Τρίτη, 07 Μαρτίου 2023 11:35

«Εμείς είμαστε τα λιοντάρια κύριε μάνατζερ»: Η απεργία των Ινδών μεταναστριών στο Γκρούνγουικ, 1976/1978

 

 

Μάνθος Ταβουλάρης

 

«Εμείς είμαστε τα λιοντάρια κύριε μάνατζερ»: Η απεργία των Ινδών μεταναστριών στο Γκρούνγουικ, 1976/1978

Στη μνήμη της Τζαγιαμπέν Ντεσάι (2 Απριλίου 1933 – 23 Δεκεμβρίου 2010)

 

 

«We are women, we are strong,

We are fighting for our lives

Side by side with our men

Who work the nation’s mines,

United by the past,

And it’s - Here we go! Here we go!

For the women of the working class»[1].

 

Εισαγωγή

Το άρθρο που ακολουθεί είναι μια αφήγηση των γεγονότων της απεργίας του Γκρούνγουικ (Grunwick). Η επιλογή της ανασκόπησης μιας απεργίας που πλέον έχει γίνει θρύλος στα χρονικά του Βρετανικού Εργατικού Κινήματος, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί μια εκλεκτικιστική αναφορά σε μια απεργία που έγινε από «εξωτικές» Γκουτζουράτι (Νότιο-Ασιάτισσες) Ινδές γυναίκες. Υπήρξαν πολλές απεργίες με πρωταγωνίστριες και πρωταγωνιστές μετανάστριες και μετανάστες εργάτριες και εργάτες, πριν και μετά την απεργία του 1976, που αξίζει να γίνουν αντικείμενο αφήγησης, όπως για παράδειγμα η απεργία του 2005 στην εταιρία catering Gate Gourmet, που συνεργαζόταν ανάμεσα σε άλλους και με την British Airways. Και εκεί πλειοψηφούσαν οι εργαζόμενες μετανάστριες από την Νότια Ινδία (Πουντζάμπι), και εκεί ο αγώνας ήταν σημαντικός, και εκεί για ακόμα μια φόρα ο αγώνας προδόθηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και έληξε άδοξα με μαζικές απολύσεις και ελάχιστες παραχωρήσεις. Επιπλέον, το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της μετά-θατσερικης νεοφιλελεύθερης Μ. Βρετανίας θα μας ήταν πιο αναγνωρίσιμο και συνεπώς ευκολότερο να το επεξεργαστούμε. Ωστόσο η απεργία στο Γκρούνγουικ υπήρξε κομβική, καθώς συνέβαλε στην αλλαγή του τρόπου κατανόησης από τα συνδικάτα των πολλαπλών καταπιέσεων και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μετανάστριες εργάτριες. Αυτή η απεργία, σε αντίθεση με την απεργία στη Gate Gourmet, συγκίνησε όλο το οργανωμένο λευκό εργατικό κίνημα και από αδύναμος ανοργάνωτος κρίκος, μια χούφτα Γκουτζουράτι γυναίκες γίνανε το ξίφος ολόκληρης της εργατικής τάξης. Η απεργία υπήρξε κομβικό σημείο για την ανάδειξη και στράτευση των μαύρων και πολλών άλλων μειονοτήτων στο συνδικαλιστικό κίνημα – παράδοση που συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Υπάρχει συχνά η τάση να θεωρείται το παρελθόν των εργατικών κινημάτων ως πιο «ταξικό». Πολλές φορές οι σχετικές συζητήσεις δεν είναι παρά ιδεαλιστικές κατασκευές που παρουσιάζουν μια καρικατούρα της ταξικής συνείδησης, ως προϋπόθεση για επιτυχημένους η έστω μαχητικούς αγώνες. Αυτή η ανάγνωση, πέρα από κουραστική, δεν ανταποκρίνεται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα, πληθώρα εργατικών και πολιτικών οργανώσεων στην Ελλάδα, υποτιμούν τα γυναικεία και ομοφυλοφιλικά κινήματα, επειδή, υποτίθεται, το «ταξικό» έχει την προτεραιότητα. Όμως η δογματική προσήλωση στην προτεραιότητα του «ταξικού» (το οποίο συχνά περιορίζεται στο οικονομικό) δεν βοηθάει στην ταξική ανάλυση, δηλαδή την κατανόηση των υλικών όρων που δημιουργούν μια σειρά καταπιέσεων σε μια πολύμορφη εργατική τάξη. Χωρίς μια τέτοια ανάλυση όμως, το συνδικαλιστικό κίνημα δεν θα είναι σε θέση να προσεγγίσει νέα κομμάτια της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον να ανασυγκροτήσει συνολικά το κίνημα. Η εμπειρία του Γκρούνγουικ φωτίζει κάποιες από τις πραγματικότητες του «ρωμαλέου» παρελθόντος μιας τέτοιας πολύμορφης εργατικής τάξης.

Το άλλο πρόσωπο του Ιανού είναι ότι σε πανεπιστημιακούς κύκλους, σε μερίδες της επαναστατικής αριστεράς, της αναρχίας και ιδίως της αυτονομίας, ηγεμονεύουν ιδέες όπως η Θεωρία των Προνομίων ή η θεωρία της Διατομεακότητας[2]. Μετά την ήττα των εργατικών κινημάτων κατά της διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 οι ταξικές αναλύσεις υποχωρούσαν ολοένα και περισσότερο, δίνοντας τη θέση τους σε διασπαστικές θεωρίες που έθεταν πχ. τον άνδρα εργάτη απέναντι στη γυναίκα εργάτρια ή έδιναν έμφαση στα μειονεκτήματα που προκύπτουν από το να είσαι μαύρη, ΑΜΕΑ, γυναίκα (ή όλα αυτά μαζί), απέναντι στον λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα με τη «σωστή» σωματική διάπλαση. Οι θεωρίες αυτές συχνά καταλήγουν σε μια άρνηση του ότι το τέλος όλων των καταπιέσεων συνδέεται οργανικά με την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής-εκμετάλλευσης· ή στην υιοθέτηση της μιας ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία, οι εργάτες/τριες δεν είναι ικανοί/ες να δημιουργούν δεσμούς αλληλεγγύης που μπορούν να υπερβαίνουν τις πραγματικές και ποικίλες διαφορές ανάμεσα τους.

Παρ’ όλ’ αυτά, η πραγματική απειλή για το οργανωμένο εργατικό κίνημα δεν είναι οι μεταμοντέρνες, αταξικές θεωρίες, αλλά η καθολική ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης σε όλο το φάσμα της διανόησης. Οι τάσεις του φεμινιστικού κινήματος, για παράδειγμα, που υποτιμούν την ταξική εκμετάλλευση, δεν ευθύνονται για την παρακμή του συνδικαλισμού και τη χαμηλή συνδικαλιστική πληρότητα ή τη μικρή συμμετοχή των γυναικών στα συνδικάτα. Επιπλέον, πέρα από τη μονοσήμαντη χρησιμοποίησή της, η έννοια της διατομεακότητας μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο περιγραφικό εργαλείο της σύγχρονης εργατικής πραγματικότητας, αν και δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη θεωρία που προσφέρει συνολικές εξηγήσεις για τις αιτίες του ρατσισμού και του σεξισμού. Η διατομεακότητα είναι ένας τρόπος για να περιγραφεί ο συγχρονισμός των καταπιέσεων ή οι αλληλεπικαλυπτόμενες καταπιέσεις. Ακριβώς επειδή η διατομεακότητα, ως θεωρητική προσέγγιση, προσφέρεται για την κατανόηση της εμπειρίας των πολλαπλών καταπιέσεων, αν και χωρίς να εξηγεί τα αίτια, μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα εργαλείο αναφοράς από μια εργατική ταξική οπτική, αλλά και από οπτικές που δεν εστιάζουν στην ταξική πάλη. Στην περίπτωση της απεργίας του Γκρούνγουικ οι καταπιέσεις αυτές είναι οι εναλλασσόμενες και ταυτόχρονες: καταπιέσεις φύλου, εθνότητας και τάξης.

