Ο ρατσισμός και οι μύθοι σχετικά με το trafficking
Nancy Lindisfarne και Jonathan Neale
ΠΗΓΗ: https://annebonnypirate.org/
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr
Οι μύθοι σχετικά με το trafficking επινοήθηκαν από τους δεξιούς Ευαγγελικούς χριστιανούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αναληθείς, ρατσιστικοί και επικίνδυνοι για τις/τους εργαζόμενες/νους στο σεξ. Ωστόσο, σε πολλούς ανθρώπους φαίνονται και φεμινιστικοί και αριστεροί. Αυτό το άρθρο διερευνά αυτό το παράδοξο.
Το 2007 η Αμερικανίδα κοινωνιολόγος Κίμπερλι Κέι Χουόνγκ πήγε στο Βιετνάμ για να μελετήσει το sex trafficking. Δεν βρήκε τίποτα, και αποφάσισε να μελετήσει αντ' αυτού την εργασία στο σεξ, τις ροές κεφαλαίου και τις αρρενωπότητες [1]. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ακόμη και μεταξύ των κριτικών ακαδημαϊκών στις ΗΠΑ, κανείς δεν της είχε αναφέρει ότι ίσως δεν υπήρχε trafficking στο Βιετνάμ. Πολλοί άλλοι ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι είχαν την ίδια εμπειρία σε άλλα μέρη του κόσμου. Όταν έκαναν την πραγματική επιτόπια έρευνα, το trafficking εξαφανίστηκε.
Τη δεκαετία του 1990 μια Συμμαχία μεταξύ νεοφιλελεύθερων οργανώσεων, φεμινιστριών κατά της πορνείας και Ευαγγελικών Προτεσταντών συναντήθηκαν για να καθαρίσουν τους δρόμους της Αμερικής [2] και στη συνέχεια προσπάθησαν να αναδιαρθρώσουν την εργασία του σεξ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η καθοριστική στιγμή για αυτή την παγκόσμια αναδιάρθρωση ήταν η ψήφιση του Trafficking Victims Protection Act στις ΗΠΑ το 2000. Την ίδια χρονιά τα Ηνωμένα Έθνη συμφώνησαν στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο. Ακολούθησε η ψήφιση δεκάδων πολιτειακών νόμων και τοπικών κανονισμών στις ΗΠΑ κατά διαφόρων μορφών trafficking, καθώς και παρόμοιων νόμων στη Βραζιλία και σε άλλες χώρες.
Οι ακτιβιστές/τριες κατά του trafficking χρησιμοποίησαν τη λέξη trafficking με τέσσερις εντελώς διαφορετικούς τρόπους.
Το trafficking μπορεί να σημαίνει:
-Την παροχή βοήθειας σε κάθε είδους ανθρώπους να διασχίσουν παράνομα τα σύνορα,
-ή την παροχή βοήθειας σε γυναίκες να διασχίσουν τα σύνορα για να εργαστούν στο σεξ,
-ή τον εξαναγκασμό γυναικών να εργαστούν στο σεξ στο εσωτερικό μιας χώρας,
-ή την παροχή βοήθειας ή τον εξαναγκασμό νεαρών γυναικών κάτω των 18 ετών να εργαστούν στο σεξ.
Αυτή η σύγχυση μεταξύ αυτών των τεσσάρων εντελώς διαφορετικών εννοιών είναι που δίνει στη λέξη την ιδεολογική της δύναμη. Όπως θα δούμε, μια σειρά από μύθοι σχετικά με το sex trafficking εξιτάρουν και ενοχλούν με τρόπους που συγκαλύπτουν αποτελεσματικά τη σύγχρονη ρατσιστική επίθεση κατά των μεταναστών. Και η σύγχυση αυτή έχει και άλλα αποτελέσματα.
Ας είμαστε σαφείς εδώ. Πιστεύουμε ότι η διακίνηση παράνομων μεταναστριών/τών είναι μια καλή πράξη. Θέλουμε έναν κόσμο ισότητας. Μέρος αυτού πρέπει να είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα από τις φτωχές χώρες στις πλουσιότερες. Διαφορετικά οι άνθρωποι δεν θα είναι ίσοι. Η συνήθης φράση για την πολιτική μας θέση είναι ότι είμαστε υπέρ των «ανοιχτών συνόρων» [3].
Αυτό μπορεί να φαίνεται ουτοπικό. Εξάλλου, «αυτοί» έρχονται να πάρουν τις «δικές μας» θέσεις εργασίας και να μειώσουν τους μισθούς «μας». Κατά βάση, αυτό είναι θέμα του ποιοι είμαστε «εμείς». Το δικό μας «εμείς» δεν είναι οι Βρετανοί ή οι Αμερικανοί. Είναι οι εργαζόμενες/νοι του κόσμου και οι καταπιεσμένοι/νες σε κάθε συγκεκριμένη κατάσταση. Όταν βλέπουμε τις εικόνες από το Καλαί, σκεφτόμαστε ότι είμαστε εμείς οι άνθρωποι σε αυτόν τον καταυλισμό. Επιπλέον, έχουμε έναν γενικό κανόνα για την επιλογή πλευρών σε πολιτικές αντιπαραθέσεις και τον έχουμε εφαρμόσει σε πολλά άλλα πράγματα που έχουμε γράψει. Ο κανόνας είναι να ρωτάμε ποιος καταπιέζεται σε αυτή την κατάσταση και τι δηλώνει ότι θέλει; Η απάντηση σε αυτή την περίπτωση είναι προφανής.
Υπάρχουν πολλά σύνορα όπου οι παράνομοι/μες μετανάστες/τριες χρειάζονται βοήθεια από ειδικούς για να περάσουν στην άλλη πλευρά. Αυτοί οι ειδικοί είναι σχεδόν πάντα εγκληματίες. Εξ ορισμού, διαπράττουν έγκλημα. Όταν ο νόμος σπρώχνει οποιοδήποτε εμπόριο στα χέρια εγκληματιών, υπάρχει μεγάλη κατάχρηση, υπερτιμολόγηση, εξαπάτηση και βιαιότητα. Μερικές φορές υπάρχει επίσης πολλή ανθρωπιά. Έτσι συμβαίνει και με το «trafficking ανθρώπων»[4]
Η ρητορική περί trafficking, ωστόσο, καθιστά τις βάναυσες μεταναστευτικές πολιτικές αποδεκτές από τους φιλελεύθερους. «Δεν προσπαθούμε να εμποδίσουμε τους φτωχούς ανθρώπους να βρουν δουλειά στη χώρα μας», λέει αυτή η ρητορική. Αντίθετα, «προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους ευάλωτους ανθρώπους από τους διακινητές ανθρώπων». Και πλέον, όταν διαβάζετε για το «trafficking ανθρώπων», στο παρασκήνιο υπάρχουν πάντα συνειρμοί του «trafficking ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς».

Λονδίνο, διαμαρτυρία sex workers, 2019
Η anti-trafficking Συμμαχία
Η ισχυρότερη πολιτική δύναμη πίσω από την ψήφιση αυτών των αμερικανικών και διεθνών νόμων ήταν οι Ευαγγελικές Προτεσταντικές Εκκλησίες στην Αμερική. Από τη δεκαετία του 1980 οι εκκλησίες αυτές είναι πολιτικά συντηρητικές. Στην πατρίδα τους, οι εκκλησίες ήταν συχνά ισχυροί υποστηρικτές της κατ' οίκον εκπαίδευσης και της δεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ήταν πιθανό να αρνούνται την κλιματική αλλαγή και να κάνουν εκστρατεία κατά των αμβλώσεων και των γάμων των ομοφυλοφίλων. Αλλά οι Αμερικανοί Ευαγγελικοί Προτεστάντες που βρίσκονται πίσω από το anti-trafficking ήταν διαφορετικοί. Μετά την έρευνά της στο Σαν Φρανσίσκο, η Ελίζαμπεθ Μπερνστάιν πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα με anti-trafficking Ευαγγελικούς. Διαπίστωσε ότι οι ακτιβίστριες/τές ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες, ως επί το πλείστον νέοι/ες, ως επί το πλείστον λευκές/κοί και σχεδόν όλοι/λες απόφοιτοι/τες κολεγίου. Υπερασπίζονταν αυτό που θεωρούσαν παραδοσιακή οικογένεια, η οποία στην πραγματικότητα ήταν μια συντηρητική εκδοχή του νέου συντροφικού γάμου με δικαίωμα στα παιδιά. Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν σημαντική γι' αυτές/τούς. Οι ηγέτες αυτών των νέων εκστρατειών ήταν αρκετά σαφείς σχετικά με την ανάγκη να ξεφύγουν από τις ενοχλητικές παλιές συνήθειες της επίθεσης κατά των αμβλώσεων και της άρνησης της κλιματικής αλλαγής. Έβλεπαν τους εαυτούς τους ως Ευαγγελικούς/κές της «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Η δεύτερη πτέρυγα της anti-trafficking Συμμαχίας ήταν οι « φεμινίστριες του σωφρονισμού» που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το νόμο και τη φυλάκιση («εγκλεισμός») για να υπερασπιστούν τις γυναίκες. Διεξήγαγαν εκστρατεία για νόμους κατά της πορνογραφίας και της πορνείας και για τη σύλληψη των ατόμων που παραβίαζαν αυτούς τους νόμους. Αυτές οι δεξιές «ριζοσπαστικές» φεμινίστριες δεν μπορούσαν να κινητοποιήσουν πολλούς ανθρώπους στο πεδίο - αυτό το έκαναν οι Ευαγγελικοί. Αλλά πολλοί άνθρωποι που θα είχαν απλώς απορρίψει τους Ευαγγελικούς ήταν πρόθυμοι να ακούσουν τις φεμινίστριες.
Η τρίτη πτέρυγα της Συμμαχίας ήταν η αμερικανική κυβέρνηση. Οι βασικοί οργανισμοί ήταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (AID). Η κυβερνητική υποστήριξη για το anti-trafficking ήταν διακομματική, υπό τον πρόεδρο Μπους, τον πρόεδρο Ομπάμα και την υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον. Οι Αμερικανίδες/νοί διπλωμάτες και οι λειτουργοί παροχής βοήθειας εφάρμοσαν μεγάλο μέρος της νομοθεσίας και χρηματοδότησαν τις anti-trafficking ευαγγελικές ΜΚΟ. Τους άρεσε το anti-trafficking επειδή έμοιαζε φεμινιστικό και φιλελεύθερο, αλλά ήταν επίσης ένα εργαλείο της αμερικανικής ισχύος.
Αυτό το ρεύμα του φεμινισμού ήταν στενά συνδεδεμένο με το είδος των γάμων που προτιμούσαν οι Αμερικανοί/νίδες διπλωμάτες και οι εργαζόμενες/νοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις για τον εαυτό τους. Ταίριαζε επίσης με την υποστήριξή τους στις αμερικανικές εισβολές και κατοχές στη Μέση Ανατολή. Η ρητορική της φιλελεύθερης ισλαμοφοβίας ήταν ότι οι μουσουλμανικές χώρες έπρεπε να υποστούν εισβολή επειδή καταπίεζαν τις γυναίκες. Ο φεμινισμός των διπλωματών ήταν επίσης στενά συνδεδεμένος με αυτό που αποκαλούνταν στη γλώσσα των οργανισμών βοήθειας παγκοσμίως «στροφή προς την ενδυνάμωση των γυναικών». Ήταν επίσης γνωστή ως εργασία με «γυναίκες και κορίτσια» και «ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου» (mainstreaming gender)[5]
Αυτή η μόδα στην εργασία στους οργανισμούς βοήθειας δεν ενδυνάμωσε στην πραγματικότητα τις γυναίκες. Συνήθως, δεν γινόταν καμία προσπάθεια να συγκρουστούν με κυβερνήσεις ή να συμμετάσχουν σε εθνικές συζητήσεις για τις αμβλώσεις ή τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Δεν υπήρχαν καμπάνιες κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης από κυβερνητικούς αξιωματούχους, ή ακόμη και της παρενόχλησης εντός των οργανώσεων βοήθειας ή των οργανισμών του ΟΗΕ. Συχνά η ιδέα της βίας κατά των γυναικών αντικαταστάθηκε με την ενδοοικογενειακή βία.
