Ήμουν κι εγώ εκεί……Ναι! 50 χρόνια πριν, στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου
της Νατάσας Αγγελοπούλου
Αναδημοσίευση από το https://selidodeiktis.edu.gr/
Το 2018, μόλις 5 χρόνια πριν και 50 χρόνια μετά το Μάη του ’68, είχα γράψει ένα κείμενο με κύριο επίδικο να αποδείξω ότι η Εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν μόνη, συνδεόταν πολλαπλά με τα παγκόσμια νεολαιίστικα κινήματα-«επιγόνους» του ’68-’69, τόσο κυριολεκτικά, όσο και πολιτικά, αλλά και από άποψη πολιτισμικών επιρροών.
Σήμερα, διαπιστώνω με φρίκη, ότι το κύριο επίδικο απέναντι σε μια πολλαπλά συντηρητικοποιημένη ελληνική κοινωνία, είναι να αποδείξεις ότι η Εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973, υπήρξε όντως. Δηλαδή να αποδείξεις ότι εσύ (που την έζησες και την βίωσες με πολλούς τρόπους και τυπώθηκε στο σώμα σου με πυρωμένο σίδερο)… δεν είσαι ελέφαντας.
Σ’ ένα συνέδριο για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, του Πάντειου Πανεπιστήμιου (που έχει τη φήμη του «προοδευτικού»), σε μια εισήγηση για τις σχετικές σχολικές γιορτές, η εισηγήτρια μας είπε λίγο-πολύ, ότι όλα τα «συγκρουσιακά» (από άποψη πολιτική) ιστορικά γεγονότα, είναι πάντα αμφισβητήσιμο αν υπήρξαν πράγματι ή όχι. Άλλος εισηγητής μας είπε, ότι οι μόνες γραπτές αναφορές που υπάρχουν για το 3ήμερο της Εξέγερσης είναι από συνεντεύξεις μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της Κατάληψης, και μέσω των ερωτήσεων που τους τέθηκαν από τους δημοσιογράφους, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι ό,τι έλεγαν αυτοί που εξαγόρασαν πολλαπλά το κινηματικό τους παρελθόν, με ό,τι έλεγαν αυτοί που συνειδητά έμειναν στην άκρη. Ενώ δεν υπάρχει καμία γραπτή βιωματική αναφορά από απλούς συμμετέχοντες. Αλλά φυσικά, κανείς από τους εισηγητές δεν φρόντισε να συλλέξει, τις άπειρες προφορικές αναφορές των απλών συμμετεχόντων.
Σε λίγα χρόνια, κάποιοι «προοδευτικοί» θα μας πουν ότι οι αναφορές που υπάρχουν «κατασκευάστηκαν», για να πλάσουν ένα μύθο.
Και απέναντι σ’ αυτά, κυρία μεγάλης ηλικίας από το ακροατήριο (που ηλικιακά θα μπορούσε να είναι και συμμετέχουσα), μας εδήλωσε ότι είναι άχρηστο να ασχολούμαστε με το αν υπήρξε ή όχι, ένα γεγονός, στο οποίο οι συμμετέχοντες δεν ξεπέρασαν τους… 3000!
Δεν καταπιάνομαι καθόλου με τα αφηγήματα των τηλεοπτικών καναλιών, και των δεξιών ή ακροδεξιών εντύπων.
Απέναντι λοιπόν σ’ αυτήν τη λαίλαπα, που προσπαθεί να ανατρέψει πλήρως την πραγματική ιστορία, και στον τρόμο που με κατακλύζει όταν σκέφτομαι τι θα γίνει όταν σε λίγα χρόνια (10; 20; άντε 30 το πολύ-πολύ-πολύ), όλοι εμείς οι απλοί συμμετέχοντες που έχουν απέναντί τους σήμερα, θα έχουμε εκλείψει απ’ τη ζωή, αποφάσισα να γράψω ένα κείμενο, όπου θα υπάρχει κυρίως το προσωπικό μου βίωμα σαν μαθήτριας 17 χρονών τότε, στο Δημόσιο Γυμνάσιο Φιλοθέης και στο Φροντιστήριο στο κέντρο της Αθήνας.
Πηγαίνοντας φροντιστήριο: στους γύρω δρόμους μυρίζει εξέγερση
Το Σεπτέμβρη του ’72 πηγαίνω φροντιστήριο για εισαγωγικές στο Πολυτεχνείο. Τα φροντιστήρια που υπήρχαν τότε για προετοιμασία στις εισαγωγικές, ήταν πρακτικά όλα στο κέντρο της Αθήνας. Εγώ πηγαίνω στο φροντιστήριο του Σαββαΐδη, πολύ χαμηλά στη Σόλωνος, ανάμεσα στη Νομική (λίγο πιο πάνω στη Σόλωνος), και στο Πολυτεχνείο (3 βήματα παραπέρα). Στην κυριολεξία στο κέντρο των εξελίξεων.
Γινόμαστε κολλητοί φίλοι με το Γιώργο και τον Ηλία, (από τότε και για πολλά χρόνια μετά). Μαζί αρχίζουμε και οργανώνουμε βόλτες στους γύρω δρόμους, ενίοτε και κάποιες κοπάνες. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι με νεαρούς φοιτητές, με μακριά μαλλιά και μούσια και νεαρές φοιτήτριες με τζιν ή κελεμπίες και ταγάρι στον ώμο. Τους κοιτάζουμε γεμάτοι ζήλια και θαυμασμό. Εγώ αρχίζω και μιμούμαι όσο μπορώ τις φοιτήτριες, ο Γιώργος κι ο Ηλίας δεν μπορούν να κάνουν το αντίστοιχο. Έτσι μεγαλώνει το πάθος τους να περάσουν στο Πολυτεχνείο. Όχι ότι το δικό μου πάει πίσω.
Για τους από πάνω, κρατική τηλεόραση, αλλά και τους περισσότερους γονείς και δασκάλους, αυτοί οι νεαροί και νεαρές, είναι αλήτες. Και είναι τόσο έντονο αυτό, που στη θέση του «…και οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες», από το «Άξιον εστί» του Οδ. Ελύτη, που έβαζε συχνά ο σταθμός του Πολυτεχνείου τις μέρες της εξέγερσης, εμένα γράφτηκε στη μνήμη μου μια μικρή παραλλαγή: «…και οι νέοι με τα μακριά μαλλιά που τους έλεγαν αλήτες». Για κακή τους τύχη αυτή η προπαγάνδα όχι μόνο δεν πιάνει, αλλά δυναμώνει το πάθος μας να γίνουμε κι εμείς ίδιοι, μαζί με το θαυμασμό μας προς ό,τι κάνουν οι φοιτητές.