Στην απεργία του Γκρούνγουικ διαφαίνεται η χαρακτηριστική αντιφατική συνείδηση της εργατικής τάξης, όχι μόνο στους λευκούς εργάτες που υπήρξαν η ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος, αλλά και στις μειονότητες. Οι γυναίκες απεργοί αντιμετώπισαν ιδιαίτερες προκλήσεις μέσα στο χώρο εργασίας τους, αφού ως γυναίκες δούλευαν στα χειρότερα και πιο κακοπληρωμένα τμήματα του εργοστασίου. Αντιμετώπισαν τις ρατσιστικές πρακτικές του ιδιοκτήτη, που προσλάμβανε εργάτριες από τις πιο «αδύναμες» εθνότητες. Αντιμετώπισαν την πρόκληση να συσπειρώσουν άντρες ομοεθνείς τους, καθώς εκείνοι πληρώνονταν περισσότερο και δούλευαν σε καλύτερα τμήματα. Αντιμετώπισαν τη δυσκολία να βρουν στήριξη σε μαύρους εργάτες. Αντιμετώπισαν τις ίδιες τους τις κοινότητες και τις οικογένειές τους. Αντιμετώπισαν την καταστολή του κράτους και το σαμποτάρισμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Τέλος, αντιμετώπισαν τους ίδιους τους τους εαυτούς, καθώς ερχόντουσαν σε ρήξη με την παράδοση και το αίσθημα της ντροπής, που προέκυπτε από την υπέρβαση παραδοσιακών κανόνων γυναικείας συμπεριφοράς της κοινότητάς τους. Η απεργία του Γκρούνγουικ ανέδειξε έντονα τον διατομεακό χαρακτήρα της καταπίεσης την εποχή εκείνη, μιας καταπίεσης που σε μεγάλο βαθμό είναι η ίδια με αυτήν που η εργατική τάξη έχει να αντιμετωπίσει και σήμερα. Από την άποψη της κυρίαρχης τάξης, η σπουδαιότητα της απεργίας του Γκρούνγουικ αποτυπώνεται στο γεγονός ότι υπήρξε ορόσημο, μια πρόβα τζενεράλε, για τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει κατά τη νεοφιλελεύθερη επέλασή της, που από το 1979 και μετά θα κατέστρεφε το οργανωμένο εργατικό κίνημα στη Γηραιά Αλβιωνα. Η νίκη των νεοφιλελεύθερων στοιχείων της αστικής τάξης, με σύμμαχο την προδοσία της υποταγμένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, σήμανε το κύκνειο άσμα του μαχητικού εργατικού κινήματος. Η απεργία του Γκρούνγουικ υπήρξε ταυτόχρονα μια σπουδαία εργατική μάχη και ένα προμήνυμα για το τέλος των μεγάλων ταξικών αγώνων, κάτι το οποίο πέτυχε με μαεστρία η Μάργκαρετ Θάτσερ μετά την ολοκληρωτική ήττα της απεργίας των ανθρακωρύχων τη διετία 1984-85.

 

1 91028094 grun

 

Το πλαίσιο της απεργίας των Ινδών εργατριών στο Γκρούνγουικ.

Το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα στη Μ. Βρετανία ήταν σε διαρκή άνοδο σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Το 1979 έφτασε στο απόγειό του από την άποψη της ανάπτυξης, με μια συνδικαλιστική πληρότητα στους εργασιακούς χώρους της τάξης του 52,4% (σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα)[3] και έχοντας ήδη ρίξει τρεις κυβερνήσεις στο πρόσφατο παρελθόν. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε, όπως τονίζει ο Τόνι Κλίφ σε ένα αναλυτικό άρθρο του το 1979 για την κατάσταση του συνδικαλισμού ανά κλάδο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ότι δεν υπήρχε μια ευθεία αντιστοίχιση της αύξησης του αριθμού των μελών των συνδικάτων με την μαχητικότητα της εργατικής τάξης:

«Εκ πρώτης όψεως, αν η αύξηση των μελών των συνδικάτων από μόνη της έδειχνε την ανάπτυξη της εργατικής δύναμης έναντι του εργοδότη, αυτή η δύναμη θα έπρεπε να είχε μεγαλώσει πολύ πιο γρήγορα το 1975-77 από ότι το 1971-74. Τα χρόνια 1975-77 ο αριθμός των μελών μεγάλωσε κατά 930,000, ή 314,000 το χρόνο, ενώ τα χρόνια 1971–74 ο αριθμός των μελών μεγάλωσε μόνο κατά 577,000 ή 144,000 το χρόνο. Το ρηχό συμπέρασμα θα έπρεπε να είναι ότι τα χρόνια του πραγματικού προχωρήματος της εργατικής τάξης είναι από το 1975 ως το 1977, ενώ εκείνα του 1971-74 δεν υπήρξαν τόσο εντυπωσιακά. Για την ακρίβεια υπάρχει πολύ συχνά μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της συνδικαλιστικής πληρότητας και στην δύναμη της οργάνωσης στη βάση»[4].

Η ανάπτυξη αυτή, εντοπίζεται σε κάποιες χρονιές κατά κύριο λόγο σε υπάλληλους γραφείων που παραδοσιακά έχουν μικρότερη εμπειρία σε κινητοποιήσεις και απεργίες από ότι οι βιομηχανικοί εργάτες. Ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης τα χρόνια 1970-74 εκφράζεται σαν μια γενικευμένη έφοδος στο πεδίο της οικονομικής πάλης: απομονωμένες μεταξύ τους απεργίες, εκατοντάδες περιπτώσεις αυτενέργειας της εργατικής τάξης με ανεπίσημες αυθόρμητες απεργίες αλλά και σημαντική άνοδος των ανακοινωμένων απεργιών. Τις χρονιές 1975-77 υπάρχει δραστική μείωση της αυτενέργειας στη βάση των συνδικάτων, καθώς με τη συνεργασία κυβέρνησης και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σταδιακά προχωρούσε η κατάργηση της «δουλειάς με το κομμάτι» που επέτρεπε στους συνδικαλιστές βάσης να διαμορφώνουν ανεξάρτητα αιτήματα από την εθνική συνδικαλιστική οργάνωση, ανάλογα με τους συσχετισμούς και την άμεση πίεση της εργατικής βάσης σε κάθε συγκεκριμένο χώρο εργασίας. Αυτή ήταν και η οικονομική βάση του κύρους των Shop Stewards (συνδικαλιστέςl βάσης), που σε αυτό χρονικό διάστημα οργάνωσαν πολυάριθμες άτυπες απεργίες ή ακόμα και καταλήψεις. Η προσπάθεια ήταν να ενσωματωθούν οι συνδικαλιστές βάσης στον κεντρικό συνδικαλιστικό μηχανισμό, ώστε να μπορούν να ελέγχονται οι δραστηριότητές τους καλύτερα, προς όφελος βέβαια των εργοδοτών[5].

Η αλλαγή των ταξικών συσχετισμών στη Μ. Βρετανία, οφείλεται σε ένα άθροισμα παραγόντων, μεταξύ των οποίων η νέα οικονομική πολιτική λιτότητας και η εγκαθίδρυση συμφωνιών παραγωγικότητας από κοινού με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ο μεγάλος στόχος ήταν η αντικατάσταση της οργάνωσης στη βάση με την συμμετοχή των συνδικάτων στη ρύθμιση της εργασίας σε εθνικό επίπεδο. Ο κυριότερος όμως παράγοντας ήταν μια ολοένα πιο επιθετική αστική τάξη, της οποίας η απάντηση στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση ήταν η βίαιη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού και η μετωπική σύγκρουση με την εργατική τάξη και συνδικάτα της.

Έκτοτε, ήρθε η σταδιακή παρακμή[6], ενισχυμένη από την εξόφθαλμη προδοσία της ηγετικής γραφειοκρατίας του TUC (Βρετανική ΓΣΕΕ) και από τις κυβερνήσεις λιτότητας του εργατικού κόμματος (Labour). Ο δρόμος είχε ανοίξει για την ταξική μπουλντόζα του Θατσερισμού. Από το 1979 έως και της δεκαετία του 1990, η επίθεση στην οργανωμένη εργατική τάξη ήταν ανηλεής. Τα κλεισίματα εργοστασίων, οι απολύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις, σήμαιναν την αριθμητική μείωση των εργατών στην παραγωγή και την συντριβή της ραχοκοκαλιάς του οργανωμένου εργατικού κινήματος, του βιομηχανικού προλεταριάτου, όπου η παρουσία των λευκών αντρών ήταν πλειοψηφική. Η απεργία-τομή που καθόρισε το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν η θρυλική απεργία των ανθρακωρύχων το 1984. Η ήττα υπήρξε ταφόπλακα από την οποία το εργατικό κίνημα δεν ανέκαμψε ποτέ. Η εκτίμησή μας είναι ότι η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη με βάση τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί. Φαινόταν από την πλαδαρότητα του TUC να οργανώσει την διακλαδική αλληλεγγύη στην απεργία τους το 1979, σε αντίθεση με τη νικηφόρα απεργία του 1972 και του 1974, που στηρίχθηκε σε γενικές γραμμές ενεργά από τη βάση μέχρι τη κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος. Από μια άποψη η απεργία του 1984, ήταν η τελευταία πνοή του μαχητικού εργατικού συνδικαλισμού. Ήταν ένας αποχαιρετισμός στο παρελθόν. Είναι απίθανο η απεργία, παρόλη την κοινωνική αποδοχή της, να μπορούσε να κρατήσει τόσο, χωρίς την αυτό-οργάνωση των γυναικών, στην θρυλική οργάνωση «Γυναίκες ενάντια στα κλεισίματα των ορυχείων». Οι γυναίκες, κόρες και αδελφές των ανθρακωρύχων, δεν αρκέστηκαν στο να φροντίσουν να μην πεινάσει ούτε ένα παιδί οικογένειας ανθρακωρύχων, αλλά συμμετείχαν ενεργά στις μαζικές συγκεντρώσεις, πικετοφορίες, πορείες και συγκρούσεις,[7] αμφισβητώντας τη μονοπώληση του φεμινιστικού εκείνης της περιόδου κινήματος από τη μεσαία τάξη.