Η τέταρτη πτέρυγα της anti-trafficking Συμμαχίας είναι τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν αγκαλιάσει το αφήγημα του trafficking σε δεκάδες χιλιάδες άρθρα και ειδησεογραφικά τμήματα. Σχεδόν όλα αυτά τα δελτία ειδήσεων απλώς ανακυκλώνουν τα πακέτα τύπου των οργανώσεων κατά του trafficking. Στην πραγματικότητα, οι ιστορίες αυτές αποτελούν μια ευκαιρία για ηθικολογία, ενώ ταυτόχρονα συναρπάζουν τους αναγνώστες και τους θεατές με εικόνες κακοποίησης μελαμψών και κίτρινων κοριτσιών.
Τα επιτεύγματα αυτής της Συμμαχίας ήταν εντυπωσιακά. Ωστόσο, σχεδόν όλοι οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι που έχουν κάνει έρευνα με εργαζόμενες/νους στο σεξ έχουν πει ότι το trafficking είναι ένας ανέντιμος και ολέθριος μύθος. Καλά παραδείγματα μπορούν να αναζητηθούν στις περιγραφές της εργασίας του σεξ από τη Λάουρα Αγκουστίν που γράφει για την Ισπανία- από τις Ρέιτσελ Σαλαζάρ Παρρένας και Κλαούντια Κοζοκάρου για την Ιαπωνία- από την Κριστίν Τσιν για τη Μαλαισία- από την Πάρντις Μαχντάβι για το Ντουμπάι- από την Τζόζεφιν Χο για την Ταιβάν, από τον Τζον Φρέντερικ για το Νεπάλ, από τη Νατάσα Αχμάντ για το Μπαγκλαντές, από τους Άννα Πάουλα ντα Σίλβα, Ταντέους Γκρέγκορι Μπλανσέτ, Αντρέσα Ρέιλαν Μπέντο και Γκρέγκορι Μίτσελ για τη Βραζιλία, από τον Έντουαρντ Σνάιχρ για τη Βοσνία και το Καζακστάν, από την Ελίζαμπεθ Μπερνστάιν και την Ελάνα Σιχ για την Ταϊλάνδη και από τους Άντονι Μάρκους, Άμπερ Χόρνινγκ, Ρικ Κέρτις, Τζο Σάνσον, Έφραμ Τόμσον και Τζένιφερ Μούστο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό κατάλογο. Καθένας από αυτούς τους/τις μελετητές/τριες παρουσιάζει μια προσεκτική λεπτομερή εθνογραφία για να αμφισβητήσει τον μύθο του trafficking [6].
Όλες οι οργανώσεις των εργαζομένων στο σεξ και οι οργανώσεις που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων στο σεξ έχουν επίσης ταχθεί κατά της αφήγησης περί trafficking. Όμως, παρά τη συναίνεση αυτή, η αφήγηση του trafficking κυριαρχεί πλέον στη δημόσια σφαίρα. Πώς συνέβη αυτό;
Ας ξεκινήσουμε με το τι σημαίνει «trafficking». Αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί, επειδή η λέξη χρησιμοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους από τους ίδιους ανθρώπους ταυτόχρονα. Αυτή η σύγχυση της έννοιας είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η αφήγηση για το trafficking.
Μαλάουι, διαμαρτυρία sex workers 2021
Όπως είπαμε παραπάνω, υπάρχουν τέσσερις βασικές σημασίες της λέξης:
- Την παροχή βοήθειας σε κάθε είδους ανθρώπους να διασχίζουν παράνομα τα σύνορα.
- Την παροχή βοήθειας σε γυναίκες να διασχίσουν τα σύνορα για να κάνουν σεξουαλική εργασία.
-Εξαναγκασμός γυναικών να κάνουν σεξουαλική εργασία στο εσωτερικό μιας χώρας.
- Παροχή βοήθειας ή εξαναγκασμό νεαρών γυναικών κάτω των 18 ετών να κάνουν σεξουαλική εργασία.
Στις καμπάνιες κατά του trafficking, αυτοί οι ορισμοί αλληλοεπικαλύπτονται συνεχώς. Έτσι, για παράδειγμα, θεωρείται ότι οι περισσότερες γυναίκες που διασχίζουν τα σύνορα για να εργαστούν στο σεξ βοηθούνται από εγκληματικές συμμορίες που τις εξαναγκάζουν σε σεξουαλική δουλεία στη νέα χώρα. Όπως θα δούμε, αυτό συμβαίνει μερικές φορές, αλλά δεν ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστριών που εργάζονται στο σεξ. Ή, ως δεύτερο παράδειγμα, οι αφηγήσεις για το trafficking γράφονται σαν η πλειονότητα των εργαζομένων στο σεξ να εξαναγκάζεται σε αυτή την εργασία με τη βία. Και πάλι, όπως θα δούμε, και αυτό συμβαίνει μερικές φορές, αλλά είναι σπάνιο.
Τέλος, οι περισσότερες αφηγήσεις για το trafficking γράφονται σαν να είναι σχεδόν όλες οι εργάτριες του σεξ κάτω των δεκαοκτώ ετών εξαναγκασμένες σε εργασία και υποδουλωμένες με βία. Όπως θα δούμε, αυτό συμβαίνει μερικές φορές, και έχουμε γράψει για ένα ιδιαίτερα φρικτό παράδειγμα από την Οξφόρδη αλλού [7]. Αλλά και πάλι, η συντριπτική πλειοψηφία των ανήλικων εργαζομένων στο σεξ έχουν επιλέξει τη δουλειά και δεν ελέγχονται με τη βία. Αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες συνδέονται μεταξύ τους με μια κεντρική παραδοχή της αφήγησης περί trafficking. Αυτή είναι ότι καμία γυναίκα ή κορίτσι δεν μπορεί πραγματικά να επιλέξει να εργαστεί στο σεξ. Ή για να το αντιστρέψουμε, πρόκειται για εργασία που δεν μπορεί να επιλεγεί ελεύθερα. Έτσι, αν μια γυναίκα το κάνει, έχει εξαναγκαστεί, εξαπατηθεί ή υποστεί πλύση εγκεφάλου. Αυτή η παραδοχή παίρνει συχνά τη μορφή του ισχυρισμού ότι όλη η πορνεία είναι ανδρική βία. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για μια μεταφορά. Είναι σαν να λέμε ότι η φτώχεια είναι βία ή η κλιματική αλλαγή είναι βία. Στην οποία η απάντηση πρέπει να είναι, όχι δεν είναι, αυτό που εννοείτε είναι ότι μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο με βία.
Αλλά όταν η παρομοίωση της πορνείας ως βίας επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά, μπορεί να αρχίσει να μοιάζει με δήλωση για την πραγματικότητα.
Αυτές οι διολισθήσεις στο νόημα επιτρέπουν την πρακτική κατά του trafficking, που είναι η σύλληψη των γυναικών. Και αυτό δεν είναι μια μεταφορά. Για παράδειγμα, η αστυνομία σε μια χώρα θα κάνει έφοδο σε έναν οίκο ανοχής και θα συλλάβει όλες τις αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται εκεί. Η αστυνομία εκδίδει μια ανακοίνωση που λέει ότι όλες οι γυναίκες έχουν πέσει θύματα trafficking και κρατούνται εκεί με τη βία.
Η απόδειξη γι' αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το ότι είναι αλλοδαπές.
Και ποια μορφή παίρνει η διάσωσή τους; Συλλαμβάνονται, οδηγούνται στη φυλακή, στέλνονται σε ένα κέντρο κράτησης και στη συνέχεια απελαύνονται. Αυτό μπορεί να συμβεί, και συμβαίνει, συνεχώς σε πολλές χώρες σε γυναίκες που δεν έχουν παραβιάσει κανέναν νόμο.
Δύο διατάξεις του American Trafficking Victim law επηρεάζουν τις γυναίκες σε πολλά μέρη του κόσμου. Η μία είναι ότι το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ πρέπει να βαθμολογεί κάθε χρόνο τις χώρες σχετικά με τις προσπάθειές τους να ελέγξουν το trafficking. Μια χώρα μπορεί να βαθμολογηθεί στην κατηγορία 1 - Καλή, στην κατηγορία 2 - ούτε καλή ούτε κακή, στην κατηγορία 2 - με προβλήματα ή στην κατηγορία 3 - Κακή. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των αξιολογήσεων δεν περιλαμβάνει κανένα πραγματικό μέτρο και έχει επικριθεί σοβαρά από το Γενικό Λογιστήριο του Κογκρέσου, αυτό το αξιοθαύμαστο μαστίγιο της διαφθοράς και της ανεντιμότητας. Οι καλοί φίλοι της Αμερικής καταλήγουν ως επί το πλείστον στη βαθμίδα 1, όπως κάνουν πάντα οι ΗΠΑ, και οι εχθροί της Αμερικής στη βαθμίδα 3. Αυτές οι αξιολογήσεις έχουν σημασία για τις φτωχότερες χώρες, επειδή υπάρχουν σοβαρές κυρώσεις όσον αφορά την αμερικανική βοήθεια και το εμπόριο. Έτσι, πολλές χώρες καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να προσπαθήσουν να φανούν καλές [8].

ΗΠΑ, διαμαρτυρία sex workers, 2019
Για προφανείς λόγους, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν μπορεί να αστυνομεύσει, να προφυλακίσει ή να απελάσει άμεσα τις εργαζόμενες στο σεξ σε άλλες χώρες. Ούτε μπορεί συνήθως να παρέμβει άμεσα στις εθνικές συζητήσεις για τη σεξουαλική πολιτική. Όμως η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να χρηματοδοτεί τοπικές ΜΚΟ που συνεργάζονται με την αστυνομία και τους αξιωματικούς μετανάστευσης για τη σύλληψη και την κράτηση γυναικών. Αυτές οι ΜΚΟ μπορούν επίσης να κάνουν εκστρατεία για την καταστολή τόσο των μεταναστριών/τών όσο και των ντόπιων εργαζομένων στο σεξ. Αυτές οι ΜΚΟ λαμβάνουν τη χρηματοδότησή τους από μια μεγάλη ποικιλία κυβερνήσεων και χορηγών, αλλά η πλειονότητα αυτής της χρηματοδότησης προέρχεται είτε απευθείας από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ή την Αμερικανική Αναπτυξιακή Βοήθεια, είτε έμμεσα από διεθνείς οργανισμούς που χρηματοδοτούνται από την αμερικανική κυβέρνηση.
Μια σημαντική ρήτρα του νόμου για τα Θύματα του Trafficking λέει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει καμία ΜΚΟ αν δεν υπογράψει δήλωση που να αντιτίθεται σε όλες τις μορφές πορνείας. Το αποτέλεσμα αυτής της ρήτρας είναι ότι σχεδόν όλες οι ΜΚΟ που ασχολούνται με το trafficking αντιτίθενται καταρχήν στην εργασία του σεξ και στην πράξη είναι εχθρικές προς τους/τις εργαζόμενους/νες στο σεξ. Και οι περισσότερες συζητήσεις στην «κοινωνία των πολιτών» κυριαρχούνται από τις ΜΚΟ. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότερες από τις φωνές που ακούει το κοινό σχετικά με το trafficking είναι αυτές των σκληροπυρηνικών πολέμιων των εργαζομένων στο σεξ. Για μια εικόνα του πώς λειτουργεί αυτό, και πώς η ιδεολογία διαχέεται από πάνω προς τα κάτω, ας πάμε στην Ισπανία.
