χρήσιμη υπόψη για την εξέλιξη της πολιτικής των Μπολσεβίκων ως προς την αυτοδιάθεση, βάσει του Λένιν στο E. H. Carr, The Bolshevik Revolution 1917-1923, τόμος 1, Penguin, 1977, Chapters 11-14, σσ. 292-435.
iii Carlotta Gall και Thomas De Waal, Chechnya, Pan, 1997, σελ. 21.
iv Βλ. M. Lewin, Lenin's Last Struggle, Pluto, 1975.
v N. Bukharin και E. Preobrazhensky, The ABC of Communism, Penguin, 1970, σελ. 248.
vi E. H. Carr, ο.π., σσ. 323, 329-30.
vii Ed. B. Pearce, Baku: Congress of the Peoples of the East, New Park, 1977, σσ. 23-36.
viii R. A. Rosenstone, Romantic Revolutionary, Penguin, 1982, σελ.378.
ix Pearce, ο.π., . σελ. 190.
1 Alexandre Bennigsen και Chantal Quelquejay, Les Mouvements Nationaux chez les Musulmans de Russie, 1: Le 'Sultangalievisme' au Tartarstan, Mouton, La Haye, 1960 (Documents et Temoignages, 3).
2 Στην πραγματικότητα, σε μία από τις ομιλίες στο Τέταρτο Συνέδριο της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που αναφέρεται στους αγωνιστές που ήταν υπεύθυνοι για τις δημοκρατίες και τις εθνικές περιφέρειες, 9 - 12 Ιουνίου 1923. Βλ. I. V. Stalin,, Sotshineniya, Bk. V, Μόσχα, 1947, σσ. 301-312. Για σημαντικές λεπτομέρειες αυτής της διάσκεψης, η οποία ζήτησε να καταδικάσουν ειδικά τον Sultan Galiev, ο οποίος είχε συλληφθεί στα τέλη Απριλίου ή κάποια στιγμή το Μάιο, βλ. E. H. Carr, A History of Soviet Russia, τ.. IV, The Interregnum, Macmillan, Λονδίνο, 1960, σσ. 287-9. Οι Bennigsen και Quelquejay εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με το απόσπασμα. Μια φωτογραφία των συμμετεχόντων στο Συνέδριο, το οποίο ήταν μόλις το τέταρτο, προκειμένου να υποβαθμιστεί η σημασία του, εμφανίζεται στην επίσημη Istoriya Kommunistitsheskoy partii Sovietskogo soyuza, Bk. IV /Ι, Μόσχα, 1970, σελ. 283. Το συνοδευτικό σχόλιο καθιστά σαφές ότι η καταδίκη του Sultan Galiev εξακολουθεί να υφίσταται στην επίσημη ιδεολογία, και πράγματι ενισχύεται από τις σύγχρονες θεωρήσεις.
3 Για παράδειγμα, Sariddine Aini, Boukhara, μεταφρασμένο από τα τατζικικά από τους S. Borodine και P. Korotkine, Gallimard, Παρίσι, 1956. Moukhtar Aouezov, La Jeunesse d' Abai, μεταφρασμένο από τα καζακικά από τους L. Sobolev και Α. Vitez, Gallimard, Παρίσι, 1959.
4 Όπως είπε κάποτε ο Τρότσκι. L. Trotsky, Stalin,, Hollis and Carter, Λονδίνο, 1947, σελ .417.
5 Walter Z. Laqueur, The Soviet Union and the Middle East, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1959, σελ. 22.
6 «Summary of a discussion on the right of nations to self-determination [Περίληψη της συζήτησης για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση]» στο V. I. Lenin, Critical Remarks on the National Question [Κριτικές παρατηρήσεις για το εθνικό ζήτημα], Collected Works, τόμ. 20, σ.1-34 (4η ρωσική έκδ.). Για μια ανάλυση για το πώς εξελίχθηκε η θέση του Λένιν, πού διέφερε από του Στάλιν και πώς το πρόβλημα εκδηλώνεται στη Σοβιετική Ένωση σήμερα, βλ. Η. Carrere d' Encausse, «Unite et proletarienne nationale diversite, Lenine et la Theorie de l'autodetermination» στο Revue Francaise de Science Politique, τόμ.. XXI, Αρ. 2, σσ. 221-255.
7 Stalin, Marxism and the National Question.
8 Πιθανώς ελαχιστοποιώ το πρόβλημα. Βλ. Α. Bennigsen και C. Lemercier-Quelquejay, L'Islam en Union Sovietique, Payot, Παρίσι, 1968, για μια αντικειμενική περιγραφή.
9 Παρατηρήσεις για το «Εθνικότητες και αυτονομία»· βλ. Marxist Quarterly, Οκτώβριος 1956, σελ. 255. «National apparatuses [εθνικός μηχανισμός]» αναφέρεται στο μηχανισμό των μη ρωσικών Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ένωσης.