Τα σημάδια όμως για τον εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος υπήρχαν ήδη από το 1977, όπου μια απεργία - σταθμός για τη βρετανική εργατική τάξη, προδόθηκε την ώρα που η νίκη ήταν σε απόσταση βολής. Η απεργία αυτή, λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου θρυλική, με δυσανάλογα κοινωνικά αποτελέσματα, ήταν η απεργία των Ινδών εργατριών (σε εργοστάσιο επεξεργασίας φιλμ) στο Γκρούνγουικ, που κράτησε σχεδόν 2 χρόνια (1976-78)[8].

 

2 uIlyayNu59RQmtNm42f83 wNskAEvqzPyQ Y wMFDhY

 

 

 

Διατομεακότητα: εθνότητα, τάξης και φύλου στη απεργία του Γκρούνγουικ (1976-78).

Η απεργία θεωρείται έκτοτε μια συμβολική στιγμή στην ιστορία του εργατικού κινήματος, η στιγμή δηλαδή που η εργατική τάξη αναγνώρισε τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτικών εργατών και εργατριών να γράφονται στα συνδικάτα ως κομμάτι του κινήματος της Βρετανικής εργατικής τάξης.[9] Παρότι η απεργία έληξε με ήττα, γιορτάζεται από το Βρετανικό εργατικό κίνημα από τότε επειδή αποτέλεσε μια αποφασιστική εμπειρία ταξικής ενότητας.

Τη σημασία της απεργίας του Γκρούνγουικ για το συνδικαλιστικό κίνημα μαρτυρά η πρωτοφανής επιθετικότητα που δέχτηκε από κοινού από την εργοδοσία και το κράτος αλλά και από την ιδιά τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Υπήρξε χωρίς υπερβολή από τις πιο σπουδαίες απεργίες στη Βρετανία τον 20 αιώνα. Ήταν η πρώτη απεργία σχεδόν αποκλειστικά γυναικών, και μάλιστα από εθνική μειονότητα (κυρίως Γκουτζουράτι-Ινδές), πολλές από τις οποίες υπήρξαν πρόσφυγες από το καθεστώς του δικτάτορα Ίντι Αμίν στην Ουγκάντα.

Οι Ασιάτισσες θεωρούνταν «παθητικές», «υποτακτικές», «αδύναμες» και αναγκασμένες να κάνουν ανειδίκευτες εργασίες σε μικρές βιομηχανίες η δουλειές νοικοκυριού. Αυτές οι ρατσιστικές και σεξιστικές προκαταλήψεις σε συνδυασμό με τις δυσκολίες της συνδικαλιστικής οργάνωσης σε τέτοιους χώρους εργασίας, έκαναν τις Ασιάτισσες εργάτριες πιο ευάλωτες στην εκμετάλλευση στους χώρους εργασίας. Η απεργία των Ινδών εργατριών στο εργοστάσιο επεξεργασίας φιλμ στο Γκρούνγουικ, έδειξε ότι αυτές οι γυναίκες ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις προκαταλήψεις και να ηγηθούν σε έναν σκληρό απεργιακό αγώνα.

Η απεργία στο Γκρούνγουικ ανέτρεψε όλα τα δεδομένα, συγκλόνισε τα θεμέλια της πατριαρχίας, του σεξισμού και του ρατσισμού, ακόμα και μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι Ινδές εργάτριες ηγήθηκαν σε μια από τις πιο σκληρές ταξικές μάχες απέναντι σε μια αδιάλλακτη εργοδοσία, συσπειρώνoντας το συνόλου του Βρετανικού εργατικού κινήματος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το πραγματικό βαρίδι για την πιο αποτελεσματική οργάνωση του, δηλαδή την αντρική, παρασιτική ανώτερη γραφειοκρατία του TUC.

Μεταπολεμικά, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εργάτες (Ιρλανδία, Πακιστάν, Ινδία, Καραϊβική) προσλήφθηκαν στους τομείς της βρετανικής βιομηχανίας, στις πιο βρώμικες και κακοπληρωμένες δουλείες. Ανάμεσά τους και χιλιάδες γυναίκες. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ανδροκρατούμενο συνδικαλιστικό κίνημα, αντιμετώπισε την πρόκληση της ανοργάνωτης εργασίας εχθρικά, έως και ρατσιστικά. Σε όλες τις βαθμίδες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την ανώτερη γραφειοκρατία έως και τους συνδικαλιστές βάσης, για τους μετανάστες, και ιδιαίτερα τις Ασιάτισσες ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι ήταν παθητικές/παθητικοί και αδύναμες/αδύναμοι, ένα βαρίδι για το ρωμαλέο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Όταν λευκοί συνδικαλιστές βάσης ξεπουλούσαν μια σειρά από απεργίες σε χώρους με μαζική παρουσία μεταναστών, αυτή η άποψη αλληλοτροφοδοτούνταν με την προκατάληψη ότι δεν μπορούσε το εργατικό κίνημα να υπερβεί τις φυλετικές διαφορές.

Η απεργία στο Γκρούνγουικ δεν βγήκε από το πουθενά· υπήρχαν αξιόλογες απεργίες μεταναστών στη δεκαετία του 60 και όλες δείχνουν την αποτυχία του συνδικαλιστικού κινήματος να αγκαλιάσει τη νέα εργατική βάρδια μεταναστών στη βιομηχανία.

Στην απεργία του Πρέστον στα υφαντουργία Red Scar το 1965, οι 2.500 εργαζόμενοι, το ένα τέταρτο των οποίων ήταν Ασιάτες-ισσες, ήταν οργανωμένο στη παραγωγή σε εθνικές γραμμές. Τα δυο πιο κακοπληρωμένα τμήματα ήταν αυτά των Ασιατών. Το συνδικάτο (TGWU) συμφώνησε σε ένα σύστημα μπόνους για αυτά τα τμήματα. Σαν αποτέλεσμα, οι Ασιάτες εργάτες βγήκαν σε ανεπίσημη απεργία τριών εβδομάδων. Η θεαματική απεργία απέτυχε διότι το συνδικάτο δεν οργάνωσε την συμπαράσταση των «προνομιούχων» λευκών εργατών. Ακόμα και έτσι όμως το επίπεδο της αλληλεγγύης ανάμεσα στους Ασιάτες/τισσες εργάτες/τριες σε συνδυασμό με την υποστήριξη αλληλέγγυων έξω από το εργοστάσιο, ανάγκασε την εργοδοσία σε σταδιακές βελτιώσεις στα τμήματα των Ασιατών. Την ίδια περίοδο συνδικαλιστές βάσης συνειδητοποιούσαν πόσο λάθος ήταν που άφησαν τους Ασιάτες εργάτες να παλέψουν μόνοι τους, καθώς αργότερα οι λευκοί εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν συνθήκες εργασίας οι οποίες δίνονταν συνήθως σε Ασιάτες.

 

3 Grunwick GettyImages 3273291

 

Αργότερα, το 1974 στο Λίτσεστερ, στο εργοστάσιο της πολυεθνικής «Imperial Typewriters» που κατασκεύαζε γραφομηχανές, έγινε ακόμα πιο έντονη η έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους λευκούς και τους μετανάστες εργάτες από το τοπικό συνδικάτο που ήταν ιδιαίτερα ρατσιστικό, παίρνοντας υπόψη ότι εκεί είχαν οργανωθεί και μέλη του Εθνικού Μετώπου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η απεργία του 1974 ηττήθηκε ολοκληρωτικά, μιας και η μητρική εταιρία εκμεταλλεύτηκε τη διχόνοια και έκλεισε τα εργοστάσια της στο Λιτσεστερ και στο Χαλ[10].

