Δευτέρα, 10 Ιουλίου 2023 21:14

ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΣΥΝΤΑΞΗ; Πρωτοβουλία Αλβανών Μεταναστών και Αλληλέγγυων

ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΣΥΝΤΑΞΗ;

Μετά από 30 και πλέον χρόνια σκληρής εργασίας, εκμετάλλευσης και θεσμικών διακρίσεων, ένα μεγάλο κομμάτι των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών στην Ελλάδα μπαίνουμε σταδιακά στην τρίτη ηλικία. Το αναμενόμενο και στοιχειώδες θα ήταν, έστω και τώρα, να μας απονεμηθούν τα βασικά αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η πικρή και μαύρη πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι είναι ο Νόμος 4387/2016 για τις συντάξεις που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, που διαλύει και τα τελευταία ψήγματα εργατικών δικαιωμάτων πουμμπορούσε να ελπίζει ο μετανάστης, καθώς ο θεσμικός ρατσισμός έκανε ότι μπορούσε για να διαλύσει κάθε εργατικό, όπως κάθε ανθρώπινο, κοινωνικό και δημοκρατικό δικαίωμα που αφορούσε τους μετανάστες.

Δυστυχώς η ατζέντα τέθηκε άλλη μια φορά από τις δυνάμεις της δεξιάς και ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η θέση των μεταναστών χειροτέρευσε, ειδικά την περίοδο της καραντίνας, ενώ οι προοπτικές είναι ακόμα χειρότερες. Ενώ η διατύπωση του νόμου 4387/2016 φαινομενικά χειρίζεται με τους ίδιους όρους Έλληνες και μετανάστες, πίσω από τις λεπτομέρειες κρύβεται ιδιαίτερα σκληρή ρατσιστική διάκριση κατά των μεταναστών.

Η προηγούμενη νομοθεσία προέβλεπε τη χορήγηση της ελάχιστης σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους (ντόπιους και μετανάστες) μετά από 15 χρόνια ασφάλισης, προϋπόθεση την οποία η πλειοψηφία των μεταναστών ούτως ή άλλως δε μπορεί να εξασφαλίσει. Για μία μειοψηφία από εμάς που θα κατάφερνε να συμπληρώσει την 15ετία, ο Νόμος 4387/2016 καταργεί και αυτή τη δικλείδα της ελάχιστης σύνταξης και, στοχεύοντας την κατάργηση των συντάξεων, συνδέει το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης με 20 χρόνια εργασίας και 40 χρόνια νόμιμης και μόνιμης παραμονής.

Με το νόμο αυτό θεσπίστηκε ο διαχωρισμός της κύριας σύνταξης σε δύο τμήματα, την εθνική σύνταξη και την ανταποδοτική. Η εθνική σύνταξη, που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι από τα ασφαλιστικά ταμεία, θεσπίστηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ως ένα μέτρο κοινωνικής πολιτικής για να εξασφαλίσει μία ελάχιστη διαβίωση για τους ανθρώπους που έφταναν στην ηλικία της συνταξιοδότησης και με αυτό ως μόνο κριτήριο. Ο νόμος Κατρούγκαλου αντί να εφαρμόσει την ίδια εθνική σύνταξη, για όσους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης αντικατέστησε τη σύνταξη που χορηγούνταν από τον ΟΓΑ στους ανασφάλιστους υπερήλικες θεσμοθετώντας το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας ο νόμος Κατρούγκαλου αμφισβητεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της εθνικής σύνταξης, εισάγοντας αντί της μόνιμης εθνικής σύνταξης ένα επίδομα, το οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί οποιαδήποτε στιγμή. Ακόμα και σε αυτό το επίδομα ωστόσο θέτει ελάχιστη προϋπόθεση για τους μετανάστες 15 έτη νόμιμης παραμονής, εκ των οποίων τουλάχιστον 10 συνεχόμενα πριν τη αίτηση, ενώ το πλήρες ποσό αντιστοιχίζεται σε 35 έτη νόμιμης και μόνιμης παραμονής, αφαιρώντας 1/35 του ποσού για κάθε έτος που υπολείπεται αυτών.

Με πραγματικούς όρους, κάτι που καθιστά το νόμο άκρως ρατσιστικό, η πλειοψηφία των μεταναστών δεν θα καταφέρει να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και αντί σύνταξης θα λάβει το παραπάνω επίδομα πολύ κουτσουρεμένο. Όμως, και όσοι θα μπορέσουν να καλύψουν τις προϋποθέσεις του ασφαλιστικού χρόνου, και η σύνταξη που θα πάρουν το ίδιο κουτσουρεμένη θα είναι και αυτή!