Ταυτόχρονα, στην κυριολεξία «μυρίζει» παντού εξέγερση. Αντιλαμβανόμαστε, παρ’ όλο που δεν ακούμε τα λόγια, ότι παρέες-παρέες συνωμοτούν πολιτικά, δεν φλερτάρουν απλώς ή κάνουν επίδειξη των καινούριων τους ρούχων. Μας μοιράζουν συχνά προκηρύξεις, φυσικά παράνομες, που δεν τις πετάμε στα σκουπίδια όπως σήμερα όλος ο κόσμος, αλλά τις διαβάζουμε γεμάτοι λαχτάρα. Δεν μπορείς να μη σκεφτείς σήμερα ότι η τόσο μεγάλη καταπίεση που υπήρχε επί χούντας οδηγούσε σε αντίσταση ενώ πετώντας στον κόσμο λίγα ψίχουλα δήθεν ελευθερίας, πετυχαίνεις να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση.
Το Φλεβάρη του ‘73 παίρνουμε χαμπάρι τα επεισόδια της Νομικής. Ακούγονται μέχρι κάτω τη Σόλωνος αχνά τα συνθήματα, κάποιος απ’ τους 3 μας έχει δει το αναρτημένο πανό και προσπαθούμε να πάρουμε μέρος σ’ αυτήν την τεράστια γιορτή απελευθέρωσης, όσο γίνεται πιο πολύ. Σε μια κοπάνα ανηφορίζουμε όλο χαρά τη Σόλωνος προσπαθώντας να φτάσουμε στη Νομική και να μπούμε μέσα. Εγώ δεν κρατιέμαι απ’ τη χαρά μου, χοροπηδάω και φωνάζω ανάμεσα στους δυο τους, που μου λένε ψιθυριστά, αλλά αρκετά έντονα: «Νατάσα πρόσεχε, Νατάσα σταμάτα»!! Τρεις-τέσσερις μπάτσοι (δεν υπήρχαν ΜΑΤ τότε) κατηφορίζουν τη Σόλωνος, ακριβώς απέναντί μας κραδαίνοντας τα ρόπαλα, έτοιμοι προς επίθεση. Εγώ απ’ τη χαρά μου, δεν τους βλέπω καν, και φωνάζω: «Αχ! Πόσο χαίρομαι, πόσο χαίρομαι»! Οπότε μού ‘ρχεται μια ξεγυρισμένη για τα δικά μου μέτρα σφαλιάρα, που είδα τον ουρανό σφοντύλι (στην πραγματικότητα ξώφαλτση γιατί δεν μου άφησε καν σημάδι), και ο μπάτσος ουρλιάζει: «Να μωρή για να μάθεις να χαίρεσαι». Και οι δυο φίλοι μου λένε: «Λοιπόν θα μάθεις να προσέχεις άλλη φορά»;
Όχι ότι έπαθα και τίποτα. Οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια εκείνη την εποχή έδιναν κι έπαιρναν.
Αλλά και η αλληλεγγύη επίσης. Όχι αλληλεγγύη με τους όρους που τη γνωρίζουμε σήμερα. Πορείες διαμαρτυρίας, δημόσια κείμενα κλπ. Μια αλληλεγγύη όσο γίνεται πιο σιωπηλή, και ίσως πολύ πιο ουσιαστική, και πιο επικίνδυνη για τους από πάνω, γιατί διαμορφώνει συνειδήσεις μ’ ένα τρόπο εξαιρετικά αποτελεσματικό γιατί μπαίνει μέσα και το συναίσθημα.
Κάποιες τέτοιες μορφές αλληλεγγύης τις έχω αντιληφθεί εκ των υστέρων, μέσα απ’ τις διηγήσεις του συντρόφου μου, αλλά θα τις διηγηθώ εδώ πριν απ’ όλα γιατί τις θεωρώ εξαιρετικά συγκινητικές. Αλλά και γιατί πιστεύω ότι χωρίς να τις γνωρίζουμε τότε οι απ’ έξω, στην κυριολεξία τις οσμιζόμασταν στον αέρα, και διαμόρφωναν ένα γενικότερο κλίμα αλληλεγγύης, τόσο μα τόσο διαφορετικό απ’ το κλίμα απόλυτης εξατομίκευσης που για την ώρα επικρατεί σήμερα.
Ο Τάκης, πρωτοετής στην Αρχιτεκτονική το ’73-’74 και όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος ακόμα τότε, αντιλαμβάνεται ότι μαζεύονται κάποιοι που κάνουν ομαδικά τις εργασίες των κρατούμενων φοιτητών, για να μπορέσουν αυτοί να περάσουν στα μαθήματα που βαθμολογούνται απ’ τις εργασίες. Συμμετέχει όσο μπορεί κι ο ίδιος, γνωρίζοντας ταυτόχρονα διάφορους μεγαλύτερους, ενδιαφέροντες και πιο συνειδητοποιημένους πολιτικά φοιτητές.
Αυτό το κλίμα είναι τόσο γενικευμένο, ώστε οδηγεί αυτόματα στην αλληλεγγύη όλων των πρωτοετών, στον μοναδικό κωφάλαλο συμφοιτητή τους και στην πλήρη ένταξή του ανάμεσά τους. Δεν χρειάστηκε κανείς να τους μιλήσει για την αποδοχή της διαφορετικότητας. Στη διάρκεια των εξετάσεων, κάποιος απ’ τους καθηγητές αρνήθηκε να δώσει τα θέματα και γραπτά, αδιαφορώντας για το ότι ο Αργύρης δεν μπορεί έτσι να συμμετέχει και άρα θα μηδενιστεί. Τότε όλοι οι συνεξεταζόμενοι, αυτόματα, χωρίς καν να το προτείνει κάποιος, σηκώνονται και παραδίδουν λευκή κόλλα. Και αυτή η συλλογική ενέργεια γίνεται παρ’ όλο το προσωπικό κόστος που μπορεί να είχε για τον καθένα. Γιατί ο κάθε φοιτητής της Αρχιτεκτονικής τότε, γνώριζε ποιος ήταν ο προσωπικός του ασφαλίτης… Φυσικά δεν ξανάγινε ποτέ, και από κανέναν καθηγητή κάτι τέτοιο.
Τέλος, μετά το αιματηρό τέλος της εξέγερσης, ο Τάκης συλλαμβάνεται, και τρώει και ξύλο απ’ τους μπάτσους γιατί… πρωτοστατούσε στη διοργάνωση εκδρομής που δεν ελεγχόταν απ’ τη διοίκηση του ιδρύματος!!! Αυτό και μόνο δείχνει πόσο πολύ έτρεμαν τη συγκρότηση οποιασδήποτε συλλογικότητας, όσο και αν δεν είχε πολιτικό πρόσημο, αφού φέρνει τους ανθρώπους κοντά και δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους.