Η δεκαετία του ’70 στο Η.Β ήταν η χρυσή εποχή του συνδικαλισμού, ωστόσο ήταν ταυτόχρονα η εποχή της ανόδου του Εθνικού Μετώπου (NF), μιας νεοναζιστικής οργάνωσης με απήχηση σε τμήματα της εργατικής τάξης. To 1968 η κυβέρνηση των Εργατικών στήριξε και πέρασε νομοθεσία που απαγόρευε την είσοδο στη χώρα υπηκόων τής πρώην αυτοκρατορίας, παρότι είχαν διαβατήριο[11]. Ήταν μετά από αυτό που εργάτες αχθοφόροι κρέατος, λιμενεργάτες και οικοδόμοι συμμετείχαν σε μονοήμερες απεργίες και διαμαρτυρίες υπέρ του ακροδεξιού Τόρη βουλευτή Ένοχ Πάουελ, ο οποίος είχε εκφωνήσει την περίφημη ομιλία «ποτάμια αίματος» που στοχοποιούσε όχι μόνο μετανάστες, αλλά τον οποιονδήποτε σκουρόχρωμο κάτοικο της Μ. Βρετανίας. Οι απόψεις του Powel έβρισκαν υποστήριξη σε πλατιά τμήματα του βρετανικού λαού.[12]

Το εργατικό και αλληλέγγυο κίνημα της εποχής πάντα έβαζε μπροστά την ταξική ταυτότητα, ωστόσο από την απεργία του Γκρούνγουικ και μετά, υπήρξε μια μεγαλύτερη κατανόηση των ιδιαίτερων προβλημάτων των μεταναστών και των γυναικών. Παρολαυτά, οι στρατηγικές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της απεργίας, ενώ έπαιρναν όλο και περισσότερο υπόψη τη διατομεακότητα της -ταξικής, έμφυλης και ρατσιστικής- καταπίεσης, πάντα έδιναν έμφαση στην ταξική ενότητα, τις μαχητικές μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις και την πίεση στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η αλληλέγγυα δράση της αριστερών οργανώσεων την εποχή εκείνη, έτεινε να τονίζει το καθαρά εργατικό σκέλος της εκμετάλλευσης στο Γκρούνγουικ, πάρα την έμφυλη και φυλετική καταπίεση ως αφορμή για την απεργία. Για το Militant (οργάνωση στο εσωτερικό του Εργατικού κόμματος) η υπόθεση ήταν απλή : η συνδικαλιστική αναγνώριση και τα εργατικά δικαιώματα, ενώ το IMG (οργάνωση του Τάρικ Αλί) τόνιζε την ιστορική συνέχεια των απεργών στο Γκρούνγουικ από τους πρωτομάρτυρες του εργατικού κινήματος έως τότε. Η απεργία από αυτό πρίσμα ήταν μια απεργία για την επιβίωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Το μετριοπαθές συνδικάτο APEX ανέδειξε καλύτερα από όλους τη πολυδιάστατη φύση της απεργίας. Ο τίτλος της προκήρυξης τους αναφέρει:

«Η απεργία στο Γκρούνγουικ είναι για τις μετανάστριες, τις γυναίκες, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης»[13].

Θα ήταν δύσκολο να ισχυριστεί κανείς πως η απεργία στο Γκρούνγουικ δεν αποτελεί ένα παράδειγμα διατομεακότητας. Ωστόσο ταυτόχρονα έδειξε ότι η ενωμένη πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στη καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι αυτή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη σύγκρουση με τις καταπιέσεις που διαμορφώνει η εκμετάλλευση. Η προκήρυξη ενός μετριοπαθούς/ρεφορμιστικού συνδικάτου σαν το APEX δείχνει πως δεν υπάρχει σινικό τείχος που να διαχωρίζει τους οικονομικούς αγώνες της εργατικής τάξης και τους πολιτικούς αγώνες της.

Καμία εργάτρια στο Γκρούνγουικ δεν ήταν μέλος συνδικάτου, όταν το 1976 η Τζαγιαμπέν Ντεσάι, διαμαρτυρόμενη στην εργοδοσία για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και την απόλυση ενός συναδέλφου της, αποχώρησε μαζί με άλλες 5 εργάτριες από το εργοστάσιο[14]. Σύντομα θα ακολουθούσαν συνολικά 137 συναδέλφισσές τους. Μαζί με τον γιο της, τον Σουνίλ Ντεσάι, διοργάνωσαν πικετοφορίες έξω από το εργοστάσιο, σε μια προσπάθεια να πείσουν τις συνδέλφισσές τους να βγουν και αυτές έξω. Αργότερα, οι 137 εργάτριες οργανώθηκαν στο συνδικάτο APEX. Η εργοδοσία αρνήθηκε να αναγνωρίσει το συνδικάτο αλλά και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργατριών της και τις απέλυσε όλες[15].

Το πρωτόγνωρο για αυτή την απεργία ήταν το επίπεδο της αλληλεγγύης που δέχτηκε από τα μαζικά συνδικάτα της εργατικής τάξης. Στην ακμή του αγώνα, ταχυδρόμοι, ανθρακωρύχοι, λιμενεργάτες και χιλιάδες εργάτες συνδικαλιστές από μια σειρά συνδικάτα μαζί με αλληλέγγυους συγκρούονταν μαζικά με δυνάμεις της αστυνομίας.

Το συγκλονιστικό γι’ αυτή την απεργία-σταθμό για τη βρετανική εργατική τάξη, είναι ότι προδόθηκε την ώρα που η νίκη είχε γίνει ορατή. Οι ευθύνες και οι αιτίες για την ήττα μπορούν να καταλογιστούν σχεδόν αποκλειστικά στη δειλία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την συνδιαλλαγή με την κυβέρνηση των Εργατικών.

Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα της απεργίας στο Γκρούνγουικ είναι ότι ανέδειξε ένα συνδυασμό από κοινωνικά στάτους, όπως ότι η πλειοψηφία των εργατριών ήταν Ινδές και ταυτόχρονα μειονότητα μέσα στη μειονότητα ως Γκουτζουράτι και μάλιστα πρόσφυγες από την Ουγκάντα. Έδειξε επίσης ότι οι ίδιες αυτές γυναίκες οργάνωσαν και κλιμάκωσαν την απεργία τους με ένα ζήλο και μια αφοσίωση που έρχονταν σε ρήξη με το πολιτιστικά δεσμά της κοινότητας τους, παρότι δεν εγκατέλειψαν του παραδοσιακούς ρόλους τους ως γυναίκες, Ινδές, μητέρες και σύζυγοι. Στη πραγματικότητα οι εργάτριες του Γκρούνγουικ αγωνίστηκαν ενσωματώνοντας νέες εργατικές αξίες χωρίς να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές κοινωνικές τους υποχρεώσεις, αυτές δηλαδή με τις οποίες μεγάλωσαν.

Η ταξική καταπίεση κάτω από τον καπιταλισμό συντίθεται από μια σειρά εναλλασσόμενων και διασταυρούμενων καταπιέσεων που καθορίζουν τον πολυσύνθετο χαρακτήρα μιας εργάτριας. Αυτό δεν είναι απλά μια θεωρητική προσέγγιση με βάση την έννοια της διατομεακότητας. Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ιεραρχούνται και διασταυρώνονται μια σειρά καταπιέσεων μπορούμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός σε καθημερινή βάση αλλά και πώς μπορούν τα συνδικάτα να αντισταθούν αποτελεσματικά στο έδαφος του καπιταλιστικού συστήματος.

Για να δούμε σε ποιο βαθμό διασταυρώθηκαν στην απεργία μια σειρά από χαρακτηριστικά των Ινδών γυναικών όπως το φύλο τους αλλά και η ηλικία, καθώς και το ταξικό και το εθνοτικό υπόβαθρό τους, ώστε να λειτουργήσουν ως καταλύτες σε μια ταξική μάχη, θα πρέπει να δούμε τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν.

 

4 Cqh4xQZWcAEfJps

 

«Εμείς είμαστε τα λιοντάρια, κύριε Μάνατζερ»

Το καυτό καλοκαίρι του 1976 μια ομάδα Ινδών εργατριών με επικεφαλής την Τζαγιαμπέν Ντεσάι παράτησαν την εργασία τους στο εργοστάσιο επεξεργασίας φιλμ που δούλευαν. Η διαμαρτυρία αυτή είχε προκληθεί από τη χρόνια ταπεινωτική και αυθαίρετη συμπεριφορά της εργοδοσίας. Τότε ο άμεσος στόχος της ομάδας δεν ήταν άλλος από την υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς τους και των δικαιωμάτων τους. Αργότερα όμως αυτή η κίνηση θα εξελίσσονταν σε μια κεντρική μάχη για συνδικαλιστική αναγνώριση και τη συλλογική διαπραγμάτευση των εργαζόμενων στο εργοστάσιο[16].

Το πολιτιστικό και εθνικό υπόβαθρο των Ινδών, ως νεαρών γυναικών και ως Γκουτζουράτι Ινδουίστριες, ανατολικό-Αφρικάνικης προέλευσης, από μόνα τους δεν μπορούν να εξηγήσουν ούτε την μαχητικότητα, ούτε και τη διάρκεια της απεργίας που άρχισε με μια απλή διαμαρτυρία. Αντίθετα, οι συγκεκριμένες Ινδές μετανάστριες μιλούσαν άπταιστα αγγλικά και προέρχονταν από μικροαστικά στρώματα. Παρότι οι περισσότερες είχαν εμπειρία μισθωτής εργασίας, οι δουλειές στις οποίες εργάζονταν ήταν συνήθως εργασίες που αντιστοιχούσαν στο κοινωνικό τους στάτους, όπως η διδασκαλία, η γραμματειακή υποστήριξη ή ακόμα περισσότερο οι οικιακές δουλειές[17].