Το πλήρες ποσό που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη, που σήμερα ανέρχεται σε € 414 μεικτά για 20 χρόνια ασφάλισης, μειώνεται κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται έως τα 15.

Πιο σημαντικά όμως, το ποσό που αποδίδεται για τους μετανάστες μειώνεται κατά το 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των 40 ετών νόμιμης και μόνιμης διαμονής που απαιτεί ο νόμος.

Εξ’ ορισμού η προϋπόθεση των 40 ετών νόμιμης παραμονής για την εθνική σύνταξη, ή των 35 για το επίδομα υπερηλίκων, είναι εξοργιστική, προκαλεί μεγάλο αίσθημα αδικίας και είναι μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής.

Στο ζήτημα έχει ήδη γνωμοδοτήσει ο Συνήγορος του Πολίτη, ότι η διάκριση αυτή είναι ξένη προς το οικείο ασφαλιστικό σύστημα.

Ο νόμος αντί να βελτιώσει μία προηγούμενη κατάσταση, καταργεί κάθε ελπίδα για απόδοση δικαιοσύνης για τους ανθρώπους που «έχουν αφήσει τα κόκκαλά τους» και έχουν αποκτήσει μεγάλα προβλήματα υγείας λόγω των σκληρών συνθηκών εργασίας. Η θεσμική διαχρονική διάκριση κατά των μεταναστών όπως φάνηκε με αυτή τη νομοθεσία δεν έχει τελειωμό.

Σχεδόν τα 10 πρώτα χρόνια το ελληνικό κράτος καθυστέρησε σκόπιμα να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει κάθε διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών, που είχε ως συνέπεια να μας αφήσει εκτεθειμένους στην εκμετάλλευση και στη μαύρη εργασία ως φτηνά εργατικά χέρια. Αυτό ήταν ξεκάθαρα πολιτική απόφαση, και όχι επιλογή μας, με συγκεκριμένη στόχευση:

από αυτή την εργασία μας, επωφελήθηκε το κράτος, οι υποδομές, η ελληνική κοινωνία συνολικά, και οι εργοδότες.

Μετά τις διαδικασίες μαζικής νομιμοποίησης υπήρξε η παντελής έλλειψη ελέγχου της εργοδοσίας για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας. Εμείς οι μετανάστες συχνότερα εργαζόμασταν ανασφάλιστοι ή υποδηλωμένα, πολύ λιγότερες ώρες και ημέρες από όσο δουλεύαμε. Ως συνέπεια της εισπρακτικής λογικής της ελληνικής διοίκησης, μεγάλο ποσοστό από μας καλούμασταν να εξαγοράσουμε τα απαραίτητα ένσημα (για το ζευγάρι και κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας) που ήταν μία από τις προϋποθέσεις για την ανανέωση της άδειας παραμονής μας.

Αυτή η απουσία του ελέγχου από το κράτος προς τους εργοδότες, που συνεχίζεται και σήμερα, στερεί από το πενιχρό εισόδημα των οικογενειών μας. Τι κι αν οι μετανάστες καταβάλλουμε τεράστια ποσά για την αγορά τους κάθε χρόνο, αυτά τα ένσημα που εξαγοράστηκαν δεν προσμετρώνται ως συντάξιμα!

Η διαχρονική αντιμεταναστευτική πολιτική συνέβαλε ιδιαίτερα στην ευάλωτη θέση των γυναικών οι οποίες δουλεύαμε σε τομείς (οικιακές βοηθοί, φροντίδα ηλικιωμένων, καθαρισμοί) εντελώς αποκλεισμένες από την ασφάλιση. Οι γυναίκες για να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις αυξημένες απαιτήσεις για την επιβίωση της οικογένειάς μας και ταυτόχρονα στις εισπρακτικές λογικές του ελληνικού κράτους, που συνεχώς επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό μας, καλούμαστε να εργαστούμε σε εξαντλητικές, ατέλειωτες ώρες δουλειάς.

Για πολλά χρόνια, με βάση τη νομοθεσία οι μετανάστριες ήμασταν εξαρτώμενο μέλος των ανδρών, που μας εξασφάλιζε ιατροφαρμακευτική κάλυψη, χωρίς ωστόσο να μαςαπαλλάσσει από την προϋπόθεση της αγοράς ενσήμων για την ανανέωση της άδειας παραμονής μας. Αυτό μας καθιστούσε διπλά ευάλωτες, καθώς λόγω του θεσμικού ρατσισμού εκ των πραγμάτων εξωθούμασταν σε μια σχέση αντικειμενικής εξάρτησης από τους συζύγους μας.

Μία διάσταση που δεν μπορεί, και δεν πρέπει να παραλειφθεί, αφορά το γεγονός ότι πολλοί από εμάς έχουμε θρηνήσει για την απώλεια κάποιου αγαπημένου μας προσώπου.