Η ανθρωπολόγος Λάουρα Αγκουστίν έκανε επιτόπια έρευνα με γυναίκες που ταξίδευαν από την Καραϊβική στην Ισπανία για να εργαστούν στο σεξ. Οι γυναίκες αυτές είχαν επιλέξει την εργασία στο σεξ ως την καλύτερη δυνατή επιλογή που είχαν στη διάθεσή τους. Βέβαια, οι επιλογές τους ήταν περιορισμένες επειδή οι περισσότερες από τις γυναίκες ήταν παράνομες μετανάστριες. Αλλά εξακολουθούσε να είναι μια επιλογή και να θεωρείται ως τέτοια. Η Αγκουστίν είχε πάει σε αποχαιρετιστήρια πάρτι στη Δομινικανή Δημοκρατία για γυναίκες που έφευγαν για να εργαστούν στο σεξ στην Ισπανία.
Στη Μαδρίτη, η Αγκουστίν πήγε σε ένα τριήμερο συνέδριο για το θέμα:
Η αίθουσα είναι ένα μεγάλο, περίτεχνο σύμβολο υψηλού πολιτισμού στο κέντρο της πόλης. Μαρμάρινες κολώνες, σημαίες, επίσημες ανθοσυνθέσεις και επίσημες σφραγίδες κοσμούν την αίθουσα. Το ύψος της σκηνής προκαλεί την αίσθηση της μεγάλης απόστασης μεταξύ αυτών που βρίσκονται πάνω και αυτών που βρίσκονται κάτω, περίπου 300 γυναίκες της μεσαίας τάξης που εργάζονται στην κυβέρνηση και σε κεντρικές ΜΚΟ. Οι ομιλήτριες είναι γνωστές στο κύκλωμα των υποστηρικτών της απαγόρευσης - πολλές από αυτές έχουν εμφανιστεί μαζί σε άλλες χώρες. Ακούμε ότι η «πορνεία» είναι δουλεία και βία κατά των γυναικών, ότι στην «πορνεία» οι άνδρες εξαναγκάζουν τις γυναίκες να κάνουν σεξ μαζί τους, ότι το “trafficking” και η «πορνεία» είναι το ίδιο πράγμα και ότι οι μόνες λύσεις είναι η απαγόρευση και η τιμωρία των εκμεταλλευτών. Επί τρεις ημέρες αυτές οι ιδέες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, χωρίς να ακούγεται ούτε μια λέξη από το ακροατήριο. . .
Ένας ψυχίατρος που διακηρύσσει τις καθολικά βλαβερές συνέπειες της «πορνείας» στις γυναίκες ενισχύεται από μια ντόπια γυναίκα που διαχειρίζεται ένα διαμέρισμα στο οποίο διανυκτερεύουν προβληματικές γυναίκες- αναφέρει τη διανοητική καθυστέρηση ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των «ιερόδουλων». Ένας Σουηδός διακόπτεται απότομα στην εισήγησή του σχετικά με το γιατί οι άνδρες «χρησιμοποιούν πόρνες» όταν κάνει μια ελαφρώς συμπονετική παρατήρηση ... Επί τρεις ημέρες η Ολλανδία αναφέρεται επανειλημμένα ως δαίμονας, χωρίς εξήγηση, και κανένας Ολλανδός ομιλητής δεν έχει προσκληθεί ...
Κοντά στο τέλος, το κρασί και τα καναπεδάκια σερβίρονται σε ένα κομψό δωμάτιο εποχής, με γυαλισμένο ξύλο, λουλούδια και όμορφες εικόνες. Δεδομένης της διαρκούς αναπαράστασης της φτώχειας, της δυστυχίας και της βίας που επιβάλλει το συνέδριο, το πλούσιο σκηνικό είναι προσβλητικό. Μιλάω με μια οργισμένη Βολιβιανή που δεν μπορεί να πιστέψει τι έχει δει σε αυτό το συνέδριο. . . Παρατηρήσαμε και οι δύο τους συνεχείς, ταραγμένους ψιθύρους που ακούγονταν έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων, σε σύγκριση με τη συμμόρφωση του ακροατηρίου μέσα σε αυτήν.
Η Βολιβιανή γυναίκα λέει στην Αγκουστίν ότι στη χώρα της οι άνθρωποι υπερασπίζονται αυτά που πιστεύουν. Το μόνο που βλέπει σε αυτό το συνέδριο είναι Ισπανοί που φοβούνται να διαφωνήσουν με τους αξιωματούχους.
Οι πολιτικές πιέσεις της τελευταίας στιγμής προς τους διοργανωτές οδήγησαν στη συμπερίληψη τοπικών προγραμμάτων πόλεων στο πρόγραμμα. Αλλά μόνο μία γυναίκα από ένα «δικαιωματικό» πρόγραμμα είχε το θάρρος να μιλήσει για τις εργαζόμενες στο σεξ σε αυτόν τον χώρο: Μιλώντας τελευταία, χλευάζεται και παραφράζεται από έναν από τους διοργανωτές. Μέσα στη φασαρία, μια απελπισμένη φωνή από το ακροατήριο ζητά να ακούσει τι έχει να πει μια «πόρνη». Σε αυτό το σημείο, η εκπρόσωπος του διεθνούς προγράμματος γυναικών, φορώντας σκούρα γυαλιά, αρπάζει το μικρόφωνο και βροντοφωνάζει: «Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε με πόρνες για να ξέρουμε τι είναι η πορνεία.»[9]
Στη συνέχεια, η υπεύθυνη λέει ότι έχουν συναίνεση από το συνέδριο για την υποστήριξη περαιτέρω νόμων και πρωτοβουλιών κατά του trafficking. Κανείς δεν μιλάει. Αηδιασμένη, μια γνωστή ακτιβίστρια καλόγρια αποχωρεί.
Οι ακτιβίστριες καλόγριες έχουν ένα διαμέρισμα όπου μπορούν να μείνουν γυναίκες που έχουν εξαναγκαστεί να εργαστούν στο σεξ. Η Αγκουστίν επισκέπτεται το διαμέρισμα και ρωτάει αν οι καλόγριες παίρνουν τα κινητά τηλέφωνα των γυναικών ώστε να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τους άνδρες με τους οποίους εργάζονται. Η Αγκουστίν κάνει αυτή την ερώτηση επειδή γνωρίζει ότι άλλα καταφύγια κατάσχουν τα τηλέφωνα.
Όχι, λένε οι καλόγριες, φυσικά όχι. Πολλές φορές θέλουμε να αρπάξουμε τα τηλέφωνα και να τα πετάξουμε στον τοίχο, αλλά δεν το κάνουμε.
Τι γίνεται αν οι γυναίκες θέλουν να φύγουν από το διαμέρισμα και να επιστρέψουν στη σεξουαλική εργασία; Η Αγκουστίν θέτει αυτό το ερώτημα επειδή γνωρίζει ότι πολλές από τις οργανώσεις διάσωσης ιερόδουλων στην Ισπανία στην πραγματικότητα κρατούν τις γυναίκες παρά τη θέλησή τους.
Λοιπόν, απαντούν οι καλόγριες, δεν μας αρέσει αν επιστρέψουν σε αυτή τη ζωή, αλλά φυσικά δεν τις εμποδίζουμε.
Ορισμένες από αυτές τις καλόγριες έχουν διαδηλώσει κρατώντας πανό που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων στο σεξ. Γι' αυτό τους έχουν αποδοθεί τρομεροί χαρακτηρισμοί. Αλλά είναι καλόγριες, άρα εργάζονται με τους καταπιεσμένους. Βλέπουν τη Μαρία Μαγδαληνή ως αδελφή τους και δεν υποκλίνονται στον Πόντιο Πιλάτο.
Η Αγκουστίν παρακολουθεί ένα άλλο, πολύ διαφορετικό συνέδριο:
«Seminario Internacional Sobre Prostitución (Διεθνές Σεμινάριο για την Πορνεία)» αναγράφεται στο έντυπο πρόγραμμα, αλλά το πανό που είναι στην εξέδρα προσθέτει «y Tráfico (και το Trafficing)».
Ένας υψηλόβαθμος εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας ανοίγει την εκδήλωση, ακολουθούμενος από έναν πρύτανη πανεπιστημίου και τον εκπρόσωπο της Ισπανίας στις ακροάσεις του ΟΗΕ για το διεθνές έγκλημα. Όλοι καταδικάζουν την «πορνεία», αλλά ξοδεύουν τον περισσότερο χρόνο τους στο να καυτηριάζουν το «trafficking» με όρους που δεν διαφωτίζουν. Όταν αποχωρούν αυτές οι εξέχουσες προσωπικότητες, αρχίζει το πραγματικό συνέδριο, και η αλλαγή του τόνου και των όρων είναι δραστική.
Οι παρουσιάσεις είναι καλές, οι παραπλανητικές έρευνες δεν χρησιμοποιούνται για να παρουσιάσουν «γεγονότα» και οι εισηγήτριες/τές αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα και την ποικιλία των εμπειριών μεταξύ των ανθρώπων που πωλούν σεξ. Οι ομιλητές/τριες, που ως επί το πλείστον δεν είναι Ισπανοί, είναι ονόματα που συνδέονται με τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στο σεξ ....
Από νωρίς, σε μια προφανώς προετοιμασμένη ενέργεια, μια ομάδα γυναικών στο κοινό αποχωρεί ηχηρά και αγανακτισμένη.... Προς το τέλος, φτάνει μια υψηλά ιστάμενη υπάλληλος. Προφανώς, ούτε η ίδια ούτε η λογογράφος της ήταν παρούσες στο συνέδριο, αφού διαβάζει: «Όπως είδαμε τις τελευταίες ημέρες, η πορνεία είναι πάντα μια μορφή βίας κατά των γυναικών» και άλλα πολλά από τη συνήθη ρητορική, που στην πραγματικότητα, από το πρώτο πρωί, δεν έχουμε ακούσει. Υπάρχουν δύο διαφορετικές αντιδράσεις από το ακροατήριο: οι ξένοι ανταλλάσσουν απορημένα βλέμματα καθώς η μεταφρασμένη ομιλία φτάνει σε αυτούς μέσω ακουστικών, ενώ οι Ισπανοί φαίνεται να δέχονται την ανακολουθία χωρίς έκπληξη. Αυτό άλλωστε λέγεται πάντα δημοσίως στην Ισπανία, άρα δεν είναι παράξενο να το ακούμε τώρα.... Η γυναίκα στην εξέδρα, με τα μάτια καρφωμένα στα χαρτιά της, δεν αντιλαμβάνεται την αναταραχή μέχρι που μια εργαζόμενη στο σεξ από τον Καναδά σηκώνεται να διαμαρτυρηθεί- όταν τα μεταφρασμένα λόγια φτάνουν σε αυτήν, η υπάλληλος τρομοκρατείται.
Μετά την ομιλία της [Καναδής], μια γυναίκα στο ακροατήριο ξεκινάει ένα παραλήρημα εναντίον της με τους πιο σφοδρούς προσωπικούς όρους: είναι προδότρια του φεμινισμού. Τώρα συνειδητοποιούμε ότι η ομάδα που αποχώρησε την πρώτη ημέρα επέστρεψε με ενισχύσεις. Σε πλήρη ένταση, η παρενοχλούσα δεν αφήνει το μικρόφωνο, αλλά η [Καναδή] υψώνει τη φωνή της για να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η συντονίστρια δεν είναι σε θέση ούτε να σταματήσει τις φωνές ούτε να υποχρεώσει τον ταξιθέτη να απελευθερώσει το μικρόφωνο. Άλλα μέλη του ακροατηρίου μπαίνουν στη μάχη, και το συνέδριο τελειώνει σε αναταραχή. Πρόκειται για μια καλά σχεδιασμένη επίθεση. [10]
Αρκετά πράγματα στο διάλογο για το trafficking ξεχωρίζουν από την αφήγηση της Αγκουστίν. Το ένα είναι ότι ο λόγος κατά του trafficking οργανώνεται από γυναίκες της ανώτερης τάξης και επαγγελματίες. Για τις γυναίκες της ανώτερης τάξης, οι εργαζόμενες στο σεξ είναι σκουπίδια. Οι καλόγριες απωθούνται από το αφήγημα ακριβώς επειδή οι καλόγριες δεν είναι σικ.