Η αντίσταση που προκλήθηκε αναμφισβήτητα θα πρέπει να αναζητηθεί και στην εμπειρία της εντατικής και αυτοματοποιημένης παράγωγης στο εργοστάσιο σε συνδυασμό με μια καταχρηστική και ρατσιστική εργοδοσία.

Το 1976 το εργοστάσιο στο Γκρούνγουικ είχε προσλάβει 500 εργάτες/τριες, κυρίως μετανάστριες, ειδικά σε τμήματα υπερεντατικής εργασίας, όπως το τμήμα συσκευασίας και αποστολής φιλμ. Η επιχειρηματική στρατηγική του εργοστάσιου μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φόρμουλα: μια συνεχόμενη επιδίωξη μείωσης του εργατικού κόστους με το να μειώνεται το κόστος παραγωγής του τεμαχίου, ενώ ταυτόχρονα, να βελτιώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Στη βάση αυτής της στρατηγικής, οι προσλήψεις στο Γκρούνγουικ προσανατολίζονταν ολοένα και περισσότερο στην φθηνή εργασία και σε μειονοτικούς πληθυσμούς, διατεθειμένους να εργαστούν ανά πάσα στιγμή, με πολύ μικρά μεροκάματα, σε συνδυασμό με υπερελαστικές σχέσεις εργασίας και ένα αυθαίρετο υπερωριακό καθεστώς. Έτσι η θυγατρική εταιρία, ενώ προσλάμβανε αρχικά λευκούς εργάτες, σταδιακά, με την εξάπλωση της, προχώρησε στην πρόσληψη μελών κοινοτήτων από την Καραϊβική, Αφρικανών, Ινδών και Ιρλανδών. Ωστόσο, έως το 1977 η πλειοψηφία των εργαζόμενων ήταν κυρίως νοτιοασιατικής καταγωγής και γυναίκες.

Η ίδια η εργασία επεξεργασίας φιλμ στο εργοστάσιο συνδύαζε την αυτοματοποιημένη παραγωγή όπου οι εργάτες/τριες επέβλεπαν τις μηχανές, ιδίως στην χημική επεξεργασία και τη λογιστική διαδικασία, με εντατική χειρωνακτική εργασία ταξινόμησης και αποστολής των φιλμ. Καθοριστική στην εμπειρία της παραγωγικής εργασίας ήταν η αυταρχική διοίκηση με μάνατζερς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τη διαρκή απειλή της απόλυσης για να τρομοκρατούν τους/τις εργαζόμενους/ες, έτσι ώστε να αυξάνεται η παραγωγικότητα. Τα γραφεία των μάνατζερς βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία του εργοστάσιου και ήταν φτιαγμένα από γυαλί, ώστε να μπορούν να επιβλέπουν όλες τις ώρες, αλλά και για να μπορούν να επιπλήττουν προς παραδειγματισμό δημόσια εργαζόμενους/ες χωρίς οι ίδιοι/ες οι εργαζόμενοι/ες να είναι σε θέση να ακούν τις συνομιλίες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το ύφος του αυταρχισμού των μάνατζερς συνδύαζε συχνά φωνές και τραμπουκισμούς.

 

5 JAYABEN DESAI ASIAN WOMENS STRIKE GRUNWICK LONDON 1977 006 9cc6041 e1616100013321

 

 

Η φύση και η εμπειρία της ημιαυτόματης παραγωγικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με την οργάνωση του προσωπικού και τον τρόπο διοίκησης, ο όποιος αποσκοπούσε στην πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας, ώστε να ανταποκρίνεται η παράγωγη στην ζήτηση, εντός μικρών χρονικών περιθωρίων, εξηγεί ίσως γιατί η σύγκρουση στο εργοστάσιο του Γκρούνγουικ άρχισε στο τμήμα συσκευασίας και αποστολής φιλμ και όχι σε άλλο σημείο του εργοστασίου και σε άλλο σημείο της αλυσίδας παραγωγής.

Ωστόσο, ακόμα και αυτή η ταξική εμπειρία δεν αρκεί για να εξηγήσει τα κατοπινά γεγονότα. Το γεγονός ότι αυτές οι γυναίκες βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας απεργίας που κράτησε σχεδόν 2 χρόνια δεν προέκυψε με αυτόματο τρόπο από το γεγονός ότι αναγκάζονταν δουλεύουν στις πιο κακοπληρωμένες εργασίες, ακόμα και μέσα στο εργοστάσιο όπου η οργάνωση της παραγωγής γίνονταν στη βάση εθνικών διαχωρισμών. Μια σειρά από χαρακτηριστικά (εθνότητα, προηγούμενη ταξική θέση, φύλο, μετανάστευση), προσωποποιημένα στις ίδιες τις εργαζόμενες, διασταυρώθηκαν ώστε να δημιουργηθεί η αντίληψη της κατάφωρης αδικίας και της ανάγκης για συλλογική δράση για την αποκατάσταση της αξίας τους, η οποία είχε κλονιστεί από μια άδικη μεταχείριση στο χώρο εργασίας[18].

Η άμεση αφορμή της διαμαρτυρίας στο εργοστάσιο του Γρουνγουικ στις 20 Αυγούστου του 1976 ήταν η επιβολή, για άλλη μια φορά, καταχρηστικών υπερωριών. Ωστόσο, μια σειρά από δυσαρέσκειες είχαν συσσωρευτεί στο εργοστάσιο, με αιχμή του δόρατος τις μόνιμες απειλές για απολύσεις και τη βάρβαρη συμπεριφορά της διοίκησης. Η καυτή εκείνη μέρα του καλοκαιριού του 1976 βρίσκει τις εργαζόμενες να δουλεύουν με εντατικούς ρυθμούς ενώ ήταν χαλασμένος ο κλιματισμός. Μια αλληλουχία γεγονότων θα οδηγήσει μια ομάδα εργαζόμενων να αποφασίσουν να αφήσουν τις δουλειές τους.

Τη μέρα εκείνη ένας άνδρας συνάδελφος, ο Ντέβσι Μπουντιά, υπερφορτώνεται με έναν υπερβολικό όγκο (13 παλέτες) αποστολής φιλμ, τα οποία έπρεπε να διεκπεραιώσει ως τη λήξη της βάρδιας του το ίδιο βράδυ. Ο Ντέβσι ανταποκρίθηκε στην υπέρογκη εργασία του με το να χαμηλώσει τους ρυθμούς της δουλειάς. Το αποτέλεσμα ήταν να απολυθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Καθώς έφευγε από την εργασία του τον ακολούθησαν άλλοι 3 άντρες, οι οποίοι έκατσαν έξω από τις πύλες του εργοστασίου μέχρι το βράδυ. Την ίδια μέρα ο Σουνίλ, ο γιος της Τζαγιαμπέν Ντεσάι ο οποίος εκείνο το καλοκαίρι ήταν εποχικός μαθητευόμενος εργάτης, γέλασε καθώς τον γαργάλισε ένας φίλος του. Ο μάνατζερ Μάλκομ Άλντεν τους φώναξε «σταματήστε να μιλάτε σαν μαϊμούδες, εδώ δεν είναι ζωολογικός κήπος».

Αργότερα, καθώς η Τζαγιαμπέν Ντεσάι ετοιμαζόταν να γυρίσει σπίτι της μετά τη λήξη της βάρδιάς της στις 18.00, ο ίδιος μάνατζερ απαίτησε από τη Τζαγιαμπέν να κάνει υπερωρίες. Έχοντας στο νου της τη συμπεριφορά του απέναντι στο γιο της αλλά και τον δύσκολο δρόμο της επιστροφής, διαμαρτυρήθηκε. Ο Alden την απέλυσε επί τόπου.

Πριν φύγει όμως, η Τζαγιαμπέν Ντεσάι θα εκφωνήσει ένα λόγο, θρυλικό πλέον στα χρονικά του εργατικού κινήματος στη Μ. Βρετανία:

«Καθώς φεύγω, θα ήθελα να πως τα εξής. Είπατε νωρίτερα ότι εδώ δεν είναι ζωολογικός κήπος. Το λοιπόν, αυτό που διοικείτε εδώ δεν είναι εργοστάσιο, αλλά ένας ζωολογικός κήπος. Υπάρχουν μαϊμούδες εδώ που χορεύουν στο σκοπό σας, αλλά υπάρχουν επίσης λιοντάρια εδώ που μπορούν να δαγκώσουν το κεφάλι σας. Και εμείς είμαστε τα λιοντάρια, κύριε Μάνατζερ! Θέλω την ελευθερία μου»[19].