Και για να επανέλθουμε στα δικά μου και τα επεισόδια στη Νομική. Θα ήταν αδιανόητο τότε για κάποιον απ’ τους τρεις μας να εγκαταλείψει τους άλλους δύο για να σώσει το τομάρι του. Μετά την επίθεση του μπάτσου εναντίον μου, ο Γιώργος ή ο Ηλίας δε σκέφτηκαν να το βάλουν στα πόδια. Συνέχισαν να με κρατούν ανάμεσά τους όσο πιο προστατευτικά μπορούσαν. Δεν ήταν και λίγο…
Τα επεισόδια της Νομικής προετοιμάζουν και κάμποσους απ’ τους μαθητές για την εξέγερση του Πολυτεχνείου που έρχεται κάποιους μήνες αργότερα. Ενώ το κλίμα του τρόμου που μας έκανε να βλέπουμε με καχυποψία τον κάθε διπλανό μας εξαφανίζεται με ταχύτητα στο βάθος του ορίζοντα. Γι’ αυτό τρέμουν οι συνταγματάρχες, γι’ αυτό προτείνουν τη δήθεν φιλελευθεροποίηση με το Μαρκεζίνη, γι’ αυτό συγχρόνως είναι έτοιμοι για την πιο άγρια και αιματηρή καταστολή.
Η έκρηξη του ηφαιστείου: η εξέγερση του πολυτεχνείου έφτασε
Δεν θα μπω εδώ στη διαδικασία να περιγράψω τα συγκεκριμένα γεγονότα και την εξέλιξη της Εξέγερσης. Είναι κάτι που έχει γίνει άπειρες φορές, και συχνά εξονυχιστικά, μέσα από άρθρα βιβλία, φωτογραφικά άλμπουμ κλπ., στα οποία μπορεί κανείς να ανατρέξει. Σήμερα ωστόσο που γίνεται συστηματική προσπάθεια ξαναγραψίματος της ιστορίας και άρνησης της εξέγερσης και της αιματηρής καταστολής της (δεν υπήρχαν νεκροί, οι ίδιοι οι φοιτητές κάλεσαν το τανκ!! και διάφορα άλλα τέτοια για μένα ευτράπελα), θα ήθελα να πω δυο-τρία πράγματα μόνο.
Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν εξαιρετικά σημαντική και δεν έφερε απλώς την κατάρρευση της Χούντας (αντίθετα από το συνήθως υποστηριζόμενο ότι την έφερε η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο), αλλά και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πολιτική πορεία της χώρας.
Αυτή ήταν που έδωσε την ώθηση για το μεταπολιτευτικό νικηφόρο κίνημα αποχουντοποίησης (η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες σ’ όλο τον κόσμο που τιμώρησε θεαματικά τους πρώην δικτάτορες), αλλά και για ένα γενικότερο πολιτικό-ανατρεπτικό κίνημα όχι μόνο φοιτητικό, που μπορεί να μην κατάφερε να φτάσει στη συνολική ανατροπή, κατάφερε ωστόσο να επιβάλει συνολικές αλλαγές πολύ σημαντικές. Από εθνικοποιήσεις (τραπεζών, νοσοκομείων κλπ.), μέχρι την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και το οριστικό τέλος του μετεμφυλιακού τρόμου.
Επίσης κατάφερε να δημιουργήσει μια κινηματική ετοιμότητα που ουσιαστικά κρατάει ακόμα. Θυμίζω απλώς ότι εδώ υπήρξε, απέναντι στα αντεργατικά μέτρα τα μετά την κρίση, ένα από τα ισχυρότερα «κινήματα πλατειών» σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Τα γεγονότα που θα διηγηθώ, και αφορούν μόνο τη συμμετοχή του Γυμνασίου Φιλοθέης στην εξέγερση, τα θεωρώ σημαντικά. Γιατί παρ’ όλο που αποτελούν ένα μικρό-μικρό λιθαράκι μέσα στα συνολικά, δείχνουν πολύ καλά πόσο πολύ επηρεάστηκε και πόσο πολύ συμμετείχε στην εξέγερση ένα πολύ ευρύτερο κοινό από το φοιτητικό, αλλά και τον τρόπο που αυτή η εξέγερση διαμόρφωσε συνειδήσεις.
Η όποια προσωπική συμμετοχή μου, ούτε σ’ αυτό το μικρό λιθαράκι, δεν υπήρξε ποτέ με κανένα τρόπο πρωταγωνιστική, μάλλον το αντίθετο. Έως και ντροπιαστικά άτολμη και πολύ-πολύ μικρή. Απλώς συμμετείχα μαζί με πολλούς-πολλούς άλλους, και δεν πλήρωσα και κανένα τίμημα ποτέ γι’ αυτήν τη συμμετοχή. Ενώ κάποιοι άλλοι συμμαθητές φαίνεται ότι πλήρωσαν ακριβά τη συμμετοχή τους.
Θεωρώ απαραίτητη αυτήν την εξήγηση, γιατί δεν θέλω με κανένα τρόπο να συμμετέχω στην τεράστια εμποροπανήγυρη που δημιουργήθηκε από διάφορους που πούλησαν τον «ηρωισμό» τους, για να εξασφαλίσουν θέσεις, διακρίσεις κλπ. Εγώ δεν έχω κανένα ηρωισμό να πουλήσω. Μόνο την εικόνα και την ατμόσφαιρα της εποχής θέλω να μεταφέρω.
Τέλος, επειδή έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε, ούτε φημίζομαι για την καλή μου μνήμη, δεν εγγυώμαι για την απόλυτη πιστότητα αυτής της μεταφοράς. Γνωρίζω βέβαια ότι δεν γράφω κάποια ιστορική μελέτη, απλώς μια προσωπική αφήγηση κάνω. Ωστόσο προσπάθησα όσο μπορούσα να πλησιάσω αυτήν την πιστότητα συνομιλώντας με όσους από τους παλιούς συμμαθητές βρήκα, και τους ευχαριστώ για την πολύτιμη και πολλές φορές συγκινητική βοήθειά τους. Πιστεύω ότι και γι’ αυτούς, όπως και για μένα, αυτή η εμπειρία υπήρξε μοναδική και διαμορφωτική.
1. Το Γυμνάσιο Φιλοθέης αντιλαμβάνεται την κατάληψη και συζητάει
Το Γυμνάσιο Φιλοθέης ήταν απ’ τα Γυμνάσια που με τον τρόπο τους συμμετείχαν στην τριήμερη Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το σημαντικότερο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών των 3 τμημάτων της 6ης τάξης έκανε 2ήμερη «αποχή». Τη λέξη αποχή βέβαια δεν τη γνωρίζαμε τότε, αυτό που αποφασίσαμε να κάνουμε ήταν κοπάνα, αλλά στην ουσία ήταν αποχή, γιατί έγινε μαζικά και με συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Οι περισσότεροι απ’ τους μαθητές που έκαναν «αποχή», τουλάχιστον την Παρασκευή 17 Νοέμβρη, κατέβηκαν στο Πολυτεχνείο και συμμετείχαν στα γεγονότα που κατέληξαν στην επίθεση των τανκς.