Το δεύτερο πράγμα είναι ο βαθύς θυμός προς τις γυναίκες εργαζόμενες στο σεξ. Οι ακτιβίστριες των εργαζομένων στο σεξ χρησιμοποιούν μερικές φορές τη λέξη «whorephobia/πορνοφοβία». Δεν σημαίνει απλώς προκατάληψη ή φόβο. Σημαίνει μίσος.
Το τρίτο πράγμα είναι η παντελής απουσία των ανδρών εργαζομένων στο σεξ από αυτή τη συζήτηση.
Το τέταρτο είναι ότι οι οργανώσεις κατά του trafficking δεν μπορούν να συνεργαστούν με τις οργανώσεις των εργαζομένων στο σεξ ή τις οργανώσεις για τα δικαιώματα, σε οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας ή δημόσιας συζήτησης. Αν το κάνουν, κινδυνεύουν να χάσουν τη χρηματοδότησή τους, λόγω των αμερικανικών κανόνων. Έτσι, καταφεύγουν αμέσως στον χλευασμό ή στις φωνές ή αποχωρούν. Δεν έχουν άλλη επιλογή, αν θέλουν να συνεχίσουν να λειτουργούν οι ΜΚΟ.

Νότια Αφρική, διαμαρτυρία sex workers
Ποιος έχει γνωρίσει ποτέ τη Μαρία;
Πόσες γυναίκες έχουν πέσει θύματα trafficking; Οι Βραζιλιάνες/νοι ανθρωπολόγοι Άννα Πάουλα ντα Σίλβα, Θαντέους Γκρέγκορι Μπλανσέτ και Αντρέσα Ραϊλάνε Μπέντο έχουν καταρρίψει την τυπική αφήγηση για το trafficking που χρησιμοποιείται στη χώρα τους. Το ονομάζουν «ο μύθος της Μαρίας». Και ρωτούν: ποιος έχει γνωρίσει ποτέ τη Μαρία; [11]
Τον Νοέμβριο του 2012, η Ντα Σίλβα και οι συνάδελφοί της αναφερόταν στην έρευνά τους σε μια συνάντηση ομοσπονδιακών ερευνητών για την καταπολέμηση του trafficking και «πολλών ΜΚΟ που ασχολούνται με την καταπολέμηση του trafficking στην πολιτεία του Ρίο ντε Τζανιέρο». Οι ανθρωπολόγοι είπαν σε αυτούς τους ανθρώπους ότι είχαν κάνει έρευνα με πολλές γυναίκες από το Ρίο που είχαν πάει στην Ευρώπη για να εργαστούν στο σεξ. Όμως εξήγησαν ότι «όλες με τις οποίες είχαμε μιλήσει έλεγαν ότι είχαν μεταναστεύσει με τη θέλησή τους και αντίστοιχα εργάζονταν ελεύθερα ως πόρνες».
Μίλησε μια εκπαιδευόμενη από μια από τις ΜΚΟ κατά του trafficking:
«Ίσως ο λόγος που δεν βρίσκετε γυναίκες που έχουν εξαναγκαστεί ή εξαπατηθεί στην πορνεία να οφείλεται στο γεγονός ότι εργάζεστε με πόρνες», είπε η ασκούμενη. «Η οργάνωσή μας δουλεύει κυρίως με μη πόρνες, γι' αυτό και βρίσκουμε όλες αυτές τις περιπτώσεις γυναικών που τους έχουν πει ψέματα και τις έχουν εξαπατήσει ή εξαναγκάσει σε πορνεία στο εξωτερικό».
«Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει», απαντήσαμε. "Είμαστε σίγουρα ανοιχτοί/τές σε αυτή την πιθανότητα. Πόσες περιπτώσεις γυναικών, που εξαπατήθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε πορνεία στο εξωτερικό έχει ανακαλύψει η οργάνωσή σας;" [12]
Η ασκούμενη είπε ότι ήταν στη ΜΚΟ μόλις ένα χρόνο και δεν γνώριζε καμία περίπτωση. Είπε όμως ότι μία από τις κοινωνικές λειτουργούς στην αίθουσα είχε εργαστεί για την εν λόγω ΜΚΟ κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας και μόλις πρόσφατα αποχώρησε. Η ασκούμενη της ζήτησε να απαντήσει στην ερώτηση. Η κοινωνική λειτουργός δεν απαντούσε στην ερώτηση, αλλά έλεγε πόσο έργο προσέγγισης και εκπαίδευσης είχε κάνει η ΜΚΟ.
Οι ερευνήτριες/τες ρώτησαν ξανά:
«Πόσες περιπτώσεις γυναικών που εξαπατήθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε πορνεία στο εξωτερικό ανακαλύψατε;»
Η κοινωνική λειτουργός απάντησε: «Υπήρξε μια περίπτωση που αφορούσε δύο γυναίκες πριν από έξι ή επτά χρόνια».
Υπέδειξε ότι η πρόεδρος της ΜΚΟ, που βρισκόταν επίσης στην αίθουσα, θα μπορούσε να τους πει περισσότερα για τις δύο γυναίκες.
Η πρόεδρος της ΜΚΟ δεν μπορούσε να θυμηθεί την υπόθεση. Οι άνθρωποι της ΜΚΟ το συζήτησαν τότε και τελικά θυμήθηκαν «δύο γυναίκες που είχαν μεταναστεύσει στην Ισπανία, εργάζονταν ως χορεύτριες και αργότερα αποφάσισαν οικειοθελώς να εργαστούν ως ιερόδουλες επειδή τα χρήματα ήταν καλύτερα, αλλά φοβήθηκαν από το ενδεχόμενο επιβολής εξαναγκασμού και επέστρεψαν στη Βραζιλία.»[13]
Τελικά οι συγγραφείς, και όλοι οι συγκεντρωμένοι εμπειρογνώμονες, δεν μπόρεσαν να βρουν καμία περίπτωση μεταξύ 2002 και 2012 που να έχει πράγματι πέσει θύμα διεθνούς trafficking από το Ρίο, μια πολιτεία με πληθυσμό δώδεκα εκατομμυρίων και πρωτεύουσα της Βραζιλίας για την εργασία στο σεξ.
Αλλά εδώ συναντάμε ένα από τα αποτελέσματα των διολισθήσεων στη σημασία της λέξης trafficking. Υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Βραζιλία ψήφισε νόμο κατά του διεθνούς sex trafficking. Αυτός ο νόμος δεν λέει τίποτα για τις γυναίκες που εξαναγκάζονται να εργαστούν στο εξωτερικό. Απλώς καθιστά έγκλημα για οποιονδήποτε Βραζιλιάνο/α να πηγαίνει στο εξωτερικό για να κάνει sex work, ή να βοηθάει κάποιον να πηγαίνει στο εξωτερικό για τον σκοπό αυτό.
Φυσικά, έχουν γίνει πολλές συλλήψεις γυναικών για trafficking ή για απόπειρα trafficking. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ομοσπονδιακοί/κές ερευνητές/τριες κατά του trafficking βρίσκονταν στην αίθουσα κατά τη συνάντηση. Αλλά όλες οι γυναίκες που συνελήφθησαν πήγαιναν στην Ευρώπη με πρόθεση για να γίνουν εργάτριες του σεξ.
Η Πάουλα Ντα Σίλβα και οι συνεργάτες/τριες της αποδομούν επίσης τις αποσιωπήσεις και τις παράξενες λεπτομέρειες στον καθιερωμένο μύθο της Μαρίας στη Βραζιλία. Αυτά τα ίδια στοιχεία της ιστορίας συναντώνται στους μύθους του trafficking σε πολλές χώρες.
Ο μύθος της Μαρίας μιλάει για μια αφελή νεαρή γυναίκα, σχεδόν πάντα μαύρη ή μικτής φυλής, που συνήθως εργάζεται ως υπηρέτρια σε μια λευκή οικογένεια επαγγελματιών. Ένας αδίστακτος άνδρας από μια διεθνή εγκληματική συμμορία την παρασύρει να φύγει στο εξωτερικό με υποσχέσεις για καλό μισθό, ενδιαφέροντα ταξίδια και αξιοπρεπή εργασία. Όταν η Μαρία φτάνει στην Ισπανία, άλλα μέλη της διεθνούς συμμορίας της παίρνουν αμέσως το διαβατήριο και την κρατούν αιχμάλωτη, αναγκάζοντάς την να κάνει εργασία στο σεξ. Τελικά διασώζεται.
Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε σε αυτή την ιστορία. Το πρώτο είναι γιατί η Μαρία είναι πάντα αθώα; Οι γυναίκες της εργατικής τάξης της Βραζιλίας στα τέλη της εφηβείας τους ή στις αρχές των είκοσι ετών είναι πολύ εντυπωσιακοί άνθρωποι, εκλεπτυσμένες, σκληρές και κοινωνικά έμπειρες. Επιπλέον, σε αυτή την ιστορία δεν περνάει ποτέ από το μυαλό κανενός από τους μεγάλους αριθμούς εργαζομένων στο σεξ στη Βραζιλία να πάνε στην Ισπανία και να κάνουν την ίδια δουλειά για καλύτερα χρήματα.
Και τι γίνεται με το διαβατήριο; Οι γκάνγκστερ που παίρνουν το διαβατήριο έχει γίνει ένα τυπικό χαρακτηριστικό των ιστοριών κατά του trafficking σε όλο τον κόσμο. Πιθανόν να γνωρίζετε τουλάχιστον ένα άτομο που έχει χάσει ή του έχουν κλέψει το διαβατήριο. Αν ναι, τι έκανε; Πήγαν στην πρεσβεία ή το προξενείο τους, δήλωσαν την απώλεια ή την κλοπή του διαβατηρίου και απέκτησαν ένα νέο. Οι Βραζιλιάνες/νοι εργαζόμενες/νοι στο σεξ στη Μαδρίτη θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, αν ήθελαν. Γιατί λοιπόν αυτή η λεπτομέρεια σχετικά με το διαβατήριο είναι πάντα μέρος της ιστορίας;
Καλύπτει κάτι στην ιστορία που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Πώς σταματούν οι γκάνγκστερς τις γυναίκες που έχουν ξεγελάσει από το να το σκάσουν; Το να τις κρατούν συνέχεια κλειδωμένες απαιτεί πολλούς και ακριβούς φύλακες, και πιθανώς θα απωθούσε τουλάχιστον μερικούς πελάτες. Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές/λοί μετανάστριες/τες πρόθυμες/μοι να εργαστούν στο εμπόριο του σεξ, η φυλάκιση των γυναικών δεν έχει κανένα οικονομικό νόημα. Αυτό συνδέεται με μια άλλη περίεργη αποσιώπηση στην αφήγηση. Πώς δραπέτευσε η Μαρία; Στις αφηγήσεις για την εμπορία ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, αυτή η στιγμή καλύπτεται σχεδόν πάντα με μια φράση ή μια πρόταση. Αλλά σε οποιοδήποτε κομμάτι των μέσων ενημέρωσης, αυτό θα έπρεπε να είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της ιστορίας. Η απελπισμένη γυναίκα που τρέχει στο δρόμο, που κρύβεται σε μια πόρτα, που σταματάει έναν περαστικό και εκλιπαρεί για βοήθεια μιλώντας λίγα ισπανικά, οι κακοποιοί που ψάχνουν τους δρόμους για εκείνη. Αντ' αυτού, δεν υπάρχει τίποτα.