Φεύγοντας από το εργοστάσιο συνοδευόμενη από δυο μάνατζερ, η Τζαγιαμπέν ρώτησε τους συναδέλφους της: «δε μπορείτε να καταλάβετε τις μας κάνουν αυτοί οι μάνατζερ;». Αργότερα θα συναντιόταν με τον Ντέβσι Μπουντιά και τους φίλους του έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Ύστερα από μια συζήτηση μεταξύ 5 ατόμων, αποφασίστηκε ότι θα κάνανε καμπάνια ανάμεσα στους συναδέλφους τους για να οργανωθούν σε συνδικάτο. Την επόμενη μέρα η ομάδα συναντήθηκε κρατώντας πλακάτ έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Με ένα κείμενο υπογραφών ζητούσαν υποστήριξη για την οργάνωση σε συνδικάτο. Αργότερα, την ίδια μέρα, 50 εργάτες άφησαν την παραγωγή και ενώθηκαν με τους/τις συναδέλφους/ισσές τους στις πύλες. Τις επόμενες μέρες, 137 απο τους 500 εργαζόμενους του εργοστασίου ενώθηκαν μαζί τους. Οι εργάτες/τριες του εργοστάσιου αρχικά δεν είχαν ιδέα πώς να οργανωθούν σε συνδικάτο. Προς το τέλος της εβδομάδας όμως, 91 άτομα από το μόνιμο προσωπικό ήταν πια οργανωμένα στο APEX, ένα συνδικάτο ανγνωρισμένο από το TUC. To APEX κήρυξε την απεργία επίσημη την 1η Σεπτεμβρίου του 1976, επιτρέποντας έτσι στους απεργούς να έχουν πρόσβαση σε απεργιακούς μισθούς (απεργιακό ταμείο). Την επόμενη μέρα, η εργοδοσία του εργοστάσιου απέλυσε τους 137 εργάτες / εργάτριες για συμμετοχή στην απεργία[20].

 

6 Grunwick

 

 

Η επιθετικότητα και η πρόκληση της εργοδοσίας έκανε το APEX να θέσει το ζήτημα των απολύσεων στο Συνέδριο των Συνδικάτων (6 Σεπτεμβρίου του 1976). Ο γενικός γραμματέας του APEX κάλεσε τα συνδικάτα που συμμετείχαν στο TUC, να οργανώσουν κοινή αντίσταση σε έναν αντιδραστικό εργοδότη που εκμεταλλεύεται ρατσιστικά τους εργαζόμενους, εφαρμόζοντας απαράδεκτες συνθήκες εργασίας. Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1976 η υπόθεση του Γκρούνγουικ ανοίχτηκε με πρωτοβουλία του TUC στα συνδικάτα - μέλη του, ώστε να πάρει εθνική διάσταση. Δεν άργησαν ένα ένα τα συνδικάτα να δείξουν την αλληλεγγύη τους. Παρότι η πλειοψηφία των απεργών ήταν Γκουτζουράτι και γυναίκες, η έμφαση στα ζητήματα ρατσισμού και φύλου υποχωρούσε μπροστά στο κεντρικό ζήτημα που συσπείρωσε συνδικαλιστές βάσης σε όλη τη χώρα. Το κεντρικό ζήτημα σταδιακά μετατοπίστηκε σε ζήτημα συνδικαλιστικών δικαιωμάτων[21]. Η εργοδοσία έστειλε ένα μήνυμα το οποίο το οργανωμένο εργατικό κίνημα δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί. Παρόλα αυτά η πρόκληση για την ίδια την απεργία στο Γκρούνγουικ παρέμενε η εξάπλωση της απεργίας στους άνδρες εργάτες οι οποίοι εργάζονταν οι περισσότεροι σε καλύτερα τμήματα παραγωγής και με καλύτερο μισθό.

Στα μεσοδιαστήματα των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, το βάρος των πικετοφοριών και της παρουσίας στην πύλη του εργοστάσιου έπεφτε πάνω στις εργάτριες. Έχοντας έρθει σε ρήξη με τα κατάλοιπα της πατριαρχικής δομής της Γκουτζουράτι κοινότητας και τηρώντας ταυτόχρονα τις οικογενειακές και οικιακές υποχρεώσεις, έπρεπε να έλθουν αντιμέτωπες και με την ίδια την αντίληψη που διακατείχε κι αυτές τις ίδιες, όσον αφορά τον καθώς πρέπει χαρακτήρα τους, αλλά και την αίσθηση αξιοπρέπειας που δοκιμάζονταν με δημόσιες εκδηλώσεις σαν τις πικετοφορίες. Εξάλλου, στον καθημερινό αγώνα έξω από τις πύλες του εργοστάσιου δεν έλειπαν τα γιουχαΐσματα από περαστικούς που τους φώναζαν «Paki! Go back to Paki-land!». O ιδιοκτήτης του εργοστάσιου, Τζόρτζ Γουόρντ, μισός Ινδός ο ίδιος, δεν έχανε ευκαιρία να πατήσει πάνω στους πολιτισμικούς ενδόμυχους φόβους των εργατριών, απειλώντας τις γυναίκες με δυσφήμιση στα μάτια των αντρών τους[22].

Το εργατικό κίνημα, με τους χιλιάδες συνδικαλιστές βάσης από όλη τη χώρα, δεν άργησε να απαντήσει με μαζικές συγκεντρώσεις και μεταφερόμενες πικετοφορίες («flying pickets»), μια τακτική που υλοποιήθηκε αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της μεγάλης νικηφόρας απεργίας των ανθρακωρύχων το 1972. Η αρχή έγινε στις 13 Ιουνίου του 1977, μέρα που ονομάστηκε «ημέρα δράσης γυναικών». Τη μέρα εκείνη η αστυνομία συνέλαβε 84 πικετοφόρους. Στη κινητοποίηση συμμετείχαν ανθρακωρύχοι από το Yorkshire και από τη Σκωτία. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Audrey Wise και ο αρχηγός του συνδικάτου των ανθρακωρύχων (NUM) Άρθουρ Σκάργκιλ.

Η αρχή είχε γίνει. Στη κορυφή των κινητοποιήσεων (15 Ιουνίου 1977) το συνδικάτο των ταχυδρόμων αρνήθηκε να παραλαμβάνει αλληλογραφία και φιλμ από το εργοστάσιο του Γκρούνγουικ. Η αναπτυσσόμενη συνδικαλιστική αλληλεγγύη υποσχόταν μια πραγματική προοπτική νίκης. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή φεμινιστικών και αντιρατσιστικών οργανώσεων, καθώς και η στήριξη αριστερών οργανώσεων, σήμαινε ότι κάθε βδομάδα υπήρχαν μαζικές και μαχητικές διαμαρτυρίες. Ενδεικτικά, στην «Εθνική Ημέρα Δράσης Ενάντια στο Γκρούνγουικ» στις 11 Ιουλίου του 1977 συμμετείχαν έως και 18.000 άνθρωποι. Αξιοσημείωτη και συγκινητική για τα δεδομένα της εποχής ήταν και η υποστήριξη συνδικαλιστών λιμενεργατών, οι οποίοι το 1968 είχαν απεργήσει υπέρ του Enoch Powel και της ρατσιστικής πολιτικής του.

Δεν έλειπαν οι μαζικές συγκρούσεις, καθώς οι αστυνομία επιτιθόνταν σφοδρά στον όγκο των εργατών.

Καθώς εξελισσόταν η κλιμάκωση των απεργακών κινητοποιήσεων, οι Ινδές εργάτριες βρέθηκαν στο προσκήνιο της κεντρικής πολιτικής σκηνής σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, όπως όλες οι γυναίκες εργάτριες, οι απολυμένοι/ες απεργοί βρέθηκαν να ισορροπούν ανάμεσα στις οικιακές εργασίες και τις υποχρεώσεις τους στις περιφρουρήσεις. Η ίδια η Τζαγιαμπέν Ντεσάι , όπως και πολλές άλλες εργάτριες που ταξίδευαν πάνω κάτω στη χώρα, το έκαναν κατόπιν διαπραγμάτευσης με τους άνδρες τους που τους υποστήριζαν, κάνοντας έτσι έναν αναγκαίο άτυπο διακανονισμό ανάμεσα στο δημόσιο ρόλο τους και το νοικοκυριό.

Kατά τη διάρκεια της απεργίας έγιναν πάνω από 550 συλλήψεις, δηλαδή περισσότερες από τη μοναδική γενική απεργία στη Μ. Βρετανία, το 1926[23]. H βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η απεργία από την κυβέρνηση των Εργατικών, εμπεριείχε και την πρωτόγνωρη χρήση της Παραστρατιωτικής Ειδικής Μονάδας (Special Patrol Group), που αργότερα, υπό την κυβέρνηση των Συντηρητικών, θα χρησιμοποιούνταν για να γονατίσουν τους ανθρακωρύχους στη «Μάχη για το Ogreave»[24]. Οι μυστικές υπηρεσίες (Special Branch) ενεπλάκησαν επίσης ενεργά και στις δυο απεργίες.

 

7 Grunwick jbrvtiubhfgnmiu

 

Από την οργάνωση της αντίστασης στην οργάνωση της ήττας.