Η συμμετοχή αυτή δεν έγινε με συγκροτημένο τρόπο, δεν κατεβήκαμε δηλαδή με πορεία σαν σχολείο κάτω, αλλά δυο-δυο, τρεις-τρεις, σε μικρές παρέες αυθόρμητα. Κατ’ αρχήν δεν υπήρχε κανένα χρονικό περιθώριο για τέτοιου είδους, και μάλιστα συνωμοτική, οργάνωση. Αλλά και δεν είχαμε ιδέα για το πώς να το κάνουμε. Και αυτό είναι και το πιο εντυπωσιακό, τα πλήθη μαθητών μαζί με όλους τους άλλους που κατέκλυσαν το κέντρο αυθόρμητα. Προσπαθώντας όχι μόνο να στηρίξουν, αλλά και να συμμετέχουν ενεργά σε μια εξέγερση που είχε άμεσο πολιτικό στόχο, την πτώση της Χούντας. Αλλά και πολλαπλό έμμεσο πολιτικό-απελευθερωτικό μήνυμα. Και αυτά τα πλήθη των μαθητών γνώριζαν πολύ καλά ότι κινδύνευαν. Άλλο θέμα ότι αυτή η γνώση των κινδύνων έμενε ανενεργή, στο πίσω μέρος του μυαλού, γιατί η απελευθερωτική χαρά της εξέγερσης σκίαζε οτιδήποτε άλλο.
Αυτό που κατά κάποιο τρόπο οργανώθηκε, ήταν η μαζικότητα της «κοπάνας-αποχής», με ψιθυρίσματα από στόμα σε στόμα. Επίσης έγινε προσπάθεια να υπάρξει κάποια επιτροπή εκπροσώπησης του σχολείου μέσα στο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι πολύ έντονα μια συζήτηση-συνέλευση, στην μοναδική καφετέρια που υπήρχε τότε στην περιοχή, τον Αϊδίνη. Οργανώθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης μέρας «κοπάνας-αποχής», από το δικό μου τμήμα, το πρακτικό. Όχι ότι γνωρίζαμε τότε τη λέξη συνέλευση. Ακόμα κι εγώ που προερχόμουνα από περιβάλλον έντονα πολιτικοποιημένο, η μοναδική φορά που θυμάμαι αόριστα να έχω ακούσει τη λέξη ήταν γύρω στα 6 μου χρόνια, όταν οι καθηγητές είχαν κατέβει σε πολυήμερη απεργία και συζητιόταν μπροστά μου τα της συνέλευσής τους. Δεν μπορούσα προφανώς να κάνω καμία σύνδεση με ότι ζούσα στη διάρκεια της Εξέγερσης του ’73..
Η αίσθηση που έχει αφήσει σε μένα, είναι μιας πρώτης φοράς που πήρα γεύση από συλλογικές διαδικασίες, μια συναρπαστική αίσθηση συνέλευσης, όχι βέβαια εκλογικής ή τυπικής αλλά ουσίας.
Θυμάμαι ακόμα την συζήτηση για το ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να μπούμε μέσα στο Πολυτεχνείο και να χαιρετίσουμε την κατάληψη εκ μέρους του Γυμνασίου Φιλοθέης. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν αποφασίσαμε για συγκεκριμένα άτομα που θα κάνουν το χαιρετισμό ή το αφήσαμε στην τύχη. Αυτό που θυμάμαι με βεβαιότητα είναι ότι εγώ, την Πέμπτη το βράδυ, περίμενα με τις ώρες στην ουρά μπροστά στη πύλη, όπου οι φοιτητές προσπαθούσαν να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο στους εισερχόμενους (για να αποφύγουν προφανώς τους συνηθέστατους εκείνη την εποχή αλλά επικίνδυνους χαφιέδες). Δεν με είχε προτείνει πάντως κανείς για να κάνω εγώ χαιρετισμό. Για όποιο λόγο και να πήγα τελικά έφυγα άπραχτη.
Ήθελα ίσως να μη γίνω πολύ «κακό παιδί», να πάω δηλαδή και λίγο απ’ το φροντιστήριο, ή να γυρίσω στην ώρα μου στο σπίτι. Ίσως και να φοβόμουνα κατά βάθος να μπω μέσα. Πάντως κουβαλάω τύψεις ακόμα για το ότι δεν μπήκα. Αυτός ο χαιρετισμός όμως, έγινε τελικά από κάποιον ή από κάποιους.
2. Μια όμορφη προσωπική εμπειρία
Θα πρέπει να πω εδώ προκαταβολικά, ότι παρ’ όλο που κουβαλάω ακόμα ενοχές, γιατί δεν έμεινα μέχρι την τελευταία στιγμή κάτω να ρισκάρω τη ζωή μου (ναι! μόνον έτσι πετυχαίνουν οι εξεγέρσεις, όταν κάποιοι ρισκάρουν τη ζωή τους), είμαι ταυτόχρονα πολύ περήφανη για την όποια μικρή δική μου συμμετοχή.
Η προσωπική μου εμπειρία παρ’ όλο που είναι φτωχή σε σχέση με τις εμπειρίες άλλων ανθρώπων, νομίζω ότι είναι χαρακτηριστική και χρήσιμη σαν αντίλογος στην σημερινή προσπάθεια ξαναγραψίματος της ιστορίας, στην προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η Εξέγερση και η αιματηρή καταστολή της δεν υπήρξαν ποτέ.
Την Πέμπτη παρ’ όλο που δεν τα κατάφερα να μπω μέσα, αυτό που έζησα ήταν η μαγεία και η απελευθερωτική χαρά της Εξέγερσης. Οι εικόνες είναι πολύ έντονες για να μπορέσουν να σβηστούν. Τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ που κυκλοφορούσαν ακόμα στο κέντρο όλα γεμάτα με πανό και συνθήματα εναντίον της Χούντας. Παρ’ όλο που δεν υπήρχε διακοπή κυκλοφορίας, πλήθη κόσμου είναι ήδη γύρω απ’ το Πολυτεχνείο ενώ κατεβαίνουν συνέχεια κι άλλοι, κάποιοι σε πορεία με πανό και συνθήματα. Συνθήματα ακούγονται συνέχεια από μέσα κι απ’ έξω, άλλα διεγερτικά κι άλλα ταυτόχρονα και σκωπτικά: «Δεν σε θέλει ο λαός πάρ’ τη Δέσποινα και μπρος», ή «πάρ’ τη γκόμενα και μπρός». Τα πιο έντονα πολιτικά συνθήματα, όπως το «Απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη», δεν τα πολυκαταλαβαίνουμε, αφού δεν ξέρουμε ότι στην Ταϋλάνδη μαίνεται ταυτόχρονα ένα φοιτητικό κίνημα με βασικό αίτημα το ίδιο, την πτώση μιας μισητής δικτατορίας. Εκείνο που καταλαβαίνουμε είναι, ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει κάτι εξ ίσου ή ίσως και πιο πολύ ανατρεπτικό.