Υπάρχουν τρεις λόγοι για αυτή τη σιωπή. Ο συνήθης, όπως και στην ιστορία της Μαρίας, είναι ότι η ιστορία δεν συνέβη ποτέ. Ο δεύτερος είναι ότι οποιαδήποτε πιστευτή ιστορία απόδρασης θα υποδείκνυε ότι πολλές άλλες γυναίκες μπορούν και δραπετεύουν αρκετά γρήγορα, επειδή είναι πολύ δύσκολο να κρατάς ανθρώπους παρά τη θέλησή τους. Ο τρίτος είναι ότι η γυναίκα συνελήφθη σε αστυνομική επιχείρηση και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε καταφύγιο που διαχειρίζεται μια ΜΚΟ, όπου κρατήθηκε. Αυτή είναι μια συγκλονιστική ιστορία, αλλά δεν είναι η ιστορία που θέλει να πει η ΜΚΟ κατά του trafficking.
Επίσης, παρατηρήστε ότι στην ιστορία η γυναίκα πρέπει πάντα να είναι αφελής σχετικά με το νόημα της υποσχόμενης εργασίας στην Ευρώπη. Διότι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οι εγκληματίες αναγκάζουν τις απρόθυμες γυναίκες να επιβιβαστούν σε αεροπλάνα, να καθίσουν στις θέσεις τους για εννέα ώρες, να περιμένουν στην ουρά του αεροδρομίου για μια ώρα και στη συνέχεια να μιλήσουν πειστικά στους/στις υπαλλήλους της υπηρεσίας μετανάστευσης.
Ωστόσο, πιστεύεται ευρέως ότι οι εγκληματίες εξαναγκάζουν τις γυναίκες να μεταβούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Ευρώπη ως απρόθυμες αιχμάλωτες. Τα μέσα ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επινοήσει έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συμβεί αυτό, σε μια αφήγηση που χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στην τηλεόραση και σε μυθιστορήματα. Σε αυτή την αφήγηση, μια ομάδα σκλάβων του σεξ φυλακίζεται σε ένα κοντέινερ και μετακινείται με πλοία και φορτηγά. Μερικές φορές διασώζονται από έναν ήρωα που ανοίγει το κοντέινερ. Πιο συχνά οι σκλάβες παθαίνουν ασφυξία μέσα στο κοντέινερ ή πεθαίνουν από δίψα.
Κάναμε μια αρκετά καλή έρευνα στο Google και μπορούμε να πούμε με κάποια σιγουριά ότι αυτό το σενάριο δεν έχει συμβεί ποτέ και πουθενά στη γη. Αυτό που συμβαίνει, αρκετά συχνά, σε πολλές χώρες, είναι ότι μια ομάδα μεταναστών/τριών βρίσκεται διψασμένη, ασφυκτιούσα ή νεκρή στο πίσω μέρος ενός κοντέινερ ή ενός φορτηγού. Πολλές από αυτές τις ιστορίες είναι συγκλονιστικές. Όλες αφορούν μικτές ομάδες ανδρών και γυναικών, και συχνά παιδιών, που μπήκαν στο φορτηγό ή στο κοντέινερ επειδή ήθελαν να περάσουν παράνομα τα σύνορα για να ζήσουν και να εργαστούν. Αυτές οι τραγωδίες, όταν συμβαίνουν, είναι τρομακτικές. Η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης συνήθως κατηγορεί τους «διακινητές ανθρώπων», ενώ στην πραγματικότητα είναι οι συνοριακοί έλεγχοι που έχουν θέσει σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων. Το ίδιο συμβαίνει όταν οι μετανάστριες/τες πνίγονται προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη με υπερπλήρεις μικρές βάρκες. Πολλές εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν με αυτόν τον τρόπο κάθε χρόνο. Όταν συμβαίνει αυτό, κατηγορούνται οι διακινητές που οργάνωσαν το ταξίδι με το πλοίο. Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν κατηγορεί τους υπεύθυνους που δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να μεταναστεύσουν με πλοίο και να αποβιβαστούν με ασφάλεια.
Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει με το μιμίδιο των σκλάβων του σεξ στο κοντέινερ είναι ότι αυτές οι πραγματικές τραγωδίες των μεταναστριών/τών έχουν επαναπροσδιοριστεί και επανανοηματοδοτηθεί για άλλο σκοπό. Εξάλλου, οι άνθρωποι που προσφέρουν το πέρασμα του κοντέινερ σε εργαζόμενους/νες μετανάστες/τριες είναι «διακινητές» και οι εγκληματίες που ελέγχουν τις/τους σκλάβες/βους του σεξ είναι επίσης «διακινητές». Χρησιμοποιήστε την ίδια λέξη και πρέπει να είναι το ίδιο πράγμα. Ως πρόστυχο μπόνους, οι θεατές μπορούν να δουν φωτογραφίες μερικώς ντυμένων ή γυμνών νεκρών Ουκρανίδων. [14]

Κατμαντού, Νεπάλ sex workers απαιτούν δικαιώματα, 2011
Από τη Ρουμανία στην Ιαπωνία
Η Κλαούντια Κοζοκάρου είναι εγκληματολόγος στο John Jay College of Criminal Justice της Νέας Υόρκης. Το έργο της έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή «έπεσε θύμα trafficking», αλλά έχει απορριφθεί από τους φορείς καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, επειδή είναι το λάθος είδος θύματος trafficking. [15]
Η Κοζοκάρου μεγάλωσε σε ένα χωριό της Ρουμανίας. Καθώς οι ευκαιρίες για μετανάστευση άνοιξαν μετά το 1989, πολλές νεαρές γυναίκες από το χωριό της πήγαν στο εξωτερικό για να εργαστούν. Όταν επέστρεψαν, ήταν φανερό ότι έβγαζαν καλά χρήματα και είπαν ότι εργάζονταν ως προσωπικό σε μπαρ, καμαριέρες ή χορεύτριες. Κανείς δεν τις ρώτησε περαιτέρω. Όλοι είχαν μια αρκετά καλή ιδέα ότι εμπλέκεται και η σεξουαλική εργασία. Αλλά η Κοζοκάρου δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Έτσι έκανε αίτηση για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο-θέρετρο στην άλλη άκρη της Ρουμανίας. Όταν έφτασε εκεί, ο άντρας που την προσέλαβε τη χτύπησε για να την αναγκάσει να κάνει σεξουαλική εργασία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το έσκασε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπεσε θύμα trafficking.
Η δεύτερη φορά ήταν όταν πήγε να εργαστεί στην Ιαπωνία. Και πάλι, της είπαν ότι θα δούλευε σε ξενοδοχείο. Όταν έφτασε και αρνήθηκε να κάνει σεξουαλική εργασία, ξυλοκοπήθηκε μπροστά σε όλες τις άλλες γυναίκες που εργάζονταν εκεί. Ταπεινώθηκε και τρομοκρατήθηκε. Μετά από έξι μήνες πήγε στο σπίτι της και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιαπωνία. Αυτή τη φορά έμεινε για οκτώ χρόνια, δουλεύοντας σε διάφορους χώρους.
Αυτή τη φορά η Κοζοκάρου είχε ένα σχέδιο. Σε κάθε μέρος που έκανε σεξουαλική εργασία στην Ιαπωνία, μια μειοψηφία των γυναικών είχε όντως εξαπατηθεί ή εξαναγκαστεί σε αυτή τη δουλειά. Η πλειονότητα είχε προσφερθεί εθελοντικά για τη δουλειά. Σε όλους τους χώρους, αυτές οι ελεύθερες εργαζόμενες αφιέρωναν πολύ χρόνο για να καθοδηγούν τις γυναίκες που είχαν πέσει θύματα trafficking, εξηγώντας τους πώς να επιβιώνουν σε αυτή την κατάσταση, πώς να αντιμετωπίζουν τους πελάτες, πώς να εγκαταλείπουν τον εργοδότη και πώς να βρίσκουν άλλη δουλειά. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν κανείς δεν παρέμενε «θύμα trafficking».
Σκοπός της Κοζοκάρου, κατά τη διάρκεια αυτών των οκτώ ετών, ήταν να βρει άλλες εξαπατημένες και εξαναγκασμένες εργάτριες και να τις βοηθήσει να απελευθερωθούν. Νοίκιαζε το δικό της διαμέρισμα και προσέφερε σε άλλες γυναίκες ένα κρεβάτι για ένα διάστημα, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους και να βρουν «ανεξάρτητη εργασία». Αυτό ήταν αξιοθαύμαστο, ακόμη και ηρωικό.
Η Κοζοκάρου αφηγείται μια ξεκαρδιστική και ανατριχιαστική ιστορία, μιλώντας για τις εμπειρίες της από το trafficking σε μια τάξη φοιτητών/τριών νομικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι δύο καθηγητές που την προσκάλεσαν να μιλήσει ξεκίνησαν με συμπάθεια προς το πρόσωπό της ως ευάλωτης και κακοποιημένης γυναίκας. Αλλά συνέχισαν να την πιέζουν να πει ταπεινωτικές ιστορίες μπροστά σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο. Θύμωναν κάθε φορά που προσπαθούσε να μιλήσει για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από τον εξαναγκασμό και να εργαστούν μόνοι τους. Η Κοζοκάρου κατέληξε να κοιτάζει το πάτωμα, αποφεύγοντας να συναντήσει τα μάτια οποιασδήποτε/οποιουδήποτε από αυτές/τούς τις/τους φοιτήτριες/τες, γιατί ήξερε ότι αυτό που θα έβλεπε στα μάτια τους ήταν ένα δυσάρεστο μείγμα οίκτου και έξαψης.
Έφηβες εργαζόμενες στο σεξ στις ΗΠΑ
Οι αφηγήσεις για τις έφηβες εργαζόμενες στο σεξ στις Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν παραδείγματα των άλλων προβλημάτων με το αφήγημα περί trafficking. Το πρώτο ζήτημα αφορά την ηλικία συναίνεσης. Σύμφωνα με τους νόμους περί σωματεμπορίας στην Αμερική, είναι παράνομο για οποιονδήποτε/οποιαδήποτε κάτω των 18 ετών να πουλάει σεξ. Δεν είναι απαραίτητα παράνομο για τα ίδια άτομα να κάνουν σεξ. Σε 32 από τις 50 Ηνωμένες Πολιτείες, η ηλικία συναίνεσης στην οποία ένα αγόρι ή κορίτσι μπορεί να αποφασίσει να κάνει σεξ είναι τα 16 έτη. Σε άλλες δέκα πολιτείες, η ηλικία συναίνεσης είναι τα 17 έτη. Μόνο σε δέκα πολιτείες η ηλικία συναίνεσης είναι τα 18 έτη. Σε ολόκληρο τον Καναδά είναι 16, και ο μέσος όρος ηλικίας συναίνεσης στην Ευρώπη είναι 15.[16]
Επιπλέον, πολλές από τις νεαρές Αμερικανίδες που βρίσκονται κάτω από την ηλικία συναίνεσης στην πολιτεία τους κάνουν σεξ με συναίνεση. Το Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών (CDC) κάνει μια εξαιρετική δειγματοληπτική έρευνα για την υγεία των εφήβων. Το 2015, αναφέρουν, το 58% των κοριτσιών της δωδέκατης τάξης είχε ήδη κάνει σεξ. Τα κορίτσια της δωδέκατης τάξης είναι ως επί το πλείστον ηλικίας 17 ή 18 ετών. Το CDC αναφέρει επίσης ότι το 48% των κοριτσιών της ενδέκατης τάξης, το 34% των κοριτσιών της δέκατης τάξης και το 21% των κοριτσιών της ένατης τάξης έχουν ήδη κάνει σεξ. Τα στοιχεία αυτά πιθανώς υποτιμούν τα πραγματικά ποσοστά, επειδή δεν περιλαμβάνουν τα κορίτσια που έχουν εγκαταλείψει το λύκειο [17].