«Η υποστήριξη των συνδικάτων είναι σαν το μέλι στον αγκώνα, μπορείς να το μυρίσεις, μπορείς να το νιώσεις, αλλά δεν μπορείς να το γευτείς»

Τζαγιαμπέν Ντεσάι

Η πρώτη μαζική πικετοφορία ονομάστηκε «ημέρα των Γυναικών» και είχε την πρόθεση να είναι μια ειρηνική διαμαρτυρία. Έγιναν πάνω από 80 συλλήψεις, καθώς οι δυνάμεις της αστυνομίας επιτίθονταν σε άοπλες γυναίκες, ενώ στοχοποιούσαν και βιαιοπραγούσαν σε μεμονωμένους/ες διαδηλώτριες. Όμως, οι μαζικές πικετοφορίες (συγκεντρώσεις) συνεχίστηκαν παρά την αυξανόμενη βία και παρά τους απεργοσπάστες, οι οποίοι εισέρχονταν στον χώρο του εργοστάσιου μέσα σε πούλμαν που οδηγούνταν με ταχύτητα πάνω στο πλήθος.

Στις 12 Ιουλίου του 1977, η Συνομοσπονδία των Συνδικάτων (TUC) κάλεσε πορεία αλληλεγγύης στην απεργία. Η πικετοφορία έξω από το Γκρούνγουικ διογκώθηκε, φτάνοντας στους/στις 12.000 διαδηλωτές/τριες, ενώ η ίδια η πορεία των συνδικάτων είχε πολλούς/ές περισσότερους/ες. Αυτή η μέρα έμεινε στην ιστορία για τη συμμετοχή των βαριών «ταξιαρχιών» της εργατικής τάξης, τους ναυτεργάτες, τους εργάτες μετάλλου και τους εργαζόμενους στα τρένα. Ανάμεσά τους, με πιο εμφανή παρουσία, οι ανθρακωρύχοι του Γιόρκσαϊρ με επικεφαλής τον Σκάργκιλ. Η τακτική που εφάρμοζαν ήταν αυτή των «μεταφερόμενων πικετοφοριών» που είχε φέρει επιτυχία στη απεργία των ανθρακωρύχων το 1972, στη μάχη του Saltley Gate, δηλαδή η μετακίνηση πολλών κλιμακίων του συνδικάτου σε απόμακρες περιοχές που είχαν ανάγκη στήριξης, σε συνεργασία με τα τοπικά συνδικάτα. Στο Γκρούνγουικ, όπως και στη μάχη του Ograve το 1984, τα μπλοκ των ανθρακωρύχων ερχόντουσαν αντιμέτωπα με αντίστοιχα πλήθη αστυνομικών.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας, η διάθεση της βάσης των εργαζομένων, είτε της απεργιακής επιτροπής στο Γκρούνγουικ είτε των άλλων συνδικάτων, προχωρούσε πολύ πέρα από την προθέσεις της ανώτερης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Το συνδικάτο των εργαζόμενων στο Γκρούνγουικ, το Αpex, ενθαρρυμένο από την αυθόρμητη άρνηση των εργαζόμενων στο Κρίκελγουντ να αρνηθούν να μεταχειριστούν τα φιλμ από το εργοστάσιο στο Γκρούνγουικ (1 Νοεμβριου 1977), ζήτησε από το γενικό συμβούλιο του TUC το κλείσιμο όλων των υπηρεσιών που τροφοδοτούσαν την παραγωγή στο Γκρούνγουικ. To TUC αρνήθηκε. Ακόμα χειρότερα, τον Ιούνιο του 1977 όταν οι εργάτες ταχυδρομικοί μέλη του UPW στο Cricklewood και στο Willesden άρχισαν ένα ανεπίσημο μποϋκοτάζ της αλληλογραφίας του Γκρούνγουικ, και σαν αποτέλεσμα τέθηκαν σε διαθεσιμότητα από την εργοδοσία, η ηγεσία τους του APEX και του UPW, πιστές στις επιταγές της ηγεσίας του TUC, απείλησε τους ταχυδρομικούς με παύση του απεργιακού μισθού και με αναστολή της ιδιότητάς τους ως μέλη του συνδικάτου. Το TUC επιθυμούσε να κλείσει την απεργία «επενδύοντας» ολοένα και περισσότερο στην διαμεσολάβηση του ACAS, μιας κυβερνητικής επιτροπής για τη συμφιλίωση εργατικών διαφορών. Η ηγεσία του APEX και του UPW ήθελε απλά να κρατήσει την κατάσταση στα χέρια της υπερφαλαγγίζοντας την «απεργιακή επιτροπή» των γυναικών εργατριών στο Γκρούνγουικ.

Παράλληλα, ο εργοδότης του Γκρούνγουικ, ο George Ward, ενθαρρυμένος και υποστηριζόμενος από δεξιούς κύκλους έστησε ένα διευρυμένο απεργοσπαστικό μηχανισμό. Η επιχείρηση «pony express», υποστηριζόμενη από τη ίδια τη Margaret Thatcher στη αντιπολίτευση, οργάνωσε τη συλλογή και διανομή της αλληλογραφίας του Γκρούνγουικ έξω από το Λονδίνο. Ταυτόχρονα, η εργοδοσία του Γκρούνγουικ εισήλθε στη διαμεσολάβηση του ACAS. Σαν αποτέλεσμα η ηγεσία του συνδικάτου των ταχυδρομικών (UPW) απείλησε με νομικές διώξεις τα μέλη του, τα οποία δεν μεταχειρίζονταν την αλληλογραφία του Γκρούνγουικ.

Καθώς τα συνδικάτα υποχωρούσαν από την μάχη, οι απεργοί του Γκρούνγουικ απομονώνονταν ολοένα και περισσότερο.. Η Τζαγιαμπέν Ντεσάι θα περνούσε στην αντεπίθεση, αυτή τη φορά ακόμα και ενάντια στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το συνδικάτο στο οποίο ήταν μέλος. Η απεργιακή επιτροπή κάλεσε μαζική συγκέντρωση με σκοπό τη συνέχεια των κινητοποιήσεων με κάθε μέσο. Άρχισε να επισκέπτεται εκατοντάδες χώρους εργασίας σε όλη τη χώρα, ζητώντας βοήθεια. Η τακτική ήταν επιτυχημένη, καθώς οι απεργοί συνέχισαν τις κινητοποιήσεις στη διάρκεια του χειμώνα.

Ωστόσο, το ΤUC από το 1974, με την άνοδο του εργατικού κόμματος στην κυβέρνηση, (Χάρολντ Ουίλσον) υιοθέτησε μια στρατηγική που έμελλε να αλλάξει το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος και να το οδηγήσει στην καταστροφή. Το ένα σκέλος της στρατηγικής αυτής ήταν το TUC να αποτελεί πυλώνα της εργατικής κυβέρνησης, προστατεύοντάς την από τη σύγκρουση με τα συνδικάτα αλλά και συμμετέχοντας στη ρύθμιση της εργασίας και της παραγωγής. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των συνδικάτων πάρθηκαν μέτρα που θα αφαιρούσαν τοπικές «εξουσίες» από τους συνδικαλιστές βάσης, οι οποίοι, πέρα από ανακλητοί και ενεργοί εργαζόμενοι στη βάση, είχαν τη δυνατότητα να παίρνουν απεργιακές πρωτοβουλίες αλλά και να πραγματοποιούν κινήσεις αλληλεγγύης. Η εξω-εργοστασιακή συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα είχε πλέον τον πρώτο λόγο, κόβοντας τα πόδια των συνδικαλιστών βάσης. Τα μέλη των συνδικάτων, ο αριθμός των οποίων αυξάνονταν, θα έπρεπε πλέον να ακολουθούν τις οδηγίες των εθνικών ηγεσιών των συνδικάτων και του TUC. Η αυξανόμενη συνεργασία συνδικάτων και εργοδοτών στη ρύθμιση της παραγωγικότητας συνοδεύονταν με πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης Callaghan (1976-79), ενώ τα μέλη των συνδικάτων θα έπρεπε να δείχνουν πειθαρχία έναντι μικρών παραχωρήσεων. Όποιοι έρχονταν σε ρήξη με τον προσανοτολισμό των συνδικάτων αντιμετωπίζονταν ως εχθροί.

O πρωθυπουργός Τζέιμς Κάλαχαν, από τη πλευρά της κυβέρνησης, συγκρότησε ένα κοινοβουλευτικό συμβούλιο, με επικεφαλής τον λόρδο Σκάρμαν για να δοθεί λύση σε μια απεργία που απειλούσε την κυβέρνηση των εργατικών, η οποία διατηρούσε μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία[25]. Παρά τη θετική αποδοχή από το TUC, η Τζαγιαμπέν Ντεσάι προέβλεψε ότι ο εργοδότης της θα αρνιόταν να υιοθετήσει τα πορίσματα της κοινοβουλευτικής επιτροπής Σκάρμαν.