Η αστυνομία για την ώρα φαίνεται σαν να παρακολουθεί αμήχανη και χωρίς ιδιαίτερα έντονη παρουσία στο κέντρο των εξελίξεων. Τα μεγάφωνα μεταδίδουν συνέχεια, ανάμεσα στα κείμενα με τα αιτήματα, αυτά τα πανέμορφα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη σε στίχους του Ρίτσου με το «Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» να επανέρχεται ξανά και ξανά.
Την Παρασκευή προς το βράδυ, εγώ με τον Ηλία και το Γιώργο φεύγουμε απ’ το φροντιστήριο και κατευθυνόμαστε όλο χαρά προς την πύλη του Πολυτεχνείου επί της Πατησίων. Πρέπει να είναι γύρω στις 7 και ήδη έχει σκοτεινιάσει. Παρ’ όλο που τα πράγματα έχουν ήδη σφίξει απ’ τη γιορτινή ατμόσφαιρα της προηγούμενης μέρας, που η αστυνομία φαινόταν σαν να περίμενε την εξέλιξη, εμείς στην αρχή δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Ήδη δηλαδή έχουν αρχίσει μαζικές συλλήψεις, επιδρομές αστυνομικών κάθε τόσο με τα κλομπς, ενώ η παρουσία τους είναι πλέον εμφανέστατη και μαζική παντού. Η άγρια καταστολή που θα επακολουθήσει μυρίζει στον αέρα.
Αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς στην αρχή, είναι την απελευθερωτική χαρά της Εξέγερσης της προηγούμενης μέρας πολλαπλασιασμένη. Δεν υπάρχει γωνιά της Αθήνας, απ’ την Πατησίων πέρα απ’ την Ιουλιανού απ’ τη μια μεριά και την Ομόνοια απ’ την άλλη, την Αλεξάνδρας μέχρι ψηλά δεν βλέπουμε πόσο, την Κάνιγγος, τη Σταδίου, και όπου αλλού μπορούμε να αντιληφθούμε, που να μην είναι τίγκα στον κόσμο. Και αυτός ο κόσμος φαίνεται πλέον όχι πλέον απλώς εξεγερμένος, αλλά εξαγριωμένος. Λες και χρόνια καταπίεσης και καταστολής φορτίζουν αυτή τη στιγμή άπειρα πλήθη, και τα προετοιμάζουν για σύγκρουση. Ας μην ξεχνάμε εξ άλλου, ότι είχαν περάσει τότε, μόλις 24 χρόνια από τη λήξη του Εμφύλιου, ενώ σήμερα 50 ολόκληρα από τα γεγονότα του ’73.
Ακόμα αντιλαμβανόμαστε το Σταθμό του Πολυτεχνείου που βάζει ανάμεσα στα άλλα κάποιους στίχους απ’ τον Ύμνο εις την Ελευθερία που δεν γνωρίζαμε μέχρι τότε και μας δονούν με συγκίνηση.
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη εντροπαλή κι ένα στόμα ακαρτερούσες έλα πάλι να σου πεί.
Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήσαν όλα σιωπηλά γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Έτσι ανανοηματοδοτείται η λέξη ελευθερία, αλλά και ο Εθνικός Ύμνος που χρόνια σχολικής καταπίεσης και άρα γελοιοποίησης είχαν καταφέρει να απονοηματοδοτήσουν.
Πολύ γρήγορα όμως, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα, όλο αυτό μετατρέπεται σ’ ένα τοπίο τρόμου, χάους και βίας. Ξεκινάει απ’ την αστυνομία η χρήση χημικών μέσα στο πλήθος, που σιγά-σιγά επεκτείνονται σχεδόν παντού, χωρίς να υπάρχει οδός διαφυγής. Δεν είχαμε ξαναδεί χημικά στη ζωή μας και τώρα βλέπουμε ένα πηχτό σύννεφο να σκεπάζει τα πάντα, σ’ ολόκληρη την Πατησίων απ’ τη μια άκρη μέχρι την άλλη, και δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα. Το πλήθος αρχίζει να στήνει οδοφράγματα και φωτιές ν’ ανάβουν παντού, ενώ πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων τρέχουν έντρομές, προς όλες τις κατευθύνσεις, όλα τα γύρω στενά. Το πλήθος δεν φαίνεται διατεθειμένο να υποχωρήσει, παρ’ όλο που δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα απολύτως οργανωμένο σχέδιο για σύγκρουση.
Ταυτόχρονα ακούγονται διάφορες εκπυρσοκροτήσεις. Είναι απ’ τα χημικά που ανανεώνονται ακατάπαυστα, είναι από πυροβολισμούς όπλων; Δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε από τους ήχους. Από το Σταθμό του Πολυτεχνείου πάντως έχουν αρχίσει και ακούγονται εκκλήσεις για γιατρούς και φαρμακευτικό υλικό για τους σοβαρά τραυματισμένους που πολλαπλασιάζονται.
Μαζί με το Γιώργο και τον Ηλία κατευθυνόμαστε προς την Αλεξάνδρας χωρίς να ξέρουμε τι να κάνουμε. Προφανώς δεν λειτουργεί κανένα τέρμα λεωφορείων, ούτε στην Κάνιγγος, ούτε στη Στουρνάρα, ούτε πουθενά. Κάποια στιγμή γίνεται και έφοδος αστυνομικών πολύ κοντά μας, και μπαίνουμε τρέχοντας σε κάποιο απ’ τα γύρω στενά, απέναντι και πολύ κοντά στην Αλεξάνδρας. Εκεί, ώ! του θαύματος, μας ψαρεύουν οι γονείς μου και μας διασώζουν.
Ανοίγει ξαφνικά ένα παράθυρο αυτοκινήτου και φωνάζει ο πατέρας μου: «Μπάτε γρήγορα μέσα». Σταματάει ελάχιστα μέχρι να μπούμε και οι τρεις μας μέσα και μετά αρχίζει να κινείται ξανά, στην αρχή σιγά-σιγά μέχρι να του πουν ο Γιώργος κι ο Ηλίας που μένουν, για να τους πάμε σπίτια τους. Πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στις 10 και στις 11 το βράδυ.