Με άλλα λόγια, η σταθερή πλειοψηφία των Αμερικανίδων κάνει σεξ πριν από τα 18 τους χρόνια. Οι γυναίκες κάτω των 18 ετών που πωλούν σεξ είναι μέρος αυτής της πλειοψηφίας. Αλλά οι συνέπειες των νόμων για το trafficking για τις έφηβες εργαζόμενες στο σεξ στην Αμερική είναι συχνά σοβαρές. Οι νεαρές γυναίκες που έχουν συλληφθεί να πωλούν σεξ μένουν φυλακισμένες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να καταδικάζονται ή να κατηγορούνται για κάποιο αδίκημα. Απλώς κρατούνται. Αυτό δεν είναι νόμιμο, αλλά είναι σύνηθες.
Στο βιβλίο Control and Protect, η Τζένιφερ Μούστο εξηγεί πώς λειτουργεί αυτό:
«Η Κάρα, μια εξαιρετικά ενεργητική χριστιανή που μετατράπηκε σε υπέρμαχο κατά του trafficking ... περιέγραψε πώς μοιάζει η προστασία στην πράξη στο Sunny Dawn, το καταφύγιο που διευθύνει».
Η Κάρα εξηγεί στη Μούστο ότι τα βραχιόλια παρακολούθησης στον αστράγαλο είναι απαραίτητα για να σταματήσουν οι ανήλικες να το σκάνε: Αυτό το κομμάτι της τεχνολογίας είναι πολύ σημαντικό για την ασφάλειά τους ... Το μόνο που μπορώ να μοιραστώ μαζί σας αυτή τη στιγμή είναι οι εμπειρίες μου από τα τριάντα έξι ή σαράντα διαφορετικά περιστατικά με τα οποία έχουμε ασχοληθεί ... Μπορώ να σας πω αυτή τη στιγμή ότι αυτό που χρειάζονται [είναι] να αντιμετωπίζονται σαν να είναι θύμα εγκλήματος. Ωστόσο, δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε σαν τυπικά θύματα ενός εγκλήματος που έρχονται να σας ζητήσουν βοήθεια. Πρέπει να τις πείσουμε ότι είναι θύμα εγκλήματος ... Δεν θέλουν, λοιπόν, απαραίτητα να σταματήσουν αυτό που κάνουν ... Αν δεν έχουμε τρόπο να τις κρατήσουμε ασφαλείς, θα επιστρέψουν στο δρόμο. Έτσι, αυτή τη στιγμή, αυτό σημαίνει σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων και οι συσκευές παρακολούθησης στον αστράγαλο.
Το αναμορφωτήριο είναι μια φυλακή για νέους. Αυτό που λέει η Κάρα είναι ότι βάζει στις έφηβες βραχιολάκια στον αστράγαλο και αν αυτά τα βραχιολάκια δείξουν ότι φεύγουν από το Sunny Dawn, ίσως για να επιστρέψουν στη δουλειά του σεξ, βάζει τους βοηθούς σερίφηδων να τις πιάσουν και να τις βάλουν στη φυλακή. Επειδή, λέει η Κάρα:
Αν το αφαιρέσουμε αυτό από την επιβολή του νόμου, αν πούμε, «Εντάξει, θα εφαρμόσουμε το δίκαιο του ασφαλούς λιμένα, και αυτό σημαίνει ότι κανένα από αυτά τα παιδιά δεν μπορεί να οδηγηθεί στο αναμορφωτήριο ή να παρακολουθείται μέσω ηλεκτρονικής συσκευής στον αστράγαλο για να ασκηθεί δίωξη», τότε το ερώτημα είναι, τι θα κάνουμε; ... Και αυτό είναι δύσκολο, επειδή δεν είναι παιδιά υπό επιτήρηση; Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα με τα οποία πρέπει να παλέψουμε, αλλά στο τέλος καταλήγουμε στο να κρατήσουμε τα παιδιά ασφαλή, και πώς θα το κάνουμε αυτό;" [18]
Η Μούστο βρήκε το ένα μετά το άλλο παραδείγματα αυτής της κράτησης ανηλίκων σε όλες τις ΗΠΑ, και η συνεργασία μεταξύ της αστυνομίας και των ΜΚΟ ήταν συνηθισμένη. Σε πολλές περιπτώσεις επίσημης άσκησης εξουσίας, εθελόντριες/ντές ή εργαζόμενες/νοι πλήρους απασχόλησης από εκστρατείες κατά του trafficking έψαχναν το διαδίκτυο και το Facebook για στοιχεία πιθανής σεξουαλικής εργασίας ανηλίκων. Στη συνέχεια ενημέρωναν την αστυνομία.
Οι εργαζόμενοι/νες κατά του trafficking συνόδευαν επίσης συστηματικά την αστυνομία στις επιδρομές. Μόλις γίνονταν οι συλλήψεις, οι ακτιβίστριες/στές κατά του trafficking αναλάμβαναν να προσέχουν τις νεαρές γυναίκες. Η αστυνομία ήθελε να καταδικάσει τους άνδρες που είχε συλλάβει, τους οποίους θεωρούσε νταβατζήδες. Γι' αυτό χρειάζονταν μαρτυρίες από τις νεαρές γυναίκες εναντίον των νεαρών ανδρών. Οι εργαζόμενοι/ες των ΜΚΟ μιλούσαν κατ' ιδίαν και με συμπάθεια με τα κορίτσια και προσπαθούσαν να τις πείσουν να βοηθήσουν την αστυνομία.
Τα κορίτσια συνήθως αντιστέκονταν, από διάφορα κίνητρα. Ορισμένες από αυτές φοβόντουσαν τι θα έκανε ο άνδρας σε αυτές ή στις οικογένειές τους. Ορισμένες από αυτές αγαπούσαν τον άνδρα. Σε άλλες περιπτώσεις ήταν φίλος τους. Κάποιες από αυτές ήξεραν ότι ήθελαν να κάνουν τη δουλειά και ο άνδρας τις είχε βοηθήσει. Για πολλές από αυτές, ο άνδρας ήταν επίσης το μόνο άτομο που θα τις βοηθούσε να βρουν δικηγόρο ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κράτηση.
Αν η νεαρή γυναίκα αρνιόταν να καταθέσει, συχνά κρατούνταν σε μια εγκατάσταση που διαχειρίζεται η ΜΚΟ ή σε μια φυλακή. Αυτό συχνά αναφερόταν ότι γινόταν για τη δική της προστασία. Αυτό αγνοούσε πόσο συνηθισμένος είναι ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση για τα κορίτσια στις φυλακές, στα κρατητήρια και στα ιδρύματα φροντίδας.
Υπάρχουν επίσης ευρύτερα ζητήματα που διακυβεύονται. Σε μια βιβλιοκριτική στην ιστοσελίδα Tits and Sass των εργαζομένων στο σεξ, η Φαίη Μιλς γράφει: Όταν με συνέλαβαν πρόσφατα, ένα αντίγραφό του Domestic Minor Sex Trafficking Beyond Victims and Villains της Αλεξάνδρα Λούτνικ με συνόδευσε στη φυλακή... Μετά την εγγύηση, ανοίγοντας την μπλε σακούλα με τα υπάρχοντά μου, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ ότι αυτό το βιβλίο ήταν προορισμένο να είναι στο κρατητήριο μαζί μου. Δεν εκδόθηκε αποκλειστικά για όσους έχουν πτυχία στις κοινωνικές υπηρεσίες... Αυτές τις ανήλικες πρέπει να τις βλέπουμε με σεβασμό, ως συνειδητές υποστηρίκτριες των δικών τους κινήτρων... Όσες παραμένουν σε συστήματα καταπίεσης είναι πολύ πιο πιθανό να εμπλακούν σε σεξουαλικές εργασίες, ως διέξοδο από τους θύτες τους αλλά και τη συστημική βία. Ως νεαρή γυναίκα, δεν είχα πουθενά να πάω εκτός από τους δρόμους. Εκεί υπήρχαν χρήματα, ευκαιρίες για ανέλιξη και συναρπαστικές εμπειρίες. [19]
Το πιο σημαντικό, απλώς δεν είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενες στο σεξ κάτω των δεκαοκτώ ετών εξαναγκάζονται σε σεξουαλική εργασία και ελέγχονται από νταβατζήδες. Οι καλύτερες μελέτες πεδίου για το τι συμβαίνει στην πράξη στις ΗΠΑ έγιναν από τους Άντονι Μάστερ, Άμπερ Χόρνινγκ, Ρικ Κέρτις και τις/τους συναδέλφους τους στο John Jay College of Criminal Justice μεταξύ 2008 και 2012 [20]
Έκαναν δύο ερευνητικά προγράμματα. Το ένα αφορούσε νέους/έες που πουλούσαν σεξ στο δρόμο στη Νέα Υόρκη. Για το πρόγραμμα αυτό, έκαναν φιλίες με ανθρώπους στο δρόμο και στη συνέχεια εργάστηκαν μέσω των επαφών αυτών των ανθρώπων για να βρουν ένα πολύ μεγαλύτερο δείγμα. Το δεύτερο ερευνητικό τους έργο ήταν στο Ατλάντικ Σίτι. Πρόκειται για μια σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη προσπάθεια έρευνας του συνόλου της εργασίας του σεξ στους δρόμους στην πόλη. Χρησιμοποίησαν συνεντεύξεις σε συνδυασμό με συμμετοχική παρατήρηση - κάνοντας παρέα και συζητώντας - και ένας από τους ερευνητές έζησε σε διάφορες πανσιόν που χρησιμοποιούνταν επίσης από εργαζόμενες/νους στο σεξ.
Η μελέτη χρησιμοποίησε τόσο καθηγητές όσο και φοιτητές ως ερευνητές, και κατάφεραν να έχουν κάποιον στους δρόμους τέσσερις νύχτες την εβδομάδα επί μήνες. Στην αρχή οι εργαζόμενες στο σεξ υποπτεύονταν ότι ήταν αστυνομικοί. Καθώς όμως οι ερευνητές επέστρεφαν νύχτα με τη νύχτα και δεν αγόραζαν ποτέ ούτε σεξ ούτε ναρκωτικά, οι εργαζόμενες τους συμπάθησαν. Οι νταβατζήδες που δούλευαν στους δρόμους έγιναν ιδιαίτερα υποστηρικτικοί και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κατευθύνουν τους ερευνητές σε εργάτες/τριες του σεξ που μπορεί να τους είχαν παραλείψει. Τόσο οι εργαζόμενες/νοι στο σεξ όσο και οι νταβατζήδες αισθάνθηκαν ότι ένα ειλικρινές βιβλίο για τον κόσμο τους θα ήταν καλό πράγμα.
Ωστόσο, οι γυναίκες εργαζόμενες στο σεξ προειδοποίησαν τους ερευνητές να μην εμπιστευτούν τόσο πολύ αυτό που αποκάλεσαν «λόγια των νταβατζήδων». Είπαν ότι στους νταβατζήδες άρεσε να καυχιούνται και ότι υπερέβαλαν κατά πολύ το μέγεθος του ελέγχου ή της επιρροής που είχαν πάνω στις γυναίκες και τα κορίτσια.
Μια από τις αρετές τόσο της μελέτης της Νέας Υόρκης όσο και της μελέτης του Ατλάντικ Σίτι είναι ότι συμπεριέλαβαν μεγάλο αριθμό νεαρών ανδρών που πωλούσαν σεξ, σχεδόν όσους και οι νεαρές γυναίκες. Η μελέτη του Ατλάντικ Σίτι, ωστόσο, δυσκολεύτηκε να εντοπίσει εργαζόμενους/νες στο σεξ κάτω των δεκαοκτώ ετών. Τελικά, μπόρεσαν να βρουν μόνο δώδεκα, σχεδόν σίγουρα επειδή υπήρχαν μόνο δώδεκα σε ολόκληρη την πόλη. Έτσι, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν πολλούς άνδρες και γυναίκες κάτω των είκοσι τεσσάρων ετών που είχαν αρχίσει να εργάζονται στο σεξ πριν από τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν αυτούς τους ανθρώπους.