Οι μετανάστες αντιμετωπίστηκαν από το κράτος και τους εργοδότες ως φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, εκτεθειμένοι σε δουλειές υψηλού κινδύνου και χωρίς μέτρα προστασίας, το οποίο προκάλεσε το θάνατο πολλών μεταναστών εργατών σε δυστυχήματα τόσο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όσο και σε οικοδομές, και στις χειρωνακτικές εργασίες που καλέστηκαν να καλύψουν έως σήμερα.

Ειδικά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2010, οι επιπτώσεις στη μετανάστευση ήταν δραματικές. Σε ένα περιβάλλον όπου η επίσημη ανεργία εκτοξεύτηκε σε πάνω από 20%, αυτή κρίση χτύπησε όλα τα κοινωνικά στρώματα, όμως για εμάς τους μετανάστες ήταν δυσανάλογα πιο δραματική. Ακριβώς λόγω της κρίσης και των αυστηρών προϋποθέσεων για την ανανέωση της άδειας παραμονής ήταν τεράστιος ο αριθμός εκείνων που έχαναν το δικαίωμα ανανέωσής της, και κατ’ επέκταση οδηγούνταν εκ νέου στη μαύρη εργασία ώστε να ξαναμπούν πάλι στον αγώνα να αποκτήσουν εκ νέου και την άδεια παραμονής. Πολλοί από εμάς αναγκάστηκαν να γυρίσουν στις χώρες προέλευσης, να αναζητήσουν εργασία παραμένοντας εκεί, πολλοί πάλι ξαναγύρισαν για να ξαναβρούν δουλειά στην Ελλάδα.

Παρά αυτό το περιβάλλον κινητικότητας, το ελληνικό κράτος δεν έχει κάνει την παραμικρή κίνηση για τη σύναψη διακρατικής συμφωνίας με το αλβανικό για να ρυθμιστούν τα ζητήματα των συντάξεων ανθρώπων που δούλευαν χρόνια πριν έρθουν εδώ, όπως και λόγω κρίσης επιστρέψαν κάποια χρόνια, ή μόνιμα, πίσω στην Αλβανία.

Η Ελλάδα έχει υποχρεωθεί από την Κοινοτική νομοθεσία να ρυθμίσει με τις χώρες της ΕΕ τα ζητήματα αυτά για τους πολίτες των χωρών αυτών, όπως επίσης το έχει κάνει και με τρίτες χώρες. Είναι προκλητικό να αγνοείται τόσο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που διαμένει στην Ελλάδα.

Είναι όμως υποχρέωση και του αλβανικού κράτους να αναλάβει την ανάλογη ευθύνη που έχει ως προς τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα. Από την εργασία μας και τα εμβάσματά μας επωφελήθηκε επίσης και το αλβανικό κράτος. Το ίδιο και από τα παράβολα για τα ατέλειωτα δικαιολογητικά που απαιτούσε το ελληνικό κράτος για την ανανέωση της άδειας παραμονής μας, έγγραφα που έπρεπε να εκδοθούν από τη χώρα προέλευσης (όπως πιστοποιητικά γέννησης, οικ. κατάστασης, διαβατήρια κ.ά.) Μάλιστα σε κάποια περίοδο τα έγγραφα αυτά είχαν ισχύ μόνο 3 μήνες, και όταν έφταναν εδώ ήταν ήδη ληγμένα. Σε αυτό το αλβανικό κράτος όχι μόνο δεν αντιδρούσε, αλλά επωφελήθηκε.

Απαιτούμε από το ελληνικό κράτος να σταματήσει την αντιμεταναστευτική του πολιτική και το θεσμικό ρατσισμό, που εγείρουν σοβαρά ηθικά, νομικά, πολιτικά και δημοκρατικά ζητήματα.

Καλούμε την ελληνική κοινωνία, τις οργανώσεις και τα σωματεία να μην αγνοούν την κατάσταση των μεταναστών, τα εργατικά τους δικαιώματα και ζητήματα, γιατί δεν αποτελεί μόνο ρατσιστική διάκριση αλλά και βαθιά ταξική, γιατί ότι εφαρμόζεται σε εμάς τους μετανάστες, σταδιακά εφαρμόζεται και στα υπόλοιπα κομμάτια των ντόπιων εργατών.

Ζητάμε:

την άμεση αποσύνδεση του ποσού της εθνικής σύνταξης και του επιδόματος αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων από το χρόνο παραμονής στην Ελλάδα

τη σύναψη διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας που να συμψηφίζει δίκαια τον χρόνο εργασίας σε κάθε χώρα

Πρωτοβουλία Αλβανών Μεταναστών και Αλληλέγγυων

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 10 Ιουλίου 2023 22:03

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.