Πώς βρέθηκαν αλήθεια εκεί; Δεν θυμάμαι να τους ρώτησα αλλά κι αν τους ρώτησα ήμουν τόσο συγκλονισμένη απ’ τα γεγονότα, που δεν άκουσα ή δεν συγκράτησα την απάντηση. Προφανώς θεωρούσα δεδομένη τη συμφωνία τους με τους φοιτητές αλλά και τη συμπαράστασή τους, ίσως να θεωρούσα και κάπως αυτονόητη την προστατευτική τους παρέμβαση, όπου τη χρειαζόμουν και ανά πάσα στιγμή.
Πιστεύω ότι ακούγοντας από τις 7 με 8 το βράδυ, το Σταθμό του Πολυτεχνείου να μεταδίδει πρώτα οδηγίες για την αντιμετώπιση των δακρυγόνων, μετά εκκλήσεις προς τον Ερυθρό Σταυρό αλλά και προς οποιονδήποτε γιατρό για την αντιμετώπιση των τραυματιών, αλλά και τη συνεχή δραματική επίκληση «είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, είστε αδέρφια μας, είμαστε άοπλοι!», καταλαβαίνουν πάνω-κάτω τι συμβαίνει και έχοντας και την τραυματική εικόνα των Δεκεμβριανών στη μνήμη (που πυροβολήθηκε το άοπλο πλήθος), ανησυχούν τρελά. Παίρνουν λοιπόν τους δρόμους από πολύ νωρίτερα, ευελπιστώντας να με πετύχουν κάπου πριν μου συμβεί το μοιραίο (συνέβη σε πολλούς εξ άλλου).
Θυμίζω ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Δεν υπήρχαν κινητά, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι στη γύρω περιοχή ήταν κατεστραμμένοι, και φυσικά περίπτερα και ψιλικατζίδικά (που διέθεταν τότε τηλέφωνα επί πληρωμή για το κοινό) είναι κλειστά σ’ όλη την ευρύτερη περιοχή των γεγονότων. Όταν με βρίσκουν εντελώς τυχαία είναι βέβαια πανευτυχείς. Θεωρούν όμως απόλυτη υποχρέωσή τους να μην αφήσουν τους φίλους μου στην τύχη τους, αλλά να τους μοιράσουν στα σπίτια τους.
Είναι μια ελάχιστη μορφή αλληλεγγύης, απ’ τις πολλές και διάφορες μορφές που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια των γεγονότων. Αλληλεγγύη από τους μεγαλύτερους που συμμετείχαν σε πολύ μικρότερο βαθμό στην Εξέγερση, προς τη νέα γενιά που αποτέλεσε τον κορμό της. Αλληλεγγύη που πήρε πολύ μεγάλες και συγκινητικές διαστάσεις. Κόσμος που κουβαλούσε τις δύο πρώτες μέρες στο Πολυτεχνείο φαγητό (ψωμιά, κονσέρβες κλπ), να έχουν οι φοιτητές και οι μαθητές που ήταν μέσα, ενώ την τελευταία μέρα πόρτες άνοιγαν προσφέροντας καταφύγιο στους κυνηγημένους απ’ την Αστυνομία, περιέθαλπαν τραυματίες, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Καθώς στριφογύριζα σήμερα, χωρίς να μπορώ να τελειώσω την αφήγηση γι’ αυτήν τη σημαδιακή της ζωής μου μέρα, έπεσα ξαφνικά πάνω σ’ ένα δικό μου μικρό ποίημα για τα μπλόκα του ’98. Το παραθέτω, γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μόνο ξαναδιαβάζοντας αυτές τις λέξεις μπόρεσα να τελειώσω την αφήγηση για τη ματωμένη Παρασκευή του ’73.
22-7-‘98
Ξανά στους δρόμους ανάψαν φωτιές
στις καρδιές μας το φόβο μας πατήσαμε
και η φλόγα φώτισε τα μάτια μας
Τα κτήνη μας κοίταξαν φοβισμένα
μανιασμένα προσπάθησαν να τη σβήσουν
μα οι δικές μας καρδιές μαζί χτυπούσαν και πάλι
ξαναβρήκαν οι λέξεις το δρόμο για την καρδιά μας
και η φλόγα δε σβήνει
μ’ ένα ζευγάρι χειροπέδες
Σ’ αγαπούσα ξανά σύντροφε
καθώς ορμούσες μπροστά ξεσκίζοντας το φόβο
σ’ αγαπούσα ξανά
όταν στο χέρι σου ζύγιαζες την πέτρα
όταν δάκρυζες για τη σύλληψη του διπλανού σου
Κι εγώ για πρώτη φορά αποφάσισα
να βιώσω το λαμπάδιασμα της εξέγερσης
μέχρι το τέλος
ν’ αντέξω το φόβο και να μη γυρίσω πίσω
Η ένοχη φυγή των 17 μου χρόνων
με κυνηγάει ακόμα
κι είπα:
Δε θα φύγω
εδώ είναι ό,τι αγαπώ
εδώ το τρέμουλο της ψυχής
και το πρόσωπο του κόσμου
Δε θα κάνω πίσω
αβυσσαλέο βλέποντας
στα μάτια τους το μίσος
Η αλληλεγγύη δεν εμπορεύεται
σπάνιο λουλούδι της κόλασης των δακρυγόνων
σε αβέβαιο μίσχο
και περιμένει
τη ματιά της αναγνώρισης και του πόνου
για ν’ ανθίσει
Χρόνια περίμενα να τη δω ν’ ανθίζει ξανά
και σήμερα θα τη βιώσω ως το τέλος
μέχρι να σταλάξει μέσα μου
και το τελευταίο της πολύτιμο δάκρυ
Πώς βίωσα αλήθεια εγώ τότε τη διασωστική παρέμβαση των γονιών μου; Φαίνεται ότι τη βίωσα ως ντροπιαστική και υποτιμητική, παρ’ όλο που εκείνη τη στιγμή μου φάνηκαν σαν σανίδα σωτηρίας. Δεν είχα βέβαια το κουράγιο να τους πω: «Όχι, εγώ δε φεύγω, εδώ θα μείνω». Αυτήν την ένοχη φυγή, προσπάθησα σ’ όλη μου τη ζωή να επανορθώσω. Αλλά όσο κι αν είχα την τύχη να ζήσω ξανά όμορφες κινηματικές στιγμές γεμάτες πάθος, το βάθος, την ένταση και την διείσδυση σ’ ολόκληρη την κοινωνία, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, δεν τα έζησα ποτέ ξανά. Ούτε αντιμετώπισα ποτέ ξανά τον κίνδυνο για τη ζωή μου, όπως όσοι έμειναν πίσω μέχρι το τέλος, στην εξέγερση του ’73. Έτσι η ενοχή είναι πάντα εδώ.