Οι μελέτες της Νέας Υόρκης και της Ατλάντικ Σίτι πήραν συνεντεύξεις από 119 κορίτσια, 111 αγόρια και 19 τρανσέξουαλ νέους. Οι περισσότερες/ροι από τις/τους νεαρές/ρούς εργαζόμενες/νους στο σεξ και στις δύο πόλεις εργάζονταν χωρίς μαστροπό και είχαν βρει μόνοι τους τον δρόμο τους προς τη βιομηχανία. Στη Νέα Υόρκη, το 14% των νεαρών γυναικών και το 8% των νεαρών ανδρών είχαν νταβατζή. Για να το θέσουμε αντίστροφα, το 86% των νεαρών γυναικών και το 92% των νεαρών ανδρών δούλευαν στο δρόμο χωρίς νταβατζή. Το 16% των νεαρών γυναικών, το 1% των νεαρών ανδρών και κανένας από τους τρανς δεν είχε ξεκινήσει να εργάζεται με νταβατζή. Για το 47% του συνόλου, ήταν ένας φίλος που τους εισήγαγε στη δουλειά. Για το 23%, ήταν ένας πελάτης που τους πλησίασε και τους το πρότεινε.
Όσοι/ες είχαν νταβατζή συνήθως δήλωσαν ότι τους είχε ασκήσει βία κάποια στιγμή. Ωστόσο, όλες/οι οι εργαζόμενες/οι στο σεξ είχαν βιώσει βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους από κάποιον άλλον εκτός από νταβατζή. Οι νταβατζήδες δεν ξεχώριζαν και η βία δεν εξασφάλιζε τον έλεγχο. Ο Άντονι Μάρκους και οι συνεργάτες του γράφουν ότι:
Σχεδόν όλες/οι οι εργαζόμενες/οι στο σεξ τόσο στην Ατλάντικ Σίτι όσο και στη Νέα Υόρκη περιέγραψαν ότι με την πάροδο του χρόνου βίωναν αυξανόμενη και όχι μειούμενη εξουσία και έλεγχο της εργασίας τους, ανεξάρτητα από το αν είχαν νταβατζήδες. Και στις τρεις μελέτες, βρήκαμε μια σειρά από ιστορίες νεαρών γυναικών και ανδρών που είχαν εγκαταλείψει τους νταβατζήδες επειδή ήταν βιαιοπραγικοί, ψυχολογικά κακοποιητικοί, τεμπέληδες, κακοί συνεργάτες, ανίκανοι να τις/τους προστατεύσουν, αποσπούσαν πολλά χρήματα ή δεν ήταν πλέον ευχάριστο να βρίσκονται κοντά τους. Όταν εγκατέλειπαν αυτούς τους νταβατζήδες, συνήθως συνεργάζονταν με έναν νέο νταβατζή, δούλευαν και ζούσαν μόνοι/ες τους ή σε συμφωνίες συνεργασίας με συνομήλικες/κους ή εντάσσονταν σε μια υπηρεσία συνοδών [21].
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι πολλοί/ες από τους/τις νέους/έες βασίζονταν σε αυτό που ονόμασαν «διαμεσολαβητές της αγοράς» και «νταβατζήδες». Αυτοί ήταν εργαζόμενοι νταβατζήδες, φίλοι, προσωπικό του καζίνο και τοπικοί μικροεπιχειρηματίες. Παρέπεμπαν σε πιθανούς πελάτες με αντάλλαγμα μια μικρή αμοιβή από την/τον εργαζόμενη/ο στο σεξ. Κάθε εργαζόμενος/νη στο σεξ βασιζόταν σε πολλά από αυτά τα άτομα και δεν έλεγχαν τον/την εργαζόμενο/νη. Η ερώτηση που έθεσαν οι ερευνητές στις συνεντεύξεις για να διακρίνουν τους νταβατζήδες από τέτοιου είδους πληροφοριοδότες ήταν «Έχει κάποιους κανόνες;».
Το 87% του δείγματος της Νέας Υόρκης δήλωσε ότι ήθελε να βγει από την εργασία του σεξ. Όταν ρωτήθηκαν τι τις/τους εμπόδιζε, καμία/νείς δεν ανέφερε έναν νταβατζή. Περισσότεροι/ες από τους/τις μισούς/σές ανέφεραν τη στέγαση. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν συνήθως άστεγοι και ζούσαν στους δρόμους ή μετακινούνταν μεταξύ καταλυμάτων και έμεναν σε φίλους/ες.
Ορισμένοι νέοι άνθρωποι, είναι αλήθεια, περιέγραφαν ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο βίαιων ανδρών που τους κρατούσαν δέσμιους. Ήταν το 2% του συνολικού δείγματος. Σε κάθε περίπτωση, ο εξουσιαστής ήταν είτε γονέας είτε κάποιος που εκτελούσε το ρόλο του κηδεμόνα. Κανένας από αυτούς δεν ήταν νταβατζής του δρόμου.
Η καταπολέμηση του trafficking, ωστόσο, στοχεύει ανελέητα τους νταβατζήδες του δρόμου. Η ελάχιστη ποινή για την ιδιότητα του νταβατζή για κάποιον κάτω των δεκαοκτώ ετών είναι πλέον 15 χρόνια, ενώ ορισμένοι νταβατζήδες καταδικάζονται σε 99 χρόνια. Η μαζική φυλάκιση επί τέσσερις δεκαετίες κάνει πλέον τέτοιες ποινές να φαίνονται φυσιολογικές, ακόμη και αποδεκτές.
Εάν οι νεαροί καταδικαστούν για trafficking, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχουν διαπράξει βίαιο έγκλημα. Ο νόμος δεν λέει ότι όποιος εξαναγκάζει μία/έναν ανήλικη/κο να κάνει σεξ είναι trafficking. Αντίθετα, λέει ότι όποιος επωφελείται από ανήλικη/κο που κάνει σεξ είναι ένοχος trafficking, ακόμη και αν είναι σε ηλικία που επιτρέπεται να κάνει σεξ νόμιμα, και ακόμη και αν του ζήτησε να βοηθήσει.
Η Ελίζαμπεθ Μπερνστάιν περιγράφει μία από τις συνέπειες:
Η δέσμευση των σωφρονιστικών φεμινιστριών (carceral feminists [22]) στις ετεροκανονικές οικογενειακές αξίες, στον έλεγχο του εγκλήματος και στην υποτιθέμενη διάσωση και αποκατάσταση των θυμάτων. . και η ευρεία κοινωνική απήχηση αυτής της ατζέντας απεικονίζεται με τρόπο ισχυρό από την πρόσφατη ταινία Very Young Girls. Η ταινία έχει προβληθεί όχι μόνο σε διάφορους φεμινιστικούς χώρους αλλά και στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ [και] σε διάφορες μεγάλες Ευαγγελικές εκκλησίες... Η ταινία επιδιώκει να προκαλέσει συμπάθεια για τις νεαρές Αφροαμερικανίδες που βρίσκονται παγιδευμένες στη σεξουαλική οικονομία του δρόμου. Παρουσιάζοντας τις γυναίκες ως «πολύ νεαρά κορίτσια» (στην αφίσα προώθησης της ταινίας, η καθιστή πρωταγωνίστρια απεικονίζεται τόσο μικρή που τα πόδια της κρέμονται από την καρέκλα) και ως αθώα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης (μια κατηγορία που ιστορικά προορίζεται για λευκά και μη σεξουαλικά εργαζόμενα θύματα), η ταινία μπορεί να παρουσιάσει πειστικά την οπτική της ως αντιρατσιστική και προοδευτική. Ωστόσο, η αθωότητα των νεαρών γυναικών στην ταινία επιτυγχάνεται με το κόστος της πλήρους δαιμονοποίησης των νεαρών αφροαμερικανών ανδρών που επωφελούνται από τα κέρδη τους ως ανεπανόρθωτα εγκληματίες και υπάνθρωποι. Η ταινία στερεί ανελέητα την ανθρωπιά των νεαρών αφροαμερικανών ανδρών της οικονομίας του δρόμου μαζί με το πολύπλοκο κουβάρι παραγόντων πέρα από την πορνεία (συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού και της φτώχειας) που διαμορφώνουν τη ζωή των κοριτσιών. Σε μια προβολή της ταινίας που παρακολούθησα σε ένα δικηγορικό γραφείο white-shoe (προνομιούχα ανώτερη εισοδηματικά τάξη) [σικ] στη Νέα Υόρκη, μετά την ταινία ορισμένα μέλη του κοινού ζήτησαν όχι μόνο να φυλακιστούν επ' αόριστον οι νταβατζήδες, αλλά και να τους επιτεθούν σωματικά.[23]
Μέσα σε όλα αυτά, πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων στο σεξ στους δρόμους της Νέας Υόρκης δεν είναι μαύροι, ότι η μεγάλη πλειοψηφία δεν έχει νταβατζή και ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών εργαζομένων στο σεξ δεν εργάζονται στους δρόμους. Ο «νέος καταργητισμός» της καταπολέμησης του trafficking αποτελεί μέρος του σχεδίου της εκκαθάρισης των δρόμων και της απέλασης των μεταναστών/τριων εργαζομένων.

Διαδήλωση sex workers την Πρωτομαγιά του 2018 στην Καλκούτα
Σύγχρονη δουλεία
Στη συνέχεια, υπάρχουν τα ΜΜΕ. Την τελευταία δεκαετία έχουν υπάρξει δεκάδες χιλιάδες αναφορές στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με το trafficking και τη «σύγχρονη δουλεία». Αυτή η μεταφορά προέρχεται από τις καμπάνιες κατά του «λευκού δουλεμπορίου» στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτές οι καμπάνιες, και χιλιάδες ιστορίες εφημερίδων, στόχευαν ιδιαίτερα τις μετανάστριες εργάτριες του σεξ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι καμπάνιες κατά του trafficking δεν αναφέρονται ποτέ άμεσα σε αυτή την κληρονομιά. Για κάποιο λόγο, η λέξη «λευκή σκλάβα» δεν ακούγεται τόσο καλά τώρα. Αλλά, όπως έχει αποδείξει η Τζο Ντοεζέμα στο βιβλίο της Sex Slaves and Discourse Masters, οι δεσμοί είναι σαφείς [24]:
Η Ελίζαμπεθ Μπερνστάιν και πάλι, για τη σεξουαλική δουλεία:
Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2007, 5.800 Προτεσταντικές εκκλησίες σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες τραγούδησαν το τραγούδι «Amazing Grace» κατά τη διάρκεια των λειτουργιών τους, τιμώντας τη διακοσιοστή επέτειο της κατάργησης της δουλείας στην Αγγλία. Καθώς οι πιστοί τραγουδούσαν τους στίχους του Τζον Νιούτον, του Βρετανού καπετάνιου πλοίου που μετατράπηκε σε υπέρμαχο της κατάργησης, συνέβαλαν ταυτόχρονα σε ένα αναπτυσσόμενο πολιτικό κίνημα και στην προώθηση μιας ταινίας που μόλις κυκλοφόρησε . Η ταινία Amazing Grace, η οποία επικεντρώνεται στο ρόλο που έπαιξε η Ευαγγελική Χριστιανική πίστη του Βρετανού βουλευτή Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς στην αφοσίωσή του στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε σε σαφή συντονισμό με μια καμπάνια για την καταπολέμηση των «σύγχρονων» μορφών δουλείας, μέρος της οποίας ήταν και το οργανωμένο κυριακάτικο τραγούδι. «Η δουλεία εξακολουθεί να υφίσταται», σημειώνει η ιστοσελίδα της εκστρατείας Amazing Change της ταινίας, η οποία κατευθύνει τους διαδικτυακούς επισκέπτες να «γίνουν σύγχρονοι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας» μέσω της προσευχής, των δωρεών σε υποστηριζόμενες θρησκευτικές οργανώσεις και της αγοράς μπλουζών, κουμπιών και καπέλων Amazing Change. Όπως προσπάθησε να τονίσει ο Γκάρι Χάουγκεν, ιδρυτής της Διεθνούς Αποστολής Δικαιοσύνης (μία από τις τέσσερις ανθρωπιστικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από την καμπάνια), "υπάρχουν περίπου είκοσι επτά εκατομμύρια σκλάβοι στον κόσμο μας σήμερα - όχι μεταφορικά σκλάβοι, αλλά πραγματικοί σκλάβοι. Αυτοί είναι περισσότεροι σκλάβοι στον κόσμο μας σήμερα από όσους εξήχθησαν από την Αφρική κατά τη διάρκεια τετρακοσίων ετών του υπερατλαντικού δουλεμπορίου." [25]
Περίπου είκοσι επτά εκατομμύρια; Κανείς δεν έχει κάνει καμία καταμέτρηση. Ο αριθμός είναι επινοημένος. Αυτό που εννοούν με τον όρο δουλεία είναι ότι ο εργοδότης έχει τον απόλυτο έλεγχο του εργαζόμενου. Και ο εργαζόμενος που σκέφτονται περισσότερο είναι ο εργαζόμενος στο σεξ, αν και είναι πρόθυμοι να συμπεριλάβουν οποιονδήποτε σε ένα εργοστάσιο εξαντλητικής εργασίας (sweatshop).