Tα πορίσματα της επιτροπής πρότειναν τη συνδικαλιστική αναγνώριση του APEX και την επαναπρόσληψη των απεργών. O Τζόρτζ Γουόρντ αρνήθηκε. Μετά από αυτό το APEX απέσυρε την υποστήριξη του στις μαζικές πικετοφορίες και το TUC άρχισε επισήμως να αποσύρει τη στήριξη του στην απεργία. Στις 21 Νοεμβρίου 1977 η απεργιακή επιτροπή στο Γκρούνγουικ με επικεφαλής την Ντεσάι αποφάσισε να έλθει σε ρήξη με το APEX κάνοντας το «αδιανόητο»: απεργία πείνας έξω από το κεντρικό κτήριο του TUC. Απαίτησε τη στήριξη των συνδικάτων που μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα στον εξοπλισμό του εργοστασίου του Γκρούνγουικ με νερό, αέριο και ηλεκτρικό. Το TUC αγνόησε την απεργιακή επιτροπή και το APEX ανέστειλε την ιδιότητα του μέλους του συνδικάτου για τα μέλη της επιτροπής. Στις 14 Ιουλίου του 1978, η απεργία έληξε επισήμως, ύστερα από σχεδόν 2 χρόνια.

Η Τζαγιαμπέν Ντεσάι στην τελική συνάντηση των απεργών ενθάρρυνε τους συναδέλφους της λέγοντας τους πως θα έπρεπε να είναι περήφανοι:

«Έχουμε δείξει πως εργάτες σαν κι εμάς, καινούργιοι σε αυτές τις ακτές, δε θα δεχτούμε ποτέ να μας συμπεριφέρονται χωρίς αξιοπρέπεια ή σεβασμό. Έχουμε δείξει ότι οι λευκοί εργάτες θα μας στηρίξουν.»[26]

 

8 gettyimages 3361989 master

 

Οι απεργοί γυναίκες του Γκρούνγουικ από κοινού με τους άντρες συνάδελφούς τους, έδειξαν απαράμιλλη γενναιότητα και επιμονή. Λευκοί και κατά κύριο λόγο άντρες εργάτες τις στήριξαν σε μια εποχή που μια σειρά απεργίες σε εργοστάσια ήταν διαιρεμένες σε φυλετικές/εθνικές γραμμές. Οι λιμενεργάτες που είχαν ταυτιστεί μια δεκαετία νωρίτερα με τον φασίστα Ίνοχ Πάουελ έδειξαν έμπρακτα με μαζική συμμετοχή στις πικετοφορίες την αλληλεγγύη τους στις Γκουτζουράτι γυναίκες, αναβιώνοντας την παράδοση της ενότητας της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, οι ίδιες οι εργάτριες του Γκρούνγουικ είδαν πως, πάρα την απομόνωσή τους και το διάχυτο ρατσισμό, πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα τους και ήταν διατεθειμένα να χάσουν και τις δουλειές τους ακόμα για την εργατική αλληλεγγύη.

Ωστόσο, η απεργία στο Γκρούνγουικ δεν ήταν μια επιτυχημένη απεργία. Έληξε με ήττα. Η πολεμική κραυγή «εμείς είμαστε τα λιοντάρια», ακούγεται ακόμα στις καρδιές των πρωτοπόρων εργατών/τριων, αλλά το πικρό μάθημα της απεργίας των απεργών παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο όσο πότε. Η απεργία δεν έχασε επειδή οι άντρες εργάτες δεν είναι ικανοί να στηρίξουν πιο κακοπληρωμένες και ευάλωτες γυναίκες. Δεν έχασε γιατί οι απεργοί ήταν πλειοψηφικά γυναίκες. Δεν ηττήθηκε η απεργία επειδή στην εργατική τάξη πλειοψηφούσαν οι λευκοί εργάτες. Έχασε γιατί το TUC οργάνωσε την ήττα της απεργίας. Έχασε γιατί η γραφειοκρατία των συνδικάτων επέλεξε να τοποθετήσει τον εαυτό της στο ρόλο του εταίρου της κυβέρνησης, περιορίζοντας την αυτενέργεια της βάσης των συνδικάτων. Μετά την ήττα της απεργίας στο Γκρούνγουικ, τη σκυτάλη της επίθεσης στην εργατική τάξη θα έπαιρνε η Μάργκαρετ Θάτσερ με την εκλογή της στην εξουσία το 1979, αλλά με τη σκυτάλη αυτή τώρα θα χτυπούσε το κεφάλι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

 

 

 Σημειώσεις

 [1] «We are women we are strong Union Song Club-1984», Youtube, http://www.unionsongclub.co.uk/lyrics/lyrics41.html.

 [2] «Διατομεακότητα ή διαθεματικότητα», βλ. ενδεικτικά: Abbey Volcano, J. Rogue, “Insurrections at the Intersections: Feminism, Intersectionality and Anarchism”, The Anarchist Library, 2012, https://theanarchistlibrary.org/library/abbey-volcano-j-rogue-insurrections-at-the-intersections. Το άρθρο στα ελληνικά: Abbey Volcano, J. Rogue, «Εξεγέρσεις και Τομές: φεμινισμός, διαθεματικότητα και αναρχισμός», In.Medias.Res, https://inmediasres.espivblogs.net/intersections/. «Γλωσσάρι για τον φεμινισμό», SocialPolicy.gr, 23 Μαρτίου 2017, http://socialpolicy.gr/2017/03/%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%86%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C.html.

[3] Trade Union Membership 1892-1973-1974-2008, Department of Employment Statistics, Certification Office 1974 -2007/8, https://docs.google.com/spreadsheets/d/1kZfsrxfQVAQJQbb-CIUsE1GASXtTzwmtrOOkr4kugGQ/edit#gid=0.

[4] Tony Cliff, “The balance of class forces in recent years”, International Socialism, τεύχος 2, Φθινόπωρο 1979. Marxists’ Internet Archive, 2017, https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1979/xx/balance1.htm.

[5] T. Cliff, ό.π.

[6] Alex Bryson, David Blanchflower, “The end of trade unionism as we know it?”, CentrePiece, Φθινοπωρο 2008, https://cep.lse.ac.uk/pubs/download/cp268.pdf.

[7] Harriet Sherwood, “The women of the miners’ strike: ‘We caused a lot of havoc’”, The Guardian, 7 Απριλίου 2014, https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2014/apr/07/women-miners-strike-1984-wives-picket-lines.

[8] “‘Defeat was Snatched from the Jaws of Victory’ - Remembering the Grunwick Strike”, Youtube, https://www.youtube.com/watch?v=oIrr5e2mHzI.

[9] McDowell, Linda, Sundari Anitha and Ruth Pearson, Striking Narratives: Class, Gender and Ethnicity in the ‘Great Grunwick Strike’, London, UK. 1976-1978”, Women’s History Rreview, σσ. 595-619 https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/09612025.2014.906117.

[10] Here to stay, here to fight - how the Γκρούνγουικ strike changed everything”, Socialist Worker, αρ. φ. 2517, 16 Αυγούστου 2016, https://socialistworker.co.uk/art/43226/Here+to+stay%2C+here+to+fight+++how+the+Grunwick+strike+changed+everything.

[11] Chris Harman, “Workers Unity in the face of Enoch Powell’s racism”, Socialist Review, τεύχος 324, Απρίλιος 2008 http://socialistreview.org.uk/324/workers-unity-face-enoch-powells-racism.

[12] Bill Schwarz, The White Man’s World, Οξφόρδη 2011, σελ 48.

[13] The intersection of race, class and gender at the Grunwick strike, APEX flyer, August 1977,MSS.464/20, in APEX papers, Modern Records Centre, University of Warwick”, New Historical Express, 23 Αυγούστου 2015, https://hatfulofhistory.wordpress.com/2015/08/23/the-intersection-of-race-class-and-gender-at-the-grunwick-strike/Γκρούνγουικ-strike/#_edn17.

[14] “The Grunwick strike, 1976-8”, Youtube, https://www.youtube.com/watch?v=DWuB7JYo818.

[15] Bethan Bell and Shabnam Mahmood, “Grunwick Dispute: What did the ‘strikers in Saris’ achieve?”, BBC, 10 Σεπτεμβριου 2016, https://www.bbc.com/news/uk-england-london-37244466.

[16] Sundari Anitha and Ruth Pearson, Striking Women, Strugglew and Strategies of South Asian Women Workers from Grunwick to Gate Gourmet, Lawrence & Wishart, Λονδίνο 2017, σελ 112.

[17] Ό,π., σελ 110.

[18] Ό.π., σελ 114.

[19] Ό.π., σελ 113.

[20] Ό.π., σσ. 112-118.

[21] Ό.π., σελ. 119.

[22] Ό.π., σελ. 121.

[23] Ό.π., σελ 126.

[24] “Miners’ Strike At Orgreave, 1984 – Film 37350”, Youtube, https://www.youtube.com/watch?v=brP6D_AICJA.

[25] Sundari Anitha and Ruth Pearson, ό.π., σελ. 128.

[26] Sundari Anitha and Ruth Pearson, ό.π., σελ. 130.

 

 

 

 

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 07 Μαρτίου 2023 11:55

Προσθήκη σχολίου

Το e la libertà.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο ή σχόλια μη σχετικά με το κείμενο.