3. Οι επόμενες μέρες
Τη Δευτέρα το πρωί που ξαναπάμε σχολείο αντιλαμβανόμαστε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι έχει έρθει η Αστυνομία στο σχολείο. Με το που μπαίνουμε στην τάξη, μας επισκέπτονται οι μπάτσοι ακολουθούμενοι απ’ το Μαυραγκά, και ζητούν μπροστά μας το απουσιολόγιο για να ελέγξουν τις προηγούμενες μέρες. Καθώς τους κοιτάζουμε έντρομοι, ο Μαυραγκάς το παίρνει, κάνει πως το κοιτάει, ψάχνει τις σελίδες και λέει: «Πώ-πώ! Δεν είναι εδώ, τις κλέψανε!». Είναι προφανές ότι κανείς μαθητής δεν προλάβαινε να το κάνει, αφού δεν ξέραμε καν προκαταβολικά για ποιο λόγο είχαν έρθει οι μπάτσοι. Άρα, ηλίου φαεινότερον, ο Μαυραγκάς απ’ το γραφείο του μέχρι την τάξη πρόλαβε έσκισε και πέταξε τις σελίδες της Πέμπτης και της Παρασκευής, και κατάφερε έτσι παίρνοντας όλο το ρίσκο πάνω του, να μας προστατέψει.
Αφού οι μπάτσοι φεύγουν και κάπως ηρεμούμε, διαπιστώνουμε ότι λείπει ο Μαρίνος. Ο Μαρίνος ήταν απ’ τους συμμαθητές μας που είχαν πάρει ενεργό μέρος στην προετοιμασία της «κοπάνας-αποχής», αλλά πιθανότατα ήταν και από αυτούς που μπήκαν μέσα στο Πολυτεχνείο και ίσως έκανε και το χαιρετισμό; Δεν ξέρω… Τις επόμενες μέρες μαθαίνουμε, ότι είχε συλληφθεί και ότι θα τον πέρναγαν από δίκη. Οι συλλήψεις και οι προσαγωγές στη διάρκεια των γεγονότων το πιο συνηθισμένο ήταν να καταλήξουν σε δίκη. Δίκη-παρωδία βέβαια, με λίγο-πολύ προκαθορισμένα αποτελέσματα, δηλαδή βαρύτατες ποινές. Εδώ και πάλι παρεμβαίνει ο μοναδικός Μαυραγκάς και κάνει ότι καλύτερο μπορεί. Πάει σαν μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη, και ο ρόλος του απ’ ότι φαίνεται είναι κεντρικός στο να βρεθεί εκτός φυλακής ο Μαρίνος (είτε ελεύθερος με αναστολή, είτε μετά από αθώωση). Έτσι ο Μαρίνος, που ήταν από τους πολύ καλούς μαθητές, κατορθώνει να γυρίσει στο σχολείο και να συμμετέχει στις εισαγωγικές του ’74 με επιτυχία, μπαίνοντας στην Ιατρική.
Ο Μαυραγκάς πηγαίνει σαν μάρτυρας υπεράσπισης γνωρίζοντας πολύ καλά ότι γίνεται για δεύτερη φορά ο απόλυτος στόχος. Γιατί μετά την προσέλευση της Αστυνομίας στο σχολείο, ο γιος του μπάτσου που έχουμε στην τάξη του επιτίθεται γιατί δεν έδειξε τα απουσιολόγια, λέγοντας ότι όλοι ξέρουμε ότι κανείς δεν του έκλεψε τις σελίδες. Ο γιος του μπάτσου και ο κολλητός του είναι οι μόνοι δύο του τμήματος μας που δεν συμμετείχαν στην αποχή.
Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση στο Μαυραγκά μένει εκεί, στη φοβέρα. Απ’ ότι φαίνεται, ή ο συμμαθητής μας ή ο πατέρας του δεν αποτόλμησαν να τον καταγγείλουν. Δεν ξέρω αν αργότερα ο συγκεκριμένος συμμαθητής κατάφερε να τα έχει καλά με τη συνείδησή του. Ίσως να κατάφερε να ξεχάσει το γεγονός ξεγελώντας τον εαυτό του. Στη συνάντηση πάντως των παλιών συμμαθητών που έγινε τώρα τελευταία, αρνήθηκε ότι κάτι τέτοιο συνέβη. Κάποια πράγματα όμως που πονάνε πολύ, έχουν γραφτεί ακόμα και στη δική μου ασθενική μνήμη, με ανεξίτηλο μελάνι.
Εδώ είναι απαραίτητη μια παρένθεση. Ο Μαυραγκάς είναι ο καταπληκτικός μας Γυμνασιάρχης (θεολόγος παρακαλώ), που έχω μετανοιώσει πολλές φορές που δεν σκέφτηκα να τον βρω όσο ζούσε και να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ούτε και κανένας άλλος απ’ ότι ξέρω.
Ο Μαρίνος παρουσιάζεται κάποια στιγμή αργότερα στο σχολείο και φοιτά πάλι κανονικά. Έχει ένα μόνιμα μελαγχολικό βλέμμα και δεν μιλάει σχεδόν ποτέ και σε κανέναν. Φαίνεται στα μάτια του σαν να έχει πέσει σε κατάθλιψη. Δεν γνωρίζω αν και πόσο βασανίστηκε ο Μαρίνος. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μέσα από τις δίκες των αρχιβασανιστών της Χούντας, αποδείχτηκε τοις πάσι με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι περίπου το σύνολο των συλληφθέντων στη διάρκεια του τριήμερου, μέχρι την προσαγωγή τους σε δίκη βασανίστηκαν άγρια.
Δεν γνωρίζω ακόμα αν τον συλλάβανε τυχαία μέσα στο πλήθος, ή μέσα στο Πολυτεχνείο, ή γνωρίζοντας π.χ. ότι ήταν αυτός που έκανε το χαιρετισμό. Εκείνο που ξέρω πολύ καλά είναι ότι ήταν ένα 17χρονο παιδί, και όσο ανατριχιαστικά και ανεπίτρεπτα είναι γενικά τα βασανιστήρια, ακόμα πιο πολύ είναι, αν απευθύνονται σε 17χρονα παιδιά, ακόμα και αν πρόκειται για ληστεία. Ξέρω ακόμα ότι θα θελα να μπορούσα να ξαναβρώ το Μαρίνο και να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί (είτε βασανίστηκε είτε όχι) υπέφερε και για λογαριασμό μου, πληρώνοντας ακριβά την συμμετοχή του στην κινηματική εμπλοκή του σχολείου μας. Ενώ εγώ, όπως και πολλοί άλλοι δεν πληρώσαμε καθόλου.