Αυτή η σύγχρονη δουλεία, διαφέρει από την παλιομοδίτικη δουλεία της Τζαμάικα και της Βιρτζίνια με διάφορους τρόπους. Οι άνθρωποι δεν αποτελούν ιδιοκτησία. Οι ιδιοκτήτες δεν τους αγοράζουν και δεν τους πωλούν. Η δουλεία δεν διαρκεί ισόβια. Η δουλεία δεν είναι νόμιμη. Δεν υπάρχουν ειδικά δουλεμπορικά πλοία. Οι ιδιοκτήτες δεν έχουν το νόμιμο δικαίωμα να τιμωρούν δημόσια τους σκλάβους τους. Αν η σκλάβα το σκάσει, η αστυνομία δεν θα την γυρίσει πίσω.
Με άλλα λόγια, η σύγχρονη δουλεία δεν είναι δουλεία. Είναι μια μεταφορική έκφραση για την κακή μεταχείριση, την εκμετάλλευση και τη βία απέναντι στους/στις εργαζόμενους/νες. Σε αυτή την περίπτωση, γιατί να σταματήσουμε στα είκοσι επτά εκατομμύρια;
Το trafficking είναι ένας μύθος, είναι ρατσιστικό, είναι σεξιστικό και βλάπτει τους/τις μετανάστες/τριες και τις/ τους εργαζόμενες/ους στο σεξ.
https://annebonnypirate.org/2021/02/05/racism-and-the-myth-of-trafficking
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Kimberley Kay Hoang, 2015, Dealing in Desire: Asian Ascendancy, Western Decline, and the Hidden Currencies of Global Sex Work, Berkeley: University of California Press
[2] Elizabeth Bernstein, 2007, Temporarily Yours: Intimacy, Authority and the Commerce of Sex Work, Chicago: University of Chicago Press.
[3] Teresa Hayter, 2004, No Borders: The Case against Immigration Controls, Second edition, London: Pluto.
[4] Για τις πολυπλοκότητες, δείτε την εξαιρετική εθνογραφία του Ruben Andersson, 2014, Illegality Inc.: Clandestine Migration and the Business of Bordering Europe, Berkeley: University of California Press, 2014.
[5] https://en.wikipedia.org/wiki/Gender_mainstreaming
[6] Τα βασικά έργα είναι τα εξής:
Kamala Kempadoo, Jyoti Sanghere and Bandana Pattanik, eds., 2005, Trafficking and Prostitution Reconsidered: New Perspectives on Migration, Sex Work and Human Rights, Boulder: Paradigm; Laura Maria Agustin, 2007, Sex at the Margins: Migration, Labour Markets and the Rescue Industry, London: Zed; and Elizabeth Bernstein, 2019, Brokered Subjects: Sex, Trafficking, and the Politics of Freedom, Chicago: University of Chicago Press.
Δείτε επίσης:
Laura Agustin, 2005, ‘Migrants in the Mistress’s House: Other Voices in the “Trafficking” Debate,’ Social Politics, March, 96-117; Rhacel Salazar Parrenas, 2011, Illicit Flirtations: Labor, Migration and Sex Trafficking in Tokyo, Stanford: Stanford University Press; Christine Chin, 2013, Cosmopolitan Sex Workers: Women and Migration in a Global City, New York: Oxford University Press; Pardis Mahdavi, 2011, Gridlock: Labour, Migration and Human Trafficking in Dubai, Stanford: Stanford University Press; Pardis Mahdavi, 2013, From Trafficking to Terror: Constructing Global Social Problems, London: Routledge; Josephine Ho, 2005, ‘From Anti-trafficking to Social Disciplie: Or, the Changing Role of “Women’s” NGOs in Taiwan’, in Kempadoo, 2005, 25-42; John Frederick, 2005, ‘The Myth of Nepal-to-India Sex Trafficking: Its Creation, Its Maintenance, and Its Influence on Anti-trafficking Interventions’, in Kempadoo, 2005, 127-148; and Natasha Ahmad, 2005, ‘Trafficked Persons or Economic Migrants? Bangladeshis in India’, in Kempadoo, 2005, 211-228; Tara Burns, 2016, ‘Sex Trafficking: A Media Guide,’ Tits and Sass, 24 March.
Είναι αξιοσημείωτο πόσα από αυτά τα βιβλία, που γράφτηκαν με σφοδρότητα κατά του μύθου του trafficking, εξακολουθούν να περιλαμβάνουν αυτή τη λέξη στον τίτλο, προφανώς με εντολή του εκδότη.
Δείτε επίσης:
Claudia Cojacaru, 2015, ‘Sex trafficking, captivity, and narrative: constructing victimhood with the goal of salvation,’ Dialectical Anthropology, 2015; Claudia Cojocaru, 2016, ‘My Experience is Mine to Tell: Challenging the abolitionist victimhood framework,’ Anti-Trafficking Review, Issue 7, 12-3; David A. Feingold, 2010, ‘Trafficking in Numbers: The Social Construction of Human Trafficking Data’, in Sex, Drugs and Body Counts: The Politics of Numbers in Global Crime and Conflict, ed. P. Andreas and K. M. Greenhill, Ithica: Cornell University Press, 46-74; Thaddeus Gregory Blanchette, 2012, ‘On bullshit and the trafficking of women: moral entrepeneurs and the invention of trafficking of persons in Brazil,’ Dialectical Anthropology, 36: 107-125; Ana Paula da Silva, Thaddeus Gregory Blanchette, Andressa Raylane Bento, 2014, ‘Cinderella Deceived: Analysing a Brazilian Myth Regarding Trafficking in Persons,’ Vibrant, Vol. 10 (2), 377-419; Gregory Mitchell, 2016, ‘Evangelical Ecstasy Meets Feminist Fury: Sex Trafficking, Moral Panics and Homonationalism during Global Sporting Events,’ GLQ: A Journal of Lesbian and Gay Studies, 325-357.
Anthony Marcus, Robert Riggs, Sarah Rivera and Ric Curtis, 2016, Experiences of Youth in the Sex Trade in Atlantic City, John Jay College of Criminal Justice; Anthony Marcus, Amber Horning, Ric Curtis, Jo Sanson and Efram Thompson, 2014, ‘Conflict and Agency among Sex Workers and Pimps: A Closer Look at Domestic Minor Sex Trafficking,’ The ANNALS of the American Academy of Political and Social Science; Edward Snajr, 2013, ‘Beneath the master narrative: human trafficking, myths of sexual slavery and ethnographic realities,’ Dialectical Anthropology; Ric Curtis, Karen Terry, Meredith Dank, Kirk Dombowski, and Bilal Khan, 2008, Commercial Sexual Exploitation of Children in New York City, Volume One: The CESC Population in New York City: Size, Characteristics, and Needs, John Jay College of Criminal Justice,.
Elizabeth Bernstein, 2007, ‘The Sexual Politics of the “New Abolitionism”, differences: A Journal of Feminist Cultural Studies, vol 18 (5), 128-151; Elizabeth Bernstein and Elana Shih, 2014, ‘The Erotics of Authenticity: Sex Trafficking and “Reality Tourism” in Thailand,’ Social Politics, Fall, 1-31; Elizabeth Bernstein, 2010, ‘Militarized Humanitarianism Meets Carceral Feminism: The Politics of Sex, Rights, and Freedom in Contemporary Antitrafficking Campaigns,’ Signs: Journal of Women in Culture and Society, vol 36 (1), 45-71.
Suzanne Åsman, Bombay Going: Nepali Migrant Sex Workers in an Anti-Trafficking Era, Lanham: Lexington, επίσης μοιάζει σημαντικό, αν και δεν το έχουμε διαβάσει ακόμη.
[7] Nancy Lindisfarne and Jonathan Neale, 2015, ‘Gang Abuse in Oxford,’ Anne Bonny Pirate.
[8] Pardis Mahdavi, 2011, Gridlock: Labour, Migration and Human Trafficking in Dubai, Stanford: Stanford University Press, is very good on this.
[9] Agustin, 2007, 159-161.
[10] Agustin, 2007, 180-181.
[11] Da Silva, Blanchette and Bento, 2014, 0000.,
[12] Da Silva, Blanchette and Bento, 2014, 401.
[13] Da Silva, Blanchette and Bento, 2014, 402.
[14] See, for example, Ed Burns and David Simon, creators, 2003, The Wire, Season 2.; or Lee Child’s Jack Reacher book, 2010, Worth Dying For, London; Bantam.
[15] Cojocaru, 2015 and 2016.
[16] Στις ευρωπαϊκές χώρες η μέση ηλικία συναίνεσης είναι τα 15 έτη. Σε 15 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, η ηλικία συναίνεσης είναι τα 14 έτη. Σε 12 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Δανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πολωνίας και της Ελβετίας, είναι 15 ετών. Σε άλλες 20 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Φινλανδίας, των Κάτω Χωρών, της Νορβηγίας, της Ρωσίας, της Ισπανίας, της Ελβετίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η ηλικία συναίνεσης είναι τα 16 έτη.
[17] Laura Kann et al, Youth Risk Behavior Surveillance – United States, 2015, Centers for Disease Control and Prevention, MMWR, June 10, 2016, 26.
[18] Jennifer Musto, 2016, Control and Protect, Oakland: University of California Press, 5-6.
[19] Fae Mills, 2016, ‘Domestic Minor Sex Trafficking: Beyond Victims and Villains’, Tits and Sass, 11 August. The book is Alexandra Lutnick, 2016, Domestic Minor Sex Trafficking: Beyond Victims and Villains, New York: Columbia University Press.
[20] Anthony Marcus, Amber Horning, Ric Curtis, Jo Sanson and Efram Thompson, 2014, ‘Conflict and Agency among Sex Workers and Pimps: A Closer Look at Domestic Minor Sex Trafficking,’ The ANNALS of the American Academy of Political and Social Science; Ric Curtis, Karen Terry, Meredith Dank, Kirk Dombowski, and Bilal Khan, 2008, Commercial Sexual Exploitation of Children in New York City, Volume One: The CESC Population in New York City: Size, Characteristics, and Needs, John Jay College of Criminal Justice; Anthony Marcus, Robert Riggs, Sarah Rivera and Ric Curtis, 2016, Experiences of Youth in the Sex Trade in Atlantic City, John Jay College of Criminal Justice.
[21] Curtis et al, 2014, 232.
[22] https://en.wikipedia.org/wiki/Carceral_feminism
[23] Bernstein, 2010, 57-58.
[24] Jo Doezema, 2010, Sex Slaves and Discourse Masters: The Construction of Trafficking, London: Zed, 2010.
[25] Bernstein, 2007, 128-129.