Τέλος κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο να πω ότι, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου δεν διαμόρφωσαν απλώς την μετέπειτα ιστορική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας. Διαμόρφωσαν με πολυποίκιλους τρόπους και την ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά και την συνείδηση και την αυτοσυνείδηση κάθε μέλους της. Ακόμα κι αν αυτή η διαμόρφωση, περνάει μέσα απ’ την ενοχή για τη λειψή (όπως στην περίπτωσή μου), ή και τη μη συμμετοχή στα γεγονότα.
Και μια μικρή παρένθεση. Είναι εντυπωσιακό, αλλά απ’ ότι φαίνεται οι μόλις ένα χρόνο μικρότεροι (οι 16χρονοι), ακόμα και εντός Αθήνας, δεν κατάλαβαν και πολλά πράγματα. Μέσα στο Γυμνάσιο της Φιλοθέης, η Ε’ τάξη δεν παίρνει χαμπάρι σχεδόν τίποτα, ενώ η Στ’ εμπλέκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στα γεγονότα. Αν πάμε στους ακόμη μικρότερους, αυτοί που είχαν 5 χρόνια ας πούμε διαφορά, αντιμετώπισαν την αφήγηση για το Πολυτεχνείο, περίπου σαν την αφήγηση για την Εθνική Αντίσταση. Θα ήθελα αυτό το αφήγημα να βοηθήσει να κλείσει λίγο η απόσταση.
Επίλογος
Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου κλείνει οριστικά η παιδική και η εφηβική μου ηλικία, πριν κλείσω τα 18. Είναι η τελευταία διασωστική παρέμβαση των γονιών μου. Από δω και μπρος δεν διανοούνται να εμπλακούν με κανένα τρόπο, στην οποιαδήποτε δική μου κινηματική εμπλοκή. Ακόμα, η όποια μικρή δική μου συμμετοχή στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μου δίνει μέσα στην οικογένεια, τη στενή και την ευρύτερη, το κύρος του ενήλικου. Η γνώμη μου σε οποιοδήποτε θέμα αντιμετωπίζεται ισότιμα, ενώ ορισμένες φορές μπορεί και να ζητηθεί ακόμα. Βοηθάει βέβαια σ’ αυτό και η εισαγωγή μου στο Πολυτεχνείο το Σεπτέμβρη του ’74, αλλά στην πραγματικότητα σταθεροποιεί κάτι που προϋπήρξε.
Ξαναβλέποντας τα πράγματα από απόσταση, νομίζω ότι είναι μεγάλη τύχη να μπεις στην ενηλικίωση, στη διάρκεια κάποιων συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων, και μια Εξέγερση είναι πάντα ένα συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός. Διαμορφώνεται μ’ ένα μοναδικό τρόπο η συνείδηση και η ταυτότητα του κάθε ατόμου, και προσφέρει (αν δεν την αρνηθείς πολύ νωρίς) την δυνατότητα για μια όραση του κόσμου πάντα ελπιδοφόρα. Μετά από μια Εξέγερση πάντα ο κόσμος αλλάζει κι εσύ προσλαμβάνεις το μήνυμα, ότι ναι, ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει.
Θα κλείσω λοιπόν εδώ, μ’ ένα ακόμα ποίημα, που το έγραψα μέσα στην κινηματική άνοιξη της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το Μάη του ’97. Και θέλω να πω ότι με εκφράζει ακόμα απόλυτα.
2-5-‘97
Συντριμμένη πολιτεία, υποταγμένη,
με τη ραχοκοκκαλιά στρεβλή
από ένα παραλήρημα συνεχούς οσφυοκαμψίας
μαγεύεις τους δειλούς εξουσιαστές σου
ψιθυρίζοντας ατελείωτα:
Ναι, ήρθε το τέλος της ιστορίας,
ήρθε το τέλος μου,
δεν είμαι παρά η ατελεύτητη αντανάκλαση
των πιο ολοκληρωτικών ονείρων σας
Κοιτάχτε τα συντρίμμια μου
που τόσο ταχτικά παρατάξατε
σειρές από κεραίες Τ.V.
σειρές σούπερ-μάρκετ
σειρές Ι.Χ.
σειρές ιδιωτικών «απολαύσεων»
καθ’ ομοίωσή σας
σειρές από δράματα μελό
για την τηλεόρασή σας
σειρές από παραμορφωμένους ζητιάνους
στα φανάρια
Κι ένα πολύχρωμο συνονθύλευμα
από κουρελάκια συλλογικών ονείρων
στο παζάρι του «κοινωνικού διαλόγου»
στην κλίνη του Προκρούστη του Μάαστριχτ
Πολιτεία σκυμμένη, κάθε πρωί,
σε μια καταναλωτική ελεγχόμενη ομφαλοσκόπηση
τυλίγεις τους βρόγχους της ασφυξίας
γύρω απ’ το λαιμό μου
και σε κάθε μεταμεσονύκτια περιπλάνηση
εκσφενδονίζεις ψήγματα ανυπακοής και ανταρσίας
ανανεώνεις τον έρωτά μου για σένα
Με ξεγελάς;
Ξαφνικά κλείνεις τους δρόμους σου
στο εμπόριο των Ι.Χ. απολαύσεων
και τους γεμίζεις πάλι «απ’ το νόημα πού ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές»
κάποιοι αναρριγούν και σαλεύουν στο βάθος
ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους φωνή
το χαμένο τους χαμόγελο
το χαμένο τους σαρκασμό
ξεδιπλώνουν πανό
και προσπαθούν ν’ αρπάξουν το συλλογικό τους όνειρο
απ’ το μανίκι
και σ’ έναν αψεγάδιαστο για λίγο ουρανό
υψώνεται σαν χαίτη άσπρου σύννεφου η φωνή τους
και καλπάζει
στον επόμενο δρόμο
και στον επόμενο δρόμο
Πάνω στα φιμέ τζάμια
αυτής της καρικατούρας ουρανοξύστη
ανάβει πυρκαγιές ο ήλιος
πολλαπλασιάζοντας κυματιστά, με τους αντικατοπτρισμούς
τα πανό τους
σαρκάζουν τους εξουσιαστές σου
και χάνονται στη στροφή του δρόμου
στον επόμενο βρόχο Ι.Χ. ασφυξίας
Όχι δεν ήταν αντικατοπτρισμός
Ήταν ξαφνικά η ζεστή ανάσα των ανθρώπων
που σε ζέστανε, σε ξύπνησε απ’ τη λήθη
Θα ξανάρθουν, να βάλουν στη θέση τους
οι αιθεροβάμονες,
έναν-έναν τους σπονδύλους της στρεβλωμένης ραχοκοκκαλιάς σου
Γιατί στο βάθος, πάντα ανυπότακτη είσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Μη σταματήσεις
Φώναζε κάθε τόσο με πάθος
υπάρχω